ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 317/2019)
31 Οκτωβρίου 2025
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΛΕΚΑ (ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ) Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΒΕΡΕΓΓΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ, ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ 293/15 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
Εφεσείουσα,
v.
SUREBUILD CONSTRUCTIONS LTD,
Εφεσιβλήτων,
___________________________
Α. Π. Παπακόκκινου (κα), για την Εφεσείουσα,
Γ. Φ. Τρίγγας για Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.: Με την υπό κρίση έφεση, προσβάλλεται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 28.6.2019, με την οποία εκδόθηκε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας, για το ποσό των €11.547,14, πλέον νόμιμο τόκο, στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού και απορρίφθηκε η ανταπαίτηση της εφεσείουσας.
Κρίνουμε χρήσιμο να παραθέσουμε το ιστορικό της υπόθεσης, για καλύτερη κατανόηση των εγερθέντων ζητημάτων. Η αποβιώσασα Βερεγγάρια Παπακόκκινου καταχώρησε την αγωγή 1290/05 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου εναντίον των εφεσιβλήτων, καταλογίζοντας τους ευθύνη για παράνομη επέμβαση σε χωράφι της στην Πάφο, η οποία συνίστατο στην εναπόθεση μεγάλων όγκων χώματος που είχε μεταφερθεί από το κτήμα απέναντι, στο δικό της χωράφι, ζητώντας αποζημιώσεις. Πρωτόδικο Δικαστήριο, με απόφαση ημερομηνίας 7.9.2005, έκρινε τους εφεσίβλητους ένοχους διάπραξης του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης στο χωράφι της εφεσείουσας. Επειδή η Βερεγγάρια Παπακόκκινου απέτυχε να αποδείξει το ύψος των ειδικών και άλλων ζημιών που ζητούσε με την αγωγή της, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε, προς όφελος της, ΛΚ500,00 ως αποζημιώσεις, λόγω της απρεπούς συμπεριφοράς του οδηγού του εκσκαφέα των εφεσιβλήτων προς αυτήν, η οποία της προκάλεσε πικρία, και ΛΚ1.500,00, ως τιμωρητικές αποζημιώσεις, δηλαδή σύνολο ΛΚ2.000,00, πλέον τόκους και έξοδα. Στο πλαίσιο εκτέλεσης της απόφασης που εκδόθηκε υπέρ της, η Βερεγγάρια καταχώρησε εντάλματα κινητών εναντίον των εφεσιβλήτων και εισέπραξε, μετά την εκτέλεση των εν λόγω ενταλμάτων, το ποσό των €11.547,14. Εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ημερομηνίας 7.9.2005, οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν έφεση, η οποία και πέτυχε. Συγκεκριμένα, το Ανώτατο Δικαστήριο στην Εταιρεία Surebuild Construction Ltd v. Βερεγγάριας Π. Παπακόκκινου (Αρ.2) (2008) 1 Α.Α.Δ. 550, έκρινε πως η Βερεγγάρια δικαιούτο μόνο στην επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων, τις οποίες καθόρισε στο ποσό των €400,00, πλέον έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας υπέρ της, στην κλίμακα των ονομαστικών αποζημιώσεων που επιδικάστηκαν. Επιδικάστηκαν, επίσης, €600,00 έξοδα έφεσης εναντίον της εφεσείουσας. Το Ανώτατο Δικαστήριο, επίσης, απέρριψε, χωρίς έξοδα, αντέφεση της Βερεγγάριας.
Οι εφεσίβλητοι, μετά την πιο πάνω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καταχώρησαν την αγωγή 4537/09 (την υπό κρίση), στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, με την οποία αξίωναν από την Βερεγγάρια να τους επιστρέψει, λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού, το ποσό των €11.547,14 (ΛΚ6.758,24), το οποίο εισέπραξε από την ανατραπείσα, από το Ανώτατο Δικαστήριο, απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, στην αγωγή 1290/05.
Η εφεσείουσα αντέτεινε, μεταξύ άλλων, ότι δικαιούτο να κατακρατήσει το ποσό των €11.547,14, το οποίο εισπράχθηκε κατά τη διαδικασία εκτέλεσης της απόφασης στην αγωγή 1290/05 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, αφού αποτελούσε μέρος του, κατά τους ισχυρισμούς της, συνολικού ποσού που η Βερεγγάρια δικαιούτο με βάση την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Εταιρεία Surebuild Construction Ltd v. Παπακόκκινου (Αρ. 2) (ανωτέρω). Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι η προαναφερθείσα απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου πουθενά δεν ανέφερε ότι δικαίωσε τους εφεσίβλητους ή ότι θα έπρεπε να επιστρέψει το ποσό, αλλά, τουναντίον, τους καταδίκασε και ότι με βάση αυτή, η εφεσείουσα δικαιούτο αποζημιώσεις, τόκους και έξοδα, τα οποία είχε δικαίωμα να κρατήσει και/ή συνυπολογίσει έναντι της αξίωσης της. Με ανταπαίτηση της, αξίωσε το συνολικό ποσό των €12.586,45, το οποίο περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, €400,00 ως ονομαστικές αποζημιώσεις που επεδίκασε το Ανώτατο Δικαστήριο, πλέον €512,00 τόκο.
Στην πορεία, εκδικάστηκαν, στο πλαίσιο της αγωγής, αρκετές ενδιάμεσες αιτήσεις και μεσολάβησε ο θάνατος της Βερεγγάριας και ο διορισμός της εφεσείουσας, ως διαχειρίστριας της περιουσίας της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, έκανε δεκτή τη μαρτυρία που προσκόμισαν οι εφεσίβλητοι, απέρριψε αυτή της εφεσείουσας και εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας, για το ποσό των €11.547,14 απορρίπτοντας την ανταπαίτηση.
Η εφεσείουσα δεν έμεινε ικανοποιημένη από την πιο πάνω απόφαση και καταχώρησε την υπό κρίση έφεση, με 61 λόγους έφεσης. Ο λόγος έφεσης 61 εκ συμφώνου διαγράφηκε, επομένως παρέμειναν προς εξέταση 60 λόγοι έφεσης. Εν πρώτοις, να αναφέρουμε ότι μελετήσαμε το περιεχόμενο και την αιτιολογία και των 60 λόγων έφεσης. Δεν θα τους παραθέσουμε ένα προς ένα. Άλλοι συμπλέκονται και άλλοι είναι επαναλαμβανόμενοι. Η υπό κρίση έφεση χρήζει ενιαίας αντιμετώπισης. Λάβαμε, επίσης, υπόψη τα περιγράμματα αγόρευσης της κάθε πλευράς και τα όσα αναπτύχθηκαν ενώπιον μας προφορικά.
Θα εξετάσουμε πρώτα το θέμα αρμοδιότητας το οποίο ήγειρε η εφεσείουσα, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, και με το οποίο προέβαλε πως το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στερείτο αρμοδιότητας να εκδικάσει την υπό κρίση αγωγή, λόγω του ότι αφορούσε την απόφαση στην αγωγή 1290/05 που εκδικάστηκε στην Πάφο, ακίνητο που βρίσκετο στην Πάφο και εντάλματα κινητών τα οποία εκδόθηκαν στην Πάφο. Βάσισε δε την επιχειρηματολογία της στο Άρθρο 21(1)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60), το οποίο προσδίδει δικαιοδοσία στο Επαρχιακό Δικαστήριο να ακούει και να αποφασίζει οποιαδήποτε αγωγή, της οποίας η βάση έχει προκύψει, εξ’ ολοκλήρου ή εν μέρει εντός της επαρχίας για την οποία το Δικαστήριο εγκαθιδρύθηκε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, βασιζόμενο στο Άρθρο 21(1)(β) του Ν. 14/60, κατέληξε στα ακόλουθα, σε σχέση με το θέμα της αρμοδιότητας που ήγειρε η εφεσείουσα:
«Η νομολογία ορίζει ότι η δικαιοδοσία δικαστηρίου να επιληφθεί διαφοράς προσδιορίζεται από τα γεγονότα που συνθέτουν την απαίτηση (Sevegep Ltd. v. United Sea Transport (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 729 και Μούρτζινος v. Global Cruises Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 1160). Το θέμα της τοπικής αρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου διέπεται από το άρθρο 21 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν. 14/60. Ειδικότερα το άρθρο 21(1) (β) ορίζει ότι αρμόδιο είναι το Επαρχιακό Δικαστήριο της επαρχίας στην οποία διαμένει ή εργάζεται ο εναγόμενος. Στην παρούσα υπόθεση δεν αμφισβητήθηκε ότι η Βερεγγάρια Π. Παπακόκκινου ήταν κατά τον χρόνο έγερσης της αγωγής κάτοικος Λευκωσίας και λόγω τούτου κρίνω ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας είναι κατά τόπο αρμόδιο να εκδικάσει την επίδικη αγωγή.
Όσον αφορά την εισήγηση της κας Παπακόκκινου περί αναρμοδιότητας του Ε.Δ. Λευκωσίας να εκδικάσει την παρούσα αγωγή λόγω του ότι αυτή αφορά σε θέμα εκτέλεσης της απόφασης στην αγωγή 1290/1998 Ε.Δ. Πάφου, με όλο τον σεβασμό προς αυτή τη θέση, κρίνω ότι αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Κρίνω ότι η απαίτηση της ενάγουσας εταιρείας από την εναγόμενη δεν αφορά σε θέμα εκτέλεσης της απόφασης του Ε.Δ. Πάφου αφού η διαδικασία εκτέλεσης στην εν λόγω αγωγή περατώθηκε με την είσπραξη από την Βερεγγάρια Π. Παπακόκκινου του ποσού που της επιδικάστηκε ως αποζημιώσεις και έξοδα
στην ως άνω αγωγή όταν εκτελέστηκαν τα σχετικά εντάλματα πώλησης κινητής περιουσίας που η Βερεγγάρια Π, Παπακόκκινου καταχώρησε εναντίον της ενάγουσας. Η παρούσα αγωγή έχει διαφορετικά επίδικα θέματα από την αγωγή 1290/1998 τα οποία δεν κρίνω ότι εμπίπτουν στα πλαίσια της διαδικασίας εκτέλεσης εκείνης της αγωγής.»
Η κατά τόπο αρμοδιότητα Επαρχιακού Δικαστηρίου σε πολιτικές υποθέσεις δεν καθορίζεται μόνο από το Άρθρο 21(1)(α) του Ν. 14/60 που επικαλέστηκε η εφεσείουσα και που αφορά τον τόπο που προέκυψε η βάση της αγωγής, αλλά καθορίζεται και από το Άρθρο 21(1)(β). Κρίνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε ορθά το Άρθρο 21(1)(β) του Ν. 14/60, με βάση το οποίο αρμόδιο είναι το Επαρχιακό Δικαστήριο της επαρχίας στην οποία διαμένει και εργάζεται ο εναγόμενος και κατέληξε ότι ήταν κατά τόπο αρμόδιο, εφόσον δεν αμφισβητήθηκε ότι η εναγόμενη στην αγωγή Βερεγγάρια ήταν, κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής, κάτοικος Λευκωσίας. Ούτε μπορεί να λεχθεί ότι πρόκειται για αγωγή που αφορά ακίνητη ιδιοκτησία, έτσι ώστε να είναι σχετικό το Άρθρο 21(2) του Ν. 14/60. Υπενθυμίζεται ότι η υπό κρίση αγωγή βασίζετο στον αδικαιολόγητο πλουτισμό και σε επιστροφή χρημάτων. Συνεπώς, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ήταν κατά τόπο αρμόδιο να εκδικάσει την υπό κρίση αγωγή.
Με την έφεση προσβάλλεται, επίσης, αριθμός ενδιάμεσων αποφάσεων, με πρώτη την ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 18.11.2010, με την οποία απερρίφθη αίτηση της εφεσείουσας για ακύρωση της επίδοσης της αγωγής που έγινε με υποκατάστατο επίδοση και συγκεκριμένα με θυροκόλληση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατ’ αρχάς, απέρριψε ισχυρισμούς της εφεσείουσας περί κατά τόπον αναρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Ως προς τις λοιπές αιτιάσεις, το Δικαστήριο απεφάνθη πως δεν αμφισβητήθηκε με ουσιαστικό τρόπο η θέση των εφεσιβλήτων ότι η Βερεγγάρια βρισκόταν στην οικία της στον Στρόβολο όταν την επισκεπτόταν ο επιδότης και δεν άνοιγε την πόρτα, πως έλαβε γνώση της αγωγής και πως δεν υπήρχε οποιοσδήποτε καλός λόγος για παραμερισμό της επίδοσης. Σύμφωνα δε με το Δικαστήριο, τα θέματα παραγραφής που ήγειρε η εφεσείουσα τέθηκαν με γενικό τρόπο και χωρίς επεξήγηση. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν δικαιολογείτο ο παραμερισμός της υποκατάστατης επίδοσης της αγωγής με θυροκόλληση και του σχετικού εκδοθέντος διατάγματος. Η επίδοση διά θυροκόλλησης ήταν ένας καθόλα επιτρεπτός τρόπος διενέργειας της επίδοσης, εφόσον έγινε στη σωστή διεύθυνση και λογικά θα έφερνε σε γνώση της Βερεγγάριας την ύπαρξη της αγωγής. Εξάλλου, το ζητούμενο, σύμφωνα με τη νομολογία, είναι η λήψη γνώσης από το ενδιαφερόμενο μέρος (βλ. Alpha Bank Cyprus Ltd v. Si Senh Dau κ.ά. (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1935, Φραγκέσκου κ.ά. v. Γρηγορίου (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1765, Fatkhullin κ.ά. v. Iptp Ltd, Πολιτικές Εφέσεις Αρ. Ε104/2017 και Ε105/2017, ημερομηνίας 8.12.2023).
Προσβάλλεται, επίσης, η ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 24.3.2016, με την οποία απερρίφθη αίτηση της εφεσείουσας, με αιτητικό την απόρριψη της αγωγής (Αρ. 4537/2009). Η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί λόγω του ότι έγινε τροποποίηση του τίτλου της, όταν είχε προστεθεί η εφεσείουσα ως διαχειρίστρια της περιουσίας της αποβιωσάσης, όμως δεν έγινε ανάλογη τροποποίηση και στην έκθεση απαίτησης, ώστε αυτή να συνδέεται με τη νέα εναγομένη – εφεσείουσα, μετά την τροποποίηση του τίτλου. Σημειώνεται ότι η εφεσείουσα εφεσίβαλε την ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 24.3.2016 και με την έφεση Ε155/2016. Στην Αλέκας (Αλεξάνδρας) Π. Παπακόκκινου, Διαχειρίστρια της περιουσίας της αποβιωσάσης Βερεγγάριας Π. Παπακόκκινου, τέως εκ Λευκωσίας v. Surebuilt Constructions Ltd, Πολιτική Έφεση Ε155/2016, ημερομηνίας 14.9.2023, το Ανώτατο Δικαστήριο απεφάνθη ότι με την μεταγενέστερη καταχώριση της υπό κρίση έφεσης (Αρ. 317/2019) και τη συμπερίληψη ουσιαστικά ολόκληρης της Ε155/2016 σ’ αυτήν, η τελευταία απώλεσε το αντικείμενο της και ως εκ τούτου, απερρίφθη. Επομένως, η ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης, ημερομηνίας 24.3.2016, παρέμεινε για εξέταση στην υπό κρίση έφεση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη πως δεν υφίστατο οποιοσδήποτε λόγος απόρριψης της αγωγής, εφόσον η τροποποίηση του τίτλου έγινε με εκ συμφώνου διάταγμα και εφόσον ήταν παραδεκτό ότι η Αλέκα Παπακόκκινου ήταν πράγματι η διαχειρίστρια της περιουσίας της Βερεγγάριας, επομένως δεν ήταν αναγκαία και η τροποποίηση των γεγονότων της αγωγής, πέραν του τίτλου. Έχουμε μελετήσει τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μας. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνεται ορθή και δεν υπάρχει λόγος παρέμβασης μας.
Επιπρόσθετα, η εφεσείουσα προσβάλλει την ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 29.9.2016, με την οποία απέρριψε αίτηση της με ισχυρισμό ότι δεν ήταν έγκυρη η ειδοποίηση αλλαγής δικηγόρου η οποία καταχωρήθηκε στις 7.11.2011, αφότου άλλαξε επωνυμία ο δικηγόρος που εκπροσωπούσε τους εφεσίβλητους, από Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης σε Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε.. Η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι το διοριστήριο που συνόδευε την ειδοποίηση αλλαγής δικηγόρου ήταν μεν υπογραμμένο από τους εφεσίβλητους και μονογραμμένο στο σημείο που αναφερόταν στον τρόπο πληρωμής του δικηγόρου, αλλά δεν ήταν δεόντως συμπληρωμένο κατά τα λοιπά, γεγονός που σύμφωνα με την εφεσείουσα, κατεδείκνυε ότι δεν υπήρχε έγκυρη εξουσιοδότηση προς τη δικηγορική εταιρεία Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης & Σια Δ.Ε.Π.Ε.. Το δεύτερο ζήτημα αφορούσε στο ότι, εν πάση περιπτώσει, και αν ακόμα υπήρχε νόμιμη εξουσιοδότηση προς την εν λόγω δικηγορική εταιρεία από 7.11.2011, αυτή «έληξε» στις 15.12.2014 (ημερομηνία κατά την οποία απεβίωσε η Βερεγγάρια), οπόταν και θα έπρεπε οι εφεσίβλητοι να καταχωρήσουν νέο διοριστήριο δικηγόρου, πράγμα το οποίο παρέλειψαν να πράξουν. Το Δικαστήριο, μετά από εξέταση των σχετικών τότε ισχυόντων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, κατέληξε πως ακόμα και να θεωρείτο ότι υπήρξε παρατυπία, αυτή αυτοθεραπεύτηκε:
«Και τούτο διότι θα θεωρούσα ότι δεν πρόκειται για σοβαρής ή μεγάλης εμβέλειας παρατυπία δεδομένου του ότι αφενός υπάρχει υπογραμμένο διοριστήριο το οποίο επισυνάπτεται στην ειδοποίηση αλλαγής δικηγόρου το οποίο φέρει και τη σφραγίδα της ενάγουσας εταιρείας, και αφετέρου τα όσα δεν είναι συμπληρωμένα επί του διοριστηρίου προκύπτουν στην ουσία από την ειδοποίηση αλλαγής δικηγόρου καθώς και την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση στην παρούσα, το περιεχόμενο της οποίας δεν αμφισβητήθηκε, και από το οποίο στην ουσία επιβεβαιώνεται ότι οι ενάγοντες υπέγραψαν το εν λόγω διοριστήριο προς τη δικηγορική εταιρεία Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης & Σια Δ.Ε.Π.Ε. ούτως ώστε να τους εκπροσωπεί στη διαδικασία από 7/11/2011 και ότι επιθυμούσαν και συνεχίζουν να επιθυμούν την εκπροσώπηση τους από την εν λόγω δικηγορική εταιρεία. Περαιτέρω δεν έχει καταδειχθεί ενώπιον μου ότι η αιτήτρια έχει υποστεί ή θα υποστεί οποιοδήποτε δυσμενή επηρεασμό, εφόσον καθ΄ όλα τα στάδια της διαδικασίας εκπροσωπείτο και λάμβανε μέρος στη διαδικασία»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στην εξέταση όλων των ζητημάτων που εγέρθηκαν ενώπιον του στην αίτηση της εφεσείουσας. Κρίνουμε ότι δεν υπάρχει πεδίο επέμβασης μας στην πρωτόδικη κρίση. Η κατάληξη του ήτο ορθή.
Περαιτέρω, με την υπό κρίση έφεση, η εφεσείουσα προσβάλλει την ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 25.11.2016, με την οποία πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αίτηση της εφεσείουσας με την οποία ζητούσε να ανασταλούν όλες οι διαδικασίες στην αγωγή, μέχρι την εκδίκαση της τότε εκκρεμούσας έφεσης Ε155/2016 ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αυτός ο λόγος έφεσης είναι πλέον άνευ αντικειμένου, εφόσον, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η έφεση Ε155/2016 απορρίφθηκε (βλ. Αλέκας (Αλεξάνδρας) Π. Παπακόκκινου, Διαχειρίστρια της περιουσίας της αποβιωσάσης Βερεγγάριας Π. Παπακόκκινου, τέως εκ Λευκωσίας v. Surebuild Constructions Ltd (ανωτέρω)).
Προσβάλλεται, επίσης, η ενδιάμεση απόφαση, ημερομηνίας 28.4.2017, με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε αίτηση που καταχώρησαν οι εφεσίβλητοι, κατ’ επίκληση της Δ.19 θ.14 και θ.26, εξέδωσε διάταγμα διαγραφής της υπεράσπισης και ανταπαίτησης που καταχώρησε η εφεσείουσα, ημερομηνίας 16.5.2016. Οι εφεσίβλητοι είχαν καταχωρήσει τροποποιημένο κλητήριο στις 24.9.2015, κατόπιν έκδοσης εκ συμφώνου σχετικού διατάγματος του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 15.9.2015, όταν υπήρξε ανάγκη τροποποίησης του τίτλου για το λόγο ότι απεβίωσε η Βερεγγάρια. Στις 16.5.2016 η εφεσείουσα καταχώρησε την υπεράσπιση και ανταπαίτηση στο τροποποιημένο, κατά τον τίτλο, κλητήριο. Κατά τον ισχυρισμό των εφεσιβλήτων, αντινομικά η εφεσείουσα καταχώρησε νέους ισχυρισμούς οι οποίοι δεν περιέχονταν στην αρχική υπεράσπιση και ανταπαίτηση της και τούτο χωρίς να εξασφαλίσει προηγουμένως την άδεια του Δικαστηρίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφερόμενο στο διάταγμα τροποποίησης του τίτλου, ημερομηνίας 15.9.2015, προέβη στη διαπίστωση πως η εν λόγω τροποποίηση ήταν διαδικαστικής φύσεως, αντλώντας καθοδήγηση από την Σπανού άλλως Καφφά κ.ά. v. Καφφά (1999) 1 Α.Α.Δ. 544, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Είναι πρόδηλο από τη Δ.12 θ.1 ότι, εφόσον επίδικο θέμα (cause or matter) είναι τέτοιας φύσεως ώστε να επιβιώνει του θανάτου του διαδίκου (δηλαδή, ουσιαστικά, δεν είναι τέτοιας προσωπικής φύσεως ώστε να εξαιρείται του γενικού κανόνα), δεν τερματίζεται (abates) λόγω του θανάτου και δεν επηρεάζεται από αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση το επίδικο θέμα, εφόσον δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις των προσωπικής φύσεως απαιτήσεων, επιβιώνει του θανάτου. Η Δ.12 θ.2 ρυθμίζει περαιτέρω ότι, σε τέτοια περίπτωση, ο διαχειριστής αποβιώσαντος μπορεί να γίνει διάδικος ώστε να διεκπεραιωθεί η διαδικασία και να αποφασισθούν τα επίδικα θέματα.».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε, επίσης, πως παρά το περιορισμένο εύρος της τροποποίησης, η εφεσείουσα διενήργησε τροποποιήσεις σε όλο το σώμα της υπεράσπισης και ανταπαίτησης δια της προσθήκης 31 νέων προδικαστικών ενστάσεων, καθώς και προσθήκες σε όλες τις παραγράφους της αρχικής υπεράσπισης και της ανταπαίτησης, οι οποίες δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως επακόλουθες της προηγηθείσας τροποποίησης. Κατέληξε, πως, λόγω των εκτεταμένων τροποποιήσεων, οι οποίες ήταν διάχυτες μέσα στο δικόγραφο, ήτο προσφορότερο να διαγραφεί ολόκληρο. Έδωσε δε στην εφεσείουσα χρόνο επτά ημερών να καταχωρίσει εκ νέου υπεράσπιση και ανταπαίτηση, με μόνη την τροποποίηση του τίτλου.
Δεν μας βρίσκει σύμφωνους το παράπονο της εφεσείουσας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία μέσα στα σωστά πλαίσια και δικαιολογημένα κατέληξε στη διαγραφή του δικογράφου της εφεσείουσας.
Η εφεσείουσα δεν έμεινε ικανοποιημένη ούτε με την ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 31.1.2018, παρόλο που ο πρωτόδικος Δικαστής έκανε δεκτό ένα εκ των αιτημάτων της, για μερική τροποποίηση της έκθεσης υπεράσπισης και ανταπαίτησης της. Απέρριψε, όμως, αίτημα της για προσθήκη 31 νέων προδικαστικών ενστάσεων στις ήδη υφιστάμενες 9, λόγω του καθυστερημένου σταδίου που αυτές υποβλήθηκαν, ως επίσης και αίτημα για εξαίρεση Δικαστή από την εκδίκαση της αγωγής, εφόσον αυτό ήταν πλέον άνευ αντικειμένου, λόγω αλλαγής της Δικαστού με βάση νέο πρόγραμμα του Δικαστηρίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε, επίσης, αίτημα για αναστολή της εκδίκασης της αγωγής μέχρι την εκδίκαση της έφεσης και αίτημα για διαγραφή της αγωγής. Έχουμε μελετήσει την ενδιάμεση απόφαση. Ο πρωτόδικος Δικαστής έδωσε καλούς λόγους για απόρριψη της εν λόγω ενδιάμεσης αίτησης και δεν δικαιολογείται επέμβαση μας.
Μετά την μερική έγκριση τροποποίησης της υπεράσπισης και ανταπαίτησης της εφεσείουσας, με την πιο πάνω ενδιάμεση απόφαση, ημερομηνίας 31.1.2018, οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν στις 7.3.2018 απάντηση στην τροποποιημένη υπεράσπιση και υπεράσπιση στην ανταπαίτηση της εφεσείουσας, και η τελευταία, στη συνέχεια, καταχώρισε αίτηση για διαγραφή παραγράφων της τροποποιημένης έκθεσης απαίτησης, ως επίσης και απόρριψη της αγωγής και της έκθεσης απαίτησης ως ενοχλητικής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την ενδιάμεση απόφαση του, ημερομηνίας 27.7.2018, βασιζόμενο σε σχετική νομολογία σύμφωνα με την οποία η διαγραφή δικογράφου συνιστά εξαιρετικό μέτρο και δικαιολογείται μόνο όταν αδιαμφισβήτητα το δικόγραφο στερείται νομικού ή πραγματικού ερείσματος ή είναι αναντίλεκτα ανυπόστατο (Cyper Group Ltd v. Κυριάκου Χαραλαμπίδη κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1852), έκρινε ότι τα υπό κρίση γεγονότα δεν ήταν τέτοια που να δικαιολογούν τη διαγραφή ολόκληρης ή επιμέρους παραγράφων της έκθεσης απαίτησης, απορρίπτοντας θέση της εφεσείουσας ότι οι παραγράφοι αυτές είναι αντίθετες με τα πραγματικά γεγονότα. Απέρριψε, ακόμα αίτημα της εφεσείουσας για έκδοση απόφασης στην ανταπαίτηση υπέρ της, τονίζοντας ότι το κατάλληλο στάδιο για τη διαπίστωση των δικαιωμάτων των διαδίκων, εφόσον τα γεγονότα ήταν αμφισβητούμενα, ήτο κατά την ακρόαση της αγωγής (βλ. Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 225).
Έχουμε μελετήσει τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μας από την εφεσείουσα και κρίνουμε πως δεν δικαιολογείται η παρέμβαση μας. Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην ενδιάμεση απόφαση, ημερομηνίας 31.1.2018 ήτο ορθή και βασίζετο στην ορθή εφαρμογή της νομολογίας.
Προχωρούμε στην εξέταση των λόγων έφεσης που αφορούν την εκκαλούμενη απόφαση, ημερομηνίας 28.6.2019. Ομάδα λόγων έφεσης αφορούν το έργο της αξιολόγησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την εφεσείουσα να ισχυρίζεται πλημμέλεια στην αξιολόγηση της ΜΕ1, Πρωτοκολλητού στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου και του ΜΕ2 διευθυντή των εφεσιβλήτων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία της ΜΕ1, η οποία κατέθεσε ως τεκμήρια στο Δικαστήριο αντίγραφα εγγράφων τα οποία βρίσκοντο στον φάκελο της αγωγής 1290/05 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, όπως, μεταξύ άλλων, αντίγραφο του κλητηρίου εντάλματος της αγωγής, αντίγραφο της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ημερομηνίας 7.9.2005, αντίγραφο του καταλόγου εξόδων το οποίο καταχώρησε στις 18.10.2005 η εφεσείουσα και αντίγραφα των δελτίων είσπραξης για το ποσό των £5.835,62 και £922,62 αντίστοιχα. Η ΜΕ1 ανέφερε ότι δεν υπήρχε στο φάκελο της αγωγής 1290/05 καταχωρημένος κατάλογος εξόδων στην κλίμακα που διέταξε το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση Εταιρεία Surebuild Construction Ltd v. Βερεγγάριας Παπακόκκινου (Αρ. 2) (ανωτέρω). Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε, επίσης, τη μαρτυρία του ΜΕ2 ως αληθή, επισημαίνοντας πως δεν αμφισβητήθηκε ότι οι εφεσίβλητοι κατέβαλαν στην Βερεγγάρια το επίδικο ποσό και πως η εφεσείουσα συνέχιζε να το κατακρατεί. Αντιθέτως, απέρριψε τη μαρτυρία της εφεσείουσας, επισημαίνοντας ότι μέρος της μαρτυρίας της αναλώθηκε σε θέματα που απασχόλησαν το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στην αγωγή 1290/05, ή ότι ήταν αλληλοσυγκρουόμενη, δίνοντας ως παράδειγμα πως ενώ σε σημείο της μαρτυρίας της είπε ότι δεν υπέβαλε κατάλογο εξόδων, γιατί το Ανώτατο Δικαστήριο δεν διέταξε κάτι τέτοιο, στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι ζήτησε από άλλο Πρωτοκολλητή, όχι την ΜΕ1, να κάνει τον υπολογισμό στη βάση της κλίμακας της απόφασης που εξέδωσε το Ανώτατο Δικαστήριο και ότι αυτός αρνήθηκε να το πράξει.
Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, η αξιοπιστία των μαρτύρων και η αξιολόγηση τους είναι έργο των πρωτόδικων Δικαστηρίων (βλ. Χ’’Λουκάς κ.α. v. Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολιτική Έφεση, Αρ. 96/2016, ημερομηνίας 17.7.2024). Η όποια παρέμβαση του Εφετείου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας δικαιολογείται μόνο όταν τα ευρήματα του Δικαστηρίου είναι εξ’ αντικειμένου ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή, ως αξιόπιστη.
Έχουμε εξετάσει με προσοχή τις αιτιάσεις της εφεσείουσας ως προς τη λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο επεξήγησε τους λόγους για τους οποίους αποδέκτηκε τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων και απέρριψε αυτήν της εφεσείουσας. Οι λόγοι αυτοί ήταν εύλογοι. Δεν υπάρχει πεδίο παρέμβασης μας.
Η εφεσείουσα προσβάλλει, επίσης, ως λανθασμένη την απόφαση του Δικαστηρίου ότι η κατακράτηση των €11.547,14 συνιστά αδικαιολόγητο πλουτισμό εκ μέρους της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στη σχετική νομολογία σε σχέση με τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ως ακολούθως:
«Στην υπόθεση Μιχάλης Ζένιος Λτδ v. TOUCH PROPERTIES ΑΝD INVESTMENTS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 494/2012, ημερομηνίας 10.6.2019 λέχθηκαν τα ακόλουθα αναφορικά με το θέμα του αδικαιολόγητου πλουτισμού:
«Είναι νομολογιακά γνωστό ότι η νομική υπόσταση της αξίωσης για αποζημιώσεις στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού εδράζεται επί του άρθρου 70 του περί Συμβάσεων Νόμου, ΚΕΦ. 149. Το άρθρο αυτό προβλέπει για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και την ανταπόδοση έξω και ανεξάρτητα από οποιοδήποτε συμβατικό πλαίσιο ή όπου το συμβατικό πλαίσιο αποτυγχάνει. Το άρθρο 70 ενσωματώνει τις αρχές του δικαίου της επιείκειας γνωστές ως αδικαιολόγητος πλουτισμός και αποκατάσταση (restitution).
Προς αποκατάσταση ο πλουτισμός πρέπει, μεταξύ άλλων, να είναι αδικαιολόγητος (βλ. Pakistan Cables Ltd v. NSB General Trading (Overseas) Co Ltd κ.ά. (2012) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1711.
Στην υπόθεση Αρχιππέα Σύμβουλοι Επενδύσεων Λτδ κ.ά. v. Δημητρίου Κακαβού, Πολ. Εφ. 278/2010, ημερ. 15/10/2015 αναφέρθησαν τα εξής ως προς τον αδικαιολόγητο πλουτισμό:
«οι αρχές της αποκατάστασης και του αδικαιολόγητου πλουτισμού εξηγούνται με ενάργεια στο σύγγραμμα του Π. Γ. Πολυβίου: «Το Δίκαιο των Συμβάσεων» Τόμος 3, σελ. 799-810 όπου αναπτύσσεται η όλη σχετική νομολογία στο θέμα. Όπως εύστοχα συζητείται στο σχετικό κεφάλαιο, οι θεραπείες του αδικαιολόγητου πλουτισμού («unjust enrichment») και αποκατάστασης («restitution»), είναι στην ουσία εξωσυμβατικές. Ενώ, δηλαδή, μια σύμβαση ή συμφωνία βασίζεται στην αμοιβαία συναίνεση των μερών με αντιπαροχή να κινείται από το ένα μέρος προς το άλλο, η αποκατάσταση βασίζεται στον αδικαιολόγητο προσπορισμό οφέλους από πρόσωπο σε βάρος άλλου στην απουσία σύμβασης ή συμφωνίας. Σκοπός της θεραπείας δεν είναι η κάλυψη της ζημιάς στον ενάγοντα, αλλά στην αποστέρηση του οφέλους ή κέρδους από τον εναγόμενο».»
Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, κατέληξε πως, εφόσον ανετράπη η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου στην αγωγή 1290/05, η εφεσείουσα όφειλε να επιστρέψει στους εφεσίβλητους το ποσό των €11.547,14, με νόμιμο τόκο. Απέρριψε, περαιτέρω, την ανταπαίτηση της. Παραθέτουμε το σκεπτικό του Δικαστηρίου:
«… Έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω και στη βάση της μαρτυρίας που έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο και των σχετικών συμπερασμάτων του κρίνω ότι η ενάγουσα εταιρεία έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο έφερε στους ώμους της. Κρίνω ότι μετά που το![]()
![]()
![]()
Δικαστήριο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση και μείωσε το ποσό των αποζημιώσεων που επιδικάστηκαν πρωτόδικα υπέρ της Βερεγγάριας Π. Παπακόκκινου στο ποσό των €400,00 αντί του ποσού των ΛΚ2.000 ή €3.417 καθώς και τη διαταγή για τον υπολογισμό των εξόδων στην ανάλογη κλίμακα εξόδων της εν λόγω αγωγής η οποία είναι χαμηλότερη αυτής με την οποία υπολογίστηκαν αρχικά, είναι προφανές ότι εξέλιπε πλέον η δικαιολογητική βάση για την κατακράτηση του εν λόγω ποσού από την εναγόμενη η οποία οφείλει πλέον να το επιστρέψει στην ενάγουσα.
Δεν παραγνωρίζω βεβαίως ότι και η εναγόμενη έχει λαμβάνειν από την ενάγουσα εταιρεία τα ποσά τα οποία δικαιούται σύμφωνα με όσα αποφασίστηκαν στην Πολιτική Έφεση 302/2005, κάτι το οποίο δεν αρνείται η ενάγουσα ούτε ο διευθυντής της Μ.Ε.2 αλλά προκύπτει εξάλλου και από τα όσα σχετικά ανέφερε η Μ.Ε.1. Αυτά αφορούν το ποσό των ονομαστικών αποζημιώσεων ύψους €400,00 καθώς και τα δικηγορικά έξοδα τα οποία θα υπολογίζονταν στην κλίμακα των ονομαστικών αποζημιώσεων (μέχρι €500,00) που επιδικάστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο και οι αναλογούντες τόκοι επί των ως άνω ποσών.
Κρίνω όμως ότι τα πιο πάνω θέματα που εγείρονται με την ανταπαίτηση της εναγόμενης αποτέλεσαν ήδη αντικείμενο της αγωγής 1290/1998 Ε.Δ. Πάφου και αποφασίστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο συνεπώς δεν μπορούν να αποτελέσουν επίδικο θέμα και της ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου διαδικασίας λόγω ύπαρξης δεδικασμένου. Κρίνω επίσης ότι το Δικαστήριο δεν δύναται να λάβει υπόψη του το πιο πάνω χρέος της ενάγουσας για σκοπούς συμψηφισμού του με την απαίτηση που αυτή έχει εναντίον της εναγόμενης γιατί αυτό δεν είναι δυνατό σύμφωνα με το Κυπριακό Δίκαιο (ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΔΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ ΑΥΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥΛΛΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ v. ΤΗΕ CYPRUS POPULAR ΒΑΝΚ LTD, (1994) 1 Α.Α.Δ. 720 και HEATRON CO LTD v. ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, (1999) Ι Α.Α.Δ. 577).
Η εναγόμενη μπορεί να εισπράξει τα εν λόγω ποσά αφού καταχωρήσει πρώτα κατάλογο εξόδων για να αποκρυσταλλωθεί το σχετικό ποσό το οποίο δικαιούται. Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Έφεση 302/2005 είναι ξεκάθαρη και σύμφωνα με αυτή η εναγόμενη μπορεί να αποτεθεί στο Ε.Δ. Πάφου, να υπολογίσει τα δικηγορικά της έξοδα και στη συνέχεια να απευθυνθεί στην ενάγουσα για την πληρωμή τους.
Συνεπώς η ως άνω αξίωση της εναγόμενης δεν μπορεί να επιτύχει και οι αιτούμενες θεραπείες υπό στοιχεία Α - Ι της Ανταπαίτησής της απορρίπτονται για τον ως άνω λόγο ότι καλύπτονται από το δεδικασμένο. Απορρίπτονται επίσης οι αιτούμενες θεραπείες Κ και Λ της εναγόμενης με τις οποίες αξιώνει τιμωρητικές αποζημιώσεις για κατ' ισχυρισμό ταλαιπωρία και οχληρία και καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Βερεγγάριας Π. Παπακόκκινου γιατί δεν παρουσιάστηκε αξιόπιστη μαρτυρία ικανή να αποδείξει στον απαιτούμενο βαθμό τις εν λόγω αξιώσεις της.
Για τους ως άνω λόγους η αγωγή της ενάγουσας επιτυγχάνει, Εκδίδεται απόφαση υπέρ της ενάγουσας και εναντίον της εναγομένης για το ποσό των €11.547,14 με νόμιμο τόκο από τις 28.7.2009 ημέρα καταχώρησης της αγωγής, πλέον έξοδα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Σε σχέση με την ανταπαίτηση αυτή απορρίπτεται. Λόγω του γεγονότος ότι η ανταπαίτηση δικάστηκε μαζί με την απαίτηση κρίνω ορθό να μην εκδοθεί οποιαδήποτε διαταγή αναφορικά με τα έξοδα της ανταπαίτησης.».
Σύμφωνα με τη νομολογία, οι κατευθυντήριες γραμμές για επιτυχία αξίωσης σε υποθέσεις αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι οι εξής: (i) έχει ο εναγόμενος ωφεληθεί ή πλουτίσει; (ii) ο πλουτισμός έγινε σε βάρος του ενάγοντα; (iii) ο πλουτισμός αυτός ήταν αδικαιολόγητος; (βλ. Θεοχαρίδης v. Ιωάννου κ.ά. (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1311, Marc Harding κ.α. v. Aqua Sol Hotels Public Co Ltd, Πολιτική Έφεεση Αρ. 146/2015, ημερομηνίας 9.7.2024, A.G. Lithotechnic Ltd v. Πρίνος Λαχαναγορά Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 359/2019, ημερομηνίας 4.7.2025).
Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης που διενήργησε στη βάση της μαρτυρίας που προσφέρθηκε, και εφόσον η πρωτόδικη απόφαση στην αγωγή 1290/05, την οποία αρχικά κέρδισε η εφεσείουσα, στη συνέχεια ανατράπηκε, ορθά κατέληξε ότι αδικαιολόγητα πλούτισε με την ενέργεια της να κατακρατεί το ποσό των €11.547,14. Ορθή, επίσης, και αρκούντως δικαιολογημένη κρίνεται και η κατάληξη του Δικαστηρίου να απορρίψει την ανταπαίτηση της λόγω δεδικασμένου.
Η εφεσείουσα προέβαλε, επίσης, πως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε έξοδα σε βάρος της. Όπως προκύπτει από τη νομολογία, η γενική αρχή είναι ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης. Όπως λέχθηκε στην Χάσικος κ.ά. v. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389:
«Η απονομή των εξόδων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Η ευχέρεια ασκείται δικαστικά με γνώμονα, ως κύριο μέτρο, το αποτέλεσμα της υπόθεσης. Τόσο βαθειά θεμελιωμένη είναι η αρχή αυτή στην αστική διαδικασία, τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, ώστε να μη δίδονται κατά κανόνα λόγοι (εξυπακούονται) για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου όταν η διαταγή για τα έξοδα συνάδει με την αρχή αυτή.»
Τα πιο πάνω υιοθετήθηκαν στην Ζαβρού v. Μιχαηλίδου (1996) 1 Α.Α.Δ. 477, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Η έκδοση διαταγής για έξοδα εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του εκδικάζοντος δικαστηρίου. Στην άσκηση αυτής της εξουσίας προέχει ο κανόνας λογικής σύμφωνα με τον οποίο τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της υπόθεσης. Τόσο μάλιστα είναι ισχυρός που από μόνος του παρέχει την αιτιολόγηση στην κάθε αντίστοιχη εξέλιξη χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξειδίκευσης. Παρέκκλιση δικαιολογείται μόνο εφόσον συντρέχει άλλη επαρκής περίσταση που πρέπει βέβαια να εκτίθεται. Χρήσιμη υπόμνηση περί τούτου γίνεται στην Χάσικος Μιχαήλ ν. Ανδρέα Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389.»
Περαιτέρω, στην Μιχαηλίδου v. Μάρκου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1020 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Το θέμα των εξόδων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου η οποία όμως πρέπει να ασκείται δικαστικά και με βάση ορισμένα καθιερωμένα κριτήρια και όχι αυθαίρετα. Ο γενικός κανόνας είναι ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα εκτός αν υπάρχει κάποιος καλός λόγος για έκδοση διαφορετικής διαταγής, όπως για παράδειγμα ευθύνη του επιτυχόντα διαδίκου για την αδικαιολόγητη επιμήκυνση του χρόνου δίκης, νεοφανές νομικό σημείο κ.λ.π. (βλ. μεταξύ άλλων Talyon ν. Soteriou (1982) 1 C.L.R. 777, Γιαννάκης Φιλίππου ν. Έλενας Φιλίππου (1990) 1 Α.Α.Δ. 890, Κυριάκου ν. Φιλικής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ. (2000) 1 Α.Α.Δ. 416, Λοφίτη ν. Δημητρίου (2000) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1402 και Χρίστος Πασιαρδής ν. Αντωνία Θεοδοσίου, ανωτέρω).»
Σχετικές επί του θέματος των εξόδων είναι και οι αποφάσεις Χαραλάμπους v. Γενικές Ασφάλειες Κύπρου Λίμιτεδ, Πολιτική Έφεση 337/2019, ημερομηνίας 25.11.2024 και Λοϊζου v. Λοϊζου, Πολιτική Έφεση Αρ. 17/2024, ημερομηνίας 21.01.2025.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην εκκαλούμενη απόφαση, ακολούθησε, ορθά κατά την κρίση μας, τον γενικό κανόνα και επεδίκασε έξοδα εναντίον της εφεσείουσας. Δεν υπάρχει λόγος παρέμβασης μας.
Η εφεσείουσα προέβαλε ισχυρισμούς για προκατάληψη του πρωτόδικου Δικαστή, για καταπάτηση των δικαιωμάτων της και για μη δίκαιη δίκη, κατά παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος και του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ). Το βάρος απόδειξης για την παραβίαση συνταγματικού ή ανθρωπίνου δικαιώματος, βρισκόταν στους ώμους της εφεσείουσας. Έχουμε μελετήσει προσεκτικά τόσο την εκκαλούμενη απόφαση, όσο και τα πρακτικά της διαδικασίας και δεν έχουμε διαπιστώσει να υπάρχει έρεισμα στα παράπονα αυτά της εφεσείουσας, τα οποία παραμένουν αθεμελίωτα και απορρίπτονται.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των πιο πάνω, όλοι οι λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται. Ως εκ τούτου, η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται έξοδα €2.400,00 πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο