ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 62/2025)
29 Οκτωβρίου 2025
[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ,
Εφεσείων,
v.
ARIF AKSAHIN,
Εφεσίβλητου.
______________________
Π. Ευριπίδου για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Χαραλάμπους, για τον Εφεσίβλητο.
Εφεσίβλητος παρών.
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Στυλιανίδου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, έκρινε ένοχο τον εφεσίβλητο, κατόπιν παραδοχής του, για το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 και του επέβαλε ποινή φυλάκισης 6 μηνών, με αναστολή.
Ο εφεσείων, με ένα λόγο έφεσης, προσβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στο διάγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα, το οποίο υιοθετήθηκε κατά την ακρόαση, τέθηκε επιχειρηματολογία αναφορικά με το ύψος της ποινής και με το διάταγμα για αναστολή της. Εντούτοις, διαπιστώνουμε ότι ο λόγος έφεσης στρέφεται μόνο εναντίον του ύψους της ποινής. Παραθέτουμε αυτούσιο το λεκτικό του:
« Παράρτημα Β
Λόγος Έφεσης
Η εξάμηνη ποινή φυλάκισης με 3ετή αναστολή, η στέρηση άδειας οδηγού για 3 μήνες η επιβολή 8 βαθμών ποινής που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο, στην πρώτη κατηγορία, που αφορά πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, μη αναγόμενης σε υπαίτια αμέλεια που επιβλήθηκαν από το Πρωτόδικο Δικαστήριο στο εφεσίβλητο αφού αυτός παραδέχθηκε ενοχή, είναι έκδηλα ανεπαρκής ενόψει:
1) Τη σοβαρότητας του αδικήματος
2) Της ανάγκης επιβολής αποτρεπτικών ποινών, δηλαδή την αποτροπή τρίτων προσώπων από τη διάπραξη όμοιων ή παρόμοιων αδικημάτων,
3) Της έξαρσης της διάπραξής τους
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
(Α) Το Δικαστήριο δεν προσέδωσε την δέουσα βαρύτητα στη σοβαρότητα του αδικήματος αντιμετώπιζε ο εφεσίβλητος όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στην εκ του Νόμου προβλεπόμενη ποινή που προνοεί φυλάκιση μέχρι 4 έτη ή και χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις £2500, ισόποσο σε Ευρώ. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών και αυστηρής αντιμετώπισης από τα δικαστήρια αυτών των αδικημάτων τα οποία παρουσιάζουν έξαρση.
(Β) Η επιβληθείσα ποινή δεν εξυπηρετεί την αυξημένη ανάγκη για ειδική και γενική αποτροπή της διάπραξης ιδίων ή παρόμοιων αδικημάτων.
(Γ) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν καθοδηγήθηκε ορθά αναφορικά με τους παράγοντες που έπρεπε να ληφθούν υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στους μετριαστικούς παράγοντες του Εφεσίβλητου και αδιαφόρησε εντελώς για την απώλεια της ανθρώπινης ζωής, με αποτέλεσμα την πλήρη εξουδετέρωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής και των σκοπών αυτών.
(Δ) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ή δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος και ειδικότερα την επικίνδυνη οδήγηση του Εφεσίβλητου ο οποίος παραγνώρισε το υποχρεωτικό σήμα κατεύθυνσης αριστερά καθώς και την άσπρη συνεχή γραμμή στο δρόμο και επιχείρησε απαγορευμένη στροφή δεξιά με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με το θύμα ο οποίος ήταν πεζός, τον εγκλώβισε κάτω από το μπροστινό δεξιό μέρος του οχήματος του και μη αντιλαμβανόμενος τι έκανε, κινήθηκε όπισθεν και πέρασε ξανά πάνω από το θύμα με τον μπροστινό δεξιό τροχό του (όπως φαίνεται ξεκάθαρα από τα πλάνα του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης {Τ.4} που κατατέθηκε στο δικαστήριο) με αποτέλεσμα τη πρόκληση θανάτου στον Αριστοτέλη Ερωτοκρίτου.»
Στην ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΑΥΡΕΑ κ.α., Ποινικές Εφέσεις Αρ. 13/2022, 14/2022, 15/2022, 16/2022, 17/2022 & 18/2022, ημερομηνίας 25/2/2025, το Εφετείο επεσήμανε τα εξής, σχετικά με το περιεχόμενο και τη σημασία των λόγων έφεσης:
«Σύμφωνα με το άρθρο 138 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155 κάθε Ειδοποίηση Έφεσης, θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να εκθέτει πλήρως τους λόγους στους οποίους στηρίζεται, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 144, το Εφετείο (προηγουμένως το Ανώτατο Δικαστήριο), ακούει και κρίνει την έφεση μόνον επί των λόγων που εκτίθενται στην Ειδοποίηση Έφεσης…Για σκοπούς αναφοράς και μόνον να σημειώσουμε ότι στην Αγγλία με βάση τα Criminal Procedure Rules 2020, κατ' ανάλογο τρόπο, ο εφεσείων οφείλει συμφώνως της παραγράφου 39.3(2) να συμμορφωθεί, μεταξύ άλλων, με τις ακόλουθες υποχρεώσεις:
«(b) in each ground of appeal identify the event or decision to which the ground relates.
(c) in each ground of appeal summarise the facts relevant to that ground, but only to the extent necessary to make clear what is in issue.
(d) concisely outline each argument in support of each ground.»
Οι λόγοι έφεσης επί του εφετηρίου χωρίζονται σε δύο τμήματα, τον «λόγο έφεσης» και την «αιτιολογία». Στον «λόγο έφεσης», με περιεκτικό, συνοπτικό και στοχευμένο τρόπο προσδιορίζεται επακριβώς ο λόγος για τον οποίο ο εφεσείων παραπονιέται. Με τον τρόπο αυτό, το Εφετείο δύναται με ευκολία να εντοπίσει και να κατανοήσει το παράπονο του εφεσείοντος και με ανάλογη στόχευση, να το εξετάσει και να δώσει απάντηση. Στην «αιτιολογία» σε απόλυτη και περιοριστική συνάφεια με τον «λόγο έφεσης», χωρίς αχρείαστους πλατειασμούς, παρατίθενται οι λεπτομέρειες του «λόγου έφεσης». Ως προδιαγράφει και ο υπότιτλος, δίνεται η αιτιολογία του λόγου έφεσης με παραπομπή σε σχετικά γεγονότα, σε επίμαχες αναφορές στην εκκαλούμενη απόφαση, αλλά και σε βοηθητική νομολογία όπου χρειάζεται. Δεν επιτρέπεται στην «αιτιολογία» η έγερση, επέκταση ή ανάπτυξη θεμάτων που δεν καλύπτονται από τον «λόγο έφεσης», ο οποίος αποτελεί το μόνο και μοναδικό υπόβαθρό προς εξέταση. Ως προδιαγράφει και ο υπότιτλος, δίνεται η αιτιολογία του λόγου έφεσης με παραπομπή σε σχετικά γεγονότα, σε επίμαχες αναφορές στην εκκαλούμενη απόφαση, αλλά και σε βοηθητική νομολογία όπου χρειάζεται. Δεν επιτρέπεται στην «αιτιολογία» η έγερση, επέκταση ή ανάπτυξη θεμάτων που δεν καλύπτονται από τον «λόγο έφεσης», ο οποίος αποτελεί το μόνο και μοναδικό υπόβαθρό προς εξέταση. Όπου γίνεται τούτο, οι αναφορές αγνοούνται από το Εφετείο. Στην Alkis H. Hadjikyriacos (Frou Biscuits) Public Ltd v. Ευσταθιάδης Πολ. Έφεση 322/2013, ημερ.16.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:A305, αναφέρονται σχετικά τα ακόλουθα:
«Όπως είναι νομολογημένο, ένα θέμα που δεν αποτελεί αυτοτελή λόγο έφεσης, όπως στο προκείμενο, αλλά παρείσφρησε ως μέρος της αιτιολογίας του λόγου έφεσης, δεν εξετάζεται. (Βλ. Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238). Περαιτέρω, οι λόγοι έφεσης αποτελούν το περιοριστικό πλαίσιο της έφεσης. Δεν επιτρέπεται παρέκκλιση από αυτό. Οτιδήποτε προβάλλεται ως λόγος έφεσης δεν εξετάζεται, και είναι απαραίτητο όπως με την αιτιολογία προσδιορίζονται τα συστατικά στοιχεία του λόγου έφεσης που καθιστούν μια απόφαση τρωτή. (Βλ. Προκοπίου v. Ryan κ.ά. (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1982).»»
Έχοντας κατά νου την πιο πάνω νομολογία, θεωρούμε προφανές, ότι στον μοναδικό λόγο έφεσης, δεν προσδιορίζεται επακριβώς ότι ο εφεσείων παραπονείται για το διάταγμα αναστολής της ποινής το οποίο εξέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Επισημαίνουμε ότι συμφώνως του Νόμου και της νομολογίας, η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για έκδοση διατάγματος αναστολής, έπεται της διεργασίας επιμέτρησης επιβολής της ποινής, η οποία ποινή προσβάλλεται στην παρούσα υπόθεση, ως έκδηλα ανεπαρκής.
Δεν θεωρούμε ότι από την αναφορά στην τριετή αναστολή στο σώμα του λόγου έφεσης, τίθεται, έστω ακροθιγώς, το υπόβαθρο ώστε να συναχθεί αυτοτελής, σχετικός με αυτή, λόγος έφεσης, εφόσον καμία σχετική παραπομπή στο ζήτημα αυτό, δεν γίνεται στην αιτιολογία του λόγου έφεσης.
Εν όψει των ανωτέρω, δεν θα εξετάσουμε τα όσα αναφέρονται στο διάγραμμα του εφεσείοντα αναφορικά με το διάταγμα αναστολής, εφόσον κρίνεται ότι αυτό, δεν προσβάλλεται με αυτοτελή λόγο έφεσης.
Οι συνθήκες διάπραξης του αδικήματος συνοψίζονται ως εξής: Ο εφεσίβλητος, χωρίς να σταματήσει και παραβιάζοντας πινακίδα τροχαίας υποχρεωτικής στροφής αριστερά, εξήλθε από πρατήριο βενζίνης βεβιασμένα, στρίβοντας δεξιά και παραβιάζοντας άσπρη συνεχή γραμμή επί της οδού στην οποία εισήλθε. Εισήλθε, με αυτό τον τρόπο, στην αντίθετη πορεία μιας μεγάλης οδού με τρεις λωρίδες κυκλοφορίας, από σημείο όπου δεν επιτρεπόταν να το πράξει. Ενεργώντας με αυτόν τον τρόπο, δεν εντόπισε πεζό, το θύμα του ατυχήματος, ο οποίος διασταύρωνε, βράδυ, με σκουρόχρωμη ένδυση, από σημείο όπου δεν υπήρχε διάβαση πεζών.
Στο στάδιο της επιμέτρησης της ποινής, το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά σε νομολογία, έλαβε υπόψη, ως μετριαστικούς παράγοντες, τα εξής: Την άμεση παραδοχή του εφεσίβλητου, το λευκό του ποινικό μητρώο και το γεγονός ότι δεν του είχαν επιβληθεί βαθμοί ποινής, καταλήγοντας ότι επρόκειτο για ένα νομοταγή πολίτη. Περαιτέρω, έλαβε «σοβαρά υπόψη» ότι υπήρξε καθυστέρηση πέραν των 24 μηνών στην καταχώριση του κατηγορητηρίου, χωρίς να δοθεί εξήγηση από την Κατηγορούσα Αρχή. Εν τέλει, προσμετρώντας και τη διάρκεια της διαδικασίας, έλαβε υπόψη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καλείτο «να επιβάλει ποινή μετά την πάροδο τριών σχεδόν ετών από την διερεύνηση και καταχώρηση της παρούσας υπόθεσης», δίδοντας στο γεγονός αυτό τη «δέουσα βαρύτητα».
Έτι περαιτέρω, όπως ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, έλαβε υπόψη του, τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του εφεσίβλητου, τα δύσκολα παιδικά και νεανικά του χρόνια, τις κακουχίες που έζησε και τη συνεχή προσπάθειά του να προσφέρει στα πέντε παιδιά του ένα καλύτερο μέλλον, μακριά από συγγενείς και παππούδες, όντας στην Κύπρο, από το έτος 2003, μετανάστης, αιτητής ασύλου. Δύο τέκνα του είναι φοιτητές στην Ελλάδα και άλλο τέκνο του ήταν, κατά τον χρόνο της επιβολής της ποινής, δεκατετράχρονος μαθητής. Η διαβίωσή τους εξαρτάται από την εργασία του εφεσίβλητου και της συζύγου του, η οποία αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, και εργαζόμενη ως καθαρίστρια, λαμβάνει χαμηλό μισθό. Έλαβε, επίσης, υπόψη ότι ο ίδιος, μετά το ατύχημα, αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας με την εμφάνιση αυτοάνοσων νοσημάτων και ότι παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου μεταμελημένος και δήλωσε ότι η ασφαλιστική εταιρεία θα αποζημιώσει την οικογένεια του θύματος.
Τέλος, αποτίμησε τα πιο πάνω «ελαφρυντικά και μετριαστικούς παράγοντες» σε συνδυασμό με τη σοβαρότητα του αδικήματος. Σε σχέση με τις περιστάσεις του ατυχήματος, θεώρησε ότι δεν επρόκειτο περί στιγμιαίου σφάλματος του εφεσίβλητου, αλλά περί οδήγησης από πλευράς του, με αδιαφορία ως προς την ασφάλεια τρίτων, καθώς και ότι υπήρξε συντρέχουσα ευθύνη του θύματος. Κατόπιν αυτής της αποτίμησης, κατέληξε στο ύψος της ποινής φυλάκισης που επέβαλε.
Αναφορικά με τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου σε ποινές που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο, παραπέμπουμε στα όσα λέχθηκαν στην Δ.Α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 57/2020, ημερομηνίας 6/10/2021, ECLI:CY:AD:2021:B432:
«Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου σε ποινές που επέβαλε Πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφονται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 235/13 και 236/13, ημερ. 5/10/2016 - και επαναλήφθηκαν στη συνέχεια και στις υποθέσεις ΧΧΧ Bora v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 79/2017, ημερ. 13/3/2018, ECLI:CY:AD:2018:B110 και Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 110/2019, ημερ. 29/9/2020 - λέχθηκαν τα εξής:
«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, XXX Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014 και XXX Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015).
Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525).»»
Επίσης, στην ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ v. ΑΝΑΣΤΑΣΗ, Ποινική Έφεση Αρ. 114/2019, ημερομηνίας 15/7/2020, λέχθηκαν τα εξής.
«Είναι η πάγια θέση της νομολογίας ότι ο καθορισμός της ποινής, τόσο του είδους όσο και της έκτασης της, αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η δε έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητας της. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο όπου η ποινή που επιβλήθηκε, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής είτε έκδηλα υπερβολική. Επιπλέον στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686, 691 και Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 42, 47).»
Στην παρούσα υπόθεση, τέθηκε με τον λόγο έφεσης, ως προαναφέρθηκε, σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την αποτίμηση των σχετικών παραγόντων, με αποτέλεσμα η επιβληθείσα ποινή να είναι υπερβολικά ανεπαρκής.
Σχετικά με τη διεργασία της επιβολής της ποινής, στην πρόσφατη ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. IVAN ZHEL YAZKOV, Ποινική Έφεση Αρ. 64/2025, ημερομηνίας 9/10/2025, υπογραμμίστηκαν τα εξής:
«Οι αρχές της νομολογίας προνοούν ότι η επιβολή της ποινής αποτελεί πολύ λεπτό έργο του Δικαστηρίου, αφού απαιτείται εξισορρόπηση του γενικού συμφέροντος της δικαιοσύνης, από τη μια, και της εξατομίκευσης της ποινής στα πλαίσια του συγκεκριμένου παραβάτη, από την άλλη. Πρώτιστο καθήκον του Δικαστηρίου είναι η προστασία της κοινωνίας που επιτυγχάνεται μόνο με την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου. Σχετική είναι η υπόθεση ΠΙΣΚΟΠΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (1999) 2 Α.Α.Δ. 342.»
Ειδικότερα, σε σχέση με το αδίκημα στη βάση του Άρθρου 210 του Κεφ. 156, στην ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. MANRAJ SINGH SIDHU, Ποινική Έφεση Αρ. 152/2022, ημερομηνίας 1/12/2022, λέχθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο, σχετικά με το ζήτημα της αποτίμησης των σχετικών παραγόντων, τα εξής:
«Η νομολογία μας πάντως, ακολουθώντας τις κατευθυντήριες αρχές στις αγγλικές υποθέσεις R. v. Guilfoyle [1973] 2 All E.R. 844 και R. v. Boswell [1984] 3 All E.R. 353, κρίνει με μεγαλύτερη αυστηρότητα τις περιπτώσεις εκείνες όπου η επιλήψιμη συμπεριφορά του παραβάτη εμπεριέχει και το στοιχείο της αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων προσώπων που χρησιμοποιούν το δρόμο, όπως εν προκειμένω.
Περαιτέρω ένα άλλο στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη σε μεταγενέστερες υποθέσεις που τίθενται ενώπιον των Δικαστηρίων, είναι κατά πόσο το συγκεκριμένο αδίκημα παρουσιάζει έξαρση. Αν παρουσιάζει, δικαιολογείται η επιβολή ακόμη πιο αυστηρών ποινών.
Δεν χρειάζεται να παραπέμψουμε σε όλες τις προηγούμενες αποφάσεις. Ενδεικτικά και μόνο θα πούμε πως στην Σάββα ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 242 ποινή φυλάκισης 3 ετών που επιβλήθηκε πρωτόδικα στον Εφεσείοντα, κατόπιν άμεσης παραδοχής του, για πρόκληση θανάτου κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, μειώθηκε σε 2 ½ έτη για λόγους που αφορούσαν αποκλειστικά στο πρόσωπο του συγκεριμένου Εφεσείοντα. Συγκεκριμένα, αυτός ήταν τακτικός δότης αιμοπεταλίων, κάτι για το οποίο το Εφετείο έκρινε πως θα έπρεπε να του δοθεί περαιτέρω έκπτωση στην ποινή.
Στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Στυλιανού (2009) 2 ΑΑΔ 543, η οποία αφορούσε σε διπλό τροχαίο θανατηφόρο δυστύχημα, ο Εφεσίβλητος εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας με αποτέλεσμα να συγκρουσθεί με το εξ αντιθέτου ερχόμενο όχημα των θυμάτων. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη την παραδοχή του Εφεσίβλητου, την συνεργασία του με τις διωκτικές αρχές, το λευκό του ποινικό μητρώο, τις προσωπικές-οικογενειακές του συνθήκες, και τέλος την καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης (τα αδικήματα διαπράχθηκαν στις 18.11.2006, η υπόθεση καταχωρίστηκε 12.9.2007 και οι ποινές επιβλήθηκαν στις 11.5.2009), επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 μηνών. Το Εφετείο, αφού αναφέρθηκε στην έξαρση των εν λόγω αδικημάτων και στις τραγικές συνέπειες τους, αύξησε τις συντρέχουσες ποινές φυλάκισης σε 2 έτη.
Δυστυχώς, χρόνια μετά, τα θανατηφόρα δυστυχήματα συνεχίζουν να συνιστούν κοινωνική μάστιγα ή όπως τέθηκε στην υπόθεση Μενελάου (πιο πάνω) «χαίνουσα πληγή για την Κυπριακή κοινωνία». Η συμπεριφορά μας κατά την οδήγηση δεν βελτιώνεται (Μακρής ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 49/21, ημερ. 21.12.2021). Δικαιολογείται λοιπόν η επιβολή ακόμη πιο αυστηρών ποινών (Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 551, 557-558).»
Έχοντας κατά νου τα ως άνω, η διεργασία του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατά την επιβολή της ποινής, αντικειμενικά κρινόμενη, ελέγχεται.
Επισημαίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο ότι τα Δικαστήρια, οφείλουν να διαφυλάξουν και να διασφαλίσουν την πιστή εφαρμογή του Νόμου με την επιβολή ανάλογων, σε κάθε περίπτωση ποινών, παραπέμποντας επί τούτου στην Χρυσάνθου Ανδρέας ν. Αστυνομίας (2016) 2 ΑΑΔ 1293, απόφαση που αφορούσε το αδίκημα της κλοπής υπό αντιπροσώπου.
Εντούτοις, δεν έλαβε υπόψη τη νομολογία, ως προς την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής, ειδικά σε σχέση με το αδίκημα που προνοείται από το Άρθρο 210 του Κεφ.156, δεδομένης της μεγάλης συχνότητας αλλά και των τραγικών συνεπειών της διάπραξης τέτοιων αδικημάτων, (βλέπε, μεταξύ άλλων, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Στυλιανού Στυλιανού (2009) 2 ΑΑΔ 543 και SIDHU, ανωτέρω).
Επιπρόσθετα, θεωρούμε ότι, όπως και στην Στυλιανού (ανωτέρω), το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στον μετριαστικό παράγοντα της καθυστέρησης. Παραπέμπουμε συναφώς, στα εκεί λεχθέντα:
«Όπως υποδείχθηκε και στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 617, η καθυστέρηση, ως μετριαστικός παράγοντας, συναρτάται και με τη μεταβολή των συνθηκών του παραβάτη αλλά και με το δικαίωμα ενός κατηγορούμενου δυνάμει του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος, σε δίκαιη δίκη. Στην προκείμενη περίπτωση δεν αναφέρθηκε οτιδήποτε που να δείχνει ότι, εξαιτίας της προαναφερόμενης καθυστέρησης στην προώθηση και εκδίκαση αυτής της υπόθεσης, ο εφεσίβλητος δεν έτυχε δίκαιης δίκης ή ότι επηρεάστηκε δυσμενώς, από την επιβολή ποινής, εξαιτίας αλλαγής οποιωνδήποτε συνθηκών, που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της καθυστέρησης.»
Κρίνουμε ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο, με τον τρόπο που έκρινε το θέμα, δεν απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στη σοβαρότητα του αδικήματος, την έξαρση που παρουσιάζει και την αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικών ποινών. Ως αποτέλεσμα, κατέληξε στην επιβολή ποινής, η οποία, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι έκδηλα ανεπαρκής και θα πρέπει να αντικατασταθεί από ποινή φυλακίσεως 18 μηνών.
Συνακόλουθα, η έφεση επιτυγχάνει. Η ποινή φυλάκισης 6 μηνών για το αδίκημα βάσει του Άρθρου 210 του Κεφ.154, αντικαθίσταται από ποινή φυλάκισης 18 μηνών. Κατά τα λοιπά, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, παραμένει ως έχει.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο