ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 427/2019)
17 Οκτωβρίου, 2025
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]
DUNNES STORES,
Εφεσείοντες,
v.
Γ. ΚΑΛΛΗΣ (ΒΙΟΜΗΧΑΝΟΙ) ΛΤΔ ΑΛΛΩΣ ΠΩΣ ΓΝΩΣΤΟΙ ΚΑΙ ΩΣ G. KALLIS (MANUFACTURERS) LIMITED,
Εφεσίβλητοι.
____________________
Φρ. Χατζηχάννας (κος) για κ.κ. Χατζηχάννας & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Λ. Σιακαλλή (κα) για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση προς όφελος των εφεσίβλητων (ως εναγόντων) και εναντίον των εφεσειόντων (ως εναγομένων) για το ποσό των €67.273,48 με νόμιμο τόκο μέχρι εξόφλησης. Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, η αξίωση του προαναφερόμενου ποσού στηρίχθηκε σε υπηρεσίες των εφεσίβλητων, συρραφής ενδυμάτων, κατόπιν παραγγελιών των εφεσειόντων, το κόστος των οποίων καθορίστηκε σε τιμολόγια τα οποία οι τελευταίοι παρέλειψαν να εξοφλήσουν.
Είναι χρήσιμο να αναφερθεί πως οι βασικοί ισχυρισμοί της υπεράσπισης, των εφεσειόντων, ήταν πως τα επίδικα τιμολόγια δεν ήταν άμεσα πληρωτέα αλλά υπόκειντο σε έγκριση από αυτούς και ότι δεν ενέκριναν τα επίδικα τιμολόγια επειδή αυτά δεν συνοδεύονταν από Certificate of Origin – Form A. Επίσης, ότι περί το έτος 2007, λόγω μη αποδοχής από τις Ιρλανδικές Αρχές των πιστοποιητικών Form A, οι εφεσείοντες πλήρωσαν, στις εν λόγω Αρχές, το ποσό των €63.742,95, οπότε αναγκάστηκαν να αφαιρέσουν το προειρημένο ποσό από το διεκδικούμενο στην αγωγή ποσό από τους εφεσίβλητους. Ταυτόχρονα, οι εφεσείοντες ήγειραν ανταπαίτηση, διεκδικώντας το εν λόγω ποσό από τους εφεσίβλητους. Επιπλέον, οι εφεσείοντες είχαν εγείρει, με την υπεράσπιση τους, και προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενοι ότι τα κυπριακά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία εκδίκασης της αγωγής των εφεσίβλητων, αφού ήταν αδιαμφισβήτητο γεγονός πως η παράδοση των εμπορευμάτων – προϊόντων θα γινόταν στην Ιρλανδία. Εφαρμοστέο δε δίκαιο, κατά τους εφεσείοντες, ήταν το δίκαιο της Ιρλανδίας.
Όσον αφορά στην προδικαστική ένσταση, σημειώνουμε ότι είναι αποδεκτό πως αυτή είχε τεθεί στο πλαίσιο εκδίκασης αίτησης, ημερομηνίας 15.02.2013, την οποία είχαν καταχωρίσει οι εφεσείοντες, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, για παραμερισμό της σφράγισης του κλητηρίου εντάλματος, της επίδοσης και υποκατάστατης επίδοσης του, καθώς και για διάταγμα παραμερισμού και αναστολής της διαδικασίας, λόγω αναρμοδιότητας, έλλειψης και ακαταλληλότητας της δικαιοδοσίας των κυπριακών δικαστηρίων. Με ενδιάμεση απόφαση του, το πρωτόδικο Δικαστήριο, στις 25.11.2013, αποφάσισε ότι είχε δικαιοδοσία για εκδίκαση της υπόθεσης, απορρίπτοντας την προαναφερόμενη αίτηση. Ενάντια σ’ αυτήν την απόφαση, οι εφεσείοντες καταχώρισαν αίτηση για έκδοση ενταλμάτων Certiorari και Prohibition, η οποία απορρίφθηκε με το σκεπτικό πως, εφόσον κρίθηκε, πρωτόδικα, ότι οι εφεσείοντες είχαν υπαχθεί στη δικαιοδοσία των κυπριακών δικαστηρίων, η ορθή θεραπεία αμφισβήτησης του εν λόγω συμπεράσματος ήταν η άσκηση έφεσης, την οποία είχαν ήδη ασκήσει. Με αυτά δε τα στοιχεία ως δεδομένα και, περαιτέρω, εφόσον η προαναφερόμενη πρωτόδικη κρίση δεν είχε, κατά τον χρόνο εκδίκασης της αγωγής, ανατραπεί κατ’ έφεση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την έκδοση της τελικής απόφασης, έκρινε πως δεν νομιμοποιούνταν να αναθεωρήσει ή να ακυρώσει την ενδιάμεση απόφαση, ημερομηνίας 25.11.2013, και άρα δεν μπορούσε να διαφοροποιηθεί από αυτήν. Κατ΄ επέκταση, απέρριψε την προδικαστική ένσταση των εφεσειόντων, ως επίσης, απέρριψε και τους ουσιαστικούς ισχυρισμούς των εφεσειόντων, τους οποίους πρόβαλαν με την υπεράσπιση τους, εκδίδοντας τελική απόφαση στις 20.12.2018.
Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης τελικής απόφασης, ημερομηνίας 20.12.2018, καθώς και την ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης, ημερομηνίας 25.11.2013. Με δέκα (10) λόγους έφεσης διεκδικούν την ανατροπή τους. Τα, κατ’ ισχυρισμόν, λάθη του πρωτόδικου Δικαστηρίου αφορούν στο ότι αποδέχθηκε, λανθασμένα, τη μαρτυρία των ΜΕ1 και ΜΕ2, προχωρώντας, στη βάση αυτής, σε σχετικά συμπεράσματα (πρώτος λόγος έφεσης), ότι κατέληξε, λανθασμένα, πως δεν μπορούσε να αναθεωρήσει την προηγούμενη ενδιάμεση απόφαση του, ημερομηνίας 25.11.2013 (δεύτερος λόγος έφεσης), ότι η κατάληξη πως η παροχή πιστοποιητικού G.S.P. - Form A δεν περιλαμβάνεται στην αναγκαία πρόθεση των μερών είναι λανθασμένη (τρίτος λόγος έφεσης), ότι κακώς αγνόησε τις αποφάσεις ακυρωτικής δικαιοδοσίας σ’ ότι αφορά στην παροχή πιστοποιητικού G.S.P. Form A (τέταρτος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα κατέληξε, με την ενδιάμεση απόφαση του, ημερομηνίας 25.11.2013, πως οι εφεσείοντες έχουν υπαχθεί στη δικαιοδοσία των κυπριακών δικαστηρίων (πέμπτος λόγος έφεσης), ότι, λανθασμένα, κατέληξε, στην ενδιάμεση απόφαση του, ημερομηνίας 25.11.2013, πως με το σύνολο των εγγράφων που επιδόθηκαν στους εφεσείοντες αυτοί έλαβαν πλήρη γνώση της υπόθεσης που αντιμετώπιζαν και πως, παρ’ ότι δεν τους επιδόθηκαν όλα τα έγγραφα, δεν παραβλάφθηκε οποιοδήποτε δικαίωμα τους (έκτος λόγος έφεσης), ότι η κατάληξη, επί της ενδιάμεσης απόφασης, ημερομηνίας 25.11.2013, πως η επίδικη υπόθεση ήταν περίπτωση που εμπίπτει καθαρά εντός της Δ.6 Θ.1(ε), και άρα ορθά δόθηκε σχετική άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, είναι παντελώς λανθασμένη και αναιτιολόγητη (έβδομος λόγος έφεσης), ότι στην ενδιάμεση απόφαση του, ημερομηνίας 25.11.2013, ερμήνευσε και εφάρμοσε λανθασμένα τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 44/2001 στα γεγονότα της αγωγής, κρίνοντας ότι τα κυπριακά δικαστήρια είχαν δικαιοδοσία, ως δικαστήρια του τόπου όπου όφειλε να εκπληρωθεί η αντιπαροχή (όγδοος λόγος έφεσης), ότι κατέληξε, λανθασμένα, στο συμπέρασμα πως αρμόδιο και κατάλληλο δικαστήριο (Forum Conveniens) για να επιληφθεί της υπόθεσης ήταν το κυπριακό και όχι το ιρλανδικό (έκτος λόγος έφεσης) και ότι η ενδιάμεση απόφαση, ημερομηνίας 25.11.2013, δεν είναι δεόντως και/ή επαρκώς αιτιολογημένη, όπως ορίζει το Άρθρο 30 του Συντάγματος (δέκατος λόγος έφεσης).
Ως καθίσταται αντιληπτό, οι λόγοι έφεσης 5 έως 10 σχετίζονται με την ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης, ημερομηνίας 25.11.2013, αναφορικά με τα ζητήματα της δικαιοδοσίας, της παροχής επαρκούς γνώσης της διαδικασίας προς τους εφεσείοντες, αλλά και της καταλληλότητας των κυπριακών δικαστηρίων, ως και της επάρκειας της αιτιολογίας της εν λόγω ενδιάμεσης απόφασης. Πρόκειται για ζητήματα που, ως κρίνουμε, χρήζουν προτεραιότητας στην εξέταση τους, αφού είναι κεφαλαιώδη. Αν οι θέσεις των εφεσειόντων γίνουν αποδεκτές, θα καθορίσουν το αποτέλεσμα της έφεσης και να καταστήσουν αχρείαστη την εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης.
Πριν τοποθετηθούμε επί της ουσίας των λόγων έφεσης 5 έως 10, στους οποίους θα δώσουμε προτεραιότητα στην εξέταση, είναι χρήσιμο, θεωρούμε, στο παρόν στάδιο, να παραθέσουμε αποσπάσματα από την ενδιάμεση απόφαση, ημερομηνίας 25.11.2013, ούτως ώστε να καταστεί αντιληπτό το υπόβαθρο για την όποια κρίση μας ήθελε ακολουθήσει επί των εγειρόμενων ζητημάτων, άμεσα συνυφασμένων με τους λόγους έφεσης 5 έως 10. Τα σχετικά αποσπάσματα, ως συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, έχουν ως ακολούθως:
«Έχω την άποψη πως η υποβολή της αίτησης παραμερισμού έπρεπε να γίνει με την πρώτη δυνατή ευκαιρία και όχι πέραν των 4 μηνών μετά την καταχώρηση του σημειώματος εμφάνισης της αιτήτριας υπό διαμαρτυρία, ειδικότερα έχοντας υπόψη ότι οι δικηγόροι της αιτήτριας είχαν πρόθεση να καταχωρήσουν εμφάνιση υπό διαμαρτυρία τουλάχιστον από τις 27/7/2012, όπως φαίνεται στην ένορκη δήλωση στην αίτηση και το Τεκμήριο ΑΚ6 που επισυνάπτεται.
Ο συνήγορος της αιτήτριας εισηγήθηκε επίσης ότι σύμφωνα με το άρθρο 24 του Κοινοτικού Κανονισμού 44/2001 η εμφάνιση του με σκοπό την αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου δεν συνεπάγεται αποδοχή δικαιοδοσίας.
Θεωρώ πως η αρχή του άρθρου 24 θα ίσχυε αν η αιτήτρια ενεργούσε ευθύς αμέσως μετά την καταχώρηση της αγωγής και επίδοσης του κλητηρίου. Σχετική είναι η απόφαση της Δ. Μιχαηλίδου, Π.Ε.Δ, (όπως ήταν) στη Γενική Αίτηση 349/2007, 23.6.2009, GZF Poly oil Ltd Vladimir A. Katic κ. άλλων.
Προσθέτω ότι σύμφωνα με την απόφαση στην υπόθεση Hampton Advisory Group. S.A. και BOST AD κ. άλλων Πολ. Έφ. 13/2009 ημερομ. 27/3/2012 λέχθηκε από το Ναθαναήλ Δ. ότι η στην πράξη εμφάνιση του εναγομένου και η επίπτωση και σημασία της εξετάζεται με βάση τους διαδικαστικούς κανονισμούς της χώρας όπου καταχωρείται η εμφάνιση.
Έχω την άποψη πως με βάση τα πιο πάνω δεδομένα η αιτήτρια έχει υπαχθεί στη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων.
Παρά ταύτα θα προχωρήσω να εξετάσω τους υπόλοιπους λόγους σε περίπτωση που η πιο πάνω κρίση μου κριθεί λανθασμένη κατ' έφεση.
Β. Η θέση ότι η επίδοση εκτός δικαιοδοσίας δεν ήταν σωστή.
Το Διάταγμα του Δικαστηρίου για υποκατάστατη επίδοση αφορούσε την ειδοποίηση του κλητηρίου εντάλματος, το οποίο αναντίλεκτα έχει επιδοθεί στα αγγλικά, μαζί με πιστό αντίγραφο του Διατάγματος που επέτρεπε τη σφράγιση και του Διατάγματος που επέτρεπε την υποκατάστατη επίδοση εκτός δικαιοδοσίας.
Οι συνήγοροι της αιτήτριας εισηγήθηκαν ότι η καθ΄ης η αίτηση οφείλε να είχε επιδώσει και τις αιτήσεις για σφράγιση και υποκατάστατη επίδοση καθώς και το Διάταγμα για υποκατάστατη επίδοση στα Ελληνικά.
Θεωρώ ότι η καθ' ης η αίτηση έχει συμμορφωθεί με τη διαταγή του Δικαστηρίου αλλά και τη Δ.6 Θ.6 που δεν επιβάλλει την επίδοση άλλων εγγράφων από την ειδοποίηση του κλητηρίου εντάλματος. Δεν βρίσκω βάση στο επιχείρημα που βασίζεται στη Δ.48 Θ13, ότι όφειλε η καθ' ης να επιδόσει και τις αιτήσεις επειδή επέδωσε τα πιο πάνω Διατάγματα. Δεν μπορεί να προσμετρήσει εις βάρος της Καθ΄ης η αίτηση η επίδοση των Διαταγμάτων. Ούτε και ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός 1393/2007 προνοεί για την επίδοση των πιο πάνω εγγράφων. Κατά συνέπεια θεωρώ ότι με το σύνολο των εγγράφων που επιδόθηκαν η αιτήτρια έλαβε πλήρη γνώση της υπόθεσης που αντιμετωπίζει ενώ τα έγγραφα που δεν επιδόθηκαν δεν παραβλάπτουν οποιοδήποτε της δικαίωμα.
Γ. Η θέση ότι η αγωγή δεν εμπίπτει στις κατηγορίες της Δ.6 - έλλειψη μαρτυρίας για βολικότητα των Κυπριακών Δικαστηρίων.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες τις Δ.6, η επίδοση κλητηρίου εντάλματος ή ειδοποίησής του εκτός δικαιοδοσίας επιτρέπεται μόνον εάν συντρέχουν οι ακόλουθες τρεις προϋποθέσεις:
1. Η υπόθεση πρέπει να εμπίπτει σε τουλάχιστον μία από τις κατηγορίες που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (a) έως (h) της Δ.6, θ.1. Εάν η υπόθεση δεν εμπίπτει σε καμία από τις κατηγορίες αυτές, τότε δεν υπάρχει δυνατότητα ή εξουσία παροχής άδειας για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας και δεν τίθεται θέμα άσκησης οποιασδήποτε διακριτικής ευχέρειας από πλευράς του Δικαστηρίου.
2. Ο ενάγοντας πρέπει να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι έχει εκ πρώτης όψεως καλή αιτία αγωγής (prima facie good cause of action) εναντίον του Εναγομένου (Δ.6, θ.4).
3. Ο ενάγοντας πρέπει να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία ώστε ικανοποιητικά να φαίνεται στο Δικαστήριο (sufficiently to appear to the Court) ότι η υπόθεση είναι κατάλληλη (proper) για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας (Δ.6, θ.4).
Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας αναφέρεται καθαρά ότι η "πληρωμή" των τιμολογίων που εκδόθηκαν μετά την παράδοση των εμπορευμάτων στην εναγομένη, η εκπλήρωση δηλαδή της υποχρέωσης θα γινόταν με βάση τη συμφωνία στην Κύπρο με την καταβολή του τιμήματος αγοράς σε λογαριασμό στην Κύπρο. Τα ίδια επαναλαμβάνονται στην ένορκο δήλωση που συνοδεύει την ένσταση της καθ΄ης η αίτηση στην αίτηση παραμερισμού και δεν έχουν αντικρουστεί, ούτε έχει αντεξεταστεί ο ενόρκως δηλών. Θεωρώ, συνεπώς πως είναι περίπτωση που εμπίπτει καθαρά εντός της Δ.6 Θ.1(e) και ορθά δόθηκε η σχετική άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας.
Οι λόγοι που εγείρουν οι αιτητές και τα στοιχεία που παραθέτουν δεν είναι καταλυτικά για να αποφανθεί το Δικαστήριο ότι η Κύπρος δεν είναι το κατάλληλο forum. Ούτε ότι το Ιρλανδικό forum είναι ευδιάκριτα κατάλληλο (βλ. Zeeland Navigation Co Ltd v Banque Worms (2001) 1 AAΔ, 707.
Δ. Η εισήγηση ότι το Κυπριακό Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία με βάση τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 44/2001.
Ήταν η εισήγηση των αιτητών ότι με βάση το άρθρο 5 (1) (β) του Κανονισμού Ε.Ε. 44/2001 σε περιπτώσεις που αφορούν την πώληση αγαθών ο τόπος εκπλήρωσης είναι ο τόπος παράδοσης των αγαθών. Συνεπώς η καθ' ης η αίτηση «όφειλε να ενάγει την αιτήτρια στην Ιρλανδία όπου είναι κι ο τόπος παράδοσης των επίδικων εμπορευμάτων».
Το άρθρο 5 του Κανονισμού προνοεί τα ακόλουθα:
"Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:
1. α) ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή˙
β) για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας διάταξης και εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής είναι:
- εφόσον πρόκειται για πώληση εμπορευμάτων ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων,
- εφόσον πρόκειται για παροχή υπηρεσιών ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε η έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών˙
γ) το στοιχείο α) εφαρμόζεται, εφόσον δεν εφαρμόζεται το στοιχείο β)".
Στην παρούσα υπόθεση δεν υπάρχει συγκεκριμένο έγγραφο στο οποίο να αποτυπώνονται οι όροι της σύμβασης των 2 μερών. Όντως φαίνεται πως τα αγαθά παραδίδονταν στην Ιρλανδία γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε από τη συνήγορο της Καθ΄ης η αίτηση. Από τη συμφωνία προέκυπταν προφανώς διάφορες υποχρεώσεις και η παράδοση δεν ήταν η μοναδική από αυτές. Υπάρχει οφειλόμενο υπόλοιπο δυνάμει τιμολογίων που συνιστά διαφορά εκ συμβάσεως. Η κύρια εκπλήρωση της υποχρέωσης (βλ. μεταξύ άλλων Shenavai v Kreischev (1987) CMLR 782, θεωρώ ότι συμφωνήθηκε να γίνει στην Κύπρο, όπως προκύπτει από την παράγραφο 16 της ένορκης δήλωσης της καθ΄ης η αίτηση η οποία δεν αντικρούστηκε. Συνεπώς θεωρώ ότι το Κυπριακό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία εφόσον είναι το Δικαστήριο του τόπου όπου οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή.
Το άρθρο 5 δεν προσδίδει αποκλειστική δικαιοδοσία στο Δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο παραδόθηκαν εμπορεύματα.
Ούτε και οι αυθεντίες που έχει παραθέσει ο κος Χατζηχάννας εισηγούνται κάτι τέτοιο. Αντίθετα στην υπόθεση Case C - 386/05 Color Drack GmbH v Lexx International Vertriebs Gmbh, στην παράγραφο 29 της απόφασης, λέχθηκαν τα ακόλουθα: " By providing for a single court to have jurisdiction and a single linking factor, the community legislature did not intend generally to exclude cases where a number of courts may have jurisdiction nor those where the existence of that linking factor can be established in different places".
Με βάση όλα τα πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της αιτήτριας, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.»
Έχοντας λάβει υπόψη μας καθετί που προώθησαν ενώπιον μας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων, επιχειρήματα, θέσεις και σχετική νομολογία, καταλήγουμε ότι ο πέμπτος λόγος έφεσης είναι βάσιμος. Εξηγούμε με αναφορά στα δεδομένα και αδιαμφισβήτητα χρονικά σημεία ή ενέργειες, οι οποίες συντρέχουν στην παρούσα περίπτωση, αλλά και στο σχετικό νομικό πλαίσιο.
Η επίδοση, εκτός δικαιοδοσίας, έστω ότι η εγκυρότητα της αμφισβητείται, έγινε περί τον Ιούλιο του 2012. Στις 24.09.2012 οι εφεσείοντες εξασφάλισαν διάταγμα για καταχώριση σημειώματος εμφάνισης υπό διαμαρτυρία εντός 10 ημερών. Ταυτόχρονα δόθηκε στους εφεσίβλητους προθεσμία 1 μηνός, από την επίδοση του σημειώματος εμφάνισης υπό διαμαρτυρία, για να καταχωρίσουν την έκθεση απαίτησης τους, και προθεσμία, στους εφεσείοντες, για καταχώριση αίτησης για παραμερισμό της επίδοσης (i) της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος (ii) του διατάγματος σφράγισης του κλητηρίου εντάλματος και (iii) του διατάγματος για υποκατάστατη επίδοση καθώς και παραμερισμού συγκεκριμένων εγγράφων (κλητηρίου εντάλματος, αιτήσεων και διαταγμάτων) και/ή αναστολής της διαδικασίας λόγω αναρμοδιότητας των κυπριακών δικαστηρίων και/ή έλλειψης δικαιοδοσίας – στο εξής η αίτηση παραμερισμού. Ακολούθησε εμπρόθεσμη καταχώριση σημειώματος εμφάνισης υπό διαμαρτυρία, η δε καταχώριση της έκθεσης απαίτησης έλαβε χώραν στις 07.12.2012, άρα, η καταχώριση αίτησης παραμερισμού, εκ μέρους των εφεσειόντων, θα έπρεπε να λάβει χώραν (αν θεωρηθεί ότι η έκθεση απαίτησης στους εφεσείοντες επιδόθηκε αυθημερόν με την καταχώρηση της), μετά τις 18.01.2013, πλην όμως οι τελευταίοι δεν καταχώρισαν τέτοια αίτηση, ωστόσο, με αίτηση τους, ημερομηνίας 28.01.2013 εξασφάλισαν διάταγμα, ημερομηνίας 04.02.2013, για παράταση, κατά 14 ημέρες, του χρόνου καταχώρισης αίτησης παραμερισμού και/ή αναστολής. Καταχώρισαν, εν τέλει, στις 11 ημέρες, την αίτηση ημερομηνίας 15.02.2013, ζητώντας τις προαναφερόμενες θεραπείες για παραμερισμό των επιδοθέντων εγγράφων αλλά και αναστολή της διαδικασίας και/ή παραμερισμό αυτών, λόγω αναρμοδιότητας και/ή έλλειψης δικαιοδοσίας. Η εν λόγω αίτηση εκδικάστηκε και εκδόθηκε η ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 25.11.2013.
Με δεδομένο τον σεβασμό μας στο πρωτόδικο Δικαστήριο, η αναφορά του, ότι «Έχω την άποψη πως η υποβολή της αίτησης παραμερισμού έπρεπε να γίνει με την πρώτη δυνατή ευκαιρία και όχι πέραν των 4 μηνών μετά την καταχώρηση του σημειώματος εμφάνισης της αιτήτριας υπό διαμαρτυρία, ειδικότερα έχοντας υπόψη ότι οι δικηγόροι της αιτήτριας είχαν πρόθεση να καταχωρήσουν εμφάνιση υπό διαμαρτυρία τουλάχιστον από τις 27/7/2012, όπως φαίνεται στην ένορκη δήλωση στην αίτηση και το Τεκμήριο ΑΚ6 που επισυνάπτεται.» αλλά και στη συνέχεια, ως βάση αυτής της αναφοράς, το συμπέρασμα του, ότι «Έχω την άποψη πως με βάση τα πιο πάνω δεδομένα η αιτήτρια έχει υπαχθεί στη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων.», δεν ήταν, υπό τα δεδομένα της υπόθεσης, ορθά. Ουδέποτε οι εφεσείοντες, κατ’ αρχάς, ενήργησαν κατά τρόπο που αποδέχθηκαν τη δικαιοδοσία των κυπριακών δικαστηρίων. Η καταχώριση της αίτησης τους, ημερομηνίας 28.01.2013, αλλά και η αίτηση τους, ημερομηνίας 15.02.2013, αποσκοπούσαν στην αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας των κυπριακών δικαστηρίων και δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αποδοχή της εν λόγω δικαιοδοσίας. Αυτό ξεκαθαρίζεται ρητά από την πρόνοια του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 44/2001 (ο οποίος ίσχυε την επίδικη περίοδο) στο Άρθρο 24. Ταυτόχρονα, ως κρίσιμο γεγονός, το οποίο δεν επέτρεπε το, υπό κρίση, συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι η παράταση από το ίδιο το Δικαστήριο της προθεσμίας καταχώρισης της αίτησης ημερομηνίας 15.02.2013. Δεν ήταν ορθό ή δίκαιο από τη μια να παραχωρείται άδεια και παράταση στην καταχώριση της εν λόγω αίτησης, και, από την άλλη, το ίδιο γεγονός να κρίνεται πως η αίτηση έγινε καθυστερημένα και όχι με την πρώτη δυνατή ευκαιρία. Βέβαια, το ότι τέτοιες αιτήσεις πρέπει να καταχωρούνται το συντομότερο δυνατό είναι επιβαλλόμενο και από τη νομολογία, ωστόσο, το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας τον έλεγχο τέτοιου ζητήματος είχε ήδη αποφασίσει να παραχωρήσει παράταση στην προθεσμία και, συνεπώς, εμποδιζόταν να «χρεώσει» αυτή την παράταση στους εφεσείοντες, και δη κατά τρόπο καταλυτικό για την έκβαση της αίτησης τους.
Όσον αφορά στην υπόθεση G.J. Magdon Ltd v. A.L. Metal Trading Ltd (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2064, στην οποία παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνουμε ότι αυτή δεν παρείχε έρεισμα εφαρμογής στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ως τα έχουμε παραθέσει πιο πάνω, και, εν πάση περιπτώσει, σημειώνουμε πως η αίτηση για παραμερισμό έλαβε χώραν 9 μήνες μετά την καταχώριση σημειώματος εμφάνισης υπό διαμαρτυρία. Παρατηρούμε, επίσης, ότι στην υπόθεση Κοινοπραξία και/ή Συνδικάτο Ασφαλιστών κ.α. v. G. N. Ellinas Imports – Exports Limited (2005) 1Β Α.Α.Δ. 1327, η οποία υιοθέτησε την G.J. Magdon Ltd (ανωτέρω), είχαν παρέλθει 8 και 16 μήνες από την καταχώριση σημειώματος εμφάνισης υπό διαμαρτυρία, παρ’ ότι είχαν δοθεί προθεσμίες 30 και 60 ημερών (δύο οι αιτητές). Στην παρούσα, όμως, υπόθεση η καταχώριση της αίτησης παραμερισμού ήταν εμπρόθεσμη.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της αίτησης ημερομηνίας 15.02.2013, και, ειδικότερα το συμπέρασμα του ότι οι εφεσείοντες είχαν υπαχθεί στη δικαιοδοσία των κυπριακών δικαστηρίων ήταν λανθασμένο.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης κρίνεται βάσιμος.
Παρά τη βασιμότητα του πέμπτου λόγου έφεσης, οφείλουμε να συνεχίσουμε την εξέταση της έφεσης, καθ’ ότι, πολύ ορθά, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε, παρά το συμπέρασμα του ότι οι εφεσείοντες είχαν υπαχθεί στη δικαιοδοσία των κυπριακών δικαστηρίων, στην εξέταση της ουσίας της αίτησης ημερομηνίας 15.02.2013.
Προέχει, βέβαια εκ μέρους του Εφετείου, έχοντας κατά νου το περιεχόμενο του λόγου έφεσης 8, η εξέταση του ζητήματος κατά πόσο ήταν ορθό το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ερμηνεύοντας το Άρθρο 5 του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 44/2001, ότι αυτό είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση. Η τοποθέτηση και το σχετικό συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου έχει ήδη παρατεθεί πιο πάνω, ως μέρος αποσπασμάτων από την πρωτόδικη ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 25.11.2013.
Έχοντας συνεκτιμήσει κάθε επιχείρημα και θέση που προώθησαν ενώπιον μας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων, επικαλούμενοι σχετική επί του θέματος νομολογία, καταλήγουμε πως το υπό συζήτηση συμπέρασμα δεν ήταν ορθό, αφού δεν δόθηκε η ορθή ερμηνεία επί του Άρθρου 5 του προαναφερόμενου Κανονισμού. Η εν λόγω διάταξη έτυχε ερμηνείας και ανάλυσης στην υπόθεση Loughrans Stores Ltd v. D.P. Agroproducts Limited (2013) 1Γ Α.Α.Δ. 2589 (εκδοθείσα μεταγενέστερα της έκδοσης της ενδιάμεσης απόφασης ημερομηνίας 25.11.2013). Τα δε γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης προσομοιάζουν με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, με κύριο χαρακτηριστικό στοιχείο ότι η αξίωση αφορούσε ποσό το οποίο δεν καταβλήθηκε, ως η συμφωνία, με έμβασμα σε τραπεζικό λογαριασμό στην Κύπρο, ενώ η παράδοση των προϊόντων (κατόπιν συμφωνίας) έγινε στην Ιρλανδία. Ακολουθούν πλήρως κατατοπιστικά και διαφωτιστικά αποσπάσματα από την εν λόγω υπόθεση τα οποία έχουν ως ακολούθως:
«Σύμφωνα με τις αρχές στις οποίες στηρίζεται ο Κανονισμός, οι κανόνες δικαιοδοσίας πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας και να βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγόμενου. Η δωσιδικία αυτή πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπου το επίδικο αντικείμενο ή η αυτονομία των μερών δικαιολογεί άλλο συνδετικό παράγοντα (βλ. παρ. 11 του προοιμίου του Κανονισμού και την υπόθεση C-133, Follen Fischer AG a.ο. v. Ritrama SpA, ημερομηνίας 25.10.2012).
Κατά το Άρθρο 2(1) του Κανονισμού, πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους (στο Αγγλικό κείμενο «domiciled») ενάγονται ενώπιον των Δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια τους. Ο κανόνας αυτός της δωσιδικίας της κατοικίας του εναγόμενου αποτελεί τη βασική φιλοσοφία της Σύμβασης των Βρυξελλών του 1968 (στο εξής «η Σύμβαση»), την οποία αντικατέστησε ο Κανονισμός*. Αποτελεί βασικό και πρωταρχικό κανόνα και της Σύμβασης ότι ο εναγόμενος πρέπει να ενάγεται στα δικαστήρια της χώρας της κατοικίας του (domicile), όχι απλά επειδή έχει δικαίωμα ο ενάγοντας να τον εναγάγει εκεί, αλλά επειδή ο εναγόμενος έχει τέτοιο δικαίωμα (βλ. Knauf v. Peters [2002] 1 W.L.R. 907 per Henry LJ).
Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί, σύμφωνα με τον Κανονισμό, να εναχθεί ενώπιον των Δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους μόνο σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 7 του Κανονισμού, στα οποία περιλαμβάνονται τα Άρθρα 5 μέχρι 24.
To Άρθρο 5.1(α) του Κανονισμού διατηρεί αμετάβλητο το κείμενο του Άρθρου 5.1 της Σύμβασης. Ο δεύτερος κανόνας - Άρθρο 5.1(β) του Κανονισμού, μεταβάλλει το προηγουμένως ισχύον δυνάμει της Σύμβασης καθεστώς, καθορίζοντας αυτόνομα, για συμβάσεις πώλησης εμπορευμάτων, τον τόπο εκπλήρωσης της επίδικης παροχής, ο οποίος είναι, εκτός εάν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά μεταξύ των μερών, ο τόπος του κράτους μέλους όπου δυνάμει της σύμβασης έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων*.
Υποδεικνύεται συναφώς από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στην υπόθεση C-386/05, Color Drack GmbH v. Lexx International Vertriebs GmbH, ημερ. 3.5.2007, αναφερόμενο στο Άρθρο 5.1(β) (πρώτη περίπτωση), στις παρ. 26 και 30, πως:
«.... ο εν λόγω κανόνας ειδικής δικαιοδοσίας για διαφορές εκ συμβάσεως κατοχυρώνει, στο πλαίσιο του κανονισμού 44/2001, τον τόπο παραδόσεως ως αυτοτελές κριτήριο συνδέσεως, το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις αγωγές που έχουν ως βάση τη σύμβαση πωλήσεως εμπορευμάτων γενικά και όχι μόνο σε εκείνες που έχουν ως βάση την υποχρέωση παραδόσεως καθεαυτή.
.............
Όσον αφορά το Άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο β΄, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 44/2001, το οποίο καθορίζει τόσο τη διεθνή δικαιοδοσία όσο και την κατά τόπον αρμοδιότητα, η διάταξη αυτή αποσκοπεί στην ενοποίηση των κανόνων συγκρούσεως δικαιοδοσιών και, ως εκ τούτου, στον απευθείας προσδιορισμό του αρμόδιου δικαστηρίου, χωρίς να παραπέμπει στις εθνικές διατάξεις των κρατών μελών.»
Αναφέρεται περαιτέρω στην παρ. 39:
«Συναφώς, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι παράγοντες που οδήγησαν στη θέσπιση της εξεταζόμενης διατάξεως. Η διάταξη αυτή εκφράζει ρητώς τη βούληση του κοινοτικού νομοθέτη για ρήξη με το προηγούμενο καθεστώς για τις συμβάσεις πωλήσεως, σύμφωνα με το οποίο ο τόπος εκτελέσεως καθοριζόταν για καθεμιά από τις επίδικες υποχρεώσεις με βάση το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο του δικαστηρίου που επιλαμβανόταν της διαφοράς. Ορίζοντας αυτοτελώς ως «τόπο εκπληρώσεως» τον τόπο όπου πρέπει να εκτελεστεί η κύρια παροχή της συμβάσεως, ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε να συγκεντρώσει στον τόπο εκπληρώσεως τη διεθνή δικαιοδοσία για τις διαφορές που συνδέονται με όλες τις συμβατικές υποχρεώσεις και να προβλέψει μία και μοναδική διεθνή δικαιοδοσία για όλες τις αγωγές που έχουν ως βάση τη σύμβαση.»
(Βλ. επίσης C-381/08 Car Trim Gmbh v. KeySafety Systems Srl, ημερομηνίας 25.2.2010).
Το λεκτικό του Άρθρου 5.1(β) δεν θα μπορούσε να είναι πιο σαφές. Επιδιωκόμενος σκοπός του είναι η υπαγωγή στο ίδιο forum όλων των διαφορών που πηγάζουν από τις συμβάσεις πώλησης εμπορευμάτων και τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών ανεξαρτήτως των διαφορών, δηλαδή όχι μόνο των αγωγών της κυρίας παροχής - παράδοση εμπορευμάτων ή παροχή υπηρεσιών - αλλά και των αγωγών για εκπλήρωση της εκάστοτε οφειλόμενης χρηματικής αντιπαροχής ή παρεπόμενων συμβατικών υποχρεώσεων. Ταυτόχρονα παρέχεται στα μέρη η δυνατότητα συμφωνίας θεμελίωσης διαφορετικής βάσης διεθνούς δικαιοδοσίας για την επίλυση των συμβατικών τους διαφορών.
Δεν διαφεύγει συναφώς της προσοχής μας η θέση του συνηγόρου των εφεσιβλήτων ότι οι διάδικοι έχουν αξιοποιήσει τη ρήτρα διαφυγής του Άρθρου 5.1(β) του Κανονισμού, αφού μεταξύ τους υπάρχει, εισηγείται, συμφωνία ως προς τον τόπο εκπλήρωσης της επίδικης παροχής. Θεωρεί δε ως τέτοια τη συμφωνία των διαδίκων όπως η καταβολή του τιμήματος αγοράς γίνει σε λογαριασμό των εφεσιβλήτων στην Κύπρο.
Δεν θα συμφωνήσουμε με το επιχείρημα, το οποίο είναι εντελώς αβάσιμο και αντιστρατεύεται τόσο το πνεύμα και τη φιλοσοφία του Κανονισμού για το ζήτημα που εδώ απασχολεί, όσο και το γράμμα της συγκεκριμένης πρόνοιας.
Η θέση των εφεσιβλήτων θα είχε έρεισμα εάν η Σύμβαση δεν αντικαθίστατο από τον Κανονισμό, αφού κατά το Άρθρο 5.1 αυτής, το οποίο επαναλαμβάνεται στο Άρθρο 5.1(α) του Κανονισμού:
«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους μπορεί να εναχθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος:
1. ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή ...................»
Σύμφωνα με νομολογημένες αρχές, στην περίπτωση που η επίδικη διαφορά ήταν η μη καταβολή της οφειλόμενης χρηματικής αντιπαροχής, τότε ο τόπος εκπλήρωσης της παροχής, θα ήταν αυτός όπου θα έπρεπε να γίνει η καταβολή (βλ., για παράδειγμα, Royal & Sun Alliance FZE (Cyprus) Ltd [2006] EWCA Civ 629 και Cube Lighting and Industrial Design Limited v. Afcon Electra Romania SA [2011] EWHC 2565). Εφόσον δηλαδή, δεν υπήρχε συμφωνία μεταξύ των μερών αναφορικά με τον τόπο εκπλήρωσης, αυτός καθοριζόταν από τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του δικαστηρίου που επιλαμβανόταν της διαφοράς (forum). Όπως όμως έχει ήδη λεχθεί, η θέσπιση του δεύτερου κανόνα, Άρθρο 5.1(β) του Κανονισμού, έχει μεταβάλει την όλη κατάσταση.
Κατάληξη μας λοιπόν είναι ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία για την επίλυση της μεταξύ των διαδίκων διαφοράς. Ενόψει αυτής της διαπίστωσης, είναι περιττό να ασχοληθούμε με οποιαδήποτε άλλα θέματα εγείρονται με την έφεση.
Κατά συνέπεια, η έφεση επιτυγχάνει, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η αγωγή απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των εφεσειόντων-εναγομένων, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το Δικαστήριο.»
Θεωρούμε ότι τα πιο πάνω νομολογηθέντα, στην υπόθεση Loughrans Stores Ltd (ανωτέρω), είναι σαφώς διατυπωμένα και ταυτόχρονα δεσμευτικά, λόγω της ομοιότητας των γεγονότων αλλά και της ένταξης τους στην ερμηνεία που δόθηκε ως προς την εφαρμογή του Άρθρου 5, με καθαρή πρόθεση όπως, όταν δεν συμφωνείται διαφορετικά, οι διαφορές, όλες, από μία σύμβαση να επιλύονται σε ένα δικαστήριο, στη βάση ενιαίας θεώρησης, έστω και αν ο τόπος πληρωμής – αντιπαροχής έχει συμφωνηθεί σε τόπο κράτους μέλους άλλου από τον τόπο παράδοσης των προϊόντων ή παροχής των υπηρεσιών. Προφανώς, με τέτοια ερμηνεία αποφεύγονται, μεταξύ άλλων, ο κατακερματισμός και η πολλαπλότητα στην εκδίκαση διαφορών από την ίδια σύμβαση. Στην προκειμένη περίπτωση, τυχόν αντίθετη ερμηνεία θα σήμαινε πως τα κυπριακά δικαστήρια θα ήταν αρμόδια για την εκδίκαση της αξίωσης για την μη καταβολή των χρημάτων, ενώ τα ιρλανδικά δικαστήρια θα ήταν αρμόδια για την υπεράσπιση των εφεσειόντων, η οποία όμως είναι συνυφασμένη με τη μη πληρωμή, αλλά και την ανταπαίτηση τους. Τόσο η υπεράσπιση όσο και η ανταπαίτηση σχετίζονται, αντίστοιχα, με την έγκριση των τιμολογίων εκ μέρους των εφεσειόντων και την αξίωση τους για το ποσό που κατέβαλαν στις Ιρλανδικές αρχές, ως φορολογία, και, εν πάση περιπτώσει εξ αιτίας διαφορών που αφορούν, όμως, στην ίδια σύμβαση.
Ενόψει των προλεχθέντων, ο όγδοος λόγος έφεσης κρίνεται βάσιμος.
Καταλήγουμε, συνεπώς, ότι τα κυπριακά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία για εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης. Η αίτηση ημερομηνίας 15.02.2013 θα έπρεπε, πρωτοδίκως, να επιτύχει, με την έκδοση των αιτούμενων σ’ αυτήν διαταγμάτων, οπότε η εκδίκαση της αγωγής των εφεσίβλητων και η τελική απόφαση ημερομηνίας 20.12.2018, δεν θα ελάμβαναν χώραν. Η ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 25.11.2013 και η τελική απόφαση ημερομηνίας 20.12.2018, παραμερίζονται.
Κατά συνέπεια, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να αποδεχθεί την αίτηση, ημερομηνίας 15.02.2013, και να παραμερίσει το Γενικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα και την ΄Εκθεση Απαίτησης (ως το αιτητικό), καθώς και τα υπόλοιπα έγγραφα ή διατάγματα που επακολούθησαν στη βάση ενδιάμεσων αιτήσεων, ασκώντας τις εξουσίες που μας παρέχονται από τους Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2023, Μέρος 41.12(1) και (2)(α), εκδίδεται διάταγμα ως οι παράγραφοι Α και Β της αίτησης ημερομηνίας 15.02.2013 και η αγωγή 7936/2011 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας απορρίπτεται.
Κατ’ επέκταση δε των αμέσως προλεχθέντων, η έφεση επιτυγχάνει και η ενασχόληση μας με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης καθίσταται αχρείαστη.
Επιδικάζονται τα έξοδα της αίτησης, ημερομηνίας 15.02.2013, καθώς και όλα τα πρωτόδικα έξοδα στην αγωγή, υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσίβλητων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από αρμόδιο Δικαστήριο.
Επιδικάζονται, επίσης, τα έξοδα της παρούσας έφεσης, ύψους €3.100,00 πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, προς όφελος των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσίβλητων.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο