ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Αρ.: 6/2008)
3 Οκτωβρίου 2025
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Θ. ΘΩΜΑ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΝΤΕΡΕΚ ΝΤΑΓΚΛΑΣ
Εφεσείων
v.
ΝΟΤΑΣ ΝΤΑΓΚΛΑΣ
Εφεσίβλητης
___________________________
Μονομερής Αίτηση ημερ. 19.3.25 υπό Εφεσείοντος
για Επανάνοιγμα Έφεσης
Αιτητής – Εφεσείων, αυτοπροσώπως
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Με την ως άνω μονομερή αίτηση του ο Αιτητής – Εφεσείων ζητά την έκδοση τριών διαταγμάτων τα οποία έχουν ως εξής:
«α) Διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να διατάσσει τον παραμερισμό της απόφασης ημερομηνίας 29.02.2008, που εκδόθηκε στην επανεκδίκαση της υπόθεσης αρ.143/99 του Οικογενειακού Δικαστηρίου.
β) Διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να παραμερίζει το διάταγμα μεσεγγύησης του Οικογενειακού Δικαστηρίου ημερομηνίας 17.06.2005 και διατάξει την κυρία Νότα Ντάγκλας όπως επιστρέψει στον Ντέρεκ Ντάγκλας το ποσό των €61.370,63, καθώς και τα έξοδα της δικηγόρου της €32.467,00, ποσό το οποίο επίσης έλαβε μέσω του Διατάγματος Μεσεγγύησης από τους τραπεζικούς λογαριασμούς του Ντέρεκ Ντάγκλας.
γ) Διάταγμα του Δικαστηρίου να διατάσσει την κυρία Νότα Ντάγκλας όπως επιστρέψει στο Ντέρεκ Ντάγκλας το ποσό €2.525,95 το οποίο έλαβε για τα έξοδά της στην επανεκδίκαση της υπόθεσης αρ.143/99.»
Αρχής γενομένης από την αναφερόμενη υπόθεση αρ. 143/99, θα πρέπει να σημειωθεί πως πρόκειται για Αίτηση Περιουσιακών Διαφορών, την οποία η Καθ’ ης – Εφεσίβλητη είχε καταχωρίσει στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας εντός του 1999. Το εν λόγω Δικαστήριο, αποδεχόμενο τότε την εκδοχή της, έκρινε ότι η ίδια είχε συνεισφέρει κατά το εν δεύτερο στην αγορά χωραφιού στην Αγία Βαρβάρα και στην ανέγερση κτηρίων εντός αυτού, οπότε στη βάση αυτή διέταξε στις 11.3.05 τον Αιτητή να της καταβάλει το ποσό των Λ.Κ.41.000, συν νόμιμο τόκο και έξοδα (εφεξής «η πρώτη πρωτόδικη απόφαση»).
Τρεις περίπου μήνες μετά, ήτοι στις 17.6.05, το ίδιο Οικογενειακό Δικαστήριο, κατόπιν αίτησης της Εφεσίβλητης, εξέδωσε και Διάταγμα Κατάσχεσης εις χείρας τρίτου και δη εις χείρας της Τράπεζας Κύπρου Λτδ, εν σχέσει με το ως άνω επιδικασθέν ποσόν, συν τόκους και έξοδα, το οποίο και εκτελέστηκε με τέσσερα εμβάσματα της τράπεζας μέχρι τις 31.8.05, ήτοι δύο εμβάσματα σε λογαριασμό της Εφεσίβλητης και δύο σε λογαριασμό της συνηγόρου της, μετέπειτα αποβιωσάσης Ανθής Χριστοφίδου. Αυτό, αφού ως ο όρος που έθεσε το Οικογενειακό Δικαστήριο, η Εφεσίβλητη εξασφάλισε τραπεζική εγγύηση για το ποσό των Λ.Κ.44.852,03 (Τεκμήριο 12), το οποίο αφορούσε την κυρίως αξίωση, συν τόκους μέχρι την πληρωμή από την τράπεζα. Η τραπεζική εγγύηση θα ανανεώνετο μέχρι την εκδίκαση της έφεσης και βάσει των όρων της συνιστούσε εγγύηση ότι το ως άνω ποσό θα επιστρέφετο στον Αιτητή «σε περίπτωση που κερδίσει την έφεση, ως το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο ήθελε αποφασίσει» (Τεκμήριο 9). Για το υπόλοιπο μέρος, ήτοι τα δικηγορικά έξοδα, στο Διάταγμα Κατάσχεσης είχε καταγραφεί, σε σχέση με την τότε συνήγορο της Εφεσίβλητης, ότι «αυτή δεσμεύεται, όπως έχει ήδη δηλώσει στο Δικαστήριο, να τα επιστρέψει στον Καθ’ ου η Αίτηση, αν το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο αποφασίσει πως τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας λανθασμένα επωμίστηκε ο Καθ’ ου η Αίτηση».
Ο Αιτητής καταχώρισε την έφεση υπ’ αρ. 3/05 εναντίον της πρώτης πρωτόδικης απόφασης και την έφεση υπ’ αρ. 9/05 εναντίον του Διατάγματος Κατάσχεσης. Οι δύο εφέσεις συνεκδικάστηκαν και το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του στις 23.3.07. Πρόκειται για τη δημοσιευθείσα ως Ντάγκλας ν. Ντάγκλας (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 375. Οι δύο προσβληθείσες πρωτόδικες αποφάσεις ακυρώθηκαν και διετάχθη επανεκδίκαση της Αίτησης Περιουσιακών Διαφορών υπ’ αρ. 143/99, αλλά τούτο σε σχέση μόνο με την αξίωση της Εφεσίβλητης στο χωράφι στην Αγία Βαρβάρα.
Όντως η υπόθεση επανεκδικάστηκε και απόφαση εκδόθηκε στις 29.2.08 (εφεξής «η δεύτερη πρωτόδικη απόφαση»). Το πρωτόδικο Οικογενειακό Δικαστήριο έκρινε ότι η Εφεσίβλητη δικαιούτο στο κατά νομοθετικό τεκμήριο εν τρίτον της αξίας του χωραφιού στην Αγία Βαρβάρα, οπότε εξέδωσε απόφαση για Λ.Κ.16.666, συν τόκο και έξοδα και απέρριψε την ανταπαίτηση του εδώ Αιτητή.
Εναντίον της δεύτερης πρωτόδικης απόφασης καταχώρισαν εφέσεις και οι δύο διάδικοι, ήτοι τις υπ’ αρ. 6/08 και 8/08. Οι εφέσεις αυτές επίσης συνεκδικάστηκαν και το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του στις 11.2.10. Πρόκειται για τη δημοσιευθείσα ως Ντάγκλας ν. Ντάγκλας (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 128, με την οποία και οι δύο εφέσεις απερρίφθησαν, με συνακόλουθη διαταγή όπως κάθε πλευρά επωμιστεί τα δικά της έξοδα.
Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να πούμε ότι δεν θα μας απασχολήσει το δεύτερο αιτητικό της κρινόμενης εδώ αίτησης, δεδομένου ότι «το διάταγμα μεσεγγύησης του Οικογενειακού Δικαστηρίου ημερομηνίας 17.6.2025» έχει παλαιόθεν παραμεριστεί και δη στα πλαίσια της πρώτης έφεσης, ως έχουμε ήδη αναφέρει. Υπενθυμίζουμε από την εν λόγω υπόθεση Ντάγκλας ν. Ντάγκλας (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 375, την ενδιάμεση αναφορά του Εφετείου ότι «σε περίπτωση που επιτύχει η έφεση 3/2005, η έφεση 9/2005 θα ακολουθήσει το αποτέλεσμα της». Όπερ και έγινε, οπότε δεν ετίθετο, από τότε, ζήτημα ισχύος του. Η αναφορά του Εφετείου στο καταληκτικό μέρος της απόφασης του ότι «[Τ]ο ζήτημα του διατάγματος μεσεγγύησης παραμένει ανοικτό και σχετικό αίτημα μπορεί να επαναϋποβληθεί μετά την έκδοση της απόφασης στην προαναφερόμενη αξίωση της εφεσίβλητης, και ανάλογα με το αποτέλεσμα», ήταν απλώς διευκρινιστική περί του ότι η Εφεσίβλητη θα μπορούσε να υποβάλει ξανά παρόμοιο αίτημα κατάσχεσης, στην περίπτωση που κατά την επανεκδίκαση εξασφάλιζε κάποια απόφαση υπέρ της. Αυτή η αναφορά δεν είχε την έννοια διατήρησης του διατάγματος σε ισχύ, όπως εσφαλμένα θεωρεί ο Αιτητής.
Όσον αφορά τα άλλα δύο αιτητικά, είναι σαφές ότι με αυτά ο Αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της δεύτερης πρωτόδικης απόφασης, ήτοι της απόφασης η οποία εκδόθηκε μετά τη διαταγή επανεκδίκασης. Πρόκειται όμως για την απόφαση η οποία αποτέλεσε αντικείμενο της δεύτερης έφεσης του υπ’ αρ. 6/08, στο πλαίσιο της οποίας μάλιστα καταχώρισε την παρούσα αίτηση του. Στην οποία όμως, ήδη υπάρχει και πάλι δεσμευτική απόφαση του αρμόδιου δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (Ντάγκλας ν. Ντάγκλας (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 128). Εξ ου και τίθεται ζήτημα ως προς το κατά πόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις για επανάνοιγμα έφεσης, θέμα το οποίο και θέσαμε προφορικά στον Αιτητή, προτού εξετάσουμε οποιοδήποτε άλλο αίτημα ή ζήτημα. Εννοείται βέβαια, ότι σε περίπτωση απόρριψης της κυρίως αίτησης, συμπαρασύρεται σε απόρριψη και η καταχωρισθείσα αίτηση για υποκατάστατη επίδοση της.
Ο ίδιος ο Αιτητής επέμεινε στη θέση την οποία εξέφρασε και στη συνοδεύουσα την κρινόμενη αίτηση του ένορκη δήλωση, παραπέμποντας επίμονα στην υπόθεση The Marshalsea (1612) 10 Co. Rep. 68b, στην οποία είχε λεχθεί πως “… a judgment is void only if made without jurisdiction”. Δεν έδωσε κάποια πειστική εξήγηση για τη διασύνδεση μιας τέτοιας αρχής δικαίου με τα γεγονότα που έχουμε ενώπιον μας.
Παρεμβάλλουμε εδώ πως ο Αιτητής υπέβαλε και άλλες φορές παρόμοιες αιτήσεις ενώπιον είτε του Ανωτάτου Δικαστηρίου είτε του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, οι οποίες έχουν απορριφθεί, ως και ο ίδιος αναφέρει (βλ. Ντάγκλας ν. Ντάγκλας, Πολ. Έφ. 6/08 κ.ά., ημερ. 20.4.22, Ντάγκλας ν. Ντάγκλας, Πολ. Έφ. 6/08 κ.ά., ημερ. 20.10.22, Αναφορικά με την Αίτηση του Ντέρεκ Ντάγκλας, Αιτ. 1/23, ημερ. 22.11.23, Αναφορικά με την Αίτηση του Ντέρεκ Ντάγκλας, Αιτ. 8/24, ημερ. 25.4.24).
Σύμφωνα με το Άρθρο 21(1) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Ν.23/1990 τις εφέσεις κατά αποφάσεων των Οικογενειακών Δικαστηρίων εκδικάζει πλέον το συσταθέν από 1.7.23 Εφετείο. Ο Κ.41.15 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 («ΚΠΔ 2023») ρυθμίζει το επανάνοιγμα τελικών εφέσεων ως εξής:
“41.15 Επανάνοιγμα τελικών εφέσεων
(1) Το Εφετείο δεν επανανοίγει έφεση μετά την έκδοση της τελικής απόφασης εκτός αν:
(α) είναι αναγκαίο να το πράξει προκειμένου να αποφευχθεί πραγματική αδικία·
(β) οι περιστάσεις είναι εξαιρετικές και καθιστούν κατάλληλο το επανάνοιγμα της έφεσης· και
(γ) δεν υπάρχει εναλλακτική αποτελεσματική θεραπεία.
(2) Για την υποβολή αίτησης, δυνάμει του παρόντος κανονισμού για επανάνοιγμα έφεσης μετά την έκδοση τελικής απόφασης είναι αναγκαία η εξασφάλιση άδειας από το Εφετείο”.
Όσον αφορά την ουσία, σημειώνεται πως η δικαιοδοσία για το επανάνοιγμα τελικών αποφάσεων είχε καθιερωθεί με την αγγλική υπόθεση Taylor a.o. v. Lawrence a.o. (2002) All ER 353. Αργότερα οι εκεί τεθείσες προϋποθέσεις ενσωματώθηκαν σε κανονισμούς (βλ. το Μέρος 52 των Αγγλικών Civil Procedure Rules 2018, το οποίο βάσει του Πίνακα Αντιστοιχίας, αντιστοιχεί με το Μέρος 41 των ημεδαπών ΚΠΔ 2023). Παραθέτουμε πρόσφατη σχετικά σύνοψη των σχετικών αρχών από την υπόθεση Michael Wilson & Partners Ltd v. F. Emmott (2024) EWCA Civ 86:
“The application to re-open the appeal
43. The test under CPR 52.30 is threefold: it must be necessary to re-open the final determination to avoid a real injustice; the circumstances must be exceptional; and there must be no effective alternative remedy. There was no dispute as to the relevant principles to be applied. They are conveniently set out in Municipio de Marianna and others v BHP Group Plc and another [2021] EWCA Civ 1156; [2022] 1 WLR 919 at [57] to [64]. The jurisdiction will only be exercised where “the integrity of the earlier litigation process has been critically undermined” and there is a “powerful probability that [if that had not happened] the decision in question would have been different”.
(έμφαση δοθείσα)
Όπως περαιτέρω τονίζεται σε σχέση με τον αντίστοιχο αγγλικό κανονισμό στο σύγγραμμα White Book 2018, σ.1869, §52.30.2:
“Rule 52.30 is drafted in highly restrictive terms. The circumstances described in r.52.30(1) are truly exceptional. Both practitioners and litigants should note the high hurdle to be surmounted and should refrain from applying to reopen the general run of appellate decisions, about which (inevitably) one or other party is likely to be aggrieved. The jurisdiction can only be properly invoked where it is demonstrated that the integrity of the earlier proceedings, whether at trial or at first appeal, has been critically undermined; it is not intended to cater for mistakes made by lawyers involved, no matter how reasonable and understandable they may be (R. (Nicholas) v Upper Tribunal (Administrative Appeals Chamber) [2013] EWCA Civ 799, CA)”.
(έμφαση δοθείσα)
Η ουσία λοιπόν είναι ότι η εξουσία για επανάνοιγμα έφεσης ασκείται σε άκρως εξαιρετικές περιπτώσεις. Όπως έχει εύστοχα συνοψιστεί στην υπόθεση Lawal v. Circle 33 Housing Trust (2014) EWCA Civ 1514, η γενική αρχή είναι πως για να επανανοιχθεί μια έφεση θα πρέπει η αδικία η οποία θα προέκυπτε εάν η έφεση δεν επανανοιχθεί, να είναι τόσο σοβαρή που να υπερισχύει της επιτακτικής ανάγκης για τελεσιδικία της δικαστικής διαμάχης (“… the injustice that would be perpetrated if the appeal is not reopened must be so grave as to overbear the pressing claim of finality in litigation”).
Εν πρώτοις, θα πρέπει να καταστεί απολύτως σαφές πως για την υποβολή αίτησης για επανάνοιγμα έφεσης απαιτείται πρώτα «η εξασφάλιση άδειας από το Εφετείο» [K.41.15 (2)]. Δεν επιτρέπεται δηλαδή η καταχώριση της ίδιας της αίτησης για επανάνοιγμα χωρίς να έχει προηγουμένως εξασφαλιστεί άδεια για την υποβολή τέτοιας αίτησης. Εννοείται πως η κρινόμενη εδώ αίτηση, υπόκειται σε απόρριψη και εκ μόνου του λόγου τούτου, δεδομένου ότι καταχωρίστηκε χωρίς την άδεια του Εφετείου.
Ανεξαρτήτως όμως της ως άνω παράλειψης και λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι ο Αιτητής δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο, θα προχωρούσαμε λέγοντας πως ούτως ή άλλως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για χορήγηση τέτοιας άδειας. Η εξέταση της συνοδεύουσας την αίτηση ένορκης δήλωσης καταδεικνύει ότι ο Αιτητής εστιάζει την προσοχή του και προβάλλει ως λόγους για επανάνοιγμα της έφεσης το ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο κατά την επανεκδίκαση: (α) Δεν διέταξε την επιστροφή των χρημάτων του, (β) Δεν προέβη σε λεπτομερή αναφορά στις καταθέσεις και αγορεύσεις των μερών, παρά μόνο αυτές αναφέρονται στα πρακτικά ως Τεκμήρια Α και Β, (γ) «Απέκρυψε» τον τίτλο ιδιοκτησίας από τον οποίο προέκυπτε πως ο ίδιος απέκτησε το χωράφι στις 16.11.93, (δ) «Απέκρυψε» τη μαρτυρία του εκτιμητή κ. Κετώνη και του λογιστή κ. Κτίστη, την οποία μαρτυρία ο Αιτητής παρουσίασε μέσω «των πρακτικών της πρώτης δίκης», η οποία μαρτυρία είχε σχέση με το ότι αγόρασε το χωράφι στην Αγία Βαρβάρα με χρήματα από την πώληση δικού του κληρονομικού μεριδίου σε οικόπεδο στον Άγιο Αντώνιο, (ε) Απέρριψε την αίτηση του για προδικασία νομικού σημείου και (στ) Ενώ γνώριζε ότι ο Αιτητής είχε υποβάλει σχετική αίτηση εντούτοις τού χορήγησε νομική αρωγή στις 4.3.08 όταν πλέον είχε τελειώσει η δίκη στις 29.2.08.
Ως προς το πρώτο θέμα, ήτοι αυτό της επιστροφής των κατασχεθέντων χρημάτων μετά την ακύρωση της πρώτης πρωτόδικης απόφασης, θα προσθέταμε εδώ ότι δεν ήταν ζήτημα για το οποίο είχε εξουσία είτε το Οικογενειακό Δικαστήριο κατά την επανεκδίκαση είτε το Εφετείο αργότερα. Άλλωστε αυτό ανέφερε και το ίδιο το Εφετείο σε παλαιότερο παρόμοιο αίτημα (βλ. Ντάγκλας ν. Ντάγκλας (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 744). Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για το τι ακριβώς έγινε με την τραπεζική εγγύηση και τη δέσμευση που ανέλαβε η συνήγορος, πλην όμως είναι σαφές πως η επιστροφή των χρημάτων ήταν ζήτημα αφενός εκτέλεσης της τραπεζικής εγγύησης και αφετέρου τήρησης της δέσμευσης που ανέλαβε η συνήγορος. Εννοείται πως για την περίπτωση που κάποιος κατακρατεί χωρίς νόμιμη δικαιολογία χρήματα άλλου, παρέχεται εναλλακτική θεραπεία με τη λήψη κατάλληλων ένδικων μέτρων ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Τα υπόλοιπα πέντε θέματα είναι όλα ζητήματα τα οποία ο Αιτητής είχε εγείρει και είχαν εξεταστεί δεόντως στην έφεση της οποίας επιδιώκει το επανάνοιγμα, ήτοι της Ντάγκλας ν. Ντάγκλας (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 128). Απλή ανάγνωση της εν λόγω απόφασης το επιβεβαιώνει. Όπως εξάλλου το είχε διαπιστώσει και το Ανώτατο Δικαστήριο στην Ντάγκλας ν. Ντάγκλας, Πολ. Έφ. 6/08 κ.ά., ημερ. 20.4.22, για τα ίδια ζητήματα.
Πέραν λοιπόν του δικονομικού σφάλματος, το οποίο δικαιολογεί αφ’ εαυτού την απόρριψη της αίτησης καταλήγουμε πως δεν έχει καταδειχθεί οποιαδήποτε αδικία και πως ούτε υφίστανται εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες θα καθιστούσαν κατάλληλο το επανάνοιγμα της έφεσης.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ. Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ. Θ. ΘΩΜΑ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο