ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 386/2018)
30 Οκτωβρίου, 2025
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΠΕΤΡΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ
2. ΕΛΕΝΗΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ
Εφεσείοντες
και
THEMIS PORTFOLIO MANAGEMENT HOLDINGS LIMITED
Εφεσίβλητη
-------------------------------
Γραφείο Αντρέας Θ. Μαθηκολώνης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Γραφείο Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε. για την Εφεσίβλητη.
[Η ακρόαση διεκπεραιώθηκε χωρίς τη φυσική παρουσία των μερών κατόπιν αιτήματος που υποβλήθηκε δυνάμει του περί Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης (Ηλεκτρονική Επικοινωνία) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2021]
-------------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 25.10.2018 εξέδωσε απόφαση υπέρ της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (εφεξής η ΤΚ) και εναντίον των εναγόμενων/εφεσειόντων 1 και 2 (πρωτοφειλέτης και εγγυητής αντίστοιχα) για το ποσό των €183.418,42 σεντ, πλέον τόκο προς 11,25%. Περαιτέρω, εξέδωσε διάταγμα για εκποίηση δύο ενυπόθηκων ακινήτων τους που τέθηκαν προς εξασφάλιση των συμβατικών υποχρεώσεων του εφεσείοντος 1 έως ποσού ΛΚ131.000, πλέον τόκους. Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ανταπαίτηση των εφεσειόντων και τους καταδίκασε και στα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας.
Βάση αγωγής ήταν η συμφωνία δανείου ημερ. 7.3.2006, δυνάμει της οποίας, παραχωρήθηκε από την ΤΚ στον εφεσείοντα 1 δάνειο ύψους ΛΚ109.000, υπό την εγγύηση του εφεσείοντος 2. Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν υπήρχε συμμόρφωση με τους όρους του δανείου, με αποτέλεσμα ο εφεσείοντας 1 (με ειδοποίηση και στον εφεσείοντα 2) να κληθεί από την ΤΚ με επιστολή της ημερ. 2.9.2010, να εξοφλήσει το υπόλοιπο και παραλείψει τούτου, η ΤΚ με δεύτερη επιστολή της ημερ. 6.10.2010 (επίσης με ειδοποίηση στον εφεσείοντα 2) να τερματίσει τη συμφωνία δανείου και να ζητήσει την εξόφληση του οφειλομένου μέχρι τότε, ποσού. Πάλι δεν υπήρξε συμμόρφωση με αποτέλεσμα να παρθούν τα νομικά μέτρα που οδήγησαν τελικώς στην έκδοση της προαναφερθείσας, εκκαλούμενης απόφασης. Η έκδοση του διατάγματος εκποίησης των ενυπόθηκων ακινήτων που παραχωρήθηκαν από τους εφεσείοντες, στηριζόταν σε ξεχωριστή συμφωνία ημερ. 24.3.2006.
Η απόφαση εκδόθηκε κατόπιν πλήρους ακροαματικής διαδικασίας. Προς απόδειξη της υπόθεσης, κατέθεσαν από πλευράς ΤΚ τέσσερις μάρτυρες, εκ των οποίων οι τρεις, υπάλληλοι της (ΜΕ1 -3) και ο ένας, υπάλληλος του κτηματολογίου. Παράλληλα, χωρίς ένσταση, κατατέθηκε μεγάλος αριθμός σημαντικών εγγράφων ως τεκμήρια. Από πλευράς εναγόμενων/εφεσειόντων δεν υπήρξε μαρτυρικός αντίλογος, αφού δεν κλήθηκε κανένας μάρτυρας για να καταθέσει. Αρκέστηκαν στην υποβολή θέσεων και ερωτήσεων από τους δικηγόρους τους προς τους μάρτυρες της ΤΚ.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο για τους λόγους που εξηγεί στην απόφαση του (σελ.11 και επόμενες) έκρινε τους μάρτυρες της ΤΚ αξιόπιστους, αναγάγοντας τη μαρτυρία τους σε ευρήματα. Παράλληλα, επισημαίνοντας την απουσία αντίθετης, τεκμηριωμένης εκδοχής και σταθμίζοντας το εφαρμοστέο βάρος απόδειξης, έκρινε πως αποδείχθηκε η απαίτηση, σε όλη της την έκταση και εξέδωσε απόφαση ως ανωτέρω περιγράφεται.
Δυσαρεστημένοι με την πρωτόδικη απόφαση, οι εφεσείοντες την προσέβαλαν, προωθώντας οκτώ λόγους έφεσης. Σύμφωνα με τον πρώτο λόγο έφεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνοντας σε ελλιπή αξιολόγηση της μαρτυρίας, λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αποδείχθηκε παράβαση των όρων της σύμβασης και/ή η μη πληρωμή των δόσεων υπαιτιότητα του εφεσείοντος 1. Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα μετάθεσε το βάρος απόδειξης στους ώμους των εφεσειόντων να αποδείξουν το «λογικό», «εύλογο» και/ή «καλή τη πίστη» καθορισμένο ύψος του επιτοκίου υπερημερίας που επιβαλλόταν ή και το εκάστοτε συμβατικό (κυμαινόμενο) επιτόκιο που επιβαλλόταν κατά τη διάρκεια της σύμβασης. Ο τρίτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εξέδωσε απόφαση για το κατ’ ισχυρισμό οφειλόμενο ποσό ενώ αναγνώρισε ότι περιείχε παράνομη ή και αυθαίρετη ή και αδικαιολόγητη χρέωση.
Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης αφορούν την υποθήκη. Συγκεκριμένα, με τον τέταρτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται (γενικά) ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και ή αδικαιολόγητα και/ή άνευ στηρίγματος ή και εφαρμόζοντας λανθασμένα ή και καθόλου τη νομοθεσία και ως αποτέλεσμα λανθασμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας, εξέδωσε διατάγματα εκποίησης της επίδικης υποθήκης. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέβλεψε τους ισχυρισμούς τους ότι οι όροι της Σύμβασης και Δήλωσης υποθηκεύσεως ή και του Εγγράφου υποθήκης ήταν εντελώς αντίθετοι ή και παραβίαζαν τις πρόνοιες του άρθρου 21(1)(γ) του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου 9/1965 που κατοχυρώνουν το δικαίωμα του ενυπόθηκου οφειλέτη για επανάκτηση του τίτλου ή και της περιουσίας του. Συναφώς, με τον έκτο λόγο έφεσης ισχυρίζονται ότι παραβιάστηκε το δόγμα που καθορίζει ότι ο ενυπόθηκος οφειλέτης θα πρέπει να μπορεί να επανακτήσει τον τίτλο του οποτεδήποτε καθ΄ όλη τη διάρκεια της ισχύος της σύμβασης υποθήκευσης ή και της ισχύος της υποθήκης (Equity of Redemption). Με τον έβδομο λόγο έφεσης, συναφώς και πάλι με τους δύο προηγούμενους λόγους, ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ή και αδικαιολόγητα εξέδωσε το διατάγματα εκποίησης της επίδικης υποθήκης ερμηνεύοντας λανθασμένα το άρθρο 21(1)(γ) του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου 9/1965 και το δόγμα του Equity of Redemption. Τέλος, με τον όγδοο λόγο έφεσης, σε αλληλουχία προφανώς με τον τρίτο λόγο έφεσης, υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εξέδωσε διάταγμα εκποίησης της επίδικης υποθήκης για μολυσμένο ποσό το οποίο περιείχε παράνομη ή και λανθασμένη ή και αδικαιολόγητη ή και αυθαίρετη ή και αντισυμβατική χρέωση.
Επισημαίνεται ότι η ΤΚ με την ειδοποίηση ημερ. 17.4.2024 (που βρίσκεται κατατεθειμένη στον φάκελο) αντικαταστάθηκε από τη THEMIS PORTFOLIO MANAGEMENT HOLDINGS LTD, η οποία έκτοτε, συμμετέχει στη δικαστική διαδικασία ως εφεσίβλητη.
Ως προαναφέραμε, με τον πρώτο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες θεωρούν λανθασμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε ό,τι αφορά την παράβαση των όρων της δανειακής σύμβασης και ειδικά αναφορικά με τη μη πληρωμή των δόσεων. Στην αιτιολογία, υποστηρίζουν ότι, με δεδομένο πως συμφωνήθηκε όπως η εκταμίευση των δόσεων στον λογαριασμό του δανείου, θα γινόταν από λογαριασμό τρίτης εταιρείας, ήταν επιβεβλημένη η προσκόμιση κατάστασης λογαριασμού της τρίτης εταιρείας, κάτι που δεν έγινε. Συναφώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η απλή αναφορά των ΜΕ1 και ΜΕ2, ότι το επίδικο δάνειο έπαψε να εξυπηρετείται, ήταν αρκετή.
Κατ’ αρχάς θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η επίμαχη αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην ολότητα της έχει ως ακολούθως:
«(γ) Για την απόδειξη της εκ μέρους του εναγομένου αρ. 1 παράβασης της συμφωνίας δανείου και του συνακόλουθου νόμιμου τερματισμού της επαρκούν τα όσα η πλευρά των εναγόντων επαρουσίασε ως μαρτυρία, τα οποία συνοψίζονται πιο πάνω. Η παρουσίαση της κατάστασης του συγκεκριμένου λογαριασμού της τρίτης εταιρείας, στον οποίον χρεωνόντουσαν οι συμφωνηθείσες, για την αποπληρωμή του δανείου, μηνιαίες δόσεις δεν είναι απαραίτητη. Εφ΄ όσον οι Ανδρέας Βανέζης (Μ.Ε.1) και Μάριος Κουντούρης (Μ.Ε.2) εδήλωσαν, τα δε τεκμήρια 5, 6, 9 έως και 12 επιμαρτυρούν, πως, από συγκεκριμένο χρονικό σημείο και μετέπειτα, το επίδικο δάνειο έπαυσε να εξυπηρετείται, ουδεμία περαιτέρω μαρτυρία είναι αναγκαία.»
Συνεπώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αρκέστηκε στον προφορικό λόγο των δύο αυτών μαρτύρων, ως αφήνεται να νοηθεί, αλλά τον στάθμισε με την έγγραφη μαρτυρία που είχε ενώπιον του, ήτοι τα τεκμήρια 5 και 6 (τις καταστάσεις λογαριασμού που ως κρίθηκε πληρούσαν τις προϋποθέσεις του άρθρου 22 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 και αποτέλεσαν έτσι εκ πρώτης όψεως απόδειξη των όσων αντικατόπτριζαν) και τα τεκμήρια 9-12 (τις σταλείσες, μη επιστραφείσες και αναπάντητες επιστολές της ΤΚ).
Ομοίως, χωρίς να παραγνωρίσει το γεγονός ότι η ενάγουσα είχε το βάρος να αποδείξει όλα τα στοιχεία της απαίτησης της, παρά την μη προσκόμιση αντικρουστικής μαρτυρίας (βλ. Demchenko κ.ά. v. Nassar (2007) 1 Α.Α.Δ. 1342), σωστά έλαβε υπόψη το όλον πλέγμα υπό το οποίο διεξήχθη η ακρόαση. Δηλαδή, ότι μια και μόνον μαρτυρική εκδοχή είχε ενώπιον του - αυτήν της ενάγουσας. Τούτο, σε συνάφεια με το ότι φάνηκε με τις ερωτήσεις και υποβολές των δικηγόρων των εφεσειόντων προς τους ΜΕ1 και 2, να αμφισβητείται η νομιμότητα κάποιων χρεώσεων και ή επιβολή συγκεκριμένου ποσοστού επιτοκίου και όχι η μη ύπαρξη καθυστερημένων δανειακών δόσεων, εν γένει. Μάλιστα, ως ορθά υποδεικνύουν στο περίγραμμα αγόρευσης τους οι δικηγόροι της εφεσίβλητης (σελ.8-10), η ύπαρξη των καθυστερημένων δόσεων, από το υπόβαθρο αρκετών ερωτήσεων που τέθηκαν προς τους μάρτυρες, συνάγετο ως αποδεκτή ή εν πάση περιπτώσει αναντίλεκτη.
Στην υπόθεση Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ v. Οικονόμου (2014) 1 Α.Α.Δ. 2287 λέχθηκαν σχετικά τα εξής:
«Η Τράπεζα φέρει το βάρος απόδειξης του ύψους της απαίτησής της. Σε περίπτωση που ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι η εκδοχή της ήταν πιο πιθανή παρά όχι, τότε δικαιούται σε απόφαση (Μαρσέλ κ.ά. ν. Λαικής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 ΑΑΔ 1858). Σε περίπτωση όπου υπάρχει μόνο μία εκδοχή ως προς τα γεγονότα, τότε συνήθως αυτό που απομένει να εξεταστεί εκτός αν υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες σε σχέση με το μάρτυρα και την αξιοπιστία του, είναι αν τα γεγονότα, όπως βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου είναι αρκετά για να αποδείξουν την υπόθεση στο αναγκαίο επίπεδο (Wynne ν. Mavronicola ως διαχειριστή της περιουσίας του Μαυρονικόλα (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1138). Συνήθως τέτοια θέματα εγείρονται σε υποθέσεις όπου δεν εμφανίζεται ο αντίδικος, όπως ήταν και τα γεγονότα στην υπόθεση Barry Wynne (πιο πάνω). Στην προκείμενη όμως περίπτωση, ο εφεσίβλητος έλαβε μέρος στη διαδικασία. Αρχικά με δικηγόρο και στην πορεία, μετά την απόσυρση του δικηγόρου του, αφού ολοκληρώθηκε η μαρτυρία της Τράπεζας, αυτοπροσώπως, χωρίς όμως να δώσει
μαρτυρία ή να κλητεύσει άλλο μάρτυρα. Αποτέλεσμα τούτου ήταν να παραμείνει μόνο μία εκδοχή ενώπιον του Δικαστηρίου.»
Ομοίως στην υπόθεση Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ v. Παναγιώτου, Πολ. Έφεση 398/11, ημερ. 12.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:A71 λέχθηκε ότι:
«..η μαρτυρία αυτή αποδεικνύει την υπόθεση της Ενάγουσας εκτός εάν ανατρέπεται από άλλη μαρτυρία που ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι ανταποκρίνεται στην αλήθεια των πραγμάτων. Εδώ, ουδεμία άλλη μαρτυρία προσεφέρθη. Ο Εναγόμενος επέλεξε, όπως ήταν δικαίωμα του, να μην καταθέσει και να μην καλέσει μάρτυρα για υπεράσπιση του (βλ. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ. ν. Γιώργος Οικονόμου Π.Ε. 335/2009 ημερ. 17.10.2014.»
(βλ. επίσης Ελληνική Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Ε.Τ. Autospares Enterprises Ltd κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 843 και Παπαγεωργίου κ.ά. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 961).
Στο πλαίσιο τούτο να σημειώσουμε, δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας του τι πρέπει να προσκομίζεται ως μαρτυρία προς απόδειξη συγκεκριμένου στοιχείου της απαίτησης. Βέβαια, κάποια πειστήρια που βρίσκονται στον πυρήνα του στοιχείου είναι αυτονοήτως απαραίτητα. Το στοιχείο που εισηγούνται οι εφεσείοντες, πάντα υπό το συγκεκριμένο και ιδιαίτερο πλέγμα που περιγράψαμε ανωτέρω, δεν ήταν τέτοιο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με ενδελέχεια εξέτασε και ορθά κατέληξε στην κρίση ότι υπήρξε παράβαση της δανειακής σύμβασης αλλά και νόμιμος τερματισμός της σύμβασης.
Ως εκ των ανωτέρω ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο λόγος έφεσης 2 «βάλλει» κυρίως κατά της επιβολής τόκου υπερημερίας (6%). Από την αιτιολογία του λόγου, προκύπτει ότι οι εφεσείοντες θεωρούν εσφαλμένη την υπόδειξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου που γίνεται στη σελίδα 13 της απόφασης του, ότι, ο συνήγορος των εφεσειόντων (ο οποίος δια της αντεξέτασης των ΜΕ1 και 2 αμφισβήτησε τη νομιμότητα επιβολής [και] τόκου υπερημερίας) «παρέλειψε να δώσει μια συγκεκριμένη τιμή αυτού του «λογικού» «εύλογου» και «καλόπιστου επιτοκίου»», αφήνοντας έτσι να νοηθεί ότι είναι οι εφεσείοντες που είχαν αυτό το βάρος και αποτυγχάνοντας να το αποσείσουν, έκρινε συνακόλουθα, ότι η επιβολή τόκου υπερημερίας ήταν εύλογη.
Η προαναφερθείσα θέση των εφεσειόντων μας φαίνεται βάσιμη. Θα πρέπει επιτέλους να σταματήσει το φαινόμενο αχαλίνωτης επιβολής τόκου υπερημερίας. Το δρόμο τον δείχνει τόσο ο Νόμος όσο και η νομολογία.
Συγκεκριμένα, πέραν της εύλογης συζήτησης ότι τέτοια ενέργεια ενδέχεται να είναι εγγενώς παράνομη (βλ. άρθρο 33 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60) ή ότι τέτοιος όρος σε σύμβαση δύναται να κριθεί ως ποινική ρήτρα (βλ. άρθρο 74(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, Χαραλάμπους κ.ά. v. Liberty Life Insurance Public Co Ltd (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1739, 1745, ΜΕΤΑΛΛΙΚΑ ΗΡΑΚΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ΛΤΔ v. G & C EXHAUST SYSTEMS LTD (2001) 1 Α.Α.Δ. 500, Ανόρθωσης v. Απόλλων (2002) 1 Α.Α.Δ. 518 και Lordsvale Finance Plc v. Bank of Zambia [1996] 3 All E.R. 156 και Jeancharm Ltd v. Barnet Football Club Ltd [2003] EWCA Civ 58), με βάση το άρθρο 3(1α) του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1999 (Ν.160(Ι)/1999), όπως αυτός έχει μέχρι σήμερα τροποποιηθεί, η επιβολή επιτοκίου υπερημερίας πέραν του 2%, απαγορεύεται ρητά. Η συγκεκριμένη απαγόρευση προστέθηκε με τον τροποποιητικό Νόμο 66(1)/2015.
Με βάση το άρθρο 3(1β) του βασικού Νόμου που επίσης προστέθηκε με την πιο πάνω τροποποίηση:
«Σε περίπτωση σύμβασης πιστωτικής διευκόλυνσης, η οποία ήταν σε ισχύ ή τερματίστηκε κατά ή πριν από τη ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015, η επιβολή αυξημένου τόκου από την υπερημερία επί καθυστερημένης δόσης ή σε οποιοδήποτε ποσό καθυστέρησης ή υπέρβασης ορίου οποιασδήποτε άλλης μορφής σύμβασης πιστωτικής διευκόλυνσης, δημιουργεί μαχητό τεκμήριο για το πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο έχει το βάρος αποδείξεως ότι ο επιβληθείς τόκος υπερημερίας αντιπροσωπεύει την πραγματική του ζημιά:
Nοείται ότι, σε περίπτωση μη απόδειξης των πιο πάνω από το πιστωτικό ίδρυμα, πρόσωπο το οποίο έχει καταβάλει τόκο υπερημερίας δύναται να διεκδικήσει αποζημιώσεις για το ποσό που έχει καταβάλει και το πιστωτικό ίδρυμα έχει την υποχρέωση να αποκαταστήσει το όφελος που προσπορίστηκε ή να καταβάλει αποζημίωση στο πρόσωπο που ζημιώθηκε από τη χρέωση αυτή.»
Σημειώνεται, ότι ο ουσιαστικός περιορισμός έως και αποκλεισμός του δικαιώματος επιβολής τόκου υπερημερίας, με τον τροποποιητικό Νόμο 117(1)/2024, εκτείνεται πλέον και στους «αγοραστές πιστώσεων».
Στην προκειμένη περίπτωση, η δανειακή σύμβαση έγινε το 2006 (περιλαμβάνοντας γενικούς όρους που επέτρεπαν [και] τη μονομερή επιβολή τόκου υπερημερίας - όροι 2 και 3 του τεκμηρίου 1) και τερματίστηκε το 2010. Η αγωγή καταχωρήθηκε το 2011 και η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε το 2018. Συνεπώς, ακριβολογώντας, κατά τον ουσιώδη χρόνο (το 2006 και 2010) δεν υπήρχε ο περιορισμός του 2%. Κατά την έκδοση της απόφασης όμως το 2018, είχε τεθεί σε εφαρμογή το προαναφερθέν άρθρο 3(1β), το οποίο, ως προκύπτει από το λεκτικό του, τύγχανε εφαρμογής για σύμβαση «η οποία ήταν σε ισχύ ή τερματίστηκε κατά ή πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος» του τροποποιητικού Νόμου του 2015 (όπως δηλαδή η επίδικη σύμβαση). Επομένως, υφίστατο το «μαχητό τεκμήριο για το πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο έχει το βάρος αποδείξεως ότι ο επιβληθείς τόκος υπερημερίας αντιπροσωπεύει την πραγματική του ζημιά».
Έτσι και αλλιώς από τη νομολογία που παραθέσαμε ανωτέρω, για να δικαιολογηθεί η επιδίκαση τόκου υπερημερίας, θα πρέπει να προσκομιστεί μαρτυρία, ότι, αποτελεί γνήσια προσπάθεια προκαθορισμού της ζημιάς που αναφύεται από την υπερημερία - ζήτημα που εξετάζεται σε συνάρτηση με τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης και όχι την καθυστέρηση καταβολής των δόσεων. Σε κάθε περίπτωση, ο καθορισμός του τόκου υπερημερίας, συγκρινόμενος με το αρχικό κόστος δανεισμού των χρημάτων θα πρέπει να κινείται σε λογικά επίπεδα. Όταν διαπιστωθεί, ότι, ο σχετικός όρος για καταβολή τόκου υπερημερίας τέθηκε προς εκφοβισμό του πρωτοφειλέτη ή των εγγυητών προς αποτροπή ή επαναφορά της παράβασης, αυτός δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως ποινική ρήτρα και ως τέτοια, ανεφάρμοστη.
Αυτό το βάρος και αυτή την υποχρέωση την είχε η ενάγουσα (ΤΚ) και όχι οι εφεσείοντες. Δεν υπάρχει οτιδήποτε στην πρωτόδικη απόφαση ή ακόμα και στους κόλπους της μαρτυρίας που να καταρρίπτει το μαχητό τεκμήριο, να αποσείει το βάρος απόδειξης και να καταδεικνύει ότι ο επιβληθείς τόκος υπερημερίας αντιπροσώπευε, υπό τις περιστάσεις, την πραγματική ζημιά της ενάγουσας (ΤΚ).
Ερωτηθείς σχετικά, ο ΜΕ1, αφού ανέφερε ότι ο επιβληθείς τόκος υπερημερίας στην πορεία αυξήθηκε από 5,25% σε 6%, αιτιολογώντας και δικαιολογώντας το υπό τις περιστάσεις, καθορισθέν ποσοστό επιβολής τόκου υπερημερίας, περιορίστηκε στο να πει τα εξής:
(σελ.11 πρακτικών ημερ. 8.1.2018)
«Όπως προαναφέραμε ο τόκος υπερημερίας καθορίζεται από την Υπηρεσία η οποία ασχολείται με τη δανειοδοτική πολιτική, επομένως αυτοί γνωρίζουν ποια είναι τα κόστα της τράπεζας και ποιο επομένως θα είναι και το ύψος της, του επιτοκίου υπερημερίας. Αυτό δεν μπορώ να το γνωρίζω, εγώ είμαι απλά ο χρήστης του επιτοκίου και όχι ο δημιουργός του».
Είναι εύκολα πιστεύουμε κατανοητό πως αυτή η αναφορά, είτε μόνη της είτε σε συνάρτηση με τη λοιπή μαρτυρία (που επ’ αυτού δεν προσέθεσε οτιδήποτε σημαντικό), δεν αρκούσε, ώστε να δημιουργηθεί συνεκτική σχέση του επιβληθέντος τόκου υπερημερίας με την όποια πραγματική ζημιά της ενάγουσας (ΤΚ).
Η παράνομη, υπό τις περιστάσεις, επιβολή τόκου υπερημερίας 6% επί του ληξιπρόθεσμου και οφειλόμενου ποσού κατά τον χρόνο τερματισμού της σύμβασης με την επιστολή ημερ. 6.10.2010 (τεκμήριο 12) δεν επηρεάζει την εν γένει νομιμότητα της σύμβασης και το δικαίωμα είσπραξης της οφειλής, αλλά δικαιολογεί αναπροσαρμογή της εκδοθείσας απόφασης. Σημειώνουμε επί του παρόντος ότι συμφώνως της εν λόγω επιστολής (τεκμήριο 12) το οφειλόμενο ποσό κατά την εν λόγω ημερομηνία ήταν €178.266,65 σεντ.
Τέλος, να σημειώσουμε ότι δεν ισχύει το ίδιο για το συμβατικό (κυμαινόμενο) επιτόκιο που επιβλήθηκε, ζήτημα που επίσης αναδεικνύεται στον λόγο έφεσης. Υπήρχε το μαρτυρικό υπόβαθρο που επέτρεπε στο πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στην κρίση στην οποία κατέληξε επί του ζητήματος αυτού.
Καταληκτικά ο λόγος έφεσης 2 στον περιορισμένο βαθμό που εξηγήσαμε ανωτέρω, γίνεται δεκτός.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες καυτηριάζουν το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, μολονότι αναγνώρισε ότι ο ΜΕ1 δεν μπόρεσε να εξηγήσει μια χρέωση ύψους €85, δεν θεώρησε ότι τούτο αποτελούσε εμπόδιο στην εν γένει τεκμηρίωση της απαίτησης και μάλιστα συμπεριέλαβε τη χρέωση στο επιδικασθέν ποσό.
Ο λόγος έφεσης αυτός είναι αβάσιμος. Η χρέωση των €85 φαίνεται στην κατάσταση λογαριασμού (τεκμήριο 5) που κατατέθηκε χωρίς ένσταση και η οποία, μαζί με το τεκμήριο 6 κρίθηκαν, ορθά, ότι αποτελούσαν αντίγραφο καταχώρησης σε τραπεζιτικό βιβλίο, το οποίο βάσει του άρθρου 22 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 αποτελούσε εκ πρώτης όψεως απόδειξη των όσων αντικατόπτριζε. Το μαχητό τεκμήριο εδραιώθηκε έτι περαιτέρω με τις σταλείσες επιστολές (τεκμήρια 9-12). Οι όποιες γενικόλογες και αόριστες υποβολές κατά την ακρόαση - παρά την αδυναμία του μάρτυρα να επεξηγήσει αυτή τη μια και μόνο επουσιώδη χρέωση, συγκριτικά πάντοτε με το σύνολο της οφειλής, δεν ήταν επαρκείς για κατάρριψη του μαχητού τεκμηρίου (βλ. ALPHA BANK CYPRUS LTD v. ΖΑΛΟΥΜΗ κ.ά., Πολ. Έφεση 149/13, ημερ. 14.4.2020, ECLI:CY:AD:2020:A123).
Πρόσφατα στην υπόθεση Αργυρού κ.ά. v. B2KAPITAL CYPRUS LTD, Πολ. Έφεση 172/15, ημερ. 11.6.2025 τονίστηκε ότι:
«Από το σημείο αυτό [της ενεργοποίησης του ως άνω μαχητού τεκμηρίου] και μετά επαφίεται στον χρεώστη να προσφέρει ικανή μαρτυρία προς αμφισβήτηση της προσφερθείσας, ως άνω μαρτυρίας. Σε κάθε περίπτωση η υπόθεση, δεδομένης της αστικής φύσης της, εξετάζεται τελικώς, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων».
……
…Τούτο δε, είχε ως συνέπεια να μην γίνει αντιληπτό ότι με την απόδειξη εκ πρώτης όψεως του χρέους, το βάρος είχε μετατεθεί στους ώμους των εφεσειόντων να προσκόμιζαν ικανή μαρτυρία, προκειμένου να επιτύγχαναν την ανατροπή του τεκμηρίου που είχε, όπως εξηγείται πιο πάνω, δημιουργηθεί σε βάρος τους».
Εν όψει των πιο πάνω, ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.
Οι λόγοι έφεσης 4 έως 8 στρέφονται κατά της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδώσει διάταγμα εκποίησης των δύο ενυπόθηκων ακινήτων των εφεσειόντων προς εκτέλεση της υποθήκης Υ3954/2006. Οι λόγοι έφεσης αυτοί είναι σε πολλά σημεία αλληλένδετοι και διαπεραστικοί σε ό,τι αφορά τη θεματολογία και αιτιολογία τους. Έτσι κρίνεται ευχερές και πρόσφορο να εξεταστούν μαζί, με επιμέρους βέβαια συσχέτιση όπου χρειάζεται.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση (γενικά) ότι οι όροι της Σύμβασης και Δήλωσης Υποθήκης ή και του Εγγράφου Υποθήκης παραβιάζουν τις πρόνοιες του άρθρου 21(1)(γ) του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου 9/1965. Το ίδιο και με τον πέμπτο λόγο έφεσης, με τη διευκρίνιση στην αιτιολογία του λόγου ότι η παραβίαση συνίστατο στο ότι περιοριζόταν το δικαίωμα του ενυπόθηκου οφειλέτη για επανάκτηση του τίτλου και της περιουσίας του. Ότι υπήρχαν διαφορετικοί όροι στα έγγραφα της υποθήκης και της σύμβασης δανείου και ότι στα έγγραφα της υποθήκης προνοούνται περαιτέρω έξοδα και δαπάνες που δεν καθορίζονται και δεν μπορούν να καθοριστούν, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προσδιοριστεί το ποσό της υποθήκης. Με τον έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται και πάλι η θέση ότι με το εκδοθέν διάταγμα, παραβιάστηκε το δικαίωμα του ενυπόθηκου οφειλέτη καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης και της ισχύς της υποθήκης να επανακτήσει τον τίτλο του (Equity of Redemption). Το δικαίωμα αυτό, κατά τους εφεσείοντες, ενσαρκώνεται στο προαναφερθέν άρθρο 21(1)(γ) του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου 9/1965. Με τον έβδομο λόγο έφεσης θίγονται τα ίδια ή σχεδόν τα ίδια θέματα και τέλος με τον όγδοο λόγο έφεσης γίνεται συνάρτηση του εκδοθέντος διατάγματος εκποίησης με τον λόγο έφεσης 3 και τον εκεί τεθέντα ισχυρισμό ότι το ποσό της οφειλής (και της υποθήκης) ήταν «μολυσμένο» λόγω της «παράνομης» συμπερίληψης του ποσού των €85.
Οι προαναφερθέντες λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι και εξηγούμε.
Σύμφωνα με το άρθρο 5 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου 9/1965, καμία υποθήκευση ακινήτου είναι έγκυρη, εκτός εάν γίνει σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου. Το επίμαχο άρθρο 21(1)(γ), που επικαλούνται κατ’ επανάληψη οι εφεσείοντες έχει ως ακολούθως:
«21.-(1) Αι έγγραφοι δηλώσεις αίτινες προσάγονται τω Επαρχιακώ Κτηματολογικώ Γραφείω υπό του ενυποθήκου οφειλέτου και του ενυποθήκου δανειστού διαλαμβάνουσι τα ακόλουθα στοιχεία:
(α) … … … … … ….
(β) … … … … … ….
(γ) εις την περίπτωσιν του ενυποθήκου οφειλέτου, σύμβασιν υποθήκης χαρτοσεσημασμένην συμφώνως ταις διατάξεσι του εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου, εκθέτουσαν ότι εις πρώτην ζήτησιν ή κατά τινα ημερομηνίαν καθωρισμένην ή δυναμένην να προσδιορισθή, ούτος επέχει υποχρέωσιν, τελούσαν υπό αίρεσιν ή απόλυτον τοιαύτην, όπως καταβάλη τω ενυποθήκω δανειστή χρηματικόν τι ποσόν, καθωρισμένον ή δυνάμενον να προσδιορισθή, ομού μετά τυχόν συμφωνηθέντος τόκου επί του ποσού τούτου ή μέρους αυτού, εις ποσοστόν καθωρισμένον ή δυνάμενον να προσδιορισθή δι’ αναφοράς εις οιονδήποτε έτερον ποσοστόν, και ομού μετά των εξόδων των διενεργουμένων εν περιπτώσει λήψεως νομίμων μέτρων προς είσπραξιν του ως είρηται ποσού και τόκου:
Νοείται ότι οσάκις συνιστάται υποθήκη προς εξασφάλισιν μελλούσης ή υπό αίρεσιν υποχρεώσεως, περιλαμβανομένης και υποχρεώσεως αφορώσης εις χρηματικόν τι ποσόν καταβλητέον διά δόσεων ή αφορώσης εις το υπόλοιπον τρέχοντος λογαριασμού, δέον όπως τυγχάνη καθορισμού το μέγιστον ποσόν της πιθανής υποχρεώσεως όπερ και θα λογίζηται ως το ποσόν προς εξασφάλισιν ούτινος συνιστάται η εν λόγω υποθήκη»
Στο τεκμήριο 4 (Σύμβαση και Δήλωση Υποθήκης και Έγγραφο Υποθήκης) περιλαμβάνονται όλες οι αναγκαίες λεπτομέρειες που προνοούνται γενικά στην πιο πάνω νομοθεσία, αλλά και ειδικά στο προαναφερθέν άρθρο 21(1)(γ).
Στην πρώτη σελίδα του τεκμηρίου (υπό τον τίτλο Σύμβαση και Δήλωση Υποθήκης) καταγράφεται ξεκάθαρα το ποσό της υποθήκης, ήτοι ΛΚ131.000,00 με τόκο 6,5% από τις 24.3.2006 και σε περίπτωση λήψης νομικών μέτρων για ανάκτηση του ποσού και των τόκων, τα σχετικά έξοδα. Στην ίδια σελίδα γίνεται παραπομπή στο Έγγραφο Υποθήκης με την υπόδειξη ότι αυτό αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της υποθήκης. Στο Έγγραφο Υποθήκης που είναι μέρος του ιδίου τεκμηρίου (σελ.5 και επόμενες) και συγκεκριμένα στους όρους 4 και 12 γίνεται και πάλι αναφορά στο μέγιστο ποσό υποχρέωσης της υποθήκης, ήτοι ΛΚ131.000,00 πλέον τόκους, οι οποίοι σε περίπτωση μη πληρωμής, θα κεφαλαιοποιούνται δύο φορές τον χρόνο.
Οι προαναφερθείσες καταγραφές σε συνάρτηση με τα κατατεθέντα τεκμήρια, την αξιόπιστη και αναντίλεκτη μαρτυρία των ΜΕ1-4 (η οποία δεν προσβάλλεται με την έφεση) και τις διευκρινήσεις που αυτοί έδωσαν για τις αλλαγές του επιτοκίου, της επιβολής εξόδων, αλλά και του όποιου άλλου σχετικού ζητήματος, καθιστούσε δυνητικά προσδιοριστέο το εκάστοτε οφειλόμενο ποσό, βάσει της υποθήκης. Σχετική επί του θέματος είναι η Φελλάς κ.ά. v. Emporiki Bank Cyprus Ltd, Πολ. Έφεση 17/13, ημερ. 7.4.2020, ECLI:CY:AD:2020:A111, όπου τέθηκαν και απορρίφθηκαν ανάλογα επιχειρήματα.
Σε ό,τι αφορά τα έξοδα που προβλέπονται στην υποθήκη, όπως ορθά παρατηρούν οι δικηγόροι της εφεσίβλητης στο περίγραμμα αγόρευσης τους, είναι αναμενόμενο, αποδεκτό και καθιερωμένη τραπεζική πρακτική όπως αυτά προστίθενται στο μέγιστο ποσό υποχρέωσης. Δεν είναι δυνατόν αυτά να προκαθοριστούν, γεγονός που ουδόλως επηρεάζει την εγκυρότητα της υποθήκης. Στην πρόσφατη υπόθεση Μιτσηγιώργη κ.ά. v. Gordian Holdings Ltd, Πολ. Έφεση 287/15, ημερ. 12.6.2025 (σελ. 12), λέχθηκε ότι «Ούτε προκύπτει από το άρθρο 21 του Ν.9/1965, πως αναφορά σε σύμβαση και δήλωση υποθήκης σε προμήθειες και άλλα έξοδα, τα οποία δύνανται να προσδιοριστούν, καθιστούν την υποθήκη άκυρη».
Σε ό,τι αφορά το εξ επιείκειας δικαίωμα του ενυπόθηκου οφειλέτη να εξοφλήσει την υποθήκη (equitable right of redemption) να τονίσουμε κατ’ αρχάς, ότι, ως προκύπτει και από τη Φελλάς (ανωτέρω), δεν είναι όμοιο ζήτημα με τις προϋποθέσεις του προαναφερθέντος άρθρου 21(1)(γ). Θα πρέπει να αναδειχθεί αυθύπαρκτα και ξεχωριστά, ώστε να μπορεί να εξεταστεί. Δεν εντοπίζουμε να έγινε τούτο είτε στο δικόγραφο των εφεσειόντων είτε στην τελική τους αγόρευση στην πρωτόδικη διαδικασία. Συνεπώς, κωλύονται να το εγείρουν κατ’ έφεση (βλ. Prestos Confectionery Ltd κ.ά. v. Alpha Bank Cyprus Ltd, Πολ. Έφεση 114/15, ημερ. 30.4.2024). Εν πάση περιπτώσει δεν προκύπτει να εκδηλώθηκε, σε οποιονδήποτε χρόνο, από μέρους των εφεσειόντων, πρόθεση εξάλειψης της επίδικης υποθήκης και απαλλαγής των ενυπόθηκων ακινήτων. Συνεπώς η επίκληση της αρχής, μάλλον ευκαιριακή μοιάζει περισσότερο, παρά ουσιαστική.
Τέλος, σε ό,τι αφορά τον λόγο έφεσης 8, επαναλαμβάνουμε απλώς ότι τα περί παράνομης χρέωσης και επιμόλυνσης της οφειλής ένεκα της χρέωσης των €85, απορρίφθηκαν στο πλαίσιο του λόγου έφεσης 3, γεγονός που αφήνει μετέωρο και αυτόν τον λόγο έφεσης.
Ενόψει των πιο πάνω οι λόγοι έφεσης 4-8 απορρίπτονται.
Καταληκτικά, όλοι οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται, πλην του λόγου έφεσης 2, στον περιορισμένο βαθμό που έχουμε εξηγήσει ανωτέρω.
Συνακόλουθα η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται ως εξής:
Αντικαθίσταται η παράγραφος,
«Εκδίδεται απόφαση υπέρ των εναγόντων και εξ ανταπαιτήσεως εναγομένων και εναντίον των εναγομένων αρ.1 και 2 και εξ ανταπαιτήσεως εναγόντων αρ.1 και 2, αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως, για το ποσόν των €183.418,42, εκ του οποίου ποσόν ύψους €182.847,02 θα φέρει τόκο, με επιτόκιο 11,25% από τις 10.01.2010 έως και την εξόφληση και με κεφαλαιοποίηση του τόκου δύο (2) φορές κατ’ έτος, στις 30 Ιουνίου και στις 31 Δεκεμβρίου.»
Με την ακόλουθη παράγραφο,
«Εκδίδεται απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2 αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως, για το ποσό των €178.266,65 (οφειλόμενο κατά την ημερομηνία τερματισμό - ως η επιστολή, τεκμήριο 12) πλέον τόκο 5,25% (11,25% - 6% [τόκο υπερημερίας]) από 6.10.2010 (ημερομηνία τερματισμού – τεκμήριο 12) μέχρι εξόφλησης, με κεφαλαιοποίηση του τόκου δύο (2) φορές τον χρόνο, στις 30 Ιουνίου και στις 31 Δεκεμβρίου.»
Κατά τα λοιπά η πρωτόδικη απόφαση παραμένει ως έχει.
Τα έξοδα απόρριψης έφεσης στην επίδικη κλίμακα ανέρχονται σε €4.200. Για να υπάρχει όμως αντικατόπτριση της μερικής, μικρής έστω αποδοχής του λόγου έφεσης 2, κρίνουμε ορθό όπως το επιδικασθέν ποσό εξόδων είναι μειωμένο κατά 10%. Έτσι, επιδικάζονται €3.780 έξοδα πλέον ΦΠΑ, υπέρ της εφεσίβλητης.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
Σ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο