ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΕΣΙΔΗΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 4/2025, 8/10/2025
print
Τίτλος:
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΕΣΙΔΗΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 4/2025, 8/10/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 4/2025)

 

8 Οκτωβρίου 2025

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΕΣΙΔΗΣ

Εφεσείων

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

------------------------------------------------

 

Α. Αλεξάνδρου με Μ. Παπαδημήτρη (κα) και Ε. Αλεξάνδρου (κα), για Εφεσείοντα

Σ. Σοφοκλέους, για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Ο Εφεσείων, κατόπιν παραδοχής, κρίθηκε ένοχος από το Ε.Δ. Πάφου σε τέσσερεις κατηγορίες οι οποίες αφορούν: (1) Αμελή οδήγηση, (2) Οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλης,           (3) Οδήγηση υπό την επήρεια ναρκωτικών και (4) Οδήγηση χωρίς ζώνη ασφαλείας. Η πρωτόδικη Δικαστής επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης στις τρεις πρώτες κατηγορίες, με ψηλότερη την ποινή φυλάκισης 14 μηνών για την οδήγηση υπό την επήρεια ναρκωτικών (Κατηγορία 3), συντρέχουσες ποινές στέρησης της δυνατότητας οδήγησης με ψηλότερη την 4μηνη στέρηση και τέλος επέβαλε 13 βαθμούς ποινής συνολικά ενώ τον καταδίκασε και στα έξοδα ύψους €180 συν Φ.Π.Α. για το κόστος των εργαστηριακών εξετάσεων.

 

        Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλονται ως έκδηλα υπερβολικές οι επιβληθείσες ποινές φυλάκισης 6, 10 και 14 μηνών και με τον δεύτερο υποστηρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ανέστειλε τις εν λόγω ποινές φυλάκισης.

 

        Σύμφωνα με τα εκτεθέντα γεγονότα, στις 28.10.19 και περί ώρα 19:15, ο 37ετής τότε Εφεσείων οδηγώντας επί της Λεωφόρου Γρίβα Διγενή στην Πάφο, σε κάποιο σημείο παραβίασε την άσπρη συνεχόμενη γραμμή και εισερχόμενος στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας συγκρούστηκε με το εξ αντιθέτου κινούμενο αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο Μ.5, έχοντας ως επιβάτες τη σύζυγο του (Μ.4), τον γιο του και τη θυγατέρα του ηλικίας 13 ετών. Από τη σφοδρή σύγκρουση τραυματίστηκαν όλοι οι επιβαίνοντες στο αυτοκίνητο του Μ.5, όπως και ο ίδιος ο Εφεσείων. Το αυτοκίνητο του Εφεσείοντος κτύπησε και στο παρακείμενο σταθμευμένο αυτοκίνητο του Μ.3.

 

        Ειδικότερα, η θυγατέρα του Μ.5 υπέστη κάταγμα στο κρανίο, βαριά εγκεφαλική κάκωση, κάταγμα ζυγωματικών, κάταγμα κόκκυγα, αιμάτωμα στους πνεύμονες και μώλωπες σε όλο της το σώμα. Μεταφέρθηκε διασωληνωμένη στο Γ. Ν. Λευκωσίας και εν συνεχεία στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Μακάρειου Νοσοκομείου, όπου και ευρίσκετο σε κωματώδη κατάσταση για εννέα ημέρες. Ο γιος του Μ.5 υπέστη θλαστικό τραύμα στο κεφάλι, το οποίο αντιμετωπίστηκε με συρραφή και νοσηλεία για τρεις ημέρες. Η σύζυγος υπέστη κάταγμα πλευρών, αυχένος και περόνης, καθώς και κάκωση θώρακος ενώ παρουσίασε υγρό στην κοιλιακή χώρα και νοσηλεύτηκε για πέντε ημέρες. Δεν υπήρξαν οποιεσδήποτε μόνιμες σωματικές βλάβες ή κατάλοιπα. Οι ως άνω τραυματισθέντες αποθεραπεύτηκαν και εν συνεχεία αποζημιώθηκαν πλήρως από την ασφαλιστική εταιρεία του Εφεσείοντος.      

 

        Ο ίδιος ο Εφεσείων υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση, κάταγμα δεξιού ισχίου, θλαστικό τραύμα στο μέτωπο και κάταγμα στο δεξιό μετωπιαίο οστούν, εξ ου και μεταφέρθηκε στο Γ. Ν. Λευκωσίας. Λόγω της κατάστασης του λήφθηκε από αυτόν δείγμα αίματος και μετά από επιστημονικές εξετάσεις (νάρκοτεστ και άλκοτεστ) διαπιστώθηκε ότι οδηγούσε έχοντας στο αίμα του αφενός αλκοόλη σε ποσοστό 256 mg αντί 50 mg σε κάθε 100 χιλιοστά του λίτρου αίμα και αφετέρου κοκαΐνη.

 

        Από τη σύγκρουση τα δύο πρώτα αυτοκίνητα υπέστησαν σοβαρές υλικές ζημιές ενώ το σταθμευμένο όχημα υπέστη ελαφρύτερες ζημιές (βούλωμα πόρτας και φτερού).

 

Πρώτος Λόγος Έφεσης – Ύψος Ποινής

 

        Στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης προβάλλεται ότι παρά τη φραστική αναφορά, εντούτοις το πρωτόδικο Δικαστήριο αφενός δεν απέδωσε οποιαδήποτε και ή την αρμόζουσα βαρύτητα στο σύνολο των ελαφρυντικών παραγόντων και αφετέρου δεν διαπραγματεύθηκε τη βαρύτητα των αδικημάτων για τα οποία επέβαλε ποινή.

 

        Όσον αφορά τις σχετικές αρχές υπενθυμίζουμε πως το Εφετείο δεν επεμβαίνει με σκοπό να επαναλάβει τη διεργασία σκέψης η οποία πρωτοδίκως έχει συντελεστεί και να επιβάλει την ποινή η οποία θα φαινόταν ορθή στα ίδια τα μέλη του Εφετείου (Ντεκερμετζιάν v. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 1378). Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση S.J.L. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 129/2021 κ.ά., ημερ. 27.10.22:

 

        «Το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται εάν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής».

 

        Τονίζεται επίσης ότι η εσφαλμένη καθοδήγηση ενός πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα ή το δίκαιο συνιστά λόγο επέμβασης του Εφετείου (βλ. «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο», Γεώργιος Μ. Πικής, 2013, σ. 334, Karaviotis a.o. v. Police (1967) 2 C.L.R. 286).

 

        Στην παρούσα ο Εφεσείων προβάλλει ειδικότερα ότι δεν απεδόθη η αρμόζουσα βαρύτητα: (α) Στην άμεση παραδοχή και απολογία, (β) Στην έμπρακτη μεταμέλεια και αποζημίωση, (γ) Στο ότι δεν παρέμειναν μόνιμα κατάλοιπα στους τραυματίες, (δ) Στις επιπτώσεις στην οικογένεια και στο παιδί του Εφεσείοντος, το οποίο αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, (ε) Στην πλήρη απεξάρτηση του Εφεσείοντος από τα ναρκωτικά, (στ) Στο λευκό ποινικό μητρώο, (ζ) Στην πενταετία που είχε παρέλθει από τα αδικήματα και (η) Στα σοβαρά προσωπικά και οικογενειακά προβλήματα του Εφεσείοντος.

 

        Η μέγιστη προβλεπόμενη ποινή συνιστά τη βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο την επιμέτρηση της αρμόζουσας ποινής. Στην παρούσα, κατά τις 28.10.19, ήτοι προ της τροποποίησης του 2020, για το αδίκημα της αμελούς οδήγησης το Άρθρο 8 του Ν.86/72 προέβλεπε ως μέγιστη τη φυλάκιση ενός έτους ή το πρόστιμο των €1.708 (Κατηγορία 1), για το αδίκημα της οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλης το Άρθρο 11(1)(δ) του Ν.174/86 προέβλεπε ως μέγιστη τη φυλάκιση δύο ετών ή το πρόστιμο των €5.000 (Κατηγορία 2) και για το αδίκημα της οδήγησης υπό την επήρεια ναρκωτικών το Άρθρο 11Ζ του Ν.174/86 προέβλεπε ως μέγιστη τη φυλάκιση τριών ετών ή το πρόστιμο των €3.500 (Κατηγορία 3). Το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρότι γενικά καθοδηγήθηκε ορθά, εντούτοις, εκ παραδρομής προφανώς, αναφέρθηκε εν σχέσει με την αμελή οδήγηση, σε Άρθρο 8(1)(β) του Ν.86/72 και σε χρηματική ποινή μέχρι «€3.000» ενώ το υποεδάφιο αυτό είχε προστεθεί με τον μεταγενέστερο του αδικήματος τροποποιητικό Ν.129(Ι)/20. Δεν θεωρούμε ότι αυτό το επουσιώδες σφάλμα είχε οποιαδήποτε ουσιαστική επίδραση στην όλη διεργασία της ποινής, δεδομένου ότι όσον αφορά το ύψος της προβλεπόμενης μέγιστης φυλάκισης του ενός έτους δεν υπήρξε οποιαδήποτε διαφοροποίηση με τον τροποποιητικό Ν.129(Ι)/20. Υπήρξε δηλαδή αύξηση μόνο στη χρηματική ποινή και όχι στην προβλεπόμενη φυλάκιση.

 

        Ακολούθως η πρωτόδικη Δικαστής πολύ ορθώς υπέδειξε τη σοβαρότητα των αδικημάτων και την ανάγκη για αποτροπή, όπως αυτή προκύπτει και μέσα από την αυξημένη συχνότητα διάπραξης τους, για την οποία λαμβάνεται δικαστική γνώση από την πλειάδα τέτοιων υποθέσεων επί καθημερινής βάσης. Διαπίστωση η οποία είχε γίνει από παλιά στην υπόθεση Παναγή ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 75, με παραπομπή στην οποία τονίστηκε εδώ πρωτοδίκως ότι η επιβολή αποτρεπτικών ποινών δεν είναι μόνο θέμα σεβασμού και εφαρμογής των Νόμων αλλά είναι και απαραίτητη κοινωνική ανάγκη εν όψει του σοβαρού και ανησυχητικού αριθμού δυστυχημάτων. Να προσθέσουμε ότι παρόμοιες διαπιστώσεις είχαν γίνει και λίγα χρόνια αργότερα, οι οποίες δυστυχώς εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι σήμερα. Αναφερόμαστε στην υπόθεση Μενελάου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 232 στην οποία τονίστηκε ότι:

 

«…… τα τροχαία δυστυχήματα έχουν προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις, διαπίστωση που άπτεται τόσο της επιλογής των τιμωρητικών μέσων όσο και του ύψους της ποινής, μέσα στο πλαίσιο που επιλέγεται.  Τα οδικά δυστυχήματα έχουν αποβεί χαίνουσα πληγή για την κυπριακή κοινωνία. Οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, τραυματισμούς και υλική ζημία είναι τεράστιες.  Δεν μπορεί το Δικαστήριο να αδιαφορήσει μπροστά στο καταστροφικό αυτό φαινόμενο.  Αυτό επιβάλλει το καθήκον του Δικαστηρίου για την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου, που έχει ως λόγο την καθήλωση, μέσω της τιμωρίας, της παράνομης συμπεριφοράς, που, στην περίπτωση της οδικής αμέλειας, χαρακτηρίζει ο έντονος αντικοινωνικός χαρακτήρας».

 

        Με αναφορά σε άλλη νομολογία τονίζεται πρωτοδίκως και η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε τροχαία αδικήματα, όταν αυτά εμπεριέχουν το στοιχείο της αδιαφορίας και όταν προκαλείται εν δυνάμει κίνδυνος στον δρόμο ή όταν η παράνομη οδική συμπεριφορά εκδηλώνεται ως εγωιστική αυθαιρεσία έναντι του Νόμου (Τουμάζου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 166/16, ημερ. 5.10.18), ECLI:CY:AD:2018:B432. Η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλης εμπεριέχει έντονα αυτό το στοιχείο της αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων προσώπων που τυχόν χρησιμοποιούν τον δρόμο (Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 329). Προσθέτουμε ως ενδεικτικά τα όσα, εν σχέσει με το επιβαρυντικό στοιχείο της αλκοόλης, ανέφερε το Ανώτατο Δικαστήριο στην Παπαεπιφανείου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 16/21, ημερ. 19.10.21, που έχουν ως εξής:

«Εν προκειμένω, είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικό για τον εφεσείοντα ότι επέδειξε εγωιστική συμπεριφορά, εφόσον αποφάσισε να οδηγήσει καθ΄ ον χρόνο είχε καταναλώσει οινοπνευματώδη ποτά με το ποσοστό αλκοόλης στο αίμα του να ανέρχεται στο πενταπλάσιο του επιτρεπόμενου. Συνακόλουθα, ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι ενέργειές του συνολικά ορώμενες «δεικνύουν εμμονή σε επικίνδυνη οδηγική συμπεριφορά και ενέχουν έκδηλα το στοιχείο της εγωιστικής παραγνώρισης των κανόνων οδήγησης, των σημάτων τροχαίας, καθώς και της πλήρους καταφρόνησης των δικαιωμάτων των άλλων οδηγών» και το επίδικο ατύχημα ορθά κατηγοριοποιήθηκε στα ιδιαίτερα σοβαρά από πλευράς γεγονότων για τα οποία ενδείκνυται κατ΄ αρχήν, ποινή φυλάκισης».

 

       Εννοείται βέβαια πως ανάλογη περίπτωση εγωιστικής αδιαφορίας είναι και η περίπτωση οδήγησης υπό την επήρεια ναρκωτικών και δεν πρέπει να λησμονείται ότι ο Νομοθέτης, εν τη σοφία του, την έχει ταξινομήσει ως σοβαρότερη, προνοώντας ψηλότερη ποινή, έχοντας προφανώς υπ’ όψιν τους ελλοχεύοντες κινδύνους. Οι οποίοι βέβαια, από την άλλη πλευρά, και στις δύο περιπτώσεις σχετίζονται άμεσα με την ικανότητα του ανθρώπου να χειρίζεται μηχανοκίνητο όχημα, να αντιληφθεί εγκαίρως τυχόν κίνδυνο και να λάβει αποτελεσματικά μέτρα προς αποφυγή του. Αυτονόητο είναι επίσης πως οι κίνδυνοι είναι πολλαπλάσιοι στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο χειριστής μηχανοκινήτου ευρίσκεται υπό την επήρεια και αλκοόλης αλλά και ναρκωτικής ουσίας.

       Η πρωτόδικη Δικαστής παρέθεσε ως καθοδηγητική και την υπόθεση Καλαϊτζήδη ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 307/18, ημερ. 20.11.18, ECLI:CY:AD:2018:B505, στην οποία επικυρώθηκε η άμεση φυλάκιση 30 ημερών για αμελή οδήγηση και οδήγηση υπό την επήρεια και πάλι πενταπλάσιου του ορίου ποσοστού αλκοόλης (111 αντί 22 εκατομμυριοστά του γραμμαρίου αλκοόλης σε κάθε 100 χιλιοστά του λίτρου αίμα).   

 

        Ειδικά για την παρούσα η πρωτόδικη Δικαστής επισήμανε καθηκόντως ότι το δυστύχημα προκλήθηκε λόγω της επήρειας ναρκωτικών και του υψηλού ποσοστού αλκοόλης, ότι ο Εφεσείων επέδειξε πλήρη ανευθυνότητα, ότι η κατάσταση του καθιστούσε το αυτοκίνητο του ένα πραγματικό φονικό όπλο και ότι η συμπεριφορά του ήταν εγωιστική, αντικοινωνική και εμπεριείχε το στοιχείο της αδιαφορίας για τη σωματική υγεία όλων όσων χρησιμοποιούν τον δρόμο. Καθοδηγήθηκε επίσης ορθά περί του ότι η συνήθης ποινή για αμελή οδήγηση είναι η ποινή του προστίμου, υποδεικνύοντας όμως παράλληλα ότι η ποινή φυλάκισης δεν μπορεί να αποκλειστεί σε περιπτώσεις στις οποίες έχει επιδειχθεί πλήρης αδιαφορία για την ασφάλεια τρίτων (βλ. Sentencing in Cyprus”, Γ.Μ. Πικής, 2η έκδοση, σ. 235, 236, 239). Ως προς το τελευταίο παρέθεσε ως παραδείγματα φυλάκισης, πρώτον την υπόθεση Raya v. Police 19 CLR 308, στην οποία για αμελή οδήγηση επιβλήθηκε φυλάκιση δύο μηνών και δεύτερο την υπόθεση Eleftheriades v. Republic (1967) 2 CLR 214, στην οποία επικυρώθηκε φυλάκιση πέντε μηνών σε οδηγό στρατιωτικού οχήματος, ο οποίος παραβίασε κόκκινο σηματοδότη, τραυματίζοντας τους επιβαίνοντες άλλου οχήματος, με το οποίο συγκρούστηκε.

 

        Δεν διαφωνούμε ποσώς με τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλης και ναρκωτικού ήταν εγωιστική, άκρως αντικοινωνική, απαράδεκτη και εμπεριέχουσα πλήρη αδιαφορία για τους υπόλοιπους χρήστες του δρόμου. Αποτέλεσμα της συμπεριφοράς αυτής ήταν η πρόκληση ενός σοβαρού τροχαίου δυστυχήματος με αντίστοιχα σοβαρές σωματικές βλάβες και εν δυνάμει περαιτέρω κινδύνους στους επιβαίνοντες του άλλου οχήματος. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν και την έξαρση σε σοβαρά τροχαία ατυχήματα αποτελούσε όντως υποχρέωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να δώσει το μήνυμα, μέσω των ποινών  που θα επέβαλλε, ότι τέτοια οδική συμπεριφορά δεν είναι αποδεκτή. Άλλωστε θα πρέπει να σημειωθεί πως και εκ μέρους του Εφεσείοντος τα όποια επιχειρήματα έχουν προβληθεί αφορούν κατ’ ακρίβειαν όχι το είδος αλλά το ύψος της ποινής.  

 

        Έχοντας εξετάσει τα επιχειρήματα που προβάλλονται, δεν συμφωνούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε την πρέπουσα σημασία στην αποζημίωση των θυμάτων, στο ότι είχε τραυματιστεί σοβαρά και ο ίδιος ο Εφεσείων, στις δύσκολες προσωπικές και οικογενειακές του συνθήκες, στο λευκό ποινικό μητρώο και στα προβλήματα υγείας του ανήλικου τέκνου του (ειδικών ικανοτήτων). Δεν μπορούμε όμως να πούμε το ίδιο εν σχέσει αφενός με την καθυστέρηση στην εκδίκαση και αφετέρου με την παραδοχή του Εφεσείοντος.

 

        Ως προς το ζήτημα της καθυστέρησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από μια όντως αναλυτική εξέταση των διαφόρων σταδίων από τα οποία διήλθε η υπόθεση, καθώς και των διαφόρων ημερομηνιών από το ατύχημα μέχρι την ποινή, κατέληξε λέγοντας:

 

«Όπως εξόφθαλμα προκύπτει από την ανασκόπηση του φακέλου του Δικαστηρίου, είναι ο Κατηγορούμενος, που ζητούσε συνεχώς αναβολή της υπόθεσης. Η συμπεριφορά φυσικά αυτή του Κατηγορούμενου έχει προφανώς τη δική της σημασία στην καθυστέρηση η οποία παρατηρήθηκε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή της ποινής. Υπαίτιος της καθυστέρησης ήταν αποκλειστικά ο Κατηγορούμενος, μέσω των αναβολών που ζητούσε σε τακτά χρονικά διαστήματα».

 

(έμφαση δοθείσα)

 

Αυτό βέβαια δεν ανταποκρίνετο πλήρως στην πραγματικότητα και δη πρώτον για το διάστημα προ της καταχώρισης της υπόθεσης, δεύτερον για τον χρόνο προ της επίδοσης και τρίτον για κάποιες αναβολές που δεν είχαν ζητηθεί εκ μέρους του. Το ατύχημα επεσυνέβη στις 28.10.19, κατάθεση από τον ίδιο ελήφθη στις 4.3.20, η υπόθεση καταχωρίστηκε στις 7.8.20 και έκτοτε απαιτήθηκαν άλλοι 16 μήνες μέχρι την επίδοση του κατηγορητηρίου κατά τον Φεβρουάριο του 2022. Πέραν αυτού, εντός του 2023 η Κατηγορούσα Αρχή ζήτησε σε δύο περιπτώσεις (23.2.23, 18.5.23) αναβολή για λόγους που αφορούσαν τη δική της πλευρά, οι οποίες αναβολές προκάλεσαν 7μηνη καθυστέρηση στην υπόθεση.

 

Ασφαλώς, χωρίς οποιοδήποτε άλλο στοιχείο ή μαρτυρία, δεν ήταν ορθό ή δίκαιο να θεωρηθεί ο Εφεσείων ως υπαίτιος αποκλειστικά για την 16μηνη περίοδο μέχρι την επίδοση και σίγουρα δεν ευθύνετο ούτε για την 7μηνη καθυστέρηση λόγω αναβολών. Σύμφωνα με τη νομολογία μας η καθυστέρηση λαμβάνεται υπ’ όψιν ως μετριαστικός παράγων και θεραπεύεται με σχετική επιείκεια στην ποινή (Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22). Στην παρούσα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ακολούθησε αυτή την πορεία. Κρίνουμε πως αυτό ήταν σφάλμα. Η καθυστέρηση, περίπου δύο ετών, για την οποία δεν υπείχε ευθύνη ο Εφεσείων, θα έπρεπε να προσμετρήσει υπέρ του ως ελαφρυντικός παράγων, με την επίδειξη ανάλογης επιείκειας στο ύψος της ποινής.

 

Όσον αφορά την παραδοχή κρίνουμε ότι δεν δόθηκε η πρέπουσα σημασία πρωτοδίκως, παρά τη λεκτική αναφορά από το πρωτόδικο Δικαστήριο περί του ότι τη λαμβάνει υπ’ όψιν. Το γεγονός ότι ο Εφεσείων είχε παραδεχθεί κάποιες κατηγορίες αμέσως και την Κατηγορία 3 «σε μεταγενέστερο στάδιο», δεν είχε βέβαια οποιαδήποτε ουσιαστική σημασία ως προς το ύψος της ποινής. Το ουσιώδες είναι ότι, όπως έχει λεχθεί στην Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 28, η παραδοχή ενοχής πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή. Αυτό ενθαρρύνει τους αδικοπραγούντες να παραδέχονται ενοχή, με συνέπεια την εξοικονόμηση πολύτιμου δικαστικού χρόνου.

 

Ο προαναφερθείς χειρισμός από το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή στη σοβαρότερη των κατηγοριών της 14μηνης φυλάκισης, ήτοι σχεδόν το ήμισυ της μέγιστης προβλεπόμενης ποινής στη σοβαρότερη από τις κατηγορίες. Η ποινή αυτή εκ των πραγμάτων όχι μόνον υπερβαίνει ακόμα και ποινές (των 10 έως 12 μηνών) που έχουν επικυρωθεί σε θανατηφόρα δυστυχήματα κατόπιν παραδοχής για το αδίκημα του Άρθρου 210 Π.Κ. χωρίς εμπλοκή αλκοόλης στην οδήγηση (βλ. Χριστοφή ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 50/24, ημερ. 2.8.24, Yasar ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 229/24, ημερ. 8.11.24, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευθυβούλου, Ποιν. Έφ. 124/24, ημερ. 17.3.25, Γενικός Εισαγγελέας ν. Τάκκα, Ποιν. Έφ. 160/22, ημερ. 26.6.25, Γενικός Εισαγγελέας ν. Βασιλείου, Ποιν. Έφ. 133/25, ημερ. 30.9.25) αλλά αγγίζει το εύρος των ποινών οι οποίες έχουν επιβληθεί σε θανατηφόρα δυστυχήματα στα οποία ο κατηγορούμενος οδηγός οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλης και μάλιστα σε υποθέσεις στις οποίες κρίθηκε ένοχος μετά από ακρόαση. Ως τέτοιες δύνανται να παρατεθούν οι υποθέσεις Σάββα ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 115, Τιμοθέου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 671, Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (2014) 2(Α) Α.Α.Δ. 329 και Παπαεπιφανείου (ανωτέρω), στις οποίες επικυρώθηκαν ποινές φυλάκισης 15, 18 και 20 μηνών, σε θανατηφόρο δυστύχημα, υπό την επήρεια αλκοόλης, μετά από ακρόαση.   

 

Καταλήγουμε στη βάση των πιο πάνω, πως αντικειμενικά κρινόμενες οι ποινές που έχουν επιβληθεί είναι έκδηλα υπερβολικές. Συνεκτιμώντας αφενός τη σοβαρότητα των αδικημάτων και αφετέρου όλες τις περιστάσεις των αδικημάτων, σε συνδυασμό με τους ελαφρυντικούς παράγοντες κρίνουμε ως αρμόζουσες, τις ποινές φυλάκισης 3 μηνών, 6 μηνών και 9 μηνών αντίστοιχα, στις Κατηγορίες 1, 2 και 3.

 

Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην έκταση της στέρησης της ικανότητας για οδήγηση ή στους βαθμούς ποινής που έχουν επιβληθεί.

 

Διαφωνούμε όμως με την πρωτόδικη διαταγή για καταβολή των εξόδων από τον Εφεσείοντα. Τα έξοδα είναι μέρος της ποινής και η πάγια αρχή και πρακτική των Δικαστηρίων μας είναι ότι κατηγορούμενος ο οποίος τιμωρείται με ποινή άμεσης φυλάκισης δεν καταδικάζεται και στην καταβολή των εξόδων της ποινικής δίκης. Όπως είχε λεχθεί στη Μενελάου (ανωτέρω) «[H] διαταγή για την καταβολή των εξόδων της ποινικής δίκης είναι, χωρίς να αποκλείεται, ασύνηθες τιμωρητικό μέτρο, έστω και όπου η διάρκεια της ποινής είναι βραχεία, σε περιπτώσεις που επιβάλλεται ποινή φυλάκισης - (βλ. The Attorney-General v. Georghios Stavrou and Others (1962) C.L.R. 274, Lambros Costa Nicolaou v. The Republic (1966) 2 C.L.R. 60, Koumas Georghiou Kouma v. The Police (1967) 2 C.L.R. 230, Costas Christou Christofakis v. The Police (1963) 1 C.L.R. 33)».

 

Κατά συνέπειαν, η διαταγή καταβολής των εξόδων υπόκειται σε ακύρωση.

  

 

 

Δεύτερος Λόγος Έφεσης – Αναστολή Εκτέλεσης Φυλάκισης

 

Εν σχέσει με τον δεύτερο λόγο έφεσης είναι γεγονός πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρότι παρέθεσε τις αρχές βάσει της Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930, εντούτοις δεν φαίνεται να προχώρησε σε εξειδικευμένη «εκ νέου» θεώρηση (εξέταση) του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του Εφεσείοντος. Δεν μπορούμε όμως να συμφωνήσουμε ότι αγνόησε τους σχετικούς, με τα αδικήματα και τον Εφεσείοντα, παράγοντες είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς.

 

Ο Εφεσείων, πλέον 41 ετών κατά την επιβολή της ποινής, προέρχεται από τη Γεωργία. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια λόγω των οικονομικών δυσκολιών και των συχνών μετακινήσεων της οικογένειας του, αρχικά στη Ρωσία και αργότερα στην Ελλάδα, μέχρι τη μόνιμη εγκατάσταση τους στην Κύπρο το 2001. Με ομοεθνή συμβία του απέκτησαν δύο τέκνα (6 και 10 ετών) εκ των οποίων το μεγαλύτερο παρουσιάζει διαταραχή αυτιστικού φάσματος, φοιτά σε ειδικό σχολείο και παρακολουθείται (τρις ετησίως) από ομάδα ιατρών στην Ελλάδα και Ρωσία. Ο Εφεσείων χώρισε με τη σύντροφο του προ πενταετίας, αλλά οι σχέσεις τους έχουν μεταγενέστερα βελτιωθεί και συνεργάζονται για θέματα των παιδιών τους. Ο ίδιος εργάζεται σε εργοληπτική εταιρεία με μισθό €1.200, διαμένει με τους γονείς του και καταβάλλει ενοίκιο ύψους €450. Επισκέπτεται καθημερινά τα παιδιά του, καθώς και όποτε η πρώην συμβία του τον καλέσει λόγω τυχόν προβλήματος ή ξεσπασμάτων του μεγαλύτερου τέκνου για να το ηρεμήσει, λόγω της ιδιαίτερης σχέσης που έχει αναπτύξει μαζί του. Ο ίδιος ανέλαβε και τη συντήρηση τους, λόγω αδυναμίας της πρώην συμβίας του να εξασφαλίσει μόνιμη απασχόληση.

 

Ο Εφεσείων προβάλλει ότι κατά την εξέταση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της εισήγησης για αναστολή, αγνοήθηκαν ιδιαίτερα η κατάσταση της υγείας του μεγαλύτερου παιδιού, οι συνέπειες από τη φυλάκιση, η πλήρης αποκατάσταση των θυμάτων, το λευκό ποινικό μητρώο και η παραδοχή.

 

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, δεν συμφωνούμε με την εισήγηση. Όλα τα πιο πάνω είχαν παρατεθεί αναλυτικά στο πρώτο μέρος της απόφασης. Παρά τη μη λεπτομερή επανάληψη τους, εντούτοις το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως ρητώς κατέγραψε, προχώρησε στην εξέταση της εισήγησης κατόπιν προσεκτικής μελέτης των περιστάσεων της υπόθεσης, καθώς και των προσωπικών και οικογενειακών συνθηκών του Εφεσείοντος αλλά και της σοβαρότητας των αδικημάτων.

 

Από δικής μας πλευράς δεν συμφωνούμε ότι κάποιο από τα προβληθέντα στοιχεία ήταν ικανό να δικαιολογήσει βάσιμα την αναστολή εκτέλεσης της φυλάκισης. Κρίνουμε ότι τα αναφερθέντα στην υπόθεση Καλαϊτζήδη (ανωτέρω), εν σχέσει με την αναστολή, τυγχάνουν απόλυτης εφαρμογής και στην παρούσα και ιδίως τα εξής:

 

«Η αναστολή ή μη της ποινής που επιβάλλει ένα Δικαστήριο είναι ζήτημα διακριτικής ευχέρειας.  Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν υπάρχει σφάλμα αρχής, όταν δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει υποπέσει σε λανθασμένη κρίση στη βάση της λογικής και των καθιερωμένων αρχών της νομολογίας (Σ.Π. ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 207/2013, ημερ. 25.6.2014). 

 

Η διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου, που έχει και την ευθύνη επιβολής της ποινής, είναι ευρεία και αναφέρεται στο σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορουμένου.  Στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατία (2012) 2 ΑΑΔ 930, διευκρινίστηκε ότι ένα περαιτέρω σημαντικό ζήτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της ποινής.  Τούτο βεβαίως δεν σημαίνει ότι το Δικαστήριο πρέπει να περιορίζεται στον αποτρεπτικό χαρακτήρα της ποινής (Αργυρίδης κ.α. ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 449).

 

Εν προκειμένω το Δικαστήριο δεν απομόνωσε, ούτε έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στη σοβαρότητα των αδικημάτων και την ανάγκη αποτροπής.  Έλαβε υπόψη και εξισορρόπησε κάθε σχετικό παράγοντα, δίδοντας, ως όφειλε, τη δέουσα βαρύτητα στην ανάγκη αποτροπής με αναφορά στην πολύ πρόσφατη απόφαση στην Τουμάζου ν. Αστυνομίας,  Ποινική Έφεση 166/2016, ημερ. 5.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:B432, όπου τονίστηκε η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε αυτής της φύσεως τα αδικήματα τα οποία έχουν καταστεί δεσπόζοντα και αποτελούν μεγάλο κίνδυνο για κάθε άνθρωπο που κυκλοφορεί στους δρόμους και αυτή τούτη την ανθρώπινη ζωή.  Δεν βρίσκουμε σε αυτά τα πλαίσια να χωρεί παρέμβαση από το Εφετείο».

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης υπόκειται σε απόρριψη.

 

Κατάληξη

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει εν μέρει και συγκεκριμένα:

 

Α.    Ο πρώτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει και ως εκ τούτου:

              

α)  Οι ποινές που έχουν επιβληθεί πρωτοδίκως στις Κατηγορίες 1, 2 και 3 ακυρώνονται και αντικαθίστανται με ποινές φυλάκισης 3, 6 και 9 μηνών αντίστοιχα. Οι ποινές θα εξακολουθήσουν να συντρέχουν.         

 

β)  Η διαταγή για τα έξοδα ακυρώνεται. Τα έξοδα ύψους €180 συν Φ.Π.Α. να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.

 

Β.    Ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται και οι πιο πάνω ποινές θα συνεχίσουν να είναι ποινές άμεσης φυλάκισης.

 

 

 

 

 

                                                           Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

 

                                                           Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

 

                                                           Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο