ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ v. ΜΑΡΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ.: 274/2025, 23/10/2025
print
Τίτλος:
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ v. ΜΑΡΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ.: 274/2025, 23/10/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 274/2025)

 

23 Οκτωβρίου 2025

 

[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ,

Εφεσείων,

 

v.

 

ΜΑΡΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

Εφεσίβλητης.

______________________________________

 

Α. Γιάλλουρου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

Χ. Δημητρίου, για την Εφεσίβλητη.

Εφεσίβλητη παρούσα.

 

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Στυλιανίδου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Αυθημερόν)

 

 

ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Την 14.10.2025, η Αστυνομία καταχώρισε αίτηση προσωποκράτησης της εφεσίβλητης, συλληφθείσης δυνάμει εντάλματος σύλληψης, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας. Ο συνήγορός της, ήγειρε εξ αρχής, ότι το Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει την αίτηση, για τους λόγους που θα διαφανούν από την πιο κάτω απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί τούτου:

 

«Δικαστήριο: Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το ένταλμα σύλληψης εναντίον της ύποπτης 2 έχει εκτελεστεί στις 11:25, στις 13/10/2025. Διαπιστώνει επίσης ότι η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και η προσαγωγή της ύποπτης 2 ενώπιον Δικαστηρίου έγινε στις 14/10 και ώρα 11:28, σύμφωνα με τα πρακτικά του Δικαστηρίου. Συνεπώς το Δικαστήριο κρίνει ότι έχει παρέλθει το 24ωρο από τη σύλληψη της ύποπτης 2 μέχρι την ώρα που παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου. Συνεπώς στη βάση Άρθρου 11.5 του Συντάγματος η αίτηση προσωποκράτησης όσον αφορά την ύποπτη 2 απορρίπτεται, η ύποπτη 2 να αφεθεί ελεύθερη.»

 

Με τον μοναδικό λόγο έφεσης, ο Γενικός Εισαγγελέας προβάλλει ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα προσωποκράτησης. Με την αιτιολογία αυτού, υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι η αίτηση έπρεπε να απορριφθεί για τους λόγους που το ίδιο ανέφερε, διότι αυτή, είχε καταχωριστεί και τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου από τις 10:15. Γίνεται, επίσης, στην αιτιολογία, παραπομπή σε συνημμένο στην ειδοποίηση έφεσης έγγραφο, υπό τον τίτλο «Βεβαίωση» στο οποίο Βοηθός Γραμματειακός Λειτουργός στο Ποινικό Πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, δηλώνει ότι παρέλαβε από το ΤΑΕ Λάρνακας την εν λόγω αίτηση προσωποκράτησης, την καταχώρισε άμεσα και την παρέδωσε στο αρμόδιο Δικαστήριο μεταξύ των ωρών 10:00-10:15.

 

Κατ’ αρχάς, θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε τη δικαιοδοτική βάση για την έκδοση διαταγμάτων προσωποκράτησης, η οποία προβλέπεται στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας:

 

«ΑΡΘΡΟΝ 11

1. Έκαστος έχει το δικαίωμα ελευθερίας και προσωπικής ασφαλείας.

2. Ουδείς στερείται της ελευθερίας αυτού, ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζει εις τας περιπτώσεις:

(γ) συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμου ενεργουμένης προς τον σκοπόν προσαγωγής αυτού ενώπιον της αρμοδίας κατά νόμον αρχής επί τη ευλόγω υπονοία ότι διέπραξεν αδίκημα ή οσάκις η σύλληψις ή κράτησις θεωρηθή ευλόγως αναγκαία προς παρεμπόδισιν διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά την διάπραξιν αυτού,

5. Ο συλληφθείς προσάγεται ενώπιον του δικαστού ως οιόν τε συντομώτερον ευθύς μετά την σύλληψιν αυτού, πάντως δε το βραδύτερον εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από της συλλήψεως, εφ’ όσον δεν αφεθή πρότερον ελεύθερος.

6. Ο δικαστής, ενώπιον του οποίου προσήχθη ο συλληφθείς, χωρεί ταχέως εις διερεύνησιν των λόγων της συλλήψεως εις καταληπτήν υπό του συλληφθέντος γλώσσαν και, ως οιόν τε συντομώτερον, πάντως δε το βραδύτερον εντός τριών ημερών από της τοιαύτης προσαγωγής, ή απολύει τον συλληφθέντα υπό τους κατά την κρίσιν αυτού καταλλήλους όρους ή διατάσσει την κράτησιν αυτού, οσάκις η περί της διαπράξεως του αδικήματος ανάκρισις, δι’ ο συνελήφθη, δεν συνεπληρώθη και δύναται να διατάσση εκάστοτε την κράτησιν αυτού επί περίοδον χρόνου μη υπερβαίνουσαν τας οκτώ ημέρας. Ο συνολικός χρόνος όμως της τοιαύτης κρατήσεως δέον να μη υπερβαίνη τους τρεις μήνας από της ημερομηνίας της συλλήψεως, μετά την παρέλευσιν των οποίων παν άτομον ή αρχή έχουσα υπό κράτησιν τον συλληφθέντα απολύει αυτόν παρευθύς. Πάσα κατά τα ανωτέρω απόφασις του δικαστού υπόκειται εις έφεσιν.

7. Πας στερηθείς της ελευθερίας αυτού δια συλλήψεως ή κρατήσεως δικαιούται να προσφύγη εις το αρμόδιον δικαστήριον, ίνα τούτο κρίνη ταχέως την νομιμότητα της κρατήσεως και διατάξη την απόλυσιν αυτού, εάν η κράτησις δεν είναι νόμιμος.

8. Ο κατά παράβασιν των διατάξεων του παρόντος άρθρου συλληφθείς ή κρατηθείς έχει αγώγιμον δικαίωμα προς αποζημίωσιν.»

  

Παρατηρούμε ότι με την έφεση δεν σκοπείται ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης με τη συνακόλουθη έκδοση οποιασδήποτε διαταγής, παρά μόνο ζητείται η απόφαση του Εφετείου ως προς την ορθότητα «της θεώρησης της».

 

Έχουμε, με προσοχή, ακούσει τους ευπαίδευτους συνηγόρους στην επιχειρηματολογία τους και έχουμε εξετάσει κάθε τι σχετικό με την παρούσα έφεση.

 

Κατά προτεραιότητα, εξετάσαμε, ως ζήτημα δημόσιας τάξης, κατά πόσον η εν λόγω αίτηση προσωποκράτησης, είναι πλέον άνευ αντικειμένου, και το ζήτημα το οποίο καλούμαστε να αποφασίσουμε είναι ακαδημαϊκό. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, σε τέτοια περίπτωση, η πρωτόδικη απόφαση δεν θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο απόφασής μας.

 

Στην ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ν. ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΙΑΗΛΗ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ (2014) 2 ΑΑΔ 930, παρόμοιο ζήτημα σε σχέση με προσωποκράτηση, απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο. Λέχθηκαν τα εξής:

 

«Είναι θεμελιωμένη αρχή της νομολογίας ότι τα Δικαστήρια δεν ασχολούνται με την επίλυση ακαδημαϊκών θεμάτων αλλά μόνο με την επίλυση ζητημάτων που τίθενται ενώπιον τους και είναι απαραίτητο να κριθούν για την έκβαση και την απόφανση της, ενώπιον τους, υπόθεσης. Χαρακτηριστικά μπορούμε να αναφερθούμε στις υποθέσεις Μalachtou ν. Αrmefti a.ο. (1984) 1 C.L.R. 548, Χρίστου ν. Choreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454 και την Τσουλούπας ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2002) 1 Α.Α.Δ. 1263. Συγκεκριμένα η Τσουλούπας (ανωτέρω) αφορούσε σε αίτημα προσωποκράτησης και αναφέρθηκε ότι το «αν η διάρκεια της κράτησης ήταν πέραν της απαραίτητης», στην περίπτωση εκείνη, «δεν μπορεί να κριθεί in abstracto αλλά σε συνάρτηση με τις πραγματικότητες συνθηκών, χώρου και χρόνου, εφ' όσον το κρινόμενο ήταν το αντικειμενικά εύλογο υπό τις περιστάσεις».

Στις παρούσες υποθέσεις, θεωρούμε ότι το θέμα που μας ζήτησε η κα Παπαγαπίου να αποφασίσουμε είναι ακαδημαϊκό. Δεν χρειάζεται να αποφασιστεί το ζήτημα της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης στις παρούσες υποθέσεις διότι δεν ζητείται από το Εφετείο να εκδώσει οποιονδήποτε διάταγμα προσωποκράτησης των εφεσιβλήτων. Δεν θα μπορούσε βεβαίως να ζητηθεί από το Εφετείο να αποφασίσει αίτηση προσωποκράτησης σήμερα, 9 ημέρες μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης και χωρίς το Εφετείο να έχει ενώπιον του απαραίτητα στοιχεία όπως, πόσο μέρος του ανακριτικού έργου έχει παραμείνει, αν έχει παραμείνει, πόσων μαρτύρων τη μαρτυρία, ακόμα, προτίθενται να λάβουν οι ανακριτικές αρχές και κατά πόσον, σήμερα, είναι απαραίτητη ή επιθυμητή η κράτηση των εφεσιβλήτων και για πόσο χρόνο με σκοπό την απρόσκοπτη διεκπεραίωση του ανακριτικού έργου.

Εφόσον λοιπόν δεν ζητείται διάταγμα προσωποκράτησης, η απόφαση του Εφετείου αναφορικά με την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, καθίσταται ακαδημαϊκή άσκηση και δεν προτιθέμεθα να εμπλακούμε σε κάτι τέτοιο

 

Επιπλέον των πιο πάνω, θεωρούμε επίσης, ότι τα λεχθέντα στην ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ν. LUCHIAN MARINA TUDOR (2011) 1 ΑΑΔ 1176, τυγχάνουν εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση:

 

«Τα Δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω, ούτε επιλύουν ακαδημαϊκά ζητήματα, ούτε και προχωρούν σε επίλυση διαφορών οι οποίες είτε έχουν εκλείψει, είτε λόγω μεταβολής των συνθηκών, η επίλυση τους δεν θα κατέληγε σε οποιοδήποτε πρακτικό αποτέλεσμα. Στην υπόθεση Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ v. Eταιρείας Pέϊνμόου Πλήτσιγκ και Nτάϊγκ Kο Λτδ (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2055, κρίθηκε ότι έφεση που είχε ασκηθεί εναντίον απόφασης με την οποία απερρίφθη ενδιάμεση αίτηση αναστολής της διαδικασίας διάλυσης της εταιρείας, παρέμεινε άνευ αντικειμένου εφόσον στην κυρίως αίτηση είχε στο μεταξύ εκδοθεί διάταγμα διάλυσης και εκκαθάρισης της εταιρείας, απόφαση που κατέστη τελεσίδικη εφόσον δεν ασκήθηκε έφεση εναντίον της. Όπως τέθηκε:

«Το θέμα καθίσταται ως εκ τούτου ακαδημαϊκό γιατί δεν θα έχει καμιά συνέπεια για τους διαδίκους. Το Εφετείο ασχολείται μόνο με την ουσιαστική επίλυση διαφοράς μεταξύ των διαδίκων η οποία υφίσταται κατά την έκδοση της απόφασης του.»

….

Δεν ήταν δυνατό για το Εφετείο να καταστεί γνωμοδοτικό όργανο ώστε να δώσει εκ των προτέρων καλυπτική άδεια στους όποιους χειρισμούς έγιναν από τον εκεί εφεσείοντα

     

Έχοντας κατά νου την πιο πάνω νομολογία, και στρεφόμενοι στα ενώπιόν μας δεδομένα, κρίνουμε ότι το παρόν Εφετείο δεν βρίσκεται ενώπιον ζητήματος το οποίο δύναται να επιλυθεί, δια της έκδοσης οποιασδήποτε απόφασής του.

 

Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας του Α.Ν. Λοΐζου, στη σελίδα 76, ο «δικαστής»  που αναφέρεται στις παραγράφους 5 και 6 του Άρθρου 11 του Συντάγματος, είναι ο δικαστής του Άρθρου 24 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ο οποίος ορίζεται στο Άρθρο 2 αυτού ως Δικαστής Επαρχιακού Δικαστηρίου.

 

Εκ των πραγμάτων, η εφεσίβλητη, συλληφθείσα, πριν 9 ημέρες αφέθηκε ελεύθερη, δεν είναι πλέον συλληφθείσα και επομένως, δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής οι σχετικές παράγραφοι του Άρθρου 11 του Συντάγματος περί προσαγωγής ενώπιον «δικαστού», ως προβλέπεται σε αυτές. Δεν θεωρούμε ότι το Εφετείο, δύναται να παραμερίσει την πρωτόδικη κρίση, δυνάμει του Άρθρου 11.6 του Συντάγματος και να την αντικαταστήσει με οποιαδήποτε διαταγή που να βρίσκει έρεισμα στο Σύνταγμα. Δεν θα μπορούσε το ίδιο το Εφετείο αυτή τη χρονική στιγμή, να εκδώσει διάταγμα προσωποκράτησης, δυνάμει οποιασδήποτε διάταξης του Συντάγματος.

 

Δεν παραγνωρίζουμε ότι, το Εφετείο στην ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ v. ΝΙΚΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΗ, Ποινική Έφεση Αρ.: 18/2025, ημερομηνίας 4/2/2025, εξέτασε το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο απέρριψε αίτηση προσωποκράτησης για λόγους ουσίας. Δεν απασχόλησαν, όμως, στην εν λόγω υπόθεση, η εφαρμογή του Άρθρου 11 του Συντάγματος και τα ως άνω.

 

 

 

Έχοντας καταλήξει ότι με την παρούσα έφεση, ζητείται η κρίση του Εφετείου σε ζήτημα ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος, κρίνουμε ότι η έφεση είναι απορριπτέα.

 

Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.

 

 

Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο