ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. Ε204/2022)
13 Οκτωβρίου 2025
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
Αναστάσης Μουλαζίμης Λτδ
Εφεσείουσα
ν.
Επαρχιακός Οργανισμός Αυτοδιοίκησης Αμμοχώστου
Εφεσίβλητος
Για εφεσείουσα: Μαρία Χατζηκωνσταντή για Γιώργος Φ. Πιττάτζης Δ.Ε.Π.Ε
Για εφεσίβλητο: Δέσποινα Καρά μαζί με Νεκτάριο Λαζάρου για Αντώνης Καράς Δ.Ε.Π.Ε.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η παρούσα εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες διατάξεις) Νόμου του 1964 (33/1964).
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα έφεση, η εφεσείουσα αμφισβητεί την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, με την οποία εκδόθηκε συνοπτική απόφαση εναντίον της και υπέρ του εφεσίβλητου οργανισμού, για το ποσόν των €86.461,62 ως αποχετευτικά τέλη, τα οποία επιβλήθηκαν δυνάμει του περί Αποχετευτικών Συστημάτων Νόμου 1/1971 όπως τροποποιήθηκε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την αίτηση του εφεσίβλητου οργανισμού για έκδοση συνοπτικής απόφασης, κρίνοντας ότι η επιβολή των επιδίκων τελών αποχέτευσης συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία ήταν σε πλήρη ισχύ αφού η εφεσείουσα δεν την είχε προσβάλει με διοικητική προσφυγή, ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου. Κρίθηκε ως εκ τούτου με παραπομπή σε νομολογία ότι η εφεσείουσα δεν προέβαλε συζητήσιμη υπεράσπιση, ισχυριζόμενη απλά ότι η απαίτηση ήταν αυθαίρετη, δεδομένου ότι το πολιτικό Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να κρίνει την εγκυρότητα εκτελεστής διοικητικής πράξης.
Η εφεσείουσα με 4 λόγους έφεσης, αμφισβητεί την πιο πάνω πρωτόδικη κατάληξη. Με τον 1ο λόγο έφεσης, υποστηρίζει ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε ότι ο εφεσίβλητος ικανοποίησε την προϋπόθεση να προσκομίσει ικανοποιητική μαρτυρία που να υποστηρίζει την αίτηση για συνοπτική απόφαση. Υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι δεν προσκομίστηκε μαρτυρία ως προς την εκτιμημένη αξία της ιδιοκτησίας της εφεσείουσας, επί της οποίας υπολογίστηκαν τα αποχετευτικά τέλη αλλά και το πως υπολογίστηκε το συνολικό αξιούμενο ποσό.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι αμφισβητείται η νομιμότητα διοικητικών πράξεων, αφού η θέση της είναι ότι ο εφεσίβλητος όφειλε να δικογραφήσει τις επίδικες διοικητικές πράξεις. Παρεμφερής είναι και ο 3ος λόγος έφεσης, με τον οποίο εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε συζητήσιμη υπεράσπιση, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι η ελλιπής δικογράφηση και η ανεπαρκής μαρτυρία που προσκόμισε ο εφεσίβλητος, καθιστούσε δύσκολο για την εφεσείουσα να υπερασπιστεί επί της ουσίας της αγωγής που αφορούσε άγνωστη ακίνητη περιουσία, άγνωστες διοικητικές πράξεις επιβολής αποχετευτικών τελών και τον τρόπο υπολογισμού των αξιούμενων ποσών.
Τέλος με τον 4ο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα στηρίχθηκε στην έκδοση της υπό κρίση συνοπτικής απόφασης, σε επιστολή ημ. 3.11.2021 των συνηγόρων του εφεσίβλητου (τεκμ. Δ), με την οποία ζητείτο η πληρωμή των επίδικων ποσών. Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι με την ένσταση της στην αίτηση συνοπτικής απόφασης, αρνήθηκε την παραλαβή τέτοιας επιστολής και ο εφεσίβλητος οργανισμός δεν προσέφερε καμία μαρτυρία για το πότε αυτή στάλθηκε και αν παραλήφθηκε. Ούτως ή άλλως σύμφωνα με την εφεσείουσα, η απαίτηση του εφεσίβλητου οργανισμού δεν στηρίζεται σε υπόλοιπο λογαριασμού αλλά σε επιβολή αποχετευτικών τελών και επιβαρύνσεων.
Η συνήγορος της εφεσείουσας στην αγόρευση της ενώπιον του Εφετείου επανέλαβε τους λόγους έφεσης, εστιάζοντας στην κατά την άποψη της απουσία μαρτυρικού υλικού, που να καταδεικνύει τα οφειλόμενα αποχετευτικά τέλη και ποια ακίνητη περιουσία αυτά αφορούν.
Η συνήγορος του εφεσίβλητου οργανισμού στην δική της αγόρευση, υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση, ισχυριζόμενη με παραπομπή σε νομολογία ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να εξετάσει την επιβολή των αποχετευτικών τελών. Ήταν η θέση της συνηγόρου ότι ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η επιβολή αποχετευτικών τελών συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, η νομιμότητα της οποίας μπορεί να κριθεί, μόνο στο πλαίσιο προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά προχώρησε στην έκδοση συνοπτικής απόφασης αφού η εφεσείουσα δεν παρουσίασε συζητήσιμη υπεράσπιση στην αγωγή.
Έχω εξετάσει με προσοχή όλους τους λόγους ένστασης και με όλο το σέβας προς την συνήγορο της εφεσείουσας, κρίνω ότι κανένας από αυτούς δεν ευσταθεί.
Όπως πολύ ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο εφεσίβλητος οργανισμός συμμορφώθηκε με τις προϋποθέσεις της Δ.18 θ.1 για εξέταση αιτήματος συνοπτικής απόφασης. Συγκεκριμένα, ο εφεσίβλητος καταχώρισε ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο και η εφεσείουσα σημείωμα εμφάνισης. Επιπλέον, η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση έγινε εκ μέρους του εφεσιβλήτου από πρόσωπο που γνωρίζει προσωπικά τα γεγονότα της υπόθεσης και ότι λόγω της θέσης του, είναι σε θέση να ορκιστεί θετικά σε σχέση με αυτά. Επιπρόσθετα, η ένορκη του δήλωση πληρούσε τα κριτήρια της Δ.18, αφού ο ομνύων αναφέρεται στα γεγονότα της υπόθεσης και στο αιτούμενο ποσό, επισυνάπτοντας ως τεκμήριο Β, πιστοποιητικό δυνάμει του Άρθρου 35 του Περί Αποδείξεως Νόμου και ως τεκμήριο Γ, λογαριασμό με τη σφραγίδα και την υπογραφή του εφεσίβλητου, στον οποίο φαίνονται τα κατ' ισχυρισμό οφειλόμενα ποσά και όπου το είδος της χρέωσης περιγράφεται ως αποχετευτικά τέλη, ενώ περιγράφεται ανά έτος και η ακίνητη ιδιοκτησία επί της οποίας επιβλήθηκαν τα τέλη.
Δεν ευσταθεί ενόψει των πιο πάνω η θέση της εφεσείουσας όπως παρατίθεται στον 1ο λόγο έφεσης ότι ο εφεσίβλητος οργανισμός δεν ικανοποίησε την προϋπόθεση της Δ.18, να προσκομίσει ικανοποιητική μαρτυρία που να υποστηρίζει την αίτηση για συνοπτική απόφαση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην συνέχεια, καθηκόντως προχώρησε στην εξέταση του κατά πόσον η εφεσείουσα παρουσίασε καλόπιστη και συζητήσιμη υπεράσπιση.
Επί του προκειμένου, είναι ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, όταν το αποτέλεσμα εκτελεστής διοικητικής πράξης είναι χρηματική απαίτηση, το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να υπεισέλθει σε εξέταση της ορθότητας της διοικητικής πράξης και η οφειλή θεωρείται δεδομένη. Όπως ορθό είναι επίσης το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι στο πλαίσιο της υπό κρίση διαδικασίας, είναι αρκετή η απόδειξη της επιβολής των επίδικων τελών, εφόσον πρόκειται για αγωγή, η οποία καταχωρίστηκε με σκοπό την είσπραξη τους.
Είναι σαφές από την νομολογία και δεν αμφισβητήθηκε στην παρούσα υπόθεση από την εφεσείουσα ότι η επιβολή αποχετευτικών τελών συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, η νομιμότητα της οποίας μπορεί να εξεταστεί μόνο στο πλαίσιο προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο. Είναι πάγια νομολογιακή αρχή ότι το πολιτικό Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να κρίνει την νομιμότητα και εγκυρότητα εκτελεστής διοικητικής πράξης. Σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καθορίζει ότι η αναθεωρητική δικαιοδοσία δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, διαχωρίζεται θεσμικά από την πολιτική δικαιοδοσία (βλ. μεταξύ άλλων Λανίτης Λτδ κ.α ν Γεν. Εισαγγελέα (1991) 1 Α.Α.Δ 225,231). Η ίδια αρχή επαναλήφθηκε στην απόφαση της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Συμβ. Εγγρ. Αρχιτεκτόνων & Πολ. Μηχανικών ν. Κωνσταντίνου κ.α (1994) 3 Α.Α.Δ 453, 458. Τονίστηκε περαιτέρω από το Ανώτατο Δικαστήριο στην πιο πάνω απόφαση ότι οι δύο δικαιοδοσίες δεν εφάπτονται σε κανένα σημείο.
Στην υπόθεση Takis P. Makrides Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα Της Δημοκρατίας (1997) 1 Α.Α.Δ. 1424, επιβεβαιώθηκε το ανεπίτρεπτο της αναθεώρησης εκτελεστών διοικητικών πράξεων από πολιτικό Δικαστήριο. Λέχθηκε επιπλέον ότι το άρθρο 146.1 του Συντάγματος, αποκλείει την εξέταση άμεσα, έμμεσα, ή παρεμπιπτόντως από πολιτικό Δικαστήριο, της νομιμότητας και εγκυρότητας εκτελεστής διοικητικής πράξης και κάθε προπαρασκευαστικής πράξης ή ενέργειας συναφούς προς την έκδοση της.
Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι όπου επιζητείται με αγωγή χρηματικό ποσό ως αποτέλεσμα έκδοσης εκτελεστής διοικητικής πράξης, η οφειλή θεωρείται δεδομένη, από την στιγμή που η πράξη δεν ακυρώθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο. Σχετική είναι η απόφαση (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 589, 592, στην οποία υποδείχθηκε πως:
«… αν η χρηματική απαίτηση, στην οποία αναφέρεται μία αγωγή, είναι το αποτέλεσμα διοικητικής απόφασης για την ορθότητα της οποίας το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να αποφανθεί, αφ’ ης στιγμής δεν προσβλήθηκε η εγκυρότητα της απόφασης, η οφειλή πρέπει να θεωρείται ως δεδομένη.»
Στην πρωτόδικη απόφαση παρατίθεται και το πιο κάτω χαρακτηριστικό απόσπασμα από την υπόθεση . Πολ. Έφεση Ε211/14 ημερ 22.2.2022, της οποίας τα γεγονότα είναι πανομοιότυπα με την υπό κρίση υπόθεση αφού ομοίως αφορούσε, χρηματική απαίτηση που στηριζόταν σε επιβολή αποχετευτικών τελών:
«Εν προκειμένω, η Αγωγή αφορά στην επιβολή από τους Εφεσίβλητους αποχετευτικών τελών στους Εφεσείοντες για ακίνητη ιδιοκτησία των τελευταίων. Η οφειλή βασίζεται επί διοικητικής φύσεως αποφάσεις των Εφεσίβλητων οι οποίοι έχουν εξουσία έκδοσης τέτοιων αποφάσεων υπό την ιδιότητα τους ως οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης και ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Τα σχετικά διατάγματα για επιβολή των τελών (σε όλους τους ιδιοκτήτες ή και κατόχους ακίνητης ιδιοκτησίας στην περιοχή του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας) είχαν δημοσιευθεί προσηκόντως στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας για τα επίμαχα έτη, χωρίς να καταχωρισθεί (από τους Εφεσείοντες) προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά των διοικητικών αυτών πράξεων.
Ας σημειωθεί, με τη δική του αξία αυτό, πως οι ως άνω θέσεις (των Εφεσίβλητων) καταγράφηκαν στην αίτηση για συνοπτική απόφαση, με τους Εφεσείοντες (στην ένορκη δήλωση που επικούρησε την Ένσταση τους στην αίτηση για συνοπτική απόφαση), να παραπέμπουν στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση, όπου δεν αμφισβήτησαν τον ισχυρισμό στην Έκθεση Απαίτησης (στην παράγραφο 7 αυτής), πως τα σχετικά διατάγματα «εδημοσιεύθησαν δεόντως στην Επίσημον Εφημερίδαν της Δημοκρατίας κατά τα άνω αναφερόμενα έτη». Αντιθέτως, το μόνον που ρητώς απέρριψαν οι Εφεσείοντες (στην παράγραφο 5 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης), είναι το ότι ουδέποτε έλαβαν «οποιαδήποτε ειδοποίηση για οποιαδήποτε υποχρέωση και/η οποιονδήποτε ποσό ως προς αποχετευτικά τέλη».
Στην EOE Tourist Enterprises Ltd v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 441, 445-446, κρίθηκε πως η εγκυρότητα διοικητικής πράξης για επιβολή αποχετευτικών τελών μπορεί να κριθεί αποκλειστικώς με προσφυγή διά του Άρθρου 146 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και ότι κανένα δικαστήριο πολιτικής δικαιοδοσίας δεν έχει τέτοια εξουσία, με το Εφετείο να απολήγει πως «η έφεση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία και ούτε αναγκαίο αλλά ούτε και επιτρεπτό είναι να εξετάσουμε την ουσία των επιχειρημάτων των εφεσειόντων που άπτονται της εγκυρότητας της πράξης».
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω νομολογιακών αρχών, τα όσα εισηγείται η εφεσείουσα με τους λόγους έφεσης που προβάλλει, δεν δικαιολογούν επέμβαση του Εφετείου. Η πρωτόδικη απόφαση κρίνεται καθόλα ορθή και επαρκώς τεκμηριωμένη αφού η εφεσείουσα δεν προέβαλε συζητήσιμη υπεράσπιση, ισχυριζόμενη απλά ότι η απαίτηση ήταν αυθαίρετη, και με δεδομένο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να κρίνει την εγκυρότητα της επιβολής αποχετευτικών τελών, η οποία συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη.
Καταλήγω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά διαπίστωσε ότι τα επίδικα θέματα της υπεράσπισης που προέβαλε η εφεσείουσα, εκφεύγουν της δικαιοδοσίας πολιτικού δικαστηρίου. Συνεπώς ορθά αποφασίστηκε η έκδοση συνοπτικής απόφασης αφού η εφεσείουσα δεν προέβαλε καμία συζητήσιμη υπεράσπιση στην αγωγή.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ του εφεσιβλήτου ύψους €2.500,00 πλέον ΦΠΑ.
Αλέξανδρος Α. Παναγιώτου
Πρόεδρος Εφετείου
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο