ΜΑΡΚΟΣ ΜΑΡΚΟΥ κ.α. v. GORDIAN HOLDINGS LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε50/2019, Ε51/19, Ε52/19, 16/10/2025
print
Τίτλος:
ΜΑΡΚΟΣ ΜΑΡΚΟΥ κ.α. v. GORDIAN HOLDINGS LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε50/2019, Ε51/19, Ε52/19, 16/10/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε50/2019

σχ. με Ε51/19 και Ε52/19)

 

16 Οκτωβρίου 2025

 

 

 [Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Θ. ΘΩΜΑ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε50/2019)

 

1.     ΜΑΡΚΟΣ ΜΑΡΚΟΥ

2.     ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΡΚΟΥ

Εφεσείοντες

v.

 

 GORDIAN HOLDINGS LIMITED

Εφεσίβλητη

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε51/2019)

 

1.     ΜΥΡΟΦΟΡΑ Ξ. ΧΑΤΖΗΞΕΝΗ

2.     ΙΟΥΛΙΑΝΗ ΞΕΝΗ ΧΑΤΖΗΞΕΝΗ

3.     ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΞΕΝΗ ΧΑΤΖΗΞΕΝΗ

Εφεσείοντες

ν.

 

GORDIAN HOLDINGS LIMITED

Εφεσίβλητη

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε52/2019)

 

1.     ΑΝΔΡΟΥΛΑ ΚΩΣΤΗ ΦΩΤΗ

2.     ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΟΥΤΣΟΥΡΗΣ

3.     ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΜΟΥΤΣΟΥΡΗ

Εφεσείοντες

ν.

 

GORDIAN HOLDINGS LIMITED

Εφεσίβλητη

___________________________

 

Κ. Μουτσουρής για Κωστάκης Μουτσουρής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες στην Ε50/2019

Α. Ανδρέου για Μαρίνα Α. Πάσιη, για τους Εφεσείοντες στην Ε51/2019

Π. Καύκαρος για Μιχάλης Βορκάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες στην Ε52/2019

Ε. Ανδρέου (κα) για Ανδρέου, Χατζη Χριστοφής Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη σε όλες τις εφέσεις

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Με την εφεσιβαλλόμενη απόφαση το Ε.Δ. Αμμοχώστου, στη βάση τριών παρόμοιων αιτήσεων ημερ. 12.12.17 της τότε Ενάγουσας Τράπεζας Κύπρου, έκρινε ότι οι γενόμενες μεταβιβάσεις ακινήτων δια δωρεάς εκ μέρους των Εφεσειόντων, ήτοι των αρχικών Εναγομένων 2, 3 και 4, προς τα τέκνα τους, ήταν δόλιες. Βάσει της κρίσης αυτής εξέδωσε διατάγματα για ακύρωση των μεταβιβάσεων και για επανεγγραφή των ακινήτων επ’ ονόματι των ως άνω Εναγομένων 2, 3 και 4, με βάση τα σχετικά άρθρα του περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου, Κεφ. 62, καθώς και για εγγραφή της αρχικής απόφασης (memo) επί των ακινήτων, για σκοπούς εκτέλεσης, με βάση τον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6. Μετά την καταχώριση των εφέσεων και δυνάμει σχετικής Ειδοποίησης βάσει του Ν.169(Ι)/15 η Gordian Holdings Ltd υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα και υποχρεώσεις της πιο πάνω τράπεζας.

 

Η απαίτηση στην αγωγή αφορούσε δάνειο ύψους €970.000, το οποίο στις 14.4.08 η τράπεζα είχε χορηγήσει στην οικογενειακή εταιρεία, την Εναγόμενη 1. Η σχετική συμφωνία προέβλεπε ότι αφού ενδιαμέσως καταβάλλονταν οι δεδουλευμένοι τόκοι, ήτοι στις 31.12.08, στις 30.6.09 και στις 31.12.09, ακολούθως το δάνειο θα ήταν πληρωτέο εφάπαξ στις 17.4.10. Οι Εναγόμενοι 2 έως 5 είναι αδέλφια και ο Εναγόμενος 6 δικηγόρος είναι σύζυγος της Εναγομένης 4. Υπήρξαν όλοι εγγυητές στην αποπληρωμή του πιο πάνω δανείου. Για ό,τι ειδικότερα ενδιαφέρει, στις 6.2.17 εκδόθηκε στην αγωγή απόφαση υπέρ της τράπεζας και εναντίον όλων των Εναγομένων για ποσόν €1.436.942, συν τόκους και έξοδα. Κατά την προσπάθεια εγγραφής της απόφασης στο Κτηματολόγιο, η τράπεζα διαπίστωσε ότι οι Εναγόμενοι 2, 3 και 4 είχαν από το 2010 μεταβιβάσει στα τέκνα τους ο καθένας κάθε ακίνητη ιδιοκτησία του που ήταν ελεύθερη εμπράγματων βαρών. Εξ ου και προχώρησε στις προαναφερθείσες τρεις αιτήσεις για ακύρωση των μεταβιβάσεων.

 

Τόσον οι πιο πάνω Εναγόμενοι 2, 3 και 4 όσον και τα τέκνα τους, τα οποία είχαν συμπεριληφθεί ως Καθ’ ων στις εν λόγω αιτήσεις, προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη. Ειδικότερα:

 

·          Την έφεση αρ. 50/2019 καταχώρισαν ο Εναγόμενος 3 και ο γιος του Κωνσταντίνος.

 

·          Την έφεση αρ. 51/2019 καταχώρισαν η Εναγόμενη 2, η θυγατέρα της Ιουλιανή και ο γιος της Γεώργιος.

 

·          Την έφεση αρ. 52/2019 καταχώρισαν η Εναγόμενη 4, ο γιος της Ανδρέας και η θυγατέρα της Παναγιώτα.

 

        Οι αιτήσεις συνοδεύονταν από ένορκες δηλώσεις δύο λειτουργών της τράπεζας, ήτοι του Μ. Στυλιανού και του Δ. Αντωνιάδη. Εκ μέρους της τράπεζας κλήθηκε ως μάρτυς και η κτηματολογική λειτουργός Λ. Πογιατζή, η οποία επίσης αντεξετάστηκε εκ μέρους όλων των Καθ’ ων (Εφεσειόντων).

 

        Κάθε ένας εκ των δωρεοπαρόχων, Εναγομένων 2, 3 και 4, είχε καταχωρίσει ένσταση, συνοδευόμενη από δική του ένορκη δήλωση, καθώς και από ένορκη δήλωση του κάθε δωρεοδόχου τέκνου, αναλόγως της περίπτωσης. Εκ των υποστηριζόντων τις αιτήσεις μαρτύρων της τράπεζας, αντεξετάστηκαν ο Μ. Στυλιανού, καθώς και η Λ. Πογιατζή. Από την άλλη πλευρά αντεξετάστηκαν η θυγατέρα της Εναγομένης 2 (Ιουλιανή), οι Εναγόμενοι 3 και 4, καθώς και τα τέκνα των τελευταίων.

 

 

Λόγοι Έφεσης

 

        Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με οκτώ λόγους έφεσης από την Εναγόμενη 2 και τα τέκνα της, με 16 λόγους από τον Εναγόμενο 3 και τον γιο του και με 17 λόγους από την Εναγόμενη 4 και τα δικά της τέκνα. Είναι χρήσιμο να σημειωθεί πως οι 16 λόγοι έφεσης, τους οποίους προωθεί ο Εναγόμενος 3, κατ’ ουσίαν ταυτίζονται με ισάριθμους λόγους εκ των 17 λόγων τους οποίους προωθεί η Εναγόμενη 4. Διαφέρει μόνον ο λόγος έφεσης αρ. 16, εκ μέρους της Εναγομένης 4, με τον οποίον προσβάλλεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας του γιου της (Ανδρέα).

 

Λόγοι Έφεσης κατά της Αξιολόγησης και της Αιτιολόγησης

 

        Η πλειονότητα όλων των λόγων έφεσης στρέφεται εναντίον της αξιολόγησης της μαρτυρίας, των διαπιστώσεων και των συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, καθώς και της ίδιας της αιτιολόγησης της απόφασης. Στις εφέσεις των Εναγομένων 3 και 4 τέτοιοι είναι οι λόγοι έφεσης αρ. 1 έως 5, 7, 10, 11, 13 έως 15 (ο οποίος αντιστοιχεί με τον λόγο αρ. 17 στην έφεση της Εναγομένης 4). Στην έφεση του Εναγομένου 2, την αξιολόγηση και αιτιολογία αφορούν οι λόγοι έφεσης αρ. 3, 6 και 8. Πρέπει καθηκόντως να υπενθυμίσουμε, με παραπομπή στη Χ’’ Μάρκου v. Widehorizon (Capital Market) Ltd (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 108, ότι:

 

«Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στα συμπεράσματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, καθώς και η διαπίστωση των πρωτογενών γεγονότων, ανάγονται στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο βρίσκεται σε προνομιακή θέση να εκτιμήσει τα θέματα τούτα. (Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321). Το Εφετείο δικαιολογείται να επεμβαίνει στις διαπιστώσεις αξιοπιστίας, μόνο εφόσον καταφαίνεται ότι εξ αντικειμένου αυτές είναι ανυπόστατες. (Καννάουρου κ.ά. v. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35, 39). Περαιτέρω, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί επέμβαση του Εφετείου εκεί όπου οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική και δεν δικαιολογούνται από τη δοθείσα μαρτυρία, ή όπου τα συμπεράσματα είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει αποδεχθεί το Δικαστήριο. (Βλ. επίσης Αυξεντίου v. Δίγκλη (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1367.

 

        Εξίσου χρήσιμη είναι και η παραπομπή στην πρόσφατη υπόθεση Μελισσάς ν. Cyprus Popular Bank Public Co. Ltd, Πολ. Έφ. 188/16, ημερ. 31.10.24, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι «[Η] αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας είναι μέρος της αιτιολογίας μιας δικαστικής απόφασης. Η αιτιολογία κάθε δικαστικής απόφασης εξαρτάται από το αντικείμενο της επίδικης διαφοράς. Η αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων είναι καθήκον των Δικαστηρίων και δικαίωμα εκάστου διαδίκου».

 

        Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε αναλυτικά σε όλους τους προαναφερθέντες λόγους έφεσης, δεδομένου ότι εν πολλοίς αλληλοσυμπλέκονται και αλληλοκαλύπτονται. Εστιαζόμαστε μόνο σε κάποια ουσιώδη σημεία. Με τον πρώτο λόγο έφεσης τους οι Εναγόμενοι 3, 4 και τα τέκνα τους, προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ανέλυσε τη μαρτυρία και κατέληξε σε ευρήματα και συμπεράσματα αντίθετα με αυτή. Στην επιχειρηματολογία τους υποδεικνύουν τρία σημεία από την πρωτόδικη απόφαση, για τα οποία υποστηρίζουν ότι τεκμηριώνουν τον πρώτο λόγο έφεσης. Αυτά αφορούν τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου (α) Ότι δεν ήταν πλήρως εξασφαλισμένο το χρέος κατά το 2010, (β) Ότι οι μεταβιβάσεις από τους Εναγόμενους 3 και 4 έγιναν την ίδια μέρα και δη στις 19.3.10 και (γ) Ότι όλες οι μεταβιβάσεις από τον Εναγόμενο 3 έγιναν μέσω πληρεξουσίου εγγράφου προς τον Εναγόμενο 6 (Κωστάκη Μουτσουρή).

 

        Με τον δεύτερο λόγο έφεσης τους οι Εναγόμενοι 3 και 4 προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε τις δύο εκτιμήσεις ακινήτων και τη μαρτυρία για κατάληξη σε συμφωνία (αποπληρωμής) μετά την έγερση της αγωγής. Με τους λόγους αρ. 14 και 15 προβάλλουν ότι δεν αξιολόγησε όλη τη μαρτυρία και εγείρουν εδώ πιο εξειδικευμένα το ζήτημα της αιτιολόγησης της απόφασης. Το ζήτημα της αιτιολογίας εγείρει με τον τρίτο λόγο έφεσης της και η Εναγόμενη 2, ισχυριζόμενη ότι είναι γενική και αόριστη. 

 

        Θα πρέπει ευθύς εξαρχής να πούμε ότι όντως, όπως και στην υπόθεση Μελισσάς (ανωτέρω), ούτε στην παρούσα το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ευρήματα αξιοπιστίας για οποιονδήποτε από τους οκτώ συνολικά μάρτυρες, οι οποίοι κατέθεσαν ενώπιον του. Απουσιάζει και εδώ από την πρωτόδικη απόφαση παντελώς οποιοδήποτε εύρημα για το ποιος μάρτυρας είχε κριθεί αξιόπιστος, ποιος όχι και για ποιο λόγο. Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση C & A Pelecanos Associates Ltd ν. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273, η αξιολόγηση προφορικής μαρτυρίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιοπιστία του μάρτυρος. Η δε εντύπωση την οποία αφήνει στο Δικαστήριο, είναι παράγων εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας. Η σοβαρή αυτή παράλειψη έχει βέβαια συνέπειες για διάφορα ζητήματα είτε γεγονότων είτε γνώμης. Κάποια μάλιστα εκ των οποίων τα επικαλείτο η πλευρά των Εφεσειόντων ως ικανά να ανατρέψουν το νομοθετικό τεκμήριο περί του ότι οι μεταβιβάσεις δεν έγιναν καλή τη πίστει (Άρθρο 3, Κεφ. 62).

 

        Στην παρούσα περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αμέσως μετά την οκτασέλιδη παράθεση της μαρτυρίας, χωρίς να προβεί σε οποιονδήποτε σχολιασμό ή αξιολόγηση της, προχώρησε λέγοντας:

 

«Όλες οι μεταβιβάσεις των Εναγομένων 3 και 4 έγιναν την ίδια ημέρα στις 19.3.10 (πληρεξούσια υπεγράφησαν προς τούτο στον Κωστάκη Μουτσουρή από τα παιδιά του και τον Κωνσταντίνο Μάρκου στις 18.3.10) ένα σχεδόν μήνα μετά την επιστολή τερματισμού (23.2.10) και 4 ημέρες μετά τη συνάντηση των μεταβιβαζόντων την περιουσία Μάρκου Μάρκου (Εναγόμενου 3) και Κωστάκη Μουτσουρή ενεργώντας για την σύζυγο του Αντρούλλα Κωστή Φώτη (Εναγόμενη 4) προς τα παιδιά της δυνάμει πληρεξουσίου εγγράφου που υπεγράφη από αυτήν πολύ πιο πριν τις 18.3.10. Οι μόνες μεταβιβάσεις που έγιναν στις 15.9.10 στα παιδιά της και ενός κτήματος στην κόρη της Ιουλιανή Χατζηξενή στις 30.12.10 ήσαν από την Μυροφόρα Χατζηξενή Εναγόμενη 2 η οποία ήταν και η μόνη που διαφώνησε με την επιτευχθείσα περί το τέλος του 2011 διευθέτηση. Οι μεταβιβάσεις αυτές έγιναν μετά την καταχώρηση της αγωγής (9.6.10) και την επίδοση της στην Μυροφόρα Χατζηξενή (18.6.10).

 

Ο χρόνος των μεταβιβάσεων (όλες μέσα στο 2010) έχω την άποψη ότι καθορίζει και την πρόθεση των Καθ΄ ων η Αίτηση να παρεμποδίσουν και/ή καθυστερήσουν τους Αιτητές να ανακτήσουν το εξ αποφάσεως χρέος. Οι Καθ΄ ων η Αίτηση που όλοι επικαλέστηκαν λόγους υγείας για τις μεταβιβάσεις δεν κατάφεραν μέσα από τη μαρτυρία τους να πείσουν και να ανατρέψουν το τεκμήριο τος δόλιας μεταβίβασης του άρθρου 3(2) του Κεφ. 62.

 

Υπό το φως της δοθείσας μαρτυρίας οι Αιτητές έχουν καταδείξει τα ακόλουθα:

 

«(1)   Ότι οι Αιτητές ήσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο εξ αποφάσεως πιστωτές. Τον Μάρτιο του 2010 υπήρχε οφειλή των Καθ΄ ων η Αίτηση και αυτοί ενημερώθηκαν με 2 τρόπους γι΄ αυτή, με την επιστολή τερματισμού των δανείων ημερ. 23.2.10 και με τη συνάντηση των Καθ΄ ων η Αίτηση 2, 3, 4 που είχαν οι ίδιοι και οι εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι τους με τους Ενάγοντες - Αιτητές στις 15.3.10.

(2)   Οι υπό εξέταση μεταβιβάσεις έγιναν δυνάμει δωρεάς από τους Καθ΄ ων η Αίτηση (Εναγόμενους 2, 3 και 4 προς τα παιδιά τους).

(3)   Από το χρόνο των μεταβιβάσεων είναι φανερό ότι στο μυαλό των Καθ΄ ων η Αίτηση υπήρχε πρόθεση να παρεμποδίσουν ή καθυστερήσουν στην είσπραξη του λαβείν του χρέους. Ο ενεργών για όλους τους μεταβιβάζοντες και προς τους οποίους η μεταβίβαση Κωστάκης Μουτσουρής και Μάρκος Μάρκου ενήργησαν δόλια και με πρόθεση αμέσως ως πληροφορήθηκαν για την έγερση αγωγής (15.3.10) από τους Αιτητές ενώ η Μυροφόρα Χατζηξενή καθυστέρησε μέχρι την έγερση και επίδοση της αγωγής. Η σπουδή τους να αποξενώσουν τα ακίνητα τους καταδεικνύει και την πρόθεση τους να καθυστερήσουν και/ή να παρεμποδίσουν τους Ενάγοντες να εισπράξουν το λαβείν τους αφού ήταν γνωστό στους ίδιους ότι οι παρασχεθείσες εξασφαλίσεις κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν ήσαν επαρκείς για την ικανοποίηση της οφειλής (βλέπε μαρτυρία του κ. Στυλιανού ο οποίος ανέφερε ότι ο Εναγόμενος 3 ήταν έτοιμος να καταβάλει το εφάπαξ του €150.000 μετά την πώληση των ενυπόθηκων ακινήτων από τους ίδιους στην αγοραία τότε αξία τους προς ικανοποίηση των Αιτητών).

(4)   Εγείρεται το μαχητό τεκμήριο της δόλιας μεταβίβασης και οι Καθ΄ ων η Αίτηση απέτυχαν να το ανατρέψουν».

 

        Εν συνεχεία, με αναφορά στις υποθέσεις ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ. ΛΤΔ (σε εκκαθάριση) κ.ά. ν. Lakis Georgiou Construction Ltd, Πολ. Έφ. 214/12, ημερ. 28.9.18, ECLI:CY:AD:2018:A422 και Mailos v. Constantinides a.o. (1979) a J.S.C. 242, το μόνο το οποίο προσέθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν αφενός πως οι δωρεές έγιναν «σε χρονικό σημείο που αβίαστα εξάγεται το συμπέρασμα ότι σκοπός ήταν η καθυστέρηση και ή παρεμπόδιση» της τράπεζας να εισπράξει το οφειλόμενο ποσό του δανείου ανεξάρτητα από το αν είχε ή δεν είχε καταχωριστεί αγωγή και αφετέρου ότι οι Εναγόμενοι δεν προσκόμισαν μαρτυρία, δυνάμει της οποίας να αποδεικνύεται στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων ότι οι δωρεές έγιναν καλόπιστα και χωρίς πρόθεση παρεμπόδισης ή καθυστέρησης.

 

        Το πρώτο σημείο από όσα προωθούν με τον πρώτο λόγο έφεσης οι Εναγόμενοι 3 και 4 είναι αυτό το οποίο προβάλλεται εντονότερα από όλα και μάλιστα επαναλαμβάνεται επίμονα σε αρκετούς λόγους έφεσης. Πρόκειται για τον ισχυρισμό ότι είναι εσφαλμένη η πρωτόδικη θέση περί του ότι οι Εφεσείοντες «απέτυχαν να αποδείξουν ότι το επίδικο δάνειο την περίοδο του 2010 ήταν πλήρως εξασφαλισμένο». Παρεπόμενοι ισχυρισμοί τους είναι αφενός το ότι υπήρχε ακλόνητη μαρτυρία περί του αντιθέτου και δη: (1) Δύο εκτιμήσεις για την τότε αξία των υφιστάμενων ενυπόθηκων ακινήτων, (2) Μια εκτίμηση του 2008 για την καταναγκαστική αξία των ενυπόθηκων ακινήτων,                      (3) Μαρτυρία για συμφωνία περί διαμοιρασμού του δανείου κατά το 2011 μεταξύ των Εναγομένων και μάλιστα περί έγκρισης της συμφωνίας από την τράπεζα «με τις ίδιες ακριβώς εξασφαλίσεις» και αφετέρου ότι: (α) Η τράπεζα παρέλειψε ή αρνήθηκε να προσκομίσει τη δική της εκτίμηση του 2010, (β) Ο μάρτυρας της τράπεζας, ο Στυλιανού, απέφευγε να απαντήσει για τη δική της εκτίμηση και την αξία των ενυπόθηκων κατά το 2010 και (γ) Ο Στυλιανού αρνήθηκε να παρουσιάσει τη μεταγενέστερη συμφωνία του 2011.

 

        Αυτό το οποίο καθίσταται εμφανές είναι ότι βασικό υπόβαθρο της εισήγησης των Εναγομένων 3 και 4 συνιστούν οι δύο εκτιμήσεις των ενυπόθηκων ακινήτων, τις οποίες ο Εναγόμενος 3 είχε επισυνάψει στην ένορκη δήλωση του ως Τεκμήρια 4 και 5. Ήταν και οι δύο εκτιμήσεις του 2018 από διαφορετικούς εκτιμητές (Κουρουσίδης, Φιλώτας) και αναφέρονταν στις αξίες των ενυπόθηκων κτημάτων τόσο κατά τον Μάρτιο του 2010 όσο και κατά τον Φεβρουάριο του 2018, που είχαν εν τέλει επιθεωρηθεί τα ακίνητα. Στην  πρώτη τέτοια έκθεση ημερ. 13.2.18 ήτοι στο Τεκμήριο 4, αναφερόταν ότι η αξία των ενυπόθηκων, κατά το 2010, ήταν  €1.855.000 και στη δεύτερη έκθεση ημερ. 15.2.18, Τεκμήριο 5, αναφερόταν ότι η αξία τους, κατά το 2010, ήταν €1.812.000. Η ουσιαστική θέση των Εφεσειόντων είναι ότι μαρτυρία για την αξία των εξασφαλίσεων, κατά το 2010, προήλθε μόνον  από την πλευρά τους και επομένως «ως η μοναδική μαρτυρία επί του θέματος θα έπρεπε να είναι δεσμευτική για το πρωτόδικο Δικαστήριο».

 

        Με την τελευταία ως άνω θέση δεν συμφωνούμε βέβαια αφού το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να δεχθεί τη μαρτυρία κάποιου εμπειρογνώμονα, ακόμα και αν αυτή δεν αντικρούεται από τον αντίδικο (Νεοφύτου κ.ά. ν. Elma Holdings Ltd (2013) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1807). Όμως εννοείται ότι το Δικαστήριο έχει πάντοτε καθήκον, σε κάθε περίπτωση, να αιτιολογεί την αποδοχή ή απόρριψη της μαρτυρίας αυτής («Το Δίκαιο της Απόδειξης», 2014, Τ. Ηλιάδης & Ν. Γ. Σάντης, σ. 584).

 

        Οι Εφεσείοντες όμως έχουν δίκαιο στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε διαπιστώσεις και τελικά συμπεράσματα, ακόμα και επί του βάρους απόδειξης, χωρίς προηγουμένως να είχε αξιολογήσει δεόντως τη μαρτυρία. Αναμφίβολα υπήρχαν συγκρουόμενες εκδοχές, ιδιαίτερα εν σχέσει με γεγονότα τα οποία αφορούσαν το ζήτημα της καλής πίστης. Ειδικά ως προς αυτό το θέμα, το τεκμήριο του Άρθρου 3 του Κεφ. 62, στο οποίο άρθρο στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, προνοεί μεταξύ άλλων ότι:

                  

«3.-(1) Κάθε δωρεά, πώληση, ενέχυρο, υποθήκη ή άλλη μεταβίβαση ή διάθεση οποιασδήποτε κινητής ή ακίνητης περιουσίας πoυ γίνεται από οποιοδήποτε πρόσωπο με πρόθεση να παρεμποδίσει ή καθυστερήσει τους πιστωτές τoυ ή οποιοδήποτε από αυτούς vα ανακτήσουν από αυτόv, τα χρέη αυτού ή αυτώv, θα θεωρείται ότι είναι δόλια, και θα είναι άκυρη εναντίον του εν λόγω πιστωτή ή πιστωτών, ………………………………………………………………………. .

 

(2) Σε οποιαδήποτε αίτηση, βάσει τωv διατάξεων τoυ Νόμου ατού για ακύρωση μεταβίβασης ή εκχώρησης οποιασδήποτε περιουσίας πoυ έγινε σε οποιοδήποτε γονιό, σύζυγο, παιδί, αδελφό ή αδελφή τoυ δικαιοπάροχου ή εκχωρητή, όχι με χρηματικό αντάλλαγμα ή με αντάλλαγμα άλλη περιουσία ισοδύναμης αξίας ή με καλή αντιπαροχή, τo βάρος απόδειξης ότι αυτή η μεταβίβαση ή εκχώρηση έγινε καλή τη πίστει και δεv έγινε με πρόθεση vα παρεμποδίσει ή καθυστερήσει τους πιστωτές τoυ θα έχει o δικαιοπάροχος ή εκχωρητής και τo πρόσωπο στο oπoίo έγινε η εv λόγω μεταβίβαση ή εκχώρηση».

 

(έμφαση δοθείσα)

 

        Ακριβώς επειδή η παρούσα περίπτωση αφορά μεταβιβάσεις περιουσίας στα παιδιά των δωρεοπαρόχων, το βάρος απόδειξης ότι αυτές έγιναν καλή τη πίστει και όχι με πρόθεση παρεμπόδισης ή καθυστέρησης των πιστωτών, το είχαν οι δωρεοπάροχοι και οι δωρεοδόχοι. Όπως εξηγείται συναφώς στην υπόθεση ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ. (ανωτέρω):

 

«Παρατηρείται επομένως ότι υπάρχει τεκμήριο το οποίο λειτουργεί υπέρ του πιστωτή με τον οφειλέτη να βαρύνεται με την απόδειξη του αντιθέτου. Απόδειξη που ικανοποιείται στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, (Ευαγγέλου ν. Κωστάκης Κουρέας και Υιός Λτδ (2005) 2 Α.Α.Δ. 415). Η δωρεά, όπως είναι εν προκειμένω η περίπτωση, προς όφελος τρίτου του περιουσιακού στοιχείου της εφεσείουσας εταιρείας τεκμαίρεται να αποτελεί πράξη καταδολίευσης των εφεσιβλήτων και αυτό ανεξάρτητα από το χρονικό σημείο που έγινε η μεταβίβαση δηλαδή πριν ή μετά την καταχώρηση αγωγής, ή, στα δεδομένα της παρούσας διαφοράς, της έκδοσης της διαιτητικής απόφασης και της μεταγενέστερης εγγραφής της στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου.  Παρόμοιες πρόνοιες υπάρχουν στο Κεφ. 62, το άρθρο 3(1) το οποίο προνοεί ότι κάθε δωρεά, πώληση, κλπ, με πρόθεση την παρεμπόδιση ή καθυστέρηση των πιστωτών θα θεωρείται ως δόλια, κατά τεκμήριο, δηλαδή, με το βάρος κατά το εδάφιο (2), απόδειξης της καλής πίστης της μεταβίβασης ή εκχώρησης να φέρει ο δικαιοπάροχος ή εκχωρητής καθώς και το πρόσωπο στο οποίο έγινε η μεταβίβαση ή εκχώρηση». 

 

Στην παρούσα περίπτωση οι Εφεσείοντες εξασφάλισαν εκτιμήσεις, μετά την καταχώριση των αιτήσεων ακύρωσης, σε σχέση με την αξία των ενυπόθηκων ακινήτων, δηλαδή των εξασφαλίσεων κατά το 2010, ήτοι κατά τον χρόνο των μεταβιβάσεων. Δεν κάλεσαν βέβαια τους ίδιους τους εκτιμητές να καταθέσουν είτε μέσω δικών τους ενόρκων δηλώσεων στο στάδιο των ενστάσεων είτε μέσω προφορικής μαρτυρίας κατά τη δίκη. Πλην όμως είχαν παρουσιάσει τις δύο εκθέσεις εκτίμησης μέσω της ένορκης δήλωσης άλλου. Η εμπειρογνώμονη αυτή μαρτυρία ήταν ουσιαστικά εξ ακοής μαρτυρία αλλά αυτό δεν αναιρούσε την υποχρέωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αξιολογήσει την αποδεικτική της αξία εντός του πλαισίου του Άρθρου 27 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 (βλ. Μονός κ.ά. ν. S. Xenides Trading Co. Ltd κ.ά. (2010) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1002).

 

Παρά την ως άνω υποχρέωση του, εντούτοις το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε και μάλιστα δεν αναφέρθηκε καθόλου στις δύο εκτιμήσεις. Διευκρινίζουμε βέβαια πως πρόθεση καταδολίευσης δύναται γενικά να συναχθεί ανεξάρτητα από την αξία των εξασφαλίσεων. Με άλλα λόγια και πάντοτε αναλόγως των περιστάσεων, είναι δυνατόν να καταδειχθεί τέτοια πρόθεση, στη βάση άλλων συνεκτιμούμενων στοιχείων, ακόμα και όταν η αξία των εξασφαλίσεων είναι ισοδύναμη ή υπερβαίνει το χρέος (π.χ. βάσει περιστατικής μαρτυρίας, παραδοχών κλπ.). Πλην όμως αυτό δεν αναιρούσε καθόλου την υποχρέωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αξιολογήσει την εμπειρογνώμονη μαρτυρία και αναλόγως των διαπιστώσεων του να τη συσχετίσει με την υπόλοιπη μαρτυρία.

 

Ας σημειωθεί ότι μαρτυρία για την αξία των εξασφαλίσεων είχε προσφέρει και ο Στυλιανού, εκ μέρους της Εφεσίβλητης τράπεζας. Χωρίς να αναφέρει ποσά, αριθμούς ή οποιεσδήποτε λεπτομέρειες, ήταν η θέση του ότι κατά το 2010 κατά τη μεταφορά των οφειλών στην Υπηρεσία Ανάκτησης Χρεών, ο λογαριασμός παρουσίαζε άνοιγμα, «δηλαδή το χρέος κατά τον συγκεκριμένο χρόνο ήτο μεγαλύτερο των εξασφαλίσεων» (Πρακτικά ημερ. 22.5.18, σ. 5). Θέση την οποία επανέλαβε, και πάλι χωρίς αναφορά σε αριθμούς και ακριβές υπόλοιπο. Δεν έχει σημασία το ότι αναφερόταν σε εκτίμηση για αξία σε περίπτωση καταναγκαστικής πώλησης (που κατά κανόνα είναι μικρότερη). Πολύ μεγαλύτερη σημασία έχει το ότι επικαλείτο και αυτός εκτίμηση, την οποία είχε στη διάθεση του κατά το 2010. Με τη διαφορά ότι αυτός δεν την προσκόμισε καν στο Δικαστήριο και ούτε παρέθεσε άλλα στοιχεία ταυτότητας της έκθεσης αυτής (όνομα εκτιμητή, ημερομηνία εκτίμησης κλπ.).

 

Ασφαλώς θα μπορούσαν και οι Εναγόμενοι αντεξετάζοντας τον να ζητούσαν την παρουσίαση του εγγράφου στο οποίο αναφερόταν. Δεν είναι όμως αυτό το θέμα. Το ουσιώδες είναι ότι, ως φαίνεται και στο προπαρατεθέν πρωτόδικο απόσπασμα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αν και επίσης χωρίς οποιαδήποτε αξιολόγηση, δέχθηκε τη θέση αυτή. Μάλιστα εξήγαγε και συμπέρασμα, εν σχέσει με τους Εφεσείοντες, ότι «[Η] σπουδή τους να αποξενώσουν τα ακίνητα τους καταδεικνύει και την πρόθεση τους … αφού ήταν γνωστό στους ίδιους ότι οι παρασχεθείσες εξασφαλίσεις κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν ήσαν επαρκείς για την ικανοποίηση της οφειλής».

 

        Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στις εμφανείς αντιφάσεις και σφάλματα εν σχέσει με τις καταγραφόμενες ημερομηνίες μεταβιβάσεων. Αρκεί να πούμε πως, σε σχέση με τους Εναγόμενους 3 και 4, άλλες ημερομηνίες αναφέρονται στις ένορκες δηλώσεις, άλλες καταγράφονται κατά την παράθεση της μαρτυρίας της κτηματολογικής λειτουργού και άλλες καταγράφει το πρωτόδικο Δικαστήριο στα συμπεράσματα του    (σ. 17, 21). Υπήρχε πάντως μαρτυρία και το θέμα θα μπορούσε να είχε ξεκαθαρίσει εάν υπήρχε ορθή αξιολόγηση. Όπως θα μπορούσε να είχε διευκρινιστεί και το κατά πόσον ο Κωνσταντίνος είχε εξουσιοδοτήσει τον Εναγόμενο 6 να εμφανιστεί εκ μέρους του στο Κτηματολόγιο. Σχετική μαρτυρία είχε δώσει η κτηματολογική λειτουργός. Η οποία επίσης δεν αξιολογήθηκε αν και το πρωτόδικο Δικαστήριο φάνηκε να δέχεται τη δική της θέση, χωρίς να δοθεί κάποια εξήγηση, όσο αυτονόητη και αν ήταν. Εννοείται πως αξιολόγηση απαιτείτο και για τα ζητήματα αφενός της τυχόν παραλαβής της επιστολής τερματισμού του δανείου ημερ. 23.2.10 και αφετέρου της συνάντησης κάποιων (και ποιων) εκ των Εφεσειόντων με εκπροσώπους της τράπεζας στις 15.3.10. Όπως απαιτείτο και για τη μεταγενέστερη προκαταρκτική συμφωνία αποπληρωμής του 2011, τουλάχιστον εν σχέσει με τον ισχυρισμό των Εφεσειόντων ότι δεν ετέθη ζήτημα της αξίας των εξασφαλίσεων. Η ανάγκη για αξιολόγηση καθίστατο εντονότερη εξαιτίας της διασύνδεσης στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο, του θέματος της αξίας των εξασφαλίσεων με την ύπαρξη πρόθεσης καταδολίευσης.

 

Είναι ευκόλως αντιληπτό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στήριξε την κρίση του σε τρία στοιχεία. Πρώτον στον χρόνο των μεταβιβάσεων (όλες εντός του 2010), δεύτερον στην ανεπάρκεια των εξασφαλίσεων κατά το 2010 και τρίτον στην κρίση του ότι οι Εφεσείοντες «δεν προσκόμισαν αξιόπιστη μαρτυρία» η οποία να αποδεικνύει ότι οι μεταβιβάσεις «έγιναν καλόπιστα». Χωρίς όμως τη δέουσα αξιολόγηση, σε καμμιά από τις πιο πάνω διαπιστώσεις δεν μπορούσε να προχωρήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως αναφέρθηκε στη Σωφρονίου κ.ά. ν. Σωφρονίου κ.ά., Πολ. Έφ. 368/16 κ.ά., ημερ. 2.10.24:

 

Η μαρτυρία όμως εκτιμάται και αξιολογείται στο σύνολο της (Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41), και, αφού αξιολογηθεί, το Δικαστήριο προβαίνει σε ευρήματα σε σχέση με τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία πρέπει να δικαιολογούνται από τη μαρτυρία που απεδέχθη ως αξιόπιστη. Και στη συνέχεια να προχωρήσει στα επόμενα στάδια, που είναι το βάρος και το επίπεδο απόδειξης (Federal Bank of Lebanon (SAL) ν. Σιακόλα (2011) 1 Α.Α.Δ. 1422). Τότε είναι που το Δικαστήριο εκδίδει την ετυμηγορία του.

 

Όπως και στην υπόθεση Αργυρίδης ν. Φετοκάκη (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 328, κρίνουμε ότι και στην παρούσα «[Ή]ταν καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αιτιολογήσει την κατάληξη του αυτή αντιπαραθέτοντας τις συγκρουόμενες εκδοχές, αναλύοντας τις στο μέτρο που ήταν αναγκαίο, αφού η ανάλυση της μαρτυρίας συνιστά στοιχείο της αιτιολογίας της δικαστικής απόφασης και η έκταση της ανάλυσης αυτής συναρτάται με τις ανάγκες κάθε υπόθεσης με σημείο αναφοράς το επίδικο, στην κάθε περίπτωση, ζήτημα». Υπενθυμίζουμε πως τέτοιου είδους διαδικασία, δεν πρέπει ούτε από πλευράς αξιολόγησης και αιτιολόγησης να τυγχάνει χειρισμού ως συνήθης ενδιάμεση αίτηση, αφού όπως έχει κριθεί στην Ιωακείμ κ.ά. Λαϊκή Τράπεζα Λτδ (Αρ. 1) (2003) 1 Α.Α.Δ. 198 «Παρόλο που δικονομικά τέτοια αίτηση είναι ενταγμένη στο πλαίσιο της αγωγής, εντούτοις ο ομφάλιος λώρος με αυτή έχει αποκοπεί.  Πρόκειται για αυτόνομη διαδικασία, που στοχεύει σε άλλης μορφής θεραπεία και που κατατάσσεται, όπως προελέχθη, για το σκοπό που συζητούμε, στην ευρύτερη κατηγορία των αγωγών».

 

Καταλήγουμε ότι οι λόγοι έφεσης σε σχέση με την πλημμελή αιτιολογία και αξιολόγηση είναι βάσιμοι. Παρέλκει κατά την κρίση μας η εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης. Ο πλημμελής τρόπος αξιολόγησης επηρεάζει την προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολο της, η οποία δεν κρίνεται δεόντως αιτιολογημένη.

 

Κατά συνέπειαν η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται στο σύνολο της. Όπως και στην υπόθεση Μονός (ανωτέρω) διατάσσεται επανεκδίκαση των αιτήσεων. Εννοείται ότι θα επανεκδικαστούν από άλλο Δικαστή του ιδίου Δικαστηρίου, δεδομένου ότι ο εκδώσας την ακυρωθείσα απόφαση έχει εν τω μεταξύ αφυπηρετήσει.

 

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι οι τρεις εφέσεις έχουν συνεκδικαστεί, στην κάθε έφεση επιδικάζονται έξοδα ύψους €3.000 συν Φ.Π.Α. (εάν υπάρχει) προς όφελος των Εφεσειόντων στην καθεμιά και εις βάρος της Εφεσίβλητης.

 

Τα έξοδα της πρωτόδικης ακυρωθείσας διαδικασίας να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της μελλοντικής επανεκδίκασης.

 

 

 

 

Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

 

 

Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 

 

 

 

Θ. ΘΩΜΑ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο