ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. Ε.163/2021)
27 Οκτωβρίου 2025
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
1. Ιάκωβος Ιωάννου
2. Βαρβάρα Ιωάννου
3. Θεόδωρος Μιχαήλ
4. Μιχάλης Ιωάννου
Εφεσείοντες
ν.
Liberty Life Insurance Public Company Ltd
Εφεσίβλητη
Για εφεσείοντες: κος Θεοφάνης Ανδρέου για Θεοφάνης Ανδρέου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Για εφεσίβλητη: κος Κυριάκος Πανάγος για Πανάγος & Πανάγος Δ.Ε.Π.Ε.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η παρούσα εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες διατάξεις) Νόμου του 1964 (33/1964).
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αίτηση παραμερισμού απόφασης, η οποία εκδόθηκε ερήμην των εφεσειόντων λόγω παράλειψης τους να καταχωρήσουν σημείωμα εμφάνισης.
Η απαίτηση της εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας ανερχόταν στο ποσό των €159.086,00 και στηριζόταν σε συμφωνία Συνεργασίας και/ή Σύμβασης Παραχώρησης Επιδομάτων προς τον εφεσείοντα 1 με την εγγύηση των υπολοίπων εφεσειόντων. Μετά την επίδοση της αγωγής, οι εφεσείοντες παρέλειψαν να καταχωρήσουν σημείωμα εμφάνισης. Ως αποτέλεσμα μετά από αίτηση της εφεσίβλητης εταιρείας εκδόθηκε ερήμην απόφαση για το αιτούμενο ποσόν, εναντίον όλων των εφεσειόντων. Η απόφαση κοινοποιήθηκε στους εφεσείοντες στις 10/07/2020 με επιστολή ημερ. 29/06/2020.
Στις 04/08/2020 καταχωρίστηκε από τους εφεσείοντες αίτηση για παραμερισμό της εκδοθείσας ερήμην απόφασης, στην οποία η εφεσίβλητη εταιρεία υπέβαλε ένσταση. Οι εφεσείοντες υποστήριξαν μεταξύ άλλων ότι η επίδικη συμφωνία υπογράφηκε λόγω εξαναγκασμού και/ή λόγω αθέμιτης ψυχολογικής πίεσης και/ή λόγω πλάνης περί τα πράγματα και/ή το Νόμο.
Όσον αφορά τη διαφορά που προέκυψε μεταξύ των διαδίκων, υποστηρίχθηκε πρωτοδίκως από τους εφεσείοντες ότι είχε εξευρεθεί εξώδικη διευθέτηση γιατί και ο εφεσείων 1 είχε απαίτηση από την εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία. Είναι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα 1 στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση παραμερισμού ότι ο ίδιος είχε επικοινωνήσει αμέσως μετά την επίδοση της αγωγής με τον Γενικό Διευθυντή της εφεσίβλητης, αναφέροντας του την πρόθεση για εξεύρεση λύσης σε σχέση με όλες τις διαφορές που υπήρχαν. Η πρόταση που του είχε διαβιβαστεί ήταν να καταβάλει προσπάθεια για αύξηση της παραγωγής του στον γενικό κλάδο ασφαλειών, λόγω του ότι στην επίδικη συμφωνία υπήρχε σύνδεση της εξόφλησης της οφειλής με την παραγωγή του, πρόταση την οποία αποδέχθηκε και ακολούθως του είχαν παρασχεθεί διαβεβαιώσεις ότι δεν θα λαμβανόταν οποιοδήποτε άλλο μέτρο για προώθηση της υπόθεσης.
Ο εφεσείων 1 υποστήριξε επίσης ότι παρά το 10ετές συμβόλαιο του με την εφεσίβλητη, λόγω της αναστολής των εργασιών της στον κλάδο των ασφαλειών ζωής, ο ίδιος είχε ζητήσει όπως του παραχωρηθεί αποδέσμευση στον συγκεκριμένο κλάδο ούτως ώστε να μπορεί να συνεργαστεί με άλλη ασφαλιστική εταιρεία, αφού η συμφωνία του με την εφεσίβλητη δεν μπορούσε πλέον να εξυπηρετηθεί, λόγω του ότι ο ίδιος δεν θα μπορούσε να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του, όπως προέκυπταν από αυτή. Η εφεσίβλητη αρνήθηκε να τον αποδεσμεύσει, πλην όμως τον Δεκέμβριο 2016 τον ανάγκασε να υπογράψει νέα συμφωνία με την οποία του εδίδετο το δικαίωμα να συνεχίσει να εργάζεται με την εφεσίβλητη στον γενικό κλάδο ασφαλειών για ακόμα μια 10ετία, με αντάλλαγμα την παραχώρηση αποδέσμευσης για να μπορέσει να συνεργαστεί με άλλη εταιρεία της επιλογής του, στον κλάδο ζωής.
Ο εφεσείων 1 προώθησε πρωτόδικα την θέση ότι πέραν των δικών του ενδεχόμενων οφειλών προς την εφεσίβλητη, έχει και ο ίδιος αξίωση εναντίον της για ακύρωση της συμφωνίας του Δεκεμβρίου 2016, λόγω της αθέμιτης ψυχολογικής πίεσης που υπέστη, αφού εκβιάστηκε στην υπογραφή της επίδικης συμφωνίας. Ο ίδιος είχε τη λανθασμένη εντύπωση ότι η αποδέσμευση ήταν απαραίτητη για να μπορεί να συνεργαστεί με άλλη ασφαλιστική εταιρεία, εντύπωση η οποία αποδείχθηκε ανυπόστατη αφού σε αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου διαπιστώθηκε ότι η αποδέσμευση δεν χρειαζόταν.
Οι εφεσείοντες υποστήριξαν τέλος ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν επέδειξαν οποιαδήποτε αδιαφορία ή περιφρόνηση για τη δικαστική διαδικασία, αλλά αντίθετα με την επίδοση της αγωγής, ο εφεσείων 1 επικοινώνησε άμεσα με τον Διευθυντή της εφεσίβλητης και αποδέχθηκε συγκεκριμένη πρόταση που του είχε διαβιβαστεί. Το γεγονός αυτό, θα έπρεπε κατά τους εφεσείοντες να οδηγήσει σε παραμερισμό της απόφασης αφού υπό κανονικές συνθήκες θα καταχωρούσαν εμφάνιση.
Η εφεσίβλητη με την ένσταση της, πρωτοδίκως υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι οι εφεσείοντες δεν κατέδειξαν την ύπαρξη καλής και/ή συζητήσιμης υπεράσπισης στην ουσία της αγωγής, και ότι η αίτηση καταχωρίστηκε με αδικαιολόγητη καθυστέρηση, η οποία ισοδυναμεί με περιφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας. Στην ένορκη δήλωση της ένστασης αναφέρεται ότι ουδέποτε η εφεσίβλητη εταιρεία προέβη σε συμφωνία με τον εφεσείοντα 1 για οποιαδήποτε διευθέτηση. Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός, συνιστά κατά την εφεσίβλητη εκ των υστέρων σκέψη για αποφυγή των υποχρεώσεων του εφεσείοντα 1 που απορρέουν από τις επίδικες συμφωνίες, αφού είχε προηγηθεί αλληλογραφία για το χρέος προς την εφεσίβλητη, οπόταν ο εφεσείων 1 δεν βρέθηκε προ εκπλήξεως ως προς το ζήτημα αυτό.
Αναφέρεται επίσης στην ένορκη δήλωση της ένστασης ότι στην συμφωνία ημ. 07/11/2016, ο εφεσείων 1 αναγνώρισε το οφειλόμενο προς την εφεσίβλητη ποσό, ότι η εφεσίβλητη διέγραψε από τα οφειλόμενα ένα ποσό της τάξεως των €63.691,00, ότι ο εφεσείων 1 συμφώνησε να καταβάλει ποσό ύψους €16.643,00 που του είχε δοθεί υπό μορφή δανείου, και ότι το υπόλοιπο ποσό ύψους €167.900,00 θα διαγράφετο σταδιακά, δυνάμει της παραγωγής του. Όσον αφορά τους εφεσείοντες 2, 3 και 4 προκύπτει από την πιο πάνω συμφωνία ότι εγγυήθηκαν αλληλέγγυα και ή κεχωρισμένα την πληρωμή κάθε οφειλόμενου ποσού από τον εφεσείοντα 1, προς την εφεσίβλητη εταιρεία.
Αναφέρεται επίσης στην ένορκη δήλωση της ένστασης ότι οι ισχυρισμοί για ψυχολογική πίεση, προβάλλονται για πρώτη φορά και δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Υποστηρίζεται τέλος ότι ο εφεσείων 1 σε κανένα σημείο της ενόρκου δηλώσεως του δεν αρνείται την οφειλή του ή και το γεγονός ότι έλαβε χρηματικά ποσά από την εφεσίβλητη, αθετώντας παράλληλα τις συμβατικές του υποχρεώσεις.
Σημειώνεται ότι η αίτηση προχώρησε σε ακρόαση χωρίς να ζητηθεί η αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε και τους δύο συνηγόρους, απέρριψε την αίτηση με απόφαση του ημ. 19/08/2021. Αναφέρεται μεταξύ άλλων στην πρωτόδικη απόφαση ότι δεν τέθηκαν από τους εφεσείοντες, θετικά και πειστικά στοιχεία που να αποκαλύπτουν εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση και ότι δεν δόθηκε ικανοποιητική εξήγηση γιατί δεν εμφανίστηκαν στην αγωγή.
Λέχθηκε συγκεκριμένα από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η θέση του εφεσείοντα 1 ότι του ασκήθηκε ψυχολογική πίεση στην υπογραφή της συμφωνίας ημερομηνίας 07/11/2016 είναι πολύ γενική και δεν στοιχειοθετείται από τα γεγονότα που προβάλει, σημειώνοντας περαιτέρω ότι η συγκεκριμένη συμφωνία υπογράφτηκε και από άλλα 3 μέλη της οικογένειάς του. Προκύπτει δε από το τεκμήριο 3, που ο ίδιος κατέθεσε στο Δικαστήριο, ότι αναγνώρισε χρέος ύψους €167.900,00 προς την εφεσίβλητη. Υπό τας περιστάσεις, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων 1 δεν έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου μέσω της ένορκης δήλωσής του, τέτοια γεγονότα που να καθιστούν την εκδοχή των εφεσειόντων περί μη ύπαρξης εκ μέρους τους οφειλής, στην όψη της, πειστική, αφού το τεκμήριο 3 το οποίο επικαλούνται προς υποστήριξη των θέσεων τους επιμαρτυρεί το αντίθετο. Επιπλέον, κρίθηκε πρωτοδίκως ότι οι πιο πάνω θέσεις των εφεσειόντων για ψυχική πίεση είναι γενικόλογες και ατεκμηρίωτες, τουλάχιστον εν συγκρίσει με το τι ευλόγως θα απαιτείτο και θα αναμενόταν σύμφωνα με την νομολογία σε μία αίτηση παραμερισμού. Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν δόθηκε ικανοποιητική και εύλογη εξήγηση για την παράλειψη εμφάνισης των εφεσειόντων στην αγωγή.
Με αυτά τα δεδομένα, η αίτηση παραμερισμού της ερήμην εκδοθείσας απόφασης, απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Οι εφεσείοντες με τρεις λόγους έφεσης, αμφισβητούν την πιο πάνω πρωτόδικη απόφαση. Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν παρουσίασαν συζητήσιμη υπεράσπιση (1ος λόγος έφεσης), όπως εσφαλμένη είναι και η πρωτόδικη κρίση ότι δεν δόθηκε από τους εφεσείοντες ικανοποιητική και εύλογη εξήγηση για την παράλειψη τους να εμφανιστούν στην αγωγή (2ος λόγος έφεσης).
Με τον 3ο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε με πλήρη έλλειψη αμεροληψίας και/ή μεροληπτικά εις βάρος των δικαιωμάτων τους, αγνοώντας τις αρχές της ακριβοδίκαιης δίκης και συνεπώς παραβίασε το αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα των εφεσειόντων για πρόσβαση στο δικαστήριο και/ή για δίκαιη δίκη, ως προστατεύεται από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και την ΕΣΔΑ. Στην αιτιολογία του 3ου λόγου έφεσης αναφέρεται ότι γενικά το πρωτόδικο Δικαστήριο με τον τρόπο που άσκησε την διακριτική του εξουσία και μέσα από την απόφαση του, προκύπτει παραβίαση των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των εφεσειόντων για διασαφήνιση των αστικών τους δικαιωμάτων και υποχρεώσεων από αρμόδιο δικαστήριο (άρθρο 30 του Συντάγματος), και στην ουσία, τους στερήθηκε το δικαίωμα να έχουν πρόσβαση στο δικαστήριο και να τύχουν μίας δίκαιης δίκης από αμερόληπτο δικαστήριο (άρθρο 6 του ΕΙΔΑ), όπου θα έθεταν την υπεράσπιση και την ανταπαίτηση τους με σκοπό την ακύρωση της επίδικης συμφωνίας, βάση της οποίας εκδόθηκε η ερήμην απόφαση, λόγω εξαναγκασμού και/ή λόγω αθέμιτης ψυχολογικής πίεσης και/ή λόγω πλάνης περί τα πράγματα και/ή το Νόμο.
Η υπό κρίση αίτηση στηρίχθηκε στην Δ.17 θ.10 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, που αφορούσε τον παραμερισμό ερήμην εκδοθείσας απόφασης λόγω παράλειψης καταχώρησης εμφάνισης. Υπάρχει πλούσια νομολογία αναφορικά με την διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να παραμερίσει απόφαση δυνάμει της Δ.17 θ.10. Σε τέτοια περίπτωση θα πρέπει να εξηγείται η παράλειψη εμφάνισης, όπως και ο χρόνος στον οποίο ο εναγόμενος προέβηκε στο διάβημα παραμερισμού και να παρέχονται στοιχεία για την στοιχειοθέτηση εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης ώστε να καθίσταται δυνατή η άσκηση της διακριτικής εξουσίας από το Δικαστήριο για παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης (βλ. μεταξύ άλλων [1937] 2 All E.R. 646 (H.L.), (1982) 1 C.L.R. 204, και (1998) 1Α Α.Α.Δ. 291).
Στην πολύ πρόσφατη απόφαση Πολ. Έφεση Ε175/22 ημ. 24.2.2025, το Εφετείο είχε την ευκαιρία να συνοψίσει τις αρχές που λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς παραμερισμού ερήμην απόφασης, δυνάμει της Δ.17 θ.10 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Λέχθηκαν μεταξύ άλλων τα πιο κάτω:
«Το πιο σημαντικό στοιχείο που το Δικαστήριο εξετάζει στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, είναι η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης. Αν δεν αποδειχθεί το στοιχείο αυτό, η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει. Όμως ακόμα και στην περίπτωση που αποδειχθεί καλή υπεράσπιση, το Δικαστήριο διατηρεί την ευχέρεια να απορρίψει την αίτηση. Αυτό όμως, μόνο στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η συμπεριφορά του αιτητή πλήττει τα συμφέροντα της δικαιοσύνης, με την έννοια ότι είναι ασυγχώρητα περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου του. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί στην περίπτωση που δεν δικαιολογείται η παράλειψη εμφάνισης στο Δικαστήριο ή ο αιτητής αδικαιολόγητα καθυστερεί να κινηθεί για παραμερισμό της απόφασης»
Παρατέθηκε επίσης το πιο κάτω απόσπασμα από την παλιότερη υπόθεση (2005) 1 Α.Α.Δ. 893, 897, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο με απόλυτη σαφήνεια διατύπωσε την πάνω αρχή, ως ακολούθως:
«Είναι γεγονός ότι το πιο σημαντικό στοιχείο σε αιτήσεις αυτής της μορφής είναι η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης. Όταν ένας διάδικος επιτύχει να αποδείξει ότι έχει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση, καλύπτει ό,τι σχεδόν απαιτείται για τον παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία του. Ωστόσο, η απόδειξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης δεν είναι στοιχείο απόλυτα καθοριστικό για την επιτυχία της αίτησης και τον παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης. Το δικαστήριο, διατηρεί την ευχέρεια να αρνηθεί το επανάνοιγμα της υπόθεσης όταν διαπιστώσει ότι η διαγωγή του διάδικου που εξαιτείται τον παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης είναι τέτοια που πλήττει το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης. Αν διαπιστωθεί ότι η συμπεριφορά του αιτητή είναι ασυγχώρητα περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου του ή αδικαιολόγητα καθυστερεί ή ανεξήγητα παραλείπει να κινηθεί με την πρώτη δυνατή ευκαιρία στην προώθηση αίτησης για παραμερισμό της απόφασης, αυτή η συμπεριφορά, που με άλλα λόγια συνιστά αδιαφορία, μπορεί να αποβεί παράγων αποτυχίας της αίτησης για παραμερισμό. Βλ. Milouca Motor Trading Ltd v. Χρύσανθου Κούρτη (1997) 1 Α.Α.Δ.941, Γερολέμου ν. ΣΠΕ Κοντέας (2002) 1 Α.Α.Δ.818 και Alpha Bank Ltd v. Στεφάνου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1101.»
Ως προς την αποκάλυψη συζητήσιμης υπεράσπισης, σε τέτοιου είδους αιτήσεις δεν απαιτείται απόδειξη των γεγονότων που στοιχειοθετούν την υπεράσπιση, αλλά η παράθεση θετικών στοιχείων υπεράσπισης με τρόπο πειστικό (βλ. μεταξύ άλλων , Πολ. Έφεση 123/2016, 22.10.2024). Με αυτήν την έννοια, στην αίτηση παραμερισμού δυνάμει της Δ.17 θ.10, το Δικαστήριο δεν αποφασίζει αν ευσταθεί η προβληθείσα υπεράσπιση ως να εκδίκαζε την ουσία της αγωγής. Όπως έχει νομολογηθεί, στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε αξιολόγηση της μαρτυρίας που προσάγεται για σκοπούς αντίκρουσης. Αρκεί, η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης και η ύπαρξη καλή τη πίστη, συζητήσιμης υπόθεσης.
Όπως όμως έχει επίσης νομολογηθεί, η αποκάλυψη συζητήσιμης υπεράσπισης, εξυπακούει κάτι περισσότερο από την απλή παράθεση της διαφορετικής εκδοχής του εναγομένου. Θα πρέπει να προσκομιστούν ταυτόχρονα και κάποια αποδεικτικά στοιχεία που να εμπεριέχουν ένα βαθμό πειστικότητας, ως προς την εκδοχή του εναγομένου. Η πιο πάνω αρχή υιοθετήθηκε στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Πολ. Έφεση Ε62/20 ημ. 21/03/2025. Σχετική με το θέμα είναι και η παλαιότερη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση (2002) 1 Α.Α.Δ. 793, 799 στην οποία λέχθηκαν τα πιο κάτω:
«Αντλώντας κατεύθυνση από την Νομολογία, η αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης προϋποθέτει αλλά και εξυπακούει κάτι περισσότερο από την απλή παράθεση από τον αιτητή μιας εκδοχής, διαφορετικής από εκείνης του ενάγοντα. Θα πρέπει να προσκομιστούν στο Δικαστήριο κάποια αποδεικτικά στοιχεία τα οποία εξυπακούεται πως θα πρέπει να εμπεριέχουν κάποιο βαθμό πειστικότητας που θα καθορίζεται και θα καταδεικνύεται μέσα από τους ίδιους τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς, ώστε η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να μην ασκείται επί ματαίω και μόνο αν θα εξυπηρετηθεί χρήσιμος σκοπός επίλυσης της διαφοράς των διαδίκων. Το βάρος απόδειξης είναι στους ώμους του αιτητή.
………………………………………………………………………………
Αποδοχή ισχυρισμών χωρίς ίχνος υποστηρικτικού υλικού που να προσδίδει σ’ αυτούς κάποια βαρύτητα, θα ισοδυναμούσε με κλονισμό της βεβαιότητας που πρέπει να υπάρχει, τόσο για την τελεσιδικία των δικαστικών αποφάσεων, όσο και για τα δικαιώματα των πολιτών.»
Στην παρούσα περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν ότι έχουν συζητήσιμη υπεράσπιση, ούτως ώστε να τους δοθεί το δικαίωμα να ακουστούν. Χρήζει ως εκ τούτου πρωτίστως, η εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης, με τον οποίο αμφισβητείται το πιο πάνω πρωτόδικο εύρημα.
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι έχουν αποσείσει το βάρος απόδειξης συζητήσιμης υπεράσπισης με την προβολή του ισχυρισμού ότι η επίδικη σύμβαση υπεγράφη από τον εφεσείοντα 1, κατόπιν εξαναγκασμού και αθέμιτης ψυχολογικής πίεσης από την εφεσίβλητη.
Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω άποψη ότι η προβολή αυτού του ισχυρισμού θα μπορούσε από μόνη της να στοιχειοθετήσει συζητήσιμη υπεράσπιση για τους εφεσείοντες. Ούτε η θέση ότι η προϋπόθεση υπογραφής της επίδικης συμφωνίας, προκειμένου να δοθεί η άδεια (release) στον εφεσείοντα 1 να συνεργαστεί και με άλλη ασφαλιστική εταιρεία, καταδεικνύει από μόνη της ότι αυτή ήταν αντικείμενο εξαναγκασμού ή αθέμιτης ψυχολογικής πίεσης. Αυτό, έχοντας υπόψη την ιδιαιτερότητα των περιστατικών της υπόθεσης και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες υπεγράφη η εν λόγω σύμβαση, με δεδομένο και το γεγονός της παραδοχής του εφεσείοντα 1, της οφειλής του επίδικου χρέους προς την εφεσίβλητη.
Οι εφεσείοντες όφειλαν σύμφωνα με την προαναφερόμενη νομολογία να παραθέσουν λεπτομερώς τα γεγονότα που στοιχειοθετούν τον κατ’ ισχυρισμό καταναγκασμό που επικαλούνται και την σχέση του με το release, ειδικότερα, μετά την κατάθεση του τεκμήριου 3, σύμφωνα με το οποίο ο εφεσείοντας 1 αναγνωρίζει το οφειλόμενο προς την εφεσίβλητη χρέος, ενώ οι υπόλοιποι εφεσείοντες εγγυούνται την πληρωμή του, χωρίς να προβάλλεται σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, κανένας ισχυρισμός για άσκηση πίεσης προς τους εγγυητές.
Παραπέμπω σχετικά στην υπόθεση , Πολ. Έφεση 102/2015, ημερ. 29/3/2021, ECLI:CY:AD:2021:A107, που αφορούσε επίσης αίτηση παραμερισμού, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο συμφώνησε με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε συζητήσιμη υπεράσπιση αφού δεν δόθηκαν επαρκείς λεπτομέρειες μεταξύ άλλων και για κατ’ ισχυρισμό άσκησης ψυχικής πίεσης. Επαναλήφθηκε επίσης στην εν λόγω απόφαση, η αρχή ότι το βάρος για παραμερισμό ερήμην απόφασης βρίσκεται στους ώμους του αιτητή, τονίζοντας ταυτόχρονα ότι δεν συνιστά συζητήσιμη υπεράσπιση η απλή προβολή ενός μεγάλου αριθμού διαζευκτικών υπερασπίσεων που πλήττουν την εγκυρότητα συμβάσεων, χωρίς την ιδιαίτερη ενασχόληση και προβολή λεπτομερειών που στοιχειοθετούν την κάθε υπεράσπιση.
Είναι ορθή επί του προκειμένου η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τέτοιες λεπτομέρειες δεν δόθηκαν από τους εφεσείοντες με αποτέλεσμα να αποτύχουν στην υποχρέωση τους για απόδειξη συζητήσιμης υπεράσπισης στην ουσία της αγωγής. Οι προβληθέντες από τους εφεσείοντες ισχυρισμοί για πίεση, εξαναγκασμό και πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο παρέμειναν αόριστοι, χωρίς να παραθέτουν γεγονότα ή κάποιες κατ’ ελάχιστο λεπτομέρειες που να μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν τέτοιες υπερασπίσεις.
Το ίδιο ισχύει και για την θέση ότι και ο ίδιος ο εφεσείων 1 έχει απαίτηση από την εφεσίβλητη. Πέραν του ότι αυτός ο ισχυρισμός δεν συνιστά από μόνος του υπεράσπιση στην απαίτηση της εφεσίβλητης, είναι γεγονός ότι ο εφεσείων 1 δεν έδωσε καμία λεπτομέρεια για το είδος της απαίτησης του από την εφεσίβλητη και το πως αυτή στοιχειοθετείται.
Ως αποτέλεσμα ο 1ος λόγος έφεσης κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.
Ο 2ος λόγος έφεσης αφορά την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες δεν έδωσαν ικανοποιητικό λόγο γιατί δεν εμφανίστηκαν στην αγωγή. Επί του προκειμένου, υποστηρίχθηκε ότι ο εφεσείων έλαβε διαβεβαιώσεις από τον διευθυντή της εφεσίβλητης ότι δεν θα προχωρήσει η υπόθεση. Η εφεσίβλητη αρνείται αυτόν τον ισχυρισμό. Όμως ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση, οι εφεσείοντες όφειλαν να καταχωρήσουν εμφάνιση, προκειμένου να παρακολουθούν την πορεία της υπόθεσης και να μην επαφίεται στην βούληση της άλλης πλευράς αν θα προχωρήσει η διαδικασία. Ούτως ή άλλως δεν προβλήθηκε ισχυρισμός ότι μετά την επίδοση της αγωγής συνεχίζονταν διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών, ώστε να δικαιολογείται εφησυχασμός των εφεσειόντων ότι η υπόθεση δεν θα προχωρούσε (βλ. , Πολ. Εφ.80/14, ημερ. 01/06/2020 και , Πολ. Έφεση αρ. 50/2019, ημερ. 30/5/2024).
Είναι ως εκ των πιο πάνω ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν δόθηκε ικανοποιητική και εύλογη εξήγηση για την παράλειψη εμφάνισης των εφεσειόντων στην αγωγή.
Έπεται ότι και ο 2ος λόγος έφεσης κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.
Ο τρίτος λόγος έφεσης είναι εμφανώς αβάσιμος. Σημειώνεται ότι σε αυτόν προωθούνται πολύ σοβαροί ισχυρισμοί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε μεροληπτικά εναντίον των εφεσειόντων, στερώντας τους το συνταγματικό δικαίωμα της δίκαιης δίκης. Αναμένεται ότι τέτοιοι σοβαροί ισχυρισμοί για έλλειψη αμεροληψίας του Δικαστηρίου, δεν θα προβάλλονται αβασάνιστα χωρίς να δίδονται οι απαιτούμενες λεπτομέρειες και να στηρίζονται μόνο σε διαφωνία των εφεσειόντων ως προς την νομική προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στην παρούσα περίπτωση στην αιτιολογία του τρίτου λόγου έφεσης δεν δίδεται καμία εξήγηση για το πως στοιχειοθετείται η κατ’ ισχυρισμό μεροληπτική συμπεριφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ποιες ενέργειες του οδηγούν σε μεροληπτικές αποφάσεις. Αντιθέτως, επαναλαμβάνονται απλά τα κατ’ ισχυρισμό νομικά λάθη του Δικαστηρίου όπως προβάλλονται στους δύο πρώτους λόγους έφεσης. Η διαφωνία όμως ως προς την νομική προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν δικαιολογεί χωρίς άλλο, ισχυρισμό για μεροληπτική συμπεριφορά. Ούτε οι αόριστοι και γενικοί ισχυρισμοί για παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων των εφεσειόντων, δικαιολογούν ισχυρισμούς για αμεροληψία του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Εν κατακλείδι, κρίνω ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκήθηκε αιτιολογημένα, εντός των ορίων που ορίζει η νομολογία και δεν βρίσκει έρεισμα η αντίθετη θέση των εφεσειόντων, όπως και η θέση τους ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφαση του, ενήργησε μεροληπτικά εναντίον τους.
Έπεται ότι ο τρίτος λόγος έφεσης είναι παντελώς αβάσιμος και απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται στο σύνολο της με €3.000,00 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων.
Αλέξανδρος Α. Παναγιώτου
Πρόεδρος Εφετείου
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο