ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ALI SHAHIN, Ποινική Έφεση Αρ.: 1/2025, 19/11/2025
print
Τίτλος:
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ALI SHAHIN, Ποινική Έφεση Αρ.: 1/2025, 19/11/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 1/2025)

 

19 Νοεμβρίου 2025

 

[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

 

v.

 

ALI SHAHIN,

Εφεσίβλητου.

______________________________

 

Μ. Κουτσόφτας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Παυλίδου (κα), για τον Εφεσίβλητο.

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η απόφαση του Κακουργιοδικείου Λάρνακας αναφορικά με την αθώωση του εφεσίβλητου σε σχέση με το αδίκημα το οποίο προνοείται από το Άρθρο 19Α(1) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ.105. Προσβάλλεται επίσης η ποινή φυλάκισης 3 ετών που του επιβλήθηκε για το αδίκημα, το οποίο προνοείται από το Άρθρο 19 (1)(ζ) του Κεφ.105.

 

Επισημαίνουμε ότι στον πρώτο λόγο έφεσης, ο οποίος στρέφεται εναντίον της πιο πάνω αναφερόμενης αθωωτικής απόφασης, εξειδικεύεται ότι εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η μη καταβολή κομίστρου από πλευράς κατηγορούμενου δεν συνιστά κέρδος εν τη εννοία του Κεφ.105. Παρατηρούμε ότι προκύπτει ξεκάθαρα από την εκκαλούμενη απόφαση, πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε καμία τέτοια θεώρηση. Ο λόγος για τον οποίο αθώωσε τον εφεσίβλητο ήταν επειδή έκρινε ότι δεν είχε αποδειχτεί το στοιχείο της πρόθεσης για τη διάπραξη του αδικήματος. Η θεώρησή του αυτή δεν εφεσιβάλλεται. Επομένως, ο πρώτος λόγος έφεσης στερείται ερείσματος, κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προωθείται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την επιμέτρηση της πιο πάνω αναφερομένης ποινής, δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στην ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής σε αυτού του είδους τα αδικήματα και στις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος, οι οποίες, κατά τον εφεσείοντα, ήταν ιδιαίτερα επιβαρυντικές. Συγκεκριμένα, ο εφεσείοντας υποδεικνύει ως τέτοιες, το ότι ο εφεσίβλητος είχε οικονομικό όφελος, εφόσον αποδέχθηκε να πλοηγήσει τη βάρκα με την οποία εισήλθαν οι μετανάστες στη Δημοκρατία, χωρίς να καταβάλει οποιονδήποτε ποσό. Επίσης, παραπέμπει στο ότι υπήρχε εκτεταμένος σχεδιασμός αφού ο εφεσίβλητος έλαβε μαθήματα πλοήγησης. Τα δε 32 πρόσωπα τα οποία επέβαιναν σε βάρκα μήκους 9 μέτρων, την κατέστησαν  υπερφορτωμένη και μη ασφαλή. Επρόκειτο για πρόσωπα τα οποία του ήταν άγνωστα, δεν ήταν, δηλαδή, οικείοι του. Θεωρεί ο εφεσείοντας ότι ο εφεσίβλητος κατέστη ενεργό μέλος ομάδας η οποία εκμεταλλευόταν ανθρώπους.

 

Επικαλείται δε την υπόθεση ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ v. ALI TERZELAKI κ.α., Ποινική Έφεση Αρ.: 6/2023, ημερομηνίας 4.6.2024  στην οποία ποινή φυλάκισης για το αδίκημα της εισόδου κατά παράβαση του Άρθρου 19(2) του Κεφ.105, κατόπιν παραδοχής, αυξήθηκε από το Εφετείο από δυόμιση σε τέσσερα έτη, υποδεικνύοντας ότι συνέτρεχαν σχεδόν όλοι οι επιβαρυντικοί παράγοντες όπως παρατίθενται στην αγγλική απόφαση LE AND STARK [1999] 1 Cr App R.

 

Στην ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΜΥΛΩΝΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 65/2017, ECLI:CY:AD:2018:B537, ημερομηνίας 14.12.2018, επαναλήφθηκαν οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας του Εφετείου προς επανακαθορισμό επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, ως τέθηκαν σε σχετικό απόσπασμα στην ΚΥΠΡΙΖΟΓΛΟΥ κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 53/2017 κ.ά., ημερομηνίας 15.12.2017:

 

«Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου επί επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, επαναλαμβάνονται στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 235/13 και 236/13, ημερομηνίας 5.10.2016, όπου λέχθηκαν τα εξής:

"Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2015 και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015)."»

 

Περαιτέρω, υπενθυμίζουμε, τα πιο κάτω λεχθέντα στην ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ v. ΧΑΤΖΗΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Ποινική Έφεση 20/2021, ημερομηνίας 19.10.2021, ως προς τη σημασία που δίδεται σε προηγούμενες αποφάσεις, στις οποίες επιβλήθηκε ποινή για τα επίδικα αδικήματα:

 

«Οι προηγούμενες αποφάσεις είναι, βεβαίως, ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας για παρόμοιας φύσης αδικήματα, χωρίς, όμως, να έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα που ο καθορισμός αρχών ενέχει, εφόσον η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που την συνθέτουν και των συνθηκών του παραβάτη (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1 και Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123.»

 

Υπενθυμίζουμε, επίσης, ότι για το εν λόγω αδίκημα προβλέπεται στον νόμο ποινή μέχρι τα 10 έτη. Στις δε ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ v. KHAN, Ποινική Έφεση 123/23, ημερομηνίας 15.9.2023, ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ v. TERZELAKI κ.ά., Ποινική Έφεση 6/2023 κ.ά., ημερομηνίας 4.6.2024, επιβεβαιώθηκε από το Εφετείο, η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών.

 

Επισημαίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε, ρητώς, στην απόφασή του, τους παράγοντες που αναφέρονται στην αγγλική LE AND STARK (ανωτέρω) και ορθά σημείωσε ότι εν προκειμένω πληρούνταν τρεις από τους επτά από αυτούς, εν ολίγοις, κυρίως, οι πιο πάνω αναφερόμενοι από τον εφεσείοντα.

 

Δεν παρέλειψε, επίσης, να λάβει υπόψη τις αρχές της νομολογίας αναφορικά με την ανάγκη επιβολής αυστηρών ποινών σε αδικήματα που σχετίζονται με παράνομη μετανάστευση. Αυτό που προσμέτρησε ως ελαφρυντικός παράγοντας, ώστε να καταλήξει, το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην προσβαλλόμενη ποινή, ήταν η νεαρή ηλικία του εφεσίβλητου (21 ετών, κατά τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος) και η συνακόλουθη εκτίμησή του ότι αυτή, σε συνδυασμό με το καθαρό ποινικό του μητρώο και τις λοιπές προσωπικές του περιστάσεις, συνηγορούσαν υπέρ μίας ποινής η οποία θα λάμβανε υπόψη τον σκοπό της αναμόρφωσης. Η κρίση του αυτή δεν προσβάλλεται με τον λόγο έφεσης.

 

Εν όψει όλων των ανωτέρω, έχοντας κατά νου τις πιο πάνω αρχές σχετικά με το πεδίο επέμβασης του Εφετείου, όσον αφορά το ύψος της επιβληθείσας ποινής, δεν διαπιστώνουμε λόγο επέμβασής μας. Ο δεύτερος λόγος έφεσης, δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.

 

 

Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο