ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΙΡΙΛΛΟΥ κ.α. v. Α.Ι. ΚΑΡΠΑΣΙΤΗΣ & ΥΙΟΙ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 80/2020, 81/2020, 31/10/2025
print
Τίτλος:
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΙΡΙΛΛΟΥ κ.α. v. Α.Ι. ΚΑΡΠΑΣΙΤΗΣ & ΥΙΟΙ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 80/2020, 81/2020, 31/10/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 80/2020

σχ. με 81/2020)

 

31 Οκτωβρίου, 2025

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

Πολιτική Έφεση Αρ. 80/2020

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΙΡΙΛΛΟΥ

Εφεσείοντας/Καθ΄ ου η αίτηση

και

 

Α.Ι. ΚΑΡΠΑΣΙΤΗΣ & ΥΙΟΙ

Εφεσίβλητοι/Αιτητές

 

Πολιτική Έφεση Αρ. 81/2020)

 

Α.Ι. ΚΑΡΠΑΣΙΤΗΣ & ΥΙΟΙ

Εφεσείοντες/Αιτητές

και

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΙΡΙΛΛΟΥ

Εφεσίβλητος/Καθ΄ ου η αίτηση

 

---------------------------------

 

Πολιτική Έφεση Αρ. 80/2020:

Μιχάλης Παπαμιχαήλ με Νικόλα Παπαμιχαήλ, για τον Εφεσείοντα.

Γιολάντα Ζαχαρίου για Α. Β. Ζαχαρίου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

 

Πολιτική Έφεση Αρ. 81/2020:

Γιολάντα Ζαχαρίου για Α. Β. Ζαχαρίου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

Μιχάλης Παπαμιχαήλ με Νικόλα Παπαμιχαήλ, για τον Εφεσίβλητο.

 

---------------------------------

 

         ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Κονή, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΚΟΝΗΣ, Δ.: Το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Λάρνακας-Αμμοχώστου, Τμήμα Δικαστηρίου Λάρνακας, με απόφαση του ημερομηνίας 8.1.2020 («η πρωτόδικη απόφαση») επιδίκασε υπέρ των αιτητών και εναντίον του καθ΄ ου η αίτηση ποσό €186.529,12, πλέον νόμιμο τόκο ως οφειλόμενα ενοίκια από 1.1.2002 μέχρι 31.12.2008 για το υποστατικό το οποίο βρισκόταν στην [   ] στη Λάρνακα, με την επωνυμία «Δειλινά».

 

         Αμφότεροι οι διάδικοι δεν έμειναν ικανοποιημένοι από την πρωτόδικη απόφαση οι οποίοι την προσέβαλαν, ο μεν καθ΄ ου η αίτηση με την έφεση υπ΄ αρ. 80/2020, οι δε αιτητές με την έφεση υπ΄ αρ. 81/2020.

 

         Η υπόθεση αφορούσε τέσσερα υποστατικά τα οποία βρίσκονταν στην [   ] στη Λάρνακα με τις ονομασίες «Las Vegas», «Δειλινά», «Νοσταλγία» και «Chez-Nous» («τα Υποστατικά») τα οποία χρησιμοποιούνταν ως νυχτερινά κέντρα.

 

         Με την κυρίως αίτηση τους («η Αίτηση») οι αιτητές, οι οποίοι αναφέρονταν ως ομόρρυθμος συνεταιρισμός με έδρα τη Λάρνακα και προωθούσαν την Αίτηση στο πλαίσιο εκκαθάρισης των υποθέσεων του εν λόγω συνεταιρισμού, αξίωναν απόφαση του Δικαστηρίου ότι δικαιούνταν σε κενή και ελεύθερη κατοχή και χρήση των υποστατικών «Νοσταλγία» και «Chez-Nous», ως επίσης, διάταγμα εναντίον του καθ΄ ου η αίτηση ή και των αντιπροσώπων του ή και οποιωνδήποτε υπενοικιαστών, εκκένωσης και παράδοσης στους αιτητές της ελεύθερης κατοχής και χρήσης τους. Αξίωναν επίσης:

 

         (α)   €384.264,14 ως ενδιάμεσα κέρδη ή και αποζημιώσεις ή και οφειλόμενα ενοίκια από 1.1.2002-31.5.2016 για το υποστατικό «Νοσταλγία», ως επίσης €2.221,18 μηνιαίως ως ενδιάμεσα κέρδη ή και αποζημιώσεις από 1.6.2016 μέχρι παράδοσης της ελεύθερης κατοχής και χρήσης του στους αιτητές.

 

         (β)   €266.029,02 ως ενδιάμεσα κέρδη ή και αποζημιώσεις ή και οφειλόμενα ενοίκια από 1.1.2002-31.5.2016 για το υποστατικό «Chez-Nous», ως επίσης €1.537,74 μηνιαίως ως ενδιάμεσα κέρδη ή και αποζημιώσεις από 1.6.2016 μέχρι παράδοσης της ελεύθερης κατοχής και χρήσης του στους αιτητές.

 

         (γ)   €175.302,36 ως ενδιάμεσα κέρδη ή και αποζημιώσεις ή και οφειλόμενα ενοίκια από 1.1.2002-31.12.2010 για το υποστατικό «Las Vegas», και

 

         (δ)   €186.579,12 ως ενδιάμεσα κέρδη ή και αποζημιώσεις ή και οφειλόμενα ενοίκια από 1.1.2002-31.12.2008 για το υποστατικό «Δειλινά».

 

         Αποτελούσε ισχυρισμό των αιτητών ότι ήταν οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες των επίδικων υποστατικών τα οποία είχαν ανεγερθεί πριν τον Δεκέμβρη του 1999 και ότι επρόκειτο για θέσμιες ενοικιάσεις. Ισχυρίζονταν ακόμα ότι τα επίδικα υποστατικά ενοικιάζονταν στον καθ΄ ου η αίτηση ως ακολούθως:

 

         (1)   Όσον αφορά το «Νοσταλγία», δυνάμει ενοικιαστηρίου εγγράφου ημερομηνίας 4.11.1989, για περίοδο δύο ετών, και με μηνιαίο ενοίκιο €2.221,18, προπληρωτέο την 1ην εκάστου μηνός.

 

         (2)   Όσον αφορά το «Chez-Nous», δυνάμει ενοικιαστηρίου εγγράφου ημερομηνίας 12.11.1991, για περίοδο δύο ετών, και με μηνιαίο ενοίκιο €1.537,74, προπληρωτέο την 1ην εκάστου μηνός.

 

         (3)   Όσον αφορά το «Las Vegas», δυνάμει ενοικιαστηρίου εγγράφου και/ή προφορικής συμφωνίας, δίχως να προσδιορίζεται ημερομηνία έναρξης, και με μηνιαίο ενοίκιο €1.623,17, προπληρωτέο την 1ην εκάστου μηνός.

 

         (4)   Όσον αφορά τα «Δειλινά», δυνάμει ενοικιαστηρίου εγγράφου ημερομηνίας 16.11.1991 και διάρκειας μέχρι την 31.12.1994, και με μηνιαίο ενοίκιο €2.221,18, προπληρωτέο την 1ην εκάστου μηνός.

 

         Αποτελούσε επίσης ισχυρισμό των αιτητών ότι ο καθ΄ ου η αίτηση καθυστερούσε τα ενοίκια των εν λόγω υποστατικών από 1.1.2002 και έπειτα, και πως παράνομα και αντισυμβατικά συνέχιζε να υπενοικιάζει τα υποστατικά «Νοσταλγία» και «Chez-Nous» σε τρίτα πρόσωπα. Διευκρινιζόταν ότι για το «Las Vegas» διεκδικούνταν ενοίκια μόνο μέχρι την 31.12.2010 επειδή τότε εγκαταλείφθηκε από τον καθ΄ ου η αίτηση ή και τους αντιπροσώπους του όπως και για τα «Δειλινά» όπου αξιώνονταν ενοίκια μόνο μέχρι την 31.12.2008 λόγω εγκατάλειψης και συνεπακόλουθης κατεδάφισης του. Περαιτέρω, γινόταν αναφορά σε αποστολή και παραλαβή σχετικής προειδοποιητικής επιστολής χωρίς ανταπόκριση.

 

         Στην Απάντηση του ο καθ΄ ου η αίτηση αγνοούσε την ιδιότητα των αιτητών και τους καλούσε σε απόδειξη των ισχυρισμών τους αρνούμενος ότι έλαβε οποιαδήποτε προειδοποιητική επιστολή. Επιπλέον, προέβαλλε διάφορες προδικαστικές ενστάσεις που, μεταξύ άλλων, σχετίζονταν με την παραγραφή του αγώγιμου δικαιώματος των αιτητών και την ύπαρξη αδικαιολόγητης καθυστέρησης (laches) στην προώθηση της Αίτησης. Ο καθ΄ ου η αίτηση αν και δεχόταν την ύπαρξη των αρχικών ενοικιάσεων υποστήριξε ότι είχε το δικαίωμα για την υπενοικίαση των επίδικων υποστατικών. Η βασική του θέση ήταν ότι από ή περί το 2001 έπαυσε να είναι ενοικιαστής των εν λόγω υποστατικών και ότι πλέον:

 

         -      το υποστατικό «Las Vegas» δεν λειτουργούσε ως νυχτερινό κέντρο και ήταν κλειστό για χρόνια και ότι προηγουμένως το ενοικίαζε ή και το κατείχε ο Γ.Π.,

         -      το υποστατικό «Δειλινά» δεν λειτουργούσε ως νυχτερινό κέντρο και το κτήριο είχε κατεδαφιστεί εδώ και χρόνια και προηγουμένως ενοικιαζόταν από κάποιον Ι.,

         -      το υποστατικό «Νοσταλγία» ήταν νυχτερινό κέντρο και το ενοικίαζε ή και το κατείχε ο Σ.Π. και τέλος,

         -      το υποστατικό «Chez-Nous» ήταν νυχτερινό κέντρο και το ενοικίαζε ή και το κατείχε ο Γ.Γ.

 

         Ο καθ΄ ου η αίτηση ισχυρίζετο ακόμη ότι οι αιτητές αποδέχθηκαν τους υπενοικιαστές ως ενοικιαστές των υποστατικών και ότι ο ίδιος ουδέν ποσό όφειλε προς τους αιτητές.

 

         Στην Ανταπάντηση τους οι αιτητές υποστήριξαν ότι οι απαιτήσεις τους δεν είχαν παραγραφεί ως επίσης αρκετές από τις αιτιάσεις του καθ΄ ου η αίτηση ήσαν «ακατανόητες». Υποστήριξαν επίσης ότι ο καθ΄ ου η αίτηση ουδέποτε παρέδωσε νομότυπα οποιοδήποτε ακίνητο και ότι το έτος 2005 καταχώρισε ως ενοικιαστής των επίδικων ακινήτων, αιτήσεις στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Λάρνακας. Περαιτέρω, χαρακτήρισαν τους ισχυρισμούς του καθ΄ ου η αίτηση ως εκ των υστέρων σκέψεις και επανέλαβαν την αξίωση τους εναντίον του.

 

         Κατά την ακροαματική διαδικασία η πλευρά των αιτητών παρουσίασε τρεις μάρτυρες, τον Μ.Α.1, έναν εκ των ομόρρυθμων συνεταίρων, την Μ.Α.2, πρωτοκολλητή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, η οποία κατέθεσε τους φακέλους διαφόρων υποθέσεων, και τον Μ.Α.3, δικηγόρο, ο οποίος χειρίστηκε κατά καιρούς διάφορες υποθέσεις των αιτητών. Για την πλευρά του καθ΄ ου η αίτηση έδωσε μαρτυρία ο ίδιος.

 

         Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παρέθεσε στην απόφαση του το περιεχόμενο της μαρτυρίας των πιο πάνω μαρτύρων προχώρησε στον «Περιορισμό/Προσδιορισμό Επιδίκων Θεμάτων» αναφέροντας τα ακόλουθα:

 

            «Έχοντας διεξέλθει το περιεχόμενο των δικογράφων και έχοντας υπόψιν την έγγραφη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου, τα παραδεκτά γεγονότα αλλά και τις αγορεύσεις, προχωρώ ακολούθως σε σύνοψη, περιορισμό και προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων.

            Αν και η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου δεν είναι δικογραφικώς παραδεκτή, δεν έχει ουσιαστικά αμφισβητηθεί και δεν θα με απασχολήσει περαιτέρω αφού δεν έχει αμφισβητηθεί ότι τα επίδικα Υποστατικά έχουν συμπληρωθεί πριν την 31η Δεκεμβρίου 1999, πως αυτά βρίσκονται σε ελεγχόμενη από το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων περιοχή και ότι σχετίζονται με ενοικιάσεις οι οποίες έχουν κατέστη θέσμιες.

            Αδιαμφισβήτητο είναι και το γεγονός είναι ότι τα υποστατικά χρησιμοποιούνταν ή και χρησιμοποιούνται ως νυκτερινά κέντρα και πως:

            (i)      το «LAS VEGAS» έχει εγκαταλειφθεί κατά ή περί την 9/12/2010 και

            (ii)     το «ΔΕΙΛΙΝΑ» έχει εγκαταλειφθεί και κατεδαφιστεί κατά ή περί την 18/12/2008. 

            Μη αμφισβητούμενο είναι το ύψος του ενοικίου έκαστου υποστατικού. Δίχως ουσιαστικό αντίλογο παρέμεινε η θέση των Αιτητών ότι έχουν επιδώσει στον Καθ'  ου σχετική γραπτή προειδοποίηση για πληρωμή των ενοικίων. 

            Όσον αφορά τα επίδικα ζητήματα, αυτά συνοψίζονται στα ακόλουθα.

            Πρώτον, τα Προδικαστικά ζητήματα που εγείρει ο Καθ' ου τα οποία σχετίζονται:

            (1)     το κατά πόσον έχει επέλθει παραγραφή των εν λόγω αξιώσεων ή μέρους αυτών και/ή κατά πόσο οι Αιτητές κωλύονται να προωθούν τις εν λόγω αξιώσεις λόγω αδικαιολόγητης καθυστέρησης,

            (2)     με τη νομιμοποίηση των Αιτητών ως συνεταιρισμός στην έγερση της παρούσας αίτησης,

            (3)     κατά ποσό οι Αιτητές εμποδίζονται, λόγω παρανομίας, να αναζητούν θεραπείες επειδή τα υποστατικά δεν καλύπτονται από πιστοποιητικό τελικής έγκρισης.

            Δεύτερον, κατά πόσον, μετά το 2001, ο Καθ'  ου συνέχισε να ενοικιάζει τα επίδικα υποστατικά και κατ' επέκταση, κατά πόσο μέχρι σήμερα συνεχίζει να είναι υπόλογος για την καταβολή των ενοικίων των εναπομεινάντων υποστατικών».

 

         Αφού παρέθεσε το νομικό πλαίσιο που διέπει το όλο ζήτημα το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του. Σε σχέση με τον Μ.Α.1 ανέφερε ότι δεν εντόπισε στη μαρτυρία του ουσιώδεις αντιφάσεις που να κλονίζουν τη μαρτυρία του ή οτιδήποτε που να συνιστά συνειδητή προσπάθεια παραποίησης της πραγματικότητας όπως ο ίδιος την κατανοούσε και ότι κατά την αντεξέταση του απαντούσε δίχως προσπάθεια υπεκφυγής ή αποπροσανατολισμού. Ανέφερε επίσης ότι όσα υποστήριξε που σχετίζονταν με την υπόσταση και τη διαδικασία εκκαθάρισης του συνεταιρισμού παρουσίαζαν συνέπεια και επιβεβαιώνονταν από τα έγγραφα που τέθηκαν ενώπιον του. Υπέδειξε ότι η συνομολόγηση των αρχικών ενοικιάσεων ως επίσης το ύψος του καταβαλλόμενου ενοικίου για κάθε υποστατικό δεν τελούσε υπό αμφισβήτηση. Συνεπώς αποδέχθηκε τη θέση του Μ.Α.1 ότι είχαν συναφθεί ενοικιάσεις αναφορικά με τα επίδικα υποστατικά μεταξύ των αιτητών και του καθ΄ ου η αίτηση στη βάση εγγράφων συμφωνιών και για το ενοίκιο που ο ίδιος ανέφερε, αφού αυτές οι θέσεις επιβεβαιώνονταν από τον ίδιο τον καθ΄ ου η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο των τεκμηρίων 7Α, 7Β και 7Γ (αντίγραφα των αιτήσεων που καταχώρησε ο καθ΄ ου η αίτηση στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Λάρνακας). Επίσης η θέση του ότι οι συνέταιροι και κυρίως οι κληρονόμοι τους είχαν να αντιμετωπίσουν μια ιδιαίτερη κατάσταση και «ανθρώπους του υποκόσμου» του άφησε την εντύπωση ότι ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ισχυρισμοί αυτοί δεν αμφισβητήθηκαν. Συνεπώς η θέση του ότι οι συνέταιροι προβληματίζονταν στην προώθηση των αξιώσεων τους επεξηγούσε, εν μέρει, την κατά τα λοιπά μεγάλη καθυστέρηση στην προώθηση της Αίτησης.

 

         Από την άλλη το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι επί καίριων ζητημάτων όπως για παράδειγμα τους όρους των επίδικων ενοικιαστηρίων εγγράφων, ο εν λόγω μάρτυρας, ως επί το πλείστον, μιλούσε συμπερασματικά δίχως να έχει πρωτογενή γνώση για βασικά γεγονότα που αφορούσαν την υπόθεση. Ο μάρτυρας, ως ανέφερε, κατέστη συνέταιρος από το έτος 2001 όμως διεφάνηκε ότι δεν είχε προσωπική, ουσιαστική εμπλοκή στη διαχείριση των εν λόγω ενοικιάσεων. Σημείωσε ότι η μαρτυρία του Μ.Α.1, αν και ειλικρινής, δεν υπήρξε επαρκής για στοιχειοθέτηση των επιμέρους όρων των επίδικων ενοικιαστηρίων εγγράφων, ούτε ικανοποιητική ως προς το ουσιαστικό ζήτημα αναφορικά με το κατά πόσο ο καθ΄ ου η αίτηση από το 2002 και εντεύθεν συνέχισε να ενοικιάζει τα επίδικα υποστατικά.

 

         Σε σχέση με την Μ.Α.2 το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι η μαρτυρία της ήταν τυπική και περιορίστηκε στην παρουσίαση και κατάθεση αντιγράφων από σχετικούς δικαστικούς φακέλους καθώς και στην παροχή σχετικών διευκρινίσεων επί της πορείας των εν λόγω δικαστικών υποθέσεων που σχετίζονταν με τη νομιμοποίηση του συνεταιρισμού. Η αυθεντικότητα των εν λόγω εγγράφων δεν αμφισβητήθηκε και η μαρτυρία της έγινε αποδεκτή.

 

         Όσον αφορά τον Μ.Α.3 το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εν λόγω μάρτυρας δεν προσπάθησε να παραπλανήσει ή άλλως πως να αποπροσανατολίσει το Δικαστήριο ενώ τα έγγραφα που κατέθεσε δεν αμφισβητήθηκαν με αποτέλεσμα να αποδεχτεί τη μαρτυρία που εμπεριέχεται στα εν λόγω έγγραφα που παρουσίασε, Τεκμήρια 21, 22 και 23, δίχως βεβαίως να γίνεται εκ προοιμίου αποδεχτή, χωρίς άλλο η δική του νομική θεώρηση ως προς την ερμηνεία του Άρθρου 40 του Κεφ. 116 αφού ο τελικός λόγος σε σχέση με αυτό το ζήτημα ανήκε αποκλειστικά στο πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

         Η εντύπωση που αποκόμισε το πρωτόδικο Δικαστήριο από τη μαρτυρία του καθ΄ ου η αίτηση ήταν ότι δεν είπε όλη την αλήθεια στο Δικαστήριο αφού εντόπισε ανακολουθίες και υπεκφυγές οι οποίες δεν του επέτρεπαν να αποδεχθεί πλήρως τις θέσεις του παρά μόνο συγκεκριμένο μέρος των όσων ανέφερε.

 

         Παρόλα αυτά το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας στην ολότητα του το ενώπιον του μαρτυρικό υλικό, διαπίστωσε ότι μέρος των όσων ανέφερε ο καθ΄ ου η αίτηση ανταποκρίνετο στην πραγματικότητα και συγκεκριμένα:

 

         -      Ότι όντως από την έναρξη της ενοικίασης που ενεργούσε ως σαν να του είχε παρασχεθεί το δικαίωμα για να υπενοικιάσει τα Υποστατικά, όπως και έπραξε, δίχως ένσταση ή διαμαρτυρία των αιτητών,

         -      Ως προς το ζήτημα του τρόπου χρήσης των υποστατικών, ο ίδιος ανέκαθεν ενεργούσε δίχως να έχει τη φυσική κατοχή των υποστατικών,

         -      Όσον αφορά την ενοικίαση του «Las Vegas», προέβαλε ως λόγο για τη μη καταχώρηση αίτησης για ανάκτηση κατοχής το έτος 2005, την ύπαρξη διαφορετικής συμφωνίας μεταξύ των αιτητών και του κατόχου Γ.Π., επειδή το εν λόγω υποστατικό είχε καεί και ανακαινιστεί, μαρτυρία που έμεινε δίχως αντίλογο ή αμφισβήτηση από τους αιτητές.

         -      Σχετικά με την ενοικιαστική σχέση των εναπομεινάντων ενοικιάσεων για τα υποστατικά «Νοσταλγία» και «Chez-Nous», ήταν πιθανότερο να έχει συντελεστεί προφορικώς η αντικατάσταση του καθ΄ ου η αίτηση, δεδομένου ότι η πλευρά των αιτητών δεν είχε παρουσιάσει οποιαδήποτε στέρεη μαρτυρία που να συνδέει τον καθ΄ ου η αίτηση με τη συνέχιση της ενοικίασης των συγκεκριμένων υποστατικών από ή περί τα έτη 2001-2002 μέχρι και την εκδίκαση της υπόθεσης. Σε αυτό συνηγορούσε και το γεγονός ότι εν τέλει, οι αιτήσεις ανάκτησης κατοχής που αφορούσαν τα υποστατικά «Νοσταλγία» και «Chez-Nous» αποσύρθηκαν μια δεκαετία πριν την καταχώρηση της Αίτησης, με ταυτόχρονες δηλώσεις των εκεί εμπλεκομένων διαδίκων ότι τα ενοίκια δεν οφείλονταν στον καθ΄ ου η αίτηση.

 

         Εν συνεχεία το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε στην παράθεση των συμπερασμάτων του αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης ως ακολούθως:

 

         «Οι Αιτητές και ιδιοκτήτες των επίδικων υποστατικών (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 2), αποτελούν δεόντως εγγεγραμμένο στις 18/10/1966 ομόρρυθμο συνεταιρισμό έξι (6) συνεταίρων (δείτε: ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1, ΤΕΚΜΗΡΙΟ 21 και ΤΕΚΜΗΡΙΟ 22). Τα ενώπιον μου γεγονότα παραπέμπουν στην ύπαρξη συμφωνιών ενοικίασης τεσσάρων υποστατικών υπό την ονομασία «ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ», «CHEZ-NOUS», «LAS VEGAS» και «ΔΕΙΛΙΝΑ» που χρησιμοποιούνταν ως νυκτερινά κέντρα - καμπαρέ, μεταξύ του συνεταιρισμού και του Καθ' ου η αίτηση. Αν και για το υποστατικό «ΔΕΙΛΙΝΑ» έγινε νύξη από τον Καθ' ου ότι επρόκειτο για «άδεια χρήσης» και όχι ενοικίαση, η εν λόγω θέση ούτε προωθήθηκε δικονομικά, αλλά ούτε επιβεβαιώνεται από τα ουσιαστικά γεγονότα. Η εν λόγω περίπτωση δεν διαφοροποιείται καθ΄ οποιονδήποτε τρόπο από τις υπόλοιπες ενοικιάσεις όπου σε όλες υφίσταται αδιαμφισβήτητο δικαίωμα αποκλειστικής κατοχής για ορισμένη περίοδο έναντι ανταλλάγματος, στοιχείο καταλυτικό για τη διαπίστωση ενοικιαστικής σχέσης και όχι άδεια χρήσης, ανεξαρτήτως του περιγραφικού χαρακτήρα της σύμβασης που παρουσιάζεται στη χειρόγραφη απόδειξη ΤΕΚΜΗΡΙΟ 29».

 

         Υπέδειξε ότι από τη μαρτυρία του Μ.Α.1 και του καθ΄ ου η αίτηση ο Μ.Κ. ήταν το κεντρικό πρόσωπο που εκπροσωπούσε το συνεταιρισμό στις επίδικες ενοικιαστικές σχέσεις με τον καθ΄ ου η αίτηση.

 

         Αν και τα ενοικιαστήρια έγγραφα δεν παρουσιάστηκαν κατέληξε, με βάση το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό οι ενοικιάσεις άρχισαν την περίοδο 1989-1991 και στην πορεία του χρόνου κατέστησαν θέσμιες. Το μηνιαίο αντάλλαγμα για έκαστη ενοικίαση τουλάχιστον μέχρι και τον Ιούνιο του έτους 2002 ήταν για το «Νοσταλγία» €2.221,18 (Λ.Κ.1.300) παραπέμποντας στην απόδειξη είσπραξης - Τεκμήριο 27, για το «Chez-Nous» €1.537,74 (Λ.Κ.900), παραπέμποντας στην απόδειξη είσπραξης - Τεκμήριο 28, για το «Las Vegas» €1.623,17 (Λ.Κ.950), παραπέμποντας στην απόδειξη είσπραξης - Τεκμήριο 26 και για το «Δειλινά» €2.221,18 (Λ.Κ.1.300), παραπέμποντας στην απόδειξη είσπραξης - Τεκμήριο 29.

 

         Διευκρίνισε ότι παρόλο που οι αποδείξεις είσπραξης εκδόθηκαν στο όνομα του καθ΄ ου η αίτηση, στην πραγματικότητα αυτός ουδέποτε είχε τη φυσική κατοχή των υποστατικών, αλλά εξαρχής υπενοικίαζε όλα τα Υποστατικά σε τρίτα πρόσωπα τα οποία είχαν τη φυσική κατοχή αυτών και οι οποίοι ήταν γνωστοί στους Αιτητές. Κατά το χρόνο εκδίκασης της Αίτησης οι ενοικιάσεις συνεχίζονταν μόνο για τα υποστατικό «Νοσταλγία» και «Chez-Nous» αφού το «Las Vegas» είχε εγκαταλειφθεί κατά ή περί την 9.12.2010 και το υποστατικό «Δειλινά» είχε εγκαταλειφθεί και κατεδαφιστεί κατά ή περί την 18.12.2008.

 

         Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε επίσης ότι το γεγονός ότι η Αίτηση είχε καταχωρηθεί με μεγάλη καθυστέρηση το 2016 και με αυτήν αξιώνονταν ενοίκια από το «μακρινό 2002», δημιουργούσε από μόνο του διάφορες δυσκολίες. Η μεγαλύτερη από όλες ήταν ότι τα πρόσωπα που είχαν άμεση εμπλοκή εκ μέρους των αιτητών στη σύναψη, εκτέλεση και λειτουργία των υπό εξέταση ενοικιάσεων δεν βρίσκονταν πλέον εν ζωή. Ανέφερε ότι ο λόγος της καθυστέρησης στην προώθηση της Αίτησης ήταν διττός. Αφενός επειδή στην κατοχή και εκμετάλλευση των υποστατικών εμπλέκονταν άτομα που χαρακτηρίζονταν από τους αιτητές ως «άτομα του υποκόσμου» στοιχείο που τους προκαλούσε αμφιταλαντεύσεις ως προς τη Δικαστική διεκδίκηση των αξιώσεων τους, αφετέρου επειδή τα φυσικά πρόσωπα που συναποτελούσαν το συνεταιρισμό ή και οι κληρονόμοι τους ή και άλλα πρόσωπα στο μεσοδιάστημα, κατέφυγαν στο Δικαστήριο για την επίλυση των μεταξύ τους διαφορών σε σχέση με την περιουσία του συνεταιρισμού, διαδικασίες οι οποίες ήταν χρονοβόρες αναφέροντας ειδικότερα:

 

            «-      Το 2004 απεβίωσε ο συνεταίρος [Μ. Κ.]. Αυτό ενδεχομένως να σήμανε την αυτόματη διάλυση του συνεταιρισμού, δυνάμει του άρθρου 35 του περί Ομόρρυθμων και Ετερόρρυθμων Συνεταιρισμών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου - Κεφ. 116.

            -        Εν πάση περιπτώσει, στις 14/11/2011, εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα του Δικαστηρίου στην Αγωγή αρ. [   ] με το οποίο αναγνωρίστηκε ότι από τις 25/11/2007 ο συνεταιρισμός Α. Ι. Καρπασίτης & Υιοί (δηλαδή οι Αιτητές) έχει διαλυθεί λόγω εκπνοής του χρόνου διαρκείας του (δείτε: ΤΕΚΜΗΡΙΟ 16 και ΤΕΚΜΗΡΙΟ 22) και περαιτέρω δόθηκαν οδηγίες για διεξαγωγή της διαδικασίας εκκαθάρισής του σε πρόσωπο που είχε διορισθεί ως διαχειριστής κάποιον [Α. Χ”Μ]. ο οποίος με επιστολή του ημερομηνίας 09/10/2013 εξέφρασε την άρνησή του να ενεργήσει ως εκκαθαριστής και ζήτησε την άμεση αντικατάστασή του και (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 23).

            -        Στις 22/01/2015 ακολούθησε προσπάθεια αντικατάστασης του εν λόγω προσώπου (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 17Α) και στη σχετική ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 10/07/2015 (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 17Β) του Χ. Μαλαχτού - Π.Ε.Δ. (όπως ήταν τότε) αποφασίστηκε ότι τούτο δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο εκείνης της διαδικασίας, αφού επί της ουσίας ζητείτο η ακύρωση εκ συμφώνου τελικής δικαστικής απόφασης μέσω ενδιάμεσης αίτησης. Περαιτέρω, και μεταξύ άλλων, λέχθηκαν και τα εξής:

«

                               Η επιλογή του εκκαθαριστή να παραιτηθεί είναι δεδομένη και, έχοντας υπόψη τους λόγους που εκτέθηκαν κατά τη δικάσιμο της 9.2.2015, δεν θα μπορούσε να υποχρεωθεί να παραμείνει στη θέση του [...]

                            Η νέα διαδικασία δεν θα αφορά στην ακύρωση της εκ συμφώνου απόφασης στην παρούσα αγωγή αλλά στην επίλυση της διαφοράς των συνεταίρων και του αδιεξόδου, λόγω της αποτυχίας τους να καταλήξουν σε συναινετική ρύθμιση του ζητήματος της εκκαθάρισης του συνεταιρισμού, που προέκυψε με την παραίτηση του διαχειριστή που είχε διοριστεί.

»

            Εντωμεταξύ, τον Οκτώβριο και Νοέμβριο του 2005, ο Καθ' ου καταχώρησε Αιτήσεις στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Λάρνακας /Αμμοχώστου, Τμήμα Λάρνακας, με τις οποίες αυτοπροσδιοριζόταν «ως νόμιμος ενοικιαστής» δυνάμει ρητού συμβατικού δικαιώματος, και αξίωνε ενοίκια δυνάμει υπενοικιάσεων, όσον αφορά τα επίδικα υποστατικά, ως ακολούθως:

 

            (1)     Όσον αφορά το «CHEZ-NOUS», με την Αίτηση [   ], αξίωνε Λ.Κ.29.000, από κάποιον [Γ. Γ.] ως υπενοικιαστή, για ενοίκια της περιόδου 02/2003 - 06/2005, πλέον ενδιάμεσα κέρδη, πλέον διάταγμα ανάκτησης κατοχής, πλέον έξοδα. Στην Απάντηση, προβλήθηκε ισχυρισμός περί αγοράς από τον υπενοικιαστή της εμπορικής εύνοιας (goodwill) στις 20/10/2000 έναντι Λ.Κ. 20.000. ποσό που καταβλήθηκε στον Καθ' ου. Στις 18/05/2006, η Αίτηση αποσύρθηκε και απορρίφθηκε, με πρακτικό στο οποίο παρουσιάζεται ο υπενοικιαστής να δηλώνει πως οφείλει ενοίκια, όχι όμως στον Καθ' ου, αλλά στον συνεταιρισμό «Α. Ι. ΚΑΡΠΑΣΙΤΗΣ ΚΑΙ ΥΙΟΙ», δηλαδή τους Αιτητές στην παρούσα, οι οποίοι δεν ήταν διάδικοι στην [   ].

            (2)     Όσον αφορά το «ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ, με την Αίτηση [   ] αξίωνε Λ.Κ. 34.500, από κάποιον [Σ. Π.] για ενοίκια της περιόδου 08/2003 - 06/2005, πλέον ενδιάμεσα κέρδη, πλέον διάταγμα ανάκτησης κατοχής, πλέον έξοδα. Στην Απάντηση, προβλήθηκε παρόμοιος ισχυρισμός περί αγοράς από τον υπενοικιαστή της εμπορικής εύνοιας (goodwill) στις 17/06/1997 έναντι Λ.Κ. 35.000, ποσό που καταβλήθηκε στον Καθ' ου. Με παρόμοιο πρακτικό ημερομηνίας 18/05/2006, η Αίτηση αποσύρθηκε και απορρίφθηκε, και παρουσιάζεται ο υπενοικιαστής να δηλώνει πως οφείλει ενοίκια, όχι όμως στον Καθ' ου, αλλά στον συνεταιρισμό «Α.Ι. ΚΑΡΠΑΣΙΤΗΣ ΚΑΙ ΥΙΟΙ», δηλαδή τους Αιτητές στην παρούσα, οι οποίοι δεν ήταν διάδικοι ούτε στην [   ].

            (3)     Όσον αφορά το «ΔΕΙΛΙΝΑ», με την Αίτηση [   ] αξίωνε ΛΚ. 36.000 από κάποιον [Α. Α.] για ενοίκια της περιόδου  από Ιούλιο του 2003 μέχρι Ιούνιο 2005, πλέον ενδιάμεσα κέρδη, πλέον διάταγμα ανάκτησης κατοχής, πλέον έξοδα. Την 01/06/2006 εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση για το πόσο των Λ.Κ. 54.000  για ενοίκια της περιόδου 01/07/2003 - 30/06/2006 πλέον ενδιάμεσα οφέλη, πλέον διάταγμα ανάκτησης κατοχής.

 

            Η καταχώρηση των πιο πάνω Αιτήσεων, δεν έχει αποδειχθεί ότι έγινε κατ' εντολή ή σε συνεννόηση του Καθ' ου με τους Αιτητές, αλλά εξ ιδίας πρωτοβουλίας του Καθ' ου και προφανώς προς εξυπηρέτηση άγνωστων δικών του συμφερόντων. 

            Όπως συνάγεται από το ΤΕΚΜΗΡΙΟ 12(Γ) και ΤΕΚΜΗΡΙΟ 13(Γ), και τις δηλώσεις από τους φερόμενους υπενοικιαστές του «ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ» και του «CHEZ-NOUS» τα εν λόγω πρόσωπα κατά ή περί το 2000, εξαγόρασαν από τον Καθ' ου  την εμπορική εύνοια (αέρα) της επιχείρησης των Υποστατικών. Όσον αφορά το «ΔΕΙΛΙΝΑ» μέχρι την εγκατάλειψη και κατεδάφισή του, δεν διαφοροποιήθηκε οτιδήποτε ως προς τη νομική κατοχή του συγκεκριμένου υποστατικού.

            Από τα μέσα του 2006 και το 2010 δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία για τα όποια μεσολαβούντα γεγονότα σε σχέση με τις επίδικες ενοικιάσεις. Οι Αιτητές, το 2010 απέστειλαν επιστολές προς το Δημαρχείο Λάρνακας εκφράζοντας τη διαφωνία τους για την ανανέωση των αδειών λειτουργίας των εν λόγω υποστατικών χαρακτηρίζοντας τους κατόχους των υποστατικών παράνομους (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 8 ΤΕΚΜΗΡΙΟ 9 και ΤΕΚΜΗΡΙΟ 11) ενώ παρόμοια επιστολή μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου εστάλη και το 2014 (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 10). Η παρούσα Αίτηση καταχωρήθηκε μόλις τον Ιούνιο του 2016 και με αυτήν αξιώνεται ποσό πέραν του ενός εκατομμυρίου ευρώ (€1.000.000,00) για ενοίκια από το 2002. Είχε προηγηθεί το 2012 μια προειδοποιητική επιστολή προς τον Καθ' ου εκ μέρους του παρουσιαζόμενου ως εκκαθαριστή των Αιτητών κ. [A. X”Μ]. (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 3) δίχως όμως τότε να ληφθούν νομικά μέτρα. Ακολούθως, επιδόθηκε στον Καθ' ου στις 21/04/2016, η προβλεπόμενη στον περί Ενοικιοστασίου Νόμο ειδοποίηση των 21 ημερών ημερομηνίας 11/12/2015, εκ μέρους του ίδιου του συνεταιρισμού (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 4). Παράλληλα, επιδοθήκαν σε κάποιον [Ρ. Π.] και κάποιον [Γ. Γ.] επιστολές ημερομηνίας 19/08/2015 με τις οποίες οι Αιτητές αξίωναν εντός 10 ημερών την επιστροφή της κατοχής των υποστατικών «ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ» και «CHEZ-NOUS» αντίστοιχα, χαρακτηρίζοντας τα εν λόγω πρόσωπα παράνομους επεμβαίνοντες (δείτε: ΤΕΚΜΗΡΙΟ 5 και ΤΕΚΜΗΡΙΟ 6). Ο Καθ' ου αντέδρασε γραπτώς και με επιστολή του ημερομηνίας 11/05/2016 προς τους δικηγόρους των Αιτητών χαρακτήρισε το περιεχόμενο του ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ 4 ως εντελώς απαράδεκτο και ισχυρίστηκε ότι από το 2002 έπαυσε να κατέχει και να διαχειρίζεται τα εν λόγω υποστατικά, με τη γνώση και τη συγκατάθεση των Αιτητών (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 25). Εν τέλει, η παρούσα Αίτηση καταχωρήθηκε μόνο εναντίον του Καθ' ου».

 

         Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι πριν παρατεθούν τα συμπεράσματα του ως προς το ουσιαστικό ζήτημα που αφορούσε η Αίτηση δηλαδή ως προς το κατά πόσον η ενοικιαστική σχέση μεταξύ αιτητών και καθ΄ ου η αίτηση συνέχιζε να ισχύει, θα έπρεπε να εξεταστεί ως θέμα λογικής το ζήτημα των προδικαστικών ζητημάτων που έθετε η πλευρά του καθ΄ ου η αίτηση, δηλαδή το κατά πόσον υπήρχε παραγραφή ή αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην έγερση της Αίτησης, κατά πόσον οι αιτητές νομιμοποιούνταν ως συνεταιρισμός στην έγερση της Αίτησης και τέλος κατά πόσον οι αιτητές εμποδίζονταν, λόγω παρανομίας να αναζητούν θεραπείες επειδή τα Υποστατικά δεν καλύπτονταν από πιστοποιητικό τελικής έγκρισης.

 

         Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και απέρριψε, για τους λόγους που εξηγεί αναλυτικά στην απόφαση του, τις σχετικές εισηγήσεις της πλευράς του καθ΄ ου η αίτηση. Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο συνέχιζε να υφίσταται η ενοικιαστική σχέση μεταξύ αιτητών και καθ΄ ου η αίτηση.

 

         Το πρώτο ζήτημα που απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν το κατά πόσον απαγορευόταν η υπενοικίαση των Υποστατικών. Αφού υπέδειξε ότι οι ενοικιάσεις των Υποστατικών βασίζονταν σε έγγραφες συμφωνίες οι οποίες όμως δεν είχαν παρουσιαστεί ενώπιον του ως επίσης δεν είχε δοθεί εκ μέρους των αιτητών οποιαδήποτε σαφής μαρτυρία, αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην είχε αποδειχθεί ότι απαγορευόταν η υπενοικίαση των Υποστατικών τονίζοντας ότι τα ενώπιον του γεγονότα παρέπεμπαν στο ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα. Κατέληξε ότι οι αιτητές απέτυχαν να καταδείξουν το παράνομο της υπενοικίασης των επίδικων υποστατικών.

 

         Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο απασχόλησε το ζήτημα της παραίτησης του καθ΄ ου η αίτηση από την κατοχή των Υποστατικών ως ήταν η εισήγηση της πλευράς του τελευταίου, αναφέροντας τα ακόλουθα:

 

            «Το δικαίωμα παραίτησης από κατοχή θέσμιας ενοικίασης, ρυθμίζεται στο άρθρο 27(1) του περί Ενοικιοστασίου Νόμου όπου προβλέπονται τα εξής:

            «

            27.    (1) Ενοικιαστής όστις, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, διατηρεί κατοχήν οιασδήποτε κατοικίας ή καταστήματος, εν όσω διατηρεί την τοιαύτην κατοχήν, τηρεί πάντας τους όρους και προϋποθέσεις του τελευταίου ενοικιαστηρίου συμβολαίου, έστω και αν έχει λήξει η ισχύς του και δικαιούται εις τα εξ αυτών απορρέοντα οφέλη, εφ' όσον ούτοι είναι σύμφωνοι προς τας διατάξεις του παρόντος Νόμου, δικαιούται να παραιτηθή της κατοχής της κατοικίας ή του καταστήματος μόνον κατόπιν επιδόσεως τοιαύτης ειδοποιήσεως οία θα απητείτο δυνάμει του ενοικιαστηρίου συμβολαίου και σε περίπτωση που δεν απαιτείται τέτοια ειδοποίηση, μόνο κατόπιν γραπτής προειδοποίησης, έναν τουλάχιστο μήνα προηγουμένως:

            »

            Η εισήγηση της πλευράς των Αιτητών ότι δεν δόθηκε από τον Καθ' ου η εκ του Νόμου προβλεπόμενη γραπτή προειδοποίηση ενός μηνός για παραίτηση από την κατοχή είναι ορθή, αφού ο Καθ' ου δεν απέδειξε την αποστολή τέτοιας επιστολής. Οι αποδείξεις που παρουσίασε προς επίρρωση της δικής του αντίθετης θέσης, όντως αποτελούν αποδείξεις πληρωμής ενοικίου και δεν μπορούν να ερμηνευθούν ως έγγραφα με τα οποία ο Καθ' ου παραιτείται της κατοχής των επίδικων υποστατικών».

 

         Περαιτέρω, απέρριψε την εισήγηση του δικηγόρου του Καθ' ου η αίτηση ότι αυτός δεν μπορούσε να θεωρηθεί «ενοικιαστής» καθότι δεν είχε τη φυσική κατοχή των Υποστατικών, παραπέμποντας στην υπόθεση Margarita Ikosi v. Andreas Karayiannis and Others (1971) 1 C.L.R. 189, στη φράση «retains possession» του άρθρου 15(1) του Rent Control (Business Premises) Law, No. 17 of 1961 και στο άρθρο 27(1) του περί Ενοικιοστασίου Νόμου του 1983.

 

         Το επόμενο ζήτημα που απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν κατά πόσο είχε επέλθει αντικατάσταση του καθ΄ ου η αίτηση στην ενοικιαστική σχέση αφού στην Υπεράσπιση του δεν ισχυρίστηκε ότι απλώς παραιτήθηκε της κατοχής αλλά επικεντρώθηκε στη θέση ότι από ή περί το έτος 2002 και μεταγενέστερα, ο ίδιος αντικαταστάθηκε στις εν λόγω ενοικιαστικές σχέσεις από τρίτα πρόσωπα με τη συναίνεση των αιτητών. Υπέδειξε ότι αυτό που επικαλείται ο καθ΄ ου η αίτηση ήταν η αντικατάσταση του ιδίου (novation) μέσω της δημιουργίας μιας νέας συμφωνίας ενοικίασης μεταξύ των αιτητών και των κατόχων των Υποστατικών. Συνεπώς το κρίσιμο που θα έπρεπε να αποφασιστεί ήταν κατά πόσο είχε επέλθει αυτή η κατ΄ ισχυρισμό αντικατάσταση του καθ΄ ου η αίτηση, ζήτημα που συναρτώταν με το είδος της σύμβασης για την οποία προβαλλόταν η υπό εξέταση εισήγηση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε στη συνέχεια τα ακόλουθα:

 

            «Η έννοια της «ενοικίασης» και η έννοια της «αντικατάστασης» (novation)

            Η ενοικίαση είναι μια αμφίπλευρη συμφωνία που αφορά πραγματικό γεγονός και απαιτεί στην πράξη ενέργειες που να τη στοιχειοθετούν. Στο πλαίσιο της παρούσας δικαιοδοσίας, η έννοια αυτή συναρτάται με την εγκαθίδρυση δικαιώματος για την αποκλειστική κατοχή και την ανεμπόδιστη εκμετάλλευση ενός υποστατικού, έναντι συμφωνηθέντος ανταλλάγματος. Η έννοια της «κατοχής» δεν εξαντλείται μόνο στη διαπίστωση της φυσικής κατοχής αλλά έχει ευρύτερη διάσταση. Με απλά λόγια, αυτός που έχει τη νομική κατοχή, δηλαδή το νόμιμο δικαίωμα στην κατοχή (right of possession / legal possession / possession in law) δεν μπορεί, δίχως νόμιμο έρεισμα, να παραγκωνισθεί είτε από τον αυτόν που νέμεται της φυσικής κατοχής είτε από έκνομες πράξης του ιδιοκτήτη, ο οποίος ιδιόκτητης, δεν μπορεί να επωφεληθεί από δικές του άδικες πράξεις.

            Μια συμφωνία ενοικίασης, κατά κύριο λόγο, συνάπτεται ρητώς και ως επί το πλείστο, γραπτώς. Είναι όμως πιθανόν μια ενοικίαση να εγκαθιδρυθεί στη βάση της πρόθεσης και της συμπεριφοράς των συμβαλλομένων (by conduct). Με βάση το δόγμα της συμβατικής σχέσης (privity of contract) η ενοικίαση δεσμεύει μόνο τους συμβαλλόμενους, εκτός συγκεκριμένων εξαιρέσεων, όπως λόγου χάρη η αντιπροσωπεία (agency), η εκχώρηση δικαιωμάτων (assignment) και η αντικατάσταση (novation). H αντικατάσταση, δύναται να συναχθεί από τα εκάστοτε περιστατικά τα οποία καταδεικνύουν την πρόθεση όλων των μερών για τη δημιουργία νέας συμφωνίας. Όπως εξηγείται στο Chittys on Contracts 31st Edition, Volume 1, σελ. 1515 παρ. 19-086 κ.ε. η αντικατάσταση μπορεί να αφορά ολόκληρο, μέρος μιας συμφωνίας, ή ακόμα και πολυμερή συμφωνία με επηρεασμό μόνο συγκεκριμένων συμβαλλομένων και εξακολούθηση της ισχύος της αρχικής συμφωνίας για τα υπόλοιπα μέρη. Σε αντίθεση με την εκχώρηση δικαιωμάτων, η αντικατάσταση απαιτεί τη συμφωνία όλων των εμπλεκομένων και αντί να μεταβιβάζει υφιστάμενες υποχρεώσεις, τις καταργεί και τις αντικαθιστά με νέες υποχρεώσεις.

            Στον περί Συμβάσεων Νόμο δεν προβλέπεται οποιοσδήποτε συγκεκριμένος τύπος συντέλεσης της αντικατάστασης, οι δε υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται με τη νέα σύμβαση, μπορεί να είναι οι ίδιες ή διαφορετικές με εκείνες που είχαν αναληφθεί με τη σύμβαση η οποία αντικαθίσταται (Ελληνική Τράπεζα Λτδ. ν. Πολυδωρίδης (1993) 1 Α.Α.Δ. 68). Επιπροσθέτως, όπως χαρακτηριστικά επεξηγείται στο σύγγραμμα The India Contract Act των Polloc & Mulla, 14η Αναθεωρημένη Έκδοση, Novation, Formalities, σελ. 948 η νέα συμφωνία μπορεί να συναφθεί είτε προφορικά, είτε να εξαχθεί από τη συμπεριφορά των μερών».

 

         Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην υπαγωγή των επίδικων γεγονότων στο σχετικό νομικό πλαίσιο αναφορικά με τα υποστατικά «Las Vegas», «Νοσταλγία» και «Chez-Nous». Αφού υπενθύμισε ότι οι επίδικες απαιτήσεις δεν είχαν παραγραφεί ούτε οι αιτητές εμποδίζονταν άλλως πως να τις προωθούν, υπέδειξε ότι η μη γοργή προώθηση των επίδικων απαιτήσεων δεν ήταν χωρίς πρακτικές δυσκολίες γι΄ αυτούς αφού οι αρχικοί συνέταιροι που χειρίζονταν τα σχετικά με τις ενοικιάσεις ζητήματα και βασικοί πρωταγωνιστές της πλευράς των αιτητών κατά τον ουσιώδη χρόνο, είχαν όλοι αποβιώσει. Συνεπώς, αν και ήταν εξ αντικειμένου αδύνατο να παρουσιαστεί εκ μέρους του συνεταιρισμού η καλύτερη δυνατή μαρτυρία, το γεγονός αυτό δεν διαφοροποιούσε οτιδήποτε ως προς το βάρος απόδειξης το οποίο οι αιτητές είχαν υποχρέωση να αποσείσουν παραπέμποντας στην C&F Orologas & Sons Ltd v. Μίτα, (2015) 1(Α) Α.Α.Δ. 107. Θα ήταν ικανοποιητικό, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, να αποδειχθεί είτε η ρητή συμβατική απαγόρευση για την αντικατάσταση είτε η απουσία της αναγκαίας συναίνεσης εκ μέρους των Αιτητών. Έκρινε ότι η πλευρά των αιτητών δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει κανένα από αυτά, ούτε να παρουσιάσει ικανοποιητική μαρτυρία προς απόδειξη των απαιτήσεων της σε σχέση με τα πιο πάνω Υποστατικά.

 

         Όσον αφορά το Υποστατικό «Δειλινά» το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η περίπτωση του διαφοροποιείται ουσιαστικώς από τις περιπτώσεις των προηγούμενων Υποστατικών, αφού ήταν καθοριστικό το γεγονός ότι την 1.6.2006 ο καθ΄ ου η αίτηση εξασφάλισε εκ συμφώνου απόφαση υπέρ του για το ποσό των Λ.Κ.54.000 για ενοίκια της περιόδου 1.7.2003-30.6.2006 πλέον ενδιάμεσα οφέλη πλέον διάταγμα ανάκτησης κατοχής. Υπέδειξε ότι:

 

            «Γενικώς, οι δικαστικές αποφάσεις έχουν κύρος και επιφέρουν συνέπειες, κυρίως για τους εμπλεκόμενους, αλλά υπό προϋποθέσεις και σε τρίτα πρόσωπα (δείτε σύγγραμμα Phipson on Evidence, 16η έκδοση, Κεφ. 44, Judgments  παρ. 44 κ.ε.). Για παράδειγμα, η παραδοχή που λαμβάνει χώρα σε ποινική κατηγορία υπέχει θέση παραδοχής των γεγονότων που την στοιχειοθετούν και συνιστά τυπική και αποδεκτή παραδοχή σε πολιτική διαδικασία. Έχει δε θεωρηθεί ότι αντίκειται στη δημόσια πολιτική και συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας η προσπάθεια μέσω νέας διαδικασίας να προσβληθεί τελική απόφαση που ήταν επιβαρυντική για τον προτιθέμενο ενάγοντα. Ομοίως, οι δηλώσεις και οι παραδοχές που λαμβάνουν χώρα ενώπιον Δικαστηρίου δεν είναι δίχως επακόλουθα. Λόγου χάρη, οι δηλώσεις που γίνονται από συνήγορο και νομικό εκπρόσωπο του διαδίκου σε πολιτικές υποθέσεις είναι δεσμευτικές θεωρούνται ως αποδεκτό γεγονός (δείτε: Ανδρέου ν Almifalani (2009) 1 A.A.Δ. 608 και Μαρσέλλο ν. Κωνσταντίνου, Ποινική Έφεση 167/2013, ημερομηνίας 18/01/2017). Όπως σχετικά αναφέρεται στο σύγγραμμα Phipson on Evidence, 16η έκδοση, Κεφ. 4, Admissions, σελ. 85, παρ. 4-23 τέτοιου είδους δηλώσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν ακόμα και από τρίτους προς απόδειξη της υπόθεσής τους:

            «

            Affidavits or documents which a party has expressly caused to be made or knowingly used as true, in a judicial proceeding, for the purpose of proving a particular fact, are evidence against him in subsequent proceedings to prove the same fact, even on behalf of strangers; and it is immaterial, in such a case, whether the documents are originals or copies.

            »

            Εν προκειμένω, αξίζει να σημειωθεί ότι η υπό συζήτηση δικαστική απόφαση ΤΕΚΜΗΡΙΟ 14(Γ) εκδόθηκε ελευθέρα βούληση και εκ συμφώνου. Στο σύγγραμμα Spencer Bower and Handley: Res Judicata, 4η Έκδοση, Judgments as evidence - civil judgments as evidence, παρ. 11.08, σελ. 177 αναφέρεται:

            «

                     A tribunal that is not bound by the rules of evidence may treat a conviction or a judgment in civil proceedings as prima facie evidence of the facts.

            »

            Θυμίζω ότι το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, με βάση το άρθρο 5 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου, δεν δεσμεύεται από τους κανόνες απόδειξης. Με δεδομένο λοιπόν ότι η εν λόγω δικαστική απόφαση εξασφαλίστηκε μόλις την 01/06/2006, το γεγονός αυτό συνιστά, αν όχι ρητή παραδοχή του ίδιου του Καθ' ου, σίγουρα ισχυρή, επιβαρυντική και μη ανατραπείσα εις βάρος του μαρτυρία για την εξακολούθηση της ενοικιαστικής σχέσης μέχρι τουλάχιστον και την ημερομηνία έκδοσης της εκ συμφώνου απόφασης. Και εφόσον μόλις ενάμιση (1½) χρόνο πριν την εγκατάλειψη και την κατεδάφιση του αναφερόμενου Υποστατικού στις 18/12/2008 η ενοικίαση μεταξύ των Αιτητών και του Καθ' ου προκύπτει πως συνεχιζόταν αναλλοίωτη, δηλαδή δίχως να έχει μεσολαβήσει η αντικατάσταση του ενοικιαστή από τον κάτοχο του υποστατικού, είναι καταφανώς πιθανότερο η συγκεκριμένη ενοικίαση που είχε αρχίσει από ή περί το 1991 (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 7(Γ)) να εξακολούθησε να ισχύει με τον ίδιο τρόπο μέχρι και την εγκατάλειψη του Υποστατικού, παρά το αντίθετο, συνυπολογίζοντας ότι η επ' αυτού του θέματος μαρτυρία του Καθ' ου δεν είναι πειστική και έχει προηγουμένως αξιολογηθεί αρνητικά.

            Καταλήγω ότι, το σύνολο της ενώπιον μου μαρτυρίας όσον αφορά το υποστατικό «ΔΕΙΛΙΝΑ» επιβεβαιώνει με τη δέουσα επάρκεια τους ισχυρισμούς των Αιτητών περί μη αντικατάστασης του Καθ' ου στην υπό κρίση ενοικιαστική σχέση η οποία ολοκληρώθηκε περί τις 31/12/2008 με την εγκατάλειψη και κατεδάφιση του εν λόγω υποστατικού.

            Συνεπακόλουθο αποτέλεσμα των προαναφερόμενων είναι η επιτυχία της συγκεκριμένης απαίτησης για καταβολή ενοικίων από 01/01/2002 μέχρι 31/12/2008 συνολικού ύψους €186.579,12, αφού η κατοχή υποστατικού δυνάμει ενοικιαστικής σχέσης δημιουργεί αντίστοιχη και αλληλένδετη υποχρέωση για καταβολή ενοικίου.

            Κατά τα λοιπά, οι υπόλοιπες αξιώσεις των Αιτητών θα απορριφθούν».

 

         Συνεπεία των πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση απόφασης ως αναφέρεται πιο πάνω απορρίπτοντας τις λοιπές αξιώσεις των αιτητών.

 

         Οι αιτητές/εφεσείοντες προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση με επτά λόγους έφεσης.

 

         Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι δεν τίθεται ζήτημα παραγραφής και απέρριψε την εν λόγω εισήγηση ή και προδικαστική ένσταση. Προς υποστήριξη του λόγου έφεσης αναφέρεται ότι οι εφεσίβλητοι διεκδικούσαν ενοίκια για το κέντρο «Δειλινά» από την 1.1.2002 έως την 31.12.2008. Σύμφωνα με τον περί Αναστολής του Χρόνου Παραγραφής (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο του 2002, Ν.110(I)/2002, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1.6.2005, η παραγραφή ίσχυε από την 1.6.2005 εάν το αγώγιμο δικαίωμα είχε προκύψει πριν από αυτήν την ημερομηνία. Για αγώγιμα δικαιώματα που προέκυψαν μετά την 1.6.2005 ο χρόνος παραγραφής ίσχυε την ημέρα που συμπληρωνόταν η βάση της αγωγής. Επομένως ο χρόνος παραγραφής για τα ενοίκια που ήταν πληρωτέα την 1.1.2002 έως την 1.6.2005 ξεκινούσε την 1.6.2005 και έληγε την 31.5.2011, δηλαδή με την πάροδο των 6 χρόνων. Ως εκ τούτου τα ενοίκια αυτά δεν μπορούσαν να διεκδικηθούν με την Αίτηση που καταχωρήθηκε το έτος 2016. Με βάση τον ίδιο νόμο ο χρόνος παραγραφής για τα ενοίκια που ήταν πληρωτέα μετά την 1.6.2005 ξεκινούσε μετά την 1.6.2005. Ακόμη και αν γινόταν αποδεκτό ότι η παραγραφή για τα ενοίκια από 1.6.2005 έως 31.12.2008 άρχιζε στο τέλος αυτής της περιόδου, δηλαδή την 31.12.2008 (που κατά τους εφεσίβλητους ήταν καταβλητέο το τελευταίο ενοίκιο), τότε το αγώγιμο δικαίωμα τους έληξε 6 χρόνια μετά δηλαδή την 31.12.2014 οπόταν και πάλι τα ενοίκια αυτά δεν θα μπορούσαν να διεκδικηθούν με την Αίτηση που καταχωρήθηκε το 2016. Η πλευρά των εφεσειόντων δέχεται ότι το έτος 2012 ψηφίστηκε ο περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμος του 2012, Ν.66(I)/2012 που τέθηκε σε ισχύ την 1.7.2012 και επικαλείται τις πρόνοιες του Άρθρου 7 του Νόμου που προνοούσε, κατά τον χρόνο καταχώρησης της Αίτησης ότι: «καμία αγωγή που αφορά σύμβαση δεν εγείρεται μετά την πάροδο έξι ετών από την ημέρα συμπλήρωσης της βάσης της αγωγής». Επικαλείται επίσης το Άρθρο 26 του εν λόγω Νόμου (ως ίσχυε τότε) που προνοούσε ότι: «Καμιά αγωγή δεν εγείρεται μετά την 31η Δεκεμβρίου 2014, αν η βάση της αγωγής συμπληρώθηκε οποτεδήποτε πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, εκτός αν ο χρόνος μεταξύ της ημέρας κατά την οποία είχε συμπληρωθεί η βάση της αγωγής μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2014 είναι μικρότερος από τον δυνάμει του παρόντος Νόμου χρόνο παραγραφής για το συγκεκριμένο δικαίωμα αγωγής, οπότε ο χρόνος παραγραφής είναι ο καθοριζόμενος από τον παρόντα Νόμο χρόνος». Αποτελεί θέση των εφεσειόντων ότι ο χρόνος παραγραφής δεν παρατείνεται στην προκειμένη περίπτωση, καθότι οι μεταγενέστερες τροποποιήσεις του ως άνω Νόμου δεν έχουν αναδρομική ισχύ και ως εκ τούτου οι εφεσίβλητοι δεν θα μπορούσαν να διεκδικούν αξιώσεις ή και ενοίκια τα οποία κατά το χρόνο καταχώρησης της Αίτησης είχαν ήδη παραγραφεί. Ενόψει των ανωτέρω η περίοδος παραγραφής για την επίδικη ενοικίαση του κέντρου «Δειλινά» που κατεδαφίστηκε το έτος 2008 (ως είναι παραδεκτό και από τις δυο πλευρές) έχει παραγραφεί εν όλω ή τουλάχιστον εν μέρη πριν από την καταχώρηση της Αίτησης.

 

         Ο λόγος αυτός έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει.

 

         Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά παραπέμπει στο Άρθρο 3 του Ν.66(I)/2012 που προνοεί ότι:

 

            «Έναρξη χρόνου παραγραφής

            3.    Ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να τρέχει όταν συμπληρωθεί η βάση της αγωγής:

                   Νοείται ότι, χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των άρθρων 24 και 29, ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να προσμετρείται από την 1η Ιανουαρίου 2016».

 

         Ορθά επίσης αναφέρει ότι στο Άρθρο 4 του Νόμου τίθεται ως γενικός ο όρος παραγραφής τα 10 χρόνια ενώ όσον αφορά τις συμβάσεις στο Άρθρο 7 αναφέρεται ότι ουδεμία αγωγή εγείρεται μετά την πάροδο έξι ετών από την ημέρα συμπλήρωσης της βάσης της αγωγής. Στο Άρθρο 2 του Νόμου αναφέρεται ότι «βάση της αγωγής σημαίνει το σύνολο των γεγονότων που θεμελιώνει το αγώγιμο δικαίωμα στο οποίο αφορά η αγωγή».

 

         Ορθό επίσης είναι το σχόλιο του Δικαστηρίου ότι η παραβίαση των συμφωνηθέντων όρων της ενοικίασης και ειδικότερα της υποχρέωσης για τη δέουσα πληρωμή του ενοικίου, δημιουργεί αγώγιμο δικαίωμα υπέρ του ιδιοκτήτη για αξίωση αποζημίωσης και για ανάκτηση κατοχής του επίδικου υποστατικού και ότι συνεπώς η «συμπλήρωση της βάσης αγωγής» εν τη εννοία του Άρθρου 3 του Νόμου συντελείται για έκαστο οφειλόμενο ενοίκιο από την ημέρα που αυτό καθίσταται οφειλόμενο και το οποίο θα πρέπει να διεκδικηθεί εντός της προθεσμίας των έξι ετών από τη μέρα που καθίσταται οφειλόμενο, τηρουμένων των διαλαμβανομένων στο δεύτερο εδάφιο του Άρθρου 3 του Νόμου.

 

         Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε καθοδήγηση, ορθά κατά την κρίση μας, από την υπόθεση Χριστοδουλίδης ν. Global Capital Securities and Financial Services Ltd (2012) 1(A) A.A.Δ. 636 όπου λέχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

 

            «Όπως ορθά σημειώνεται στην εκκαλούμενη απόφαση η παραγραφή αποτελεί δικονομικό κανόνα δικαίου και συνεπώς αν έχει παραγραφεί η απαίτηση με προγενέστερο νόμο αυτή δεν εξαφανίζεται αλλά μπορεί να προωθηθεί δικονομικά εφόσον με το νεότερο νόμο επεκτείνεται ο χρόνος της παραγραφής, εδώ στα οκτώ έτη. Κατά κανόνα, η περίοδος παραγραφής αρχίζει να μετρά από τη στιγμή που προκύπτει η αιτία της αγωγής. Ωστόσο, διαφορετική ρύθμιση του θέματος μπορεί να γίνει διά νόμου. Στην προκείμενη περίπτωση, το κρίσιμο χρονικό σημείο έναρξης της περιόδου παραγραφής είναι, σύμφωνα με το νόμο, η ημέρα που καταρτίστηκε η συναλλαγή και αυτό βεβαίως, σε συνάρτηση με την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής. Με αναφορά στο χρόνο καταχώρησης της αγωγής εξετάζεται κατά πόσο η απαίτηση έχει εκ του νόμου παραγραφεί. Αν η διαπίστωση είναι ότι η συγκεκριμένη απαίτηση όντως έχει παραγραφεί τότε σαφώς δεν υφίσταται αγώγιμο δικαίωμα προς διεκδίκηση της παραγεγραμμένης απαίτησης. Κατά το χρόνο που καταχωρήθηκε η αγωγή βρισκόταν σε ισχύ το Άρθρο 26 του νόμου με το οποίο, καθώς έχει ειπωθεί, τροποποιήθηκε ο χρόνος παραγραφής απαίτησης που πηγάζει από χρηματιστηριακή συναλλαγή έτσι ώστε αυτή να παραγράφεται μετά πάροδο οκτώ ετών από τη μέρα που καταρτίστηκε η συναλλαγή. Για να διαπιστωθεί λοιπόν κατά πόσο έχει ή όχι παραγραφεί η συγκεκριμένη απαίτηση ο χρόνος θα πρέπει να υπολογιστεί με αφετηρία τη μέρα κατάρτισης της συναλλαγής και τέρμα το χρόνο καταχώρησης της αγωγής.».

 

         Στη Shehata κ.ά. ν. Ellias (1995) 1 Α.Α.Δ. 621 στην οποίαν επίσης παραπέμπει το πρωτόδικο Δικαστήριο λέχθηκε ότι: «Σίγουρα το θέμα της παραγραφής στην Κύπρο (lex fori) είναι θέμα διαδικαστικής μορφής (procedural)».

 

         Με βάση τα πιο πάνω κρίνουμε ότι είναι ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι από τη στιγμή που η Αίτηση καταχωρήθηκε στις 8.6.2016, ήτοι μετά την τροποποίηση στις 23.12.2015 του δεύτερου εδαφίου του Άρθρου 3 του Νόμου με βάση το οποίο η περίοδος των 6 ετών αρχίσει «να προσμετρείται» δηλαδή να υπολογίζεται επιπροσθέτως από την 1.1.2016, ζήτημα παραγραφής μπορούσε να εγερθεί από το 2022 και έπειτα, με αποτέλεσμα να μην τίθετο ζήτημα παραγραφής.

 

         Το Άρθρο 26 του Νόμου δεν αφορά την παρούσα υπόθεση και σχετική εισήγηση της πλευράς του εφεσείοντα δεν γίνεται αποδεκτή. Η δε πρόνοιες του Άρθρου 24[1] που αναφέρεται σε ειδικές προθεσμίες συγκεκριμένων νομοθετημάτων δεν αφορούν την παρούσα περίπτωση ενώ σύμφωνα με το Άρθρο 29 και το Παράρτημα σ΄ αυτό καταργείται ο περί Αναστολής του Χρόνου Παραγραφής (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 2002 και επομένως δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση.

 

         Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε με προσοχή και επιμέλεια το όλο ζήτημα και εφάρμοσε ορθά τις πρόνοιες του Νόμου και τις αρχές της νομολογίας και δεν συμφωνούμε με τις περί αντιθέτου εισηγήσεις της πλευράς του εφεσείοντα ως επίσης με τη θέση του ότι υπό το φως των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης του Εφετείο θα πρέπει να διαφοροποιηθεί από τα όσα καταγράφονται στην υπόθεση Χριστοδουλίδης (ανωτέρω).

 

         Με βάση τα πιο πάνω ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

         Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής το δόγμα της αδικαιολόγητης καθυστέρησης. Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η Αίτηση δεν καταχωρήθηκε με αδικαιολόγητη καθυστέρηση επειδή ο καθ΄ ου η αίτηση δεν απέδειξε ότι επηρεάστηκε δυσμενώς από αυτή την καθυστέρηση αφού το εύρημα του αυτό αντιβαίνει ή και αναιρεί ή και διαφοροποιείται των ευρημάτων ή και συμπερασμάτων του ίδιου του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αναφέρεται ότι ο εφεσείων κατά τη μαρτυρία του ανέφερε ότι συνομιλούσε με άλλα πρόσωπα τα οποία εκπροσωπούσαν το συνεταιρισμό τα οποία κατά το χρόνο καταχώρησης της Αίτησης είχαν αποβιώσει, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 17 της απόφασης του, αναγνώρισε ότι η μεγάλη καθυστέρηση επηρέασε το «θυμητικό» του εφεσείοντα, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε ως πραγματικό γεγονός ότι κεντρικό πρόσωπο στις συνομιλίες με τον ενάγοντα ήταν ο Μ.Κ. ο οποίος απεβίωσε ως επίσης ότι τα ενοικιαστήρια έγγραφα δεν παρουσιάστηκαν επειδή μάλλον είχαν απωλεσθεί λόγω του χρόνου που μεσολάβησε και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνωρίζει στην απόφαση του ότι η Αίτηση καταχωρήθηκε με μεγάλη καθυστέρηση αφού καταχωρήθηκε το έτος 2016 και διεκδικούνταν ενοίκια ή και αποζημιώσεις από το «μακρινό 2002».

 

         Ο λόγος αυτός έφεσης επίσης δεν μπορεί να επιτύχει.

 

         Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγούμενο από την υπόθεση Α.ΤΗ.Κ. ν. Κλεάνθους (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 158 υπέδειξε ότι «εναπόκειται στον ίδιο τον εναγόμενο/καθ' ου να αποδείξει εκείνες τις ενέργειες που λόγω της ολιγωρίας του προκάλεσαν ζημιά («prejudice resulting from the delay»)». Στην πιο πάνω υπόθεση λέχθηκε μεταξύ άλλων πως: «Το κατά πόσο η συγκεκριμένη αρχή του δικαίου της επιείκειας τυγχάνει εφαρμογής σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, συνιστά θέμα που ανάγεται στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου, εξουσία η οποία ασκείται με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης και σε ουσιαστικό βαθμό εξαρτάται από το κατά πόσο θα ήταν ή όχι πρακτικά άδικο να δοθεί η αιτούμενη θεραπεία. Ο εναγόμενος, πέραν της καθυστέρησης, θα πρέπει να επιδείξει και τέτοιες ενέργειες στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την έγερση της αγωγής, ώστε το συμφέρον της δικαιοσύνης να εξυπηρετείται με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου υπέρ της απόρριψης της αιτούμενης θεραπείας». Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι δεν είχε παρουσιαστεί τέτοια μαρτυρία από τον εφεσείοντα, γεγονός που καθιστούσε την εισήγηση περί αδικαιολόγητης καθυστέρησης απορριπτέα.

 

         Κρίνουμε ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή και ότι τα όσα εισηγείται η πλευρά του εφεσείοντα δεν ικανοποιούν τα όσα καθιερώνει η νομολογία για εφαρμογή της αρχής αυτής.

 

         Εν πάση περιπτώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση περί αδικαιολόγητης καθυστέρησης και στη βάση του ότι η υπεράσπιση της αδικαιολόγητης καθυστέρησης επιτρέπεται μόνο εκεί όπου δεν προνοείται παραγραφή του αγώγιμου δικαιώματος από το Νόμο παραθέτοντας το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Χριστοφίδου ν. Παπαχρυσοστόμου (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1360:

 

            «Η υπεράσπιση όμως της καθυστέρησης (laches) επιτρέπεται μόνον εκεί όπου δεν προνοείται παραγραφή του αγώγιμου δικαιώματος, από το Νόμο. Αν προνοείται, από το Νόμο, παραγραφή του αγώγιμου δικαιώματος μετά από την παρέλευση κάποιου συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος τότε ο ενάγοντας δικαιούται στην πλήρη χρονική περίοδο, την οποίαν προβλέπει ο Νόμος, πριν καταστεί η αξίωση του μη προωθήσιμη (unenforceable) (Δέστε: Halsbury's, ανωτέρω, παράγραφος 1181, σελ. 641)».

 

         Ομοίως στην υπόθεση Α.ΤΗ.Κ. (ανωτέρω) λέχθηκε μεταξύ άλλων πως: «περιθώριο για εφαρμογή της εν λόγω αρχής, δεν παρέχεται εκεί και όπου τυγχάνουν εφαρμογής ρητοί νομοθετικοί χρονικοί περιορισμοί στη διεκδίκηση αστικών δικαιωμάτων, έστω και αν η θεραπεία που επιδιώκεται είναι θεραπεία που προβλέπεται με βάση το δίκαιο της επιείκειας».

 

         Με βάση τα πιο πάνω ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

         Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι οι εφεσίβλητοι νομιμοποιούνταν να εγείρουν την Αίτηση. Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε ή και εφάρμοσε εσφαλμένα τον περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμο, Κεφ. 116 ή και τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113 ή και τη νομολογία ή και τη νομοθεσία. Υποστηρίζεται περαιτέρω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ή και αποφάσισε ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν διαλυθεί ή και νομιμοποιούνταν να εγείρουν την Αίτηση. Υποστηρίζεται τέλος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέβλεψε ή και παρερμήνευσε ή και έδρασε αντίθετα από το Διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου στην αγωγή [   ], ημερομηνίας 14.11.2011 το οποίο εκδόθηκε εκ συμφώνου.

 

         Ο λόγος αυτός επίσης δεν μπορεί να επιτύχει.

 

         Υποδεικνύεται καταρχάς ότι και οι τρεις παράγραφοι της αιτιολογίας του λόγου έφεσης διέπονται από γενικότητα, αοριστία και ασάφεια με αποτέλεσμα ο λόγος έφεσης να είναι ατελής. Όπως έχει λεχθεί στην Δημητρίου ν. KPMG LTD, Πολ. Έφ. Αρ. 311/2014, ημερ. 24.1.2023, ECLI:CY:AD:2023:A25: «Έχοντας υπ΄ όψιν πως τα συστατικά στοιχεία των λόγων έφεσης συντίθενται, πρώτον, από τον προσδιορισμό του λάθους και δεύτερο τους λόγους που στοιχειοθετούν το σφάλμα και χωρίς το ένα ή το άλλο ο λόγος έφεσης είναι ατελής (Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112), οι συγκεκριμένοι λόγοι έφεσης απορρίπτονται (Σαμουρίδης ν. Inzeyannis, Πολ. Έφ. 326/14, ημερ. 18.3.2022, ECLI:CY:AD:2022:A133)».

 

         Πέραν των πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας το ζήτημα, το οποίο τέθηκε από πλευράς εφεσείοντα κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων υπέδειξε, καταρχάς, με παραπομπή στην Ανδρονίκου κ.ά. v. Επιτροπής του Σχεδίου Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων σε Υπαλλήλους της Α.Η.Κ. και εξαρτώμενους τους (2016) 1(Α) Α.Α.Δ. 600 ότι η νομιμοποίηση ενός διαδίκου πρέπει να εξετάζεται προδικαστικά και κατά προτεραιότητα και όχι στο τέλος της διαδικασίας. Παρέπεμψε επίσης στην Bloom Day Developments Ltd κ.ά. ν. Επιφανείου, Πολ. Έφ. Αρ. 171/2012, ημερ. 29.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:A500 από την οποία παρέθεσε το ακόλουθο απόσπασμα το οποίο είναι αρκούντως διαφωτιστικό:

 

            «Το ζήτημα της νομιμοποίησης έχει αποκρυσταλλωθεί επίσης από τη νομολογία ότι πρέπει να εγείρεται το συντομότερο δυνατόν (Mepa Underwriting Management Ltd v. Αγροτικής Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Γενικών Ασφαλίσεων (1997) 1 ΑΑΔ 772 και Halsbury's Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 29, σελίδα 416, παρ. 810, ειδικά σε σχέση με ανίκανο πρόσωπο). Αποτελεί, άλλωστε, θέμα που αφορά το διοριστήριο δικηγόρου, σύμφωνα και με τη Δ.2 θ.14 του περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών. Συνέχιση δε της διαδικασίας της έφεσης υπό το φως του διατάγματος που στο μεταξύ εκδόθηκε διαχείρισης της περιουσίας του εφεσίβλητου, υποδηλώνει αποδοχή των ενεργειών των συνηγόρων του (ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ Λτδ ν. Lakis Georghiou Constructions Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 214/2012, ημερομηνίας 6.9.2016, ECLI:CY:AD:2016:A411 και Τρύφωνος ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 411/2011, ημερομηνίας 27.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:A132).

 

            Οι εφεσείοντες στην παρούσα περίπτωση θα έπρεπε να αμφισβητήσουν την εξουσιοδότηση του δικηγόρου να κινήσει αγωγή στο αρχικό στάδιο μετά την καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης όπου ήταν εμφανής η θέση που προβλήθηκε. Δεν ήταν επιτρεπτό να εγερθεί το θέμα με την υπεράσπιση».

 

         Συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση και καθοδήγηση που έλαβε το πρωτόδικο Δικαστήριο η οποία ήταν ορθή. Από τη στιγμή που η πλευρά του εφεσείοντα δεν έθεσε το ζήτημα έγκαιρα αλλά με υπέρμετρη καθυστέρηση, δεν νομιμοποιείται να παραπονείται σε σχέση με το ζήτημα αυτό. Η πιο πάνω αρχή επιβεβαιώθηκε στην πολύ πρόσφατη υπόθεση Τανή κ.ά. ν. Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ. 308/2016, ημερ. 23.10.2025 όπου υποστηρίχθηκε ότι η αγωγή θα έπρεπε να είχε απορριφθεί ενόψει του ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι η εφεσίβλητη ήταν υπαρκτό νομικό πρόσωπο. Το Ανώτατο Δικαστήριο υπέδειξε ότι:

 

            «…το ατελέσφορο της προώθησης του ζητήματος, σφραγίζει η παράλειψη των εφεσειόντων, στην περίπτωση που θεωρούσαν ότι η ενάγουσα δεν ήταν υπαρκτό νομικό πρόσωπο, να δρομολογήσουν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου συγκεκριμένη διαδικασία για τη διαγραφή της και τον τερματισμό της διαδικασίας. Η παράλειψη τους να πράξουν τούτο, ουσιαστικά τους εμποδίζει, σε αυτό το στάδιο, να εγείρουν το ζήτημα (βλ. Μαρία Χαραλάμπους ν. B2KAPITAL CYPRUS LTD, Πολ. Έφ. 296/2016, ημερομηνίας 30.01.2025 και Lioufis and Co Ltd v. Ανδρονίκου κ.α. (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 773)».

 

         Με βάση τα πιο πάνω ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

         Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα ή και βασίστηκε στη μαρτυρία του Μ.Α.1 για να αξιολογήσει ή και να εξαγάγει ευρήματα γεγονότων ή και συμπεράσματα ή και να εκδώσει απόφαση ενώ τα τεκμήρια ή και τα γεγονότα που αναφέρθηκαν στη μαρτυρία αυτή δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν δεόντως το Δικαστήριο σε σαφή συμπεράσματα ή και ευρήματα. Η πλευρά του εφεσείοντα παραπέμπει στα ακόλουθα μέρη της πρωτόδικης απόφασης.

 

            «Από την άλλη, θα πρέπει να σημειώσω ότι επί καίριων ζητημάτων, όπως για παράδειγμα τους όρους των επίδικων ενοικιαστηρίων εγγράφων, ο εν λόγω μάρτυρας, ως επί το πλείστον, μιλούσε συμπερασματικά δίχως να έχει πρωτογενή γνώση για ουσιαστικά γεγονότα που αφορούν την παρούσα υπόθεση. Ο Μ. Α. 1 αν και ανέφερε ότι κατέστη συνεταίρος από το 2001, διαφάνηκε ότι δεν είχε ο ίδιος ουσιαστική εμπλοκή στη διαχείριση των εν λόγω ενοικιάσεων, με αποτέλεσμα, η δική του μαρτυρία ως προς το ουσιαστικό ζήτημα που αφορά η παρούσα Αίτηση, δηλαδή το κατά πόσο ο Καθ' ου σήμερα παραμένει ενοικιαστής των επίδικων υποστατικών, να βασίζεται σε υποθέσεις και εξ' ακοής γεγονότα…

            ………………………………………………………………………………………………..

            …. η μαρτυρία της πλευράς των Αιτητών ήταν πιο ειλικρινής πλην όμως ανεπαρκής ως προς ουσιώδεις παραμέτρους της παρούσας υπόθεσης».

 

         Υποστηρίζει ότι ήταν αντιφατικό και εσφαλμένο εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αξιολογήσει ή και να εξαγάγει ευρήματα ή και συμπεράσματα βασιζόμενο στη μαρτυρία μάρτυρα ο οποίος δεν είχε προσωπική γνώση των γεγονότων ή και άλλων συμφωνιών και μιλούσε γενικά και συμπερασματικά. Ως εκ τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο αντινομικά βασίστηκε ή και εμποδιζόταν από το να βασιστεί ή και να λάβει υπόψη αυτή τη μαρτυρία με τον τρόπο που την έλαβε και να καταλήξει στα συμπεράσματα ή και την απόφαση που κατέληξε.

 

         Η πρώτη παρατήρηση στην οποία προβαίνουμε είναι ότι και σε αυτή την περίπτωση ο λόγος αυτός έφεσης χαρακτηρίζεται από γενικότητα, αοριστία και ασάφεια. Δηλαδή δεν προσδιορίζει τα τεκμήρια ή και τα γεγονότα τα οποία αποτελούν το υπόβαθρο των θέσεων του εφεσείοντα. Δεν συγκεκριμενοποιούνται οι λόγοι που στοιχειοθετούν το κατ΄ ισχυρισμό σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. Δημητρίου, Μιχαηλίδου, και Σαμουρίδης (ανωτέρω).

 

         Επιπρόσθετα των πιο πάνω επισημαίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προσέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στη μαρτυρία του Μ.Α.1 αφού εξηγεί (βλ. σελίδα 15) ότι αν και τον μάρτυρα αυτό τον έκρινε ως ειλικρινή, μέρος της μαρτυρίας του δεν ήταν επαρκές ούτε ικανοποιητικό για κάποια από τα επίδικα θέματα όπως αναφέρουμε αναλυτικά στις σελίδες 9-10 της απόφασης μας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εξαγωγή ευρημάτων και συμπερασμάτων κατόπιν αξιολόγησης του συνόλου της μαρτυρίας έχοντας πάντα υπόψιν τις θέσεις των διαδίκων όπως προκύπτουν από τη δικογραφία.

 

         Είναι επίσης σημαντικό να τονιστεί ότι μέσω του λόγου έφεσης δεν προσβάλλεται η αξιολόγηση της αξιοπιστίας του Μ.Α.1 από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

         Το πρωτόδικο Δικαστήριο για τους λόγους που εξηγεί στις σελίδες 43-45 της απόφασης του κατέληξε, ορθά, ότι οι εφεσίβλητοι δικαιούντο σε απόφαση για μη καταβολή ενοικίων σε σχέση με το υποστατικό «Δειλινά». Έλαβε υπόψη του το γεγονός το οποίο χαρακτήρισε ως καθοριστικό, ότι την 1.6.2006 ο εφεσείων εξασφάλισε εκ συμφώνου απόφαση υπέρ του για το ποσό των Λ.Κ.54.000,00 (στο πλαίσιο αίτησης που καταχώρησε και αυτοπροσδιοζόταν ως «νόμιμος ενοικιαστής» (βλ. σελ. 22-23)) για ενοίκια της περιόδου 1.7.2003-30.6.2006 πλέον ενδιάμεσα οφέλη πλέον διάταγμα ανάκτησης κατοχής σε σχέση με το εν λόγω Υποστατικό. Έλαβε επίσης υπόψη του ότι μόλις ενάμιση (1½) χρόνο πριν την εγκατάλειψη και την κατεδάφιση του εν λόγω Υποστατικού στις 18.12.2008, η ενοικίαση μεταξύ των εφεσίβλητων και του εφεσείοντα προέκυπτε πως συνεχιζόταν αναλλοίωτη δηλαδή χωρίς να έχει μεσολαβήσει η αντικατάσταση του ενοικιαστή από τον κάτοχο του Υποστατικού, εύρημα/συμπέρασμα που διατύπωσε και στη σελίδα 23 της πρωτόδικης απόφασης όπου αναφέρεται ότι δεν διαφοροποιήθηκε οτιδήποτε μέχρι την εγκατάλειψη και κατεδάφιση του συγκεκριμένου Υποστατικού ως προς τη νομική κατοχή του. Τα πιο πάνω ευρήματα του Δικαστηρίου δεν έχουν προσβληθεί με αυτοτελή λόγο έφεσης όπως και τα ευρήματα του κατά την αξιολόγηση του Μ.Α.1 ότι είχαν συναφθεί ενοικιάσεις αναφορικά με τα επίδικα υποστατικά μεταξύ των εφεσίβλητων και του εφεσείοντα, στη βάση έγγραφων συμφωνιών και για το ενοίκιο που ο ίδιος ανέφερε (βλ. σελ. 14) και το εύρημα/συμπέρασμα του ότι οι ενοικιάσεις είχαν καταστεί θέσμιες (βλ. σελ. 11).

 

         Με βάση τα πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

         Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι οι εφεσίβλητοι δικαιούνται υπέρ τους απόφαση για το ποσό των €186.579,12. Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι ο εφεσείων συνέχιζε να είναι κάτοχος ή και ενοικιαστής του υποστατικού μέχρι της κατεδαφίσεως του. Υποστηρίζεται περαιτέρω ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η ενοικίαση συνεχίστηκε μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2008 καθότι καμία θετική μαρτυρία δεν είχε ενώπιον του ως προς την ημερομηνία κατεδάφισης του Υποστατικού.

 

         Όπως αναφέρουμε και πιο πάνω αλλά και το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 18 της απόφασης του, το γεγονός ότι ο εφεσείων εξασφάλισε προσωπικά απόφαση για το ποσό των Λ.Κ.54.000 εναντίον του Α.Α. για «καθυστερημένα ενοίκια από 1.7.2003 μέχρι 30.6.2006», Τεκμήριο 14Γ, «δίχως να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση πως νομικά και πρακτικά η εν λόγω ενέργεια του επωφέλησε τους Αιτητές, οι οποίοι δεν ήταν καν διάδικοι σε εκείνη τη δικαστική διαδικασία», ουδόλως καταδείκνυε απεμπλοκή του εφεσείοντα από την ενοικίαση του εν λόγω υποστατικού, αντίθετα την επιβεβαίωνε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά σχολιάζει, ότι ουδεμία πειστικότητα είχε επ’ αυτού του θέματος ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι δήθεν δεν γνώριζε την υπό κρίση περίοδο 2005-2006 πως ενήργησε ο τότε δικηγόρος του ενώ σωστά καυτηρίασε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι σε σχέση με το εξ αποφάσεως χρέος εισπράχθηκαν χρήματα τα οποία έλαβε ο συνέταιρος Μ.Κ. τον οποίον ανακάλεσε ευθύς αμέσως.

 

         Περαιτέρω υποδεικνύουμε ότι στην γραπτή δήλωση του Μ.Α.1 (Έγγραφο Α) που αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασης του αναφέρεται στην παράγραφο 4(δ) ότι το υποστατικό «Δειλινά» εγκαταλείφθηκε και κατεδαφίστηκε την 18.12.2008. Ο ισχυρισμός αυτός του Μ.Α.1 δεν αμφισβητήθηκε κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της διαδικασίας ημερομηνίας 14.2.2019.

 

         «Ε.      Είχατε πει ότι ένα από τα υποστατικά έχει κατεδαφιστεί, πότε κατεδαφίστηκε;

            Α.        Νομίζω το 2010, να το ψάξουμε στη δήλωση μου.

            Ε.        Γράφετε για το LAS VEGAS ότι εγκαταλείφθηκε--

            Α.        Ναι, τα Δειλινά ή το 2008 ή το 2010.

            Ε.        Κατεδαφίστηκε το 2008 τα Δειλινά;

            Α.        Ναι.

            Ε.        Ποιος το κατεδάφισε;

            Α.         Ένας από τους συνεταίρους μας.

            Ε.         Και βγήκε άδεια κατεδάφισης, έτσι;

            Α.         Νομίζω ναι».

 

         Υποδεικνύουμε περαιτέρω ότι στο πλαίσιο της παραγράφου 8 της αιτιολογίας του δεύτερου λόγου έφεσης γίνεται παραδεκτό ότι ήταν κοινή θέση των δυο πλευρών ότι το εν λόγω Υποστατικό κατεδαφίστηκε το έτος 2008, στοιχείο που δείχνει αντίφαση και ασυνέπεια εκ μέρους της πλευράς του εφεσείοντα.

 

         Με βάση τα πιο πάνω ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

         Η κατάληξη μας όσον αφορά τον πρώτο και πέμπτο λόγο έφεσης συμπαρασύρει και τον έκτο λόγο έφεσης όπου προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η Αίτηση θα έπρεπε να εγκριθεί ή και ότι δικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις να δοθούν οι θεραπείες που αξίωναν οι εφεσίβλητοι για τους λόγους που αναφέρονται στους λόγους έφεσης υπ΄ αρ. 1 έως 6.

 

         Με βάση τα πιο πάνω ο έκτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

         Τέλος, με τον έβδομο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα «αποφάσισε και/ή έκρινε και/ή δεν εξέτασε αυτεπαγγέλτως ότι δεν κέκτειται δικαιοδοσίας για εκδίκαση της κυρίως αίτησης στο μέρος της αίτησης όπου η ενοικίαση αμφισβητείται και υπάρχει ισχυρισμός ότι υπήρχε άδεια χρήσης της επιχείρησης που ασκείτο στο υποστατικό και όχι ενοικίαση». Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι μεταξύ των διαδίκων υπήρχε ενοικιαστική σχέση για το κέντρο «Δειλινά» δεδομένου ότι δεν παρουσιάστηκε ενοικιαστήριο έγγραφο και ενώ η Υπεράσπιση έκανε αναφορά σε «άδεια χρήσης» και έλλειψη δικαιοδοσίας και ο εφεσείοντας δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης που επωμιζόταν. Υποστηρίζεται περαιτέρω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι δεν τέθηκε ζήτημα δικαιοδοσίας ή και δεν έλαβε υπόψη του τους ισχυρισμούς της πλευράς του εφεσείοντα στην αγόρευση της που υποστηριζόταν από την ένορκη μαρτυρία του εφεσείοντα. Υποστηρίζεται ακόμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση ενώ δεν είχε ενώπιον του τεκμήρια ή και γεγονότα ή και θετική μαρτυρία με την οποία να υπάγεται με θετικό τρόπο το κέντρο «Δειλινά» στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων και τέλος δεν εξέτασε εσφαλμένα αυτεπάγγελτα το ζήτημα της δικαιοδοσίας.

 

         Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να επιτύχει.

 

         Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε αρχικά το ζήτημα της δικαιοδοσίας στη σελίδα 11 της πρωτόδικης απόφασης όπου αναφέρει ότι αν και η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου δεν ήταν δικογραφικώς παραδεκτή, δεν είχε ουσιαστικά αμφισβητηθεί αφού δεν είχε αμφισβητηθεί ότι τα Yποστατικά είχαν συμπληρωθεί πριν την 31.12.1999, ότι αυτά βρίσκονται σε ελεγχόμενη από το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων περιοχή και ότι σχετίζονταν με ενοικιάσεις οι οποίες είχαν καταστεί θέσμιες. Επομένως η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το θέμα δεν θα το απασχολούσε περαιτέρω, κρίνουμε ότι δεν ήταν επιλήψιμη.

 

         Προσθέτουμε στα πιο πάνω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία του Μ.Α.1 (σελίδα 14 της πρωτόδικης απόφασης) υπέδειξε ότι η συνομολόγηση των αρχικών ενοικιάσεων δεν είχε αμφισβητηθεί ενώ ούτε το ύψος του καταβαλλόμενου ενοικίου για κάθε υποστατικό τελούσε υπό αμφισβήτηση. Συνεπώς, αποδέχθηκε τη θέση του Μ.Α.1 ότι είχαν συναφθεί ενοικιάσεις σχετικά με τα υποστατικά μεταξύ των εφεσιβλήτων και του εφεσείοντα στη βάση έγγραφων συμφωνιών και για το ενοίκιο που εκείνος ανέφερε αφού αυτές οι θέσεις επιβεβαιώθηκαν από τον ίδιο τον εφεσείοντα αλλά και το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 7. Το πιο πάνω εύρημα/συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν προσβλήθηκε με αυτοτελή λόγο έφεσης.

 

         Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 19 της πρωτόδικης απόφασης αναφέρει ότι αν και για το υποστατικό «Δειλινά» έγινε νύξη από τον εφεσείοντα ότι πρόκειται για χρήση και όχι ενοικίαση η εν λόγω θέση δεν προωθήθηκε δικονομικά, εννοώντας προφανώς ότι δεν έγινε οποιοδήποτε διάβημα σε σχέση με τη θέση αυτή, αλλά ούτε επιβεβαιωνόταν από τα ουσιαστικά γεγονότα. Υπέδειξε ότι η εν λόγω περίπτωση δεν διαφοροποιείτο από τις υπόλοιπες ενοικιάσεις όπου σε όλες υφίσταται αδιαμφησβήτητο δικαίωμα αποκλειστικής κατοχής για ορισμένη περίοδο έναντι ανταλλάγματος (παραπέμποντας στις Μιχαηλίδου ν. Δήμου Λευκωσίας (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 18, Καρεσίου ν. Καραπίττα κ.ά. (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 338, Αγγελίδης και Φιλίππου Λτδ ν. Σπύρος Κολοκασίδης Εστέιτς Λτδ (1991) 1 Α.Α.Δ. 327, Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 882 και Street v. Mountford [1985] 2 All E.R. 289) στοιχείο καταλυτικό για τη διαπίστωση της ενοικιαστικής σχέσης και όχι άδειας χρήσης ανεξαρτήτως του περιγραφικού χαρακτήρα της σύμβασης που αναφερόταν στη χειρόγραφη απόδειξη (Τεκμήριο 29) παραπέμποντας και πάλι στην Royal Ris Ltd v. Δήμου Λάρνακας (2005 1(Β) Α.Α.Δ. 1149. Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 35-36 της απόφασης του εξέτασε και την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα ότι ο τελευταίος δεν μπορούσε να θεωρηθεί «ενοικιαστής» καθότι δεν είχε τη φυσική κατοχή των υποστατικών, την οποία δεν έκανε αποδεκτή καθότι, «όπως, στην Margarita Ikosi v. Andreas Karayiannis λέχθηκε, η φράση «retains possession» στο άρθρο 15(1) του Rent Control (Business Premises) Law, No. 17 of 1961 που με το άρθρο 27(1) του περί Ενοικιοστασίου Νόμου του 1983 μεταφράστηκε σε «διατήρηση της κατοχής» έχει ευρύτερη έννοια και περιλαμβάνει όχι μόνο τη φυσική αλλά και τη νομική κατοχή».

 

         Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρόλο που δεν αναφέρει ρητά στην πρωτόδικη απόφαση ότι εξέτασε το ζήτημα της δικαιοδοσίας, εντούτοις ουσιαστικά το εξέτασε αφού στάθμισε όλα τα σχετικά στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του σε σχέση με το ζήτημα αυτό ως επίσης όλες τις σχετικές εισηγήσεις της πλευράς του εφεσείοντα. Περαιτέρω η κρίση του όσον αφορά το ζήτημα της δικαιοδοσίας ήταν ορθή υπό τις περιστάσεις αφού είναι σε συμφωνία με τις πρόνοιες του Νόμου και τις αρχές της σχετικής νομολογίας.

 

         Με βάση τα πιο πάνω οι περί του αντιθέτου εισηγήσεις της πλευράς του εφεσείοντα δεν γίνονται δεκτές και ο έβδομος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

         Συνεπεία των πιο πάνω η Έφεση υπ΄ αρ. 80/2020 απορρίπτεται.

 

         Προχωρούμε στην εξέταση της Έφεσης υπ΄ αρ. 81/2020 με την οποία προβάλλονται τέσσερις λόγοι έφεσης.

 

         Οι τρεις πρώτοι λόγοι έφεσης θα εξεταστούν μαζί λόγω συνάφειας. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα, παραγνωρίζοντας την ενώπιον του μαρτυρία και παρερμηνεύοντας τα τεκμήρια που κατατέθηκαν ενώπιον του απέρριψε την αξίωση των αιτητών/εφεσειόντων αναφορικά με τα Υποστατικά «Las Vegas», «Chez-Nous» και «Νοσταλγία». Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσειόντων ότι ενώ υπήρχε παραδεχτή μαρτυρία ότι όλα τα Υποστατικά κρατούνταν και κατέχονταν από τον εφεσίβλητο με τον ίδιο τρόπο, ήτοι ότι δεν είχε ποτέ εκείνος την φυσική κατοχή τους, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαχώρισε τα ευρήματα του και κατέληξε σε διαφορετικά συμπεράσματα για κάθε Υποστατικό. Περαιτέρω, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν σαφής ως προς τον τρόπο της κατ΄ ισχυρισμό εγκατάλειψης των εν λόγω Υποστατικών, παρόλα αυτά αποφάσισε ότι αυτός εγκατέλειψε τα Υποστατικά και απαλλάχθηκε από την υποχρέωση του να πληρώνει τα ενοίκια. Υποστηρίζεται επίσης ότι ενώ επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το έτος 2005 ο εφεσίβλητος κίνησε μέσω δικηγόρου, κατ΄ ισχυρισμό δικό του, αιτήσεις έξωσης στις οποίες αποκάλεσε τα τρίτα πρόσωπα υπενοικιαστές του και ζητούσε ενοίκια και έξωση, δεν έλαβε υπόψη του το στοιχείο αυτό και κατέληξε λανθασμένα να απορρίψει την Αίτηση σε σχέση με τα πιο πάνω Υποστατικά. Υποστηρίζεται ακόμα ότι ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκανε αποδεκτές τις επεξηγήσεις που προσπάθησε να δώσει ο εφεσίβλητος ως προς το ότι καταχώρησε τις αιτήσεις έξωσης σε συνεννόηση με τους εφεσείοντες, δεν έλαβε το στοιχείο αυτό υπόψη του ούτε του απέδωσε την ορθή του σημασία. Περαιτέρω, λανθασμένα διαχώρισε την κατάληξη και απόφαση του για το Υποστατικό «Δειλινά» έναντι των άλλων Υποστατικών για το λόγο ότι στην αίτηση για τα «Δειλινά» είχε εκδοθεί απόφαση ενώ οι άλλες Αιτήσεις για τα υπόλοιπα Υποστατικά αποσύρθηκαν, με δηλώσεις των καθ΄ ων η αίτηση, χωρίς όμως να έχει σε εκείνες τις διαδικασίες εμπλοκή η πλευρά των εφεσειόντων. Υποστηρίζεται ακόμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε ή και δεν έλαβε υπόψη ότι το βάρος απόδειξης της υπεράσπισης της αντικατάστασης την είχε η πλευρά που την επικαλείτο και διέλαθε της προσοχής του το ότι δεν υπήρξε ίχνος μαρτυρίας για απεμπλοκή του εφεσίβλητου από τις υποχρεώσεις του. Υποστηρίζεται επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε ή και κατέληξε σε λανθασμένο εύρημα ως προς το ότι από τη στιγμή που δεν απαγορευόταν η ενοικίαση, αυτή επιτρεπόταν ενώ έσφαλε και ως προς τις συνέπειες τυχόν υπενοικίασης με την έννοια του ότι ακόμα και αν επιτρεπόταν η υπενοικίαση αυτό δεν απάλλασσε τον εφεσίβλητο έναντι των εφεσειόντων δυνάμει της ενοικίασης. Υποστηρίζεται τέλος ότι γενικά από τα ευρήματα και τη γενικότερη μαρτυρία, δε δικαιολογείτο η απόρριψη της Αίτησης για τα πιο πάνω Υποστατικά. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και ερμηνεύοντας λανθασμένα την αρχή της αντικατάστασης, έκρινε ότι ο εφεσίβλητος αντικαταστάθηκε από ενοικιαστής σε σχέση με τα Υποστατικά «Las Vegas», «Chez-Nous» και «Νοσταλγία» και κατά συνέπεια απαλλάγηκε των υποχρεώσεων του έναντι των εφεσειόντων. Πέραν των όσων αναφέρονται για την αρχή της αντικατάστασης στο πλαίσιο του πρώτου λόγου έφεσης, υποστηρίζεται περαιτέρω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του και δεν εφάρμοσε τα γεγονότα στην αρχή περί αντικατάστασης με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα. Δεν έλαβε υπόψη του και δεν εκτίμησε σωστά ότι ο εφεσίβλητος από το έτος 1991 που κατείχε τα επίδικα Υποστατικά ως ενοικιαστής, τα κατείχε με τον ίδιο τρόπο ήτοι δια της υπενοικιάσεως αυτών κάτι που μέχρι το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης δεν άλλαξε. Υποστηρίζεται ακόμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ έκρινε ότι δεν δόθηκε η υπό του Νόμου γραπτή ειδοποίηση για παραίτηση από τον εφεσίβλητο, για κανένα από τα Υποστατικά, αποφάσισε τελικά, λανθασμένα, ότι αυτός παραιτήθηκε και αντικαταστάθηκε ως επίσης ότι υπήρξε ή και δημιουργήθηκε νέα συμφωνία μεταξύ των υπενοικιαστών και των εφεσειόντων, αντικαθιστώντας τον εφεσίβλητο, αφού τέτοια μαρτυρία δεν υπήρχε και δεν δικαιολογείτο τέτοιο εύρημα από τη μαρτυρία που είχε γίνει αποδεκτή. Υποστηρίζεται επίσης ότι ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η αντικατάσταση απαιτεί τη συμφωνία όλων των εμπλεκομένων, αποφάσισε λανθασμένα, ότι υπήρξε αντικατάσταση παρά τη μη απόδειξη συναίνεσης από πλευράς εφεσειόντων ή και θεώρησε ότι υπήρξε συναίνεση σιωπηρή σε αντίθεση με την προσαχθείσα μαρτυρία. Τέλος υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε ή και δεν εφάρμοσε τη νομολογία ως προς το θέμα της αντικατάστασης και στα γεγονότα της υπόθεσης με αποτέλεσμα να καταλήξει σε νομικό σφάλμα. Παρόμοιος είναι και ο τρίτος λόγος έφεσης όπου προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας ή και απέδωσε λανθασμένη ερμηνεία ή και σημασία στην ενώπιον του μαρτυρία με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα. Προς υποστήριξη του λόγου έφεσης ουσιαστικά επαναλαμβάνονται οι θέσεις που προβάλλονται στο πλαίσιο υποστήριξης των δυο πρώτων λόγων έφεσης.

 

         Οι λόγοι αυτοί έφεσης δεν μπορούν να επιτύχουν.

 

         Υπενθυμίζουμε καταρχάς ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την αξιοπιστία όλων των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιον του δεν προσβάλλεται με αυτοτελή λόγο έφεσης.

 

         Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του με τη δέουσα προσοχή και επιμέλεια και δεν παραγνώρισε οποιοδήποτε μέρος της μαρτυρίας. Υπενθυμίζουμε ότι δέχθηκε μερικώς τη μαρτυρία του Μ.Α.1 και του καθ΄ ου η αίτηση/εφεσίβλητου, δέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Α.3 χωρίς να κάνει εκ προοιμίου αποδεκτή τη νομική του θεώρηση ως προς την ερμηνεία του άρθρου 40 του Κεφ. 116 και έκανε αποδεκτή τη μαρτυρία της Μ.Α.2. Δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι η μαρτυρία του Μ.Α.1 δεν υπήρξε επαρκής για στοιχειοθέτηση των επιμέρους όρων των επίδικων ενοικιαστηρίων εγγράφων ούτε ικανοποιητική ως προς το κατά πόσον ο καθ΄ ου  αίτηση/εφεσίβλητος από το 2002 και εντεύθεν συνέχισε να ενοικιάζει τα επίδικα Υποστατικά. Κατά παρόμοιο τρόπο υπέδειξε, ανάμεσα σε άλλα, μέρη της μαρτυρίας του καθ΄ ου η αίτηση/εφεσίβλητου που δεν έγιναν αποδεκτά.

 

          Εξετάζοντας το ζήτημα του κατά πόσο είχε επέλθει αντικατάσταση του καθ΄ ου η αίτηση στην ενοικιαστική σχέση, το πρωτόδικο Δικαστήριο έθεσε σωστά το νομικό πλαίσιο και εξέτασε το όλο ζήτημα υπό το φως του συνόλου της μαρτυρίας και δεν συμφωνούμε με την εισήγηση της πλευράς των αιτητών/εφεσειόντων ότι δεν έλαβε υπόψη του ότι το βάρος απόδειξης της υπεράσπισης της αντικατάστασης και παραίτησης του είχε η πλευρά του καθ΄ ου η αίτηση/εφεσίβλητου. Ορθά υπέδειξε ότι η αντικατάσταση του ενοικιαστή δεν είναι απαραίτητο να συντελεστεί εγγράφως ως επίσης ότι, το κατά πόσο ο ιδιοκτήτης συναίνεσε στην αντικατάσταση του ενοικιαστή, είναι ζήτημα γεγονότων. Στο σύγγραμμα Woodfall’s Law of Landlord and Tenant, 27η έκδοση, παρ. 1874, Acceptance of another tenant in lieu, σελ. 869 αναφέρεται ότι:

 

          “A tenancy from year to year cannot be surrendered by the mere agreement of the landlord to accept a third person in the place of his tenant, unless such agreement be in writing, or the third person actually take possession”.

(Η υπογράμμιση είναι δική μας)

 

         Περαιτέρω, ορθά υπέδειξε ότι με βάση τα επίδικα γεγονότα δεν μπορούσε να παραγνωριστεί ότι για μια περίοδο δεκαπέντε ετών περίπου δεν υπήρξε άμεση μαρτυρία που να διασυνδέει τον καθ΄ ου η αίτηση/εφεσίβλητο με την εκμετάλλευση των υποστατικών «Las Vegas», «Νοσταλγία» και «Chez-Nous» αφού ο Μ.Α.1 ανέφερε αντεξεταζόμενος ότι η τελευταία απόδειξη εκδόθηκε το έτος 2000 περίπου και ακολούθως ο συνεταιρισμός δεν είχε «πάρε-δώσε» είτε με τον καθ΄ ου η αίτηση είτε με τους ενοικιαστές.

 

         Εν συνεχεία το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:

 

            «Δεν είναι δίχως άξια και το γεγονός ότι το «LAS VEGAS» εγκαταλείφθηκε σε άγνωστο χρόνο για τους Αιτητές δίχως την εμπλοκή του Καθ' ου αλλά κάποιου [Γ. Π.], χωρίς να παρουσιαστεί οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία που να εμπλέκει τον Καθ' ου στην κατοχή του υποστατικού αυτού από το 2002 και μεταγενέστερα. Το μοναδικό στοιχείο που παραπέμπει με περιστατικό τρόπο, προς την κατεύθυνση της συνέχισης της κατοχής από τον Καθ' ου, είναι οι Αιτήσεις που εκείνος καταχώρησε το 2005, (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 7). Όμως, οι εν λόγω αιτήσεις δεν αφορούν καν το «LAS VEGAS» παρά μόνο τα υποστατικά «ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ» και «CHEZ-NOUS» και «ΔΕΙΛΙΝΑ». Για το «LAS VEGAS» η μαρτυρία προς απόδειξη της αξίωσης των Αιτητών για ενοίκια από το 2002 και εντεύθεν είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη και ανίκανη να αποδείξει την υπόθεση των Αιτητών.

 

            Όσον αφορά τα υποστατικά «ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ» και «CHEZ-NOUS», εξετάζοντας τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε σφαιρικά και όχι μικροσκοπικά, δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι αμφότερες οι αιτήσεις που αφορούσαν το «ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ» και το «CHEZ-NOUS» (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 7), στις 18/05/2006, αποσύρθηκαν και απορρίφθηκαν, με ταυτόχρονη δήλωση των υπενοικιαστών ότι από τις αρχές του 2003 οφείλουν ενοίκια προς τον συνεταιρισμό «Α. Ι. ΚΑΡΠΑΣΙΤΗΣ ΚΑΙ ΥΙΟΙ», δηλαδή τους Αιτητές, ως φαίνεται στα ΤΕΚΜΗΡΙΑ 12(Γ) και 13(Γ). Αναμφίβολα, οι δηλώσεις αυτές δεν είναι νομικά δεσμευτικές για τους Αιτητές, αφού έγιναν στην απουσία τους. Εντούτοις, επί των γεγονότων, η απόσυρση των αιτήσεων δεν επιβεβαιώνει, αντίθετα αποδυναμώνει την προσπάθεια των Αιτητών να αποδείξουν μέσω των συγκεκριμένων εγγράφων τη συνέχιση της κατοχής από τον Καθ' ου, αφού σε ανύποπτο χρόνο, δηλαδή μια δεκαετία πριν την καταχώρηση της παρούσας Αίτησης ο Καθ' ου παρουσιάζεται να αποσύρει Αιτήσεις κατά των φερόμενων υπενοικιαστών του, αποδεχόμενος ότι έχει επέλθει, μάλιστα προ ετών, η αντικατάσταση του ιδίου στις εν λόγω ενοικιαστικές σχέσεις. Πέραν τούτου, η μαρτυρία που παρουσιάστηκε από τους Αιτητές, καταδεικνύει αν όχι συναίνεση, σίγουρα την ανοχή τους στη δημιουργηθείσα εδώ και πολλά χρόνια κατάσταση, αφού, οι πρώτες αντιδράσεις τους φαίνεται να λαμβάνουν χώρα το 2010. Συγκεκριμένα, παραπέμπω στο (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 9), δηλαδή την επιστολή ημερομηνίας 05/02/2010 προς τον Δήμαρχο Λάρνακας, με την οποία οι Αιτητές ενίσταντο στη χορήγηση άδειας λειτουργίας και ποτού στα υπό εξέταση Υποστατικά. Η εν λόγω επιστολή παρουσιάζεται να κοινοποιείται στους κατόχους των τριών εναπομεινάντων υποστατικών, ήτοι στους [Σ. Π.], [Γ. Γ.] και [Ι. Π.], δίχως όμως να γίνεται οποιαδήποτε νύξη στο όνομα του Καθ' ου. Ούτε στις επιστολές ΤΕΚΜΗΡΙΑ 8 και 11 αναφέρεται το όνομα του Καθ' ου. Ομοίως, στο ηλεκτρονικό μήνυμα, ημερομηνίας 7/7/2014 (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 10) προς το Δημαρχείο Λάρνακας, ουδεμία αναφορά γίνεται στο όνομα του Καθ' ου. Περιπλέον, όπως διαφάνηκε κατά την αντεξέταση του Μ. Α. 1, οι Αιτητές όχι μόνο γνώριζαν πολύ πριν τα μέσα του 2015 που απεστάλησαν τα ΤΕΚΜΗΡΙΑ 5 και 6, συγκεκριμένα ονόματα και διευθύνσεις για τους τρίτους που είχαν και εξακολουθούν να έχουν τη φυσική κατοχή των Υποστατικών «CHEZ-NOUS» και «ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ» αλλά και επιπροσθέτως είχαν υπόψιν πως τα τρίτα αυτά πρόσωπα ισχυρίζονταν την εξαγορά της εμπορικής εύνοιας (αέρα) της επιχείρησης από τον Καθ' ου. Μάλιστα, οι Αιτητές αξίωσαν και την πληρωμή ενοικίου από τους αναφερόμενους τρίτους, τους οποίους μόλις το 2010 χαρακτήρισαν για πρώτη φορά παράνομους επεμβαίνοντες λόγω της μη πληρωμής ενοικίου. Και ενώ γνώριζαν όλα τα προαναφερόμενα επέλεξαν να κινήσουν και να προωθήσουν την παρούσα διαδικασία εναντίον αποκλειστικά του Καθ' ου και όχι κατά των εν λόγω τρίτων προσώπων, επειδή, όπως ο Μ. Α. 1 ανέφερε:

            «

                     Αντιλαμβάνεστε την κατάσταση να πας να μπλεχτείς στα πόδια του υπόκοσμου, δηλαδή να χαλάσεις την αλυσίδα των πραγμάτων είτε στον τελευταίο που πας εκείνο τον χρήστη του ακινήτου ή σε κάποιο άλλο που θα του χαλάσεις τη δουλειά του το αποτέλεσμα έρχεται σε εσένα που κινείς τη διαδικασία ούτως ώστε ότι και να κάναμε πάλι εμείς θα είμαστε υπόλογοι για το οποιοδήποτε αποτέλεσμα της έξωσης ενοικιαστών.

            »

 

            Τούτη όμως η επιλογή, στο τέλος της ημέρας, δεν είναι δίχως συνέπειες για τους Αιτητές, αφού το Δικαστήριο στερήθηκε της ευκαιρίας να έχει σφαιρική πληροφόρηση για τα επίδικα ζητήματα και να μπορέσει να καταλήξει σε δεσμευτικά για όλους τους εμπλεκομένους ευρήματα».

 

         Επομένως η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η υπεράσπιση της αντικατάστασης του καθ΄ ου η αίτηση/εφεσίβλητου σε σχέση με τα υποστατικά «Las Vegas», «Νοσταλγία» και «Chez-Nous» είχε επιτύχει, ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις και ορθά απέρριψε τις αξιώσεις των αιτητών/εφεσειόντων σε σχέση με τα πιο πάνω Υποστατικά.

 

         Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο διαχώρισε την κατάληξη και απόφαση του όσον αφορά το Υποστατικό «Δειλινά» έναντι των άλλων Υποστατικών, αφού επρόκειτο για τέσσερις διαφορετικές ενοικιάσεις. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέκρινε, ορθά, ότι σε αντίθεση με την έκβαση των αιτήσεων που αφορούσαν τα υποστατικά «Νοσταλγία» και «Chez-Nous», υπήρχε το γεγονός, που χαρακτήρισε ως καθοριστικό, ότι την 1.6.2006 ο καθ΄ ου η αίτηση/εφεσίβλητος εξασφάλισε εκ συμφώνου απόφαση υπέρ του για το ποσό των Λ.Κ.54.000,00 για ενοίκια της περιόδου 1.7.2003-31.12.2006 πλέον ενδιάμεσα οφέλη πλέον διάταγμα ανάκτησης κατοχής.

 

         Το πρωτόδικο Δικαστήριο όπως διαπιστώνεται από το απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση που παρατίθεται πιο πάνω αναγνώρισε ότι οι αιτήσεις που αφορούσαν τα Υποστατικά «Νοσταλγία» και «Chez-Nous» και οι δηλώσεις που έγιναν στο πλαίσιο αυτών των Αιτήσεων οι οποίες αποσύρθηκαν δεν ήταν νομικά δεσμευτικές για τους αιτητές/εφεσείοντες. Αξιολόγησε όμως το στοιχείο αυτό στο πλαίσιο της σφαιρικής εξέτασης της μαρτυρίας σε σχέση με τα πιο πάνω Υποστατικά και το συμπέρασμα του ότι η απόσυρση των αιτήσεων δεν επιβεβαίωνε αλλά αντίθετα αποδυνάμωνε την προσπάθεια των αιτητών/εφεσειόντων να αποδείξουν μέσω των συγκεκριμένων εγγράφων τη συνέχιση της κατοχής από τον καθ΄ ου η αίτηση/εφεσίβλητο ήταν εύλογο υπό τις περιστάσεις.

 

         Ως γενική παρατήρηση αναφέρουμε ότι η προσέγγιση και η συλλογιστική του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα πιο πάνω Υποστατικά αλλά και τα ευρήματα και συμπεράσματα του ήταν εύλογα υπό τις περιστάσεις (βλ. μεταξύ άλλων Χ” Μάρκου ν. Widehorizon (Cap. Market) Ltd (2010) 1(A) A.Α.Δ. 108, T.J.S. Enterpr. Ltd v. Λαϊκής Κυπρ. Τράπ. (Χρηματ.) Λτδ (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 108 και Πολάτογλου ν. Μασούρα (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 150).

 

         Με βάση τα πιο πάνω οι λόγοι έφεσης υπ΄ αρ. 1, 2 και 3 απορρίπτονται.

 

         Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν επεδίκασε έξοδα εναντίον του εφεσιβλήτου και υπέρ των εφεσειόντων έστω στην κλίμακα του επιδικασθέντος τελικά ποσού. Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και χωρίς οποιαδήποτε ορθή ή και επαρκή ή και βάσιμη δικαιολόγηση ή και λαμβάνοντας υπόψη άσχετους παράγοντες, λανθασμένα δεν επιδίκασε έξοδα υπέρ των επιτυχόντων διαδίκων έστω στο βαθμό επιτυχίας τους.

 

         Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με το ζήτημα των εξόδων επικαλούμενο τον κανονισμό 13(β) του Περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικό Κανονισμό του 1983[2], αλλά και τη νομολογία επί του θέματος (Katsiantonis v. Frantzeskou (1981) 1 C.L.R. 566 και Βασίλη ν. Ευθυμίου, Πολ. Έφ. Αρ. 336/2013, ημερ. 5.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:A279) τόνισε ότι το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων έχει ευρύτατη διακριτική εξουσία ως προς την επιδίκαση εξόδων, νοουμένου ότι αυτή ασκείται Δικαστικά. Έλαβε επίσης καθοδήγηση από την Χάσικος κ.ά. ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389 και Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 12. Έκρινε ορθότερο υπό τις περιστάσεις, όπως η κάθε πλευρά επωμιστεί τα δικά της έξοδα συνυπολογίζοντας ότι η αρχική απαίτηση ήταν πέραν του €1.000.000,00 και ότι η μερική της επιτυχία συνιστούσε γεγονός που υποδήλωνε ότι «καλώς μεν καταχωρήθηκε, καλώς δε με τη σειρά του ο Καθ΄ ου υπερασπίστηκε, σε μεγάλο βαθμό, τα δικαιώματά του».

 

         Το ζήτημα των εξόδων είχαμε την ευκαιρία να πραγματευτούμε στην πρόσφατη απόφαση μας Κτενά v. CNP Cyprialife Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 386/2019, ημερ. 18.3.2025 επισημαίνοντας μεταξύ άλλων ότι:

 

            «Σύμφωνα με το άρθρο 43 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/1960:

                     «Τα έξοδα οιασδήποτε πολιτικής διαδικασίας ή τα σχετιζόμενα προς αυτήν, ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου, εκτός εάν άλλως προβλέπεται υπό οιουδήποτε εκάστοτε ισχύοντος νόμου ή δευτερογενούς νομοθεσίας, θα τελούν υπό τη διακριτικήν εξουσία τoυ δικαστηρίoυ και τo δικαστήριov θα έχη πλήρη εξoυσίαv να αποφασίζει υπό τίνος και κατά τίνα έκτασιν τα τοιαύτα έξοδα θα πληρωθώσι.»

 

            Επομένως η εξουσία του Δικαστηρίου να επιδικάζει έξοδα πηγάζει από την εν λόγω νομοθετική διάταξη και είναι διακριτική. Ως διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, αυτή ασκείται δικαστικά και με βάση καθιερωμένες νομολογιακές αρχές. (βλ. Ματθαίου ν. Πασιουρτίδης, Πολ. Έφ. 325/2018 ημερ. 15/11/2024).

 

            Στους νέους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023, ειδικότερα στο Μέρος 39 που αφορά τα έξοδα, επιβεβαιώνεται η από τον νόμο διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για επιδίκαση εξόδων. Στο Μέρος 39.2 αναφέρονται οι παράγοντες τους οποίους λαμβάνει υπόψη το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας με τον γενικό κανόνα να προνοεί:

 

                     «39.2 (1) Ο γενικός κανόνας είναι ότι ο αποτυχών διάδικος διατάσσεται να καταβάλει τα έξοδα του επιτυχόντα διαδίκου και ότι τέτοια διαταγή ή διαταγές θα εκδίδονται ή πρέπει να εκδίδονται σε σχέση με οποιαδήποτε αίτηση υποβάλλεται κατά την πορεία της δικαστικής διαδικασίας.».

 

            Στην παράγραφο (2) του Μέρους 39.2 αναφέρεται ότι όταν το Δικαστήριο αποφασίζει ποια διαταγή θα εκδώσει (αν θα εκδώσει) αναφορικά με έξοδα, λαμβάνει υπόψη όλες τις περιστάσεις, περιλαμβανομένης της συμπεριφοράς των διαδίκων η οποία καθορίζεται στο Μέρος 39.2 (3) ότι περιλαμβάνει:

 

                     «(α) συμπεριφορά πριν καθώς και κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας και ειδικότερα τον βαθμό στον οποίο οι διάδικοι συμμορφώθηκαν με οποιοδήποτε σχετικό προδικαστηριακό πρωτόκολλο·

                     (β) κατά πόσον ήταν εύλογο για διάδικο να εγείρει, προωθήσει ή αμφισβητήσει συγκεκριμένο ισχυρισμό ή ζήτημα·

                     (γ) τον τρόπο με τον οποίο διάδικος έχει προωθήσει ή υπερασπιστεί την υπόθεσή του ή συγκεκριμένο ισχυρισμό ή ζήτημα· και

                     (δ) κατά πόσον ενάγων ο οποίος έχει πετύχει στην απαίτησή του εν όλω ή εν μέρει, υπερέβαλε ως προς την απαίτησή του.»

 

Η νομολογία αναφορικά με την επιδίκαση εξόδων ως ίσχυε και με τους προηγούμενους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας οι οποίοι στο σημείο αυτό ταυτίζονται και με τις πρόνοιες στους νέους θεσμούς είναι πλούσια (Δημοκρατία v. Milouca Motor Trading Ltd (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 630, Spinneys Cyprus Ltd v. Χρίστου κ.ά. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1833, Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 12 και Χρυσοστόμου ν. Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Λτδ, (2015) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2221). Σύμφωνα με αυτήν έχει καθιερωθεί ότι ο επιτυχών διάδικος δικαιούται τα έξοδα του, εκτός αν υπάρχουν ειδικές περιστάσεις που να δικαιολογούν το αντίθετο.

 

            Στην πολύ πρόσφατη απόφαση μας M.C. Michael Developments Ltd v. Καΐλής Πολ. Έφ. 195/2019 σχ. με την 262/2019 ημερ. 10/1/2025 υποδείξαμε ότι:

 

                     «Όπως προαναφέραμε η διακριτική ευχέρεια που υπάρχει ασκείται δικαστικά. Τούτο εξυπακούει ότι όπου θα υπάρχει απόκλιση από τον γενικό κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, θα πρέπει να παρατίθεται η σχετική αιτιολογία.

                     ....................................

                     Θα πρέπει να εξειδικεύονται οι επικλιθείσες περιστάσεις και να γίνεται εξισορρόπηση αυτών με τους λοιπούς παράγοντες της δίκης που συνέτειναν στην δημιουργία των εξόδων της υπόθεσης. Έτσι επιτυγχάνεται η διαφάνεια, εξαλείφεται η καχυποψία περί αυθαιρεσίας και καθίσταται δυνατός ο εφετειακός έλεγχος.»

 

            Στην υπόθεση Μαυρονικόλα v. Ξάνθου (2016) 1(Β) Α.Α.Δ. 1366, επιβεβαιώθηκαν οι νομολογιακές αρχές επί του θέματος και λέχθηκαν τα ακολούθα:

                     «Το θέμα των εξόδων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία πρέπει να ασκείται δικαστικά και όχι αυθαίρετα. Ο κανόνας ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης, τυγχάνει εφαρμογής και σε ενδιάμεσες αποφάσεις, όπως αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία επέλυσε οριστικά το ζήτημα της παρακοής στο διάταγμα του Δικαστηρίου που τέθηκε με την αίτηση του εφεσίβλητου (βλ. Δημοκρατία v. Milouca Motor Trading Ltd (2000) 1 A.A.Δ. 630). Απόκλιση από τον κανόνα δικαιολογείται μόνο εφόσον συντρέχουν ικανοί λόγοι, οι οποίοι ανάγονται στη γενεσιουργό αιτία της πρόκλησης του συνόλου ή μέρους των εξόδων της δίκης, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση που διάδικος συνέβαλε αδικαιολόγητα στη διόγκωση των εξόδων της δίκης για λόγους που δεν σχετίζονταν με το αποτέλεσμα (βλ. Spinneys Cyprus Ltd v. Χρίστου κ.ά (2004) 1 Α.Α.Δ. 1833, Θρασυβούλου v. Arto Estates Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 12 και Χρυσοστόμου v. Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Λτδ (2015) 1 Α.Α.Δ. 2221).»

 

            Στην υπόθεση Θρασυβούλου (ανωτέρω) το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της εφεσίβλητης εναντίον της εφεσείουσας για την καταβολή μεσιτικής προμήθειας εναντίον της εφεσείουσας, καθ' ότι έκρινε την προσαχθείσα μαρτυρία από πλευράς εφεσίβλητης, ως αναξιόπιστη. Παρόλα ταύτα, δεν επιδίκασε τα έξοδα υπέρ της εφεσείουσας αναφέροντας απλώς, «Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα περιστατικά της υπόθεσης, δεν εκδίδω διαταγή για τα έξοδα»

 

            Το Ανώτατο Δικαστήριο, ανατρέποντας την πιο πάνω διαταγή και επιδικάζοντας τα έξοδα υπέρ της εφεσείουσας ανέφερε τα εξής:

 

                     «Είναι θεμελιωμένο ότι ο βασικός παράγοντας που διέπει την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα, είναι το αποτέλεσμα της δίκης. Θεωρείται ασύννομο ο δικαιωθείς διάδικος να επωμίζεται τα έξοδα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων του και εύλογο να τα επωμίζεται ο αποτυχών διάδικος, η αδικαιολόγητη προσφυγή του οποίου στο Δικαστήριο (όπως τεκμηριώνεται από το αποτέλεσμα) αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία των εξόδων. Κλασσικό παράδειγμα εξαίρεσης από τον κανόνα αποτελεί η περίπτωση επιτυχόντα διαδίκου ο οποίος συμβάλλει με το χειρισμό της υπόθεσής του στην αύξηση των εξόδων της δίκης· σ' εκείνη την περίπτωση δικαιολογείται ο μετριασμός της εφαρμογής του κανόνα (τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα) και η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, ώστε να αντανακλάται η συμβολή του επιτυχόντα διαδίκου στη διόγκωση των εξόδων. Δεν είναι όμως παραδεκτή η αποστέρηση των εξόδων του επιτυχόντα διαδίκου χωρίς αποχρώντα λόγο Όπως τονίστηκε στη Georghios Ε. Glykys v. Ioannis Stylianou Ioannides (1959 - 60) 24 C.L.R. 220, η επίδειξη καλής προαίρεσης (kindness) από το δικαστήριο προς τον αποτυχόντα διάδικο προς μετριασμό αισθημάτων πικρίας του αποτυχόντα διαδίκου, δε συνιστά δικαστική άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.»

 

            Τέλος, στην υπόθεση See You Travel Limited v. Χριστοφόρου Πολ. Έφεση 118/2014 ημερ.28.3.2022, ECLI:CY:AD:2022:A129 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

                     «Όπως είχαμε την ευκαιρία να υπομνήσουμε στην υπόθεση Μιχαήλ ν. Ανδρέου, ΠΕ 229/2014, ημερ. 19.1.2022, ECLI:CY:AD:2022:A17:

 

                     «Η επιδίκαση εξόδων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η εξουσία του οποίου θα πρέπει να ασκείται δικαστικά. Ο γενικός κανόνας είναι ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα, εκτός εάν υπάρχει καλός λόγος για έκδοση διαφορετικής διαταγής. Τούτο διότι θεωρείται ασύννομο ο δικαιωθείς διάδικος, στην προσπάθεια διεκδίκησης των δικαιωμάτων του, να επωμίζεται τα έξοδα. Βεβαίως, το αποτέλεσμα της δίκης δεν είναι ο μόνος παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο. Θα πρέπει να συνεκτιμάται το όλο πλαίσιο των δεδομένων, μεταξύ των οποίων διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο η διαγωγή της αντίδικης πλευράς και η τυχόν πρόκληση αδικαιολόγητων εξόδων εκ μέρους της.»

 

                     Υπό το πρίσμα των πιο πάνω αρχών και λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης, κρίνουμε ότι η απόρριψη της μαρτυρίας του εναγόμενου - Εφεσίβλητου δεν ήταν παράγοντας που θα έπρεπε να οδηγήσει στην παράκαμψη του γενικού κανόνα της επιδίκασης εξόδων εις βάρος του αποτυχόντα διάδικου, ήτοι των εναγόντων - Εφεσειόντων, ως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορός τους. Ήταν η προώθηση δικαστικής διαδικασίας εκ μέρους τους που υποχρέωσε τον Εφεσίβλητο να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο, με όλες τις συνέπειες που αυτό ενείχε ως προς την πρόκληση εξόδων για τον ίδιο.»

 

         Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξάσκησε τη διακριτική του ευχέρεια λαμβάνοντας υπόψη λόγους που εκφεύγουν του προδιαγεγραμμένου πλαισίου της σχετικής νομολογίας. Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Μαυρονικόλα (ανωτέρω) απόκλιση από τον κανόνα δικαιολογείται μόνο εφόσον συντρέχουν ικανοί λόγοι οι οποίοι ανάγονται στη γενεσιουργό αιτία της πρόκλησης του συνόλου ή μέρος των εξόδων της δίκης. Τέτοια διαπίστωση απουσιάζει στην παρούσα υπόθεση. Η σύγκριση του ύψους της αρχικής απαίτησης με το ύψος του μέρους της απαίτησης που τελικά πέτυχε, δεν αποτελεί στοιχείο που σύμφωνα με τη νομολογία θα μπορούσε να οδηγήσει στη μη απόδοση εξόδων στον επιτυχόντα διάδικο, στην ανάλογη βέβαια κλίμακα του επιδικασθέντος ποσού, τη στιγμή μάλιστα που το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Αίτηση καλώς καταχωρήθηκε.

 

         Με βάση τα πιο πάνω ο τέταρτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.

 

         Συνεπεία των πιο πάνω η έφεση υπ΄ αρ. 81/2020 επιτυγχάνει μερικώς. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται όσον αφορά το ζήτημα των εξόδων. Τα έξοδα πρωτοδίκως ως θα υπολογιστούν από τον Γραμματέα του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Λάρνακας-Αμμοχώστου, Τμήμα Δικαστηρίου Λάρνακας και εγκριθούν από αρμόδιο Δικαστή του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Λάρνακας-Αμμοχώστου, Τμήμα Δικαστηρίου Λάρνακας, στην ανάλογη κλίμακα του επιδικασθέντος ποσού, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων/αιτητών.

 

         Λόγω του ότι τόσο η έφεση υπ΄ αρ. 80/2020 έχει απορριφθεί ως επίσης οι λόγοι έφεσης στην έφεση υπ΄ αρ. 81/2020 που αφορούν την ουσία της πρωτόδικης απόφασης έχουν επίσης απορριφθεί, κρίνουμε δίκαιο υπό τις περιστάσεις, όσον αφορά τις εφέσεις, όπως η κάθε πλευρά επιβαρυνθεί τα έξοδα της.

 

 

 

                                                         ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

                                                          Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

 

                                                          ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.



[1] 24.  Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν επηρεάζουν:

  (α) τις ειδικές προθεσμίες σε σχέση με αποζημιώσεις δυνάμει του περί Ελαττωματικών Προϊόντων (Αστική Ευθύνη) Νόμου, (β) τις ειδικές προθεσμίες που αναφέρονται στο άρθρο 58 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, (γ) τις ειδικές προθεσμίες που αναφέρονται στο άρθρο 34 του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Περιουσιών Αποθανόντων Νόμου, (δ) τις ειδικές προθεσμίες που αναφέρονται στον περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμο, (ε) τις ειδικές προθεσμίες που αναφέρονται σε οποιαδήποτε νομική διάταξη, αν: (i) αυτή δεν περιλαμβάνεται στις καταργούμενες από το άρθρο 29 διατάξεις, και (ii) δεν είχε ανασταλεί δυνάμει του περί Αναστολής του Χρόνου Παραγραφής (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου, (στ) τις ειδικές προθεσμίες που αναφέρονται στο άρθρο 15 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου…

[2] Η επιδίκαση εξόδων επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Το αποτέλεσμα της υποθέσεως δεν αποτελεί το μόνο γνώμονα για την επιδίκαση εξόδων αλλά λαμβάνονται υπόψη όλες οι περιστάσεις υποθέσεως.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο