ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 370/2019)
16 Οκτωβρίου, 2025
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
[ΤΟΥΜΑΖΗ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΟΥΛΑ ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,
Εφεσείουσα,
v.
ΑΘΑΝΑΣΗ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ,
Εφεσίβλητου.
--------------------
Ν. Γ. Νικολάου για Ν. Γ. Νικολάου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Μ. Χατζηκωνσταντή (κα) για Γ. Φ. Πιττάτζης Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.: Η υπό κρίση έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, με την οποία, σε αίτηση που καταχώρισε ο εφεσίβλητος - αιτητής, εκδόθηκε διάταγμα με το οποίο επέτρεψε την κατάθεση στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Αμμοχώστου για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης πωλητηρίου εγγράφου ημερομηνίας 19.6.1997. Με το εν λόγω πωλητήριο έγγραφο, η εφεσείουσα - καθ’ ης η αίτηση 1 πώλησε στην πρώην σύζυγο του εφεσίβλητου - αιτητή μια μονοκατοικία. Επιτράπηκε επίσης η κατάθεση σύμβασης ημερομηνίας 12.3.2007, με την οποία η πρώην σύζυγος του εφεσίβλητου - αιτητή «πώλησε ή και εκχώρησε» τα δικαιώματα της ή και τη μονοκατοικία στον εφεσίβλητο - αιτητή, δυνάμει συμφωνίας επίλυσης των περιουσιακών τους διαφορών.
Ήταν η θέση του εφεσίβλητου, στην ένορκο δήλωση του η οποία συνόδευε την αίτηση για κατάθεση στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Αμμοχώστου των δύο πιο πάνω συμφωνιών, πως ήταν ρητός όρος της συμφωνίας με την πρώην σύζυγό του, ότι η μονοκατοικία, αντικείμενο του πωλητηρίου εγγράφου ημερομηνίας 19.6.1997, θα μεταβιβαζόταν επ’ ονόματι του, καθότι ο ίδιος είχε συμβάλει για την αγορά και απόκτηση της. Ήταν, περαιτέρω, η θέση του πως τόσο το πωλητήριο έγγραφο, ημερομηνίας 19.6.1997, όσο και η συμφωνία επίλυσης περιουσιακών διαφορών ημερομηνίας 12.3.2007, εκ παραδρομής δεν κατατέθηκαν στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης. Η πρώην σύζυγος του εφεσίβλητου, με ένορκο δήλωση, επιβεβαίωσε τα όσα ανέφερε ο εφεσίβλητος.
Η εφεσείουσα ενέστη στο πιο πάνω αίτημα, μέσω ένορκης δήλωσης του πατέρα της, ο οποίος προέβαλε ότι ο εφεσίβλητος δεν νομιμοποιείτο στην καταχώριση της επίδικης αίτησης, καθότι δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία πώλησης, ημερομηνίας 19.6.1997, η δε γραπτή συμφωνία ημερομηνίας 12.3.2007 ουδόλως αφορούσε τη θυγατέρα του και ούτε τη δέσμευε.
Η εφεσείουσα, με την υπό κρίση έφεση, προσβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιτρέψει την κατάθεση των πιο πάνω συμφωνιών για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης, με πέντε λόγους έφεσης. Ειδικότερα, παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή πεπλανημένα κατέληξε ότι οι πρόνοιες του περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου του 2011 (Ν.81(Ι)/2011) τυγχάνουν εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση και δη όσον αφορά τη συμφωνία εκχώρησης ημερομηνίας 12.3.2007 (πρώτος λόγος), ότι λανθασμένα και/ή πεπλανημένα εφάρμοσε το ερμηνευτικό Άρθρο 2(1) του Ν.81(Ι)/2011 επιτρέποντας την κατάθεση του πωλητηρίου εγγράφου ημερομηνίας 19.6.1997 από τον εφεσίβλητο, ο οποίος δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας (δεύτερος λόγος), ότι λανθασμένα και/ή πεπλανημένα κατέληξε ότι οι λόγοι οι οποίοι προβλήθηκαν εκ μέρους του εφεσίβλητου για την παράλειψη της κατάθεσης των συμβάσεων ημερομηνίας 19.6.1997 και 12.3.2007 στο Κτηματολογικό Γραφείο Αμμοχώστου ήταν εύλογοι (τρίτος λόγος), ότι λανθασμένα και/ή πεπλανημένα αναφέρεται στην απόφαση σε ισχυρισμούς του εφεσίβλητου και σε τεκμήριο που επισυνάφθηκε επί της αίτησης του για υποκατάστατη επίδοση της αίτησης του ημερομηνίας 28.2.2018 (τέταρτος λόγος), και τέλος ότι λανθασμένα και/ή πεπλανημένα κατέληξε ότι τα δικηγορικά έξοδα που προέκυψαν συνεπεία της προώθησης της αίτησης θα έπρεπε να επιβαρύνουν την εφεσείουσα (πέμπτος λόγος).
Θα ξεκινήσουμε με τον πρώτο λόγο έφεσης ο οποίος περιστρέφεται γύρω από το επιχείρημα πως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι οι πρόνοιες του Ν.81(Ι)/2011 τυγχάνουν εφαρμογής στην προκείμενη περίπτωση, εφόσον, κατά τον ισχυρισμό της εφεσείουσας, ο εν λόγω Νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ.
Είναι δεδομένο ότι τόσο το πωλητήριο έγγραφο ημερομηνίας 19.6.1997, όσο και η σύμβαση ημερομηνίας 12.3.2007 συνήφθησαν ενώ ήταν σε ισχύ ο περί Πώλησης Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμος, Κεφ. 232. Το Άρθρο 2 του Κεφ. 232 έθετε ως προϋπόθεση για τη ειδική εκτέλεση σύμβασης πώλησης ακίνητης ιδιοκτησίας, ότι αυτή θα ήταν γραπτή και ο αγοραστής να την είχε, εντός δυο μηνών από την ημερομηνία της σύμβασης, καταθέσει στο αρμόδιο κτηματολογικό γραφείο.
Την 29.4.2011 δημοσιεύτηκε ο Ν.81(Ι)/2011 ο οποίος τέθηκε σε ισχύ τρεις μήνες μετά την ημερομηνία δημοσίευσης του, δηλαδή τέθηκε σε ισχύ στις 29.7.2011 (Άρθρο 17). Ο Ν.81(Ι)/2011 κατάργησε και αντικατέστησε τον περί Πώλησης Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμο, Κεφ. 232. Προνοείτο με το Άρθρο 16 ότι συμβάσεις που είχαν συνομολογηθεί πριν το Νόμο, δηλαδή πριν την 29.7.2011 και παρέμεναν σε ισχύ, θα μπορούσαν μέσα σε έξι μήνες, δηλαδή μέχρι 29.1.2012, να κατατεθούν στο αρμόδιο κτηματολογικό γραφείο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης, νοουμένου ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του Νόμου.
Την 6.4.2012 δημοσιεύτηκε ο περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) (Τροποποιητικός) Νόμος του 2012 (Αρ.32(Ι)/2012). Με τον τροποποιητικό Νόμο εισήχθηκε το Άρθρο 16Α, το οποίο προνοεί ότι συμβάσεις που είχαν συνομολογηθεί πριν την 6.4.2012 θα μπορούσαν να κατατεθούν μέσα σε προθεσμία έξι μηνών, δηλαδή μέχρι 6.10.2012. Οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 θα έπρεπε, και πάλιν, να συντρέχουν.
Η επίδικη αίτηση καταχωρήθηκε στις 28.2.2018, μετά δηλαδή τη δημοσίευση, στις 2.6.2017, του περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Τροποποιητικού Νόμου του 2017 Ν.48(Ι)/2017, ο οποίος τροποποίησε το Άρθρο 12 του Ν.81(Ι)/2011 και το οποίο προνοεί τα εξής:
«Εξουσία Δικαστηρίου να επιτρέψει κατάθεση σύμβασης ή έγερση αγωγής εκτός προθεσμίας
12. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, το Δικαστήριο δύναται, κατόπιν σχετικής αίτησης, να επιτρέψει την κατάθεση σύμβασης ή την έγερση αγωγής για ειδική εκτέλεση για συμβάσεις οι οποίες παραμένουν σε ισχύ και συνομολογήθηκαν σε οποιοδήποτε χρόνο, έστω και αν έχει παρέλθει η προβλεπόμενη για το σκοπό αυτό χρονική περίοδος, σύμφωνα με τις τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή η προθεσμία κατάθεσής τους σύμφωνα με τις διατάξεις του καταργηθέντα με τον παρόντα Νόμο περί Πώλησης Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, ανάλογα με την περίπτωση, όταν κρίνει τούτο δίκαιο και εύλογο για την προστασία του αγοραστή».
Χρήσιμη καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από την απόφαση Γεωργιάδη κ.ά. ν. Πιερέττη, Πολιτική Έφεση Αρ. 146/21, ημερομηνίας 16.4.2024, η οποία αφορούσε το κατά πόσο το Δικαστήριο είχε εξουσία να εκδώσει διάταγμα ειδικής εκτέλεσης για συμφωνία πώλησης που έγινε πριν τη θέσπιση του Ν.81(Ι)/2011, κάνοντας αναφορά και στο Άρθρο 12 του Νόμου. Το Εφετείο, ερμηνεύοντας τις διατάξεις του Άρθρου 6 του Νόμου που αφορά διατυπώσεις αναγκαίες για την εκτέλεση σύμβασης, τόνισε τα εξής:
«Σημαντικό θεωρούμε το ότι η πρόνοια αυτή περιλήφθηκε στον Νόμο επιπρόσθετα με τις στις άλλες πρόνοιες τόσο των Άρθρων 16, 16Α που αναφέρθηκαν πιο πάνω, αλλά ακόμα και του Άρθρου 12 με το οποίο παρέχεται η δυνατότητα σε Δικαστήριο να επιτρέψει την κατάθεση σύμβασης σε οποιοδήποτε χρόνο κατόπιν σχετικής αίτησης. Με αυτό κατά νου θα πρέπει να ερμηνευτεί και το λεκτικό «…αλλά δεν έχει κατατεθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου…», αφού οδηγεί στο ότι σκοπός του Νομοθέτη ήταν να προβλέψει για τις περιπτώσεις εκείνες όπου ακριβώς δεν έχουν ακολουθηθεί οι διαδικασίες των Άρθρων 16, 16Α ή 12, παρέχοντας στο Δικαστήριο την ευχέρεια να διατάξει ειδική εκτέλεση σύμβασης όπου κρίνει ότι αυτό είναι δίκαιο και εύλογο υπό τις περιστάσεις. Η δε ευχέρεια αυτή, ενόψει της αναφοράς σε «διατάξεις του παρόντος Νόμου» φαίνεται να παρέχεται τόσο σε σχέση με συμβάσεις που συνομολογήθηκαν μετά την θέσπιση του Ν81(Ι)/2011 όσο και πριν.
……………………………………………………………………….…….
Θα λέγαμε ότι η υπό εξέταση, αποτελεί κλασσική περίπτωση όπου είναι δίκαιο και εύλογο όπως διαταχθεί η ειδική εκτέλεση της επίδικης σύμβασης πώλησης του Διαμερίσματος και η εγγραφή αυτού επ’ ονόματι των Εφεσειόντων κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 6(2)».
Κρίνουμε ενόψει της πιο πάνω νομολογίας, πως το Άρθρο 12, ως έχει τροποποιηθεί, παρέχει τη διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να επιτρέψει την κατάθεση συμβάσεων που συνομολογήθηκαν πριν την έναρξη της ισχύος του Ν.81(Ι)/2011 και ανεξάρτητα από τις διατάξεις των Άρθρων 16 και 16Α, όταν το κρίνει δίκαιο και εύλογο για την προστασία του αγοραστή. Οι αποφάσεις Θεοδώρου Αικατερίνη (Κατερίνα) και Άλλη (2014) 1 Α.Α.Δ. 2457 και Meshkov Konstantin (2016) 1 A.A.Δ. 1279, στις οποίες αναφέρθηκε η εφεσείουσα, μέσω του δικηγόρου της, με τις οποίες δεν επετράπη η κατάθεση στο Κτηματολόγιο συμφωνιών που συνομολογήθηκαν πριν τη θέσπιση του Ν.81(Ι)/2011, λόγω του ότι δεν καλύπτονταν από αυτόν, έχουν εκδοθεί πριν τη θέσπιση του Ν.48(Ι)/2017, ο οποίος τροποποίησε το Άρθρο 12, συνεπώς δεν τυγχάνουν εφαρμογής.
Συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα παραπονείται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εφάρμοσε το Άρθρο 2 (1) του Ν.81(Ι)/2011 και επέτρεψε την κατάθεση του πωλητηρίου εγγράφου, ημερομηνίας 19.6.1997, από τον εφεσίβλητο, ο οποίος δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε πως οι πρόνοιες του Ν.81(Ι)/2011 εφαρμόζονται όχι μόνο στις συμβάσεις πώλησης, αλλά και στις συμβάσεις εκχώρησης δικαιωμάτων και παρέπεμψε στις ακόλουθες ερμηνευτικές διατάξεις του Άρθρου 2 (1) του Ν.81(Ι)/2011:
« «αγοραστής» σημαίνει το πρόσωπο, στο όνομα του οποίου, σύμφωνα με τη σύμβαση, θα μεταβιβασθεί ακίνητη ιδιοκτησία, έναντι ανταλλάγματος και περιλαμβάνει εκδοχέα σε σύμβαση εκχώρησης·»
……………………………………………………………………………..
«σύμβαση» σημαίνει σύμβαση πώλησης ή ανταλλαγής ή εκχώρησης ή αντιπαροχής ή συμφωνία διανομής ακίνητης ιδιοκτησίας.
……………………………………………………………………………..
«σύμβαση εκχώρησης» σημαίνει τη γραπτή συμφωνία μεταξύ του αγοραστή σε σύμβαση (εκχωρητή) και τρίτου προσώπου (εκδοχέα), με την οποία εκχωρούνται, από τον εκχωρητή στον εκδοχέα, δικαιώματα ή και ανάλογες υποχρεώσεις, αν υπάρχουν, του αγοραστή, είτε χαριστικά, είτε άλλως πως·».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως η συμφωνία, ημερομηνίας 12.3.2007, μεταξύ του εφεσίβλητου και της πρώην συζύγου του, συνιστούσε συμφωνία εκχώρησης. Με αυτήν, ο εφεσίβλητος και η πρώην σύζυγος του διευθέτησαν τις περιουσιακές τους διαφορές και η πρώην σύζυγος του, ως η αγοράστρια της μονοκατοικίας, εκχώρησε τα δικαιώματα της τα οποία απέρρεαν από το αγοραπωλητήριο έγγραφο, ημερομηνίας 19.6.1997 στον εφεσίβλητο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε, επίσης, πως το γεγονός ότι η αγοράστρια – πρώην σύζυγος του εφεσείοντα κηρύχθηκε σε πτώχευση μετά τη συνομολόγηση του αγοραπωλητηρίου εγγράφου, ήταν άσχετο με την υπό κρίση διαδικασία.
Κρίνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε ορθά τον Νόμο στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Από τη συμφωνία ημερομηνίας 12.3.2007, προκύπτει πως η πρώην σύζυγος του εφεσίβλητου, η οποία ήταν η αγοράστρια στο αγοραπωλητήριο έγγραφο ημερομηνίας 19.6.1997, εκχώρησε τα δικαιώματα της από την εν λόγω σύμβαση, αναγνωρίζοντας ότι ο εφεσίβλητος κατέβαλε ολόκληρο το τίμημα για την απόκτηση της επίδικης μονοκατοικίας και συμφώνησε όπως υπογράψει κάθε αναγκαίο έγγραφο για μεταβίβαση της στον εφεσίβλητο. Εφόσον ο εφεσίβλητος είναι το πρόσωπο στο οποίο εκχωρήθηκαν τα δικαιώματα από το πωλητήριο έγγραφο, τότε θεωρείται ως ‘αγοραστής’, με βάση τις ερμηνευτικές διατάξεις του Ν.81(Ι)/2011. Ούτε υπάρχει προϋπόθεση πως ο πωλητής – στην εκκαλούμενη απόφαση η εφεσείουσα – θα πρέπει να είναι συμβαλλόμενη στη «σύμβαση εκχώρησης». Επομένως, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως οι «οι πρόνοιες της συγκεκριμένης νομοθεσίας εφαρμόζονται όχι μόνο στις συμβάσεις πώλησης αλλά και στις συμβάσεις εκχώρησης δικαιωμάτων», και επέτρεψε την κατάθεση της συμφωνίας ημερομηνίας 12.3.2007. Η δε κρίση του Δικαστηρίου πως η μεταγενέστερη πτώχευση της πρώην συζύγου του εφεσίβλητου ήταν άσχετη με την υπό κρίση διαδικασία, ήταν εύλογη.
Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προβάλλεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα κατέληξε ότι οι λόγοι που προβλήθηκαν εκ μέρους του εφεσίβλητου για την παράλειψη κατάθεσης των συμβάσεων ημερομηνίας 19.6.1997 και 12.3.207, ήταν εύλογοι. Στην αιτιολογία αυτού προβάλλεται πως δεν έχουν δοθεί εκ μέρους του εφεσίβλητου οποιοιδήποτε λόγοι και μάλιστα αιτιολογημένοι, για την παράλειψη του να καταθέσει εμπρόθεσμα τις επίδικες συμφωνίες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε στην απόφαση πως ο εφεσίβλητος ανέφερε στην ένορκο του δήλωση ότι εκ παραδρομής δεν κατατέθηκαν οι επίδικες συμφωνίες στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης και πως, αν δεν εκδίδοντο τα αιτούμενα διατάγματα, διέτρεχε σοβαρό κίνδυνο να αποστερηθεί της προστασίας που του παρείχε η νέα νομοθεσία και κατέληξε πως αυτοί οι λόγοι ήταν εύλογοι, με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Τέλος, όσον αφορά τους λόγους που προβάλλονται για την παράλειψη κατάθεσης των συμβάσεων στο Κτηματολόγιο, κρίνω πως αυτοί είναι εύλογοι. Από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου, δεν έχει καταδειχθεί κακοπιστία είτε εκ μέρους του Αιτητή είτε εκ μέρους της πρώην συζύγου του. Η πάροδος τόσων ετών από της σύναψης της σύμβασης πώλησης χωρίς μέχρι σήμερα να έχει επιτευχθεί η μεταβίβαση του αγορασθέντος ακινήτου, προσμετρά θετικά στο αίτημα του αγοραστή, ώστε να προστατευθούν και να προωθηθούν τα δικαιώματα του.»
Κρίνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο επεξήγησε με επάρκεια τους λόγους για τους οποίους θεώρησε ότι ήταν δίκαιο και εύλογο να επιτρέψει την κατάθεση των επίδικων συμβάσεων. Το Δικαστήριο εφάρμοσε ορθά τον Νόμο και ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής του εξουσίας. Κρίνουμε ότι δεν δικαιολογείται η παρέμβαση μας.
Συνεπώς, ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα προβάλλει πως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε επιστολή ημερομηνίας 11.7.017, την οποία απέστειλε ο δικηγόρος της εφεσείουσας προς την πρώην σύζυγο του εφεσίβλητου και η οποία επισυνάπτετο σε μονομερή αίτηση που καταχώρισε ο εφεσίβλητος για υποκατάστατη επίδοση της υπό κρίση αίτησης. Με την επιστολή καλείτο η πρώην σύζυγος του εφεσίβλητου να είναι έτοιμη για να μεταβιβαστεί η μονοκατοικία στο όνομα της.
Κατ’ αρχάς, να επαναλάβουμε τη νομολογιακή αρχή πως η απόφαση θα πρέπει να εξετάζεται ως ενιαίο σύνολο και όχι αποσπασματικά (βλ. Kanika Hotels Plc ν. Χρυσάνθου, Πολιτική Έφεση Αρ. 305/2015, ημερομηνίας 11.1.2024, Badawi v. Γεώργιος Λεωνίδα Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 399/2018, ημερομηνίας 15.7.2024). Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφαρμόζοντας τον Νόμο, επεξήγησε τους λόγους για τους οποίους αποδέχτηκε την αίτηση του εφεσίβλητου. Η πιο πάνω αναφορά, ουδόλως επηρέασε το αποτέλεσμα της απόφασης. Εν πάση περιπτώσει, δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε το μεμπτό στην αναφορά του Δικαστηρίου στην ενδιάμεση αίτηση για υποκατάστατη επίδοση και στην εν λόγω επιστολή η οποία επισυνάπτετο ως Τεκμήριο, εφόσον αυτά ήταν καταχωρημένα στον φάκελο της υπό κρίση αίτησης, ο οποίος ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου.
Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται η απόφαση του Δικαστηρίου αναφορικά με την επιδίκαση εξόδων σε βάρος της εφεσείουσας. Είναι η θέση της εφεσείουσας πως το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη της υπέρμετρη καθυστέρηση στην κατάθεση των επίδικων συμφωνιών, η οποία οφειλόταν αποκλειστικά και μόνο στον εφεσίβλητο και πως, ως εκ τούτου, θα έπρεπε να ακολουθηθεί η εξαίρεση στον γενικό κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα.
Όπως προκύπτει από τη νομολογία, η γενική αρχή είναι ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης. Όπως λέχθηκε στην Χάσικος κ.ά. v. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389:
«Η απονομή των εξόδων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Η ευχέρεια ασκείται δικαστικά με γνώμονα, ως κύριο μέτρο, το αποτέλεσμα της υπόθεσης. Τόσο βαθειά θεμελιωμένη είναι η αρχή αυτή στην αστική διαδικασία, τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, ώστε να μη δίδονται κατά κανόνα λόγοι (εξυπακούονται) για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου όταν η διαταγή για τα έξοδα συνάδει με την αρχή αυτή.»
Τα πιο πάνω υιοθετήθηκαν στην Ζαβρού v. Μιχαηλίδου (1996) 1 Α.Α.Δ. 477, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Η έκδοση διαταγής για έξοδα εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του εκδικάζοντος δικαστηρίου. Στην άσκηση αυτής της εξουσίας προέχει ο κανόνας λογικής σύμφωνα με τον οποίο τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της υπόθεσης. Τόσο μάλιστα είναι ισχυρός που από μόνος του παρέχει την αιτιολόγηση στην κάθε αντίστοιχη εξέλιξη χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξειδίκευσης. Παρέκκλιση δικαιολογείται μόνο εφόσον συντρέχει άλλη επαρκής περίσταση που πρέπει βέβαια να εκτίθεται. Χρήσιμη υπόμνηση περί τούτου γίνεται στην Χάσικος Μιχαήλ ν. Ανδρέα Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389.»
Σχετικές επί του θέματος των εξόδων είναι και οι αποφάσεις Χαραλάμπους v. Γενικές Ασφάλειες Κύπρου Λίμιτεδ, Πολιτική Έφεση 337/2019, ημερομηνίας 25.11.2024 και Λοϊζου v. Λοϊζου, Πολιτική Έφεση Αρ. 17/2024, ημερομηνίας 21.01.2025.
Στην εκκαλούμενη απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθησε τη νομολογιακή αρχή ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα. Κρίνουμε ότι υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, η καθυστέρηση στην υποβολή της σχετικής αίτησης δεν συνιστά καλό λόγο για έκδοση διαφορετικής διαταγής ως προς τα έξοδα. Ο εφεσίβλητος κατέθεσε την αίτηση του σύμφωνα με τον Νόμο και δικαιώθηκε. Κρίνουμε, επομένως, πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε ορθά τον γενικό κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα.
Έπεται πως και ο πέμπτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Επιδικάζονται έξοδα €4.000,00 πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας.
ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο