ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 322/2018)
10 Οκτωβρίου 2025
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
PROGRESSIVE INSURANCE CO LTD,
Εφεσείοντες,
v.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Εφεσίβλητου.
___________________________
Χ. Χατζηγιάγκου για L. Papaphilippou & Co LLC, για τους Εφεσείοντες.
Τ. Άνιφτου (κα), για τον Εφεσίβλητο.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.: Με την υπό κρίση έφεση, οι εφεσείοντες – εναγόμενοι 3, προσβάλλουν την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 5.9.2018, με την οποία, εκδόθηκε απόφαση εναντίον τους, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα με τους εναγόμενους 1 και 2 και υπέρ του εφεσίβλητου, για το ποσό των €170.860,14, με νόμιμο τόκο από τις 27.9.2010.
Το ιστορικό της υπόθεσης έχει ως ακολούθως:
Με αγωγή, και επικαλούμενος διατάξεις του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967 (Ν.82/1967), ως τροποποιήθηκε και του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2004 (Ν.94(Ι)/2004), ως τροποποιήθηκε, ο εφεσίβλητος – ενάγοντας (στο εξής εφεσίβλητος) διεκδίκησε από τους εναγόμενους αρ. 1 και 2, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, το ποσό των €182.801.56, ως οφειλόμενους εισαγωγικούς δασμούς, φόρο προστιθέμενης αξίας και λιμενικά δικαιώματα, αναφορικά με εμπορεύματα που υπήρξαν αποταμιευμένα σε κρατική γενική αποθήκη. Περαιτέρω, διεκδίκησε από τους εφεσείοντες – εναγόμενους 3, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα με τους εναγόμενους αρ. 1 και 2, το ποσό των €170.860,14, ως οφειλόμενο εγγύησης που οι εφεσείοντες έδωσαν προς όφελος τους. Οι εναγόμενοι αρ. 2 παρέλειψαν να καταχωρίσουν σημείωμα εμφάνισης και στις 26.4.2013 εξεδόθη απόφαση εναντίον τους και υπέρ του εφεσίβλητου για το ποσό των €182.801,56, επιπλέον τόκους και έξοδα. Η αγωγή προχώρησε σε ακρόαση σε ότι αφορούσε τους εναγόμενους 1 και τους εφεσείοντες – εναγόμενους 3.
Βάση της αγωγής του εφεσίβλητου, όπως καταγράφηκε από την πρωτόδικη Δικαστή στην απόφαση της, ήταν η ακόλουθη:
«Βάση της αγωγής αποτελούν οι εξής ισχυρισμοί: Κατά τον ουσιώδη χρόνο, οι εναγόμενοι αρ.1 υπήρξαν κάτοχοι της τελωνειακής Γενικής Αποθήκης Αποταμίευσης αρ.5.206 («η αποθήκη αποταμίευσης») και αποθήκευσαν εκεί εμπορεύματα, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να τα φυλάττουν και να τα παραδίδουν μόνον αφού κατατεθούν οι σχετικές διασαφήσεις και καταβληθούν οι σχετικοί δασμοί, φόροι και δικαιώματα. Οι εναγόμενοι αρ.3 εγγυήθηκαν την εκ μέρους των εναγομένων αρ.1 τήρηση των νόμιμων υποχρεώσεών τους για το ποσόν των Λ.Κ.100.000- (€170.860,14). Προς το σκοπό αυτό κατετέθηκε, στο Τμήμα Τελωνείων, το Εγγυητήριο Έγγραφο Τελ.124, με αύξοντα αριθμό 124/99 («το εγγυητήριο έγγραφο»). Μετά από φυσικό έλεγχο των αποθεμάτων στην αποθήκη αποταμίευσης, ο οποίος διενεργήθηκε αρμοδίως στις 30.04.2001, διεπιστώθηκε μετακίνηση εμπορευμάτων χωρίς να καταβληθούν οι οφειλόμενοι δασμοί, φόροι και δικαιώματα. Δια σχετικού Σημειώματος Απαίτησης ημερ. 11.06.2001, και επί τη βάσει του άρθρου 76 του Ν.82/1967, ο ενάγων απαίτησε από τους εναγομένους αρ.1 το ποσόν των Λ.Κ.180.039-, ως οι οφειλόμενοι δασμοί, φόροι και δικαιώματα εν σχέσει με τα μετακινηθέντα εμπορεύματα. Οι εναγόμενοι αρ.1 απήντησαν με την επιστολή τους ημερ. 25.06.2001. Με την επιστολή του ημερ. 10.07.2001 ο ενάγων επεβεβαίωσε την αρχική αξίωσή του. Επανήλθε, όμως, δια του Σημειώματος Απαίτησης ημερ. 26.11.2002, και πληροφόρησε τους εναγομένους αρ.1 ότι, συνεπεία της καταβολής κάποιων δασμών, φόρων και δικαιωμάτων, η αρχική αξίωσή του είχε μειωθεί στο ποσόν των Λ.Κ.164.974-. Παρομοίως, δια σχετικού Σημειώματος Απαίτησης ημερ. 11.06.2001, ο ενάγων απαίτησε από τους εναγομένους αρ.3 το ποσόν του εγγυητηρίου εγγράφου. Οι εναγόμενοι αρ.1 και 3 δεν ανταπεκρίθηκαν στις απαιτήσεις του ενάγοντος. Έτσι, οι οφειλές τους, οι οποίες ανέρχονται στα ποσά των €182.801,56 (Λ.Κ.164.974) και €170.864,14 (Λ.Κ.100.000), αντιστοίχως, επιπλέον τόκους, εξακολουθούν να εκκρεμούν.»
Με την υπεράσπιση τους, οι εφεσείοντες – εναγόμενοι 3 προέβαλαν, μεταξύ άλλων, πως: (α) οι ίδιοι ουδεμία ευθύνη έφεραν επί τη βάσει του εγγυητηρίου εγγράφου, εφ’ όσον, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, κάτοχοι της αποθήκης αποταμίευσης ήταν οι εναγόμενοι 2 και όχι οι εναγόμενοι 1 και το γεγονός αυτό το γνώριζε το Τμήμα Τελωνείων και το ενέκρινε, (β) εν πάση περιπτώσει, επί τη βάσει του περιεχομένου του εγγυητηρίου εγγράφου, οι ίδιοι ουδεμία ευθύνη έφεραν για τις επίδικες αξιώσεις, (γ) ο εφεσίβλητος δεν δικαιούτο να προβάλλει τις επίδικες αξιώσεις γιατί ολιγώρησε και δεν προέβηκε σε τακτικούς ελέγχους της αποθήκης αποταμίευσης για να διαπιστώσει εγκαίρως τις οποιεσδήποτε παράνομες μετακινήσεις εμπορευμάτων και το γεγονός αυτό εμπόδισε τους ίδιους να τερματίσουν, εγκαίρως, το εγγυητήριο έγγραφο, (δ) η πολυετής καθυστέρηση στην καταχώριση της αγωγής είχε ως αποτέλεσμα αφ’ ενός να απωλεσθεί μαρτυρία αναγκαία για την υπεράσπισή τους, και αφ’ ετέρου να απωλεσθεί η δυνατότητα τους να ανακτήσουν οποιοδήποτε ποσό ήθελε διαταχθούν να καταβάλουν, γιατί οι εναγόμενοι αρ.1 κατέστησαν, εν τω μεταξύ, αφερέγγυοι, και (ε) ο εφεσίβλητος δεν έλαβε μέτρα για μετριασμό της ζημιάς του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέμνησε πως, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αρμόδιο για να ελέγξει τη νομιμότητα και το κύρος μιας εκτελεστής διοικητικής απόφασης είναι μόνο το Δικαστήριο Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας και, επομένως, το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν ήταν αρμόδιο να ελέγξει τη νομιμότητα και το κύρος των διοικητικών αποφάσεων με τις οποίες ο εφεσίβλητος επέβαλε, στους εναγόμενους 1 και στους εφεσείοντες – εναγόμενους 3, την καταβολή των επίδικων δασμών, φόρων και δικαιωμάτων. Το Δικαστήριο, αναφορικά με τον εκτελεστό χαρακτήρα των αποφάσεων του εφεσίβλητου, παρέπεμψε στην Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ κ.α. v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 225 όπου λέχθηκαν τα εξής:
«…οι αποφάσεις των Τελωνειακών Αρχών στην εκτέλεση του καθήκοντός τους για συλλογή δασμών, φόρων και τελών, ανάγονται στον τομέα του δημόσιου δικαίου και υπόκεινται σε αναθεωρητικό έλεγχο ….. Η άσκηση της εξουσίας συναρτάται άμεσα με την ευόδωση των δημοσιονομικών στόχων της πολιτείας, θέμα ύψιστου συμφέροντος και ενδιαφέροντος για το δημόσιο».
Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στο παραδεκτό γεγονός πως οι διοικητικές εκτελεστές αποφάσεις, με τις οποίες ο εφεσίβλητος επέβαλε (i) το ποσό των ΛΚ164.974,00 στους εναγόμενους 1, ως κατόχων της αποθήκης, και (ii) το ποσό των ΛΚ100.000,00 (€170.860,14) στους εφεσείοντες – εναγόμενους 3, ως εγγυητών των υποχρεώσεων των εναγομένων 1, ουδέποτε προσεβλήθηκαν με το ένδικο μέσο της προσφυγής ενώπιον Δικαστηρίου Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας και κατέληξε πως το «γεγονός αυτό κατέστησε, τις αποφάσεις αυτές κατ’ αμάχητο τεκμήριο, καθ’ όλα νόμιμες και έγκυρες και κατ’ αρχήν εκτελεστές».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη συνέχεια, απέρριψε τις υπερασπίσεις που προέβαλε ο εφεσείοντας – εναγόμενος 3 και κατέληξε πως, εφόσον οι επίδικες οφειλές ήταν, κατ’ αμάχητο τεκμήριο, νόμιμες, έγκυρες και αυτές εκκρεμούσαν, και εφόσον οι υπερασπίσεις που προέβαλαν οι εφεσείοντες απορρίφθηκαν, εξέδωσε, μεταξύ άλλων, απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων για το ποσό των €170.860,14.
Η πρωτόδικη απόφαση δεν ικανοποίησε τους εφεσείοντες, οι οποίοι προχώρησαν στην καταχώριση της υπό κρίση έφεσης, με τους ακόλουθους λόγους έφεσης: Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη του και/ή δεν αποφάσισε επί τη βάσει του ότι η σύμβαση εγγύησης που ίσχυε μεταξύ του εφεσίβλητου και των εφεσειόντων – εναγομένων 3 αποτελεί ιδιωτική συμφωνία δυνάμει του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 και/ή λανθασμένα δεν προχώρησε να ερμηνεύσει τους όρους της σύμβασης εγγύησης (πρώτος λόγος), λανθασμένα απέρριψε την υπεράσπιση της ολιγωρίας και/ή καθυστέρησης που προέβαλαν οι εφεσείοντες (δεύτερος λόγος), λανθασμένα απέρριψε την υπεράσπιση των εφεσειόντων – εναγόμενων 3, σύμφωνα με την οποία ο εφεσίβλητος δεν έλαβε μέτρα για μετριασμό της ζημιάς του (τρίτος λόγος), το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε τα ενώπιον του παραδεκτά γεγονότα και την προσαχθείσα μαρτυρία σχετικά με τα οφειλόμενα ποσά (τέταρτος λόγος).
Θα ξεκινήσουμε με τον πρώτο λόγο έφεσης με τον οποίο προωθείται η θέση ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι η σύμβαση εγγύησης που υπέγραψε ο εφεσίβλητος αποτελούσε ιδιωτική συμφωνία, δυνάμει του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, την οποία θα έπρεπε να ερμηνεύσει.
Κατ’ αρχάς, να επισημάνουμε πως η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η εκτελεστή διοικητική απόφαση με την οποία ο εφεσίβλητος επέβαλε στους εφεσείοντες το ποσό των €170.860,14 ως εγγυητών, εφόσον δεν προσβλήθηκε με προσφυγή, τεκμαίρεται ότι είναι νόμιμη, έγκυρη και εκτελεστή, δεν εφεσιβάλλεται με την υπό κρίση έφεση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφορικά με την ευθύνη των εφεσειόντων, ως εγγυητών, ανέφερε τα ακόλουθα:
«Ειδικότερα, και όσον αφορά στο ζήτημα της ευθύνης ενός προσώπου το οποίο, διαμέσου της υπογραφής εγγυητήριου εγγράφου, διεσφάλισε τα έσοδα της Δημοκρατίας από την καταβολή δασμών, φόρων και συναφών δικαιωμάτων (ως είναι η περίπτωσή των εναγομένων αρ.3), παρατίθεται το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση Kirzis Stephanou Container, Terminal and Bonded Warehousing κ.α. v. Δημοκρατία (2007) 3 Α.Α.Δ. 575: «Η ευθύνη του αιτητή-εγγυητή για την πληρωμή των δασμών διέρχεται μέσω της διοικητικής απόφασης γιατί, αν αυτή ακυρωθεί, αποφασίζεται ταυτόχρονα πως ο ίδιος δεν έχει ευθύνη για την πληρωμή των δασμών. Αν όμως η διοικητική απόφαση επικυρωθεί τότε δημιουργείται και η ευθύνη του που προκύπτει από τη σύμβαση εγγύησης. Οτιδήποτε αφορά στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου ασφαλώς αποφασίζεται από το αρμόδιο επαρχιακό δικαστήριο».
Κρίνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε ορθά το νόμο και τις νομολογιακές αρχές. Η ευθύνη του εφεσείοντα, ως εγγυητή, για την καταβολή δασμών διήλθε μέσω της διοικητικής απόφασης με την οποία επιβλήθηκαν, η οποία δεν προσεβλήθη με προσφυγή. Επομένως, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες είχαν ευθύνη, ως εγγυητές, για την καταβολή των επιβαλλόμενων δασμών, ευθύνη που προέκυπτε από τη σύμβαση εγγύησης η οποία αφορούσε το ιδιωτικό δίκαιο.
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες παραπονούνται πως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την υπεράσπιση τους για ολιγωρία ή καθυστέρηση στην καταχώρηση της αγωγής. Στην αιτιολογία αυτού, προβάλλουν πως το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΥ1, διευθυντή των εναγομένων 1, και, συγκεκριμένα, πως λανθασμένα θεώρησε πως οι απαντήσεις του ΜΥ1, σχετικά με την οικονομική κατάσταση των εναγομένων 1, δεν ήταν επαρκείς για να αποδείξουν την οικονομική δυνατότητα που είχαν για να αποκαταστήσουν τους εφεσείοντες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την υπεράσπιση της καθυστέρησης ή ολιγωρίας, με το ακόλουθο σκεπτικό:
«(5)(1) Το ζήτημα της ολιγωρίας ή της καθυστέρησης στην έγερση αγωγής (laches) μπορεί να εγερθεί, ως υπεράσπιση, μόνον όπου ο ενάγων επιδιώκει θεραπεία επί τη βάσει του δικαίου της επιείκειας (equitable remeby) [Καρπασίτης κ.α. ν. Σιόκουρου (2000) 1 (Α) Α.Α.Δ. 472 και Hartziotis Tradinq Co. Ltd ν. Διευθυντής Τμήματος Τελωνείων (ανωτέρω)]. Όμως, τα δικαιώματα του ενάγοντος να ζητήσει, μέσω αγωγής, την καταβολή των δασμών, φόρων και δικαιωμάτων που επέβαλε στους εναγομένους αρ. 1 και 3 διά των εκτελεστών διοικητικών απόφασεών του που περιέχονται στα Σημειώματα Απαίτησης ημερ. 11.06.2001 (τεκμήρια 4 και 7), δεν πηγάζουν από το δίκαιο της επιείκειας. Τα δικαιώματα του ενάγοντος πηγάζουν από νομοθετικές διατάξεις, και συγκεκριμένα από τα άρθρα 76 και 176 (1) και (2) του Ν.82/1967 και το άρθρο 113(1) του Ν.94(Ι) 2004 καθώς και από το εγγυητήριο έγγραφο (τεκμήριο 2). Πρόκειται, συνεπώς, για νόμιμα αγώγιμα δικαιώματα (legal rights), σε αντιδιαστολή με τα αγώγιμα δικαιώματα κατά το δίκαιο της επιείκειας (equitable rights). Έτσι, στην προκείμενη περίπτωση δεν μπορεί να προβληθεί εναντίον του ενάγοντος η υπεράσπιση της μακράς και αδικαιολόγητης καθυστέρησης στην καταχώρηση της αγωγής (laches).
(5)(2) Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και εάν ήθελε θεωρηθεί πως ζήτημα ολιγωρίας ή καθυστέρησης (laches) θα μπορούσε να τεθεί και σε αγωγή όπου ο ενάγων επιδιώκει θεραπεία επικαλούμενος δικαίωμα που πηγάζει από νόμο, απαραίτητο να ληφθούν υπ'όψιν είναι και τα εξής διαπιστωθέντα στην απόφαση Ρένα Αριστοτέλους Λτδ κ.α. ν. Benfleet Enterprises Ltd κ.α. (2006) 1 (Α) Α.Α.Δ. 280, 287: «... η επίκληση της αρχής της επιείκειας για καθυστέρηση (laches) προϋποθέτει, πρώτον, μη εύλογη καθυστέρηση έναρξης της διαδικασίας και δεύτερον, οι συνέπειες που προκάλεσε η καθυστέρηση να καθιστούν την παροχή της αιτούμενης θεραπείας άδικη (βλέπε I.C.F. Spry, The Principles of Equitable Remedies, 4η έκδοση, σελ. 223)». Άρα, απαραίτητη προϋπόθεση για να επιτύχει η υπεράσπιση της ολιγωρίας ή καθυστέρησης (lanches) είναι να καταδείξουν οι εναγόμενοι αρ. 1 και 3, επικαλούμενοι συγκεκριμένα στοιχεία και γεγονότα, πως η επιτυχία της αγωγής θα τους αδικούσε εξ αιτίας και του μεγάλου χρόνου που παρήλθε από τη γένεση των επίδικων αγώγιμων δικαιωμάτων έως και την καταχώρισή της. Οι εναγόμενοι αρ. 1 και 3 απέτυχαν να ικανοποιήσουν την προϋπόθεση αυτή για τους εξής λόγους: (α) Όσα προβάλλονται εκ μέρους των εναγομένων αρ. 1 και 3 για την καθυστέρηση στην καταχώριση της αγωγής αφορούν στην απώλεια μαρτυρίας σχετικής με υπερασπίσεις που τείνουν να πλήξουν την νομιμότητα και το κύρος των εκτελεστών διοικητικών αποφάσεων του ενάγοντος ημερ. 11.06.2001 (τεκμήρια 4 και 7). Όμως, το ενδεχόμενο αυτό είναι αδιάφορο. Τέτοια μαρτυρία θα ήταν χρήσιμη μόνον στο πλαίσιο της αναθεωρητικής δίκης, η οποία ξεκινά πάντοτε με πρωτοβουλία του θιγέντος διοικούμενου, εντός τακτής προθεσμίας. Με άλλα λόγια, ακόμη και εάν η προκείμενη αγωγή κατεχωρίζετο ενωρίτερα, σε χρόνο κατά τον οποίον θα ήταν εφικτός ο εντοπισμός μαρτυρίας σχετικής με την νομιμότητα και το κύρος των εκτελεστών διοικητικών πράξεων του ενάγοντος ημερ. 11.06.2001 (τεκμήρια 4 και 7), η μαρτυρία αυτή δεν θα μπορούσε να προσαχθεί στο πλαίσιο εκδίκασής της. (β) Η επιπρόσθετη θέση των εναγομένων αρ.3 σύμφωνα με την οποίαν η πολυετής καθυστέρηση στην καταχώριση της αγωγής είχε ως αποτέλεσμα και την απώλεια της δυνατότητάς τους να αποζημιωθούν από τους εναγομένους αρ. 1 γιατί αυτοί κατέστησαν, εν τω μεταξύ, αφερέγγυοι παρέμεινε ατεκμηρίωτη: Ο μόνος μάρτυς των εναγομένων αρ.3 Σωτήρης Κουλουντής (Μ.Υ.3) ανεφέρθηκε, κατά την κυρίως εξέτασή του, ακροθιγώς στο ζήτημα, χωρίς να παραθέσει συγκεκριμένα, πλήρη και πειστικά στοιχεία. Δια της παρα. 11 του εγγράφου αρ.5 ο Σωτήρης Κουλουντής (Μ.Υ.3) αναφέρει απλώς και μόνον τα εξής: «11. Είναι η θέση μας ότι στην περίπτωση αυτή τα δικαιώματα μας έχουν επηρεαστεί ουσιαστικά καθότι σε περίπτωση που η KMC MOTORS LTD, κληθεί να μας καταβάλει οποιοδήποτε ποσό τυχόν εμείς καταβάλουμε στο Διευθυντή Τμήματος Τελωνείου, αυτή δεν θα είναι σε θέση να το πράξει ως ήταν το 2001. Τούτο προκύπτει μεταξύ άλλων από έρευνα την οποίαν διεξήγαμε στην αγορά». Το κενό αυτό στη μαρτυρία του Σωτήρη Κουλουντή (Μ.Υ.3) δεν καλύφθηκε από τα όσα σχετικά ο Ανδρέας Καϊσής (Μ. Υ. 1) εδήλωσε, αντεξεταζόμενος από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εναγομένων αρ.3. οι σχετικές ερωτήσεις υπήρξαν λίγες. Οι δε απαντήσεις του μάρτυρος, οι οποίες έχρηζαν διευκρινίσεων, εν πάση περιπτώσει δεν αποδεικνύουν, άνευ άλλου τινός, την αφερεγγυότητα των εναγομένων αρ. 1.»
Έχουμε εξετάσει με προσοχή τις αιτιάσεις και παράπονα των εφεσειόντων. Δεν συμμεριζόμαστε τις θέσεις τους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση της σχετικής νομολογίας, απεφάνθη πως η υπεράσπιση για καθυστέρηση (laches) ή ολιγωρία, μπορεί να εγερθεί στις περιπτώσεις που ζητείται θεραπεία με βάση το δίκαιο της επιείκειας (equitable remedy) και όχι στην υπό εξέταση υπόθεση όπου τα δικαιώματα του εφεσίβλητου – ενάγοντα πηγάζουν από συγκεκριμένες νομοθετικές διατάξεις. Το Δικαστήριο προχώρησε, όμως, και παραπέρα και εξέτασε την περίπτωση που θα ήθελε θεωρηθεί πως τέτοιο ζήτημα θα μπορούσε να τεθεί και σε αγωγή όπου το δικαίωμα πηγάζει από νόμο και αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, κατέληξε πως οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν πως η όποια ολιγωρία οδήγησε σε αδικία. Ειδικότερα, με αναφορά στους ΜΥ1 και ΜΥ3, απεφάνθη πως οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν τον ισχυρισμό τους πως η καθυστέρηση στην καταχώρηση της αγωγής είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια της δυνατότητας τους να αποζημιωθούν από τους εναγομένους 1, γιατί ήταν αφερέγγυοι.
Δεν διαπιστώνουμε να υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος παρέμβασης μας στην κατάληξη του Δικαστηρίου να απορρίψει την υπεράσπιση της καθυστέρησης ή ολιγωρίας. Το Δικαστήριο παρέθεσε με λεπτομέρεια τους λόγους της απόρριψης και επεξήγησε πως, εν πάση περιπτώσει, οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν την αδικία, ως πραγματικό γεγονός. Σημειώνουμε, περαιτέρω, πως η αξιολόγηση του μάρτυρα ΜΥ1 δεν προσβάλλεται με τον δεύτερο λόγο έφεσης, παρά μόνο γίνεται μνεία στην αιτιολογία αυτού πως το Δικαστήριο προέβη σε λανθασμένη αξιολόγηση του ΜΥ1 σε σχέση με την οικονομική κατάσταση των εφεσειόντων. Αυτό όμως δεν αρκεί. Η προσβολή της κρίσης αξιοπιστίας μάρτυρα πρέπει να γίνεται ρητά. Παραπέμπουμε συναφώς στην Φωτίου v. Γεωργίου, Πολιτική Έφεση Αρ. 16/2016, ημερομηνίας 11.09.2024, όπου τονίστηκαν τα ακόλουθα:
«Πολύ πρόσφατα, στη Φωκά κ.ά. ν. Haralco & Spantios Developers Ltd, Πολ. Έφ. Αρ.86/2016, ημερ.4.9.2024, αναφέραμε ότι:
«Η προσβολή συγκεκριμένου ευρήματος του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν ισοδυναμεί με προσβολή της κρίσης της αξιοπιστίας του μάρτυρα ή των μαρτύρων στη μαρτυρία των οποίων θεμελιώθηκε το εύρημα. Η προσβολή της κρίσης της αξιοπιστίας μάρτυρα απαιτείται να γίνεται ρητά και άμεσα. Ούτε αρκεί να αναφέρεται στην αιτιολογία του λόγου έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται το επιμέρους εύρημα, ότι εσφαλμένα κρίθηκε ως αξιόπιστος ο μάρτυρας που το υποστήριξε. Με την αιτιολογία των λόγων έφεσης, αυτοί αιτιολογούνται, αλλά δεν διευρύνονται ώστε να καλύπτουν ζητήματα που σαφώς δεν προκύπτουν από τον ίδιο το λόγο (Άζινου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ.110/2021, ημερ.7.12.2021)».
Καταλήγουμε ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των ιατρών που κατέθεσαν στη δίκη δεν αποτελεί αντικείμενο της έφεσης. Επομένως, τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη βάση της κρίσης της αξιοπιστίας των ιατρών, παραμένουν απρόσβλητα.»
Συνακόλουθα, ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την υπεράσπιση των εφεσειόντων πως ο εφεσίβλητος δεν έλαβε μέτρα για μετριασμό της ζημιάς. Είναι η θέση των εφεσειόντων πως, ενώ το Δικαστήριο αποδέχθηκε πως οι εναγόμενοι 2 κάλεσαν τον εφεσίβλητο να προχωρήσει στην πώληση των εμπορευμάτων τους, τα οποία βρίσκοντο στην αποθήκη αποταμίευσης, με σκοπό το προϊόν πώλησης να κρατηθεί έναντι της οφειλής τους, και ο εφεσίβλητος με επιστολή απέρριψε την πρόταση, αναφέροντας πως «σύμφωνα με σχετική γνωμοδότηση του Γραφείου το Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας … δεν υφίσταται οποιαδήποτε σχετική ρύθμιση στην τελωνειακή νομοθεσία που να επιτρέπει τούτο», λανθασμένα απέρριψε την υπεράσπιση τους, θεωρώντας ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε δικαίωμα να προχωρήσει στην πώληση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την υπεράσπιση των εφεσειόντων πως ο εφεσίβλητος όφειλε και δεν έλαβε μέτρα για μετριασμό της ζημιάς του, με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Κατά πρώτον, παρατηρείται πώς οι επίδικες χρηματικές αξιώσεις δεν πηγάζουν από διάρρηξη σύμβασης. κατά δεύτερον, παρατηρείται πως οι επίδικες χρηματικές αξιώσεις έχουν διαγνωσθεί στο πλαίσιο μίας θεσμοθετημένης διοικητικής διαδικασίας και έχουν αποκρυσταλλωθεί διαμέσου εκτελεστών διοικητικών αποφάσεων. Ο ενάγων, δικαιούχος των επίδικων χρηματικών αξιώσεων, αποτελεί φορέα αρμοδιοτήτων δημόσιου χαρακτήρα, ενεργεί επί τη βάσει του νόμου και δεσμεύεται να ακολουθεί θεσμοθετημένες διοικητικές διαδικασίες. Κατά συνέπειαν, η άρνηση του να προβεί σε όσα οι πρώην εναγόμενοι αρ. 2 του υπέδειξαν προς το σκοπό περιορισμού της ζημιάς του (τεκμήρια 27 και 28), επικαλούμενος το γεγονός πως η τελωνειακή νομοθεσία δεν του επιτρέπει κάτι τέτοιο (τεκμήριο 26), υπήρξε απολύτως εύλογη. Οι εναγόμενοι αρ. 3 δεν απέδειξαν το αντίθετο. Κατά συνέπειαν, και η υπεράσπιση σύμφωνα με την οποία ο ενάγων παρέλειψε ή αρνήθηκε να περιορίσει τη ζημιά του απορρίπτεται ως αβάσιμη».
Κρίνουμε πως η απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία απέρριψε την υπεράσπιση ότι ο εφεσίβλητος αρνήθηκε να περιορίσει τη ζημιά, ήτο εύλογη και βασισμένη στις ορθές νομολογιακές αρχές. Δεν υπάρχει πεδίο παρέμβασης μας.
Ως εκ των ανωτέρω, ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε τα ενώπιον του παραδεκτά γεγονότα και την προσαχθείσα μαρτυρία σχετικά με τα οφειλόμενα ποσά. Με την αιτιολογία αυτού, οι εφεσείοντες αμφισβητούν το ύψος του ποσού της εκδοθείσας απόφασης, αμφισβητώντας την επιβολή Φ.Π.Α. και λιμενικών δικαιωμάτων.
Κατ’ αρχάς, επισημαίνουμε ότι ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι γενικός και αόριστος στην καταγραφή του. Σύμφωνα με τη νομολογία, τα συστατικά στοιχεία των λόγων έφεσης αποτελούνται, πρώτον από τον προσδιορισμό του λάθους και δεύτερο τους λόγους που στοιχειοθετούν το σφάλμα. Χωρίς το ένα ή το άλλο, ο λόγος έφεσης είναι ατελής (βλ. Σαμουρίδης v. Inzeyannis, Πολιτική Έφεση Αρ. 326/2014, ημερομηνίας 18.03.2022, ECLI:CY:AD:2022:A133, Κρασιάς v. Ζαχαρόπουλου, Πολιτική Έφεση Αρ. 448/2019, ημερομηνίας 3.9.2025). Ούτε και η αιτιολογία μπορεί να διευρύνει τους λόγους έφεσης (Βλ. Δ.Κ. v. Δημοκρατίας, Έφεση Αρ. 9/2021, ημερομηνίας 18.11.2021). Περαιτέρω, επαναλαμβάνουμε τη φύση της επιβληθείσας φορολογίας ως εκτελεστής διοικητικής απόφασης, η νομιμότητα της οποίας ουδέποτε προσβλήθηκε με προσφυγή, επομένως είναι έγκυρη και εκτελεστή.
Έπεται πως και ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται €4.000,00 έξοδα πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο