ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 7/24)
31 Οκτωβρίου 2025
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ
Εφεσείων
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
(Ποινική Έφεση Αρ.: 11/24)
ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΤΑΛΙΩΤΗΣ
Εφεσείων
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑
Ε. Λαζαρίδου (κα) με Ο. Οικονόμου (κα), για τον Εφεσείοντα στην Ποιν. Έφ. 7/24
Κ. Χριστοδουλίδης με Ε. Θεοδοσίου (κα), για τον Εφεσείοντα στην Ποιν. Εφ. 11/24
Μ. Κουτσόφτας, για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων στην Ποιν. Έφ. 7/24 (εφεξής «ο Κατηγορούμενος 1») μετά από ακροαματική διαδικασία κρίθηκε ένοχος σε πέντε κατηγορίες Απόκτησης Παιδικής Πορνογραφίας κατά παράβαση του Άρθρου 8(1) του περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης και Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών Ν.91(Ι)/14 (Κατηγορίες 2, 4, 6, 7 και 8, εκ των οποίων οι Κατηγορίες 2, 6 και 8 αφορούσαν αρχεία με παιδιά κάτω των 13 ετών κατά παράβαση και του εδαφίου (6) του Άρθρου 8 του Ν.91(Ι)/14), σε τρεις κατηγορίες Κατοχής Παιδικής Πορνογραφίας κατά παράβαση του ιδίου Άρθρου (Κατηγορίες 3, 5 και 9, εκ των οποίων η Κατηγορία 5 αφορούσε αρχεία με παιδιά κάτω των 13 ετών) και σε μία κατηγορία Καταστροφής Αποδεικτικών Στοιχείων κατά παράβαση του Άρθρου 120 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 155 («εφεξής Π.Κ.») (Κατηγορία 10).
Ο Εφεσείων στην Ποιν. Έφ. 11/24 (εφεξής «ο Κατηγορούμενος 2») μετά από ακροαματική διαδικασία κρίθηκε ένοχος σε δύο κατηγορίες Απόκτησης Παιδικής Πορνογραφίας κατά παράβαση του Άρθρου 8(1) του Ν.91(Ι)/14 (Κατηγορίες 11 και 12, εκ των οποίων η Κατηγορία 12 αφορούσε αρχεία με παιδιά κάτω των 13 ετών κατά παράβαση και του εδαφίου (6) του Άρθρου 8 του Ν.91(Ι)/14), και σε τέσσερεις κατηγορίες Κατοχής Παιδικής Πορνογραφίας κατά παράβαση των ιδίων εδαφίων του Άρθρου 8 (Κατηγορίες 14, 15, 16 και 17, εκ των οποίων οι Κατηγορίες 15 και 17 αφορούσαν αρχεία με παιδιά κάτω των 13 ετών). Στον Κατηγορούμενο 1 επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλακίσεως με μεγαλύτερη αυτή των 8 χρόνων στην Κατηγορία 5 και στον Κατηγορούμενο 2 επιβλήθηκαν επίσης συντρέχουσες ποινές φυλακίσεως με μεγαλύτερη αυτή των 5 χρόνων στην Κατηγορία 15. Ο Κατηγορούμενος 1 προσβάλλει μόνο την καταδίκη του ενώ ο Κατηγορούμενος 2 τόσο την καταδίκη όσο και την ποινή που του επιβλήθηκε.
Παρατηρούμε ότι με τις Εφέσεις τους αμφότεροι οι Κατηγορούμενοι προσβάλλουν τη διαδικασία που ακολούθησε η Αστυνομία για λήψη και πρόσβαση στα ηλεκτρονικά αρχεία, θέματα τα οποία να μπορούν να εξεταστούν ταυτόχρονα. Ο Κατηγορούμενος 1 προσβάλλει επιπλέον τη νομιμότητα της ανακριτικής κατάθεσης που του λήφθηκε. Κρίνουμε χρήσιμο να εξετάσουμε πρώτα τους λόγους Έφεσης 6 και 7 που προβάλλει ο Κατηγορούμενος 1 και που αποτέλεσαν αντικείμενο της πρώτης δίκης εντός δίκης.
Δίκη Εντός Δίκης 1
Στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας διεξήχθησαν δύο δίκες εντός δίκης. Η πρώτη αφορούσε σε ένσταση ως προς τη δεκτότητα της ανακριτικής κατάθεσης του Κατηγορούμενου 1, με την εισήγηση ότι λήφθηκε κατά παράβαση του συνταγματικού του δικαιώματος όπως του παρασχεθούν οι υπηρεσίες δικηγόρου για να τον συμβουλέψει, σε συνάρτηση με το κατά πόσο το έντυπο με τα Δικαιώματα Κρατουμένων που του παραδόθηκε αποτελούσε εγγύηση για τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων του. Προωθήθηκε περαιτέρω ισχυρισμός περί παραβίασης των συνταγματικών δικαιωμάτων του Κατηγορούμενου 1 στη σιωπή, στη μη αυτοενοχοποίηση και στο τεκμήριο της αθωότητας. Με Ενδιάμεση Απόφαση ημερ. 14.7.2023 το Κακουργοδικείο κατέληξε ότι ο Κατηγορούμενος 1 είχε παραιτηθεί εκούσια και ξεκάθαρα από το δικαίωμα του να έχει τις υπηρεσίες δικηγόρου. Η απόφαση αυτή προσβάλλεται με τους Λόγους Έφεσης 6 και 7, με τους οποίους ο Κατηγορούμενος 1 ισχυρίζεται ότι τα πιο πάνω αποτελούν σφάλμα αρχής του Κακουργοδικείου.
Το δικαίωμα υπόπτου να τύχει υπηρεσιών συνηγόρου της επιλογής του πηγάζει από το Άρθρο 11.4 του Συντάγματος, ενώ ο διαδικαστικός τρόπος διασφάλισης του εξειδικεύεται στον περί Δικαιωμάτων των Υπόπτων Προσώπων, Προσώπων που Συλλαμβάνονται και Προσώπων που τελούν υπό Κράτηση Ν.163(Ι)/05. Νοείται ότι στην υπό κρίση περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Ν.163(Ι)/05 ως αυτές ίσχυαν κατά τις επίδικες ημερομηνίες. Έπεται, συναφώς, ότι δεν μπορεί να γίνεται επίκληση των όσων προβλέπονται στο Άρθρο 3Α του Ν.163(Ι)/05 το οποίο προστέθηκε στις 21.5.2019 με τον τροποποιητικό Ν.71(Ι)/19, αφού η ημερομηνία λήψης της ανακριτικής κατάθεσης του Κατηγορούμενου 1 ήταν η 9.3.2019.
Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο από το στάδιο της ανάκρισης συνδέεται με το δικαίωμα στη σιωπή και στη μη αυτοενοχοποίηση, αποτελεί δε βασικό στοιχείο της δίκαιης δίκης (βλ. Poitrimol v. France, Case No. 14032/99, ημερ. 23.11.1993, Salduz v. Turkey, Case No. 36391/02, ημερ. 27.11.2008, [GC], παρ.54). Όπως ρητά, όμως, αναφέρεται στην Salduz (πιο πάνω), το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ δεν καθορίζει τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος, αφήνοντας στα Κράτη Μέλη την επιλογή του τρόπου με τον οποίο αυτό θα διασφαλιστεί στο δικαιϊκό τους σύστημα.
Όσον αφορά στην απεμπόληση δικαιώματος το οποίο διασφαλίζει η ΕΣΔΑ, παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα από την Panovits v. Cyprus, Case No. 4268/04, ημερ. 11.12.2018 όπου στην παράγραφο 68 λέχθηκαν τα εξής:
“68. The Court reiterates that a waiver of a right guaranteed by the Convention – in so far as it is permissible – must not run counter to any important public interest, must be established in an unequivocal manner and must be attended by minimum safeguards commensurate to the waiver’s importance (Håkansson and Sturesson v. Sweden, 21 February 1990, Series A No. 171, § 66, and most recently Sejdovic v. Italy [GC], no. 56581/00, § 86, ECHR 2006‑...). Moreover, before an accused can be said to have impliedly, through his conduct, waived an important right under Article 6, it must be shown that he could reasonably have foreseen what the consequences of his conduct would be (see Talat Tunç v. Turkey, no. 32432/96, 27 March 2007, § 59, and Jones v. the United Kingdom (dec.), no. 30900/02, 9 September 2003)...”.
Το κατά πόσο υπήρξε δίκαιη δίκη εξαρτάται από τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης και το ζήτημα πρέπει να εξετάζεται με βάση τη συνολική δικαιότητα της ποινικής διαδικασίας (“overall fairness of the criminal proceedings”, βλ. Beuze v. Belgium (2019) EHRR 1, [GC], παρ. 120-122, 144-150).
Στην υπό κρίση περίπτωση, από τα ενώπιον του Κακουργοδικείου δεδομένα, προέκυψε ότι κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του Εντάλματος Έρευνας στις 9.3.2019 και ώρα 10:00π.μ. η Μ.Κ.1 παρέδωσε στον Κατηγορούμενο 1 το Έντυπο Τεκμήριο 9 στο οποίο αναγράφονται τα δικαιώματα υπόπτου, το οποίο αυτός και υπέγραψε. Την ίδια μέρα στις 10:32π.μ. ενημέρωσε τον Κατηγορούμενο 1 για τα δικαιώματα του ως συλληφθείς και του παρέδωσε το Έντυπο Τεκμήριο 10, το οποίο επίσης αυτός υπέγραψε. Στις 12:50μ.μ. που άρχισε η λήψη της επίμαχης ανακριτικής κατάθεσης, η Μ.Κ.1 ενημέρωσε τον Κατηγορούμενο 1 για το δικαίωμα του στη σιωπή και τον ρώτησε κατά πόσο επιθυμεί να συμβουλευτεί δικηγόρο πριν την έναρξη της κατάθεσης, οπότε αυτός απάντησε ότι «Στο παρόν στάδιο δεν επιθυμώ κάτι τέτοιο δεν έχω λεφτά ούτε και δικηγόρο».
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Κατηγορούμενου 1 εισηγείται ότι η πιο πάνω απάντηση δεν αποτελούσε παραίτηση του Κατηγορούμενου 1 από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο «χωρίς περιθώριο αμφιβολίας». Με όλο το σέβας, η εισήγηση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Όπως επισήμανε και το Κακουργοδικείο, στα δύο Έντυπα που ο Κατηγορούμενος 1 υπέγραψε καταγράφεται το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο και υποβολής αιτήματος στο Δικαστήριο για δωρεάν παροχή δικηγόρου. Ο Κατηγορούμενος 1 σε κανένα στάδιο, μεταξύ του χρόνου που παρέλαβε τα Έντυπα Τεκμήρια 9 και 10, δεν ανέφερε ότι επιθυμούσε να έχει τις υπηρεσίες δικηγόρου. Η κατάληξη του Κακουργοδικείου ότι η «απεμπόληση του δικαιώματος για νομική εκπροσώπηση έγινε εκούσια και χωρίς να επιδέχεται οποιαδήποτε αμφισβήτηση» μας βρίσκει σύμφωνους. Όπως σύμφωνους μας βρίσκει και η κατάληξη ότι υπό τις περιστάσεις, και αφού η Μ.Κ.1 έχοντας επίγνωση της σοβαρότητας της υπόθεσης πληροφόρησε εκ νέου τον Κατηγορούμενο 1 προτού αρχίσει τη λήψη της ανακριτικής κατάθεσης για τα δικαιώματα του (περιλαμβανομένου ρητώς και του δικαιώματος για λήψη συμβουλής από δικηγόρο), δεν είχε υποχρέωση να προβεί σε κάτι περαιτέρω. Το δικαίωμα του Κατηγορούμενου 1 σε δωρεάν παροχή υπηρεσιών δικηγόρου περιλαμβάνετο στα δύο Έντυπα που του είχαν παραδοθεί και τα οποία ο Κατηγορούμενος 1 είχε υπογράψει. Αντιλαμβανόμαστε ότι ο συνήγορος αντλεί επιχείρημα από τη δευτερεύουσα πρόταση και κυρίως από τη φράση «δεν έχω λεφτά». Πλην όμως αυτή η δευτερεύουσα φράση δεν μπορεί και δεν αναιρεί την πρωτεύουσα και ευθεία απάντηση του σε σχέση με το ζητούμενο. Η κοινή λογική υποστηρίζει πως όταν κάποιος ερωτάται ειδικά για κάτι και απαντά ότι «[Σ]το παρόν στάδιο δεν επιθυμώ κάτι τέτοιο» τότε σημαίνει πως δεν το θέλει.
Όπως προκύπτει από τη Νομολογία, το ζήτημα εξετάζεται ως προς τυχόν επηρεασμό της δίκαιης δίκης. Θεωρούμε ότι δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μας που να οδηγεί σε παράβαση του εν λόγω δικαιώματος, ούτε σε κατάληξη ότι η ανακριτική κατάθεση λήφθηκε με τρόπο που να την καθιστά παράνομη.
Κατ’ επέκταση δεν υπάρχει έρεισμα στους Λόγους Έφεσης 6 και 7.
Δίκη Εντός Δίκης 2
Η δεύτερη δίκη εντός δίκης αφορούσε στην κατάθεση ως τεκμηρίου της Έκθεσης του Μ.Κ.7 του Δικανικού Δικαστηρίου Ηλεκτρονικών Δεδομένων.
Για σκοπούς εξέτασης των Λόγων Έφεσης 1 έως 5 στην Έφεση αρ. 7/24, καθώς και των Λόγων Έφεσης 4 και 5 στην Έφεση αρ. 11/24, κρίνεται χρήσιμη η εξέταση των εγειρόμενων ζητημάτων με τη χρονολογική σειρά των γεγονότων, όπως αυτά προκύπτουν από την πρωτόδικη Απόφαση.
· Στις 6.12.2018 ανατέθηκε στην Μ.Κ.1 για διερεύνηση πληροφορία που είχε ληφθεί από την Europol (Τεκμήρια 2 και 3), σύμφωνα με την οποία ο χρήστης του ΙΡ Address xxx.xxx.xxx.224 (εφεξής το «ΙΡ») στις 5.11.2018 ανέβασε στον λογαριασμό του στην εφαρμογή One Drive, αρχείο με υλικό παιδικής πορνογραφίας.
· Η Μ.Κ.1 προέβη σε διαδικτυακή έρευνα στην ιστοσελίδα Domain Dossier και διαπίστωσε ότι το ΙΡ ανήκει στην εταιρεία EPIC (Τεκμήριο 5).
· Στις 11.2.2019 στο πλαίσιο αίτησης με αρ. 48/19 εξεδόθη διάταγμα με το οποίο η προαναφερόμενη εταιρεία διατάχθηκε να παρέχει στην Αστυνομία τα στοιχεία του κατόχου / χρήστη του ΙΡ για τη συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα (Τεκμήριο 6).
· Η EPIC με επιστολή ημερ. 1.3.2019 ενημέρωσε την Αστυνομία ότι κατά τη συγκεκριμένη μέρα και ώρα ο χρήστης του ΙΡ ήταν ο Κατηγορούμενος 1 στη διεύθυνση διαμερίσματος στη Λάρνακα (Τεκμήριο 7).
Ο Κατηγορούμενος 2 με τον Λόγο Έφεσης 5 στην Ποιν. Εφ. 11/24 εισηγείται ότι το Κακουργοδικείο θα έπρεπε να είχε αποκλείσει την πιο πάνω μαρτυρία που αφορά στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα στη βάση της απόφασης Αναφορικά με την αίτηση του Χατζηιωάννου, Πολ. Αίτ. 97/18 κ.ά., ημερ. 27.10.2021.
Αποφασίζοντας επί σχετικής ένστασης που υποβλήθηκε πρωτόδικα, το Κακουργοδικείο κατέληξε ότι, εφόσον το Διάταγμα Παροχής Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων σε συμμόρφωση με το οποίο παρασχέθηκε η πληροφορία από την EPIC δεν είχε προσβληθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν παρείχετο ευχέρεια στο ίδιο το Κακουργοδικείο να κρίνει τη νομιμότητα του.
Εν πρώτοις θα πρέπει να λεχθεί ότι η Χατζηιωάννου (πιο πάνω) αφορούσε στα Άρθρα 3, 6, 7, 8, 9, 10 και 13 του Ν.183(Ι)/07, ενώ η αίτηση για παροχή δεδομένων Τεκμήριο 6 στηρίχθηκε στο Άρθρο 4(4) του ιδίου Νόμου. Δεν ευσταθεί, συνεπώς, η θέση του Κατηγορούμενου 2 ότι είναι δυνάμει των Άρθρων που κηρύχθηκαν ότι αντιβαίνουν στην ενωσιακή νομοθεσία και νομολογία που εκδόθηκε το Διάταγμα Παροχής Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων. Ειδικότερα, όμως, εκείνο που κρίθηκε μεμπτό στην Χατζηιωάννου ήταν οι πρόνοιες για γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση τηλεπικοινωνιακών δεδομένων χωρίς περιορισμούς.
Παρόμοια επιχειρήματα με αυτά που προβάλλει ο Κατηγορούμενος 2 εξετάστηκαν στην απόφαση Αναφορικά με την αίτηση του Ν.Μ., Πολ. Αίτ. 124/22, ημερ. 14.2.2023, ECLI:CY:AD:2023:D50, όπου λέχθηκαν τα εξής, με τα οποία συμφωνούμε:
«Με δοσμένη την εστίαση των μερών (και) στις Διευθύνσεις IP, κρίνω δόκιμη τη μνεία στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Ησαΐα και Άλλου (2014) 1(B) Α.Α.Δ. 1445, 1456-1458 («η Ησαΐα»), όπου η πλειοψηφία της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξήγησε πως οι Διευθύνσεις IP - που αποτελούν δεδομένο εν τη εννοία του Άρθρου 2(1), Ν.183(Ι)/07 - δεν συγκροτούν προσωπικό δεδομένο του χρήστη αλλά ανήκουν στον παροχέα και ότι μόνο αν ο παροχέας δώσει τα στοιχεία τού χρήστη για τις Διευθύνσεις IP κατά τον κρίσιμο χρόνο, τούτες καθίστανται προσωπικό δεδομένο τού χρήστη αναφορικώς προς τα στοιχεία αυτά αφού οδηγούν στην αποκάλυψη του. Εξού και η αναγκαιότητα υποβολής αίτησης στο Δικαστήριο.
…………
Η Ησαΐα - καίτοι αναφέρθηκε στην Χατζηιωάννου - δεν φαίνεται να ανατράπηκε από αυτή. Τούτο, τουλάχιστον, κατά τις αρχές που περιστοιχίζουν την αποκλειστική (έναντι άλλων εθνικών πρωτόδικων ή πρωτοβάθμιων δικαιοδοσιών) δυνατότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου να ανατρέπει προγενέστερες αποφάσεις του (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σταύρου, Π.Ε. 317/20, ημ. 17.2.21, ECLI:CY:AD:2021:A77, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων, Αναφορά 4/18, ημ. 19.3.19, Γουότς και Άλλων ν. Λαούρη και Άλλων (2014) 1(Α) Α.Α.Δ 1401, 1425-1433, Βύρωνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 77, 85-88).
Τα επιχειρήματα του Αιτητή περί αντισυνταγματικότητας δεν εμφανίζονται να αντλούν ερείσματα από τη νομολογία - συμπεριλαμβανομένης της Χατζηιωάννου - ιδίως από όσα ο Αιτητής υποβάλλει ως λόγους αντισυνταγματικότητας αφού στη βάση των φερόμενων γεγονότων στα οποία στηρίχθηκε το Κατώτερο Δικαστήριο για να εκδώσει το Διάταγμα, η διεργασία που το Κατώτερο Δικαστήριο ακολούθησε φαίνεται (ως εκ της φύσης των αδικημάτων), να καλύπτεται από το Άρθρο 17.2(Γ) του Συντάγματος, το οποίο διαλαμβάνει ότι δεν χωρεί επέμβαση στην άσκηση τού δικαιώματος του απορρήτου της αλληλογραφίας και επικοινωνίας εκτός και αν η επέμβαση επιτρέπεται κατά τον νόμο « ... [κ]ατόπιν δικαστικού διατάγματος, που εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, για τη διερεύνηση ή δίωξη σοβαρού ποινικού αδικήματος για το οποίο προβλέπεται, σε περίπτωση καταδίκης, ποινή φυλάκισης πέντε ετών και άνω και η επέμβαση αφορά πρόσβαση στα σχετικά με ηλεκτρονική επικοινωνία δεδομένα κίνησης και θέσης και στα συναφή δεδομένα που είναι αναγκαία για την αναγνώριση του συνδρομητή ή και του χρήστη».
Συνακολούθως - και όσο τούτο μπορεί να εισφερθεί εδώ ως γνώμονας κρίσης τής νομιμότητας του Διατάγματος - η αντίστοιχη θέση του Αιτητή δεν μπορεί να γίνει δεκτή, μια και η έκδοση του Διατάγματος παρουσιάζεται να εμπίπτει εντός της πιο πάνω επιφύλαξης στο Άρθρο 17.2(Γ) του Συντάγματος.
Υπό παρόμοιο φακό (και εκ συμπαθείας), την ίδια κατάληξη έχουν και οι άλλες προτάσεις του Αιτητή για υποτιθέμενη παραβίαση των Άρθρων 15 και 19 του Συντάγματος.
…………….
Εισέρχομαι στα περί της ενωσιακής ασυμβατότητας.
Η Χατζηιωάννου σε αντίθεση με την Ησαΐα επιλήφθηκε την αντισυμβατότητα συγκεκριμένων άρθρων του Ν.183(Ι)/07 προς την εφαρμοστέα ενωσιακή τάξη, και ειδικότερα προς την Οδηγία 2002/58/ΕΚ καθώς και προς τις αρχές που τέθηκαν στις Tele2 Sverige AB and Others v. Secretary of State for the Home Department and Watson and Others [2016] EUECJ C-203/15 (21 December 2016) («η Tele2») και La Quadrature du Net and Others v. Premier Ministre and Others [2020] EUECJ C-512/18 and C-520/18 (6 October 2020) («η La Quadrature»).
………………
Συνεκτιμώντας τις παραπάνω νομοθετικές και νομολογιακές προβλέψεις - ενωσιακές και εθνικές - θεωρώ με κάθε σεβασμό ότι η προσέγγιση στην παρούσα, και κατ' επέκταση η κρίση επί της νομιμότητας (ή όχι) του Διατάγματος, θα πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των προαναφερθεισών προνοιών τής Οδηγίας 2002/58/ΕΚ, συνταιριαζόμενων προς ανάλογες αναφορές στον Χάρτη, αλλά και στη σαφή νομολογία του ΔΕΕ για τις Διευθύνσεις ΙΡ και την επίδραση τους στον μόχθο εξουδετέρωσης της παιδικής πορνογραφίας (διαδικτυακής και άλλης).
Η Χατζηιωάννου δεν εξέτασε ευθέως τη συμβατότητα των επίδικων προνοιών τού Νόμου 183(Ι)/07 με την ενωσιακή νομοθεσία και νομολογία για τις Διευθύνσεις ΙΡ - πόσω μάλλον με έμφαση στα αδικήματα παιδικής πορνογραφίας - αφού τα εκεί διατάγματα συνδέονταν με τη διατήρηση αλλιώτικης μορφής τηλεπικοινωνιακών δεδομένων από τα πλείστα εκ των κειμένως επίδικων.
Επομένως, η τώρα εξεταζόμενη περίπτωση, φαίνεται να διαφέρει ουσιωδώς από εκείνη στην Χατζηιωάννου, πλην μίας αίρεσης στην οποία θα αναφερθώ κατωτέρω (και η οποία δεν αφορά στις Διευθύνσεις ΙΡ).
Πέραν τούτου - και έχει και αυτό την αξία του στα πράγματα - υπογραμμίζεται πως ο έλεγχος της συμβατότητας των Άρθρων 3, 6-10 και 13, Ν.183(Ι)/07 προς το εν γένει ενωσιακό δίκαιο, συνθέτει έλεγχο για την προτεραιότητα εφαρμογής των αντιστοίχων ενωσιακών προβλέψεων και όχι στον έλεγχο ισχύος των άρθρων αυτών ως εθνικών νομοθετικών προνοιών (Filipiak v. Poznaniu [2009] EUECJ C-314/08 (19 November 2009), Ministero delle Finanze v. IN.CO.GE. 90 Srl and Others90 Srl and Others [1998] EUECJ C-10/97 (22 October 1998)).
Με αυτό το συλλογιστικό υπόβαθρο, η δικαστική κρίση στην Χατζηιωάννου για το μη συμβατό των Άρθρων 3, 6-10 και 13, Ν.183(Ι)/07 - και ιδίως του Άρθρου 6(β)(i)-(iii), Ν.183(Ι)/07 (που ενδιαφέρει τα περί νομιμότητας του Διατάγματος), με το Άρθρο 4, Ν.183(Ι)/07 να μένει άμεσα ανέγγιχτο από την Χατζηιωάννου - δεν θα μπορούσε, ως ζήτημα αρχής, να οδηγήσει σε συμπέρασμα άρσης της ισχύος (ή άλλως ακύρωσης) των υπό αναφορά άρθρων, παρά μόνο σε κατάληξη περί μη εφαρμογής τους.
Των ως άνω, δοθέντων, αναφύεται ότι το Άρθρο 15.1, Οδηγία 2002/58/ΕΚ, ερμηνευμένο υπό τον φακό των Άρθρων 7, 8, 11 και 52(1) του Χάρτη, επιτρέπει στον εθνικό νομοθέτη να θεσπίζει μέτρα για την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας - όπως η γενική και αδιάκριτη διατήρηση Διευθύνσεων ΙΡ οι οποίες αποδίδονται στην πηγή της σύνδεσης - για χρονικό διάστημα περιοριζόμενο στο απολύτως αναγκαίο δεδομένου πως τα μέτρα διασφαλίζουν (με σαφείς και ακριβείς κανόνες) πως η διατήρηση των δεδομένων εξαρτάται από την τήρηση των σχετικών προς τούτο ουσιωδών και τυπικών προϋποθέσεων, και ότι τα πρόσωπα στα οποία αφορούν τα δεδομένα, διαθέτουν αποτελεσματικές εγγυήσεις έναντι των όποιων κινδύνων κατάχρησης.
Προκύπτει επίσης από τον Ν.183/(Ι)/07 - και την αναφορά στους σχετικούς μηχανισμούς στην Χατζηιωάννου (σε απόσπασμα που παρέθεσα προηγουμένως) - ότι ο εθνικός νομοθέτης επιβάλλει στους παρόχους υπηρεσιών, με στόχευση την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας (όπως η παιδική πορνογραφία), γενική και άνευ διάκρισης διατήρηση των Διευθύνσεων IP για την ελάχιστη χρονική περίοδο των 6 μηνών - που οριοθετεί ανάμεσα σε άλλα και η Οδηγία 2002/58/ΕΚ - με σαφείς και ακριβείς, ως φαίνεται σε αυτό το στάδιο, κανόνες που κατοχυρώνουν ότι η διατήρηση των δεδομένων εξαρτάται από την τήρηση των προβλεπόμενων νομοθετικών προϋποθέσεων και πως κατά βάσιν τα δεδομένα προστατεύονται καλώς έναντι πιθανών κινδύνων κατάχρησης.
Τα επίδικα άρθρα του Ν.183/(Ι)/07 - όσον τούτο μπορεί να λεχθεί εδώ - δεν παρουσιάζονται ασύμβατα προς το ενωσιακό δίκαιο».
Επισημαίνεται περαιτέρω ότι δεν τέθηκε οτιδήποτε από πλευράς Κατηγορουμένου 2 κατά την αντεξέταση της Μ.Κ.1 όσον αφορά στον χρόνο για τον οποίο διατηρήθηκαν τα δεδομένα από την πάροχο υπηρεσιών.
Ως εκ των πιο πάνω ο Λόγος Έφεσης 5 της Ποιν. Έφ. 11/24 δεν ευσταθεί.
Ακολούθησαν τα εξής:
· Στις 7.3.2019 εξεδόθη Ένταλμα Έρευνας (εφεξής «Ε.Ε.») της οικίας και υποστατικών του Κατηγορούμενου 1 στη Λάρνακα για την ανεύρεση ηλεκτρονικών υπολογιστών ή άλλων μέσων αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων που περιέχουν δεδομένα τα οποία αφορούν στα υπό διερεύνηση αδικήματα (Τεκμήριο 18). Η νομιμότητα του Ε.Ε. δεν αμφισβητείται από τους Κατηγορούμενους.
· Η εκτέλεση του Ε.Ε. έλαβε χώρα στις 9.3.2019 στο πλαίσιο της οποίας κατασχέθηκαν συσκευές που περιελάμβαναν δύο ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τέσσερεις εξωτερικούς σκληρούς δίσκους και δύο κινητά τηλέφωνα ιδιοκτησίας του Κατηγορούμενου 1 και ένα κινητό τηλέφωνο στην κατοχή του Κατηγορούμενου 2. Κατά την έρευνα οι Κατηγορούμενοι ρωτήθηκαν και για τον λογαριασμό με όνομα χρήστη «madbois2», ο οποίος αναρτούσε υλικό στην εφαρμογή «ΚΙΚ» (πλατφόρμα ανταλλαγής μηνυμάτων αρχείων εικόνας και βίντεο) σε σχέση με τον οποίο διερευνάτο και άλλη πληροφορία παρόμοιας φύσης, και παραδέχτηκαν ότι είναι δικός τους.
· Ο Μ.Κ.7 διενήργησε αριθμό προκαταρκτικών ελέγχων, μεταξύ των οποίων οι πιο κάτω (σε σχέση με τεκμήρια επί των οποίων ανευρέθηκε σχετικό υλικό):
o Κατά την εκτέλεση του Ε.Ε. στις 9.3.2019, στο κινητό τηλέφωνο που ήταν στην κατοχή του Κατηγορούμενου 2 με ΙΜΕΙ …100, όπου εντόπισε εγκατεστημένη την εφαρμογή Dropbox στην οποία υπήρχαν αποθηκευμένα αρχεία εικόνας και βίντεο σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων.
o Κατά την εκτέλεση του Ε.Ε., συνδέθηκε με τον δρομολογητή (modem-router) του συγκεκριμένου διαμερίσματος όπου διαπίστωσε ότι είχε ενεργή σύνδεση στο διαδίκτυο με το ΙΡ …224.
o Σε δύο υπολογιστές (μάρκας ΗΡ και Lenovo) και στους τρεις εξωτερικούς σκληρούς δίσκους προέβη αργότερα την ίδια μέρα στο εργαστήριο του στη δημιουργία δικανικών αντιγράφων του περιεχομένου τους, τα οποία αποθήκευσε. Ο σκληρός δίσκος Western Digital παραδόθηκε στις 10.4.2019 στον Μ.Κ.6 για επιδιόρθωση του προβλήματος και εξαγωγής των δεδομένων. Δικανικό αντίγραφο του περιεχομένου αυτού έγινε μεταξύ 10.5.2019 - 12.5.2019.
o Στις 11.3.2019 προέβη σε διαδικασία δικανικής εξαγωγής του περιεχομένου των κινητών τηλεφώνων και των sim card τους και τα αποθήκευσε. Ταυτόχρονα έγινε και η αυτοματοποιημένη ανάλυση του περιεχομένου τους.
o Στις 11.3.2019 προέβη σε αυτοματοποιημένη ανάλυση όλων των αρχείων εικόνας και βίντεο από τον φορητό υπολογιστή Lenovo και της εσωτερικής του μνήμης αποθήκευσης, εξήγαγε όλα τα αρχεία εικόνας και βίντεο και προέβη σε αυτοματοποιημένη ανάλυση τους ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσον εντοπίζονται οποιαδήποτε που να σχετίζονται με σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων.
o Στις 13.3.2019 επισκέφτηκε συνδέσμους που βρέθηκαν στο κινητό τηλέφωνο του Κατηγορούμενου 1 με ΙΜΕΙ …956 και είχαν αποσταλεί από το κινητό του Κατηγορουμένου 2, που περιείχαν μεγάλους αριθμούς αρχείων εικόνας και βίντεο σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων. Κατά τον έλεγχο μηνυμάτων (sms) εντόπισε μηνύματα με ανταλλαγή συνδέσμων.
o Η ίδια διαδικασία και ημερομηνίες ακολουθήθηκαν και για το κινητό τηλέφωνο που ήταν στην κατοχή του Κατηγορουμένου 2 με ΙΜΕΙ …100.
o Στις 13.3.2019 με τη συγκατάθεση του Κατηγορούμενου 1 συνδέθηκε με την υπηρεσία Degoo με τη χρήση του λογαριασμού kavlaros27a@gmail.com και προέβηκε σε αποθήκευση αντιγράφου ασφαλείας του λογαριασμού. Η διαδικασία αντιγραφής συνέχισε μέχρι τις 27.3.2019, ημερομηνία κατά την οποία προέβη και σε αυτοματοποιημένη ανάλυση του περιεχομένου του πιο πάνω αντιγράφου και εξήγαγε όλα τα αρχεία εικόνας και βίντεο τα οποία αποθήκευσε.
o Στις 11.3.2019 με τη συγκατάθεση του Κατηγορούμενου 2 συνδέθηκε με τον λογαριασμό του στο Dropbox με τη χρήση της ηλεκτρονικής διεύθυνσης kipreos21@hotmail.com και τον κωδικό πρόσβασης που του δόθηκε από τον Κατηγορούμενο 2 και αποθήκευσε αντίγραφο των δεδομένων. Η ίδια διαδικασία ακολουθήθηκε με τον λογαριασμό του στο Google Drive με τη χρήση της ηλεκτρονικής διεύθυνσης Matthew2672@gmail.com και τον κωδικό πρόσβασης που του δόθηκε από τον Κατηγορούμενο 2.
· Στις 15.3.2019 στο πλαίσιο της αίτησης με αρ. 119/19 εξεδόθη διάταγμα με το οποίο διατάχθηκε όπως μέλη της Αστυνομίας «…αποκτήσουν πρόσβαση, επιθεωρήσουν και λάβουν όσα δεδομένα αποτελούν καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας…» από τα τεκμήρια που κατασχέθηκαν στο πλαίσιο εκτέλεσης του Εντάλματος Έρευνας και «αποκτήσουν πρόσβαση στα δεδομένα…τα οποία εύλογα πιστεύεται ότι βρίσκονται καταγεγραμμένα ή περιέχονται στα δεδομένα…». Διατάχθηκε όπως η εκτέλεση του διατάγματος πραγματοποιηθεί εντός 30 ημερών από την έκδοση του (Τεκμήριο 25).
Με τις Εφέσεις προβάλλεται η θέση ότι ο προκαταρκτικός έλεγχος που διενεργήθηκε από τον Μ.Κ.7 στις πιο πάνω συσκευές κατά την εκτέλεση του Ε.Ε. και η εξαγωγή δεδομένων από αυτές που έγιναν πριν την έκδοση του Διατάγματος Πρόσβασης στις 15.3.2019, αποτελούν μαρτυρία που λήφθηκε κατά παράβαση του Συνταγματικού δικαιώματος των Κατηγορουμένων 1 και 2 στο απόρρητο της ιδιωτικής τους επικοινωνίας, με αποτέλεσμα να συμπαρασύρουν την ανακριτική κατάθεση του Κατηγορούμενου 1 και τη σύλληψη του Κατηγορουμένου 2 σε ακυρότητα.
Εν πρώτοις θα πρέπει να λεχθεί ότι Ε.Ε. εκδίδεται, σύμφωνα με το Άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, όταν ο Δικαστής ικανοποιείται, μεταξύ άλλων, ότι σε συγκεκριμένο τόπο υπάρχει οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος. Η πιο πάνω Νομοθετική πρόνοια συνδέει τα αντικείμενα που εύλογα πιστεύεται ότι συνδέονται με ποινικό αδίκημα με τον τόπο για τον οποίο ζητείται το Ε.Ε. και όχι με το πρόσωπο συγκεκριμένου υπόπτου (βλ. Αναφορικά με την αίτηση του Α.Γ., Πολ. Έφ. 15/24, ημερ. 17.10.2024, Αναφορικά με την αίτηση της Εταιρείας Ο.Π.Α.Π. Κύπρου Λτδ, Πολ. Έφ. 133/18, ημερ. 17.12.2018, Αναφορικά με την αίτηση του Γ.Ε., Πολ. Αίτ. 9/24, ημερ. 25.1.2024), ενώ συσχετίζει και το αντικείμενο με το υπό διερεύνηση αδίκημα (βλ. Αναφορικά με την αίτηση του Ι. Παύλου, Πολ. Αίτ. 114/20, ημερ. 20.10.2020, ECLI:CY:AD:2020:D356). Το Ε.Ε. εκδίδεται ακριβώς με σκοπό την ανεύρεση του πράγματος που αναζητείται.
Είναι απαραίτητο η εκτέλεση τέτοιων Ε.Ε. να μη γίνεται με τρόπο ανεξέλεγκτο που να οδηγεί σε κατάσχεση αντικειμένων τα οποία να μην εμπίπτουν στην εμβέλεια του Άρθρου 27 του Κεφ. 155, εν όψει και των συνταγματικών δικαιωμάτων ατόμων, ειδικότερα των προστατευόμενων από τα Άρθρα 15, 16 και 17 του Συντάγματος. Τα αντικείμενα που επιτρέπεται να κατασχεθούν είναι αυτά που προσδιορίζονται στο Ένταλμα. Όπως λέχθηκε στην απόφαση Αναφορικά με την αίτηση της CBD Oil Shop Ltd, Πολ. Αίτ. 81/23, ημερ. 11.7.2023:
«Είναι, βεβαίως, επιβεβλημένο να υπάρχει στο ένταλμα συγκεκριμένη περιγραφή των πραγμάτων και αντικειμένων τα οποία η Αστυνομία μπορεί να εντοπίσει και να παραλάβει στον υπό έρευνα χώρο, ούτως ώστε να μην παρέχεται «ανεπίτρεπτα ευρεία διακριτική εξουσία» ως προς το τι είναι δυνατό να αναζητηθεί και να παραληφθεί (βλ. ERA CYPRUS LTD και Αντρέα Αντωνίου (2008) 1 Α.Α.Δ. 1051».
Έχοντας κατά νουν τα πιο πάνω μας βρίσκει σύμφωνους η κατάληξη του Κακουργοδικείου ότι «…ως λογικό επακόλουθο της έρευνας στις 9.3.2019 και κατάσχεσης των ηλεκτρονικών αντικειμένων και εφόσον το περιεχόμενο τους δεν ήταν ορατό στην όψη τους, ο μάρτυρας θα έπρεπε να έχει πρόσβαση σε αυτά…με τα απαραίτητα μέσα και εργαλεία, έτσι ώστε να δει κατά πόσο το περιεχόμενο τους αφορούσε παιδική πορνογραφία για να μπορούν οι ανακριτικές αρχές να προχωρήσουν στις επόμενες ενέργειες τους και που ήταν η σύλληψη των κατηγορουμένων». Κάτι τέτοιο, εξάλλου, διασφαλίζει ότι η Αστυνομία δεν θα προβεί σε ανεξέλεγκτη κατάσχεση αντικειμένων στο πλαίσιο εκτέλεσης Ε.Ε.
Επιπλέον θέση του Μ.Κ.7 ήταν ότι κατά το χρόνο εκτέλεσης του Ε.Ε. εκείνο που ήλεγξε ήταν μόνο αρχεία εικόνας και βίντεο και όχι επικοινωνία. Στον περί της Προστασίας του Απόρρητου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμο, Ν.92(Ι)/96 η «ιδιωτική επικοινωνία» και το «καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας» ορίζονται στο Άρθρο 2 ως ακολούθως:
«“ιδιωτική επικοινωνία” σημαίνει οποιαδήποτε προφορική ή γραπτή ή άλλης μορφής επικοινωνία ή οποιαδήποτε τηλεπικοινωνία ή ηλεκτρονική επικοινωνία γίνεται από πρόσωπο κάτω από περιστάσεις κατά τις οποίες είναι λογικό το πρόσωπο αυτό να αναμένει ότι δε θα υποκλαπεί ή θα παρακολουθηθεί από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, εκτός από εκείνο το οποίο σκοπείται να λάβει την επικοινωνία αυτή και περιλαμβάνει τη ραδιοεπικοινωνία και την ενσύρματη επικοινωνία˙
«καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας” σημαίνει περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας οποιασδήποτε μορφής, το οποίο βρίσκεται καταγεγραμμένο ή αποθηκευμένο σε οποιοδήποτε έγγραφο, συσκευή ή αντικείμενο και περιλαμβάνει επικοινωνία καταγεγραμμένη σε επιστολές, ηλεκτρονικά μηνύματα και μηνύματα μέσω υπηρεσίας σύντομων μηνυμάτων (sms) ή μέσω υπηρεσίας μηνυμάτων πολυμέσων (mms) ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (emails) ή άλλων μηνυμάτων διαδικτύου»·
Μάλιστα στο Άρθρο 21(2) του Ν.92(Ι)/96 προβλέπεται ότι αίτηση για πρόσβαση ή επιθεώρηση σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο επικοινωνίας, υποβάλλεται:
«(2)…. αναφορικά με περιεχόμενο επικοινωνίας, που βρίσκεται καταγεγραμμένο σε έγγραφα ή σε συσκευές ή σε αντικείμενα που έχουν περιέλθει ή πρόκειται να περιέλθουν στην κατοχή της Αστυνομίας ή οποιουδήποτε ανακριτή, κατόπιν εκτέλεσης δικαστικού εντάλματος έρευνας…».
Είναι σαφές από τα πιο πάνω ότι αντικείμενο προστασίας, κατά τη βούληση του νομοθέτη, είναι η ίδια η «επικοινωνία» μεταξύ πολιτών (προφορική, γραπτή ή άλλη) και όχι πράγματα τα οποία, χωρίς να παρέχουν κάποια πληροφορία για επικοινωνία οποιουδήποτε πολίτη με άλλον, ενδεχομένως φυλάσσονται οπουδήποτε (π.χ. σε οικία, γραφείο, αυτοκίνητο, σκληρούς δίσκους, συσκευές, usb κ.λπ). Αρχεία εικόνας και βίντεο που βρίσκονται αποθηκευμένα σε συσκευές δεν αποτελούν επικοινωνία στο πλαίσιο των πιο πάνω διατάξεων. Στο σύγγραμμα Ατομικά & Κοινωνικά Δικαιώματα, 5η αναθεωρημένη έκδοση, (2023), Κώστας Χ. Χρυσογόνος, σε σχέση με την προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας που κατοχυρώνει το Άρθρο 19 του Συντάγματος της Ελλάδας, αναφέρεται ότι, σελ. 391:
«..ο σκληρός δίσκος υπολογιστή δεν αποτελεί, καθεαυτός, στοιχείο επικοινωνίας και άρα ο,τιδήποτε βρίσκεται αποθηκευμένο εκεί και δεν αναφέρεται σε κάποιας μορφής ανταπόκριση ή επικοινωνία του κατόχου του υπολογιστή με τρίτα πρόσωπα δεν εμπίπτει στην προστατευτική σφαίρα του απορρήτου …».
Συνεπώς η ενέργεια του Μ.Κ.7 να προβεί σε σύνδεση σκληρού δίσκου με υπηρεσιακό Η/Υ με σκοπό τον προκαταρκτικό έλεγχο του περιεχομένου του δεν εμπίπτει σε αυτά για τα οποία απαιτείται εκ των προτέρων η έκδοση διατάγματος πρόσβασης βάσει του Άρθρου 21 του Ν.92(Ι)/96. Ομοίως, στο στάδιο εκτέλεσης του Ε.Ε., ο προκαταρκτικός έλεγχος που έγινε στα κινητά τηλέφωνα και που περιορίστηκε σε αποθηκευμένα αρχεία εικόνας και βίντεο. Χωρίς εμπλοκή οποιασδήποτε ιδιωτικής επικοινωνίας. Ούτε απαιτείτο η συγκατάθεση του Κατηγορουμένου 2, ως ισχυρίζεται, για να γίνει ο πιο πάνω έλεγχος αφού επρόκειτο για αντικείμενο το οποίο περιλαμβάνετο στο Ε.Ε. Με την προκαταρκτική διαπίστωση ύπαρξης υλικού παιδικής πορνογραφίας στο κινητό του Κατηγορουμένου 2 ακολούθησε ως λογικό και νόμιμο επακόλουθο η σύλληψη του για αυτόφωρο αδίκημα.
Η δημιουργία δικανικού αντιγράφου καθώς και η διαδικασία δικανικής εξαγωγής που έλαβε χώρα σε σχέση με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τους σκληρούς δίσκους και τα αρχεία εικόνας και βίντεο που εντοπίστηκαν στα κινητά, η οποία έγινε στο εργαστήριο του Μ.Κ.7 μεταξύ 9.3.2019 και 11.3.2019, ήταν επιτρεπτή στο πλαίσιο εκτέλεσης του Ε.Ε. Όπως λέχθηκε πολύ πρόσφατα στην απόφαση Αναφορικά με την αίτηση της Αρετής Χαριδήμου κ.ά., Πολ. Αίτ. 146/25, ημερ. 8.10.2025, όπου και εκεί στο πλαίσιο εκτέλεσης Ε.Ε. έγινε εξαγωγή δεδομένων από υπολογιστές και αυτοματοποιημένη ανάλυση χωρίς να γίνει φυσική επιθεώρηση από οποιοδήποτε πρόσωπο:
«Ως ορθώς δε επισημαίνεται εκ μέρους των Καθ’ων η Αίτηση, άλλο είναι η δυνατότητα εξαγωγής δεδομένων από ηλεκτρονικούς υπολογιστές και άλλο η πρόσβαση και επεξεργασία σε ηλεκτρονικά δεδομένα. Στην υπό συζήτηση περίπτωση δεν υπήρξε επιδίωξη ως προς το δεύτερο, ούτε, βεβαίως, το Κατώτερο Δικαστήριο εξουσιοδότησε την πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας με βάση τα διαλαμβανόμενα στο Νόμο 92(Ι)/1996.
Δεν πρέπει δε να διαλανθάνει της προσοχής μας πως ο ίδιος ο Νόμος 92(Ι)/1996 αναφέρεται στη δυνατότητα πρόσβασης σε έγγραφα ή συσκευές ή σε αντικείμενα που έχουν ήδη περιέλθει στην κατοχή της Αστυνομίας δυνάμει και κατόπιν εκτέλεσης σχετικού εντάλματος έρευνας. Στο στάδιο δεν που οι ανακριτικές αρχές αιτούνται ένταλμα έρευνας για την ύπαρξη συγκεκριμένων εγγράφων, δεν μπορούν να γνωρίζουν επακριβώς το είδος και το περιεχόμενο αλληλογραφίας για να μπορούν να αιτηθούν αυτά που ο Νόμος 92(Ι)/1996 προνοεί (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση των 1.Ανδρέας Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ κ.α., Πολιτική Έφεσης Αρ. 337/2021, ημερ. 1/3/2023, ECLI:CY:AD:2023:A72)».
Σημειώνουμε ότι η πρόσβαση στις υπηρεσίες Degoo, Dropbox και GoogleDrive έγινε με τη συγκατάθεση των Κατηγορουμένων 1 και 2.
Για σκοπούς πληρότητας αναφέρουμε ότι τα όσα ανευρέθηκαν στις εφαρμογές ανταλλαγής μηνυμάτων WhatsApp και WhatsApp Messenger διαφοροποιούνται από τα πιο πάνω, αφού αυτά αποτελούν ιδιωτική επικοινωνία μεταξύ των δύο Κατηγορουμένων. Δυνάμει του Ε.Ε. τα κινητά μπορούσαν να κατασχεθούν. Η όποια πρόσβαση και επεξεργασία εντός των εφαρμογών ανταλλαγής μηνυμάτων, όμως, μπορούσε να λάβει χώρα μόνο κατόπιν έκδοσης του σχετικού Διατάγματος Πρόσβασης και μέσα στον χρόνο που προβλέπεται σε αυτό. Ορθά, λοιπόν, το Κακουργοδικείο απέκλεισε τη μαρτυρία που αφορούσε στο WhatsApp και στο WhatsApp Messenger.
Με τον Λόγο Έφεσης 5 στην Ποιν. Έφ. 7/24, το επιχείρημα εκτείνεται στις ενέργειες που έκανε ο Μ.Κ.7 μετά τον χρόνο που προβλεπόταν στο Διάταγμα Πρόσβασης. Οι ενέργειες αυτές περιλαμβάνουν εξετάσεις που έγιναν επί του περιεχομένου των δικανικών αντιγράφων και δικανικής εξαγωγής που λήφθηκαν από τους Η/Υ και τον εξωτερικό δίσκο Western Digital, την προεπισκόπηση των αρχείων εικόνας και βίντεο στο κινητό του Κατηγορούμενου 1 με ΙΜΕΙ ….956 και στο κινητό που κατείχε ο Κατηγορούμενος 2 με ΙΜΕΙ ….100 και την προεπισκόπηση των αρχείων εικόνας και βίντεο στο Degoo, Dropbox και GoogleDrive που έγιναν στις 27.7.2019.
Είναι γεγονός ότι στο Διάταγμα Τεκμήριο 25, ημερ. 15.3.2019 αναφέρονται τα εξής:
«Η εκτέλεση του παρόντος Δικαστικού Εντάλματος να πραγματοποιηθεί σε χρονικό διάστημα που είναι απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου του και εν πάση περίπτωση εντός 30 ημερών».
Ο περιορισμός αυτός, φυσικά, εφαρμόζεται μόνο στα όσα αφορά το Διάταγμα. Όπως έχει λεχθεί πιο πάνω, αρχεία εικόνας και βίντεο που βρίσκονται αποθηκευμένα σε συσκευές δεν αποτελούν επικοινωνία στο πλαίσιο του Ν.92(Ι)/96. Συνεπώς η πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη του περιεχομένου τέτοιων αρχείων δεν υπόκειται στον χρονικό περιορισμό των 30 ημερών.
Κατ’ επέκταση οι Λόγοι Έφεσης 1 έως 5 της Ποιν. Έφ. 7/24 και οι Λόγοι Έφεσης 4 και 7 της Ποιν. Έφ. 11/24 δεν μπορούν να πετύχουν.
Παραμένουν οι λοιποί Λόγοι που προβάλλει ο Κατηγορούμενος 2. Ειδικότερα, προσβάλλεται αφενός η κατάληξη του Κακουργοδικείου περί γνώσης και κατοχής του πορνογραφικού υλικού από τον Κατηγορούμενο 2 (Λόγοι Έφεσης 1 έως 3) και αφετέρου η κατάληξη του ότι ο ισχυρισμός περί υποκλοπής της αρχικής πληροφορίας είχε τεθεί αόριστα (Λόγος Έφεσης 6). Παρατηρείται ότι ο Λόγος Έφεσης 8 δεν προωθήθηκε με το περίγραμμα του Κατηγορούμενου 2 και άρα δεν θα εξεταστεί. Με τους Λόγους Έφεσης 9 και 10 προσβάλλεται η επιβληθείσα ποινή ως έκδηλα υπερβολική αλλά και ως εσφαλμένη η απόφαση του Κακουργοδικείου να μην την αναστείλει.
Κατοχή
Όλα τα αδικήματα στα οποία καταδικάστηκε ο Κατηγορούμενος 2 εδράζονταν στο Άρθρο 8(1) και (6) του Ν.91(Ι)/14, τα οποία εδάφια προβλέπουν τα εξής:
«Υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού
8.(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 12, όποιος αποκτά ή έχει στην κατοχή του υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη.
(2) ……….
(3) ……….
(4) ……….
(5) ……….
(6) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1) έως (5), όποιος διαπράττει οποιοδήποτε από τα αδικήματα του παρόντος άρθρου όπου το παιδί το οποίο απεικονίζεται στο υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού είναι ηλικίας κάτω των δεκατριών (13) ετών υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου».
Ειδικότερα οι Κατηγορίες 11 και 12 που αφορούσαν στο κινητό του τηλέφωνο, αναφέρονται στην απόκτηση από τον Κατηγορούμενο 2 υλικού παιδικής πορνογραφίας και οι Κατηγορίες 14 έως 17 που αφορούσαν στο Dropbox και το GoogleDrive, αναφέρονται στην κατοχή από τον Κατηγορούμενο 2 υλικού παιδικής πορνογραφίας.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Κατηγορούμενο 2 εισηγείται ότι το Κακουργοδικείο εσφαλμένα έκρινε ότι «…για το ζήτημα της κατοχής ήταν αρκετή η απόδειξη ελέγχου και δυνατότητας πρόσβασης στο αρχείο χωρίς να είναι απαραίτητη η εξέταση της γνώσης περί ύπαρξης και της δυνατότητας πρόσβασης…» σύμφωνα με τη Νομολογία στην Oueiss v. Republic (1987) 2 C.L.R. 49, R v. Porter [2006] EWCA Crim. 560 και Yixian Liu v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 109/22, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:B170.
Είναι καλά νομολογημένο ότι η έννοια της κατοχής δεν περιορίζεται στην άμεση φυσική κατοχή αλλά περιλαμβάνει και τη δυνατότητα ελέγχου (Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 123/15, ημερ. 10.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:B385), πρέπει δε να συνοδεύεται με ταυτόχρονη γνώση της φύσης του αντικειμένου της κατοχής [Oeiss ν. Republic (πιο πάνω)]. Η ύπαρξη ή όχι της γνώσης θα κριθεί από τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης.
Καθοδήγηση δύναται να αντληθεί από το πιο κάτω απόσπασμα από το Σύγγραμμα Blackstone’s Criminal Practice 2016 όπου στις παρ. Β19.23 - Β19.24 παρατίθενται τα εξής ως προς το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί (κατ’ αναλογία με περιπτώσεις κατοχής ναρκωτικών):
“The question, to which an answer is required, and in the end a jury must answer it, is whether in the circumstances the accused should be held to have possession of the substance, rather than mere control. In order to decide between these two, the jury should, in my opinion, be invited to consider all the circumstances — to use again the words of Pollock and Wright — the 'Modes or events' — by which the custody commences and the legal incident in which it is held. By these I mean relating them to typical situations, that they must consider the manner and circumstances in which the substance, or something which contains it, has been received, what knowledge or means of knowledge or guilty knowledge as to the presence of the substance, or as to the nature
of what has been received, he had at the time of receipt or thereafter up to the moment when he is found with it; his legal relation to the substance or package (including his right of access to it). On such matters as these (not exhaustively stated) they must make the decision whether, in addition to physical control, he has, or ought to have imputed to him the intention to possess, or knowledge that he does possess, what is in fact a prohibited substance. If he has this intention or knowledge, it is not additionally necessary that he should know the nature of the substance”.
Η Μ.Κ.1 ανέφερε ότι στο πλαίσιο της έρευνας έγινε προκαταρκτικός έλεγχος του κινητού τηλεφώνου του Κατηγορούμενου 2, οπότε εντοπίστηκαν κάποια αρχεία εικόνας με υλικό σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων. Από τις εξετάσεις που έγιναν κατέληξε ότι πρόσβαση στο συγκεκριμένο κινητό είχαν και οι δύο Κατηγορούμενοι. Στην ανακριτική του κατάθεση Τεκμήριο 22 ο Κατηγορούμενος 2 ανέφερε ότι το συγκεκριμένο κινητό χρησιμοποιούσαν και οι δύο εκτός σε περίπτωση που απουσίαζε από το σπίτι οπότε το χρησιμοποιούσε μόνο ο ίδιος (εννοώντας όταν το είχε μαζί του εκτός σπιτιού).
Ο Μ.Κ.7 ανέφερε ότι στο κινητό τηλέφωνο εντοπίστηκαν 96 αρχεία εικόνας και βίντεο τα οποία δεν ήταν προσβάσιμα από τη συγκεκριμένη συσκευή χωρίς εξειδικευμένο εργαλείο, αφού είχαν βρεθεί αποθηκευμένα σε διαδρομή “thumbnails” όπου αποθηκεύονται οι μικρογραφίες των αρχείων εικόνας που προβάλλονται στη συσκευή τηλεφώνου. Από αυτά, τα 45 περιείχαν σεξουαλική κακοποίηση παιδιών κάτω των 13 ετών. Όπως εξήγησε, όταν κάποιος ανοίξει ένα βίντεο ή μια εικόνα τότε το πρόγραμμα περιήγησης του υπολογιστή (“Browser”) θα φυλάξει αυτά τα αρχεία σε μικρογραφίες σε διαφορετικό χώρο (“Thumbnails”). Τόνισε ότι για να δημιουργηθεί μικρογραφία σημαίνει ότι σε κάποιο χρονικό διάστημα η φωτογραφία ανοίχτηκε. Επιπλέον για τα 96 αυτά αρχεία υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία ότι είχαν τροποποιηθεί μεταξύ των ημερομηνιών 22.1.2019 και 1.2.2019, πράγμα το οποίο υποδηλούσε ότι αυτός ήταν ο χρόνος που έγινε η τελευταία διαμόρφωση και αποθήκευση των αρχείων.
Στο ίδιο κινητό υπήρχαν εγκατεστημένες οι εφαρμογές διαδικτυακών χώρων αποθήκευσης Google Drive, One Drive και Dropbox.
Για σύνδεση με την εφαρμογή Dropbox χρησιμοποιήθηκε η ηλεκτρονική διεύθυνση kipreos21@hotmail.com με κωδικό πρόσβασης που έδωσε στον Μ.Κ.7 ο ίδιος ο Κατηγορούμενος 2. Εκεί εντοπίστηκαν 20 αρχεία εικόνας και 148 αρχεία βίντεο που σχετίζονταν με σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων εκ των οποίων οκτώ αρχεία εικόνας και 84 αρχεία βίντεο περιείχαν σεξουαλική κακοποίηση παιδιών κάτω των 13 ετών.
Για σύνδεση με την εφαρμογή GoogleDrive χρησιμοποιήθηκε η ηλεκτρονική διεύθυνση matthew2672@gmail.com με κωδικό πρόσβασης που έδωσε στον Μ.Κ.7 ο ίδιος ο Κατηγορούμενος 2 μετά που έγινε ανάκτηση μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail). Εκεί εντοπίστηκαν 10 αρχεία εικόνας και 81 αρχεία βίντεο που σχετίζονταν με σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων εκ των οποίων πέντε αρχεία εικόνας και 40 αρχεία βίντεο περιείχαν σεξουαλική κακοποίηση παιδιών κάτω των 13 ετών.
Σημειώνεται ότι στην ανακριτική του κατάθεση ο Κατηγορούμενος 2 είχε δεχθεί ότι τον λογαριασμό kipreos21@hotmail.com τον δημιούργησε ο ίδιος και τον χρησιμοποιούσε αποκλειστικά μέχρι πριν δύο χρόνια, οπότε απέκτησε πρόσβαση σε αυτόν και ο Κατηγορούμενος 1, ενώ τον λογαριασμό matthew2672@gmail.com τον είχε δημιουργήσει και πάλι ο ίδιος, μετά που δεν κατάφερε να μπει στον προηγούμενο λογαριασμό, και τον χρησιμοποιούσε μέχρι και την ημερομηνία σύλληψης του.
Σημειώνουμε ότι η μαρτυρία των Μ.Κ.1 και 7 έγινε αποδεκτή πρωτοδίκως και δεν αμφισβητείται όσον αφορά στην αλήθεια της. Εκείνο που αμφισβητείται είναι τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το Κακουργοδικείο στηριζόμενο σε αυτήν.
Το Κακουργοδικείο δεν έκανε δεκτή τη θέση του Κατηγορούμενου 2 περί μη χρήσης του λογαριασμού στο Dropbox ένεκα του ότι, αφενός, με το Τεκμήριο 23 έδωσε συγκατάθεση στους ανακριτές για πρόσβαση στους λογαριασμούς του σε διαδικτυακούς αποθηκευτικούς χώρους μεταξύ των οποίων και το Dropbox και, αφετέρου, η πρόσβαση επιτεύχθη με κωδικό που έδωσε ο ίδιος ο Κατηγορούμενος 2.
Όπως επισήμανε το Κακουργοδικείο, στον Κυπριακό Νόμο δεν περιλαμβάνονται υπερασπίσεις που υπάρχουν στον αντίστοιχο Αγγλικό, με αποτέλεσμα να μην αποτελεί υπεράσπιση το ότι το αρχείο είναι πλέον μη προσβάσιμο. Αρκεί για στοιχειοθέτηση του αδικήματος το ότι αυτό αποκτήθηκε ή ο λήπτης το κατέχει εν γνώσει του. Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση που προβάλλεται στον πρώτο Λόγο Έφεσης ότι υπήρξε εσφαλμένη ερμηνεία των νομολογηθέντων στην Yixian Liu ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω). Αντιθέτως θεωρούμε ότι τυγχάνει πλήρους εφαρμογής στην παρούσα το πιο κάτω απόσπασμα από την προαναφερόμενη απόφαση το οποίο και παραθέτουμε:
«Εν πάση περιπτώσει, το εάν είδε ή όχι το πορνογραφικό υλικό ή μέρος αυτού, δεν έχει σχέση ούτε με την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 8(1), 14(1) και 34 του περί της Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου, Ν. 91(Ι)/2014 όπως τροποποιήθηκε, αλλ' ούτε, για τους λόγους που θα αναφέρουμε κατωτέρω, και με την επιμέτρηση της ποινής που τώρα μας απασχολεί.
Καταρχάς, το έγκλημα συντελείται εάν ο κατηγορούμενος κατέχει εν γνώσει τουτο συγκεκριμένο ψηφιακό αρχείο στο οποίο έχει δυνατότητα πρόσβασης, έστω και αν δεν μπορεί να καταδειχθεί ότι το άνοιξε ή το διεξήλθε εις βάθος (Possession is established if the defendant can be shown to have knowledge of a relevant digital file or package of file which he has the capacity to access, even it cannot be shown to have opened or scrutinised the material; Archbold 2021, 31-118). Στην υπόθεση Porter [2006] EWCA Crim. 560 αποφασίστηκε ότι:
«Possession is deceptively simple concept. It denotes a physical control of custody of a thing plus knowledge that you have it in your custody or control.
[.]
If, however, at that time the image is within his control, for example, because he has the ability to produce it on his screen, to make a hard copy of it, or to send it to someone else, then he will possess it».
Όπως λέχθηκε απόφαση Z.A.H. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 137/22 κ.ά., ημερ. 8.11.2024:
«Σημειώνουμε και πάλι την καλά εδραιωμένη στη νομολογία αρχή ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο γενόμενο από το πρωτόδικο Δικαστήριο έργο της αξιολόγησης (βλ. Αναστάση ν. Φυσέντζου, Πολ. Έφ. 354/14 ημερ. 5.10.2023, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 705, Δ.Β.Γ.Κ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 3/22, ημερ. 29.2.2024). Όπως λέχθηκε στην Ν.Σ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 99/21, ημερ. 11.5.2022, ECLI:CY:AD:2022:B183:
«Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της παρέμβασης του Εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων παραμένουν διαχρονικά αναλλοίωτες. Στη Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 300, 320-1, αναφέρεται ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του µάρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεµβαίνει, όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειµένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη µαρτυρία που έγινε αποδεχτή ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάµει τα ευρήµατα τα οποία έκαµε σε σχέση µε την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεµβαίνει. Στη Baloise Insur. Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, 1290-1, αναφέρθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του Εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, που με τη ζώσα μαρτυρία τους προσφέρουν στο δικαστήριο την αμεσότητα και την παραστατικότητα των εκατέρωθεν θέσεων τους και επομένως και τα ευρήματα που εξάγονται πρωτοδίκως, εμπεριέχουν κρίση που αφορά την εντύπωση που απεκόμισε το δικαστήριο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία της παρακολούθησης της δίκης και των αντιπαραβαλλόμενων θέσεων που εκεί εκφράστηκαν. Το Εφετείο έχει την ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα εκεί όπου διαπιστώνεται ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη».
Δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε στα ευρήματα του Κακουργοδικείου περί του ότι ο Κατηγορούμενος 2 απέκτησε και κατείχε εν γνώσει του το υλικό παιδικής πορνογραφίας που αναφέρεται στις Κατηγορίες, το οποίο να δικαιολογεί την επέμβαση μας.
Συνεπώς ούτε οι Λόγοι Έφεσης 1, 2 και 3 μπορούν να πετύχουν.
Με τον Λόγο Έφεσης 6 προβάλλεται ότι το Κακουργοδικείο μετέφερε το βάρος απόδειξης στον Κατηγορούμενο 2 να αποδείξει γιατί δεν ήταν νόμιμη η λήψη της αρχικής πληροφορίας. Μελέτη των πρακτικών, όμως, δεν υποστηρίζει την εισήγηση αυτή. Κατά την αντεξέταση της Μ.Κ.1 τής τέθηκε ότι η πληροφορία, συνοδευόμενη από φωτογραφία που λήφθηκε, αποτελούσε προϊόν υποκλοπής και άρα μαρτυρία παρανόμως και αντισυνταγματικώς ληφθείσα. Η Μ.Κ.1 αρνήθηκε, επεξηγώντας τον τρόπο με τον οποίο η πληροφορία στάληκε στην Κυπριακή Αστυνομία από την Europol. Τίποτε πέραν της υποβολής της πιο πάνω θέσης δεν προωθήθηκε επί του θέματος από πλευράς Κατηγορουμένου 2. Κατ’ επέκταση ορθή ήταν η κατάληξη του Κακουργοδικείου ότι «πέραν μιας γενικής υποβολής δεν προωθήθηκε από πλευράς υπεράσπισης συγκεκριμένη θέση και με ποιο τρόπο επηρεάστηκαν τα δικαιώματα του κατηγορούμενου 2» και ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής να καλέσει μάρτυρα από την Europol. Εν πάση περιπτώσει θα πρέπει να σημειωθεί πως, όπως και σε άλλες ποινικές υποθέσεις, μια πληροφορία αρκούσε μεν για την έναρξη έρευνας, πλην όμως δεν είναι στη βάση της πληροφορίας που κατέληξε το Κακουργοδικείο ότι στοιχειοθετήθηκε η παρούσα. Υπήρξε πληθώρα αποδεκτής μαρτυρίας η οποία αξιολογήθηκε επαρκώς και δεν γίνεται βάσιμα λόγος για αντιστροφή του βάρους απόδειξης.
Έφεση κατά της ποινής που επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο 2
Το Κακουργοδικείο επέβαλε στον Κατηγορούμενο 2 στις Κατηγορίες 11, 12, 14, 15, 16 και 17 συντρέχουσες ποινές φυλακίσεως 2,5 ετών, 3,5 ετών, 3 ετών, 5 ετών, 2,5 ετών και 4 ετών αντίστοιχα. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Κατηγορούμενο 2 εισηγείται ότι δεδομένων των μετριαστικών παραγόντων και του μικρού αριθμού αρχείων για τα οποία καταδικάστηκε, η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική.
Επαναλαμβάνουμε την πάγια θέση της Νομολογίας ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής αλλά απλώς εξετάζει κατά πόσον αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο που καθορίζεται από τη Νομολογία και που αρμόζει στα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Terzelaki, Ποιν. Έφ. 6/23 κ.ά., ημερ. 4.6.2024).
Για το αδίκημα της απόκτησης ή κατοχής υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού στο Άρθρο 8(1) του Ν.91(Ι)/14 προβλέπεται ποινή φυλακίσεως μέχρι 10 χρόνια, ενώ όταν το παιδί το οποίο απεικονίζεται σε τέτοιο υλικό είναι ηλικίας κάτω των δεκατριών ετών, στο Άρθρο 8(6) του Ν.91(Ι)/14 η προβλεπόμενη ποινή είναι αυτή της φυλάκισης δια βίου.
Καθοριστικής σημασίας υπήρξε η απόφαση R v. Oliver (2003) 1 Crim. App. R. 28, η οποία και υιοθετήθηκε επανειλημμένα στην Κυπριακή Νομολογία, και στην οποία έγινε κατηγοριοποίηση της φύσης του πορνογραφικού υλικού σε πέντε κατηγορίες, αφού αναφέρθηκε ότι οι δύο παράγοντες που καθορίζουν τη σοβαρότητα του αδικήματος είναι: (1) η φύση του άσεμνου υλικού και (2) η έκταση της ανάμειξης του κατηγορούμενου με αυτό. Με το Sexual Offences Definitive Guideline του 2014 οι κατηγορίες περιορίστηκαν σε τρεις με σοβαρότερη την Κατηγορία Α (διείσδυση, σαδισμός, κτηνοβασία), ακολουθεί η Κατηγορία Β (σεξουαλική δραστηριότητα χωρίς διείσδυση) και η Κατηγορία Γ (όλες οι περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στο Α ή Β). Όπως επεξηγήθηκε στη Δημοκρατίας ν. Κουφού, Ποιν. Έφ. 94/19, ημερ. 20.7.2021, ECLI:CY:AD:2021:B333 τα πιο πάνω προσφέρουν καθοδήγηση μόνο ως προς τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής και όχι ως προς το φάσμα των ποινών που καταγράφεται στην πιο πάνω Καθοδήγηση (Guideline) ενόψει των διαφορετικών προβλεπόμενων ποινών μεταξύ Αγγλίας και Κύπρου. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
«… η κυπριακή νομοθεσία, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, θέτει τα 10 χρόνια ως μέγιστη ποινή για κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας με παιδιά άνω των 13 ετών και τη δια βίου φυλάκιση ως τη μέγιστη ποινή για υλικό με παιδιά κάτω των 13. Δεν θεωρούμε, λοιπόν, ότι η αγγλική κατάταξη προσφέρει καθοδήγηση ως προς το ύψος της ποινής αφού το φάσμα των ποινών (range) που προβλέπεται στο Definitive Guideline, ιδιαίτερα η ανώτατη ποινή, είναι πολύ μικρότερη από την προβλεπόμενη στο Νόμο. Καθοδήγηση όμως μπορεί να αντληθεί από το Definitive Guideline στο συγκεκριμένο τομέα ως προς τους σχετικούς παράγοντες κατά την επιμέτρηση της ποινής (βλ. Λευκαρίτης κ.ά. ν Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 135/2014 και 138/2014, ημερ. 22.11.2016 και Πατούρη (ανωτέρω)), καθώς και από την Oliver (ανωτέρω), όπως και άντλησε το Κακουργιοδικείο. Σύμφωνα δε με την Oliver, η οποία αναφέρεται στη Δημοκρατία ν Γαλάτη, Ποινική Έφεση Αρ. 217/18, ημερ. 2.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:D124, με επιδοκιμασία, σχετικοί παράγοντες είναι επίσης «κατά πόσο ο δράστης περιορίσθηκε απλώς να δει το υλικό, από περιέργεια ή κατά πόσο το αποθήκευσε στο δικό του υπολογιστή. Ο μεγάλος αριθμός αρχείων επισύρει και αυστηρότερη ποινή, όπως και ο τρόπος που το υλικό είναι αποθηκευμένο στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Μία πολυσύνθετη τελειοποιημένη αποθήκευση, σε πολλές περιπτώσεις, υποδηλώνει ότι ο δράστης χρησιμοποιεί το υλικό για εμπορικούς σκοπούς ή ότι το προσωπικό του ενδιαφέρον στο υλικό είναι αυξημένο.» Ένα αδίκημα είναι λιγότερο σοβαρό αν ο δράστης είδε το υλικό αλλά δεν το αποθήκευσε. Στο Definitive Guideline σημειώνονται ως επιβαρυντικοί παράγοντες, μεταξύ άλλων, η ηλικία του απεικονιζόμενου παιδιού, ο φυσικός πόνος που υποφέρει το παιδί, ο μεγάλος αριθμός των αρχείων που ανευρέθηκαν, κατά πόσο περιλαμβάνονται βίντεο, η συστηματική έρευνα για εντοπισμό εικόνων με νεαρά παιδιά, εικόνες κατηγορίας Α ή οικογενειακής σεξουαλικής κακοποίησης και ο μεγάλος αριθμός διαφορετικών θυμάτων. Η μη προηγούμενη καταδίκη σε παρόμοια αδικήματα, η μεταμέλεια, καθώς και η επίδειξη λήψης μέτρων για το χειρισμό παραβατικής συμπεριφοράς, συγκαταλέγονται στους μετριαστικούς παράγοντες».
Στην κατοχή του Κατηγορούμενου 2 βρέθηκε μεγάλη ποσότητα πορνογραφικού υλικού, και συγκεκριμένα συνολικά κατείχε 344 αρχεία
τα οποία κατηγοριοποιούνται ως εξής:
- 46 αρχεία με ερωτικές πόζες χωρίς σεξουαλική δραστηριότητα, εκ των οποίων τα 22 με παιδιά ηλικίας κάτω των 13 ετών
- 72 αρχεία με σεξουαλική δραστηριότητα χωρίς διείσδυση μεταξύ παιδιών ή αυνανισμό από παιδί, εκ των οποίων τα 15 με παιδιά ηλικίας κάτω των 13 ετών
- 127 αρχεία με σεξουαλική δραστηριότητα χωρίς διείσδυση μεταξύ ενηλίκων και παιδιών, εκ των οποίων τα 94 με παιδιά ηλικίας κάτω των 13 ετών
- 92 αρχεία με σεξουαλική δραστηριότητα με διείσδυση που περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα παιδιά ή παιδιά και ενήλικες, εκ των οποίων τα 49 με παιδιά ηλικίας κάτω των 13 ετών
- 7 αρχεία με σαδισμό ή διείσδυση από ή με ζώο, εκ των οποίων τα δύο με παιδιά ηλικίας κάτω των 13 ετών.
Τονίζουμε το προφανές, ότι πίσω από κάθε τέτοιο αρχείο κρύβεται η τραγική ιστορία ενός κακοποιημένου παιδιού. Σε επτά δε περιπτώσεις τα παιδιά αυτά κακοποιούνται με πράξεις σαδισμού ή κτηνοβασίας, δράσεις οι οποίες είναι «ό,τι πιο βδελυρό και απάνθρωπο», όπως λέχθηκε στην Yixian Liu (πιο πάνω). Επιπλέον η υπό τρίτων ενδιαφερομένων αναζήτηση, κτήση και κατοχή τέτοιου υλικού αυξάνει συνεχώς τη ζήτηση και ενθαρρύνει ολοένα και περισσότερο τους εμπνευστές της σεξουαλικής εκμετάλλευσης να συνεχίσουν το αποτρόπαιο έργο τους (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Tvardovskyi, Ποιν. Έφ. 95/17, ημερ. 26.3.2018). Όπως λέχθηκε στην Clarson ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 38/22, ημερ. 27.10.2022, ECLI:CY:AD:2022:B411:
«Ό,τι έχει σημαίνουσα σημασία είναι η προστασία των παιδιών και των θεμελιακών τους δικαιωμάτων από εγκλήματα αυτής της φύσης, τα οποία συνθλίβουν τον ψυχικό τους κόσμο και εξευτελίζουν την προσωπικότητα τους.
[.]
Καθοριστική είναι η έντονη ανάγκη αποτροπής και ο τονισμός της αυστηρότητας που απαιτείται σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το έγκλημα αυτής της φύσης. Έγκλημα εναντίον του παιδιού, της κοινωνίας και του πολιτισμού».
Παραθέτουμε απόσπασμα από την Γενικός Εισαγγελέας ν. Niland, Ποιν. Έφ. 18/17, ημερ. 14.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:B79 όπου αναφέρθηκαν τα πιο κάτω:
«…Η αναχαίτηση των υπό αναφορά εγκληματικών συμπεριφορών, απότοκο των οποίων είναι η σύνθλιψη του ψυχικού κόσμου των παιδιών, ο εξευτελισμός της προσωπικότητας των οποίων συνεχίζει με την προβολή του εν λόγω πορνογραφικού υλικού, καθιστά αδήριτη ανάγκη την καταφυγή των Δικαστηρίων σε επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν ήταν ορθή πρόσδοση τόσο αποφασιστικής σημασίας στο λευκό ποινικό μητρώο και στις προσωπικές συνθήκες. Προέχει η διασφάλιση των δικαιωμάτων των παιδιών…».
Στην Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 165/19, ημερ. 20.5.2021, ECLI:CY:AD:2021:B195 ο Εφεσείων κατείχε 278 αρχεία φωτογραφίας και 160 αρχεία βίντεο παιδιών άνω των 13 ετών και 97 αρχεία φωτογραφίας και 102 αρχεία βίντεο παιδιών κάτω των 13 ετών. Οι επιβληθείσες ποινές φυλάκισης 2,5 ετών για τις κατηγορίες βάσει του Άρθρου 8(1) του Ν.92(Ι)/14 και 4,5 ετών για τις κατηγορίες βάσει του Άρθρου 8(6) του Ν.92(Ι)/14 χαρακτηρίστηκαν κατ’ Έφεση ως επιεικείς.
Στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Νικολάου, Ποιν. Έφ. 185/16, ημερ. 20.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:B118 ο Εφεσίβλητος καταδικάστηκε μετά από παραδοχή σε ποινή φυλάκισης 2 ετών για κατοχή 561 αρχείων παιδικής πορνογραφίας με παιδιά άνω των 13 ετών και 157 αρχεία παιδικής πορνογραφίας με παιδιά κάτω των 13 ετών. Οι ποινές φυλακίσεως των 2 και 2,5 ετών που επιβλήθηκαν πρωτοδίκως αυξήθηκαν κατ’ Έφεση σε 3 και 5 χρόνια φυλάκιση.
Στην Yixian Liu ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) επικυρώθηκαν ποινές φυλακίσεως 4,5 και 5 ετών για κατοχή 1.600 βίντεο που απεικόνιζαν παιδιά κάτω των 13 ετών.
Το Κακουργοδικείο εν προκειμένω έλαβε υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου 2, το ότι έχει διαγνωστεί με τον ιό HIV, το λευκό του ποινικό μητρώο και τον εθισμό του στα ναρκωτικά. Δικαιολογημένα, όμως, ανέφερε ότι «το σύνολο της αξιόποινης συμπεριφοράς των κατηγορουμένων που περιλάμβανε την κατοχή σημαντικού αρχείου εικόνας και βίντεο που …απεικόνιζαν ανήλικα κάτω των 13 ετών ακόμα και βρέφη να υφίστανται κτηνώδη μεταχείριση, που ξεπερνά ακόμα και την πιο αρρωστημένη φαντασία, δεν μπορεί παρά να βρει αντανάκλαση στην ποινή».
Εν όψει όλων των πιο πάνω θεωρούμε ότι οι επιβληθείσες ποινές ήταν εντός του ενδεδειγμένου πλαισίου και δεν δικαιολογείται η όποια επέμβαση μας στο ύψος αυτών.
Εν όψει της επικύρωσης του ύψους των ποινών παρέλκει η εξέταση του κατά πόσο αυτές θα έπρεπε να είχαν ανασταλεί.
Οι Ποινικές Εφέσεις αρ. 7/24 και 11/24 αποτυγχάνουν και απορρίπτονται.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο