OMAR HAJ JOMAA v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 118/2025, 19/11/2025
print
Τίτλος:
OMAR HAJ JOMAA v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 118/2025, 19/11/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 118/2025)

 

19 Νοεμβρίου 2025

 

[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

OMAR HAJ JOMAA,

Εφεσείων,

 

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 ____________________________

 

Μ. Παυλίδου (κα), για τον Εφεσείοντα.

Α. Χατζημιχαήλ (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών.  

           

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Στυλιανίδου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα, κατόπιν ακρόασης, μεταξύ άλλων, για το αδίκημα της συνδρομής ή βοήθειας σε απαγορευμένο μετανάστη vα εισέλθει στη Δημοκρατία, κατά παράβαση τoυ Άρθρου 19(1)(ζ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ.105.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στήριξε την απόφασή του, μεταξύ άλλων, στα πιο κάτω ευρήματά του:

 

«Η επίδικη βάρκα, ξεκίνησε τη διαδρομή της από παραλία του Λιβάνου στις 16/12/2023 και περί ώρα 18:00, με 22 συνολικά επιβάτες, έχοντας ως προορισμό της την Κύπρο. Κατά την έναρξη της διαδρομής, πλοηγός της βάρκας ήταν τρίτο πρόσωπο το οποίο τους εγκατέλειψε μετά πάροδο μιας περίπου ώρας. Στη συνέχεια την πλοήγηση της βάρκας ανέλαβε ο Κατηγορούμενος, μέχρι και την άφιξη της στην Κύπρο. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, στον προσανατολισμό της βάρκας συνέβαλαν και τρίτα πρόσωπα, ως οι σχετικές προς τούτο αναφορές του ΜΚ4, ενώ τρίτο πρόσωπο έβαζε καύσιμα στη μηχανή της βάρκας. Ο Κατηγορούμενος, ανέλαβε την πλοήγηση της βάρκας κατόπιν συμφωνίας του με το διακινητή να πράξει τούτο με αντάλλαγμα τη μη καταβολή κομίστρου για την συμμετοχή του στο ταξίδι, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους επιβάτες οι οποίοι κατέβαλαν ποσά στον διακινητή. Κατά την άφιξη της αστυνομίας, ο Κατηγορούμενος άφησε το πηδάλιο της βάρκας.»

 

Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της καταδίκης του εφεσείοντα για το εν λόγω αδίκημα, καθώς και της ποινής φυλάκισης 30 μηνών που του επιβλήθηκε γι’ αυτό. Προβάλλονται επτά λόγοι έφεσης που αφορούν την καταδίκη και δύο που αφορούν την ποινή.

  

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι δεν αποδείχθηκε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των πράξεων και/ή της συμπεριφοράς του εφεσείοντα και της εισόδου των απαγορευμένων μεταναστών στη Δημοκρατία.

  

Θεωρούμε βοηθητική την παράθεση αυτούσιου του λεκτικού του  Άρθρου 19(1)(ζ) του Κεφ.105.

 

«19.-(1) Πρόσωπo τo oπoίo-

(ζ) συvδράμει ή βoηθά oπoιoδήπoτε απαγoρευμέvo μεταvάστη vα εισέλθει ή vα παραμείvει στη Δημoκρατία κατά παράβαση τoυ Νόμoυ αυτoύ ή oπoιωvδήπoτε Καvovισμώv πoυ εκδόθηκαv βάσει αυτoύ ή είναι ιδιοκτήτης οποιουδήποτε σκάφους που χρησιμοποιείται για την είσοδο απαγορευμένου μετανάστη στη Δημοκρατία·

είvαι έvoχo πoιvικoύ αδικήματoς…»

  

Σημειώνουμε ότι προβλέπεται, σε σχέση με το πιο πάνω αδίκημα,  φυλάκιση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα 10 έτη.

  

Η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα επιχειρηματολόγησε, ενώπιόν μας, ότι ήταν μία ομάδα προσώπων και όχι ο εφεσείοντας που συνέδραμε ώστε οι απαγορευμένοι μετανάστες να εισέλθουν στη Δημοκρατία και ότι, στην απουσία των εν λόγω προσώπων, είναι άγνωστο αν η επίδικη βάρκα θα έφθανε στη Δημοκρατία, εξαιτίας μόνον των πράξεων και/ή της συμπεριφοράς του εφεσείοντα. Υποστηρίζει ότι η πιο πάνω θέση της συνηγορεί υπέρ της θέσης ότι εσφαλμένα καταδικάστηκε ο εφεσείοντας στην απουσία,  κατά την ίδια, αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των πράξεων του και της εισόδου των μεταναστών στη Δημοκρατία.

 

Κατ’ αρχάς θεωρούμε κρίσιμης σημασίας, να επισημάνουμε ότι η αιτιώδης συνάφεια (causation), απαντάται στο ποινικό δίκαιο, ως συστατικό στοιχείο αδικημάτων, τα οποία εμπεριέχουν το στοιχείο της «πρόκλησης» (causing) κάποιου γεγονότος. Τα εν λόγω αδικήματα αποκαλούνται στα συγγράμματα ποινικού δικαίου και ως result crimes.

  

Στο σύγγραμμα Blackstones Criminal Practice 2023, Oxford University Press, σελίδα 10, αναφέρονται τα πιο κάτω:

 

«Causation issues may arise in respect of any ‘result’ crime. In order to establish whether D can be guilty of a given crime, one must first establish a factual link between D’s conduct and the result which is alleged to have caused. Once factual causation has been established, a second more difficult question must be considered, namely, whether D’s conduct was a sufficient cause in law.»

  

Προς υποστήριξη της θέσης της, η συνήγορος μας παρέπεμψε στην υπόθεση SAVENCU v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 194/2019, ημερομηνίας 9.7.2020, ECLI:CY:AD:2020:B236, όπου ο εφεσείοντας είχε καταδικαστεί για το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, το οποίο προβλέπει: 

 

«210. Όποιος, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης, ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια, χωρίς πρόθεση επιφέρει το θάνατο άλλου προσώπου, είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση…»

  

Έχει νομολογηθεί, μεταξύ άλλων στην υπόθεση VOICU v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 78/2016, ημερομηνίας 10.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:B389, ότι για τη διάγνωση ενοχής για το συγκεκριμένο αδίκημα κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Κεφ.154, αναγκαίος όρος είναι η διασύνδεση της παράνομης πράξης ή παράλειψης με το επιζήμιο γεγονός. Ήτοι, εφαρμόζονται σε σχέση με τον εν λόγω αδίκημα, οι αρχές αναφορικά με την αιτιώδη συνάφεια (causation).

  

Η όλη επιχειρηματολογία της συνηγόρου του εφεσείοντα εκλαμβάνει ως δεδομένο ότι το υπό κρίση αδίκημα αποτελεί αδίκημα για το οποίο απαιτείται αιτιώδης συνάφεια όπως και το αδίκημα κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Κεφ. 154, στο οποίο μας παρέπεμψε. Θα διαφωνήσουμε με τη θέση αυτή. Μία τέτοια ερμηνεία του Άρθρου 19(1)(ζ) του Κεφ.105 θα συνεπαγόταν την προσθήκη λέξεων σε αυτό. Είναι σαφές ότι το εν λόγω άρθρο απαιτεί την ύπαρξη συνδρομής προς απαγορευμένο μετανάστη να εισέλθει στην Κυπριακή Δημοκρατία.

  

Προσεγγίζοντας το ζήτημα της ερμηνείας του Άρθρου 19(1)(ζ) του Κεφ.105, υπενθυμίζουμε ότι αυτό απαντάται στο αρχικό κείμενο του Aliens and Immigration Law, Cap.105. Υπενθυμίζουμε επίσης, τα πιο κάτω λεχθέντα στην υπόθεση ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΑΛΛΩΣ ΡΟΠΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΟ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΑ (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628, τα οποία εφαρμόζονται σε σχέση με όλα τα Κεφάλαια (Chapters).

 

«Διατηρεί το αρχικό (αγγλικό) κείμενο της νομοθεσίας την αυθεντικότητά του και υπερισχύει της μετάφρασης, οποτεδήποτε αυτή δεν αποδίδει την πραγματική του σημασία - (βλ. εδάφιο (5) του Άρθρου 4 του περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμου του 1988, (Ν. 67/88), όπως διαμορφώθηκε με τον Τροποποιητικό Νόμο Ν. 79(Ι)/97, και Roula Bajbouj Mohamed (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1304)

  

Αυτό που καλούμαστε, επομένως, να ερμηνεύσουμε, είναι η φράση «any person who aids or assists any prohibited immigrant to enter» όπως απαντάται στο Άρθρο 19(1)(g) του αρχικού αγγλικού κειμένου του Κεφ. 105 (Cap.105).

  

Σύμφωνα με το The Concise Oxford Dictionary, Oxford University Press, Sixth Edition, σελ. 1217, η πρόθεση «to», ακολουθούμενη από απαρέμφατο, εκφράζει σκοπό (purpose). Εν όψει τούτου,  προκύπτει ότι η γραμματική ερμηνεία της φράσης, έχει την έννοια ότι ένοχος για το εν λόγω αδίκημα, είναι πρόσωπο το οποίο συνδράμει ή βοηθά, σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

  

Σημειώνουμε ότι η συνήγορος του εφεσείοντα, προς υποστήριξη της θέσης της, μας παρέπεμψε επίσης στην υπόθεση ΠΟΥΤΖΙΟΥΡΗΣ & ΑΛΛΟΣ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (1990) 2 Α.Α.Δ. 309 στην οποία ερμηνεύτηκε το Άρθρο 21 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154, σχετικά με την ευθύνη συναυτουργού. Τονίζουμε ότι η αναφορά στην εν λόγω υπόθεση δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει τις θέσεις της συνηγόρου εφόσον εκεί ερμηνεύτηκε η αναφορά στο εν λόγω άρθρο σε «πιθανή συνέπεια», φράση που δεν απαντάται στο εφαρμοζόμενο στην παρούσα Άρθρο 19(1)(ζ) του Κεφ. 105.

  

Εν όψει όλων των πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

  

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, υποστηρίζεται ότι εσφαλμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα στην εν λόγω κατηγορία επειδή δεν υπήρχε μαρτυρία ότι αυτός πλοηγούσε την επίδικη βάρκα κατά την είσοδό της στα χωρικά ύδατα της Κυπριακής Δημοκρατίας.

  

Η συνήγορος του εφεσείοντα υποστηρίζει συναφώς, ότι σύμφωνα με τη γραμματική ερμηνεία του Άρθρου 19(1)(ζ) του Κεφ.105, το αδίκημα που προνοείται σε αυτό αποτελεί «στιγμιαίο» αδίκημα, το οποίο συντελείται αν αποδειχτεί συνδρομή ή βοήθεια κατά το χρονικό σημείο της εισόδου του παράνομου μετανάστη στη Δημοκρατία.

  

Όπως προκύπτει από την ανάλυση του πρώτου λόγου έφεσης, ανωτέρω, η θεώρηση της συνηγόρου είναι εσφαλμένη. Η συνδρομή ή η βοήθεια δεν απαιτείται να υπάρχει τη στιγμή της εισόδου. Σημασία έχει αυτή να έλαβε χώρα, με σκοπό την επίτευξη του σκοπού της εισόδου. Εξ ου και στην HEMZE ABD AZEZ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (2008) 2 Α.Α.Δ. 594, το παρόμοιο αδίκημα της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου δυνάμει του Άρθρου 19(1) (Α) του Κεφ.105, συντελέστηκε, παρότι οι πράξεις του κατηγορούμενου έλαβαν χώρα, μετά την είσοδο του παράνομου μετανάστη στη Δημοκρατία.

 

Εν όψει των πιο πάνω, ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο εφεσείοντας υποστηρίζει ότι εσφαλμένα κρίθηκε ένοχος, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε αποδεκτή τη μαρτυρία του ΜΚ4, ο οποίος αποδίδει σε ενέργειες τρίτων προσώπων την είσοδο των μεταναστών.

 

Ο παρών λόγος έφεσης στερείται ερείσματος, εφόσον παρερμηνεύει τα προαναφερόμενα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία τονίζουμε ότι δεν εφεσιβλήθηκαν. Δεν αποτελεί εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο ΜΚ4 απέδωσε την είσοδο αποκλειστικά σε ενέργειες τρίτων προσώπων, όπως εισηγείται η συνήγορος.

 

Οι δε λοιπές θέσεις που περιλαμβάνονται στην αιτιολογία του τρίτου λόγου έφεσης, επαναλαμβάνουν τον πρώτο λόγο έφεσης περί έλλειψης αιτιώδους συνάφειας, ο οποίος έχει απορριφθεί πιο πάνω.

 

Συνεπώς, ο τρίτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, υποστηρίζεται ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να στηριχθεί στις παραδοχές ή δηλώσεις του εφεσείοντα για την εξαγωγή ευρημάτων ήταν εσφαλμένη.

 

Και ο παρών λόγος έφεσης στερείται ερείσματος, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο ρητώς ανέφερε ότι κατέληξε στα ευρήματα του ανεξάρτητα από το περιεχόμενο της ομολογίας του εφεσείοντα. Διευκρίνισε, μάλιστα, ότι τα ευρήματα του βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία του ΜΚ4, κρίνοντας ότι θα ήταν από μόνη της αρκετή να οδηγήσει στην εξαγωγή τους. Συνακόλουθα, ο τέταρτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα κρίνοντας αξιόπιστη τη μαρτυρία του μάρτυρα της Λιμενικής Αστυνομίας ΜΚ3.

 

Σημειώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη, στηριζόμενο στην εν λόγω μαρτυρία, σε ευρήματα που δεν προσβάλλονται με την παρούσα έφεση. Συγκεκριμένα, αποδέχτηκε τη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα, ως προς την ημέρα και ώρα εντοπισμού της βάρκας, το σημείο εντοπισμού της εντός των χωρικών υδάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, το σημείο εντοπισμού της, το γεγονός ότι κατά τον εντοπισμό της η βάρκα ήταν ακινητοποιημένη και ότι σε αυτήν επέβαιναν 22 μετανάστες μεταξύ των οποίων άνδρες, γυναίκες και παιδιά.

 

Εν όψει των πιο πάνω, ο πέμπτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Με τον έκτο και τον έβδομο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα στηριζόμενο στην κατάθεσή του, η οποία είχε γίνει τεκμήριο κατόπιν δίκης εντός δίκης, έχοντας αποφασίσει εσφαλμένα στην εν λόγω διαδικασία.

 

Σημειώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι κατέληξε στα ευρήματά του στη βάση αποδεκτής μαρτυρίας του ΜΚ4 και των όσων προκύπτουν από την ομολογία του εφεσείοντα αλλά και την παραδοχή στην οποία προέβη πριν τη λήψη της. Ταυτόχρονα όμως, σημείωσε ότι εξήξε τα εν λόγω ευρήματά ανεξάρτητα από το περιεχόμενο της ομολογίας του εφεσείοντα στην κατάθεσή του. Επισήμανε ότι τα ευρήματά του επί των πραγματικών γεγονότων της επίδικης διαδρομής βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία του ΜΚ4, η οποία, έκρινε ότι, θα ήταν από μόνη της αρκετή να οδηγήσει στην εξαγωγή τους. Επομένως, κρίση επί του εγειρόμενου στους παρόντες λόγους έφεσης σημείου δεν θα αλλοίωνε την πρωτόδικη κατάληξη.

 

Εν όψει τούτου, οι παρόντες λόγοι έφεσης κρίνονται απλώς ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος.

 

Με τον όγδοο λόγο έφεσης, προσβάλλεται η ποινή των 30 μηνών η οποία επιβλήθηκε στον εφεσείοντα για το αδίκημα βάσει του Άρθρου 19(1)(ζ) του Κεφ.105, ως έκδηλα υπερβολική, ενόψει του ότι, κατά τον εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε δεόντως τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης.

 

Με την αιτιολογία, εξειδικεύεται ότι αυτό που δεν λήφθηκε επαρκώς υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως μετριαστικός παράγοντας, ήταν το ότι οι διωκτικές αρχές δεν προέβησαν σε ποινική δίωξη των άλλων προσώπων που συνέδραμαν στην είσοδο των παράνομων μεταναστών. Υποστηρίζεται ότι, παρά τη λεκτική αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο εγειρόμενο ζήτημα, δεν λήφθηκε δεόντως υπόψη, εφόσον δεν είχε ανάλογη αντανάκλαση στην ποινή.

 

Γίνεται, από τη συνήγορο του εφεσείοντα, συναφής παραπομπή στην υπόθεση ΛΟΪΖΙΔΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ (2014) 2 Α.Α.Δ. 965, αλλά και σε παλαιότερες αποφάσεις επί του θέματος.

 

Στην ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΜΥΛΩΝΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 65/2017, ECLI:CY:AD:2018:B537, ημερομηνίας 14.12.2018, επαναλήφθηκαν οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας του Εφετείου προς επανακαθορισμό επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, ως τέθηκαν σε σχετικό απόσπασμα στην ΚΥΠΡΙΖΟΓΛΟΥ κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 53/2017 κ.ά., ημερομηνίας 15.12.2017:

 

«Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου επί επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, επαναλαμβάνονται στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 235/13 και 236/13, ημερομηνίας 5.10.2016, όπου λέχθηκαν τα εξής:

"Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2015 και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015)."»

 

Υπενθυμίζουμε, εν πρώτοις, τα πιο κάτω λεχθέντα στην ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ v. ΧΑΤΖΗΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Ποινική Έφεση 20/2021, ημερομηνίας 19.10.2021 :

 

«Οι προηγούμενες αποφάσεις είναι, βεβαίως, ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας για παρόμοιας φύσης αδικήματα, χωρίς, όμως, να έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα που ο καθορισμός αρχών ενέχει, εφόσον η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που την συνθέτουν και των συνθηκών του παραβάτη (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1 και Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123.»

  

Τονίζουμε ότι για το εν λόγω αδίκημα προβλέπεται στον νόμο ποινή μέχρι τα 10 έτη. Στις δε ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΑΣ v. KHAN, Ποινική Έφεση 123/23, ημερομηνίας 15.9.23, ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ v. TERZELAKI κ.ά., Ποινική Έφεση 6/2023 κ.ά., ημερομηνίας 4.6.24, επιβεβαιώθηκε, από το Εφετείο, η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε παρόμοιες υποθέσεις.

 

Παρατηρούμε, επίσης, ότι η ίδια ποινή των 30 μηνών, σε σχέση με το εν λόγω αδίκημα, κρίθηκε επιεικής στην υπόθεση MOHAMMAD AL SAFOURI v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 189/2024, 190/2024, ημερομηνίας 11.6.2025, και είναι με κάποιο δισταγμό που το Εφετείο δεν προέβη στην αύξησή της. Δεν παραβλέπουμε ότι, στην εν λόγω υπόθεση υπήρχε διαπίστωση, ότι ο εκεί κατηγορούμενος διαδραμάτισε κάποιο προεξέχοντα ρόλο (τουλάχιστον από τη στιγμή που ο αρχικός χειριστής εγκατέλειψε το σκάφος) στην άφιξη των άλλων μεταναστών στη Δημοκρατία, στοιχείο που δεν διατυπώθηκε με τον ίδιο τρόπο στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην παρούσα. Σημειώνουμε, όμως, ότι στην παρούσα υπόθεση υπάρχει ένας άλλος σημαντικός επιβαρυντικός παράγοντας, ο οποίος δεν υπήρχε στην MOHAMMAD AL SAFOURI (ανωτέρω), ήτοι το ότι ο εφεσείοντας είχε έμμεσο οικονομικό όφελος για την παράνομη πράξη του, αφού συμφώνησε με τον διακινητή να πλοηγήσει το σκάφος με αντάλλαγμα να μην καταβάλει οποιοδήποτε ποσό για τη συμμετοχή του στη διαδρομή.

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω, δεν συμφωνούμε με τη θέση της συνηγόρου του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο προέβη σε λεκτική μόνο αναφορά σε σχέση με το εγειρόμενο ζήτημα. Αντιθέτως, έχοντας υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης, διαπιστώνουμε ότι ο παράγοντας αυτός προσμέτρησε υπέρ του μετριασμού της ποινής του εφεσείοντα.

 

Εν όψει των πιο πάνω παρατηρήσεων μας, ο όγδοος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται.

 

Με τον ένατο λόγο έφεσης, προσβάλλεται και πάλι η ποινή ως έκδηλα υπερβολική, με την αιτιολογία ότι δεν λήφθηκε υπόψη η καθυστέρηση πέραν των 13 μηνών μετά τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την επιβολή της. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο εφεσείοντας καταδικάστηκε κατόπιν ακρόασης, διεξήχθη δίκη εντός δίκης, και έλαβε χώρα μακρά αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας, θεωρούμε ότι ο παρών λόγος έφεσης στερείται ερείσματος.

 

Εν πάση περιπτώσει, το επιχείρημα που προωθείται δεν συγκεκριμενοποιεί τον οποιονδήποτε επηρεασμό του εφεσείοντα από την επικαλούμενη καθυστέρηση, ώστε να μπορεί να εξεταστεί το κατά πόσο θα μπορούσε να αποτελέσει μετριαστικό παράγοντα αναφορικά με την επιμέτρηση της ποινής. Υπενθυμίζονται όσα λέχθηκαν συναφώς στην ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ν. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ (2009) 2 Α.Α.Δ. 543:

 

«Όπως υποδείχθηκε και στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 617, η καθυστέρηση, ως μετριαστικός παράγοντας, συναρτάται και με τη μεταβολή των συνθηκών του παραβάτη αλλά και με το δικαίωμα ενός κατηγορούμενου δυνάμει του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος, σε δίκαιη δίκη. Στην προκείμενη περίπτωση δεν αναφέρθηκε οτιδήποτε που να δείχνει ότι, εξαιτίας της προαναφερόμενης καθυστέρησης στην προώθηση και εκδίκαση αυτής της υπόθεσης, ο εφεσίβλητος δεν έτυχε δίκαιης δίκης ή ότι επηρεάστηκε δυσμενώς, από την επιβολή ποινής, εξαιτίας αλλαγής οποιωνδήποτε συνθηκών, που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της καθυστέρησης.»

 

Τέλος, σημειώνουμε ότι η συνήγορος του εφεσείοντα, κατά την προφορική της αγόρευση ενώπιόν μας, αναφέρθηκε στο Δελτίο Τύπου του Συμβουλίου της ΕΕ, ημερομηνίας 13.12.2024, στο οποίο αναφέρεται η θέση του Συμβουλίου σχετικά με τη νομοθεσία της ΕΕ για την πρόληψη και καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης μεταναστών. Σ’ αυτό, αναφέρεται ότι οι χώρες της ΕΕ πρέπει να αναλάβουν δράση ώστε το αδίκημα της παράνομης διακίνησης να επισύρει μέγιστη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών ετών. Αναφέρεται, επίσης, ότι η θέση του Συμβουλίου θα αποτελέσει τη βάση για μελλοντικές διαπραγματεύσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο βρίσκεται ακόμη στη διαδικασία καθορισμού της θέσης του επί σχεδίου νόμου.

  

Η συνήγορος επιχειρηματολόγησε ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική εν όψει του ότι, κατά την ίδια, η θέση του Συμβουλίου είναι όπως τα κράτη μέλη της ΕΕ προβλέψουν τη μέγιστη ποινή των τριών ετών φυλάκισης. Με κάθε σεβασμό, υποδεικνύουμε την εσφαλμένη θεώρηση της συνηγόρου. Το Συμβούλιο εξέφρασε τη θέση ότι θα πρέπει τα κράτη μέλη να προβλέπουν «τουλάχιστον» τη μέγιστη ποινή των τριών ετών.

 

Πέραν της πιο πάνω παρατήρησής μας, τονίζουμε ότι η όποια θέση του Συμβουλίου, όπως εκφράζεται πιο πάνω, δεν αποτελεί αναγνωρισμένο από τη νομολογία παράγοντα που δύναται να ληφθεί υπόψη για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής. Συνακόλουθα, απορρίπτεται και αυτός ο λόγος έφεσης.

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση για την καταδίκη του εφεσείοντα καθώς και για την ποινή επικυρώνεται.

 

 

 

                                                          Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                          ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.                 

                                                          Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο