ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 64/2025)
9 Οκτωβρίου 2025
[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
v.
IVAN ZHEL YAZKOV,
Εφεσίβλητου.
_____________________
Στ. Σοφοκλέους για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Β. Χαραλάμπους (κα), για τον Εφεσίβλητο.
Εφεσίβλητος παρών.
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου επέβαλε στον κατηγορούμενο, μετά από παραδοχή του, ποινή φυλάκισης 2 μηνών και 6 βαθμούς ποινής και ποινή στέρησης να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος για 20 μέρες στην κατηγορία οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος υπό την επήρεια ναρκωτικών (πρώτη κατηγορία).
Του επέβαλε επίσης ποινή φυλάκισης 7 μηνών και 8 βαθμούς ποινής και ποινή στέρησης να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος για τους επόμενους 2 μήνες στην κατηγορία οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος από πρόσωπο που έχει αποστερηθεί της ικανότητας να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης (δεύτερη κατηγορία).
Στην τρίτη κατηγορία, για το αδίκημα της οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς πιστοποιητικό ασφάλισης έναντι τρίτου δεν επέβαλε ποινή «έχοντας επιβάλει ποινή φυλάκισης στις πιο πάνω κατηγορίες και έχοντας υπόψη και την αρχή της αναλογικότητας και συνολικότητας της ποινής».
Διέταξε όπως οι ποινές φυλάκισης και οι ποινές στέρησης δυνατότητας να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης, να συντρέχουν. Επίσης, ενόψει της συσσώρευσης 22 βαθμών ποινής στην άδεια οδήγησης του κατηγορουμένου, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε να ασκήσει την εξουσία που παρέχεται από τα Άρθρα 20Α(7) και 8(α) του Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου, Ν.86/1972, των οποίων οι διατάξεις εφαρμόζονται επιπρόσθετα οποιασδήποτε άλλης ποινής, και διέταξε τη στέρηση της άδειας οδήγησης του κατηγορούμενου λόγω συσσώρευσης πέραν των 16 βαθμών ποινής για περίοδο 3 μηνών από 25/2/2025, καθορίζοντας όπως «η έναρξη της οποίας να συντρέχει με την έναρξη της περιόδου στέρησης άδειας οδήγησης που επέβαλα δυνάμει του άρθρου 19 του Ν.86/72».
Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο συντρέχουν λόγοι για αναστολή της εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης που είχε επιβάλει σύμφωνα με το Άρθρο 3 του Ν.95/72 όπως τροποποιήθηκε. Αφού έλαβε υπόψη του τη νομολογία αναφορικά με τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για αναστολή ποινής φυλάκισης που έχει επιβληθεί, έκρινε ότι οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου, αφού ισοζυγιστούν με το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, συνηγορούσαν υπέρ της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για την αναστολή έκτισης των ποινών φυλάκισης που είχαν επιβληθεί και διέταξε όπως οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης ανασταλούν για περίοδο 3 ετών.
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας εφεσιβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου προβάλλοντας δύο λόγους έφεσης. Αντικείμενο του πρώτου λόγου έφεσης είναι η θέση ότι η ποινή που έχει επιβληθεί είναι έκδηλα ανεπαρκής σε σχέση με τις κατηγορίες 1 και 2 όπου επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης με αναστολή και ειδικά με την δεύτερη κατηγορία, της οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος από πρόσωπο που έχει αποστερηθεί της ικανότητας να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης. Ο δεύτερος λόγος έφεσης προβάλλει ότι οι ποινές φυλάκισης οι οποίες αναστάλησαν οδήγησαν σε ουδετεροποίηση της αποτελεσματικότητας του νόμου και/ή εξουδετέρωσαν τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της ποινής που επιβάλλει η φύση των υπό τιμωρία αδικημάτων.
Όπως αναφέρει στο διάγραμμα αγόρευσης του ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε έκδηλα ανεπαρκείς ποινές ενόψει της σοβαρότητας των αδικημάτων που παραδέκτηκε ο κατηγορούμενος, και παραγνώρισε τον σκοπό του νομοθέτη που δεν είναι άλλος από την επιβολή αυστηρότερων ποινών σε τέτοιου είδους αδικήματα, αλλά και τη νομολογία ως προς το ύψος της ποινής που πρέπει να επιβάλλεται στη διάπραξη τέτοιων αδικημάτων. Είναι η θέση του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προσέδωσε βαρύτητα και ή δεν έλαβε υπόψη του τους επιβαρυντικούς παράγοντες που υπήρχαν για τον εφεσίβλητο, ούτε έλαβε υπόψη του την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, τόσο προς αποτροπή του ιδίου, αλλά και τρίτων προσώπων, από τη διάπραξη ίδιων ή παρόμοιων αδικημάτων, ούτε την έξαρση στη διάπραξη τους.
Επεσήμανε επίσης ότι ο κατηγορούμενος εκτός από το γεγονός ότι οδηγούσε μηχανοκίνητο όχημα ενώ είχε αποστερηθεί της ικανότητας να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης μετά από διάταγμα δικαστηρίου μόνο για τα Σαββατοκύριακα μεταξύ της περιόδου 16/3/2024 με 23/7/2024, έπραξε τούτο και υπό την επήρεια ναρκωτικών, επιδεικνύοντας πλήρη αδιαφορία και ανευθυνότητα.
Αντίθετη βέβαια είναι η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου του εφεσίβλητου η οποία υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έδρασε ορθά και άντλησε ορθή καθοδήγηση από τη νομολογία τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας της ποινής και στηριζόμενο στα πρωτογενή ευρήματα και συμπεράσματα του.
Τα γεγονότα της υπόθεσης όπως τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι ο κατηγορούμενος στις 2/6/2024, ημέρα Κυριακή, οδηγούσε συγκεκριμένο μηχανοκίνητο όχημα και όταν ανακόπηκε για έλεγχο διαπιστώθηκε ότι οδηγούσε το όχημα κατά παράβαση διατάγματος που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού το οποίο του στερούσε την ικανότητα να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης για περίοδο 4 μηνών από 16/3/2024 μέχρι 23/7/2024 και ότι οδηγούσε το εν λόγω όχημα χωρίς να βρίσκεται σε ισχύ πιστοποιητικό ασφάλισης ευθύνης του οδηγού έναντι τρίτου. Υπεβλήθη επίσης σε προκαταρκτική εξέταση νάρκοτεστ με θετικό αποτέλεσμα και ακολούθως σε τελική εξέταση νάρκοτεστ. Από τις επιστημονικές εξετάσεις που διενεργήθηκαν από το Γενικό Χημείο του Κράτους διαπιστώθηκε ότι αυτός οδηγούσε υπό την επήρεια κάνναβης. Ο κατηγορούμενος προέβαλε τη θέση ότι δεν είναι τακτικός χρήστης ναρκωτικών αλλά υπέπεσε σε μια στιγμή αδυναμίας και ότι αναγκάστηκε να οδηγήσει για να μεταφέρει τη σύζυγο του στο γιατρό. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι δεν είναι πλέον χρήστης ναρκωτικών ουσιών και κατέθεσε σχετικά στο Δικαστήριο αναλύσεις από χημείο με ημερομηνίες 13/12/2024 και 7/2/2025.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στη νομολογία και τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου, και χωρίς να παραγνωρίζει, σύμφωνα με την απόφαση του, ότι η ποινή φυλάκισης αποτελεί το ύστατο μέτρο τιμωρίας και ότι επιβάλλεται μόνο ως αναπόφευκτο τιμωρητικό μέτρο, έκρινε ότι υπό τις περιστάσεις αποτελούσε τη μόνη αρμόζουσα ποινή για τον κατηγορούμενο αναφέροντας ότι «οποιαδήποτε άλλη ποινή, υπό τις περιστάσεις θα έδινε λανθασμένα μηνύματα στον κατηγορούμενο και άλλους επίδοξους παραβάτες (Νικήτα ν. Αστυνομία (1997) 2 Α.Α.Δ. 75)».
Έχοντας αποφασίσει την επιβολή ποινής φυλάκισης στον κατηγορούμενο, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε ακολούθως να εξετάσει κατά πόσο συνέτρεχαν λόγοι για την αναστολή της εκτέλεσης της. Αφού αναφέρθηκε στη σχετική νομοθετική πρόνοια αλλά και τη νομολογία, τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του κατηγορουμένου, την ηλικία και την άμεση παραδοχή του, αποφάσισε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της αναστολής έκτισης της ποινής φυλάκισης που του είχε επιβάλει και έτσι διέταξε όπως οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης που του επιβλήθηκαν, ανασταλούν για περίοδο 3 ετών.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η θέση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας είναι ότι τόσο το ύψος των ποινών που έχουν επιβληθεί αλλά και το γεγονός ότι αυτές έχουν ανασταλεί, αποτελoύν λανθασμένη εκτίμηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της σοβαρότητας των αδικημάτων και ότι η ποινή που τελικά επέβαλε οδήγησε σε ουδετεροποίηση της αποτελεσματικότητας του νόμου και εξουδετέρωσε τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της ποινής, που επιβάλλει η φύση των υπό τιμωρία αδικημάτων.
Λόγω της συνάφειας των δύο λόγων έφεσης που προβάλλονται, αυτοί θα εξεταστούν μαζί.
Στην απόφαση Δ.Α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 57/2020, ημερομηνίας 6/10/2021, ECLI:CY:AD:2021:B432:
«Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου σε ποινές που επέβαλε Πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφονται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 235/13 και 236/13, ημερ. 5/10/2016 - και επαναλήφθηκαν στη συνέχεια και στις υποθέσεις ΧΧΧ Bora v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 79/2017, ημερ. 13/3/2018, ECLI:CY:AD:2018:B110, ECLI:CY:AD:2018:B110 και Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 110/2019, ημερ. 29/9/2020 - λέχθηκαν τα εξής:
«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, XXX Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, ECLI:CY:AD:2014:B327, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B327 και XXX Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2015: B779, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:B779).
Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525).»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε στην απόφαση του ότι τα αδικήματα που διέπραξε ο κατηγορούμενος είναι πολύ σοβαρά κι αυτό διαφαίνεται πρωτίστως από το ύψος της προβλεπόμενης ποινής, στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης τόσο για την επιλογή του είδους της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασης της. Παρέπεμψε σχετικά στις υποθέσεις ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. ΚΥΡΙΑΚΟΥ (1990) 2 Α.Α.Δ. 264 και ΛΕΒΕΝΤΗΣ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (1999) 2 Α.Α.Δ. 632. Επεσήμανε, επίσης, ότι αδικήματα αυτής της φύσης διαπράττονται, συνήθως, από νεαρά άτομα και είναι τα άτομα αυτά που θα πρέπει να συνετιστούν. (Βλ. ΠΑΝΤΕΛΑ ΚΥΡΙΑΚΟΣ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (2011) 2 Α.Α.Δ. 562).
Οι αρχές της νομολογίας προνοούν ότι η επιβολή της ποινής αποτελεί πολύ λεπτό έργο του Δικαστηρίου, αφού απαιτείται εξισορρόπηση του γενικού συμφέροντος της δικαιοσύνης, από τη μια, και της εξατομίκευσης της ποινής στα πλαίσια του συγκεκριμένου παραβάτη, από την άλλη. Πρώτιστο καθήκον του Δικαστηρίου είναι η προστασία της κοινωνίας που επιτυγχάνεται μόνο με την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου. Σχετική είναι η υπόθεση ΠΙΣΚΟΠΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (1999) 2 Α.Α.Δ. 342.
Αναφορικά με την κατηγορία της οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος από πρόσωπο που έχει αποστερηθεί της ικανότητας να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης, δεύτερη κατηγορία στο κατηγορητήριο που αντιμετώπισε ο εφεσίβλητος, την οποία και παραδέκτηκε, αλλά και γενικά σε σχέση με την απείθεια σε δικαστικά διατάγματα, παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση ΛΟΪΖΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (1996) 2 Α.Α.Δ. 227:
«Παρακοή σε διαταγή του δικαστηρίου πλήττει το θεμέλιο της έννομης τάξης. Η συνέχιση της (παρακοής) τείνει να το ανατρέψει. Ανάλογη με τη σοβαρότητα της ανυπακοής είναι και η τιμωρία η οποία επιβάλλεται. Η τιμωρία για τη συνεχιζόμενη παρακοή σε διαταγή του δικαστηρίου είναι κατά κανόνα η φυλάκιση. Όταν επέλθει συμμόρφωση παρέχεται η δυνατότητα για επιεικέστερη αντιμετώπιση του παραβάτη, χωρίς όμως να διαγράφεται η σοβαρότητα του αδικήματος.»
Στην CCC LAUNDRIES (PAPHOS) LTD ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ν. ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ (2010) 2 Α.Α.Δ. 288 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Οι έννοιες «Κράτος Δικαίου» και «Έννομη Τάξη» είναι άρρηκτα συνυφασμένες. Η επικράτηση τους στηρίζεται, μεταξύ άλλων, και στο καθήκον σεβασμού και υπακοής των δικαστικών διαταγών και διαταγμάτων. Η απείθεια σε διαταγή δικαστηρίου ενέχει το στοιχείο της καταφρόνησης του δικαστηρίου. Πρόκειται για σοβαρό αδίκημα η τέλεση του οποίου πλήττει ευθέως την απονομή της δικαιοσύνης και κλονίζει την εμπιστοσύνη του κοινού στην αξιοπιστία του συστήματος για αποτελεσματική εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων και την εμπέδωση του νόμου και της τάξης. Τέτοιου είδους συμπεριφορά ποτέ δεν έγινε ανεκτή. Οι παραβάτες όταν είναι φυσικά πρόσωπα κατά κανόνα τιμωρούνται με φυλάκιση. Η χρηματική ποινή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις πρέπει να επιβάλλεται. Βλ. Kay ν. Municipality of Larnaca (1982) 2 Α.Α.Δ. 236. Οι πολίτες σε όποια κοινωνική τάξη θεωρούν ότι ανήκουν ή σε όποια θέση βρίσκονται, υπέχουν αυστηρή υποχρέωση υπακοής στα δικαστικά διατάγματα που τους αφορούν. Αυτό επιβάλλει η αρχή της ισονομίας. Οι δικαστές προσηλωμένοι στην αποστολή τους με πλήρη διαφάνεια και αυξημένο αίσθημα ευθύνης εκτελούν το καθήκον τους. Συμπεριφορές οι οποίες υπονομεύουν το έργο τους δεν μπορούν να γίνονται ανεκτές.»
Η σοβαρότητα των αδικημάτων που αντιμετωπίζει ο εφεσίβλητος είναι δεδομένη. Ο εφεσίβλητος οδηγούσε ενώ τελούσε υπό την επήρεια ναρκωτικών και ενώ του είχε στερηθεί με διάταγμα Δικαστηρίου σε άλλη υπόθεση η δυνατότητα να κατέχει άδεια οδήγησης. Ως έχει λεχθεί στην υπόθεση ΤΟΥΜΑΖΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποιν. Εφ. Αρ. 166/2016, ημερ. 5.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:B432 αδικήματα τα οποία σχετίζονται με την οδική ασφάλεια έχουν καταστεί δεσπόζοντα και αποτελούν σοβαρό κίνδυνο για κάθε άνθρωπο που κυκλοφορεί στους δρόμους και αυτή του την ανθρώπινη ζωή, τονίζοντας την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε αυτής της φύσεως αδικήματα. Έχουν χαρακτηριστικά λεχθεί τα εξής:
«..Ιδιαίτερη αυστηρότητα αρμόζει, τηρουμένων πάντοτε των αρχών επιμέτρησης των ποινών, όταν προκαλείται, εν δυνάμει έστω, κίνδυνος στο δρόμο και/ή όταν η παράνομη οδική συμπεριφορά εκδηλώνεται ως εγωιστική αυθαιρεσία έναντι του νόμου και των οργάνων επιβολής του νόμου.»
Στην παρούσα υπόθεση υπάρχει η από κάθε οπτική απαράδεκτη οδική συμπεριφορά του εφεσίβλητου με ηθελημένη παρακοή και παραγνώριση δικαστικού διατάγματος, συμπεριφορά η οποία πλήττει τα θεμέλια του κράτους δικαίου. Όπως έχει αναφερθεί και στην υπόθεση ΠΑΝΤΕΛΑ ΚΥΡΙΑΚΟΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (2011) 2 Α.Α.Δ. 562, τα αδικήματα ιδιαίτερα της παρακοής δικαστικού διατάγματος δεν μπορούν απλά να αποδίδονται σε νεανική επιπολαιότητα ή απερισκεψία αλλά πρέπει να αντιμετωπιστούν με αυστηρότητα για να σταλούν τα αναγκαία μηνύματα.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το σύγγραμμα Wilkinson’s Road Traffic Offences 23rd ed, 2007, Vol. 1, σελ. 1/74, παρ. 11.85, μεταξύ άλλων, αναφέρονται για το αδίκημα οδήγησης μετά από στέρηση, ως επιβαρυντικοί παράγοντες, η πρόσφατη επιβολή ανικανότητας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το διάταγμα επιβολής στέρησης είχε ισχύ μόνο για τα Σαββατοκύριακα μεταξύ της περιόδου 16.3.24 μέχρι 23.7.24 και ο εφεσίβλητος διέπραξε το αδίκημα της οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος, ενώ του είχε αποστερηθεί από Δικαστήριο η ικανότητα να λαμβάνει ή να κατέχει άδεια οδήγησης, στις 2.6.2024, στο μέσο δηλαδή της περιόδου που ίσχυε η απαγόρευση.
Σε σχέση με την επιβολή ποινής φυλάκισης 7 μηνών στη δεύτερη κατηγορία, θεωρούμε ότι αυτή κινείται εντός του εύρους της επιείκειας γι’ αυτό και παρόλο που ενδεχόμενα να επιλέγαμε υψηλότερη ποινή, δεν θα επέμβουμε σε αυτή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε ποινή φυλάκισης 2 μηνών, 6 βαθμούς ποινής στην άδεια οδήγησης του κατηγορούμενου εφεσίβλητου και περαιτέρω του επέβαλε ποινή στέρησης της δυνατότητας να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος για 20 μέρες στο αδίκημα της οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος υπό την επήρεια ναρκωτικών κατά παράβαση του Άρθρου 11 του Περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου Ν.174/1986 και 19 και 20Α του Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Νόμου Ν.86/1972, στην πρώτη κατηγορία.
Ο νομοθέτης έχει προνοήσει τις εξής ποινές σε σχέση με το αδίκημα της οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος υπό την επήρεια ναρκωτικών:
«11Ζ.-(1) Πρόσωπο το οποίο διαπράττει αδίκημα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 11Β και του εδαφίου (7) του άρθρου 11Γ, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει οκτώ χιλιάδες ευρώ (€8.000) ή σε στέρηση της ικανότητάς του να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια ή σε όλες ή σε οποιαδήποτε ή σε οποιεσδήποτε από τις πιο πάνω ποινές:
Ως προς την αποτίμηση των ελαφρυντικών παραγόντων από πλευράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την οποία παραπονείται ο εφεσείων παραπέμπουμε στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου ΠΑΥΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 68/2024, 71/2024, ημερομηνίας 16/7/2025:
«Η αποτίμηση των ελαφρυντικών παραγόντων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Πεδίο για επέμβαση του Εφετείου παρέχεται μόνον όπου διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα αυτή τη διακριτική ευχέρεια ή υπερέβη τα ακραία όρια της εξουσίας του (Γενικός Εισαγγελέας v. Σατανά κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 257). Το Εφετείο δεν υποκαθιστά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν επιτρέπεται να εμφιλοχωρήσει η υποκειμενική του κρίση (Δημοκρατία v. Γ.Ν., Ποιν. Έφ. 197/2016, ημερ. 16.1.2018, ECLI:CY:AD:2018:B24, ECLI:CY:AD:2018:B24). Για αυτό, παρότι με κάποιο δισταγμό, κρίνουμε ορθότερο όπως μη επέμβουμε στο ύψος της ποινής.»
Θεωρούμε ότι η ποινή φυλάκισης των 2 μηνών που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο στον εφεσίβλητο στην πρώτη κατηγορία είναι έκδηλα ανεπαρκής, λαμβάνοντας υπόψη την πρόθεση του νομοθέτη και την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών λόγω της ανυπαρξίας ουσιαστικά οποιασδήποτε δικαιολογίας για την παράνομη του πράξη αλλά και λόγω της έξαρσης που παρουσιάζουν αυτού του είδους τα αδικήματα, κάτι που καθιστά το καθήκον επιβολής αποτρεπτικών ποινών ιδιαίτερα αυξημένο. Δόθηκε υπέρμετρη σημασία, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στις προσωπικές του συνθήκες κατά τρόπο που εξουδετερώθηκε η σημασία και η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής, σε βαθμό που να δικαιολογείται, αν όχι απαιτείται, η επέμβαση μας. Η ποινή φυλάκισης των 2 μηνών αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 5 μηνών η οποία να συντρέχει με την ποινή φυλάκισης των 7 μηνών που του επιβλήθηκε στη δεύτερη κατηγορία.
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει αναφορικά με την πρώτη κατηγορία, όπου, όπως έχουμε αναφέρει πιο πάνω, η πρωτόδικη απόφαση με την οποία του έχει επιβληθεί ποινή φυλάκισης 2 μηνών στην πρώτη κατηγορία αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 5 μηνών. Σε ό,τι αφορά την ποινή φυλάκισης που έχει επιβληθεί στη δεύτερη κατηγορία, επικυρώνεται.
Προχωρούμε τώρα να εξετάσουμε τον λόγο έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται η αναστολή των πιο πάνω συντρεχουσών ποινών φυλάκισης.
Στην απόφαση LYUDMILA SOKOLOVA ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση αρ. 100/2023, ημερομηνίας 11/9/2023 έχουν λεχθεί τα ακόλουθα:
«Ως επισημαίνεται στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Καραολή, Ποιν. Έφ. αρ. 230/2019, ημερ. 27/4/2021, ECLI:CY:AD:2021:B177, ECLI:CY:AD:2021:B177:
«Ειδικά σε σχέση με τον έλεγχο του τρόπου άσκησης της εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναφορικά με την αναστολή ποινής φυλάκισης, σε συνάρτηση με την κείμενη νομοθεσία, εναπόκειται στο Δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη, στην κάθε περίπτωση, τις περιστάσεις της υπόθεσης και του αδικοπραγούντα, με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Στο πλαίσιο αυτό το πρωτόδικο Δικαστήριο οφείλει να συνυπολογίσει όλους τους παράγοντες, έχοντας υπόψη την εγκληματική συμπεριφορά του αδικοπραγούντος από τη μια και τις προσωπικές του περιστάσεις από την άλλη.
Η ευχέρεια που παρέχει ο Νόμος για αναστολή εκτέλεσης της ποινής είναι ευρεία, με το εκδικάζον Δικαστήριο να έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής, περιλαμβανομένης της επιλογής για αναστολή της εκτέλεσής της. Κατά την εξέταση του ζητήματος σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας. Είναι στη βάση των πιο πάνω αρχών που εξετάζεται ο τρόπος που άσκησε την πιο πάνω εξουσία του το πρωτόδικο Δικαστήριο για να διατάξει αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός αν διαπιστωθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει υποπέσει σε λανθασμένη κρίση στη βάση της λογικής και των καθιερωμένων αρχών της νομολογίας (Σ.Π. ν. Αστυνομίας, Αστυνομία ν. Βρυώνης, Ποινικές Εφέσεις αρ. 92/2017 και 93/2017, ημερ. 19/7/2019 και Αστυνομία ν. Μιχαήλ, Ποινική Έφεση αρ. 78/2019, ημερ. 15/10/2020).
Ο περί της Υφ’ Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ορισμένας Περιπτώσεις Νόμος του 1972, Ν.95/1972, θεσπίστηκε έτσι ώστε να προσφέρεται η δυνατότητα διεύρυνσης του περιθωρίου επιείκειας προς ένα πρόσωπο με απόφαση για αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης. Ο εν λόγω Νόμος τροποποιήθηκε αρχικά με το Ν.41(Ι)/1997, ο οποίος περιόρισε σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να διατάξει αναστολή της εκτέλεσης ποινής φυλάκισης καθιστώντας τις προϋποθέσεις ανελαστικές. Συναρτάτο δηλαδή με την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, είτε στο πρόσωπο ενός κατηγορουμένου, είτε στις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος. Ακολούθησε στη συνέχεια η τροποποίηση του με τον Ν.186(Ι)/2003 μέσω του οποίου η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί, έτσι ώστε αυτή αποφασίζεται, εάν δικαιολογείται, στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών του κατηγορουμένου (Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583).»
Όπως έχει τονισθεί την υπόθεση ΑΓΓΕΛΟΣ ΙΩΣΗΦ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2012) 2 Α.Α.Δ. 930:
«Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»»
Στην υπόθεση ΔΑΦΝΗ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 121/2017, ημερομηνίας 21/9/2017, ECLI:CY:AD:2017:D311 έχουν αναφερθεί τα ακόλουθα:
«Είναι γνωστές οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο μπορεί να επέμβει σε επιβληθείσα πρωτοδίκως ποινή. Το είδος και το ύψος της αρμόζουσας ποινής αποτελεί ευθύνη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστωθεί ότι η ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή έκδηλα ανεπαρκής ή έκδηλα υπερβολική.
Ειδικά σε σχέση με τον έλεγχο του τρόπου άσκησης της εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αναστολή ποινής φυλάκισης, σε συνάρτηση με την κείμενη νομοθεσία, εναπόκειται στο Δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και του δράστη με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Όπως αναφέρθηκε στην Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930, αυτό συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σ' όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρώ ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.
[…]
Η αρχή της αποτρεπτικότητας, ως παράγοντας που αφορά την ποινή, έχει ευρύτερη υπόσταση της ειδικής αποτροπής και έχει σκοπό να αποτρέψει άλλους επίδοξους δράστες από τη διάπραξη των επιδίκων αδικημάτων (βλ. Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486).»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αν και στην απόφαση του αναφέρει τις αρχές της νομολογίας με βάση τις οποίες ασκείται η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για αναστολή επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, φαίνεται να έδωσε υπέρμετρη σημασία στις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εφεσίβλητου, εφάρμοσε λανθασμένα τις αρχές της νομολογίας και λανθασμένα αποφάσισε την αναστολή των συντρεχουσών ποινών φυλάκισης. Το πιο κάτω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση είναι χαρακτηριστικό:
«Εκτός από το λευκό του ποινικό μητρώο και την άμεση παραδοχή του ενώπιον του Δικαστηρίου, λαμβάνω υπόψη μου τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του Κατηγορουμένου, και ιδιαίτερη σημασία δίδεται στο γεγονός ότι είναι νεαρό άτομο, εργάζεται και βοηθά οικονομικά τον πατέρα του ο οποίος αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας. Όλα αυτά υποδηλώνουν ότι είναι άτομο εργατικό που προσπαθεί να βελτιώσει το μέλλον του ιδίου και της οικογένειας του. Σε περίπτωση επιβολής ποινής άμεσης φυλάκισης αυτό θα είχε ανυπολόγιστες συνέπειες στον ίδιο. Βαραίνει ακόμα στην κρίση μου το γεγονός ότι, ναι μεν επρόκειτο για σοβαρά αδικήματα όπως ανέφερα, αλλά φαίνεται να διέπονται από μια μεγάλη επιπολαιότητα. Η τιμωρία νεαρών παραβατών πρέπει να αποβλέπει στην αναμόρφωση αυτών, και όχι στην τιμωρία για χάριν της τιμωρίας.
Όλα τα πιο πάνω κρίνω ότι συνηγορούν υπέρ της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για την αναστολή έκτισης της ποινής φυλάκισης που έχει επιβληθεί και πως δικαιούται της ευκαιρίας να καταδείξει εμπράκτως πως όντως έχει πλήρως αντιληφθεί την σοβαρότητα των αδικημάτων, έχει μεταμεληθεί και δύναται να είναι νομοταγές μέλος της Κυπριακής κοινωνίας και να γίνει χρήσιμος πολίτης αυτής. Η επιβολή άμεσης ποινής φυλάκισης θα άφηνε την εντύπωση στον Κατηγορούμενο ότι η πολιτεία τον έχει ξεγράψει από τους κόλπους της.»
Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε σωστά τις αρχές της νομολογίας αφού δεν έλαβε υπόψη την αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων και τις περιστάσεις διάπραξης τους. Αναφέρουμε ότι άλλο πρωτόδικο Δικαστήριο όταν διέταξε τη στέρηση της ικανότητας να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης από τον εφεσίβλητο, διέταξε όπως το εν λόγω διάταγμα θα είχε ισχύ κατά τη διάρκεια Σαββατοκύριακων, δίδοντας έτσι στον εφεσίβλητο την ευκαιρία να μην αποστερηθεί την εργασία του αφού, όπως και στην υπό κρίση υπόθεση, παρουσίασε πιστοποιητικό από τον εργοδότη του ότι:
«Μέσα στα καθήκοντα του είναι και η καθημερινή χρήση αυτοκινήτου, φορτηγού της εταιρείας για την μεταφορά προσωπικού από και προς το χώρο εργασίας τους, όπως και μεταφορά κλαδεμάτων στους χώρους αποβλήτων. Για την εταιρεία είναι απαραίτητος αφού είναι δύσκολο να βρεθεί προσωπικό με άδεια οδήγησης και γνώστης των κυπριακών δρόμων. Το να του κατασχεθεί άδεια οδήγησης θα δημιουργήσει σοβαρότατο πρόβλημα τόσο στην εταιρεία όσο και στον ίδιο μιας και δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στα καθήκοντα του και ίσως χρειαστεί να τερματίσει τις υπηρεσίες του.»
Ο εφεσίβλητος δεν άδραξε την ευκαιρία που του δόθηκε, ούτε σεβάστηκε την απόφαση του Δικαστηρίου. Παρά το ότι η στέρηση της άδειας του τροχιοδρομήθηκε από άλλο Δικαστήριο με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να συνεχίσει την εργασία του, ο ίδιος αποφάσισε να οδηγήσει ημέρα Κυριακή, μία από τις δύο μέρες που ίσχυε η διαταγή του Δικαστηρίου για στέρηση της άδειας του, δείχνοντας έτσι σαφέστατα την καταφρόνηση του προς το διάταγμα του Δικαστηρίου. Πέραν τούτου, όταν οδήγησε, παρανομώντας, έπραξε τούτο υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών παραβιάζοντας όχι μόνο το διάταγμα του Δικαστηρίου αλλά και τον νόμο. Η δικαιολογία που προέβαλε σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την πράξη του. Υπήρχαν εναλλακτικοί τρόποι μεταφοράς της συζύγου του σε γιατρό και σημειώνουμε τους κινδύνους, τόσο για τον ίδιο, όσο και για τη σύζυγο του, αλλά και τα τρίτα πρόσωπα που χρησιμοποιούσαν τον δρόμο, από την απόφαση του να οδηγήσει υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών. Ο κατηγορούμενος επέδειξε πλήρη αδιαφορία και ανευθυνότητα και η συμπεριφορά του ήταν απαράδεκτη και αντικοινωνική.
Ενόψει των πιο πάνω, κρίνουμε, ότι υπήρξε σφάλμα αρχής στην πρωτόδικη κρίση και αναφορικά με την αναστολή της ποινής.
Συνακόλουθα, και ο δεύτερος λόγος έφεσης επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται α) με την επιβολή ποινής φυλάκισης 5 μηνών στην πρώτη κατηγορία και β) με την έκδοση διαταγής όπως η έκτιση των συντρεχουσών ποινών φυλάκισης 5 και 7 μηνών που επιβλήθηκαν στον εφεσίβλητο είναι άμεση και όχι με αναστολή.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο