ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. Ε50/2025 i-justice)
8 Οκτωβρίου 2025
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
Evripides Demetriou
Εφεσείων
ν.
Omega Channel Ltd
Εφεσίβλητη
Εφεσείων: Εμφανίζεται προσωπικά.
Για εφεσίβλητους: Καμία εμφάνιση
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η παρούσα εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες διατάξεις) Νόμου του 1964 (33/1964).
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο εφεσείων καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων, ζητώντας αποζημιώσεις για κατ’ ισχυρισμό αναφορές στο πρόσωπο του, σε εκπομπή τηλεοπτικού καναλιού ιδιοκτησίας τους. Σύμφωνα με τον ηλεκτρονικό φάκελο της υπόθεσης, ο εφεσείων καταχώρισε Έντυπο Απαίτησης (έντυπο αρ.4) το οποίο επιδόθηκε στους εφεσιβλήτους στις 8.4.2025. Στην συνέχεια καταχώρισε αίτηση για έκδοση απόφασης ερήμην των εφεσιβλήτων, η οποία τους επιδόθηκε στις 7.5.2025.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στο Μέρος 7.4 (1) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, υπέδειξε ότι η έκθεση απαίτησης θα πρέπει να περιέχεται στο έντυπο απαίτησης ή να καταχωρίζεται εντός 28 ημερών από την επίδοση του έντυπου απαίτησης. Στην προκειμένη περίπτωση, διαπιστώθηκε ότι ο εφεσείων δεν καταχώρησε έκθεση απαίτησης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο Μέρος 7.4 (1) των Κανονισμών. Ως εκ τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα για έκδοση ερήμην απόφασης.
Ο εφεσείων με την παρούσα έφεση, αμφισβητεί την πιο πάνω πρωτόδικη απόφαση. Πρέπει από την αρχή να αναφέρω ότι δεν είναι ξεκάθαρο από την ειδοποίηση έφεσης, σε ποιους ακριβώς λόγους ο εφεσείων στηρίζει το παράπονο του ή ποια ακριβώς είναι τα σφάλματα στην έκδοση της πρωτόδικης απόφασης. Στους λόγους έφεσης, ο εφεσείων αναφέρει γενικά ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε η αίτηση και ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να του δώσει οδηγίες για διόρθωση/συμπλήρωση. Γίνεται επίσης γενική και αόριστη αναφορά για παραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης και σφάλμα δικαίου ως προς το δικαίωμα ερήμην απόφασης.
Παρότι η υπό κρίση ειδοποίηση έφεσης επιδόθηκε στους εφεσίβλητους, αυτοί δεν εμφανίστηκαν στο Εφετείο. Κατά την ημερομηνία που η υπόθεση ήταν ορισμένη για προδικασία, έθεσα στον εφεσείοντα ζήτημα ότι η έφεση πιθανόν να ήταν προδήλως αβάσιμη για τους λόγους που προανέφερα ως προς την αοριστία των λόγων έφεσης και ζήτησα τις απόψεις του επί του προκειμένου. Ο εφεσείων δεν απάντησε επί της ουσίας στα ερωτήματα μου. Περιορίστηκε να αναφέρει ότι είναι «άνδρας από σάρκα και αίμα», ότι λέει την αλήθεια και ότι η άλλη πλευρά δεν είναι παρούσα για να τον αντικρούσει.
Η εξουσία του Εφετείου για διαγραφή έφεσης ως προδήλως αβάσιμης καθορίζεται στο Μέρος 41.9 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, το οποίο έχει ως εξής:
«41.9. Διαγραφή ειδοποιήσεων έφεσης και παραμερισμός ή επιβολή όρων.
(1) Το Εφετείο δύναται κατόπιν αίτησης ή αυτεπάγγελτα:
(α) να διαγράψει ειδοποίηση έφεσης εν όλω ή εν μέρει·
(β) να επιβάλει ή να διαφοροποιήσει όρους υπό τους οποίους μπορεί να ασκηθεί έφεση.
(2) Το Εφετείο ασκεί τις εξουσίες του, δυνάμει της παραγράφου (1) μόνο όταν υπάρχει επιτακτικός λόγος να το πράξει και αφού ακούσει τον επηρεαζόμενο διάδικο.
(3) Υπάρχει επιτακτικός λόγος για απόρριψη της ειδοποίησης έφεσης όταν αυτή κρίνεται απαράδεκτη, προπετής, προδήλως αβάσιμη ή ως ασκηθείσα προς το σκοπό παρέλκυσης της απονομής της δικαιοσύνης.»
Αντίστοιχη πρόνοια, περιλαμβάνεται στον Κανονισμό 10(i) του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996 («ο Διαδικαστικός Κανονισμός του 1996»). Λόγω ακριβώς της ομοιότητας των δύο προνοιών, η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με τον Κανονισμό 10 (i) του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, είναι βοηθητική για τους σκοπούς εξέτασης της παρούσας διαδικασίας.
Στην υπόθεση , Πολ. Έφεση E66/2020, ημ. 12/1/2023, λέχθηκε με παραπομπή στο Άρθρο 163.2 του Συντάγματος ότι η δικονομική ρύθμιση συνοπτικής απόρριψης εμφανώς αβάσιμων εφέσεων, είναι συνταγματική επιταγή. Σχετική είναι και η απόφαση (1998) 3 Α.Α.Δ. 316 στην οποία λέχθηκαν τα εξής από τον Πική Δ:
«Η εξουσία για τη συνοπτική απόρριψη έφεσης πηγάζει από το Σύνταγμα, και έχει ως αντικείμενο την περιφρούρηση των διαδικασιών και τη διαφύλαξη των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου από περισπασμούς που επάγεται η εξέταση αβάσιμων δικαστικών μέτρων. Αυτή τούτη η φύση της εξουσίας, για την απόρριψη έφεσης έξω από το καθιερωμένο θεσμικό πλαίσιο, προσδίδει σ αυτή το χαρακτήρα εξαιρετικού μέτρου, το οποίο ασκείται με φειδώ αλλά χωρίς δισταγμό, εφόσον διαπιστωθεί το προδήλως αβάσιμο του διαβήματος (βλ. Πίτσιλλος ν. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 3 A.A. Δ.266 Justice Party v. Republic ( 3 C.L.R. 1621)»
Στην υπόθεση (ανωτέρω), λέχθηκε ότι έφεση είναι προδήλως αβάσιμη, αν από το περιεχόμενο της και τους συναφώς εφαρμοζόμενους κανόνες δικαίου, διαπιστώνεται ότι δεν έχει πιθανότητα επιτυχίας. Επομένως, αναμφίβολα, κάθε έφεση κρίνεται στη βάση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της, όπως εμφαίνονται στους λόγους έφεσης που τη συναποτελούν.
Στην παρούσα υπόθεση, το έντυπο που καταχωρίστηκε ως ειδοποίηση έφεσης, δεν συνάδει όπως προανέφερα με τους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023 ούτε προσδιορίζει με ακρίβεια του λόγους έφεσης. Ως αποτέλεσμα, είναι δύσκολο να διαγνωστεί επακριβώς, ποιο είναι το παράπονο του εφεσείοντα ή το κατ’ ισχυρισμό λάθος του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην ενδιάμεση του απόφαση του, με την οποία απέρριψε το πρωτόδικο αίτημα για έκδοση ερήμην απόφασης.
Ως προς την αναγκαιότητα για επαρκή αιτιολόγηση των λόγων έφεσης, σχετική είναι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου , στην Έφεση Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου αρ. 28/2021, ημερ. 23.06.2022, στην οποία λέχθηκαν τα εξής:
«Ο τρόπος σύνταξης των λόγων έφεσης μας αναγκάζει να υπενθυμίσουμε ότι η έκταση κάθε λόγου έφεσης διέρχεται και διαπιστώνεται μέσα από την αιτιολόγηση του. Γι' αυτό και πρέπει να υπάρχει πλήρης αιτιολόγηση και στην απουσία αιτιολόγησης ο λόγος έφεσης είναι άκυρος»
Όπως προανέφερα, γίνεται στην παρούσα ειδοποίηση έφεσης μια γενική αναφορά ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε η αίτηση, και ότι υπήρξε παραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης και σφάλμα δικαίου ως προς το δικαίωμα ερήμην απόφασης. Δεν εξειδικεύεται όμως ποιο ήταν το σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πλην της γενικής αναφοράς ότι παρέλειψε να του δώσει οδηγίες για διόρθωση της παράλειψης του, να καταχωρίσει και επιδώσει έκθεση απαίτησης.
Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, μελετώντας με προσοχή την πρωτόδικη απόφαση, διαπιστώνω ότι δεν προκύπτει οποιοδήποτε σφάλμα στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του εφεσείοντα για έκδοση ερήμην απόφασης υπέρ του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση ούτε θα μπορούσε να διορθώσει την παράλειψη του εφεσείοντα να καταχωρήσει και επιδώσει έκθεση απαίτησης ως το Μέρος 7.4(1) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 καθορίζει. Ούτε και υπήρξε σχετικό αίτημα από πλευράς εφεσείοντα για να του δοθεί χρόνος να συμμορφωθεί με τους Κανονισμούς.
Υπό τας περιστάσεις πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν θα μπορούσε να εκδοθεί ερήμην απόφαση υπέρ του εφεσείοντα από την στιγμή που δεν είχε καταχωρήσει και επιδώσει έκθεση απαίτησης.
Είναι εμφανές από όλα τα πιο πάνω ότι η υπό κρίση έφεση είναι προδήλως αβάσιμη, αφού από το περιεχόμενο της και τους εφαρμοζόμενους, συναφείς κανόνες δικαίου, διαπιστώνεται χωρίς αμφιβολία ότι δεν έχει καμία απολύτως πιθανότητα επιτυχίας και ως εκ τούτου υπάρχει επιτακτικός λόγος απόρριψης της από αυτό το αρχικό στάδιο.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη, δυνάμει των προνοιών του Μέρους 41.9 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Δεν επιδικάζονται έξοδα αφού οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να εμφανιστούν στο Εφετείο.
Αλέξανδρος Α. Παναγιώτου, Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο