ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. Ε99/2022)
3 Οκτωβρίου 2025
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
MONOKO (ΚΟΣΤΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ) ΛΤΔ
Εφεσείουσα
ν.
C & S AMART MOVE DEVELOPERS LTD
Εφεσίβλητη
Για εφεσείουσα: κος Γιώργος Λουκαΐδης για Ανδρέας Ποιητής & Σία ΔΕΠΕ
Για εφεσίβλητη: κος Ανδρέας Πλουτάρχου
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η παρούσα εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες διατάξεις) Νόμου του 1964 (33/1964).
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η εφεσείουσα με αγωγή της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που χρονολογείται από το 2017, επιζητεί το ποσόν των €5.600,00 ως αμοιβή για κατ’ ισχυρισμό εργασίες υπηρεσιών εμπειρογνώμονα. Αναφέρεται συγκεκριμένα στην έκθεση απαίτησης ότι συμφώνησε με την εφεσίβλητη, να προβεί σε εργασίες της ειδικότητας της εκ μέρους κάποιου Γιώργου Σαρρή, αντί του συμφωνηθέντος ή λογικού τιμήματος €80,00 ανά ώρα.
Η εφεσίβλητη με την υπεράσπιση της, δέχεται ότι συμφώνησε με την εφεσείουσα όπως προβεί σε εργασίες της ειδικότητας της αναφορικά με την οικία του προσώπου αυτού, διευκρινίζοντας όμως ότι ζήτησε μόνο την κοστολόγηση των επιπρόσθετων εργασιών (extra), στην εν λόγω οικία. Επιπλέον, αρνείται ότι συμφώνησε να καταβάλει ως τίμημα, το ποσόν των €80,00 την ώρα.
Αρκετά χρόνια μετά, στις 16.2.2021 και ενώ η αγωγή ήταν ορισμένη για ακρόαση, η εφεσείουσα -ενάγουσα, ζήτησε την τροποποίηση της παραγράφου 2 της έκθεσης απαίτησης, ώστε να αντικατασταθεί με την ακόλουθη παράγραφο:
"Κατά η περί το 2013 οι εναγόμενοι ζήτησαν και συμφώνησαν με τους ενάγοντες όπως οι ενάγοντες προβούν σε εργασίες της ειδικότητας τους ως εμπειρογνώμονες εκ μέρους και προς όφελος των εναγομένων και συγκεκριμένα την ετοιμασία εκθέσεων με σκοπό την καταχώρηση τους, στην αγωγή με αρ. 5301/10 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εναντίον του κυρίου Γεώργιου Σαρρή στην οποία οι ενάγοντες αντί του συμφωνηθέντος ή και λογικού Τιμήματος €80 ανά ώρα.»
Η υφιστάμενη παράγραφος 2 της έκθεσης απαίτησης, έχει ως ακολούθως:
«κατά ή περί το 2013 οι εναγόμενοι ζήτησαν και συμφώνησαν με τους ενάγοντες όπως οι ενάγοντες προβούν σε εργασίες της ειδικότητας των εκ μέρους του Γιώργου Σαρρή στην Μουταγιάκα, αντί του συμφωνηθέντος ή λογικού τιμήματος €80 ανά ώρα».
Η εφεσίβλητη υπέβαλε ένσταση στο αίτημα τροποποίησης, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων ότι η εφεσείουσα επιχειρεί να εισαγάγει νέα βάση αγωγής, καθώς και γεγονότα και ισχυρισμούς που ήταν υπόψη της από την αρχή της υπόθεσης ή που έρχονται σε καταφανή αντίφαση με τους υφιστάμενους ισχυρισμούς της. Υποστήριξε επίσης ότι δεν αιτιολογήθηκε επαρκώς, ο λόγος της καθυστέρησης στην υποβολή της αίτησης και ότι δεν προκύπτει καλός λόγος για την αιτούμενη τροποποίηση, δυνάμει των προνοιών της Δ.25 θ.3.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από ακρόαση, απέρριψε το αίτημα τροποποίησης. Στην ενδιάμεση απόφαση του, έκανε αναφορά στην τροποποίηση της Δ.25, υποδεικνύοντας ότι από τις 1.1.2016, τυγχάνει καθολικής εφαρμογής ανεξαρτήτως κλίμακας, σε όλες τις αγωγές που καταχωρίστηκαν μετά την 1.1.2016. Έκρινε υπό τας περιστάσεις ότι στο πλαίσιο της υπό κρίση αίτησης, εφαρμόζονταν οι πρόνοιες της τροποποιημένης Δ.25 θ. 1 (3), καθότι (α) η αγωγή καταχωρίστηκε μετά τις 1.1.2016, και (β) η υπό κρίση αίτηση καταχωρίστηκε κατόπιν της έκδοσης της κλήσης για οδηγίες της ενάγουσας, δυνάμει των προνοιών της Δ.30.
Στην συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει ότι δυνάμει της διαταγής 25.3, η τροποποίηση δικογράφου δικαιολογείται μόνον όπου επιχειρείται να διορθωθεί κάποιο λάθος που διαπράχθηκε καλόπιστα κατά τη σύνταξη της δικογραφίας ή όπου έλαβαν χώρα νέα δεδομένα, τα οποία δεν υπήρχαν κατά το στάδιο σύνταξης, του υπό κρίση δικογράφου. Διαπιστώνοντας ότι δεν υποστηρίχθηκε από πλευράς εφεσείουσας ότι έλαβαν χώρα νέα δεδομένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι θα εξετάσει, το κατά πόσον έχει αποδειχθεί καλόπιστο λάθος, ώστε να δικαιολογείται η τροποποίηση.
Παρά τα πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε την εξαίρεση του καλόπιστου λάθους. Αυτό γιατί στην συνέχεια, έκρινε ότι παρά το ότι η εφεσείουσα ισχυρίζεται λανθασμένη διατύπωση των "πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης», εντούτοις παρέλειψε να δώσει οποιαδήποτε επεξήγηση γιατί κατά την γνώμη της, οι υφιστάμενες λεπτομέρειες της παραγράφου 2 της έκθεσης απαίτησης ως έχουν, δεν αντικατοπτρίζουν ή δεν καλύπτουν τα «αληθή» ή «πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης», ώστε να δύναται να εντοπισθεί ή να διαπιστωθεί η τυχόν αναγκαιότητα της αιτούμενης τροποποίησης. Στην βάση αυτού του σκεπτικού και με παραπομπή στην νομολογιακή αρχή ότι τα Δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση τροποποίησης, με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.
Η εφεσείουσα με την παρούσα έφεση, αμφισβητεί την πιο πάνω απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Όλοι οι λόγοι έφεσης, περιστρέφονται γύρω από τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα την Δ.25, και ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτοδίκως ότι δεν αποδείχθηκε η αναγκαιότητα της τροποποίησης. Στο ίδιο πλαίσιο, κινήθηκε και η αγόρευση του συνηγόρου για την εφεσείουσα, ο οποίος υπέδειξε ότι με την τροποποίηση αποσαφηνίζεται το σκηνικό των γεγονότων, στα οποία στηρίζεται η απαίτηση. Τόνισε μάλιστα ότι με αυτά τα γεγονότα, συμφωνεί και η πλευρά της εφεσίβλητης. Ισχυρίστηκε δε ότι είναι πρωτοφανές, να ενίσταται η εφεσίβλητη για εισαγωγή ισχυρισμών, με τους οποίους συμφωνεί. Για αυτό και ήταν η θέση του ότι η ένσταση αποσκοπεί αποκλειστικά, στο να μην δύναται η εφεσείουσα να προσαγάγει μαρτυρία ως προς τις πραγματικές συνθήκες σύναψης της σύμβασης. Είναι η θέση του συνηγόρου ότι είναι αναγκαίο να εγκριθεί η τροποποίηση γιατί σε διαφορετική περίπτωση, η εφεσείουσα δεν θα είναι σε θέση να προσαγάγει μαρτυρία ως προς τις συνθήκες σύναψης της επίδικης σύμβασης, με αποτέλεσμα να απορριφθεί η απαίτηση της για τυπικούς λόγους.
Ο συνήγορος για την εφεσίβλητη στην αγόρευσή του, υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης ως προς το μη αναγκαίο της τροποποίησης. Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι με την τροποποίηση γίνεται ριζική μετατροπή της απαίτησης και επιχειρείται να εισαχθούν γεγονότα που ήταν σε γνώση της εφεσείουσας, πολύ πριν την σύνταξη της έκθεσης απαίτησης. Ήταν τέλος η θέση του συνηγόρου για την εφεσίβλητη ότι οι παραλήψεις ή αβλεψίες του δικηγόρου της εφεσείουσας να συμπεριλάβει τα όσα επιθυμούσε στην υφιστάμενη έκθεση απαίτησης, δεν αποτελούν καλό λόγο για την μη καταχώρηση της αγωγής, με το ορθό περιεχόμενο.
Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, κρίνω εν πρώτοις ως ορθή την θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι εφαρμοζόταν επί του προκειμένου η Δ.25 ως είχε τροποποιηθεί. Χρήζει ως εκ τούτου μια συνοπτική αναφορά στις πρόνοιες της Δ.25 όπως έχει τροποποιηθεί.
Ύστερα από την ριζική μετατροπή της Δ.25 με τον Διαδικαστικό Κανονισμό του 2/2014, η τροποποίηση δικογράφου μετά την κλήση για οδηγίες ρυθμίζεται από την νέα Δ.25 Θ.1(3) η οποία έχει ως εξής:
(3) Μετά την έκδοση της Κλήσης για Οδηγίες ως προνοείται από τη Διαταγή 30, ουδεμία τροποποίηση επιτρέπεται με εξαίρεση το εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας, και τις περιπτώσεις εκείνες που έχουν, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, προκύψει νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά τη λήψη των οδηγιών για έγερση της αγωγής ή της καταχώρησης του κλητηρίου εντάλματος ή της δικογραφίας, αναλόγως της περίπτωσης.
Η παλαιά Δ.25, έδινε ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο για τροποποίηση δικογράφου, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Σε αντίθεση, η νέα Δ.25 προνοεί ότι μετά την έκδοση κλήσης για οδηγίες, η τροποποίηση δεν επιτρέπεται, εκτός αν υφίσταται αυστηρά, μια από τις δύο πιο πάνω εξαιρέσεις που ρητά αναφέρονται στον θ.1(3). Σκοπός κατά την κρίση μου είναι, με τον περιορισμό της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου στο θέμα αυτό, να αναχαιτιστεί η ανεξέλεγκτη τροποποίηση δικογράφων που προκαλεί μεγάλη καθυστέρηση στην εκδίκαση της ουσίας της αγωγής και συνάμα να καθιερωθεί στους συνηγόρους που συντάσσουν δικόγραφα, πολύ μεγαλύτερη προσοχή και επιμέλεια.
Η νέα Δ.25 καθιερώθηκε με τον Περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) (αρ.2) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2014. Ειδικά στην υπό κρίση περίπτωση, εφαρμόζεται η Δ.25 θ.1 (3) αφού όπως προαναφέρθηκε, η αγωγή βρίσκεται στο διαδικαστικό στάδιο μετά την κλήση για οδηγίες. Επομένως, η νομολογία της παλιάς Δ.25 δεν είναι βοηθητική στην εξέταση της υπό κρίση αίτησης. Οι σχετικές πρόνοιες της νέας Δ.25 είναι εντελώς διαφορετικές και δεν παρέχεται πλέον ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο, όπως προβλεπόταν στην παλαιά Δ.25.
Στην παρούσα περίπτωση, παρότι το πρώτοδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε ότι η υπόθεση θα έπρεπε να εξεταστεί στη βάση της απόδειξης καλόπιστου λάθους, εντούτοις δεν εξέτασε αυτό το ενδεχόμενο. Έκρινε εξαρχής ότι δεν υπήρχε αναγκαιότητα για την τροποποίηση και με βάση αυτό το συμπέρασμα, απέρριψε την αίτηση.
Με όλο το σέβας προς την πρωτόδικη κρίση, η πιο πάνω προσέγγιση είναι λανθασμένη. Η αναγκαιότητα ή όχι μιας τροποποίησης δικογράφου μπορεί να εξαχθεί από τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και δεν είναι πάντα ζήτημα ειδικής απόδειξης από τον αιτητή. Επιπλέον, η πρωτόδικη κρίση για μη απόδειξη του αναγκαίου της τροποποίησης, δεν αιτιολογήθηκε επαρκώς από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο απλά αναφέρει ότι δεν αποδείχθηκε ότι η υφιστάμενη έκθεση απαίτησης δεν καλύπτει τα «αληθή» ή «πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης». Να σημειωθεί ότι στο στάδιο αυτό, το Δικαστήριο δεν εκδικάζει την ουσία της αγωγής ώστε να είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ότι η έκθεση απαίτησης, παρουσιάζει τα αληθή γεγονότα της υπόθεσης. Από την στιγμή που η εφεσείουσα ισχυρίζεται με την αίτηση της ότι οι συνθήκες συνομολόγησης της σύμβασης, είναι διαφορετικές από αυτές που αναγράφονται στην έκθεση απαίτησης, η αναγκαιότητα της τροποποίησης ήταν αυταπόδεικτη και δεν χρειαζόταν να λεχθεί οτιδήποτε περαιτέρω από την εφεσείουσα.
Προκύπτει εμμέσως πλην σαφώς από την πρωτόδικη απόφαση ότι η τροποποίηση δεν χρειαζόταν και δεν θα προσέθετε οτιδήποτε σχετικό στα γεγονότα που επικαλείται η εφεσείουσα, προκειμένου να αποδείξει την υπόθεση της. Κρίθηκε δηλαδή ότι η επιδιωχθείσα τροποποίηση δεν χρειαζόταν για σκοπούς εκδίκασης της υπόθεσης, ούτε υπήρχε κάτι που θα έπρεπε να διευκρινιστεί από την εφεσείουσα ως προς της εκδοχή της για τα γεγονότα.
Προσεκτική όμως μελέτη των υφιστάμενων δικογράφων σε συνδυασμό με την επιδιωκόμενη τροποποίηση, καταδεικνύει ότι η πιο πάνω πρωτόδικη κρίση είναι εσφαλμένη. Με το υφιστάμενο δικόγραφο της έκθεσης απαίτησης, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η ανάθεση από την εφεσίβλητη στην εφεσείουσα της επίδικης εργασίας πραγματογνωμόνων, έγινε εκ μέρους του Γιώργου Σαρρή και όχι για τους σκοπούς της ίδιας της εφεσείουσας. Με την προτεινόμενη τροποποίηση, διευκρινίζεται ότι η συμφωνία για την διεξαγωγή της εμπειρογνωμοσύνης, έγινε για τους σκοπούς της ίδιας της εφεσείουσας. Διευκρινίζεται συγκεκριμένα ότι η επίδικη εμπειρογνωμοσύνη, ζητήθηκε εκ μέρους και προς όφελος της εφεσείουσας, για την ετοιμασία εκθέσεων με σκοπό την καταχώρηση τους, στην αγωγή της εφεσείουσας με αρ. 5301/10 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, εναντίον του εν λόγω προσώπου.
Πρόκειται δηλαδή για ισχυρισμούς, εντελώς διαφορετικούς από την υφιστάμενη έκθεση απαίτησης, ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συνομολογήθηκε η επίδικη σύμβαση. Υπό τας περιστάσεις δεν είναι ορθή με όλο τον σεβασμό, η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την μη αναγκαιότητα της τροποποίησης. Αντιθέτως, είναι ξεκάθαρο χωρίς να χρειάζεται ειδική απόδειξη ότι με την αιτούμενη τροποποίηση, η εφεσείουσα επιχειρεί να θέσει τα γεγονότα που συνθέτουν κατά την άποψη της, τον σκοπό συνομολόγησης της σύμβασης, επί της οποίας στηρίζει την απαίτηση της, και για τα οποία θα κληθεί κατά την ακρόαση, να προσαγάγει μαρτυρία.
Υπό τας περιστάσεις, αυτό που όφειλε να διερευνήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν μόνο, το κατά πόσον η εφεσείουσα απέδειξε ότι η τροποποίηση εμπίπτει στην εξαίρεση του εκ παραδρομής καλόπιστου λάθους, κατά την σύνταξη της υφιστάμενης έκθεσης απαίτησης. Το πρώτοδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε αυτή την πτυχή της αίτησης αφού όπως προαναφέρθηκε, έκρινε λανθασμένα ότι η προτεινόμενη τροποποίηση δεν ήταν αναγκαία για τους σκοπούς της υπόθεσης της εφεσείουσας.
Ενόψει των πιο πάνω, θα εξετάσω κατά πόσον έχει αποδειχθεί η εξαίρεση του εκ παραδρομής καλόπιστου λάθους, στην βάση των προνοιών του Μέρους 41.12 (1) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, σύμφωνα με το οποίο, το Εφετείο έχει όλες τις εξουσίες του κατώτερου Δικαστηρίου.
Η νέα διαταγή 25 δεν αναφέρεται ειδικά, στην ερμηνεία της φράσης «καλόπιστο λάθος». Κατά την κρίση μου, το καλόπιστο λάθος δεν επεκτείνεται στην παράλειψη προσθήκης κάποιων ισχυρισμών, αλλά περιορίζεται στην τυπικά λανθασμένη σύνταξη του δικογράφου, σε παραλείψεις και σε μικρές ασάφειες ή σε απλά τυπογραφικά λάθη. Με αυτή την έννοια δεν συνιστά καλόπιστο λάθος, η παράλειψη προσθήκης νέων ισχυρισμών, ειδικά αν αυτοί ήταν γνωστοί από πριν στον αιτητή. Σχετική είναι η ενδιάμεση απόφαση της Λ. Δημητριάδου Π.Ε.Δ. (ως ήταν τότε) στην αγωγή 813/2017 ., ημερ. 30/12/2019, στην οποία αναφέρθηκε μεταξύ άλλων ότι η παράλειψη καταγραφής γεγονότων που θεμελιώνουν τη βάση της αγωγής, δεν μπορούν να υπαχθούν στην έννοια του εκ παραδρομής καλόπιστου λάθους.
Στην ίδια υπόθεση (ανωτέρω), διατυπώνεται η άποψη ότι οι νέες Δ.25 και Δ.30, αναμφίβολα επιβάλλουν πολύ μεγαλύτερη προσοχή και επιμέλεια στους συνηγόρους κατά το στάδιο σύνταξης των δικογράφων, αφού τα περιθώρια άσκησης διακριτικής ευχέρειας σε αιτήματα τροποποίησης από πλευράς Δικαστηρίου, είναι πλέον ιδιαίτερα περιορισμένα. Εν ολίγοις, η νέα προσέγγιση πραγμάτων, απαιτεί από όλους τους διαδίκους και τους συνηγόρους τους, να μεριμνούν δεόντως για την συμπερίληψη όλων των αναγκαίων ισχυρισμών στα δικόγραφά τους, ούτως ώστε να αποφεύγεται η τροποποίηση δικογράφων, σε προχωρημένο στάδιο της δίκης.
Στην υπό κρίση περίπτωση, η εφεσείουσα δεν επιδιώκει την προσθήκη νέων ισχυρισμών στην έκθεση απαίτησης ούτε αλλάζει η βάση αγωγής που στηρίζεται στην επίδικη σύμβαση. Αυτό που στην ουσία επιδιώκει, είναι την διευκρίνιση για το κατά πόσον κλήθηκε από την εφεσίβλητη να ετοιμάσει την πραγματογνωμοσύνη για τους σκοπούς της ιδίας της εφεσίβλητης και όχι για τους σκοπούς ή εκ μέρους τρίτου προσώπου. Δεν υπάρχει αμφιβολία κατά την άποψη μου ότι η υφιστάμενη διατύπωση στην έκθεση απαίτησης για εμπειρογνωμοσύνη εκ μέρους τρίτου, είναι προϊόν καλόπιστου λάθους, αφού την επίδικη συμφωνία με την εφεσίβλητη, είναι η ίδια η εφεσείουσα που την συνομολόγησε, για εργασία που η ίδια διεξήγαγε στην οικία αυτού του τρίτου προσώπου. Εξ άλλου, είναι παραδεκτό από την ίδια την εφεσίβλητη με την υπεράσπιση της, ότι η σύμβαση για την παροχή εμπειρογνωμοσύνης συνομολογήθηκε με την εφεσείουσα και όχι από ή εκ μέρους οιουδήποτε τρίτου.
Για τους ιδίους λόγους, δεν ισχύει η θέση του συνηγόρου για την εφεσίβλητη, ότι με την αιτούμενη τροποποίηση εισάγεται νέα βάση αγωγής. Αυτό που στην ουσία επιχειρείται, είναι η διευκρίνιση των γεγονότων που προηγήθηκαν της επίδικης σύμβασης των δύο μερών, η οποία ως προανέφερα είναι αναγκαία, προκειμένου η εφεσείουσα να παρουσιάσει την υπόθεσης της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Είναι δε εμφανές από τα γεγονότα της υπόθεσης ότι η αναφορά σε συμφωνία της εφεσείουσας με την εφεσίβλητη όπως η τελευταία προβεί σε εργασίες της ειδικότητας της εκ μέρους τρίτου και όχι για σκοπούς της ιδίας της εφεσείουσας όπως εμφαίνεται στην υφιστάμενη έκθεση απαίτησης, είναι προϊόν εκ παραδρομής καλόπιστου λάθους.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη ενδιάμεση απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα τροποποίησης της έκθεσης απαίτησης ακυρώνεται, μαζί με την πρωτόδικη διαταγή για τα έξοδα.
Εκδίδεται διάταγμα τροποποίησης της έκθεσης απαίτησης ως η αίτηση της εφεσείουσας. Τροποποιημένη έκθεση απαίτησης να καταχωρηθεί εντός 21 ημερών από την σύνταξη το πιο πάνω διατάγματος. Τα έξοδα της πρωτόδικης αίτησης καθώς και τα έξοδα της αγωγής που χάνονται από την τροποποίηση, να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της αγωγής.
Επιδικάζονται €2.000,00 έξοδα της παρούσας έφεσης υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης.
(Υπ.) Αλέξανδρος Α. Παναγιώτου
Αλ. Παναγιώτου, Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο