ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. MOHAMAD DARRAJ, Ποινική Έφεση Αρ.: 276/2025, 23/10/2025
print
Τίτλος:
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. MOHAMAD DARRAJ, Ποινική Έφεση Αρ.: 276/2025, 23/10/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 276/2025)

 

23 Οκτωβρίου 2025

 

[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

 

v.

 

MOHAMAD DARRAJ,

Εφεσίβλητο.

_____________________

 

Σ. Μιχαήλ (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

Δ. Τσολακίδης για Δ. Τσολακίδη Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.

Εφεσίβλητος παρών.

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Αυθημερόν)

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσίβλητος αντιμετωπίζει την ποινική υπόθεση 18988/2025, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο της υπόθεσης, του αποδίδεται ότι στις 7/10/2025 κατείχε ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Α, δηλαδή 80 χάπια MDMA, ήτοι έκσταση, η πρώτη κατηγορία, ότι κατείχε τα εν λόγω 80 χάπια MDMA με σκοπό την προμήθεια τους σε άλλα πρόσωπα, η δεύτερη κατηγορία και ότι είχε στην κατοχή του ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Β, δηλαδή 2 γραμμάρια κάνναβης, η τρίτη κατηγορία, αδικήματα κατά παράβαση Άρθρων του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο του 1977 (Ν.29/1977) όπως τροποποιήθηκε.

 

          Ο εφεσίβλητος, όταν παρουσιάστηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατηγορήθηκε και παραδέχθηκε τις κατηγορίες 1 και 3 ενώ δεν παραδέχθηκε την δεύτερη κατηγορία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για γεγονότα και ποινή αναφορικά με τις κατηγορίες 1 και 3, και για ακρόαση αναφορικά με την κατηγορία 2, στις 24/10/2025 και ώρα 10.30π.μ.

 

          Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση του αιτήματος που είχε υποβληθεί από τη συνήγορο της Κατηγορούσας Αρχής, όπως ο εφεσίβλητος παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την εμφάνιση του στη δίκη την επόμενη δικάσιμο. Το αίτημα στηρίχθηκε, τόσο στον κίνδυνο φυγοδικίας, όσο και τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων.

 

          Ο συνήγορος του εφεσίβλητου έφερε ένσταση στο αίτημα, υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει κίνδυνος φυγοδικίας, υποδεικνύοντας ότι εκκρεμεί εναντίον του εφεσίβλητου μία πολύ πιο σοβαρή υπόθεση η οποία είναι σε εκκρεμότητα στην οποία του έχουν τεθεί όροι προς εξασφάλιση της παρουσίας του στο Δικαστήριο, τους οποίους τηρεί ανελλιπώς και συμμορφώνεται με αυτούς. Επίσης, προέβαλε τη θέση ότι το γεγονός ότι έχει κατηγορηθεί και παραδεχθεί την παρούσα υπόθεση, παρά το ότι εκκρεμεί εναντίον του μια πολύ πιο σοβαρή υπόθεση, δεν αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι προκύπτει ο κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων, αν αφεθεί ελεύθερος.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε όπως o εφεσίβλητος αφεθεί ελεύθερος υπό όρους αποφασίζοντας ότι δεν υφίσταται κίνδυνος φυγοδικίας αφού έλαβε υπόψη του τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου, είναι αλλοδαπός υπήκοος ο οποίος διαμένει νόμιμα στην Κύπρο, είναι νυμφευμένος με Ευρωπαία υπήκοο και έχει ένα ανήλικο τέκνο 2 ετών, αλλά και το γεγονός ότι του έχουν επιβληθεί όροι σε πολύ πιο σοβαρή υπόθεση που εκκρεμεί εναντίον του στο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας τους οποίους τηρεί και δεν παραβίασε. Απέρριψε, επίσης, το αίτημα σε σχέση και με τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων, αποφασίζοντας ότι δεν υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι, αν ο εφεσίβλητος αφεθεί ελεύθερος, υπάρχει κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων, συμφωνώντας με τη θέση του συνηγόρου του ότι απαιτούνται ισχυρές ενδείξεις και ότι, σε τέτοιου είδους διαδικασίες, η κράτηση του κατηγορουμένου είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας.

 

          Εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, έχει καταχωρηθεί η παρούσα έφεση με την οποία προβάλλονται δύο λόγοι έφεσης. Αντικείμενο του πρώτου λόγου έφεσης είναι ότι, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε όπως ο εφεσίβλητος απολυθεί με όρους αντί για την κράτηση του, στη βάση της ύπαρξης κινδύνου φυγοδικίας. Είναι η θέση της συνηγόρου για τον εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς τις αρχές που διέπουν τον κίνδυνο φυγοδικίας και άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης αμφισβητείται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απολύσει τον εφεσίβλητο με όρους, αντί να διατάξει την κράτηση του, στη βάση της ύπαρξης κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων. Προβάλλεται η θέση ότι το Δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς τις αρχές της νομολογίας αναφορικά με τον εν λόγω κίνδυνο και συνεπακόλουθα άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον εφεσείοντα ετοίμασε γραπτή αγόρευση υποστηρίζοντας τους λόγους έφεσης, την οποία μας παρέδωσε και το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε. Ήταν η θέση της συνηγόρου για τον εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εκτίμησε λανθασμένα το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος αντιμετωπίζει την ποινική υπόθεση 20042/2024 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας για πάρα πολύ σοβαρά αδικήματα και ότι ενώ του είχαν τεθεί όροι για εξασφάλιση της παρουσίας του στο Δικαστήριο, αναφορικά με την εν λόγω υπόθεση, διέπραξε τα αδικήματα που αναφέρονται στην παρούσα υπόθεση και τα οποία έχει παραδεχθεί (κατηγορίες 1 και 3) ενώ εκκρεμεί η υπόθεση αναφορικά με την δεύτερη κατηγορία. Σημειώνει επίσης ότι τα αδικήματα της δεύτερης υπόθεσης που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος, δύο εκ των οποίων έχει παραδεχθεί, ήταν αυτόφωρα και ότι αυτός έχει επίσης παραδεχθεί ότι είναι χρήστης ναρκωτικών ουσιών.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Υιοθέτησε το περιεχόμενο της αγόρευσης του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά και τη νομολογία στην οποία παρέπεμψε. Ήταν η θέση του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει προβεί σε σφάλμα αρχής, αποφασίζοντας την απόλυση του εφεσίβλητου με όρους, ούτως ώστε να δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια η οποία κινήθηκε εντός των πλαισίων της νομολογίας. Σημείωσε, επίσης, ότι για πιο σοβαρή υπόθεση, εκείνη που εκκρεμεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, ο εφεσίβλητος είχε αφεθεί ελεύθερος με όρους και δεν υπήρξε έφεση από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας εναντίον της απόφασης εκείνης. Έστω και αν, ήταν περαιτέρω η θέση του συνηγόρου του εφεσίβλητου, η παρούσα σύνθεση του Δικαστηρίου δυνατόν να αποφάσιζε διαφορετικά, εφόσον η απόφαση  του πρωτόδικου Δικαστηρίου κινείται εντός των πλαισίων της νομολογίας, δεν δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου. Υποστήριξε, επίσης, ότι η παρουσία του εφεσίβλητου ενώπιον του Εφετείου σήμερα, παρά του ότι δεν του είχε επιδοθεί προηγουμένως η έφεση, δείχνει ότι δεν υπάρχει κίνδυνος φυγοδικίας, αντίθετα, εισηγήθηκε, καθιστά πολύ απομακρυσμένο το ενδεχόμενο φυγοδικίας.

 

Έχουμε με μεγάλη προσοχή ακούσει και εξετάσει τα όσα οι δύο συνήγοροι έχουν θέσει ενώπιόν μας με την επιχειρηματολογία τους. Μας έχει, επίσης, απασχολήσει καθετί σχετικό με την υπό κρίση διαδικασία. Είναι προφανές ότι το τι αποτελεί αντικείμενο εξέτασης από το Εφετείο είναι η ορθότητα της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος, στη βάση των όσων είχαν τεθεί ενώπιόν του.

 

Παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση A.A.S. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 193/2022, ημερομηνίας 14.9.2022:

 

«Υπενθυμίζουμε ότι η κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη ή η επιβολή όρων για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας του στο Δικαστήριο, εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου με αφετηρία, βεβαίως, την ατομική ελευθερία και ότι η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ' εξαίρεση (Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, 134). Επέμβαση του Εφετείου χωρεί αν διαπιστωθεί ότι αυτή η εξουσία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία, είτε γιατί παραγνωρίστηκαν κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα (Dydi v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 103/2020 [σχ. με 104/2020], ημερ. 3/9/2020 και Γεωργίου v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 131/2021, ημερ. 1/9/2021). Στην Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997)2 Α.Α.Δ. 109 λέχθηκε ότι «το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στα πρωτόδικα Δικαστήρια εκτός για πολύ σοβαρούς λόγους και σε εξαιρετικές περιπτώσεις». (Βλ. Επίσης Μαυρομιχάλης ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 256ECLI:CY:AD:2014:B251 και Suleyman v. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 120/20, 11.8.20), ECLI:CY:AD:2020:B286

 

          Στα πλαίσια της ποινικής έφεσης ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΙΩΑΝΝΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση αρ. 112/2025, ημερομηνίας 2/5/2025, το Εφετείο έχει συνοψίσει και επαναλάβει τις αρχές της νομολογίας αναφορικά με τον κίνδυνο φυγοδικίας ως ακολούθως:

 

«ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΦΥΓΟΔΙΚΙΑΣ

Οι αρχές βάσει των οποίων εξετάζεται ο κίνδυνος φυγοδικίας είναι καλά γνωστές και δεν κρίνουμε ότι χρήζουν επανάληψης (βλ. μεταξύ άλλων Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Θεοχάρους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48, Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 790, Γενικός Εισαγγελέας ν. Γ.Ν., Ποιν. Έφ. 145/2023, ημερ. 21.7.2023, Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 78/24, ημερ. 8.4.2024). Αναφέρονται δε εν εκτάσει στην εκκαλούμενη απόφαση.

[…]

Έχουμε εξετάσει με προσοχή την επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου της Εφεσείουσας. Με κάθε σεβασμό δεν συμφωνούμε με τις προβαλλόμενες θέσεις και εισηγήσεις, οι οποίες εξετάστηκαν με λεπτομέρεια από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ειδικότερα, στην εκκαλούμενη απόφαση ορθώς αναφέρεται ότι αναμφίβολα οι κατηγορίες τις οποίες η Εφεσείουσα αντιμετωπίζει είναι πολύ σοβαρές, πράγμα το οποίο επηρεάζει το ύψος της ποινής σε περίπτωση καταδίκης, η οποία ενδέχεται να είναι αυστηρή και πολυετής. Το είδος και η ποσότητα των ναρκωτικών ουσιών επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την ποινή που ενδεχομένως να επιβληθεί σε περίπτωση καταδίκης (βλ. Χριστοδούλου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 538, Νικήτα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 54, Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 143/24, ημερ. 27.6.2024).

Το κίνητρο φυγοδικίας αυξάνεται αναλόγως της σοβαρότητας της υπόθεσης την οποία ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει (βλ. Τσαπατσάρης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 600, Σπανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 281). Στην Θεοδωρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 139, τονίστηκε ότι η σοβαρότητα των υπό κατηγορία αδικημάτων αποτελεί σημαίνοντα παράγοντα στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου.»

 

Σημειώνουμε στο σημείο αυτό, ότι στην υπό κρίση υπόθεση, ο εφεσίβλητος παραδέχθηκε τις κατηγορίες 1 και 3. Η κατηγορία 1 επισύρει ποινή φυλάκισης μέχρι 12 χρόνια. Συνεπώς, δεν πρόκειται περί πιθανότητας καταδίκης αλλά για βεβαιότητα και αναμένεται ότι ποινή φυλάκισης που θα του επιβληθεί θα είναι πολυετής. Το γεγονός αυτό δεν φαίνεται να το έχει σταθμίσει ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε, επίσης, υπόψη του τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου, αποφασίζοντας εναντίον της έκδοσης διατάγματος κράτησης του.

 

Όπως τονίστηκε στην ΝΙΚΟΛΑΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (ανωτέρω) που αφορούσε Κύπριο υπήκοο:

 

«.. είναι αυτονόητο ότι ένας Κύπριος κατηγορούμενος έχει κατά κανόνα δεσμούς με τη χώρα του που μπορεί να είναι δυνατοί ή χαλαροί, ανάλογα με τις ιδιαίτερες του συνθήκες. Οι δεσμοί αυτοί από μόνοι τους δεν επενεργούν ως ασπίδα για τον ύποπτο ή υπόδικο ώστε να υπερφαλαγγιστεί η σοβαρότητα του αδικήματος στο οποίο εμπλέκεται. Ό,τι εξετάζεται είναι πάντοτε η επίπτωση που δυνατόν να έχουν οι προσωπικές αυτές συνθήκες επί του κριτηρίου του κινδύνου μη προσέλευσης του υπόπτου στο Δικαστήριο για να αντιμετωπίσει τη δίκη του».

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν συνεκτίμησε ότι εν όψει της σοβαρότητας της υπόθεσης, της δεδομένης παραδοχής του εφεσίβλητου στις κατηγορίες 1 και 3 αλλά και της πιθανότητας καταδίκης αναφορικά με την δεύτερη κατηγορία, στην οποία ο νομοθέτης έχει προβλέψει ποινή φυλάκισης δια βίου αλλά και της αυστηρότητας της ενδεχόμενης επιβληθησομένης ποινής, τα εν λόγω υποκειμενικά δεδομένα δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ικανό αντιστάθμισμα έναντι του κινδύνου φυγοδικίας και λανθασμένα αποφάσισε ότι στην περίπτωση του εφεσίβλητου αυτά ήταν ικανά να κλίνουν την πλάστιγγα υπέρ της απόλυσης υπό όρους.

 

          Συνεκτιμούμε τη θέση του συνηγόρου του εφεσίβλητου ότι ο εφεσίβλητος συμμορφώνεται με τους όρους που του έχουν επιβληθεί για εξασφάλιση της παρουσίας του στο Δικαστήριο κατά την ακρόαση της υπόθεσης που εκκρεμεί εναντίον του ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας και ότι έχει δεσμούς με τη Δημοκρατία. Λαμβάνουμε, επίσης, υπόψη μας τη σημερινή του παρουσία ενώπιον του Εφετείου. Δεν θεωρούμε, όμως, ότι αυτά τα δεδομένα είναι αρκετά για να υπερφαλαγγίσουν τον κίνδυνο φυγοδικίας με το δεδομένο ότι ο εφεσίβλητος έχει ήδη παραδεχθεί κατηγορία που επισύρει ποινή φυλάκισης μέχρι 12 έτη και το ενδεχόμενο επιβολής πολυετούς ποινής φυλάκισης είναι πέραν από ορατό κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο κίνδυνος φυγοδικίας να είναι επίσης ορατός.

 

Ουδόλως παραγνωρίζονται οι προσωπικές συνθήκες του εφεσίβλητου στο σύνολό τους, καθώς και ο χρόνος κράτησης που ήθελε διαταχθεί, ούτε και το γεγονός ότι τηρεί τους όρους που του έχουν επιβληθεί αναφορικά με την εκκρεμούσα υπόθεση στο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας. Εντούτοις, είμαστε της γνώμης πως υπό το φως των νέων δεδομένων της παρούσας υπόθεσης και δη της παραδοχής του στις κατηγορίες 1 και 3, ενταγμένων βεβαίως στο πλαίσιο του συνόλου των στοιχείων που εκτιμούνται, ο κίνδυνος φυγοδικίας είναι ορατός και δεν μπορεί, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, να αντιμετωπιστεί με την επιβολή κατάλληλων μέτρων εγγύησης. Οι δε προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου δεν είναι ικανές να υπερφαλαγγίσουν το δημόσιο συμφέρον και την αποφυγή του κινδύνου φυγοδικίας (ENCHEV ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση 194/2025, ημερομηνίας 24/07/2025).

 

          Σε ό,τι αφορά τον κίνδυνο διάπραξης νέων αδικημάτων και πάλι αναφερόμαστε σε πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, στην ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ v. ΚΙΤΣΙΟΥ, Ποινική Έφεση 111/2025, ημερομηνίας 29.5.2025, όπου λέχθηκαν τα εξής, αναφορικά με τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων:

 

«Οι αρχές που έχουν καθιερωθεί από τη Νομολογία για εξέταση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων συνοψίστηκαν στην Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 47/24, ημερ. 11.3.2024 ως εξής:

«(1) Για την κατάληξη σε συμπέρασμα περί ύπαρξης πιθανότητας διάπραξης άλλου αδικήματος δεν απαιτείται ακριβής μαρτυρία. Αρκεί αν με βάση όλα τα στοιχεία τα οποία τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου δημιουργείται η ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει τέτοια πιθανότητα.

(2) Η πιθανολόγηση αναφέρεται σε ροπή προς το έγκλημα ή τάση για συγκεκριμένη συμπεριφορά του κατηγορούμενου στο μέλλον, για την οποία το Δικαστήριο δύναται να καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα, βασιζόμενο, μεταξύ άλλων, είτε στο ιστορικό του είτε στον χαρακτήρα του είτε στα περιστατικά της υπόθεσης ή σε εγγενείς ενδείξεις που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη υφή της ή και σε διάφορες άλλες περιστάσεις.

(3) Τέτοια πιθανολόγηση δύναται μεταξύ άλλων να στοιχειοθετηθεί: (Α) Από το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου ή από εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις ή ποινικές υποθέσεις των οποίων αναμένεται η καταχώριση, νοουμένου ότι αφορούν αδικήματα ίδιας ή παρόμοιας φύσης ή ανάλογης σοβαρότητας, (β) Από το μαρτυρικό υλικό και από τα περιστατικά της υπό εκδίκαση υπόθεσης, κρινόμενα στην όψη τους (όπως έγινε στην υπόθεση Matznetter v. Austria, Appl. 2178/64, ημερ. 10.11.69 και στις υποθέσεις Κωνσταντινίδη και Χριστούδια, ανωτέρω)».»

 

Εντοπίζουμε σφάλμα αρχής στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε και αποφάσισε το υπό κρίση ζήτημα. Ο κίνδυνος διάπραξης νέων αδικημάτων αποτελεί αυτοτελή λόγο κράτησης ενός κατηγορουμένου. Τα δεδομένα που είχε ενώπιόν του το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν του επέτρεπαν να καταλήξει στην διαπίστωση ότι δεν υπάρχει ισχυρή ένδειξη ότι ο εφεσίβλητος, αν αφεθεί ελεύθερος, υπάρχει κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων, αποφασίζοντας, στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας, υπέρ της απόλυσης του εφεσίβλητου με όρους. Δικαιολογείται η παρέμβαση μας στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία κρίνεται αναιτιολόγητη, απόρροια των ενώπιον του στοιχείων.

 

Αν είναι κάτι που θα μπορούσε να λεχθεί, επί του προκειμένου, είναι ότι επιπρόσθετο στοιχείο, στην παρούσα, προς υποστήριξη του δικαιολογημένου διαταγής κράτησης, αποτελεί το ότι ο εφεσίβλητος, ως προκύπτει από τα πρακτικά της διαδικασίας, φέρεται να τέλεσε τα υπό κρίση αδικήματα ενόσω τελούσε υπό όρους εγγύησης για άλλη σοβαρή υπόθεση συναφών αδικημάτων (βλ. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ v. ΝΤΕΜΛΟΖ, Ποινική Έφεση 100/25, ημερομηνίας 24.4.2025, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ v. ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ, Ποινική Έφεση 84/24, ημερομηνίας 16.4.2024, ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ v. MOHAMMAD SERAQ κ.ά, Ποινική Έφεση 269/24, ημερομηνίας 23.1.2025).

 

Οι λόγοι έφεσης κρίνονται ως βάσιμοι και η έφεση επιτυγχάνει.

 

Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Διατάσσεται η κράτηση του εφεσίβλητου μέχρι την ολοκλήρωση της δίκης του στην παρούσα υπόθεση.

 

                                               

   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                   ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.           

                                   

                        

                                   Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο