ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 230/2018)
19 Νοεμβρίου, 2025
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ (ΙΤΚ)
ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείοντας
v.
ANDREAS C. DEMETRIADES CONSULTING SERVICES LIMITED
ΚΑΙ ΟΠΩΣ ΜΕΤΟΝΟΜΑΣΤΗΚΕ ΣΕ ADCS INTERNATIONAL LIMITED
Εφεσίβλητης
---------------------------------------------------------------
Ευαγγελία Πουλλά-Μακαρούνα, για τον εφεσείοντα
Χριστιάνα Δημητριάδη για Ανδρέας Χρ. Δημητριάδης Δ.Ε.Π.Ε., για την εφεσίβλητη
--------------------------------------------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του ημερ. 16.4.2018 απέρριψε τόσο την απαίτηση του εφεσείοντος για ποσό £7.589,04 (€12.966,64) όσο και την ανταπαίτηση της εφεσίβλητης για ποσό €49.897,15, καταδικάζοντας αμφότερους τους διαδίκους στα έξοδα της διαδικασίας της απορριφθείσας τους αξίωσης.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς του εφεσείοντος, κατά τον ουσιώδη χρόνο υπήρχε επαγγελματική/συμβατική σχέση μεταξύ του Ιδρύματος Τεχνολογίας Κύπρου (ΙΤΚ) - το οποίο έκτοτε έχει διαλυθεί και ως εκκαθαριστής του ανέλαβε ο εφεσείοντας - και της εφεσίβλητης εταιρείας. Συγκεκριμένα, η εφεσίβλητη πέτυχε να γίνει διαπιστευμένη σύμβουλος, εξασφαλίζοντας, μέσω της ιδιότητας της αυτής, επιδότηση από το ΙΤΚ, για διάφορες μικρομεσαίες επιχειρήσεις/πελάτες της. Βάσει του «κώδικα επαγγελματικής δεοντολογίας διαπιστευμένων συμβούλων», οι όροι του οποίου ρύθμιζαν τις υποχρεώσεις της εφεσίβλητης, κάθε διαπιστευμένος σύμβουλος όφειλε να πληρώνει (α) ετήσια τέλη για να συνεχίζει να είναι εγγεγραμμένος στον κατάλογο διαπιστευμένων συμβούλων, (β) τέλη επί του κόστους των εκάστοτε μελετών που υπέβαλλε για να πετύχει επιδότηση από το ΙΤΚ για πελάτες του, και (γ) τέλη παρακολούθησης σεμιναρίων που διοργανώνονταν από το ΙΤΚ. Για τις οφειλές αυτές εκδίδονταν σχετικά τιμολόγια. Στο πλαίσιο αυτό προέκυψε η κατ’ ισχυρισμό οφειλή των £7.589,04 (€12.966,64), η οποία ως γίνεται αντιληπτό, από πλευράς νομικής βάσης, διεκδικήθηκε στη βάση της παράβασης σύμβασης και/ή των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Η εφεσίβλητη προέβαλε διάφορες ενστάσεις και υπερασπίσεις, νομικές και πραγματικές, στην εναντίον της απαίτηση. Μάλιστα, προχώρησε ένα βήμα παρά πέρα, αξιώνοντας ανταπαιτητικώς ποσό αποζημιώσεων πολλαπλάσιο της απαίτησης του εφεσείοντος. Η ανταπαίτηση, όπως προαναφέραμε, απορρίφθηκε. Η κατάληξη αυτή δεν εφεσιβλήθηκε και έτσι οτιδήποτε την αφορά, δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω.
Ό,τι ενδιαφέρει είναι η θέση της εφεσίβλητης ότι ουδέποτε συμβλήθηκε ή είχε την οποιαδήποτε επαγγελματική σχέση με το ΙΤΚ. Τούτο, διότι η θέση αυτή υπήρξε καταλυτική στο να απορριφθεί η απαίτηση του εφεσείοντος από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Συγκεκριμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού απέρριψε την περί του αντιθέτου μαρτυρία της μοναδικής μάρτυρος του εφεσείοντος (ΜΕ1), έκρινε, στηριζόμενο στην έγγραφη μαρτυρία και ειδικά στη δέσμη εγγράφων που κατατέθηκε ως τεκμήριο 17, ότι διαπιστευμένος σύμβουλος, θα μπορούσε να ήταν μόνο φυσικό πρόσωπο, γεγονός που καθιστούσε την απαίτηση του εφεσείοντος εναντίον της εφεσίβλητης εταιρείας, εγγενώς απορριπτέα. Επί του προκειμένου παραθέτουμε αυτούσιο σχετικό απόσπασμα από τις σελίδες 17-19 της πρωτόδικης απόφασης:
«Η μαρτυρία της ΜΕ περιστρέφεται γύρω από τον ισχυρισμό της ότι η Εναγόμενη ήταν διαπιστευμένη στο ΙΤΚ και ότι είχε δεσμευτεί δυνάμει συμφωνίας να τηρεί τους όρους ενός εγγράφου υπό τον τίτλο ΄Κώδικας Επαγγελματικής Συμπεριφοράς΄. Είναι βάση αυτής της επικαλούμενης διαπίστευσης της Εναγόμενης ως συμβούλου και συνομολόγησης συμβατικής σχέσης μεταξύ της ιδίας και του ΙΤΚ που η εν λόγω μάρτυρας ισχυρίστηκε στη συνέχεια ότι δημιουργήθηκε οφειλόμενο ποσό από την Εναγόμενη προς όφελος του ΙΤΚ. Ωστόσο ο ισχυρισμός της εν λόγω μάρτυρος περί διαπίστευσης ως συμβούλου καταρρίπτεται από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 17 αφού μέσα από αυτό τέτοια δυνατότητα παρέχεται σε άτομα και όχι σε νομικά πρόσωπα, όπως είναι το νομικό καθεστώς της Εναγομένης. Στο έγγραφο 5 του Τεκμηρίου 17, το περιεχόμενο του οποίου αποδέχομαι ως ορθό και αληθές αφού δεν έχει αμφισβητηθεί ή καθ΄ οιονδήποτε τρόπο αντικρουστεί από οποιοδήποτε διάδικο, παρέχεται ο ορισμός του ΄συμβούλου΄ που επιδιώκει να διαπιστευτεί στο μητρώο του ΙΤΚ. Θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω αυτούσια την έννοια του «συμβούλου»:
“IV Definitions
Consultant: For the purpose of the IOT Consultancy Scheme, ΄Consultant΄ means an individual who is involved, whether directly or indirectly, in the provision of advice to clients or who undertakes a project leadership role, and for whose services the applicant charges a fee. The above definition includes consultants whose services are procured by the applicant (commonly called Associate Consultants) as well as principals and full time employees of the applicant.”
[η έμφαση και η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου]
Μελέτη του πιο πάνω ορισμού καθιστά σαφές ότι σύμβουλος που επιδιώκει διαπίστευση στο ΙΤΚ είναι το άτομο εκείνο που είτε έμμεσα είτε άμεσα ασχολείται με την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών σε πελάτες. Καλύπτει ακόμη περιπτώσεις ατόμων που κατέχουν διευθυντική θέση σ΄ ένα οργανισμό καθώς και ατόμων που είναι υπάλληλοι ενός οργανισμού, ο οποίος μπορεί να είναι ο αιτητής. Σε αντίθεση με τη θέση της ΜΕ, αυτό καταδεικνύει ότι ο σύμβουλος έχει τη μορφή του φυσικού προσώπου, η αίτηση του οποίου μπορεί να υποβληθεί από τον οργανισμό στον οποίον εργάζεται. Το ότι η αίτηση για ένα άτομο μπορεί να υποβληθεί, εκτός από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο, από οργανισμό στο δυναμικό του οποίου ανήκει το άτομο, προκύπτει από το πιο κάτω απόσπασμα που παρέχεται αυτούσιο από το έγγραφο 4 του Τεκμηρίου 17, το περιεχόμενο του οπίου επίσης αποδέχομαι ως ορθό και αληθές αφού ούτε αυτό έχει αμφισβητηθεί ή καθ΄ οιονδήποτε τρόπο αντικρουστεί από οποιοδήποτε διάδικο:
“III How to fill in the Application Form
2. The Application Form should be filled in by any one who wishes to be listed with IOT either as an Individual Consultant or as a Consulting Firm or as an Organisation with professional competency which would like to make available it staff to operate within this Consultancy Scheme. Therefore, their name or the name of the Consulting Firm or Organisation etc., as appropriate, should be entered in the Part A (1a) of the Application Form. Similarly, Part a (5) should be filled in by either the Individual Consultant or the Senior person in the organisation, as appropriate.”
[η έμφαση και η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου]
Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι σύμβουλος για διαπίστευση είναι άτομο, η αίτηση του οποίου δύναται να υποβληθεί είτε από τον ίδιο προσωπικά είτε από τον οργανισμό στον οποίον εργάζεται είτε από κοινού μαζί με άλλα άτομα κάτω από την ομπρέλα συμβουλευτικού οίκου.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέθεσε στη σελίδα 27 της απόφασης του πως ακόμα και αν έσφαλλε επί του πιο πάνω συμπεράσματος, δεν παρουσιάστηκε οποιοδήποτε έγγραφο που να γνωστοποιεί έγκριση ή εγγραφή της εφεσίβλητης ως διαπιστευμένης συμβούλου. Ούτε και οποιαδήποτε στοιχεία που να καταδείκνυαν τη συνομολόγηση σύμβασης μεταξύ ΙΤΚ και εφεσίβλητης. Τα κενά αυτά θα το οδηγούσαν και πάλι σε απόρριψη της απαίτησης.
Ο εφεσείοντας, εμφανώς δυσαρεστημένος με την πρωτόδικη απόφαση, την προσβάλλει με δύο λόγους έφεσης.
Σύμφωνα με τον πρώτο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα απέρριψε την απαίτηση του, προβαίνοντας σε εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας της ΜΕ1 και των τεκμηρίων που κατετέθηκαν και/ή η αξιολόγηση του αντιστρατεύεται την κοινή λογική και/ή τα ευρήματα του δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, θεωρούμενη στο σύνολο της ή από τα ίδια τα ευρήματα του. Σύμφωνα με τον δεύτερο λόγο έφεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε την καταδίκη του εφεσείοντος στα έξοδα της εφεσίβλητης και η διακριτική ευχέρεια του δεν ασκήθηκε δικαστικά ενόψει των περιστατικών της υπόθεσης και της συμπεριφοράς της εφεσίβλητης.
Ο πρώτος λόγος έφεσης στρέφεται ευθέως κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Να υπενθυμίσουμε συνεπώς τις εφαρμοστέες αρχές, με τις οποίες είχαμε την ευκαιρία να ασχοληθούμε στην απόφαση μας, AUTOMIND ENTERPRISES LIMITED και ΚΥΘΡΟΜΑΚ (ΑΣΦΑΛΤΙΝΚ) ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση 366/2018, ημερ. 31.1.2024, επισημαίνοντας τα εξής:
«Επαναλαμβάνουμε τον νομολογιακό κανόνα ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας, η οποία αξιολόγηση αποτελεί τη συνισταμένη της κρίσης του Δικαστηρίου επί της ζώσας ενώπιoν του παρουσιασθείσας μαρτυρίας.
Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Tekinder Pal κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:
«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. (Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).»
Επέμβαση είναι δυνατή σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Παραπέμπουμε στις αποφάσεις Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»
Στην Badar v. Ηλία, Πολιτική Έφεση 17/2014, ημερ. 25.10.2022, ECLI:CY:AD:2022:A400 σημειώθηκαν τα εξής σχετικά:
«Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά άλλα στην τρέχουσα ενότητα παρά να θυμίσουμε, μαζί και με κάποια άλλη πρόσφατη νομολογία, ό,τι είχαμε συναφώς την ευκαιρία να εκφράσουμε στην Ιωάννου ν. C.T.C. Automotive Ltd, Π.Ε. 396/14, ημ. 6.10.22, ECLI:CY:AD:2022:A437:
«...Έχει καταστεί πλέον τετριμμένο - με αμετάβλητη ωστόσο και εξέχουσα τη σπουδαιότητα που η αρχή αυτή εκφράζει - πως μονάχα εκεί που τα πρωτόδικα συμπεράσματα και ευρήματα περί αξιοπιστίας μαρτύρων και μαρτυρίας (κρινόμενα αντικειμενικώς) δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά ή αντιστρατεύονται την κοινή λογική και δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία (ή κρίνονται ανυπόστατα ως ουσιωδώς αντιφατικά), μπορεί αναλόγως να υπάρξει εφετειακή επέμβαση (Νεοκλέους ν. Θεοδότου, Π.Ε. 40/14, ημ. 8.6.22, ECLI:CY:AD:2022:D243, Χαραλαμπίδη ν. Μιχαήλ και Άλλων, Π.Ε. 304/13, ημ. 16.7.21, ECLI:CY:AD:2021:A316, Περατικού ν. Ελληνικής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Π.Ε. 287/13, ημ. 16.6.21), ECLI:CY:AD:2021:A254...».
Προσθέτως, στην Μιχαηλίδης ν. Οικονομίδη, Π.Ε. 94/13, ημ. 30.6.22, ECLI:CY:AD:2022:D288, το Εφετείο υπέμνησε για πολλοστή φορά, πως:
«..................................................................................................................
[...]θέματα που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων εμπίπτουν εντός της αρμοδιότητας των Πρωτόδικων Δικαστηρίων αφού αυτά είναι που βλέπουν και παρακολουθούν τους μάρτυρες την ώρα που αυτοί καταθέτουν (Ζερβού κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία (2011) 1(Γ) ΑΑΔ, 2192). Η αξιοπιστία ενός μάρτυρα κρίνεται σε ένα πολύ ευρύ πλαίσιο, περιλαμβάνει δε και την υποκειμενική αντίληψη φιλαλήθειας των μαρτύρων εκ μέρους του εκδικάζοντος Δικαστή (Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ, 407). Ισχυρισμοί ενώπιον του Εφετείου ότι η πρωτόδικη αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη θα πρέπει να τεκμηριώνονται με πειστικά επιχειρήματα. [...] Περαιτέρω τυχόν αντιφάσεις ή αδυναμίες που υπάρχουν στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης του Εφετείου, εκτός αν είναι τόσο ουσιώδεις ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία ως αξιόπιστη».
Σχετικές επίσης είναι οι υποθέσεις Παπαναστασίου v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολιτική Έφεση 284/2014, ημερ. 16.1.2023, ECLI:CY:AD:2023:A7 και Μαρκίδου και Παπαμάρκου, Πολιτική Έφεση 288/2018, ημερ. 16.7.2024.
Λαμβάνοντας υπόψη μας τις πιο πάνω αρχές, κρίνουμε ότι δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης μας στην προκειμένη περίπτωση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού κατέγραψε στις σελίδες 15-17 της απόφασης του, τις ορθές αρχές αξιολόγησης, τις εφάρμοσε δικαστικά, καταλήγοντας σε κρίση επί της αξιοπιστίας της ΜΕ1 με ορθολογισμό και περισσή αιτιολογία - σχετικά τα όσα καταγράφονται στις σελίδες 17-23 της πρωτόδικης απόφασης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι η μάρτυρας, απέφευγε να απαντήσει ευθέως και επί της ουσίας τις ερωτήσεις που της υποβάλλονταν. Δήλωνε άγνοια ή προέβαινε σε εικασίες. Η μαρτυρία της δεν υποστηριζόταν και σε κάποια σημεία, ήταν αντίθετη με ουσιώδη, γραπτή μαρτυρία που παρουσιάστηκε. Δεν είχε προσωπική ανάμειξη στην υπόθεση, ούτε άμεση γνώση των γεγονότων, αφού δεν εργαζόταν καν στο ΙΤΚ κατά τον ουσιώδη χρόνο. Οι παρατηρήσεις αυτές δεν προκύπτει να ήταν αυθαίρετες, αλλά βρίσκουν έρεισμα στα πρακτικά της διαδικασίας. Όπως έρεισμα βρίσκει η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, μεταξύ άλλων στοιχείων, με βάση το έγγραφο 5 του τεκμηρίου 17, η φράση «διαπιστευμένος σύμβουλος» παραπέμπει σε φυσικό πρόσωπο. Ρόλο στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, διαδραμάτισε και το γεγονός ότι σε αντίθεση με τα όσα δια ζώσης υποστήριξε η μάρτυρας, δεν ήταν σε θέση να παρουσιάσει αίτηση εγγραφής της εφεσίβλητης εταιρείας ως διαπιστευμένης συμβούλου στο ΙΤΚ, ούτε και έγκριση αποδοχής μιας τέτοιας αίτησης από το ΙΤΚ. Ομοίως, δεν παρουσίασε σύμβαση μεταξύ τους, ούτε ήταν σε θέση να προσδιορίσει πότε μια τέτοια σύμβαση είχε συνομολογηθεί.
Τέτοιας υφής και σημασίας ζητήματα, σε συνδυασμό με την αρνητική εντύπωση που μπορεί να δημιουργήσει η εν γένει ζωντανή παρουσία και η προσέγγιση ενός μάρτυρα, μπορούν κάλλιστα να δικαιολογήσουν την απόρριψη της εν λόγω μαρτυρίας, όχι κατ’ ανάγκη ως ηθελημένα κατασκευασμένης, αλλά ως ανεπαρκής από πλευράς αποδεικτικής δυναμικής. Τούτη η διεργασία αποτελεί κατεξοχήν ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Φρονούμε ότι ασκήθηκε με τον δέοντα τρόπο και δεν δικαιολογείται επέμβαση μας.
Προτού κλείσουμε με τον λόγο έφεσης αυτόν, να υπενθυμίσουμε και το γνωστό δόγμα ότι οι όροι μιας σύμβασης είναι δεσμευτικοί για τα μέρη που τη συνομολογούν (pacta sunt servanda). Με δεδομένο ότι η εφεσίβλητη εταιρεία συστάθηκε στις 21.11.1995 (αποτέλεσε παραδεκτό γεγονός), σε χρόνο δηλαδή πολύ μεταγενέστερο της κατ’ ισχυρισμόν έναρξης της επαγγελματικής/συμβατικής σχέσης, να υπομνήσουμε και το άρθρο 15Α(1) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 που αφορά ακριβώς συμβάσεις που συνομολογήθηκαν πριν τη σύσταση εταιρείας και που θέτει τις πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις που θα πρέπει να πληρούνται ώστε τέτοιες συμβάσεις να δεσμεύουν μια μεταγενέστερα συσταθείσα εταιρεία (βλ. Παρτέλλα v. Ιερείδη, Πολιτική Έφεση 74/17, ημερ. 10.9.2025). Δεν αρκούν μονομερείς ενέργειες από πλευράς του αντισυμβαλλόμενου. Το τεκμήριο 1, το οποίο βρισκόταν στον πυρήνα της απαίτησης του εφεσείοντος, όπως σωστά παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρουσιάζει συναλλαγές που καλύπτουν περίοδο πολύ πριν τη σύσταση της εφεσίβλητης εταιρείας. Τις συναλλαγές αυτές ουδέποτε τις επικύρωσε ή αποδέχτηκε η εφεσίβλητη. Αντίθετα τις απέρριψε με την επιστολή της ημερ. 8.7.2010 (έγγραφο 31 του τεκμηρίου 17). Συναφώς, δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι προϋποθέσεις του προαναφερθέντος άρθρου 15Α(1).
Συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης που άπτεται της πρωτόδικης διαταγής για τα έξοδα, μετά την απόρριψη του πρώτου λόγου έφεσης, παραμένει χωρίς προοπτική επιτυχίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά την απόρριψη της απαίτησης και ανταπαίτησης, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια και εφαρμόζοντας τον γενικό κανόνα ότι «τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα» καταδίκασε τον αποτυχόντα διάδικο στα έξοδα της αντίστοιχης διαδικασίας που ενεργοποίησε. Μια συνήθης και καθόλα αποδεκτή πρακτική (βλ. Χρυσοστόμου v. Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Λτδ (2015) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2221, See You Travel Ltd v. Χρυσοστόμου, Πολιτική Έφεση 118/24, ημερ. 28.3.2022 και Κτενά v. CNP Cyprialife Ltd, Πολιτική Έφεση 386/2019, ημερ. 18.3.2025). Ανάλογες αρχές προβλέπονται στο Μέρος 39 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.
Συνεπώς, απορρίπτεται και ο δεύτερος λόγος έφεσης.
Εν όψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται €2.400 έξοδα έφεσης πλέον ΦΠΑ υπέρ της εφεσίβλητης.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο