ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 137/2019)
25 Νοεμβρίου 2025
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]
1. ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΕΥΚΟΥ,
2. ΜΑΡΙΑ ΠΕΥΚΟΥ,
Εφεσείοντες,
v.
1. ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗΣ ΠΕΡΑ ΠΕΔΙΟΥ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ ΠΕΡΑ ΠΕΔΙΟΥ, ΑΝΔΡΕΑ ΣΑΒΒΑ,
2. ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΕΡΑ ΠΕΔΙΟΥ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΙ ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ/ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 28.3.19 ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΕΡΑ ΠΕΔΙΟΥ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
Εφεσίβλητοι.
____________________
Κ. Κληρίδης για κ.κ. Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. μαζί με Γ. Αγγελίδη και Ν. Γεωργίου για κ.κ. Π. Αγγελίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Στυλιανίδης με Μ. Παναγιώτου (κα) για κ.κ. Στέλιος Στυλιανίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση αφορά σε αντιδικία που ηγέρθηκε με αγωγή, αναφορικά με την ιδιοκτησία και/ή το δικαίωμα κατοχής ενός παρεκκλήσιου, σε χωριό της Επαρχίας Λεμεσού. Ειδικότερα, όπως διατύπωσε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, την αντιδικία αυτή αφορά σε συγκεκριμένο ακίνητο «… στο Πέρα Πεδί μέσα στο οποίο είναι κτισμένο το Παρεκκλήσιο της Παναγίας Φανερωμένης. Το ακίνητο, εμβαδού 22.409 τ.μ., ανήκε στη γιαγιά των Εναγομένων Μαρία Θεορή Κωνσταντή που, σύμφωνα με την αξίωση, φέρεται να εκδήλωσε πρόθεση να παραχωρήσει χώρο από αυτό για να κτιστεί Παρεκκλήσιο αφιερωμένο στην Παναγία Φανερωμένης, το οποίο «να ανήκει στην αρμόδια δια του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου οντότητα»».
Η δικογραφημένη εκδοχή των εφεσίβλητων, που ήταν οι ενάγοντες στην αγωγή, ως την έχει συνοψίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν η ακόλουθη:
«Το Παρεκκλήσιο ανεγέρθηκε το 1938, σύμφωνα με την αξίωση, δαπάνη τρίτων προσώπων, καταλαμβάνοντας, με την αυλή του και την πρόσβαση προς το δημόσιο δρόμο, 219 τ.μ. από το ακίνητο.
Την 2.1.1969, αναφέρεται, το ακίνητο περιέπεσε στην ιδιοκτησία μελών της οικογένειας Πεύκου προφανώς δυνάμει κληρονομιάς. Οι Εναγόμενοι είναι οι σημερινοί εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες ½ μεριδίου του ακινήτου έκαστος. Η μεταβίβαση στο όνομα του Εναγόμενου 1 έγινε την 25.4.1987 και στο όνομα της Εναγόμενης 2 την 12.5.1988.
…………………………………………………………………………………………
Είναι η θέση των Εναγόντων ότι κατά καιρούς προέβαιναν σε εργασίες συντήρησης του Παρεκκλησίου, το καθάριζαν και το περιποιούνταν. Το δε 1997 προέβηκαν σε ουσιώδη συντήρηση και ανακαίνιση του, πάντα με δικά τους έξοδα και δωρεές τρίτων.
Είναι η περαιτέρω θέση των Εναγόντων ότι οι προκάτοχοι των Εναγομένων ουδέποτε ήγειραν ζήτημα ιδιοκτησίας του Παρεκκλησίου και ουδέποτε επιχείρησαν να ασκήσουν κυριαρχικό δικαίωμα ή δικαίωμα κατοχής του. Αντίθετα, αναφέρεται, ενεθάρρυναν, προέτρεπαν και διαβεβαίωναν ρητά και με τη συμπεριφορά τους τους Ενάγοντες ότι ουδέν δικαίωμα θα ασκούσαν επί του Παρεκκλησίου και ότι οι Ενάγοντες δύναντο και δικαιούντο σε ανενόχλητη και αδιάλειπτη κατοχή του. Έτσι από της ανέγερσης του το Παρεκκλήσιο τύγχανε ανενόχλητης και αδιάλειπτης κατοχής από τους Ενάγοντες που το κατείχαν ως απόλυτοι κύριοι.»
Στη βάση της πιο πάνω δικογραφημένης εκδοχής, οι εφεσίβλητοι, ως ενάγοντες, αξίωσαν δήλωση του Δικαστηρίου ότι δικαιούνται στην, επ' ονόματι τους, εγγραφή των 219/22409 μεριδίων του ακινήτου, τα οποία αντιστοιχούν στο τμήμα του ακινήτου στο οποίο βρίσκεται το παρεκκλήσιο και ο διαμορφωμένος περίγυρος του, στη βάση των αρχών της επιείκειας και/ή ρητού και/ή εξ επαγωγής και/ή απολήγοντος καταπιστεύματος. Περαιτέρω και/ή διαζευκτικά, αξίωσαν διατάγματα ότι δικαιούνται σε εγγραφή και ανενόχλητη κατοχή, χρήση και εκμετάλλευση του εν λόγω ακινήτου, ως απόλυτοι κύριοι. Διαζευκτικά, επίσης, σε περίπτωση μη έκδοσης του προαναφερόμενου διατάγματος ή δήλωσης, ζήτησαν αποζημιώσεις ύψους €150.000,00 για τη μετακίνηση του παρεκκλησίου και €35.000,00 για τις κατά καιρούς δαπάνες σχετικές με τη συντήρηση του.
Η δικογραφημένη εκδοχή των εφεσειόντων, ως εναγομένων, πρωτοδίκως, ήταν πως οι εφεσίβλητοι 1 ήταν ανύπαρκτο πρόσωπο, δεν δικαιούνταν, οι εφεσίβλητοι, στην έγερση της αγωγής, επειδή δεν είχε δοθεί άδεια από τον Μητροπολίτη Λεμεσού, εξάλλου, το παρεκκλήσιο ήταν ιδιωτική περιουσία, δεν είχε ποτέ συντηρηθεί και δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Από δε το 2010, και έπειτα, δεν υφίσταται, καθ’ ότι έχει καταστραφεί και μόνο τέσσερις τοίχοι υπάρχουν, πλέον, ως εκ τούτου, έπαυσε να είναι χώρος λατρείας. Επρόκειτο για ιδιωτική περιουσία της γιαγιάς των εφεσειόντων, η οποία ουδέποτε το παραχώρησε στους εφεσίβλητους δια δωρεάς ή εκχώρησης, ωστόσο, οι εφεσίβλητοι περί το 2010, χωρίς τη συγκατάθεση τους, παράνομα, επενέβηκαν στο ακίνητο, κατασκευάζοντας πλακόστρωτο από οπλισμένο σκυρόδεμα, γύρω από το παρεκκλήσιο, έκτασης 219 τ.μ., εξ’ ου και οι εφεσείοντες, είχαν καταχωρήσει εναντίον τους, το 2010, αγωγή στο Ε. Δ. Λεμεσού. Τέλος, οι εφεσείοντες, με ανταπαίτηση τους, αξίωσαν δήλωση του Δικαστηρίου ότι κατείχαν τον επίδικο χώρο – παρεκκλήσιο – ως νόμιμοι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες του καθώς και διάταγμα το οποίο να απαγορεύει στους εφεσίβλητους να εισέρχονται σ’ αυτό.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, κατέληξε στην έκδοση απόφασης προς όφελος των εφεσίβλητων 2, διατάσσοντας παράλληλα την καταχώριση τροποποιημένου κλητηρίου εντάλματος αναφορικά με το όνομα τους, με την οποία απεφάνθη ότι αυτοί δικαιούνται εγγραφής, επ’ ονόματι τους, του τμήματος του ακινήτου εντός του οποίου βρίσκεται το παρεκκλήσιο μαζί με τον, πέριξ αυτού, διαμορφωμένο χώρο που είναι ο περίγυρος του, συνολικής έκτασης 219 τ.μ.. Η αξίωση των εφεσίβλητων 1 απορρίφθηκε, καθ’ ότι, διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για ανύπαρκτο πρόσωπο. Απορρίφθηκε, επίσης, και η ανταπαίτηση των εφεσειόντων.
Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πιο πάνω, πρωτόδικης, κατάληξης και με δεκαοκτώ (18) λόγους έφεσης, επιδιώκουν την ανατροπή της. Ταυτόχρονα, οι εφεσίβλητοι, με την ειδοποίηση εφεσίβλητου – αντέφεση – παρ’ ότι υποστηρίζουν την ορθότητα της πρωτόδικης κατάληξης, προωθούν, με ένα λόγο αντέφεσης, τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα, κατέληξε ότι η αξίωση τους μπορούσε να προωθηθεί και/ή δεν προωθήθηκε και στη βάση του Άρθρου 41 του Κεφ. 224 και/ή ότι ένα τέτοιο ζήτημα δεν συζητήθηκε κατά την ακρόαση της αγωγής.
Το περιεχόμενο των λόγων έφεσης επιβάλλει, θεωρούμε, την ενασχόληση με την ουσία αυτών όχι κατ’ ανάγκην στη βάση της αριθμητικής σειράς τους, επί της ειδοποίησης έφεσης, αλλά κατά τη σημασία και σπουδαιότητα που αυτοί έχουν, εξ αιτίας της φύσης τους, συναρτημένης με την εξέλιξη και την έκβαση της έφεσης. Συνεπώς, φρονούμε ότι τουλάχιστον οι λόγοι έφεσης 1, 6 και 8 (συνεξέταση), και 2, χρήζουν προτεραιότητας και θα ακολουθήσει η εξέταση, κατά τη σειρά που θα κριθεί από το Εφετείο, ως η ορθότερη, των υπόλοιπων λόγων έφεσης, καθώς και συνεξέταση κάποιων εξ’ αυτών.
Τα αποδιδόμενα σφάλματα στην πρωτόδικη απόφαση, εξειδικεύονται με όλους τους λόγους έφεσης, οι οποίοι εξετάζονται στη συνέχεια:
(1ος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα κρίθηκε πως η ενοριακή επιτροπή Πέρα Πεδίου έχει νομική οντότητα και διατάχθηκε η τροποποίηση του τίτλου,
Καθίσταται αντιληπτό πως αν η διαταγή για τροποποίηση του ονόματος των εφεσίβλητων 2 κριθεί εσφαλμένη, τότε δεν θα ήταν, εξ αυτού και μόνο του λόγου, δικαιολογημένη η έκδοση απόφασης.
Θεωρούμε χρήσιμη την παράθεση σχετικών αποσπασμάτων από το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο το οδήγησε στη διαταγή για τροποποίηση του τίτλου της αγωγής, ώστε να αντικατασταθεί, στο όνομα των εναγόντων 2 – εφεσίβλητων 2 - η λέξη «εκκλησιαστική» από τη λέξη «ενοριακή» Επιτροπή Πέρα Πεδίου. Τα εν λόγω αποσπάσματα έχουν ως ακολούθως:
«Καθόσον αφορά την Ενάγουσα 2 αναφέρουν οι Εναγόμενοι ότι δεν υφίσταται οιαδήποτε νομοθεσία που να αναγνωρίζει Εκκλησιαστική Επιτροπή ως νομικό πρόσωπο. Είναι η θέση του Κονιδάρη ότι ο Καταστατικός Χάρτης δεν αναγνωρίζει ως νομικό πρόσωπο την Εκκλησιαστική Επιτροπή αλλά την Ενοριακή Επιτροπή.
Ο Καταστατικός Χάρτης του 2010 προνοεί στο άρθρο 45 ότι: «1. Η Ενορία αποτελεί νομικό πρόσωπο, το οποίο απαρτίζεται από το σύνολο των Ορθοδόξων Χριστιανών, που κατοικούν μονίμως σε μια ορισμένη εκκλησιαστική περιφέρεια, εντός της Αρχιερατικής Επαρχίας. 2. Η Ενορία ιδρύεται με απόφαση του οικείου Αρχιερέως ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Θρονικής Επιτροπής ...». Το άρθρο 52 προνοεί ότι «Κάθε Ενορία διοικείται από την Ενοριακή Επιτροπή. Η Επιτροπή συγκροτείται από τον Πρόεδρο της, κληρικό ή λαϊκό, που ορίζεται από τον Επίσκοπο, και τέσσερα λαϊκά μέλη.».
Ο Ολύμπιος αναφέρεται σε Ενοριακή ή Εκκλησιαστική Επιτροπή χωρίς διάκριση μεταξύ τους και σημειώνει ότι προνοούνταν και στον Καταστατικό Χάρτη του 1914, άρθρο 95 και 117 και στους επόμενους ως Ενοριακές Επιτροπές.
Το Τεκμ.2 είναι βεβαίωση ημερ. 9.6.2017 της Ιεράς Μητρόπολης Λεμεσού όπου αναφέρονται τα ονόματα των προσώπων που «αποτελούν στην Εκκλησιαστική Επιτροπή του Ιερού Ναού Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και Αγίου Νικολάου της κοινότητας Πέρα Πεδίου». Ο αναφερθείς στον τίτλο της αγωγής Ανδρέα Βασιλείου σημειώνεται ως ο Πρόεδρος. Εφόσον στον Καταστατικό Χάρτη του 2010 δεν προνοείται η ονομασία Εκκλησιαστική Επιτροπή είναι πρόδηλο πως η βεβαίωση της Ιεράς Μητρόπολης Λεμεσού αναφέρεται στην Ενοριακή Επιτροπή της Κοινότητας. Δεν μαρτυρήθηκε ότι υπάρχει άλλη Ενοριακή Επιτροπή από αυτή που αναφέρεται ως Εκκλησιαστική. Φαίνεται πως ευρέως χρησιμοποιείται ο χαρακτηρισμός Εκκλησιαστική Επιτροπή για ό,τι ο Καταστατικός Χάρτης καθορίζει ως Ενοριακή Επιτροπή.
Στην Ferro Fashions Limited v. Fashion Box S.R.L. (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1805, 1810 λέχθηκε ότι:
«Η διόρθωση λανθασμένου ονόματος είναι θέμα που ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου το οποίο δεν πρέπει να επιτρέπει σε άτομα να αποκτούν πλεονέκτημα από μια λανθασμένη περιγραφή ονόματος, όταν όλοι γνωρίζουν την πραγματικότητα (Williams and Glyn's Bank Ltd v. The Ship "Maria" (1983) 1 C.L.R. 106).
Στην υπόθεση Spyropoullos v. Transavia Holland N. v. Amsterdam (1979) 1 C.L.R. 421, όπου το προηγούμενο όνομα της ενάγουσας εταιρείας τροποποιήθηκε πριν την έγερση της αγωγής, αλλά στο κλητήριο ένταλμα είχε αναγραφεί το προηγούμενο όνομα της εταιρείας, αποφασίστηκε ότι η αλλαγή του ονόματος της εταιρείας δεν επιδρά επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών της. Επισημάνθηκε ότι επρόκειτο μόνο για αγωγή που ηγέρθηκε με λανθασμένο όνομα και συνεπώς θα έπρεπε να δοθεί άδεια τροποποίησης.
Το θέμα είναι απλό. Εκεί όπου εμφανίζεται μια απλή λανθασμένη περιγραφή ονόματος μπορεί να παρασχεθεί άδεια για τροποποίηση (Alexander Mountain & Co v. Rumere Ltd (1948) 2 All E.R. 482). Η λανθασμένη περιγραφή ονόματος δεν είναι παρά ανακριβής αναφορά του ονόματος του διάδικου. Δεν αναφέρεται στην ουσία της υπόθεσης.
Έχει λεχθεί ότι η λανθασμένη περιγραφή ονόματος σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αφεθεί να επηρεάσει την απόφαση επί της ουσίας που το δικαστήριο καλείται να εκδώσει (Etablissement Bandelot v. R.S. Graham and Co Ltd (1953) 1 All E.R. 149).»
Στην E.G. Falekkos Ltd v. Reana Manuf. Ltd (1999) 1(A) A.A.Δ. 443, 452 αναφέρεται ότι:
«. δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι το προκύψαν θέμα είναι εντελώς τεχνικό και δεν συντρέχει λόγος ουσίας ο οποίος να καθιστά άλλως παρά αναγκαία την άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου προς όφελος της διόρθωσης που επιδιώχθηκε. Είναι φανερό ότι, καθ΄ όλη τη διαδικασία, η εταιρεία εναντίον της οποίας εστρέφετο η αγωγή ήταν η Reana Manufacturing and Trading Co Ltd, που ήταν και η μόνη υφιστάμενη νομική οντότητα, και όχι η ανύπαρκτη Reana Manufacturers Ltd, η αναφορά της οποίας ως εναγομένης συνιστούσε λανθασμένη ονομασία.»
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι αυτό που στον τίτλο της αγωγής περιγράφεται ως Εκκλησιαστική Επιτροπή Πέρα Πεδίου είναι η Ενοριακή Επιτροπή Πέρα Πεδίου. Δεν υπάρχει άλλη Ενοριακή Επιτροπή από αυτή που περιγράφεται στο Τεκμ.2. Λανθασμένα χρησιμοποιήθηκε τόσο στο Τεκμ.2 όσο και στον τίτλο της αγωγής η περιγραφή «Εκκλησιαστική Επιτροπή». Η πραγματικότητα είναι ότι η αγωγή καταχωρίστηκε και προωθείται από την Ενοριακή Επιτροπή Πέρα Πεδίου.»
Οι εφεσείοντες προβάλλουν τη θέση ότι η ενοριακή επιτροπή δεν είναι νομικό πρόσωπο κατά τον Καταστατικό Χάρτη της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου ή κατά το κυπριακό δίκαιο. Προφανώς υπονοούν ότι, οι εφεσίβλητοι 2, δεν νομιμοποιούνταν να καταχωρήσουν και να προωθήσουν την αγωγή τους. Απορρίπτεται η εν λόγω θέση. Αν γινόταν αποδεκτή, τότε, κανένας ναός ή εκκλησία ή μοναστήρι θα μπορούσε να καταχωρήσει αγωγή ή υπεράσπιση για σκοπούς προστασίας των δικαιωμάτων τους επί κινητής ή ακίνητης περιουσίας, δικαίωμα το οποίο αναγνωρίζεται μέσα από τις διατάξεις των Άρθρων 23 (ειδικότερα η παράγραφος 9) του Συντάγματος και 41 του Κεφ. 224, στα οποία αναφέρθηκε και παρέπεμψε, ορθά, το πρωτόδικο Δικαστήριο. Οι διατάξεις των εν λόγω άρθρων αποτελούν αδιαμφισβήτητη και σαφή απόδειξη ότι οι εκκλησιαστικοί οργανισμοί, όπως είναι και τα παρεκκλήσια (που εμπίπτουν εντός της έννοιας του Ναού), αποτελούν οντότητες – φορείς δικαιωμάτων επί κινητής και ακίνητης ιδιοκτησίας, κατοχυρωμένων από το Σύνταγμα και τη νομοθεσία. Αφέθηκε, όμως, στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου να ρυθμίσει τον τρόπο με τον οποίο οι εκκλησιαστικοί οργανισμοί θα εκπροσωπούνται στα δικαστήρια ή οπουδήποτε αλλού ή πως θα προστατεύουν ή θα διαχειρίζονται τα δικαιώματα τους. Ως εκ τούτου, εφ’ όσον τα Άρθρα 45 και 52 του Καταστατικού Χάρτη της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου, στα οποία παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν συγκρούονται με τη κυπριακή νομοθεσία, δεν χωρεί ερμηνεία αντίθετη με αυτή που υιοθέτησε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αλλιώς, θα οδηγείτο το όλο ζήτημα σε αδιέξοδα και προφανώς σε παραβίαση δικαιωμάτων των εκκλησιαστικών οργανισμών, τα οποία τους αναγνωρίζονται από το Σύνταγμα και τη νομοθεσία. Εξ’ άλλου, είναι σημαντικό να τονισθεί πως οι εκκλησιαστικοί οργανισμοί, ως οντότητες και φορείς δικαιωμάτων εντός της κυπριακής πολιτείας, δεν εξυπηρετούν μόνο σκοπούς προώθησης των δικαιωμάτων τους αλλά και για τις περιπτώσεις υποχρεώσεων και ευθύνης τους, όπου, όταν γίνονται εκ μέρους τους ενέργειες που πιθανό να παραβιάζουν δικαιώματα άλλων προσώπων. Στο σημείο αυτό υπενθυμίζεται ότι οι εφεσείοντες είχαν καταχωρίσει ανταπαίτηση εναντίον και των εφεσίβλητων 2, χωρίς να είχαν επιφυλάξεις για την οντότητα τους.
Έχουμε αξιολογήσει, περαιτέρω, τις θέσεις και τα επιχειρήματα των δύο πλευρών αναφορικά με τον υπό συζήτηση λόγο έφεσης, γενικότερα, αλλά και ειδικότερα, σ’ ότι αφορά στην τροποποίηση του ονόματος των εφεσίβλητων 2, την οποία διέταξε το Δικαστήριο. Κρίνουμε πως η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν το προϊόν ορθής εφαρμογής της νομολογίας, στην οποία αναφέρθηκε. Δεν εντοπίζουμε αντίλογο στο εύλογο, υπό τις περιστάσεις, συμπέρασμα του Δικαστηρίου, και δη ότι επρόκειτο για λανθασμένη αναφορά, σε εκκλησιαστική επιτροπή αντί ενοριακή, σε συνυφασμό με την απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας η οποία να επέτρεπε αμφιβολίες για τυχόν ύπαρξη άλλης επιτροπής στο χωριό Πέρα Πεδί, αναφορικά με τους ναούς του χωριού ή τα εξωκκλήσια ή παρεκκλήσια. Το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά, υπό τις περιστάσεις, ως κρίνουμε, τη διακριτική του ευχέρεια, δίδοντας πειστική εξήγηση ως προς την απόδειξη, ενώπιον του, περί του ότι επρόκειτο για αξίωση που προωθείτο, ουσιαστικά, από την ενοριακή επιτροπή Πέρα Πεδίου.
Τέλος, επί του ιδίου θέματος, δεν θεωρούμε ότι στοιχειοθετείται δικονομικά μεμπτή ενέργεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ότι διέταξε την τροποποίηση του κλητηρίου αφού πρώτα διαπίστωσε την αναγκαιότητα της τροποποίησης. Στην κατάληξη του, άλλωστε, διευκρινίζεται ότι η οντότητα προς όφελος της οποίας εκδόθηκε η απόφαση είναι η ενοριακή επιτροπή Πέρα Πεδίου.
Ενόψει των όσων έχουμε εξηγήσει, ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.
(6ος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα κρίθηκαν αξιόπιστοι οι ΜΕ1, Στυλιανίδης, και ΜΕ4 Στ. Ολύμπιος, ενώ ο εμπειρογνώμονας σε θέματα εκκλησιαστικού δικαίου, Κονιδάρης (ΜΥ6) δεν έγινε αποδεκτός, και (8ος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα δεν έγινε αποδεκτή η μαρτυρία του εφεσείοντα 1, δια της χρήσης ανεπαρκούς αιτιολογίας και/ή αγνοήθηκαν και/ή δεν λήφθηκαν υπόψη σοβαρές πτυχές της μαρτυρίας του,
Οφείλουμε, πριν εισέλθουμε στην εξέταση της ουσίας των υπό συζήτηση λόγων έφεσης, να υπενθυμίσουμε τα, σχετικά, νομολογηθέντα, ως προς τις περιπτώσεις όπου είναι δυνατόν να παρέμβει το Εφετείο στην πρωτόδικη αξιολόγηση της μαρτυρίας.
Στην πρόσφατη υπόθεση Γαβριήλ και άλλου v. Τρισβέη και άλλου, Πολιτική Εφεση Αρ. 459/2019, ημερομηνίας 30.09.2025, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Η εξουσία επέμβασης του Εφετείου στο θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας, από τα πρωτόδικα Δικαστήρια, είναι, νομολογιακά, ξεκαθαρισμένη. Στην πρόσφατη απόφαση Χρ. Χ’’Χριστοφή (Αθηαινίτης) Λίμιτεδ v. Technoplastics Limited, Πολιτική Έφεση 278/2019, ημερομηνίας 15.05.2025, λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
«Υπενθυμίζουμε, σ’ αυτό το στάδιο, ότι, όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι έργο κατ’ εξοχήν του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να ακούει τους μάρτυρες και να παρακολουθεί τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο, κατά κανόνα, σπάνια επεμβαίνει (βλέπε (1) Μιχαηλίδης v. Οικονομίδη, Πολιτική Έφεση 94/2013, ημερομηνίας 30.06.2022, ECLI:CY:AD:2022:D288, (2) Παρσών v. M&M Decoration Centre Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 161/2015, ημερομηνίας 30.04.2015 και (3) Stark κ.α. v. Marsland κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 233/2019, ημερομηνίας 06.05.2025). Στην υπόθεση Ιωάννου v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 26/2021, ημερομηνίας 28.04.2024, επαναλήφθηκε η αρχή, ως προς την επέμβαση του Εφετείου στο ζήτημα της αξιολόγησης, με το ακόλουθο απόσπασμα:
«Θεωρούμε χρήσιμο να επαναλάβουμε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο. Κατά κανόνα, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην πρωτόδικη κρίση για την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν αυτά καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα υπό κρίση ευρήματα σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.»»
Η παραπομπή σε σχετικά αποσπάσματα, από την πρωτόδικη απόφαση, αφορώντα στην αξιολόγηση των μαρτύρων που σχετίζονται με τους, υπό συζήτηση, λόγους έφεσης, είναι, θεωρούμε, χρήσιμη. Τα εν λόγω αποσπάσματα έχουν ως ακολούθως:
«Το Δικαστήριο αποδέχεται ως αξιόπιστη και ειλικρινή τη μαρτυρία του Στυλιανίδη. Βρίσκει ότι αυτή ενισχύεται σε σχέση με το κυρίαρχο επίδικο ζήτημα από αδιαμφισβήτητα στοιχεία και περιστάσεις. Αυτά έχουν καταλυτική σημασία και οδηγούν το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι ο χώρος δωρίστηκε για την ανέγερση Παρεκκλησίου το οποίο θα ανήκε στην Εκκλησία. Υπάρχουν περιστάσεις που καταδεικνύουν ότι ήταν γνωστό και αποδεχτό ότι το Παρεκκλήσι δεν ήταν ιδιωτικό, αλλά θα ανήκε στην Εκκλησία.
Το Δικαστήριο αποδέχεται την εξ ακοής μαρτυρία του Στυλιανίδη ότι το Παρεκκλήσι ανεγέρθηκε με δαπάνη του Ιωάννη Τσίρου. Αποδεκτή επί του προκειμένου γίνεται και η μαρτυρία του Ολύμπιου ο οποίος επίσης κρίνεται ως αξιόπιστος και ειλικρινής. Το γεγονός επιβεβαιώνεται από τη μαρμάρινη πλάκα που ήταν τοποθετημένη στο Παρεκκλήσιο. Η πλάκα που κατασκευάστηκε το 1942 επιβεβαιώνει το γεγονός. Δεν είναι λογικό να τοποθετείτο πλάκα με τέτοιο περιεχόμενο στο Παρεκκλήσι και να γινόταν αποδεχτό από την Μαρία Κωνσταντή Θεορή ή τον πατέρα της εάν η πραγματικότητα ήταν ότι το Παρεκκλήσι ήταν ιδιωτικό και πολύ περισσότερο εάν τα έξοδα για την ανέγερση του είχαν ουσιαστικά επωμισθεί οι ίδιοι. Το επιβεβαιωμένο γεγονός της δαπάνης από τρίτο πρόσωπο συνηγορεί υπέρ του ότι το Παρεκκλήσι δεν ήταν ιδιωτικό.
Ο Εναγόμενος 1 δεν έκανε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο ως μάρτυρας της αλήθειας. Η εντύπωση που το Δικαστήριο αποκόμισε είναι ότι κατέφυγε σε αναλήθειες στην προσπάθεια του να αποκρύψει από το Δικαστήριο περιστάσεις που καταδείκνυαν την αναγνώριση δικαιωμάτων στην Εκκλησία.
Ρωτούμενος ο Εναγόμενος 1 γιατί ο Ιωάννης Τσίρος να προσφέρει χρήματα για την ανέγερση ενός Παρεκκλησίου αν αυτό θα ήταν ιδιωτικό, διερωτήθηκε γιατί ερωτείτο ο ίδιος. Είπε απλά πως ο Ιωάννης Τσίρος ήταν φίλος με τον πατέρα και τον παππού του. Όταν του τέθηκε το ερώτημα, γιατί να τοποθετηθεί στο Παρεκκλήσι μαρμάρινη πλάκα που να αναφέρει ότι «Ενεκαινίσθη ο Πάνσεπτος ούτος Ναός υπό του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Πάφου κ.κ. Λεοντίου Τοποτηρητού του Μητροπολιτικού Θρόνου Κιτίου Καρποφορούντος του κ. Ιωάννου Τσίρου και της Συζύγου αυτού Σοφίας τη 1η Νοεμβρίου του Σωτηρίου Έτους 1942» (βλ. φωτ. Τεκμ.4) εάν η αλήθεια ήταν ότι ο Τσίρος είχε συνεισφέρει πολύ λιγότερα από την γιαγιά του, ανάφερε πως δεν γνωρίζει ποιος έκαμε την πλάκα και πως δεν εξυπακούεται ότι ο Τσίρος είχε υποστεί το σύνολο των δαπανών. Ρωτούμενος περαιτέρω γιατί ο Αναστάσης Ονησιφόρου να προσφέρει την εργασία του για την ανέγερση του Παρεκκλησίου αν αυτό θα ήταν ιδιωτικό, απάντησε ότι υποθέτει ότι θα έκανε και εκείνος ευλάβεια.
Πέρα της δαπάνης για την ανέγερση, το Δικαστήριο αποδέχεται τη μαρτυρία αναφορικά με μεταγενέστερες δαπάνες στο Παρεκκλήσι από άλλα τρίτα πρόσωπα. Το 1997 πραγματοποιήθηκε μεγάλη ανακαίνιση του Παρεκκλησίου με δωρεά της οικογένειας Χατζημιτσή υπό την επίβλεψη της Εκκλησιαστικής Επιτροπής. Ο Στυλιανίδης μαρτύρησε την προσωπική του γνώση του γεγονότος, αφού ήταν παρών κατά τις εργασίες ανακαίνισης. Η μαρτυρία του γίνεται πλήρως αποδεχτή. Η δαπάνη τρίτων προσώπων για την ανακαίνιση επιβεβαιώνει την επικρατούσα αντίληψη ότι το Παρεκκλήσι δεν ήταν ιδιωτικό. Η μη ένσταση των Εναγομένων στη διεξαγωγή της ανακαίνισης επιβεβαιώνει ότι αναγνώριζαν δικαιώματα στην Ενάγουσα 2 που πραγματοποίησε την ανακαίνιση. Η θέση του Εναγόμενου 1 ότι δεν αντιλήφθηκε την πραγματοποίηση των ανακαινίσεων, παρά μόνο ότι είχε αφαιρεθεί το μαύρο σπρίτς απορρίπτεται ως αναληθής.
Ερωτηθείς ο Εναγόμενος 1 κατά πόσο διερωτήθηκε ποιος αφαίρεσε το σπρίτς είπε πως δεν το έλαβε υπόψη. Συμβαίνει κάποιος άγνωστος να επέμβει σε ξένη περιουσία και να προκαλέσει κάποια ζημιά, όχι όμως να προβεί σε εργασία σε αυτή. Η απάντηση του Εναγόμενου 1 είναι αφύσικη και σκοπό είχε να αποκρύψει την γνώση του ότι η εργασία έγινε από την Εκκλησιαστική Επιτροπή.
Τα ίδια συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν με αναφορά στη δωρεά της Ελένης Νεοκλέους για την πλήρη ανακαίνιση του τέμπλου του Παρεκκλησίου.
Ότι η Μαρία ήταν κάτοικος Μαντριών και όχι Πέρα Πεδίου, χωρίς να είναι καταλυτικής σημασίας, συνηγορεί υπέρ του ότι το Παρεκκλήσι δεν ήταν ιδιωτικό. Το αναμενόμενο θα ήταν εάν επιθυμούσε να ανεγείρει ιδιωτικό Παρεκκλήσι αυτό να ανεγειρόταν στο χωριό της ώστε να μπορεί να το επισκέπτεται πιο συχνά. Δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι τα γεγονότα ανάγονται στο 1938 που η μετακίνηση από το ένα χωριό στο άλλο, έστω και μεταξύ γειτονικών χωριών, δεν ήταν εύκολη όπως σήμερα.
Παρουσιάστηκαν εκκλησιαστικά ημερολόγια της Ιεράς Μητρόπολης Λεμεσού όπου σημειώνεται στους πανηγυρίζοντες ναούς για την 8η Σεπτεμβρίου που είναι τα γενέθλια της Θεοτόκου το Παρεκκλήσιο Πέρα Πεδίου. Περαιτέρω στα ημερολόγια, στον κατάλογο των Ιερών Ναών της Μητροπολιτικής Περιφέρειας Λεμεσού που εμπεριέχουν, όσον αφορά το Πέρα Πεδί αναφέρεται και το επίδικο Παρεκκλήσι. Τα ημερολόγια είναι του 2012 και 2017 (Τεκμ.6 και 36 αντίστοιχα) μετά την εκδήλωση της επίδικης διαμάχης. Είναι συνεπώς πιο σημαντική η αναφορά στο Τεκμ.5 που είναι ημερολόγιο του 2006, γνωστού βιβλιοπωλείου της Λεμεσού όπου αναφέρεται (σελ.15) ότι το Πέρα Πεδί πανηγυρίζει την 8 Σεπτεμβρίου τα γενέθλια της Θεοτόκου.
Εάν το Παρεκκλήσι λειτουργούσε ως ιδιωτικός ναός, όπως ο Εναγόμενος 1 παρουσίασε την περίπτωση, τότε δεν θα αναμενόταν ότι αυτό θα πανηγύριζε σε οιαδήποτε εορτή, όπως σε ανύποπτο χρόνο σημειώνεται στο Τεκμ.5.
Έχει παρουσιαστεί επιστολή ημερ. 30.7.2010 των τότε δικηγόρων των Εναγομένων προς τους δικηγόρους των Εναγόντων (μέρος του Τεκμ.9) στην οποία καταγράφεται ότι «Οι πελάτες μας δέχονται ότι λειτουργεί το Παρεκκλήσι 2 φορές το χρόνο και ότι το διαχειρίζεται η Εκκλησιαστική Επιτροπή μόνο. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς του Παρεκκλησίου ανήκει στους πελάτες μας». Αναφέρεται ακόμα ότι «Οι πελάτες μας συγκατατίθενται για τις εργασίες που περιγράφονται στη δήλωση, που θα γίνουν μόνο εντός του Παρεκκλησίου, διά τις εργασίες εκτός του Παρεκκλησίου [θα] τις αποδεχθούν μόνο εάν στη δήλωση συμπεριληφθεί ότι η εκάστοτε Εκκλησιαστική Επιτροπή έχει μόνο τη διαχείριση του Παρεκκλησίου την οποία θα έχει πάντα χωρίς άλλο δικαίωμα». Στην επιστολή όπως και άλλες που προηγήθηκαν ρητά δηλώνεται ότι κανένα ιδιοκτησιακό δικαίωμα δεν δόθηκε είτε προς τη κοινότητα Πέρα Πεδίου, είτε προς την Εκκλησιαστική Επιτροπή.
Η ουσία δεν είναι αυτά που οι Εναγόμενοι δεν αποδέχονται, αλλά ότι αναγνωρίζεται ότι τη διαχείριση του Παρεκκλησίου είχε η Εκκλησιαστική Επιτροπή, παραδοχή ασυμβίβαστη με την θεμελιακή θέση των Εναγόντων ότι το Παρεκκλήσι ανεγέρθηκε και λειτουργούσε ως ιδιωτικό. Ο Εναγόμενος 1 δικαιολογήθηκε αναφέροντας ότι επρόκειτο για γραφόμενα των δικηγόρων του που δεν γνώριζαν το καταστατικό της Εκκλησίας και δεν ήταν μελετημένοι, προσπαθώντας να αποποιηθεί της εκ μέρους του παραδοχής. Υπάρχει ωστόσο και άλλη επιστολή ημερ. 14.4.2011 των ίδιων των Εναγομένων 1 και 2 προς τον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Μόρφου (Τεκμ.12) όπου γίνεται η ίδια παραδοχή.
Είναι εύρημα του Δικαστηρίου ότι η Μαρία Θεορή Κωνσταντή δώρισε το χώρο όπου σήμερα βρίσκεται το Παρεκκλήσι ώστε αυτό να ανεγερθεί και να ανήκει στην Εκκλησία και να χρησιμοποιείται από το κοινό.»
Έχοντας διεξέλθει τα πρακτικά της δίκης, το περιεχόμενο των τεκμηρίων, στα οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνουμε ότι οι λόγοι που αυτό αποδέχθηκε τη μαρτυρία των ΜΕ1, Στ. Στυλιανίδη, ΜΕ2, Λ. Μαρκαντώνη, και ΜΕ4, Στ. Ολύμπιου, ενώ δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Κονιδάρη, είναι εύλογοι, προκύπτοντες μέσα από τη δυναμική και τη συνοδή πειστικότητα που εξέπεμψε το περιεχόμενο της μαρτυρίας ενός εκάστου μάρτυρα, σε συνυφασμό και σύγκριση με άλλη μαρτυρία, καθ’ όλα υποστηρικτική, στην οποία, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εύστοχα, αναφέρθηκε. Διακρίνεται, θεωρούμε, αξιολόγηση του συνόλου της μαρτυρίας και αντιπαραβολή της με σημεία αναφοράς τη διαφωνία, όπου υπήρξε, ως προς τα ουσιώδη, για τα επίδικα θέματα, γεγονότα, με το πρωτόδικο Δικαστήριο να τοποθετείται, ευκρινώς, εξηγώντας τους λόγους της αποδοχής ή απόρριψης της μαρτυρίας. Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής ή χρήση μη εύλογων ή άγνωστων κριτηρίων στη διαδικασία αξιολόγησης των μαρτύρων που αφορούν στους υπό συζήτηση λόγους έφεσης.
Παράλληλα, αναδύεται η εύλογη απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα 1, η οποία διεπόταν από αδυναμίες και έλλειψη πειστικότητας, με αναφορά σε συγκεκριμένα σημεία της μαρτυρίας του, τα οποία υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Οι εφεσείοντες προβάλλουν, στην αιτιολογία, ότι υπήρξε πάμπολλη μαρτυρία η οποία ενίσχυε τη μαρτυρία του εφεσείοντα 1, αλλά, και άλλη τέτοια μαρτυρία η οποία ταυτόχρονα κατέρριπτε τη μαρτυρία των εφεσίβλητων. Έχουμε μελετήσει τα στοιχεία της μαρτυρίας άλλων μαρτύρων στα οποία παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων. Είναι σημαντικό, όμως, να υποδείξουμε πως τα κυρίαρχα ζητήματα, τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε να αποφασίσει ήταν το κατά πόσο το επίδικο παρεκκλήσιο ήταν ιδιωτικό, ως η εκδοχή των εφεσειόντων, ή ο χώρος στον οποίο αυτό ανεγέρθηκε παραχωρήθηκε από τη γιαγιά τους προς την εκκλησία. Προκύπτει, συνεπώς, το ερώτημα σε τι βοηθά η μαρτυρία, άλλων μαρτύρων, ότι μεταγενέστερα της καταχώρισης της αγωγής ο Μητροπολίτης Λεμεσού έκανε πρόταση στον εφεσείοντα 1 για να του δοθεί οικόπεδο σε άλλο χωριό και αυτός να δώσει το παρεκκλήσιο στην εκκλησία. Ούτε η μαρτυρία του ΜΥ3 κατανοούμε πως ενισχύει την εκδοχή ή τη μαρτυρία του εφεσείοντα 1, περί του ότι το παρεκκλήσιο ήταν ιδιωτικό, αφού ο εν λόγω μάρτυρας δεν ήταν γνώστης των ουσιαστικών γεγονότων επί του εν λόγω ζητήματος, αλλά, η μαρτυρία του περιστράφηκε γύρω από πολεοδομικά θέματα. Ακόμη, τέτοια μαρτυρία δεν ήταν, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, ικανή να βοηθήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει αν το παρεκκλήσιο ήταν ιδιωτικό ή όχι, ή κατά πόσο στοιχειοθετήθηκε ή όχι καταπίστευμα προς όφελος των εφεσίβλητων, ως αυτοί αξίωσαν πρωτοδίκως. Ομοίως, η ίδια τοποθέτηση μας ισχύει και για τη μαρτυρία του ΜΥ4 υπεύθυνου του Αρχείου στον Κλάδο Οικοδομών Επάρχου Λεμεσού.
Μελετήσαμε τις θέσεις και τα επιχειρήματα των εφεσειόντων. Δεν θεωρούμε ότι παρέχονται περιθώρια επέμβασης στο έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και στην αξιολόγηση που αυτό έχει διενεργήσει. Το δε σκεπτικό του αναφορικά με τη μη αποδοχή της μαρτυρίας του εφεσείοντα 1 είναι επαρκές, ως εκ τούτου, απορρίπτεται η θέση των εφεσειόντων περί ανεπαρκέστατης αιτιολογίας.
Συνακόλουθα, οι λόγοι έφεσης 6 και 8 κρίνονται αβάσιμοι.
(2ος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι δόθηκε έγκριση, προφορικά και όχι γραπτή έγκριση, για την καταχώριση της αγωγής,
Για το ζήτημα που εγείρεται μέσα από τον προαναφερόμενο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού πρώτα αναφέρθηκε στα ουσιώδη στοιχεία της μαρτυρίας των μαρτύρων που ο κάθε διάδικος παρουσίασε, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι για την καταχώριση της αγωγής είχε προηγηθεί προφορική έγκριση από τον Μητροπολίτη Λεμεσού. Τα αποσπάσματα από τη σχετική μαρτυρία και την ανάλογη πρωτόδικη κατάληξη έχουν ως ακολούθως:
«Ο Στέλιος Στυλιανίδης (Μ.Ε.1) (γραπτή δήλωση - Τεκμ.1) είναι ηλικίας 74 ετών γεννήθηκε στο Πέρα-Πεδί όπου και διατηρεί ιδιόκτητη κατοικία. Τα τελευταία 30 χρόνια είναι Εκκλησιαστικός Επίτροπος και μόνιμος ιεροψάλτης στους Ναούς και Παρεκκλήσια του χωριού του.
Ο Στυλιανίδης μαρτύρησε πως πριν την καταχώρηση της αγωγής και για την καταχώρηση της είχε ληφθεί η άδεια του Μητροπολίτη Λεμεσού. Παρουσίασε και σχετική βεβαίωση της Ιεράς Μητρόπολης Λεμεσού ημερ. 21.3.2017, που υπογράφεται εκ μέρους του Μητροπολίτη από τον Πρωτοσύγκελο της Μητρόπολης, ότι είχε προηγηθεί η έγκριση (Τεκμ.3). Ο Ολύμπιος ανάφερε ότι ο ίδιος ο Μητροπολίτης Λεμεσού του έχει επιβεβαιώσει ότι σε συνάντηση που είχε με τους Ενάγοντες, πριν από την έγερση της παρούσας αγωγής, προφορικά έδωσε την άδεια του για την καταχώριση της.
Το Δικαστήριο αποδέχεται τη θέση ότι πριν την καταχώρηση της παρούσας είχε ληφθεί η προφορική έγκριση του Μητροπολίτη Λεμεσού. Αναγνωρίζεται ότι θα ήταν δύσκολο οι Εναγόμενοι να εξασφάλιζαν μαρτυρία περί του αντιθέτου, όμως γεγονός παραμένει ότι η σχετική μαρτυρία παρέμεινε αναντίλεκτη. Περαιτέρω η θέση επιβεβαιώθηκε με τη βεβαίωση ημερ. 21.3.2017. Οι Εναγόμενοι δεν ζήτησαν την αντεξέταση του προσυπογράφοντα τη βεβαίωση (βλ. άρθρο 26 του περί Απόδειξης Νόμου).
Ο Κονιδάρης υποστήριξε ότι δεν είναι δυνατό να υπάρξει προφορική έγκριση. Την θέση του περί της αναγκαιότητας γραπτής έγκρισης εδράζει στη γενικότερη, όπως την χαρακτηρίζει, διάταξη του άρθρου 64 του Καταστατικού Χάρτη του 2010 που προνοεί ότι «Ουδεμία πράξη της Ενοριακής Επιτροπής δεσμεύει με οποιοδήποτε τρόπο την Ενορία, εάν δεν εγκριθεί εγγράφως από τον οικείο Αρχιερέα». Η καταχώρηση αγωγής συνιστά, κατά τον Κονιδάρη, πράξη και καλύπτεται από το άρθρο 64.
Εάν οι πρόνοιες του Καταστατικού Χάρτη του 2010 ερμηνευθούν με τον τρόπο που ερμηνεύονται οι νομοθεσίες, τότε, εφόσον σε σχέση με την καταχώρηση αγωγής υπάρχει ειδική διάταξη, το άρθρο 32, που δεν προνοεί όπως η έγκριση είναι γραπτή, αυτή πρέπει να υπερισχύει της γενικής διάταξης του άρθρου 64 που προνοεί για γραπτή έγκριση.
Όμως, όπως έχει ήδη αναφερθεί με παραπομπή στην Ιερά Μονή Μαχαιρά, ο Καταστατικός Χάρτης δεν έχει κυρωθεί από νόμο και δεν έχει ισχύ νόμου. Είναι εσωτερικός κανόνας της Εκκλησίας της Κύπρου. Εάν οι Ενάγοντες είχαν καταχωρήσει την παρούσα αγωγή χωρίς έγκριση από τον Μητροπολίτη Λεμεσού και είχαν παραβεί τις πρόνοιες του Καταστατικού Χάρτη θα ήταν ζήτημα εσωτερικό της Εκκλησίας που δεν αγγίζει τη διεξαγωγή της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας. Η θέση του Κονιδάρη ότι ο Καταστατικός Χάρτης ως ειδική νομοθεσία υπερισχύει είναι λανθασμένη εφόσον ο Καταστατικός Χάρτης δεν είναι νομοθεσία.
Είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το γεγονός ότι δεν προηγήθηκε της καταχώρησης της παρούσας αγωγής γραπτή έγκριση του Μητροπολίτη Λεμεσού, και στην περίπτωση που τούτο επιβαλλόταν από τις πρόνοιες του Καταστατικού Χάρτη, δεν επηρεάζει την νομιμότητα της καταχώρησης. Οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας δεν προνοούν κάτι τέτοιο, ούτε νομοθεσία ή άλλος κανονισμός της πολιτείας.»
Έχουμε αξιολογήσει τις θέσεις και τα επιχειρήματα των συνηγόρων των εφεσειόντων. Κρίνουμε ότι αυτά δεν αποτελούν αντίλογο ικανό για την ανατροπή του πρωτόδικου συμπεράσματος, το οποίο στηρίχθηκε σε εύλογο, υπό τις περιστάσεις, έρεισμα και πλαίσιο. Οι θέσεις των εφεσειόντων δεν γίνονται αποδεκτές, καθ’ ότι παραγνωρίζουν την πρόνοια του Άρθρου 32 του Παραρτήματος Γ του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου του 2010 (που ίσχυε κατά τον χρόνο της καταχώρισης της αγωγής) το οποίο προέβλεπε ότι «Για την έγερση αγωγής εκ μέρους εκκλησιαστικού Νομικού Προσώπου, καθώς και την άσκηση ανταγωγής ή οποιουδήποτε ένδικου μέσου, ή για την κατάρτιση συμβιβασμού απαιτείται η έγκριση του οικείου Αρχιερέως». Πουθενά, όμως, στον εν λόγω χάρτη δεν ερμηνεύεται ότι τέτοια έγκριση εννοείται να είναι γραπτή. Άρα, από άποψη κανόνων της εκκλησίας, δεν τίθεται κώλυμα στην ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ελλείψει δε νομοθετικής ρύθμισης της Πολιτείας, η οποία να απαγορεύει ή να αντιμάχεται τη ρύθμιση του Άρθρου 32 του Καταστατικού Χάρτη (ανωτέρω), η ερμηνεία που δόθηκε ήταν εύλογη και επιτρεπτή. Το ότι υπήρξε, προφανώς λόγω της έγερσης του θέματος από τους εφεσείοντες, και γραπτή έγκριση για την έγερση της αγωγής, από τον Μητροπολίτη Λεμεσού, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι δεν υπήρξε η προφορική του έγκριση. Άλλωστε, δεδομένης της αμφισβήτησης της ύπαρξης έγκρισης, ήταν και ένας τρόπος για να δοθεί μαρτυρία χωρίς τη φυσική παρουσία του Μητροπολίτη Λεμεσού στο Δικαστήριο, και, όπως υπέδειξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι εφεσείοντες δεν ζήτησαν την αντεξέταση του προσώπου που υπέγραψε το Τεκμήριο 3, το οποίο συνιστούσε τη γραπτή έγκριση. Επισημαίνεται, εξάλλου, πως το σχετικό, πρωτόδικο, συμπέρασμα δεν στηρίχθηκε μόνο στο Τεκμήριο 3, αλλά, στηρίχθηκε και στη μαρτυρία που δόθηκε από τους ΜΕ1 και ΜΕ4, οι οποίοι κρίθηκαν, ορθά, ως έχουμε καταλήξει, αξιόπιστοι.
Κατ’ επέκταση των πιο πάνω, ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.
(3ος λόγος έφεσης), ότι το πρωτόδικο συμπέρασμα πως ο Θεόδωρος Πεύκος δεν θεωρούσε τον χώρο του παρεκκλησιού ιδιωτικό επειδή δεν τον συμπεριέλαβε σε αίτηση για άδεια διαχωρισμού στον χώρο πρασίνου, είναι λανθασμένο,
Κατ’ αρχάς, οφείλουμε να υποδείξουμε πως συμπέρασμα με το πιο πάνω λεκτικό δεν εντοπίζεται στο κείμενο της εκκαλούμενης απόφασης. Ό,τι προκύπτει, από αυτήν, είναι πως το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι το παρεκκλήσιο δεν ήταν ιδιωτικό στηριζόμενο σε αρκετά γεγονότα, τα οποία κατονομάζει, μεταξύ αυτών, και ο προβληματισμός και η ανάλυση του περιεχομένου της μαρτυρίας που προσφέρθηκε αναφορικά με αίτηση διαχωρισμού σε οικόπεδα του ακινήτου, εντός του οποίου βρίσκεται το παρεκκλήσιο.
Είναι, θεωρούμε, σημαντικό να παραθέσουμε, επ’ ακριβώς, τα λεχθέντα, επί του εν λόγω θέματος, όπως αυτά διατυπώθηκαν στην πρωτόδικη απόφαση, και έχουν ως εξής:
«Ότι ο Θεόδωρος Πεύκου ήταν ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης ήταν δεδομένο και αδιαμφισβήτητο. Το ζήτημα είναι κατά πόσο αναγνώριζε κάποια διαφορετική κατάσταση πραγμάτων σε σχέση με το Παρεκκλήσι και τον περιβάλλοντα αυτού χώρο.
Κατά πρώτο η συμπερίληψη του χώρου του Παρεκκλησίου στο χώρο πρασίνου στην αίτηση που υπόβαλε ο Θεόδωρος Πεύκου αναδεικνύει ότι αυτός αποδεχόταν ότι, στην περίπτωση που εγκρινόταν η αίτηση του, το Παρεκκλήσι θα ανήκε στο δημόσιο ως μέρος του χώρου πρασίνου. Η προσέγγιση, χωρίς να έχει καταλυτική σημασία, συνηγορεί υπέρ του ότι ο Θεόδωρος Πεύκου δεν θεωρούσε πως ο χώρος μπορούσε να αναπτυχθεί.
Κατά δεύτερο, όταν αποδέχθηκε την πρόταση για διαίρεση, αποδέχτηκε όπως ο χώρος του Παρεκκλησίου χαρακτηριστεί ως «χώρος εκκλησίας». Ο χώρος, που ήταν ζωγραφισμένος με πορτοκαλί χρώμα, ήταν επιπλέον του χώρου πρασίνου που όφειλε να παραχωρήσει και παραχωρούσε. Εάν η θέση και πεποίθηση του ήταν ότι ο χώρος ήταν ιδιωτικός που θα μπορούσε να τύχει ανάπτυξης θα αναμενόταν να επιμένει ότι ο χώρος αυτός θα έπρεπε να συμπεριληφθεί στο οικοπεδοποιήσιμο εμβαδό και να χαρακτηριστεί, έστω με την προσθήκη κάποιου περαιτέρω εμβαδού, ως υπό διάνοιξη οικόπεδο. Ούτε, όμως, το σημείο αυτό καταδεικνύει χωρίς άλλο ότι ο Θεόδωρος Πεύκου αναγνώριζε ότι το Παρεκκλήσιο ανήκε στην Εκκλησία.»
Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο συμπέρασμα, πως το παρεκκλήσιο δεν ήταν ιδιωτικό, δεν είναι λανθασμένο. Προέκυψε ως εύλογο στη βάση και του πιο πάνω προβληματισμού του Δικαστηρίου. Ως διαφαίνεται, άλλωστε, ξεκάθαρα αυτό το γεγονός δεν ήταν το μόνο το οποίο οδήγησε στο συμπέρασμα πως το παρεκκλήσιο δεν ήταν ιδιωτικό, αλλά οι σχετικές αναφορές του Δικαστηρίου συνεκτιμήθηκαν μαζί με άλλη μαρτυρία, που συνηγορούσε σ’ αυτό, και η οποία, δικαιολογημένα, οδήγησε στο εν λόγω συμπέρασμα. Ειδικότερα, πρόκειται για τη μαρτυρία των ΜΕ1 και ΜΕ4 ότι το παρεκκλήσιο ανεγέρθηκε με δαπάνη του Ι. Τσίρου, γεγονός που επιβεβαιώνεται, ως ορθά κρίθηκε, και από τη μαρμάρινη πλάκα που ήταν τοποθετημένη στο παρεκκλήσιο και είχε κατασκευασθεί το 1942, χωρίς αντίδραση. Ως εύλογα υπέδειξε το πρωτόδικο δικαστήριο, αν το παρεκκλήσιο ήταν ιδιωτικό και οι πρόγονοι των εφεσειόντων πλήρωναν τα έξοδα και τις δαπάνες ανέγερσης του, θα υπήρχε αντίδραση. Επιπλέον, το 1997 υπήρξαν εργασίες ανακαίνισης με δωρεά της οικογένειας Χατζημιτσή, υπό την επίβλεψη της «εκκλησιαστικής» επιτροπής του χωριού. Επίσης, γίνεται αναφορά, στην πρωτόδικη απόφαση, και για δωρεές και άλλων προσώπων. Ταυτόχρονα, σημειώνεται πως η μαρτυρία που προσφέρθηκε εκ μέρους των εφεσειόντων προς απόδειξη του ισχυρισμού τους, ότι το παρεκκλήσιο ήταν ιδιωτικό απορρίφθηκε, ορθά, ως έχουμε καταλήξει.
Κρίνεται, συνεπώς, αβάσιμος ο λόγος έφεσης 3.
(4ος λόγος έφεσης), ότι το πρωτόδικο συμπέρασμα πως κατά τον χρόνο των υποτιθέμενων υποσχέσεων ή δωρεάς η ενδιαφερόμενη (προφανώς εννοείται η Μαρία Θεορή Κωνσταντή) δεν ήταν ιδιοκτήτρια του ακινήτου, αλλά έγινε το 1945, ήτοι 7 χρόνια μεταγενέστερα και πως το γεγονός αυτό δεν εκθεμελιώνει την υπόθεση της εφεσίβλητης 2, είναι λανθασμένο,
Μελετήσαμε προσεκτικά τα σχετικά επιχειρήματα που προώθησαν οι εφεσείοντες, μέσω των συνηγόρων τους. Ασφαλώς, θεωρούμε ότι το εν λόγω συμπέρασμα ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογο. Ο χρόνος των υποσχέσεων ή της δωρεάς αποτελούσε την αφετηρία για τη στοιχειοθέτηση της απαίτησης των εφεσίβλητων 2 ως βάση δημιουργίας εξ επαγωγής ή απολήγοντος καταπιστεύματος, αλλά, και στη συνέχεια, κατά τον χρόνο που η μετέπειτα ιδιοκτήτρια του ακινήτου, που ήταν το ίδιο πρόσωπο, λειτουργούσε σε αρμονία με τις υποσχέσεις της. Η αντίδραση των εφεσειόντων, το 2009 και 2010 ως ιδιοκτητών, προφανώς δεν θα μπορούσε να αναχαιτίσει την προϊστορία που υπήρξε και τη συμπεριφορά των προγόνων και προκατόχων τους. Άλλωστε, εάν μόνο δια της απόδειξης της ιδιοκτησίας, εμποδιζόταν η στοιχειοθέτηση καταπιστευμάτων, τότε τέτοιες βάσεις αγωγής δεν θα είχαν νόημα και δεν θα αποδεικνυόταν ποτέ εξ επαγωγής ή απολήγων καταπίστευμα, που είναι επιτρεπτό και ικανό νομικό έρεισμα για διαφοροποίηση, μεταξύ άλλων, δικαιωμάτων που είναι εγγεγραμμένα ή καταχωρημένα σε επίσημα έγγραφα επ’ ονόματι προσώπου σε βάρος του οποίου δημιουργούνται τα εν λόγω καταπιστεύματα. Αυτό θα επιτυγχανόταν με την αποξένωση του τίτλου ιδιοκτησίας. Το κυπριακό δίκαιο, όμως, ως προκύπτει από τη σχετική νομολογία, διατηρεί σε ισχύ τη διεκδίκηση δικαιωμάτων έναντι εγγραφών ακίνητης ιδιοκτησίας, στη βάση απόδειξης καταπιστεύματος (βλέπετε Άρθρο 4(1) του Κεφ. 224). Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε το γεγονός αυτό, ως ακολούθως:
«Το άρθρο 4(1) του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίµηση) Νόµου που προνοεί ότι «. κανένα δικαίωµα ιδιοκτησίας (estate), συµφέρον, δικαίωµα, προνόµιο, ελευθερία, δουλεία ή οποιοδήποτε άλλο πλεονέκτηµα εντός, επί ή υπεράνω οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας δεν υφίσταται ή δηµιουργείται, αποκτάται ή µεταβιβάζεται παρά µόνο δυνάµει των διατάξεων του Νόµου αυτού.» εξαιρεί ρητά τους κανόνες της επιείκειας σε σχέση με τη δημιουργία εμπιστευμάτων και όπως αποφασίστηκε στην Χριστοφόρου ν. Χριστοφόρου (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1551 το άρθρο 65ΙΕ (που εισάχθηκε στο Νόμο το 1978 και τέθηκε σε ισχύ την 1.4.1980), δεν καλύπτει τα απολήγοντα ή εξ επαγωγής εμπιστεύματα που εξακολουθούν να μπορούν να τεκμηριώσουν δικαιώματα εκτός του πλαισίου του Νόµου (βλ. ακόμα Τσαγγάρη ν. Γαβριηλίδου κ.ά (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 472, 482).»
Ενόψει των όσων έχουμε εξηγήσει, θεωρούμε πως δεν δικαιολογείται η αποδοχή των θέσεων των εφεσειόντων οι οποίες υποστήριξαν τον λόγο έφεσης 4.
Κρίνεται, επομένως, αβάσιμος ο λόγος έφεσης 4.
(5ος λόγος έφεσης), ότι είναι, επίσης, λανθασμένο το πρωτόδικο συμπέρασμα πως δεν υπήρχε υποχρέωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να καταλήξει σε λεπτομέρειες ή τι ακριβώς ειπώθηκε από την Μαρία Θεωρή και πως το έργο του περιορίζεται στο να αποφανθεί ότι είναι περισσότερο πιθανόν παρά όχι να υπήρξε δωρεά για σκοπούς ανέγερσης παρεκκλησίου το οποίο θα ανήκει στην εκκλησία,
Εν πρώτοις, είναι χρήσιμο να σημειώσουμε πως το ζήτημα της μη απόδειξης λεπτομερειών ως προς το τι ακριβώς ειπώθηκε από τη Μ. Θεορή, αναφορικά με το θέμα της δωρεάς, προέκυψε ως ανάγκη αποσαφήνισης των ουσιωδών ζητημάτων της διαφοράς. Επομένως, επρόκειτο για αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου θέλοντας αυτό να ξεκαθαρίσει ότι ήταν αρκετό να πεισθεί, ως συνέβη, πως υπήρξε δωρεά και δεν χρειαζόταν η απόδειξη του περιεχομένου τέτοιας πράξης, συνυπολογίζοντας, ορθά, την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος, με σημείο αναφοράς το 1938. Αποτελεί, η εν λόγω αναφορά, ως κρίνουμε, έκφραση στην ανάδειξη του ουσιώδους ζητήματος, που ήταν και το ζητούμενο, προκειμένου το Δικαστήριο να προβεί στα απαραίτητα και σχετικά, με τα επίδικα ζητήματα, συμπεράσματα. Δεν εντοπίζουμε σφάλμα στην εν λόγω αντιμετώπιση. Παραμένει, δε, αναπάντητο, εκ μέρους των εφεσειόντων, το ερώτημα, γιατί ήταν ουσιώδες ή σημαντικό υπό τις περιστάσεις που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αυτό, πέραν από όσα τέθηκαν ενώπιον του από όλη τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων 2, να γνωρίζει περαιτέρω λεπτομέρειες ή στοιχεία ή το ακριβές περιεχόμενο της δωρεάς. Αν παρουσιάζονταν, βέβαια, τέτοια στοιχεία με μαρτυρία, προφανώς, θα τύγχαναν αξιολόγησης και χειρισμού. Το γεγονός, όμως, ότι δεν υπήρξαν δεν θεωρούμε ότι ήταν κενό που δεν επέτρεπε την εξαγωγή του υπό συζήτηση πρωτόδικου συμπεράσματος.
Ως αποτέλεσμα των όσων έχουμε, πιο πάνω, εξηγήσει, κρίνεται αβάσιμος ο λόγος έφεσης 5.
(7ος λόγος έφεσης), ότι είναι λανθασμένο το εύρημα πως το παρεκκλήσιο ανεγέρθηκε με δαπάνη του Ιωάννη Τσίρου,
Ενόψει του ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΕ1 και του ΜΕ4 κρίθηκε ορθή, και οι σχετικοί λόγοι έφεσης (6ος και 8ος) κρίθηκαν αβάσιμοι, έπεται πως και το εν λόγω εύρημα είναι εύλογο και επιτρεπτό, αφού προέκυψε από, ορθά, αξιολογούμενη και αποδεκτή μαρτυρία.
Συνεπώς, ο υπό συζήτηση λόγος έφεσης 7 κρίνεται αβάσιμος.
(9ος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα και/ή αυθαίρετα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, δέχθηκε μαρτυρία αναφορικά με μεταγενέστερες δαπάνες για το παρεκκλήσιο, κατ’ επέκταση, είναι λανθασμένο και το συναφές συμπέρασμα ότι η μη ένσταση των εφεσειόντων επιβεβαιώνει αναγνώριση δικαιωμάτων στους εφεσίβλητους 2,
Έχουμε αξιολογήσει όλες τις θέσεις και αιτιάσεις που προβάλλουν οι εφεσείοντες προς υποστήριξη του υπό συζήτηση λόγου έφεσης. Μέρος αυτών, κατ’ αρχάς, σχετίζεται με την αποδεκτή μαρτυρία των ΜΕ1, ΜΕ2 και ΜΕ4, η αξιολόγηση των οποίων, ως έχουμε ήδη μνημονεύσει, κρίθηκε ορθή, ως εκ τούτου, εφόσον οι μεταγενέστερες δαπάνες στο παρεκκλήσιο ήταν προϊόν της μαρτυρίας τους, δεν στοιχειοθετείται η θέση των εφεσειόντων περί αυθαίρετης επιλογής ή συμπεράσματος.
Περιπλέον, όσον αφορά στη θέση ότι μέσα από το Τεκμήριο 9 προκύπτει πως για ουσιαστικής φύσεως εργασία ζητήθηκε η άδεια των εφεσειόντων, και άρα ενισχύεται η εκδοχή τους, σημειώνουμε ότι το Τεκμήριο 9 (σειρά επιστολών μεταξύ των δικηγόρων των εφεσειόντων και εφεσιβλήτων) προέκυψε το 2009 και έπειτα. Ασφαλώς, όπως γίνεται κατανοητό μέσα από την πρωτόδικη απόφαση, δεν αγνοήθηκε η εν λόγω αλληλογραφία, και, εν πάση περιπτώσει, το συμπέρασμα ότι το παρεκκλήσιο δεν ήταν ιδιωτικό στοιχειοθετήθηκε στη βάση ενεργειών που σχετίζονται, χρονικά, πολύ πριν το 2009 που υπήρξε, ουσιαστικά, αντίδραση στη χρήση του παρεκκλησίου ως μη ιδιωτικό. Στο τεκμήριο 9 αναμφίβολα προκύπτει διαφωνία των εφεσειόντων με το καθεστώς του παρεκκλησίου. Ορθά, όμως, λήφθηκε υπόψη αυτό το γεγονός, πρωτοδίκως, ως μη ικανό για τη στοιχειοθέτηση της δικογραφημένης εκδοχής των εφεσειόντων.
Όσον αφορά στη μη προσκόμιση εκκλησιαστικών βιβλίων για απόδειξη δαπανών για επιδιορθώσεις ή στη μη κλήτευση του εργολάβου που έκανε τις εργασίες, δεν θεωρούμε ότι το γεγονός αυτό ήταν ικανό να κλονίσει την αξιοπιστία των μαρτύρων των εφεσίβλητων 2 και ούτε, κατ’ επέκταση, ως είναι η θέση των εφεσειόντων, το συμπέρασμα του Δικαστηρίου, να δεχθεί μαρτυρία για μεταγενέστερες δαπάνες επιδιόρθωσης του. Είναι σημαντικό, στο παρόν στάδιο, να υποδείξουμε πως το θέμα της μη προσκόμισης μαρτυρίας για το ακριβές ύψος των δαπανών θα είχε τη δυναμική που του αποδίδουν οι εφεσείοντες αν επρόκειτο για απόδειξη κονδυλίων ειδικών ζημιών οι οποίες, κατ’ εφαρμογή της νομολογίας, θα πρέπει να αποδεικνύονται με αυστηρότητα. Δεν ήταν όμως αυτή η περίπτωση. Το ουσιώδες, προς απόδειξη, ήταν η εκτέλεση των έργων, που προφανώς είχαν κάποιο κόστος, γεγονός που αποδείχθηκε από την αποδεκτή μαρτυρία που προσέφεραν οι εφεσίβλητοι 2.
Επίσης, όσον αφορά στη θέση των εφεσειόντων ότι η μαρτυρία που δόθηκε αναφορικά με τις δαπάνες ήταν εξ’ ακοής, πλην όμως δεν αξιολογήθηκε υπό το φως των προνοιών του Άρθρου 9, παρατηρούμε ότι δεν κατονομάζεται στην αιτιολογία η νομοθεσία. Αντιλαμβανόμαστε ότι, ενδεχομένως, θα πρόκειται για παραδρομή και πως εννοείται το Κεφ. 9, που γίνεται γι’ αυτό αναφορά στο περίγραμμα αγόρευσης, αλλά και πάλιν, ως διαπιστώνουμε, χωρίς να αναπτύσσεται περαιτέρω αυτή η θέση. Εν πάση περιπτώσει, προκύπτει ότι η μαρτυρία για τις μεταγενέστερες δαπάνες προέρχεται από αξιόπιστους μάρτυρες και μέρος της μαρτυρίας προωθήθηκε από τον ΜΕ1 που γνώριζε άμεσα για τις δαπάνες, όπως και τον ΜΕ2, εν μέρει, κοινοτάρχη του χωριού Πέρα Πεδί.
Συνακόλουθα, κρίνεται αβάσιμος ο λόγος έφεσης 9.
(10ος λόγος έφεσης), ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως το παρεκκλήσιο δεν ήταν ιδιωτικό στηρίχθηκε σε θεωρητικά επιχειρήματα,
Έχουμε αξιολογήσει την εν λόγω θέση των εφεσειόντων την οποία δεν αποδεχόμαστε. Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι το παρεκκλήσιο δεν ήταν ιδιωτικό δεν στηρίχθηκε σε θεωρητικά επιχειρήματα. Αντίθετα, ήταν προϊόν της αποδεκτής μαρτυρίας στο σύνολο της, προφορικής και άλλης, η οποία εύλογα οδήγησε στο εν λόγω εύρημα, ως προκύπτει από την ανάλυση της μαρτυρίας που αποτυπώνεται σαφώς επί του κειμένου της εκκαλούμενης απόφασης, στην οποία αναφερθήκαμε, εν πολλοίς, είτε ευθέως είτε έμμεσα, δια της παραπομπής σε αποσπάσματα από την εκκαλούμενη απόφαση.
Ως εκ τούτου, ο λόγος έφεσης 10 κρίνεται αβάσιμος.
(11ος λόγος έφεσης), ότι η επιστολή, τεκμήριο 9 (μέρος αυτού), ημερομηνίας 30.07.2010, αξιολογήθηκε λανθασμένα και αποσπασματικά χωρίς συνολική αντίκριση,
Θεωρούμε ότι το περιεχόμενο της επιστολής, ημερομηνίας 30.07.2010, μέρος του Τεκμηρίου 9, δικαιολογούσε το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, μαζί με την υπόλοιπη, βέβαια, μαρτυρία, και δη, ότι το επίδικο παρεκκλήσιο αποτελούσε δωρεά της γιαγιάς των εφεσειόντων και, κατ’ επέκταση των όσων αποδείχθηκαν αναφορικά με τη χρήση του από το έτος 1938 που ανεγέρθηκε μέχρι το 2009-2010, οπότε για πρώτη φορά αντέδρασαν οι εφεσείοντες, δεν ήταν ιδιωτικό.
Δεν αποδεχόμαστε τη θέση ότι το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 9 δικαιολογούσε αντίθετο συμπέρασμα με αυτό που κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, είναι συνυφασμένο με τη μαρτυρία που προσέφεραν οι εφεσείοντες, ειδικότερα, τη μαρτυρία του εφεσείοντα 1, η οποία, ως έχουμε ήδη αποφανθεί, ορθά δεν έγινε αποδεκτή. Κατά τα λοιπά, ό,τι εξάγεται από το περιεχόμενο της αλληλογραφίας είναι η θέση των εφεσειόντων με την οποία διαφωνούσαν με την προσπάθεια των εφεσίβλητων 2 να προβούν σε ενέργειες επιδιόρθωσης στο επίδικο παρεκκλήσιο. Δεν ήταν, όμως, η εν λόγω διαφωνία ικανή μαρτυρία για την απόδειξη των ισχυρισμών τους, αφού τα καθοριστικά γεγονότα, που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήταν αυτά που αφορούσαν σε χρόνο πολύ προγενέστερο. Εν πάση περιπτώσει, δεν αποδεχόμαστε ότι έγινε αποσπασματική αξιολόγηση του Τεκμηρίου 9.
Ενόψει των όσων έχουμε εξηγήσει, ο λόγος έφεσης 11 κρίνεται αβάσιμος.
(12ος λόγος έφεσης) ότι λανθασμένα, επίσης, κρίθηκε ότι δεν δικογραφήθηκε ισχυρισμός περί άδειας χρήσης,
Η υποστήριξη του λόγου αυτού, μεταξύ άλλων, στηρίζεται στη θέση ότι δεν δικογραφούνται τα νομικά επιχειρήματα ή ο νόμος, αλλά, μόνο γεγονότα τα οποία θα τύχουν αποδοχής και ερμηνείας από το Δικαστήριο, προέκυπτε δε, ως είναι η θέση των εφεσειόντων, ότι έμμεσα, πλην όμως σαφώς, πως τυχόν χρήση δεν μπορούσε παρά να είναι κατόπιν άδειας. Αποδεχόμαστε ότι είναι ορθή η θέση πως επί των δικογράφων δεν είναι αναγκαίο να παρατίθενται νομοθεσίες, εκτός και αν εγείρεται προδικαστική ένσταση ή νομικό σημείο, που ενδεχομένως να είναι αναγκαίο να παρατίθενται στα δικόγραφα νομοθεσία ή νομικά επιχειρήματα, ωστόσο, είναι απαραίτητο να παρατίθενται στα δικόγραφα οι ισχυρισμοί περί των γεγονότων που στοιχειοθετούν τη νομική θέση ή το νομικό έρεισμα για την απόδειξη των ισχυρισμών, είτε της απαίτησης είτε της υπεράσπισης, ούτως ώστε τα Δικαστήρια να αντιλαμβάνονται τη φύση της υπόθεσης που έχουν ενώπιον τους, και, ανάλογα, να οριοθετούν τη διαδικασία, αλλά και να την παρακολουθούν κατά τη δίκη, ώστε, αν χρειαστεί, να δώσουν τις κατάλληλες οδηγίες. Έχουμε διεξέλθει την υπεράσπιση των εφεσειόντων και δεν εντοπίζουμε γεγονότα ή ισχυρισμό που να αντανακλούν σε προώθηση θέσης ότι το παρεκκλήσιο παραχωρήθηκε με άδεια χρήσης προς τους εφεσίβλητους 2. Αντίθετα, κύρια δικογραφημένη θέση των εφεσειόντων ήταν πως επρόκειτο για ιδιωτικό χώρο και επειδή υπήρξε επέμβαση σ’ αυτόν, από τους εφεσίβλητους περί το έτος 2010, αυτοί καταχώρισαν εναντίον τους αγωγή για επέμβαση στο ακίνητο τους, η οποία (τουλάχιστον όταν συντάχθηκε η υπεράσπιση τους), εκκρεμούσε στο Ε. Δ. Λεμεσού.
Συνεπώς, κρίνουμε πως, επί της υπεράσπισης, ούτε άμεσα αλλά ούτε έμμεσα εγειρόταν υπερασπιστική γραμμή ή θέση πως οι εφεσείοντες ή οι προκάτοχοι τους είχαν παραχωρήσει άδεια χρήσης του επίδικου ακινήτου προς τους εφεσίβλητους 2 ή ότι αυτή τερματίστηκε οποτεδήποτε. Άλλωστε, στην υπεράσπιση τους, οι εφεσείοντες (βλέπετε παράγραφος 9) θεωρούν ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν, μεταξύ άλλων, καμία εξουσία ή οποιοδήποτε δικαίωμα στο παρεκκλήσιο. Δεν ήταν, συνεπώς, υπό αυτούς τους ισχυρισμούς, επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να εξετάσει θέση περί άδειας χρήσης. Ορθά, συνεπώς, δεν την εξέτασε και ορθά υπέδειξε ότι δεν αποτελούσε επίδικο ζήτημα.
Απορρίπτεται, συνακόλουθα, ως αβάσιμος ο λόγος έφεσης 12.
(14ος λόγος έφεσης), ότι είναι λανθασμένο το συμπέρασμα πως η γιαγιά των εφεσειόντων έκανε συγκεκριμένες παραστάσεις οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα οι αντιπρόσωποι της εκκλησίας να προωθήσουν την ανέγερση του επίδικου παρεκκλησίου και/ή ότι η δωρεά του Ιωάννη Τσίρου θα πρέπει να θεωρείται πως έγινε εκ μέρους της εκκλησίας καθώς και ότι οι μετέπειτα δωρεές για ανακαίνιση θεωρούνται ότι έγιναν εκ μέρους της εκκλησίας και/ή ότι έγινε μεγάλη ανακαίνιση το 1997,
Οι θέσεις των εφεσειόντων, όπως εκτίθενται στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 14, αντανακλούν στο μέρος της εκκαλούμενης απόφασης με το οποίο η αξιολόγηση και αποδοχή της μαρτυρίας των ΜΕ οδήγησε στο πιο πάνω συμπέρασμα το οποίο αμφισβητείται. Δεν βλέπουμε υπόβαθρο, συνεπώς, το οποίο να επιτρέπει την ανατροπή του πιο πάνω συμπεράσματος, το οποίο εξάχθηκε μέσα από την αποδεκτή μαρτυρία και ήταν πλήρως σε αρμονία με αυτήν.
Κρίνεται, συνεπώς, αβάσιμος ο λόγος έφεσης 14.
(13ος λόγος έφεσης), ότι παρερμηνεύθηκε και/ή δεν εφαρμόστηκε ορθά η νομολογία για το πότε υφίσταται εξ επαγωγής καταπίστευμα, και (15ος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα κρίθηκε πως υπήρχε εξ επαγωγής καταπίστευμα για το παρεκκλήσιο και τον περίγυρο του και άρα οι εφεσίβλητοι εμποδίζονται να προτάσσουν περιουσιακά δικαιώματα σε βάρος των δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει η εκκλησία,
Οι προαναφερόμενοι λόγοι έφεσης είναι συναφείς μεταξύ τους. Ως εκ τούτου, θα τους συνεξετάσουμε.
Εν πρώτοις, επισημαίνουμε, ότι τα πιο πάνω συμπέρασματα στηρίχθηκαν στη βάση της αποδεκτής μαρτυρίας, προϊόν ορθής, ως κρίθηκε, αξιολόγησης και στη βάση της σχετικής νομολογίας περί των αρχών στοιχειοθέτησης εξ επαγωγής καταπιστεύματος, στην οποία παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Παρατηρούμε, ακόμη, πως ο αντίλογος, εκ μέρους των εφεσειόντων, υποστηρίζεται, μεταξύ άλλων, και από τον ισχυρισμό ότι είναι λανθασμένο το πρωτόδικο συμπέρασμα πως υπήρξε δωρεά και όχι παραχώρηση υπό όρους, όπως, επί παραδείγματι, άδεια χρήσης. Έχουμε, όμως, ήδη, τοποθετηθεί σε τέτοια θέση, προγενέστερα, και δεν θεωρούμε ότι χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε. Την απορρίπτουμε. Παραπονούνται, επίσης, οι εφεσείοντες ότι δεν υπήρξε επαρκής μαρτυρία η οποία να αποδεικνύει «κοινή πρόθεση διάθεσης έκτασης από το επίδικο ακίνητο». Το παράπονο δεν ευσταθεί, καθότι, δεν προβλέπεται, από τη νομολογία, πως πάντοτε η απόδειξη κοινής πρόθεσης προκύπτει άμεσα ή ρητώς. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε συγκεκριμένες περιστάσεις που δημιούργησαν το εξ επαγωγής καταπίστευμα προς όφελος των εφεσίβλητων, και υπό τις, ειδικές, περιστάσεις της παραχώρησης του χώρου για ανέγερση του παρεκκλησίου με δωρεά. Η κοινή πρόθεση, ως εξηγήθηκε πρωτοδίκως, στοιχειοθετείται, στην παρούσα υπόθεση, από το σύνολο των γεγονότων και της αποδοχής, εκ μέρους της Μ. Θεορή Κωνσταντή, της κατοχής και χρήσης του χώρου, από την εκκλησία, για τον σκοπό τον οποίο έκανε τη δωρεά.
Η πρωτόδικη κατάληξη, επί του θέματος που αφορά ο υπό συζήτηση λόγος έφεσης, ήταν προϊόν ανάλυσης της σχετικής νομολογίας και έχει ως ακολούθως:
«Οι Εναγόμενοι υποστηρίζουν ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία απολήγοντος ή και εξ επαγωγής εμπίστευματος υπέρ των Εναγόντων ή ιδιοκτησιακού κωλύματος που να τους εμποδίζει από του να εμμένουν στα ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα ως εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες του επιδίκου ακινήτου. Η εισήγηση των δικηγόρων τους (σελ.24 της γραπτής τους αγόρευσης) είναι ότι δόθηκε απλή άδεια που θα μπορούσε να τερματιστεί με απλή προειδοποίηση λογικού χρόνου. Τέτοια θέση δεν προβάλλεται στη δικογραφία τους.
Το άρθρο 4(1) του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίµηση) Νόµου που προνοεί ότι «. κανένα δικαίωµα ιδιοκτησίας (estate), συµφέρον, δικαίωµα, προνόµιο, ελευθερία, δουλεία ή οποιοδήποτε άλλο πλεονέκτηµα εντός, επί ή υπεράνω οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας δεν υφίσταται ή δηµιουργείται, αποκτάται ή µεταβιβάζεται παρά µόνο δυνάµει των διατάξεων του Νόµου αυτού.» εξαιρεί ρητά τους κανόνες της επιείκειας σε σχέση με τη δημιουργία εμπιστευμάτων και όπως αποφασίστηκε στην Χριστοφόρου ν. Χριστοφόρου (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1551 το άρθρο 65ΙΕ (που εισάχθηκε στο Νόμο το 1978 και τέθηκε σε ισχύ την 1.4.1980), δεν καλύπτει τα απολήγοντα ή εξ επαγωγής εμπιστεύματα που εξακολουθούν να μπορούν να τεκμηριώσουν δικαιώματα εκτός του πλαισίου του Νόµου (βλ. ακόμα Τσαγγάρη ν. Γαβριηλίδου κ.ά (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 472, 482).
Είναι η θέση των Εναγομένων ότι με βάση τον βασικό ισχυρισμό των Εναγόντων αναφορικά με την πρόθεση της γιαγιάς τους, δεν μπορεί να έχει δημιουργηθεί απολήγον καταπίστευμα (resulting trust) γιατί τέτοιο δημιουργείται όταν δημιουργείται καταπίστευμα χωρίς όμως να δηλώνονται οι σκοποί του καταπιστεύματος ή όπου το καταπίστευμα αποτυγχάνει λόγω αβεβαιότητας ή μη συμμόρφωσης με τις νομοθετικές διατάξεις.
Η ορθή διάσταση του απολήγοντος καταπιστεύματος αναδύεται από τα αποσπάσματα της βιβλιογραφίας στα οποία παραπέμπεται το Δικαστήριο. Προκύπτουν κατά κύριο λόγο ως αποτέλεσμα ανεπιτυχούς προσπάθειας δημιουργίας καταπιστεύματος με την προς διάθεση περιουσία ή συμφέρον να απολήγει πίσω στον διαθέτη, τον ιδιοκτήτη της περιουσίας ή του συμφέροντος που έγινε προσπάθεια να διατεθεί με το καταπίστευμα που δεν τελειοποιήθηκε. Αναφέρεται στο σύγγραμμα του P. Pettit, Equity and the Law of Trusts, 12η Έκδ., 2012, σελ.172-3 ότι «Equity it has been said, abhors a beneficial vacuum. Accordingly, where a settlor conveys or transfers property to trustees, but fails to declare the trusts upon which it is to be held, or where the expressed trusts fail altogether on the ground, for instance, of uncertainty, or non-compliance with statutory requirements as to writing, or where they fail partially on similar grounds, or because the trusts expressed only dispose of a part of the equitable interest, the entire equitable interest, or such part thereof as has not been effectively disposed of, remains vested in the settler or, in technical language, is said to result to him, and the property in accordingly said to be held by the trustees upon a resulting trust for him. Ex hypothesi, in these cases, the transfer is on trust and, accordingly, the resulting trust does not establish the trust, but merely carries back to the transferor the beneficial interest that has not been disposed of.» και σελ. 180 «Whenever someone buys either real or personal property and has it conveyed or registered or otherwise put into the name of another, or of himself and another jointly, it is presumed that the other holds the property on trust for the person who has paid the purchase money».
Στην απόφαση του αγγλικού εφετείου στην Gissing & Gissing (1980) 2 All E.R. 780 αναφέρονται τα εξής (σε ελεύθερη μετάφραση) «καταληκτικό (resulting), εξυπακουόμενο (implied) ή εξ ερμηνείας καταπίστευμα (constructive) και δεν είναι αναγκαίο στην παρούσα περίπτωση να γίνει διάκριση μεταξύ αυτών των τριών ειδών καταπιστεύματος - δημιουργείται από τη συναλλαγή μεταξύ του καταπιστευματοδόχου και του δικαιούχου σε σχέση με την απόκτηση από τον καταπιστευματοδόχο εμπράγματου δικαιώματος ιδιοκτησίας γης, όταν ο καταπιστευματοδόχος έχει συμπεριφερθεί με τέτοιο τρόπο που θα ήταν άδικο να του επιτραπεί να αρνηθεί στο δικαιούχο νόμιμο δικαίωμα στην αποκτηθείσα υπ' αυτού γη. Και θα θεωρηθεί ότι έχει συμπεριφερθεί μ' αυτό τον τρόπο αν με λόγια ή την συμπεριφορά του έχει πείσει τον δικαιούχο να ενεργήσει ενάντια στα συμφέροντα του με την εύλογη πεποίθηση ότι ενεργώντας έτσι αποκτούσε κάποιο δικαίωμα πάνω στην ακίνητη ιδιοκτησία.»
Στην Χριστοφόρου (σελ. 1563-4) αναφέρεται ότι «Τα απολήγοντα και τα εξ επαγωγής εμπιστεύματα δημιουργούνται ή λειτουργούν ή επιβάλλονται ως θέμα δικαίου (by operation of Law). Τα πρώτα δηµιουργούνται ή λειτουργούν κατ' εξοχήν στη βάση τεκµαιρόµενης από τα περιστατικά της κάθε περίπτωσης πρόθεσης. Τα δεύτερα επιβάλλονται ενόψει διαµορφωθείσας κατάστασης πραγµάτων, ανεξάρτητα από πρόθεση, ρητή ή εξυπακουόµενη, κυρίως όπου επιχειρείται η κατακράτηση περιουσίας για ίδιο όφελος µη δόλια ή συνειδητή απαράδεκτη εκµετάλλευση ή κατάχρηση νοµοθετικών προνοιών ή άλλων θεµελιωδών αρχών δικαίου. Με αποτέλεσµα τη χρησιµοποίηση του Νόµου ως εργαλείου για καταδολίευση.»
Στην Πέτσα κ.ά ν. Πέτσα (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 701, 707 αναφέρεται ότι «Οι αρχές του δικαίου της επιείκειας εκτείνονται ώστε να καλύπτουν και τρίτους όταν, κατά τα περιστατικά, στοιχειοθετείται δέσµευση της δικής τους συνείδησης µε αποτέλεσµα την υποκατάσταση του καταπιστευµατοδόχου από τους ίδιους, ως δικαιούχων σε όποιο βαθµό ήταν δικαιούχος ο καταπιστευµατοδόχος. Δεσµεύονται οι τρίτοι από το καταπίστευµα εφόσον δεν είναι αγοραστές έναντι ανταλλάγµατος και χωρίς γνώση του, όπως είναι η περίπτωση, µεταξύ άλλων, των κληρονόµων τού καταπιστευµατοδόχου, στους οποίους περιέρχεται η περιουσία του. (βλ. Snell's Equity 29η έκδοση σελ. 23, Sinclair Y. Broungham [1914] A.C. 398, Keeton and Sheridan 10η έκδοση σελ. 394, Hanbury and Martin, Modern Equity 14η έκδοση σελ. 33). Οι εφεσείοντες διαδέχθηκαν τον αποβιώσαντα Αργυρό, ο εφεσίβλητος διατηρεί εναντίον τους ως των τωρινών εγγεγραµµένων ιδιοκτητών του κτήµατος αυτοτελές αγώγιµο δικαίωµα και δεν υπάρχει άλλος που θα µπορούσε να θεωρηθεί ότι θα επηρεαζόταν από την κατάληξη της αντιδικίας όπως την οριοθέτησαν οι γραπτές προτάσεις.» (Βλ. ακόμα Πίριλλος ν. Κονναρή (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1153, 1188-9).
Εξ επαγωγής καταπίστευμα δημιουργείται και με ρητή διευθέτηση στη βάση κοινής πρόθεσης εφόσον ο επηρεαζόμενος ενήργησε προς ζημιά του ή έχει ουσιωδώς μεταβάλει τη θέση του ως αποτέλεσμα. Αναφέρεται στο σύγγραμμα του P. Pettit, Equity and the Law of Trusts, 12η Έκδ., 2012, σελ.206 ότι «all that the claimant to a beneficial share under a constructive trust needs to show is that he or she has acted to his or her detriment or significantly altered his or her position in reliance on the agreement».
Στην Κληρίδης ν. Σταυρίδη (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 521, 539-40 αναφέρεται ότι «Δεν υπάρχει συγκεκριμένη καθοδήγηση στη νοµολογία των εξ επαγωγής καταπιστευµάτων τι είδους µαρτυρία θα πρέπει να παρουσιάσει η ενάγουσα για να αποδείξει ότι ενήργησε εναντίον των συµφερόντων της. Η απόφαση Eves v. Eves (πιο πάνω) αποδεικνύει ότι πρέπει να υπάρχει κάποιου είδους σύνδεση µεταξύ της κοινής πρόθεσης και των πράξεων που µπορούν να αποκληθούν ως επιζήµιες».
Στην Έκθεση Απαίτησης δεν γίνεται αναφορά σε ιδιοκτησιακό κώλυμα, ωστόσο, εφόσον οι δικογραφημένοι ισχυρισμοί στην έκταση που έχουν γίνει αποδεκτοί μπορούν να τεκμηριώσουν τη δημιουργία ιδιοκτησιακού κωλύματος, θεραπεία στη βάση ιδιοκτησιακού κωλύματος μπορεί να αποδοθεί (βλ. Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542).
Στην Χρυσοστόμου ν. Φράγκου κ.ά (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 622, 628 αναφέρθηκε ότι «Στοιχειώδη προϋπόθεση για την ύπαρξη, έστω, λόγου περί του κωλύµατος αποτελεί η παράσταση, εκ µέρους του ιδιοκτήτη της γης, προς το πρόσωπο προς το οποίο γίνεται, ότι ο ίδιος αποποιείται των δικαιωµάτων του επί της γης και ότι ο προς ον η παράσταση, µπορεί να θεωρήσει τη γη ως δική του περιουσία».
Οι παραστάσεις της γιαγιάς των Εναγομένων είχαν ως αποτέλεσμα οι όποιοι αντιπρόσωποι της Εκκλησίας την εποχή εκείνη να προωθήσουν την ανέγερση του επίδικου Παρεκκλησίου. Η δωρεά του Ιωάννη Τσίρου θα πρέπει να θεωρείται σε σχέση με το εξεταζόμενο ζήτημα ως οικονομική διάθεση εκ μέρους της Εκκλησίας γιατί είναι για την Εκκλησία που ο δωρητής προέβηκε στη δωρεά. Και οι μετέπειτα δωρεές για την ανακαίνιση του Παρεκκλησίου και την κατασκευή νέου τέμπλου έτσι πρέπει να θεωρούνται.
Στην προκειμένη περίπτωση οι Εναγόμενοι πέραν της δέσμευσης τους με αναφορά στην συμπεριφορά της προκατόχου τους σε τίτλο γιαγιάς τους, ήταν οι ίδιοι ιδιοκτήτες κατά ½ μερίδιο έκαστος του επιδίκου ακινήτου όταν το 1997 διεκπεραιώθηκε η μεγάλη ανακαίνιση του Παρεκκλησίου.
Η μαρτυρία που έγινε αποδεκτή στοιχειοθετεί την κοινή πρόθεση όπως η Μαρία Θεορή Κωνσταντή διαθέσει έκταση από το επίδικο ακίνητο ώστε, φροντίδι των κατά τόπο αντιπροσώπων της Εκκλησίας της εποχής, ανεγερθεί Παρεκκλήσιο στο όνομα της Παναγίας Φανερωμένης προς όφελος του εκκλησιάσματος της περιοχής και όχι μόνο. Το Παρεκκλήσιο ανεγέρθηκε ουσιαστικά με πόρους που διατέθηκαν γιατί το Παρεκκλήσιο θα είχε αυτή την υπόσταση. Στην περίπτωση που η έκταση δεν είχε δωρηθεί για το σκοπό αυτό αναμφίβολα οι πόροι της Εκκλησίας δεν θα διατίθεντο για την ανέγερση του. Όπως και αν αντικρίσει κανένας το ζήτημα δεν μπορεί παρά η δωρεά του Ιωάννη Τσίρου ως συνεισφορά από μέλος του πληρώματος της Εκκλησίας να θεωρείται ως εκ μέρους της.
Είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι τα γεγονότα καταδεικνύουν και αποδεικνύουν τη δημιουργία εξ επαγωγής καταπιστεύματος σε σχέση με το Παρεκκλήσιο και τον περίβολο του προς όφελος της Εκκλησίας. Το δίκαιο της επιείκειας επιβάλλει εξ επαγωγής εμπίστευμα υπέρ της Εκκλησίας και που εμποδίζει τους Εναγομένους από του να προτάξουν τα περιουσιακά τους δικαιώματα και να στερήσουν με αυτό το τρόπο από την Εκκλησία τα δικαιώματα που απέκτησε επί του επίδικου ακινήτου.»
Οι θέσεις που αναπτύχθηκαν τόσο στην αιτιολογία όσο και στο περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων δεν μας βρίσκουν σύμφωνους. Η νομολογία ερμηνεύθηκε και εφαρμόστηκε ορθά από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο ενέταξε σ’ αυτήν τα γεγονότα της υπόθεσης.
Με κάθε σεβασμό στις θέσεις και επιχειρήματα των ευπαίδευτων συνηγόρων των εφεσειόντων, δεν αναγνωρίζουμε υπόβαθρο τέτοιο το οποίο να είναι ικανό να ανατρέψει τη συλλογική του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία βρίσκει έρεισμα στη σχετική νομολογία.
Ως εκ τούτου, οι λόγοι έφεσης 13 και 15 κρίνονται αβάσιμοι.
(16ος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα κρίθηκε πως η αξίωση στη βάση του καταπιστεύματος είναι εκτός του πλαισίου του Νόμου 41, 42 και έπειτα του Κεφ. 224 και πως ήταν δυνατόν να υπάρχουν παράλληλες διαδικασίες,
Προφανώς, με τον πιο πάνω λόγο έφεσης, ό,τι επιχειρείται είναι να αποδειχθεί αντίφαση μεταξύ των αναφορών του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σχετικά με τα πιο πάνω ζητήματα. Προσεκτική, όμως, μελέτη των εν λόγω αναφορών αποδεικνύει ότι πρόκειται για δύο ξεχωριστά ζητήματα. Το πρώτο αφορά στο, ορθό, συμπέρασμα ότι «Η αξίωση στη βάση καταπιστεύματος είναι εκτός του πλαισίου του Νόμου. Συνεπώς δεν καταλύεται από την απαγορευτική διάταξη του άρθρου 41(2).». Αυτή η αναφορά, ως κρίνουμε, βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τα όσα προγενέστερα το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αναφέρει σχετικά με την πρόνοια του Άρθρου 4(1) του Κεφ. 224 (βλέπετε σχετικό απόσπασμα σε προγενέστερο στάδιο – ανωτέρω) και τη σχετική νομολογία, η οποία σαφέστατα αναγνωρίζει ως αιτία αγωγής τη στοιχειοθέτηση καταπιστεύματος, είτε αυτό είναι εξ επαγωγής ή καταληκτικό ή εξυπακουόμενο ή εξ ερμηνείας.
Η δεύτερη αναφορά, επ’ ακριβώς, συνίσταται στο λεκτικό ότι «Ενδεχομένως η αξίωση θα μπορούσε να προωθηθεί και δυνάμει του άρθρου 41(1) του Νόμου, όμως τέτοιο ζήτημα δεν συζητήθηκε κατά την ακρόαση της αγωγής.». Οι προϋποθέσεις εφαρμογής του Άρθρου 41(1) του Κεφ. 224, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 82(Ι)/2010, είχαν αναλυθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, προγενέστερα της επίμαχης αναφοράς. Κρίνουμε πως η χρήση της λέξης «ενδεχομένως» από μόνη της είναι αρκετή για να μην επιτρέψει την περαιτέρω ενασχόληση μας με το ζήτημα, αφού δεν αφορά σε οποιοδήποτε συμπέρασμα σχετικό με την τελική κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Επιπλέον, απορρίπτουμε τη θέση πως υπερισχύουν οι πρόνοιες του Κεφ. 224 για εγγραφή καταπιστευμάτων των ειδικών προνοιών για τα καταπιστεύματα. Πρόκειται, ως κρίνουμε, για δύο διαφορετικά ζητήματα. Η εγγραφή καταπιστεύματος, στη βάση, άλλων, ειδικών νομοθεσιών, διέπεται από τις εν λόγω νομοθεσίες, ενώ τα εξ επαγωγής ή καταληκτικά ή απολήγοντα καταπιστεύματα αναπτύχθηκαν στη βάση του δικαίου της επιείκειας, το οποίο, υπό τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις του Κεφ. 224 και της νομολογίας, εφαρμόζεται ως μέρος του κυπριακού δικαίου.
Καταληκτικά, κρίνουμε πως καμία θέση και κανένα επιχείρημα των εφεσειόντων είναι ικανά να κλονίσουν το εύλογο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο συνάγεται μέσα από την ορθή αξιολόγηση της μαρτυρίας, τα πραγματικά γεγονότα – τα ευρήματα του – τα οποία ορθά ενέταξε στη νομική βάση στοιχειοθέτησης εξ επαγωγής καταπιστεύματος προς όφελος των εφεσίβλητων με ταυτόχρονο κώλυμα εκ μέρους τους να προτάξουν το εγγεγραμμένο περιουσιακό δικαίωμα, ως προς τα 219 τ.μ. του επίδικου ακινήτου, έναντι των εφεσίβλητων.
Απορρίπτεται, ως εκ τούτου, ο λόγος έφεσης 16.
(17ος λόγος έφεσης), ότι είναι λανθασμένο το συμπέρασμα πως δεν υπήρξε καθυστέρηση στην καταχώριση της αγωγής και ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης δεν εξυπηρετείται με την απόρριψη της αξίωσης,
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τον εν λόγω ισχυρισμό των εφεσειόντων, τόσο με αναφορά στη νομολογία όσο και στα γεγονότα της υπόθεσης. Σχετικά αποσπάσματα, από την εκκαλούμενη απόφαση, έχουν ως ακολούθως:
«Στην αγόρευση των δικηγόρων των Εναγομένων εγείρεται ζήτημα μεγάλης καθυστέρησης στην καταχώριση της αγωγής που θα πρέπει να επενεργήσει ώστε να μη τους αποδοθούν οιαδήποτε δικαιώματα στη βάση του δικαίου της επιείκειας. Σημειώνεται ότι τέτοιο ζήτημα δεν εγείρεται στην Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης.
Αναφέρεται στην A.TH.K. v. Κλεάνθους (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 158, 163 -164, ότι η καθυστέρηση στην επιδίωξη θεραπείας η οποία προβλέπεται από το δίκαιο της επιείκειας μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στη χορήγηση της επιδιωκόμενης θεραπείας. Ότι οι αρχές της επιείκειας δεν προστρέχουν προς βοήθεια του διαδίκου ο οποίος, επαναπαυόμενος στα δικαιώματα του, επιδεικνύει αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη λήψη μέτρων για σκοπούς διασφάλισης τους. Ο εναγόμενος, σημειώνεται, πέραν της καθυστέρησης, θα πρέπει να επιδείξει και τέτοιες ενέργειες στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την έγερση της αγωγής, ώστε το συμφέρον της δικαιοσύνης να εξυπηρετείται με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της απόρριψης της εξαιτούμενης θεραπείας.
Στην προκειμένη περίπτωση και παρά το γεγονός ότι ο χώρος του Παρεκκλησίου ήταν πάντα εγγεγραμμένος ως μέρος του υπόλοιπου τεμαχίου στο όνομα των Εναγομένων και των προκατόχων τους σε τίτλο η Ενοριακή Επιτροπή Πέρα Πεδίου τον κατείχε και εξυπηρετούνταν όλοι σκοποί για τους οποίους είχε ο χώρος παραχωρηθεί. Ήταν μόνο μετά τα γεγονότα του 2009 - 2010 που κατέστηκε επιβεβλημένο να επιδιωχθεί η απόκτηση κτησιακού δικαιώματος λόγω αλλαγής στη στάση των εγγεγραμμένων ιδιοκτητών. Είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης δεν εξυπηρετείται στην προκειμένη περίπτωση με την απόρριψη της αξίωσης»
Φρονούμε ότι η πρωτόδικη κατάληξη ήταν εύλογη. Άλλωστε, το συμφέρον της δικαιοσύνης δεν επιβάλλει να αδικηθεί κάποιος διάδικος και να μην του αποδίδεται δικαιοσύνη, παρά μόνο όταν αυτός επιδεικνύει αδιαφορία για τα δικαιώματα του, που, ασφαλώς, δεν ήταν η περίπτωση αυτή, ως προωθήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου. Η μαρτυρία απέδειξε ότι οι εφεσίβλητοι ασκούσαν τα δικαιώματα τους για δεκαετίες, πηγάζοντα από τη δωρεά που τους παραχωρήθηκε από τη γιαγιά των εφεσειόντων, χωρίς οποιαδήποτε ενόχληση. Όπως αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v. Κλεάνθους (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 158 «… Με άλλα λόγια οι αρχές της επιείκειας δεν προστρέχουν προς βοήθεια του διάδικου ο οποίος, επαναπαυόμενος στα δικαιώματα του, επιδεικνύει αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη λήψη μέτρων για σκοπούς διασφάλισης τους». Δεν είχαν, όμως, λόγο οι εφεσίβλητοι να μην επαναπαύονται για τα δικαιώματα που είχαν και, μέχρι το 2009 – 2010, ένοιωθαν ότι ήταν διασφαλισμένα. Όταν ηγέρθηκαν δε ενστάσεις, το 2009, προχώρησαν με την αγωγή τους το 2011 για επίλυση της διαφοράς, η οποία τότε είναι που, ουσιαστικά, ανέκυψε. Υπό αυτές τις περιστάσεις, δεν θα ήταν εύλογο για το πρωτόδικο Δικαστήριο να κρίνει ότι υπήρξε αδιαφορία εκ μέρους των εφεσίβλητων.
Τα δε γεγονότα των δύο υποθέσεων, (1) Ιερείδης και Άλλη v. Παναγιώτου (2006) 1 Α.Α.Δ. 498 και (2) Φράγκου και Άλλη v. Στυλιανίδη (2007) 1 Α.Α.Δ. 73, που επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες, διαφέρουν από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Σημειωτέον δε πως η δεύτερη υπόθεση αφορούσε παράβαση συμφωνίας.
Επομένως, δεν ευσταθούν τα, σχετικά με τον υπό συζήτηση λόγο έφεσης, παράπονα των εφεσειόντων. Ο λόγος έφεσης 17 κρίνεται αβάσιμος.
(18ος λόγος έφεσης), ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε να διατάξει την εγγραφή 219 τ.μ. στο όνομα των εφεσίβλητων 2, όπως αυτό τροποποιήθηκε.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης δύναται να επιτύχει. Δεν βλέπουμε εμπόδιο στην εγγραφή των 219 τ.μ., ως μερίδιο, στο όνομα των εφεσίβλητων, στον τίτλο όπου θα βρίσκεται το εναπομείναν μερίδιο των εφεσειόντων και της αυτονόητης διαγραφής των 219 τ.μ. από την ιδιοκτησία των τελευταίων. Όσον αφορά στη θέση ότι το παρεκκλήσιο, ως οικοδόμημα, είναι αντίθετο με τις πολεοδομικές διατάξεις είναι θέμα που δεν σχετίζεται με την κυριότητα του ακίνητου, ως μερίδιο, αλλά, ενδεχομένως, με τη διατήρηση του ή τον οποιοδήποτε σκοπό χρήσης του ή την ανάπτυξη του. Σημειώνουμε δε ότι δεν επρόκειτο για διαχωρισμό της γης, είτε σε οικόπεδα είτε άλλωσπως, ώστε να είχαν εφαρμογή οι πρόνοιες του Άρθρου 27 του Κεφ. 224. Δεν διέταξε, άλλωστε, το πρωτόδικο Δικαστήριο την έκδοση ξεχωριστού πιστοποιητικού εγγραφής για τα 219 τ.μ., αλλά εξέδωσε απόφαση ότι οι εφεσίβλητοι 2 νομιμοποιούνται στην κατοχή και την εγγραφή τους, ως μερίδιο, επ’ ονόματι τους.
Κρίνεται, ως εκ τούτου, και ο λόγος έφεσης 18 αβάσιμος.
Αναφορικά με την αντέφεση, πέραν του ότι οι εφεσίβλητοι δηλώνουν τη συμφωνία τους με την πρωτόδικη απόφαση, στον ένα λόγο αντέφεσης δηλώνουν ότι «προτίθενται να αμφισβητήσουν τη θέση και/ή το σκεπτικό και/ή την κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά την πτυχή της Απόφασης, διά της οποίας το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η αξίωση των Εφεσιβλήτων μπορούσε να προωθηθεί και/ή δεν προωθήθηκε και στη βάση του Άρθρου 41 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224 ως τροποποιήθηκε, και/ή ότι ένα τέτοιο ζήτημα δεν συζητήθηκε κατά την ακρόαση της Αγωγής (σελ. 48 της Απόφασης)».
Κατ’ αρχάς, με την αιτιολογία του λόγου αντέφεσης, διαπιστώνουμε ότι αναπτύσσονται και ζητήματα τα οποία εκφεύγουν του περιεχομένου του λόγου αντέφεσης. Κατά δεύτερο λόγο, όμως, φρονούμε πως τα όσα έχουμε εξηγήσει κατά την απόρριψη του λόγου έφεσης αρ. 16, τονίζοντας πως το λεκτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αποτελούσε τελικό συμπέρασμα, αλλά ήταν ένα σχόλιο, δεν μπορούν παρά να ισχύουν και για τον λόγο αντέφεσης. Ως προς την αναφορά ότι δεν συζητήθηκε κατά την ακρόαση της αγωγής θέση στη βάση του Άρθρου 41(1) του Κεφ. 224, κρίνουμε ότι, σε ασυμφωνία με τις θέσεις των εφεσίβλητων 2, τέτοιος ισχυρισμός και θέση για να συζητούνταν πρωτοδίκως θα έπρεπε να είχαν δικογραφηθεί. Μέσα από την έκθεση απαίτησης δεν εντοπίζεται ισχυρισμός σχετικός με το Άρθρο 41(1) του Κεφ. 224 ή αναφορά σε διαδικασία που προβλέπεται από αυτό. Συνεπώς, εφ’ όσον ουδείς λόγος έφεσης κρίθηκε βάσιμος, η πρωτόδικη, εκκαλούμενη, απόφαση δεν θα διαφοροποιηθεί, αλλά, και εφ’ όσον με την αντέφεση δεν ζητείται οποιαδήποτε θεραπεία διαφορετική, από την αποδιδόμενη προς τους εφεσίβλητους 2, θεραπεία, θεωρούμε ότι δεν είναι αναγκαίο να μας απασχολήσουν περαιτέρω οι όποιες αιτιάσεις που προβάλλονται προς υποστήριξη του λόγου αντέφεσης. Ούτε και εξηγείται κατά πόσον θα είχε οποιαδήποτε πρακτική σημασία για τους εφεσίβλητους 2 η περαιτέρω ενασχόληση με την αντέφεση αν αποτύχει η έφεση.
Συνακόλουθα όλων των πιο πάνω, δεδομένου ότι ουδείς λόγος έφεσης κρίθηκε βάσιμος, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η εκκαλούμενη απόφαση επικυρώνεται.
Επίσης, απορρίπτεται και η αντέφεση.
Επιδικάζονται έξοδα, προς όφελος των εφεσίβλητων 2 και εναντίον των εφεσειόντων, ύψους €5.100,00 πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει.
Καμία διαταγή για έξοδα στην αντέφεση, επειδή η εξέταση της ουσιαστικά κατέστη αχρείαστη, εν μέρει, εν’ όψει του ότι απορρίφθηκε η έφεση. Περαιτέρω, διαπιστώνουμε ότι η εφεσείοντες δεν καταχώρισαν δεύτερο περίγραμμα αγόρευσης αναφορικά με την αντέφεση.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο