BUKIN ARKADII v. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε83/2025, 2/10/2025
print
Τίτλος:
BUKIN ARKADII v. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε83/2025, 2/10/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε83/2025)

 

02 Οκτωβρίου 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Μ. ΔΡΟΥΣΙΩΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

BUKIN ARKADII,

Εφεσείοντας,

v.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητος.

___________________

 

Ν. Χαραλαμπίδου (κα) για Νικολέτα Χαραλαμπίδου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Ρ. Χαραλάμπους (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον δικαστή Δρουσιώτη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΡΟΥΣΙΩΤΗΣ, Δ.: Ο εφεσείοντας συνελήφθη στις 05.09.2025 κατόπιν έκδοσης προσωρινού εντάλματος σύλληψης.  Προσήχθη ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στις 06.09.2025, ως εκζητούμενο πρόσωπο, όπου το Δικαστήριο όρισε την Αίτηση στις 08.09.2025 με σκοπό αυτή να τεθεί ενώπιον του φυσικού Δικαστή - στο εξής το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Στις 08.09.2025, εκ μέρους της συνηγόρου για τον Γενικό Εισαγγελέα, ζητήθηκε χρόνος προκειμένου να παραληφθούν τα απαιτούμενα έγγραφα, ως προνοούνται στο Άρθρο 12 του Περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων (Κυρωτικού) Νόμου του 1970 (Ν. 95/1970), αλλά και η απαιτούμενη εξουσιοδότηση για έναρξη διαδικασίας εκδόσεως, προβλεπόμενης στο Άρθρο 7 του Περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου, Ν. 97/1970.  Ως εκ τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο όρισε για οδηγίες την Αίτηση στις 15.10.2025 με τη συγκεκριμένη αναφορά ότι «Θα οριστεί στις 40 μέρες ως προβλέπει ο Νόμος από την ημέρα σύλληψης του, η οποία ήταν στις 5/9/2025».  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, επίσης, κατόπιν σχετικού αιτήματος της συνηγόρου του εφεσίβλητου, διέταξε, την ίδια ημέρα, την κράτηση του εφεσείοντα, μέχρι την 15.10.2025, για λόγους που σχετίζονται με τον κίνδυνο φυγοδικίας. 

 

Ο εφεσείοντας, με τέσσερις λόγους έφεσης, αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης κράτησης του. Ειδικότερα, με τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας διέταξε την κράτηση του μέχρι τις 15.10.2025,  ημερομηνία κατά την οποία όρισε την εκδίκαση της υπόθεσης.  Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι η προσωρινή κράτηση του δεν μπορούσε να υπερβαίνει τις 18 ημέρες από την ημερομηνία σύλληψης του, για σκοπούς προσκόμισης από την Αιτούσα χώρα του αιτήματος έκδοσης,  και των δικαιολογητικών εγγράφων που προβλέπονται στο Άρθρο 12 του ιδίου Νόμου 95/1970.  Κατά την εν λόγω θέση, παράταση επιτρέπεται μόνο κατόπιν εξέτασης και αιτιολόγησης από το Δικαστήριο για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τις 18 ημέρες αλλά δεν υπερβαίνει τις 40 ημέρες. Περαιτέρω, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε λανθασμένα και η απόφαση πάσχει από εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του Άρθρου 16(4) του Νόμου 95/1970, με αποτέλεσμα η περίοδος των 40 ημερών να καθίσταται εξ αρχής παράνομη.  Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να αξιολογήσει κατά πόσο παρατεταμένη κράτηση του εφεσείοντα πέραν του νομίμου πλαισίου του Άρθρου 16(4) του Ν. 95/1970, συνιστά παραβίαση του θεμελιώδους δικαιώματος στην προσωπική ελευθερία, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο Άρθρο 11 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς, και στο Άρθρο 5 της Ευρωπαϊκης Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.  Ο τρίτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να συνεκτιμήσει, στον απαιτούμενο βαθμό, την κατάσταση υγείας του εφεσείοντα, ο οποίος πάσχει από σοβαρή ασθένεια.  Ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει ηπιότερα μέτρα τα οποία να εξασφαλίζουν την παρουσία του εφεσείοντα στο Δικαστήριο αντί της κράτησης του.

 

Είναι κοινό έδαφος ότι ο εφεσείοντας είναι ουκρανός υπήκοος και καταζητείται από τις ουκρανικές αρχές, δυνάμει εντάλματος σύλληψης του Επαρχιακού Δικαστηρίου του Κιέβου, ημερομηνίας 05.03.2025, για τα αδικήματα της απόσπασης περιουσίας άλλου προσώπου με ψευδείς παραστάσεις και της συνωμοσίας κατά παράβαση του σ2, άρθρο 28 και σ3 άρθρο 190 του Ποινικού Κώδικα της Ουκρανίας, τα οποία επιφέρουν ποινή φυλάκισης μέχρι 5 έτη, αδικήματα τα οποία διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια ισχύος στρατιωτικού νόμου ή κατάσταση ανάγκης.  Συγκεκριμένα, ο εφεσείοντας στις 02.07.2024 μαζί με ένα άλλο, άγνωστο, πρόσωπο προέβη σε ψευδείς παραστάσεις με ψεύτικη αγγελία για πώληση γεννήτριας μέσω διαδικτύου, με αποτέλεσμα να παραπλανήσει την ουκρανική εταιρεία Complex Esset και να αποσπάσει από αυτήν περί τις €8.000,00.  Τα αντίστοιχα αδικήματα προνοούνται από την κυπριακή νομοθεσία, συγκεκριμένα, το αδίκημα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, στο άρθρο 371 του Ποινικού Κώδικα, το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι 7 έτη, το αδίκημα της εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις στο Άρθρο 298(1) του Ποινικού Κώδικα, το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι 5 έτη, και το αδίκημα της απάτης, στο Άρθρο 300 του Ποινικού Κώδικα, το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι 5 έτη.

 

Λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου των λόγων έφεσης, κρίνουμε ορθό να παραθέσουμε, αυτούσιο, απόσπασμα από το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με το οποίο οδηγήθηκε στην κατάληξη να ορίσει την Αίτηση στις 15.10.2025 και το οποίο έχει ως ακολούθως:

 

«Η πλευρά του αιτούντος Κράτους ζήτησε όπως η υπόθεση οριστεί εντός 40 ημερών προκειμένου να προσκομιστεί η αίτηση εκδόσεως από το αιτούν Κράτος, σύμφωνα με το άρθρο 16(4) το Ν. 95/70 και το άρθρο 7 του Ν. 97/70 καθώς και να προσκομιστούν τα σχετικά έγγραφα.  Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο όρισε την αίτηση την 15/10/2025 η ώρα 10:30 π.μ., ημερομηνία κατά την οποία εκπνέει και η χρονική περίοδος των 40ημερών, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 16(4) του Ν. 97/70.»

 

Έχοντας υπόψη μας το αντικείμενο της παρούσας έφεσης, γενικότερα, θεωρούμε ότι είναι χρήσιμη η αναφορά σε νομολογία η οποία διέπει τη διαδικασία έκδοσης και κράτησης φυγόδικου.

 

Όπως διατυπώθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 361, η δικαιοδοσία έκδοσης φυγόδικου ανάγεται στην πολιτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Alekseyevich, Πολιτική Έφεση Αρ. 83/2020, ημερομηνίας 17.02.2021, ECLI:CY:AD:2021:A47, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Ως γνωστό, η διαδικασία έκδοσης φυγοδίκων αποσκοπεί «στον παραμερισμό των συνόρων ως φραγμού στη δίωξη του σοβαρού εγκλήματος που αποτελεί κοινή επιδίωξη των Εθνών» (Hachem (1991) 1 ΑΑΔ, 723). Κατ’ επέκταση, οι διεθνείς συμβάσεις που αφορούν στην έκδοση φυγοδίκων, ερμηνεύονται κατά φιλελεύθερο τρόπο για να επιτευχθεί ο στόχος που επιδιώκουν, που δεν είναι άλλος από την καταπολέμηση του εγκλήματος σε διεθνές επίπεδο (Atapina v. Διευθυντή των Κεντρικών Φυλακών (2003) 1(Γ) ΑΑΔ, 1509).»

 

Παραθέτουμε, επίσης, την πολύ σημαντική καθοδήγηση η οποία διατυπώθηκε, από παλαιότερα, στην υπόθεση Carter v. Αρχηγού Αστυνομίας (1996) 1 Α.Α.Δ. 299, η οποία έχει ως ακολούθως:

 

«Η εξουσία για την κράτηση προσώπου, εναντίον του οποίου εκκρεμεί διαδικασία έκδοσης του ως φυγοδίκου, συναρτάται μεν, αλλά δεν ταυτίζεται με τη διαδικασία έκδοσης. Εξουσία για την κράτηση του καθ’ ου η αίτηση σε διαδικασία έκδοσης φυγόδικου παρέχεται από το Άρθρο 9(2) του περί Εκδόσεως Φυγόδικων Νόμου του 1970, (Ν. 97/70).  Και οι εξουσίες που παρέχονται στο δικαστήριο να διατάξει την κράτηση του ταυτίζονται με εκείνες δικαστή Επαρχιακού Δικαστηρίου, ο οποίος διενεργεί προανάκριση.  Η κράτηση του φυγόδικου δε συναρτάται με το βάσιμο της αίτησης για έκδοση, αλλά, όπως και στην προανάκριση, με την πρόβλεψη αναφορικά με την προσέλευση του καθ’ ου η αίτηση κατά τη δίκη, κατ’ ανάλογο τρόπο προς την προανάκριση – (βλ. “προανάκρισης” στον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 155, Άρθρο 92 και επόμενα). Η προανάκριση αποτελεί πτυχή της ποινικής διαδικασίας.

 

Το αντικείμενο της διαδικασίας βάσει του Άρθρου 9(2) είναι η λήψη απόφασης σε σχέση με την κράτηση του καθ’ ου η αίτηση.  Η άσκηση της μπορεί να απολήξει στη στέρηση της ελευθερίας του ατόμου.  Η διαδικασία εξομοιούται με ποινική διαδικασία, με ανάλογες προεκτάσεις.»

 

Είναι προφανές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα της κράτησης ή μη του εφεσείοντα υπό το πρίσμα των διατάξεων του Περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 (Ν. 97/1970), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, καθώς και υπό το πρίσμα των σχετικών αρχών της νομολογίας.

 

Τα Δικαστήρια, κατά την άσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας, καθοδηγούνται από νομικά κριτήρια και πραγματικά δεδομένα.  Τέτοια στην παρούσα υπόθεση είναι η διεθνής δέσμευση της Κυπριακής Δημοκρατίας για εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων, η οποία κυρώθηκε με τον Ν. 95/1970, σύμβαση την οποία έχει υπογράψει και η Ουκρανία.  Οφείλουν, συνεπώς, τα Δικαστήρια της χώρας να συνδράμουν προς την κατεύθυνση της συμμόρφωσης της Δημοκρατίας με τις διεθνείς υποχρεώσεις της. 

 

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Βασίλειου Βαφιάδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 2315 αναφέρθηκε ότι το Άρθρο 16(4) του Νόμου 95/1970, προβλέπει περιορισμό της χρονικής περιόδου κράτησης και πως η σύλληψη δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 40 ημέρες. Ταυτόχρονα, υποδείχθηκε πως αυτό δεν σημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο αδικαιολόγητα παρατείνει τον χρόνο μέχρι το ανώτατο όριο του, δηλαδή τις 40 ημέρες.

 

Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 έχουν ως κοινό άξονα το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε λανθασμένα, λόγω εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας του Άρθρου 16(4) του Ν. 95/1970, καθιστώντας την κράτηση του Αιτητή για περίοδο 40 ημερών, εξ’ αρχής, παράνομη.  Είναι δε η θέση της συνηγόρου του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες της διάταξης του Νόμου και να ορίσει την υπόθεση σε ημερομηνία η οποία να μην υπερβαίνει το, αρχικά, προβλεπόμενο όριο των 18 ημερών, και μετά να εξετάσει κατά πόσο συνέτρεχαν λόγοι να παραταθεί η κράτηση εντός του νομίμου πλαισίου των 40 ημερών.  Αποτέλεσμα αυτής της πράξης του Δικαστηρίου, κατά τη συνήγορο του εφεσείοντα, είναι η παράβαση του Άρθρου 11 του Συντάγματος και του Άρθρου 5 της ΕΣΔΑ.  Στην υπόθεση Nazarychev v. Κυπριακής Δημοκρατίας εκ μέρους της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Πολιτική Έφεση Ε49/2025, ημερομηνίας 27.06.2025, σε σχέση με το αν η διαταγή κράτησης συνιστά παραβίαση του Άρθρου 5 το οποίο προστατεύει τα δικαιώματα στην ελευθερία και ασφάλεια, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ' άρθρο, του Λίνου-Αλέξανδρου Σεσιλιάνου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2η έκδοση, στη σελίδα 167, με αναφορά σε νομολογία του ΕΔΔΑ, «Ο βασικός σκοπός του άρθρου 5 είναι η αποτροπή αυθαίρετων ή αδικαιολόγητων στερήσεων της ελευθερίας. Το ΕΔΔΑ έχει επανειλημμένως τονίσει τη θεμελιώδη σημασία των εγγυήσεων που προβλέπει το άρθρο 5 για τη διασφάλιση του δικαιώματος των ατόμων σε μία δημοκρατία να είναι ελεύθερα από αυθαίρετη κράτηση στα χέρια των αρχών

 

Στην παράγραφο 1 (στ) του Άρθρου 5 της ΕΣΔΑ προβλέπεται ρητώς ότι επιτρέπεται η κράτηση ενός ατόμου εναντίον του οποίου εκκρεμεί διαδικασία απέλασης ή έκδοσης.

 

Σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως αναφέρεται στο πιο πάνω σύγγραμμα, στη σελ.193, «Αυτό που απαιτείται για να δικαιολογείται η κράτηση είναι «να λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα με σκοπό την απέλαση ή έκδοση».Κάθε στέρηση ελευθερίας αυτού του είδους θα δικαιολογείται, ωστόσο, μόνο ενόσω οι διαδικασίες απέλασης ή έκδοσης βρίσκονται σε εξέλιξη. Εάν οι διαδικασίες αυτές δεν διενεργούνται με τη δέουσα επιμέλεια, τότε η κράτηση θα παύσει να είναι επιτρεπτή υπό το Άρθρο 5, παρ.1». Γίνεται δε, στο εν λόγω σύγγραμμα, σχετική παραπομπή στις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, Quinn κ. Γαλλίας, 22.03.1995, Silvenko κ. Λετονίας, 9.10.2003 και Α. κ.ά κ. Ηνωμένου Βασιλείου (Ευρεία Σύνθεση), 9.12. 2003.»

 

Ο εφεσείοντας, ουσιαστικά, παραπονείται ότι δεν τηρήθηκε, εν προκειμένω, το απαιτούμενο από το Άρθρο 16(4) του Ν. 95/1970 χρονικό περιθώριο για την προσωρινή κράτηση του, αυτό των 18 ημερών για σκοπούς προσκόμισης από την αιτούσα χώρα του αιτήματος έκδοσης και των προβλεπόμενων από το Άρθρο 12 του ίδιου Νόμου δικαιολογητικών εγγράφων.  Είναι, συναφώς, η θέση του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα και χωρίς να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του Άρθρου 16(4), όρισε ευθής εξ’ αρχής την υπόθεση σε χρόνο που συμπληρώνονται οι 40 μέρες.

 

Αντίθετη άποψη εκφράστηκε ενώπιον μας από τη συνήγορο που εκπροσωπεί τον εφεσίβλητο, με κυρίαρχη θέση πως η επιλογή του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή τόσο για την προθεσμία που παραχώρησε όσο και για το θέμα της κράτησης.

 

Λαμβανομένων υπόψη των θέσεων και επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν από τις δύο πλευρές, κρίνουμε πως, τόσο από την προνοούμενη νομοθεσία αλλά και την προαναφερθείσα νομολογία, η προβλεπόμενη από το Άρθρο 16(4) προθεσμία των 18 ημερών δεν δύναται να παραβλεφθεί και να ορισθεί η εξέταση της υπόθεσης στο μέγιστο χρονικό διάστημα που προβλέπει το Άρθρο, δηλαδή στον χρόνο των 40 ημερών, χωρίς να μεσολαβήσει σχετικό αίτημα και υποστήριξη του με επαρκή στοιχεία, ώστε αυτά να εξετασθούν και αξιολογηθούν από το Δικαστήριο.  Ακολούθως θα κριθεί κατά πόσο δικαιολογείται η παραχώρηση της προθεσμίας των 40 ημερών, είτε τέτοιο αίτημα υποβάλλεται στο στάδιο που λήγουν οι 18 ημέρες είτε από την αρχή, νοουμένου ότι το Δικαστήριο ικανοποιείται ως προς την τήρηση της αρχής της δέουσας επιμέλειας. Συνεπώς, το Δικαστήριο για να εγκρίνει παράταση της προθεσμίας των 18 ημερών θα πρέπει να δικαιολογείται από την πραγματική και επικείμενη αναμονή των εγγράφων.  Αν διαπιστωθεί ότι το αιτούν κράτος ενεργεί με αδικαιολόγητη καθυστέρηση ή αμέλεια, το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει σοβαρά το ενδεχόμενο άρσης της κράτησης, στο πλαίσιο της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του εκζητούμενου δυνάμει του Άρθρου 5(1)(στ) της ΕΣΔΑ.   

 

Έχουμε διέλθει τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, διαπιστώνουμε ότι, στην παρούσα υπόθεση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας το αίτημα του εφεσίβλητου, δεν έλαβε υπόψιν του τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας.  Χωρίς έρεισμα, νομικό, όρισε την υπόθεση απευθείας στο χρονικό διάστημα των 40 ημερών, δεδομένου ότι καμία υποστήριξη υπήρξε για ικανοποίηση τέτοιας παραχώρησης, πολύ δε περισσότερο όταν δεν ζητήθηκε ο χρόνος 40 ημερών, αλλά μόνο ζητήθηκε «…χρόνο για παραλαβή του επίσημου αιτήματος έκδοσης της Αιτούσας Χώρας για ετοιμασία της εξουσιοδότησης του Υπουργού Δικαιοσύνης και έναρξης της παρούσας διαδικασίας» και το Δικαστήριο, σημειωτέον, χωρίς να δώσει τον λόγο στη δικηγόρο του εκζητούμενου, εφεσείοντα, γεγονός που παραβίασε το δικαίωμα της να ακουσθεί και να τοποθετηθεί επί του προκειμένου, προχώρησε ως ακολούθως:

 

«Θα οριστεί στις 40 μέρες ως προβλέπει ο Νόμος από την ημέρα σύλληψης του, η οποία ήταν στις 5/9/2025».

 

Ο σεβασμός μας στο πρωτόδικο Δικαστήριο είναι δεδομένος, ωστόσο, η πιο πάνω τοποθέτηση του και ερμηνεία είναι εσφαλμένη.  Διαγράφει το ενδιάμεσο στάδιο που προνοείται για την τήρηση αρχικά της προθεσμίας των 18 ημερών και τη διεργασία αξιολόγησης, ως προς την εξέλιξη και προώθηση των διαδικασιών εκ μέρους του αιτούντος κράτους. Αποτέλεσμα τούτου, η διαταγή για παραχώρηση προθεσμίας 40 ημερών ήταν αντίθετη προς το Άρθρο 16(4) του Ν. 95/1970 και στο Άρθρο 5(1)(στ) της ΕΣΔΑ και η κράτηση ανεπίτρεπτη.

 

Συνακόλουθα, ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος έφεσης επιτυγχάνουν και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, χωρίς να καθίσταται απαραίτητη η εξέταση των λοιπών λόγων έφεσης. Η κράτηση του εφεσείοντα ακυρώνεται.

 

Όσον αφορά στο θέμα της εξασφάλισης της παρουσίας του εφεσείοντα κατά τη δίκη στις 15.10.2025, λαμβάνουμε υπόψη μας ότι ο εφεσείοντας, ουκρανός υπήκοος, βρίσκεται στην Κύπρο υπό καθεστώς προστασίας λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, εργάζεται στην Κύπρο διαδικτυακά, είναι παντρεμένος και η σύζυγος του μαζί με το παιδί τους, ηλικίας 3,5 ετών, διαμένουν στην Κύπρο μαζί του.  Το παιδί φοιτά σε σχολείο.  Η διασφάλιση της παρουσίας του στο Δικαστήριο στις 15.10.2025 εξασφαλίζεται, ως κρίνουμε, με τους προτεινόμενους, από τη συνήγορο του, όρους οι οποίοι υιοθετούνται από το Εφετείο.

 

Διατάζεται όπως ο εφεσείοντας αφεθεί ελεύθερος με σκοπό να παρουσιαστεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας την 15.10.2025 στις 10:30 π.μ. εφόσον ικανοποιήσει τους πιο κάτω όρους:

 

(α)   Να παραδώσει στην Αστυνομία όλα τα ταξιδιωτικά του έγγραφα,

(β)   Να καταβάλει ως εγγύηση το ποσό των €20.000,00 σε μετρητά, κατά τρόπο που θα αποδεχθεί η Πρωτοκολλητής του Εφετείου ή το ισάξιο ποσό με τραπεζική επιταγή ή με τραπεζικό έμβασμα,

(γ)   Να δηλώσει στην Αστυνομία τη διεύθυνση διαμονής του στη Λεμεσό και τα τηλέφωνα τα οποία χρησιμοποιεί, και, σε περίπτωση που αυτά τα στοιχεία αλλάξουν να ενημερώσει αμέσως την Αστυνομία.

(δ)   Να παρουσιάζεται στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Λεμεσού 3 φορές την εβδομάδα, Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή, μεταξύ των ωρών 8:00 π.μ. -10:00 π.μ. το πρωί.

(ε)   Το όνομα του να τοποθετηθεί στον κατάλογο των προσώπων των οποίων η έξοδος από τη Δημοκρατία απαγορεύεται (stop list).

(στ) Να περιοριστεί η διακίνηση του εντός της Επαρχίας Λεμεσού και να εξέρχεται από αυτήν μόνο στις περιπτώσεις όπου απαιτείται και, αφού ενημερώσει προηγουμένως σχετικά την Αστυνομία, να δώσει στοιχεία για τον ακριβή χώρο όπου θα μεταβεί.

 

 

                                                                             Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

 

                                                                             Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.

 

 

 

                                                                             Μ. ΔΡΟΥΣΙΩΤΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο