ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 268/2024)
13 Νοεμβρίου 2025
[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
SHEH HOUSEIN,
Εφεσίβλητου.
_____________________
Ε. Σάββα για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τoν Εφεσείοντα.
Β. Χαραλάμπους (κα), για τον Εφεσίβλητο.
Εφεσίβλητος παρών.
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: O εφεσίβλητος παραδέχθηκε και τις 12 κατηγορίες επί του κατηγορητηρίου της ποινικής υπόθεσης 2054/2024. Ειδικότερα, παραδέχθηκε δύο κατηγορίες αναφορικά με το αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας κατά τη διάρκεια της νύχτας (αριθμός κατηγοριών 1 και 9), δύο κατηγορίες για το αδίκημα της κλοπής από κατοικία (αριθμός κατηγοριών 2 και 7), την κατηγορία αρ. 4 αναφορικά με το αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας, δύο κατηγορίες για το αδίκημα της απόπειρας διάρρηξης κατοικίας (αριθμός κατηγοριών 5 και 11) και τρεις κατηγορίες αναφορικά με το αδίκημα της αξιόποινου παράνομης εισόδου (αριθμός κατηγοριών 3, 6 και 12).
Προτού του επιβληθεί ποινή, λήφθηκε υπόψη για σκοπούς της επιβολής ποινής σε αυτόν, και η ποινική υπόθεση 21/2024 στην οποία παραδέχθηκε άλλες επτά κατηγορίες μεταξύ των οποίων και κατηγορία διάρρηξης κατοικίας κατά τη διάρκεια της νύχτας, (κατηγορία 1). Στο κατηγορητήριο της εν λόγω υπόθεσης περιλαμβάνονταν, επίσης, κατηγορίες τις οποίες ο εφεσίβλητος επίσης παραδέχθηκε, για κλοπή από κατοικία, παράνομη είσοδο σε κατοικία, παράνομη είσοδο σε χώρο στάθμευσης οικίας, απόπειρας διάρρηξης κατά τη διάρκεια της νύχτας, και απόπειρα κλοπής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσίβλητο ποινές φυλάκισης οι οποίες κυμαίνονται από 12 ημέρες μέχρι 12 μήνες. Ενδιαφέρουν οι ποινές φυλάκισης 12 μηνών που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε κάθε μια από τις κατηγορίες 1 και 9, σε σχέση με το αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας κατά τη διάρκεια της νύχτας, οι οποίες διατάχθηκε όπως συντρέχουν μεταξύ τους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην απόφαση του, «Δεν τέθηκε και δεν τίθεται, υπό τις περιστάσεις, ζήτημα αναστολής της εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης, οι οποίες είναι άμεσα εκτελεστές.».
Διέταξε, επίσης, όπως ο χρόνος που ο εφεσίβλητος παρέμεινε υπό κράτηση για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης, συγκεκριμένα από την 19/4/2024, προσμετρήσει στον χρόνο που επιβλήθηκε ως χρόνος φυλάκισης.
Ο Έντιμος Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας εφεσιβάλλει, με την παρούσα έφεση, την ποινή που έχει επιβληθεί αναφορικά με τις κατηγορίες 1 και 9, ως έκδηλα ανεπαρκή. Υπενθυμίζουμε ότι επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 μηνών για το αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Ως αιτιολογία του λόγου έφεσης, αλλά και ως υποστήριξη των όσων αναφέρονται σε σχέση με τον λόγο έφεσης, στο διάγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα προβάλλονται οι θέσεις ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στη σοβαρότητα του αδικήματος της διάρρηξης κατοικίας στη διάρκεια της νύχτας, όπως αυτή προκύπτει, τόσο από την προβλεπόμενη από τον νόμο ποινή, όσο και από τις συνθήκες διάπραξης των εν λόγω αδικημάτων.
Προβλήθηκε, επίσης, ο ισχυρισμός ότι υπήρξε παραγνώριση του σκοπού του νομοθέτη, αλλά και της νομολογίας ως προς την ανάγκη επιβολής αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών σε αυτού του είδους τα αδικήματα, ως εκδήλωση ανησυχίας της κοινωνίας και της αποφασιστικότητας της έννομης τάξης για αντιμετώπιση τέτοιων απαράδεκτων συμπεριφορών. Τέθηκε, επίσης, ενώπιον μας η θέση ότι δεν προσδόθηκε η δέουσα βαρύτητα στο γεγονός ότι υπάρχει ανησυχητική αύξηση αυτής της φύσεως των αδικημάτων και επιβάλλεται η προστασία του κοινωνικού συνόλου και η ανάγκη καταστολής τους αλλά και ότι αυτή η εγκληματική συμπεριφορά που επέδειξε ο εφεσίβλητος πλήττει καίρια θεμελιώδεις αρχές και αξίες κάθε πολιτισμένης κοινωνίας. Υποστηρίχθηκε, επίσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου με αποτέλεσμα την εξασθένιση της αποτελεσματικής εφαρμογής του νόμου και την αποστολή λανθασμένων μηνυμάτων στους παραβάτες τέτοιων αδικημάτων.
Είναι η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου για τον εφεσείοντα ότι παρόλο που η πρωτόδικη απόφαση αναγνωρίζει τη σοβαρότητα των αδικημάτων που παραδέχθηκε ο κατηγορούμενος, αυτό έγινε μόνο λεκτικά και δεν αντικατοπτρίζεται στην επιβληθείσα ποινή. Συναφώς προβλήθηκε η θέση ότι ενώ λεκτικά το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι τα αδικήματα διαρρήξεων και κλοπών παρουσιάζουν έξαρση και ανησυχητικές διαστάσεις ώστε να επιβάλλεται η αποτροπή, με τις ποινές που επέβαλε, καταστρατήγησε τις αρχές αυτές.
Παραπονείται, επίσης, ο Έντιμος Γενικός Εισαγγελέας ότι τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης ήταν ιδιαίτερα σοβαρά και έγιναν ακόμα σοβαρότερα ενόψει της παραδοχής του εφεσίβλητου στην υπόθεση 2054/2024 που λήφθηκε υπόψη για σκοπούς επιβολής ποινής, στην οποία και πάλι ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε αδίκημα διάρρηξης κατοικίας κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Αντίθετη, βεβαίως, ήταν η θέση της συνηγόρου του εφεσίβλητου η οποία, στο διάγραμμά της, επισημαίνει τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την όλη δράση και συμπεριφορά του εφεσίβλητου και ειδικότερα ότι αυτός εισήλθε στις οικίες χωρίς άσκηση φυσικής βίας, χωρίς πρόκληση υλικών ζημιών, δεν ενήργησε με προσχεδιασμό, έδρασε γενικευμένα σε σπίτια που γειτνίαζαν, ενώ η όλη παραβατική του συμπεριφορά αποτελούσε απόρροια του εθισμού του στα ναρκωτικά.
Θέση της είναι ότι η παραπομπή σε συγκεκριμένες αυθεντίες από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, με σκοπό να καταδείξει την ανεπάρκεια της ποινής που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο, δεν είναι ορθή, καθότι υπάρχει μεγάλη διαφορά των γεγονότων και των συνθηκών που πλαισίωναν τις αποφάσεις που επικαλείται ο συνήγορος του εφεσείοντα, από τις περιστάσεις και τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Θεωρεί την επιβληθείσα ποινή ως ορθή και αρμόζουσα τόσο στις περιστάσεις και τα προσωπικά δεδομένα του εφεσίβλητου αλλά και της υπόθεσης.
Στην πρόσφατη απόφασή μας ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΕΑΣ ν. ARIF AKSAHIN, Ποινική Έφεση Αρ. 62/2025, ημερομηνίας 29/10/2025 σημειώσαμε τα ακόλουθα:
«Αναφορικά με τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου σε ποινές που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο, παραπέμπουμε στα όσα λέχθηκαν στην Δ.Α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 57/2020, ημερομηνίας 6/10/2021, ECLI:CY:AD:2021:B432:
«Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου σε ποινές που επέβαλε Πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφονται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 235/13 και 236/13, ημερ. 5/10/2016 - και επαναλήφθηκαν στη συνέχεια και στις υποθέσεις ΧΧΧ Bora v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 79/2017, ημερ. 13/3/2018, ECLI:CY:AD:2018:B110 και Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 110/2019, ημερ. 29/9/2020 - λέχθηκαν τα εξής:
«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, XXX Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014 και XXX Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015).
Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525).»»
Επίσης, στην ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ v. ΑΝΑΣΤΑΣΗ, Ποινική Έφεση Αρ. 114/2019, ημερομηνίας 15/7/2020, λέχθηκαν τα εξής.
«Είναι η πάγια θέση της νομολογίας ότι ο καθορισμός της ποινής, τόσο του είδους όσο και της έκτασης της, αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η δε έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητας της. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο όπου η ποινή που επιβλήθηκε, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής είτε έκδηλα υπερβολική. Επιπλέον στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686, 691 και Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 42, 47).»
Στην ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ν. ΜΥΛΩΝΑΣ, ποινική έφεση Αρ. 65/2017, ημερομηνίας 14/12/2018, ECLI:CY:AD:2018:B537 επαναλήφθηκαν οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας του Εφετείου προς επανακαθορισμό επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, ως τέθηκαν σε σχετικό απόσπασμα στην απόφαση ΚΥΠΡΙΖΟΓΛΟΥ Κ.Α. ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 53/2017 κ.α., ημερομηνίας 15/12/2017, ECLI:CY:AD:2017:B465:
«Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου επί επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, επαναλαμβάνονται στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 235/13 και 236/13, ημερομηνίας 5.10.2016, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2015 και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015).»»
Τα αδικήματα που παραδέχθηκε ο εφεσίβλητος είναι σοβαρά, όπως αναγνώρισε και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το αδίκημα της 1ης και 9ης κατηγορίας επισύρει ποινή φυλάκισης δέκα χρόνων. Το γεγονός ότι η υπόθεση εκδικάστηκε συνοπτικά, κατόπιν συγκατάθεσης του Γενικού Εισαγγελέα, δεν καθιστά τα αδικήματα λιγότερο σοβαρά. Το Δικαστήριο, σε τέτοιες περιπτώσεις λαμβάνει υπόψη την ποινή που προβλέπεται από τον νόμο και όχι την ανώτατη ποινή που το ίδιο έχει δικαιοδοσία να επιβάλει (βλ. GHAFARI ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (2001) 2 Α.Α.Δ. 442). Η ανώτατη ποινή που προβλέπει ο νόμος συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης με στόχο τον καθορισμό του είδους και της έκτασης της ποινής που θα επιβληθεί (ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. ΚΥΡΙΑΚΟΥ & ΑΛΛΟΥ (1990) 2 Α.Α.Δ. 264, SOUILMI ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (1992) 2 Α.Α.Δ. 248, ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ν. ΠΕΤΡΟΥ (1993) 2 Α.Α.Δ. 9.) Το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από τον νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή.
Παραθέτουμε στο σημείο αυτό τα γεγονότα τόσο της παρούσας υπόθεσης αλλά και της υπόθεσης 2124/2024 που λήφθηκε υπόψη για σκοπούς επιβολής ποινής, όπως τα αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του:
«16. Με βάση τα γεγονότα που εκτέθηκαν, σχετικά με την υπόθεση αυτή: Την 13.04.2024 καταγγέλθηκε στο ΤΑΕ Πάφου από τους μάρτυρες επί του κατηγορητηρίου 1, 2, 3, 4 και 5 ότι, σε σχέση με τον Κ. Χ., ώρα 04:05, η σύζυγός του ξύπνησε από θόρυβο που άκουσε από το παράθυρο του σαλονιού, μετέβη στο σαλόνι και είδε κάποιον άνδρα να απομακρύνεται, τρέχοντας. Από τον έλεγχο που έκανε, διαπίστωσε ότι έξω από το παράθυρο βρίσκονταν η τσάντα της θυγατέρας τους, η οποία προηγουμένως ήταν μέσα στο σπίτι, κοντά στο παράθυρο. Από τον περαιτέρω έλεγχο, διαπιστώθηκε πως έλειπε ένα γυναικείο τσαντάκι με καλλυντικά από τη τσάντα της, ασήμαντης αξίας. Μετά την επίσκεψη της Αστυνομίας στο μέρος, διαπιστώθηκε ότι ο δράστης εισήλθε στην οικία από το παράθυρο του σαλονιού, το οποίο ήταν κλειστό μεν, αλλά ανασφάλιστο. Επίσης, έξω από το παράθυρο ανευρέθηκε μια κούτα τσιγάρα Rothmans που δεν ανήκει στον Κ. Χ., δεν βρίσκονταν προηγουμένως στην κατοικία, και παραλήφθηκε ως τεκμήριο. Εντοπίστηκε σε αυτήν το δακτυλικό αποτύπωμα σου. Σχετικά με τον Μ. Π., ο οποίος μένει σε γειτονικό σπίτι, διαπίστωσε από τον έλεγχο που έκανε μέσω του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης της οικίας του ότι φαίνεται, την ίδια ημέρα, ώρα 03:35, άγνωστο πρόσωπο να περιφέρεται στην αυλή της οικίας του, να πλησιάζει το παράθυρο της κατοικίας του και να προσπαθεί να το ανοίξει. Επιπρόσθετα από τη μαρτυρία της Μ. Χ. προκύπτει ότι διαπίστωσε η ίδια, ότι άγνωστος ή άγνωστη μεταξύ των ωρών 23:05 με 06:30, των ημερομηνιών 12.04.2024 - 13.04.2024, εισήλθε εντός της οικίας από ανοικτή μπαλκονόπορτα και έκλεψε από αυτήν αντικείμενα, που αναφέρονται στην 7η Κατηγορία. Και η Αστυνομία διαπίστωσε πως ο δράστης εισήλθε από ανοικτή μπαλκονόπορτα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Α. Π., η οικία του οποίου είναι σε κοντινό σημείο από τις οικίες των προαναφερόμενων, την 13.04.2024 και μεταξύ των ωρών 24:00 με 02:00, άγνωστος ή άγνωστη διέρρηξε την οικία του αλλά από τον έλεγχο που έκανε διαπίστωσε πως δεν έλειπε κάτι. Επιπρόσθετα, από τη μαρτυρία της Μ. Χ. Α., μεταξύ των ωρών 23:00 με 06:00, των ημερομηνιών 12.04.2024 με 13.04.2024, κάποιο πρόσωπο προσπάθησε να διαρρήξει την οικία της χωρίς να το καταφέρει. Αυτό διαπιστώθηκε από τις κάμερες ασφαλείας που έχει εγκατεστημένες στην κατοικία της, που έχουν πλάνα προσώπου που επεμβαίνει σε δύο παράθυρα ώρα 03:50 -03:52. Η έρευνα της Αστυνομίας κατέληξε σε εσένα. Αναφέρθηκε πως συνεργάστηκες με την Αστυνομία, έδωσες κατάθεση αναφέροντας πως όντως μπήκες στις τέσσερις οικίες.
17. Με βάση τα γεγονότα που εκτέθηκαν, σχετικά με την υπόθεση 2124/2024, την 20.04.2024 καταγγέλθηκε στο ΤΑΕ Πάφου, από τον μάρτυρα 1 επί του κατηγορητηρίου της εν λόγω υπόθεσης, ότι μεταξύ των ημερομηνιών 02.04.2024 και 03.04.2024 και ώρα 0:00 με 06:00, διαρρήχθηκε η κατοικία του και κλάπηκαν από αυτήν τα αντικείμενα που αναφέρονται στη 2η Κατηγορία. Μέλη της Αστυνομίας μετέβησαν στο μέρος όπου διαπίστωσαν ότι προκειμένου ο δράστης να εισέλθει στην οικία του, έπρεπε να περάσει από την αυλή του, ενώ η είσοδος στην οικία επιτεύχθηκε από κλειστό αλλά ανασφάλιστο παράθυρο. Την 21.04.2024 καταγγέλθηκε από τον Σ. Έ. ότι, από τον έλεγχο που έκανε στις κάμερες ασφαλείας που υπάρχουν εγκατεστημένες στην κατοικία του, διαπιστώθηκε ότι την 03.04.2024 περί ώρα 00:40, ένα άτομο, το οποίο επιχειρούσε να εισέλθει στην οικία του προηγουμένως είχε μεταβεί στους χώρους όπου ήταν τα οχήματά του και φαίνεται να προσπάθησε να εισέλθει εντός των οχημάτων. Στη συνέχεια, μετέβη στην αυλή γειτονικής οικίας όπου ήταν σταθμευμένο το όχημα του γείτονά του, V. S., άνοιξε την πόρτα του οχήματος με αριθμό εγγραφής [], και έψαχνε μέσα σε αυτό, χωρίς ωστόσο να κλαπεί οτιδήποτε. Το ίδιο άτομο φαίνεται, από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης, αφού πήγε προς την εξωτερική πλευρά της οικίας του Σ. Έ., στη συνέχεια να κατευθύνεται προς την οικία του V. S., να μεσολαβεί κάποιο μικρό χρονικό διάστημα, 5 λεπτών, και στη συνέχεια να εξέρχεται, και ενώ περπατούσε προς τον χώρο για να φύγει από εκεί, κάτι κρατούσε στα χέρια του. Ο Αστ.3385, αφού επιθεώρησε το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης, διαπίστωσε ότι ο δράστης ήσουν εσύ, είχες συλληφθεί, και στην ανακριτική σου κατάθεση ανέφερε «ό,τι έχω να πω, θα το πω στο Δικαστήριο».
To πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παρέθεσε τα γεγονότα και για τις δύο υποθέσεις ως ανωτέρω, τόνισε τον τρόπο δράσης του εφεσίβλητου την συγκεκριμένη χρονική περίοδο που ήταν η 12/4/2024 - 13/4/2024, όσον αφορά τη συγκεκριμένη υπόθεση και 2/4/2024 - 3/4/2024, όσον αφορά την υπόθεση που λήφθηκε υπόψη. Περαιτέρω, δεν θεώρησε ότι επιδείχτηκε συνεργασία του κατηγορούμενου για την εξιχνίαση των δύο υποθέσεων, αναφέροντας ότι η παραδοχή του στο Δικαστήριο έγινε μετά από εκτεταμένη ακρόαση για την υπόθεση, 2124/2024 και περιορισμένη ακρόαση για την παρούσα υπόθεση για την οποία είχε αναλωθεί δικαστικός χρόνος παρακολούθησης των πλάνων από τα κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης. Έλαβε, επίσης, υπόψη του την εξάρτηση του εφεσίβλητου από ναρκωτικές ουσίες και τις προσπάθειες απεξάρτησης του. Κατέγραψε τις προσωπικές του συνθήκες και, ορθά, κατέληξε ότι λόγω της αντικειμενικής σοβαρότητας των αδικημάτων της διάρρηξης κατοικίας κατά τη νύχτα, η μόνη ποινή που άρμοζε κατ’ είδος, ήταν η ποινή φυλάκισης.
Στο σημείο αυτό παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση του Εφετείου ΞΕΝΟΦΟΝΤΩΣ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση αρ. 9/2024 ημερομηνίας 19/7/2024:
«Μέσα από τη νομολογία τονίζεται η ανάγκη επιβολής αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών σε αδικήματα διαρρήξεων και κλοπών τα οποία δυστυχώς παρουσιάζουν έξαρση, «προκαλώντας ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβρώνουν το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών» (βλ. Παναγιώτου (Αντάρτης) ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138, Τσιλικίδης ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 272, Ilie κ.ά. ν. Αστυνομίας (2012) 2 A.A.Δ. 280, Bezandidis v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785, Gheorghe v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 824).»
Στην παλαιότερη, επίσης, υπόθεση FEDOROV v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση 40/2021, ημερομηνίας 20/7/2021, επεσημάνθηκε η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, σημειώνοντας ότι τα αδικήματα που διέπραξε ο εφεσείων βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας χωρίς να δείχνουν σημεία κάμψης (BALAMPANIDIS ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 210/2018, ημερομηνίας 10.5.2019, ECLI:CY:AD:2019:B178) και δημιουργούν ρήγματα στην έννομη τάξη διαβρώνοντας το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών (ILIE Κ.Α. ν. ΑΣΤΥΝΟΜΊΑΣ (2012) 2 Α.Α.Δ. 280, 283).
Στην υπόθεση SAADI ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (2016) 2 Α.Α.Δ. 572, υπογραμμίστηκε ότι «η νομολογία είναι αυστηρή στην αντιμετώπιση αυτού του είδους τις υποθέσεις. Η ανάγκη για αποτροπή είναι προεξάρχουσα, η προστασία της ζωής και της ασφάλειας των φιλήσυχων πολιτών αποτελεί προτεραιότητα και η έστω κατά κατασταλτικό τρόπο αντιμετώπιση της ανάκτησης της εμπιστοσύνης του κοινού στην εμπέδωση του δικαίου, αδήρητη αναγκαιότητα» (βλ. ΤΖΙΑΜΑ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση 17/2017, ημερομηνίας 18.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B468, EKOLE ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση 108/2021, ημερομηνίας 15.2.2022, ECLI:CY:AD:2022:B62).
Εξετάζουμε τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου για τον εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στην ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής σε αδικήματα της φύσης που παραδέχθηκε ο εφεσίβλητος, με σκοπό την προστασία του κοινωνικού συνόλου και της καταστολής τους ενόψει της ανησυχητικής αύξησης που παρατηρείται σε σχέση με αυτά, αναγνωρίζοντας μόνο λεκτικά την έξαρση που παρατηρείται σε αυτού του είδους τα αδικήματα και συναφώς δεν καθοδηγήθηκε ορθά ως προς το μέτρο της ενδεικνυόμενης ποινής.
Στην απόφαση ΑΝΤΡΕΑΣ ΤΤΟΚΚΑΛΛΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 264/2023, ημερομηνίας 19/7/2024 αναφέρθηκαν τα εξής:
«Η Νομολογία έχει επανειλημμένα τονίσει τη σοβαρότητα αδικημάτων διαρρήξεων και κλοπών, τονίζοντας ότι η συνήθης ποινή για αδικήματα αυτής της φύσης είναι αυτή της φυλάκισης. Όπως λέχθηκε, μεταξύ άλλων, στην Hussein ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 252/18, ημερ. 31.5.2019, ECLI:CY:AD:2019:B206:
«Υπάρχει πλούσια νομολογία στην οποία τονίστηκε η σοβαρότητα των αδικημάτων της διάρρηξης κατοικίας και κλοπής και η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών.
Στην υπόθεση Ahmed Saadi v. Αστυνομίας Ποιν. Έφ. 308/14 ημερ. 24/6/2016, που αφορούσε επίσης σε κατηγορίες για διάρρηξη κατοικίας και κλοπή, το Εφετείο τόνισε τα εξής:
«Η νομολογία είναι αυστηρή στην αντιμετώπιση αυτού του είδους τις υποθέσεις. Η ανάγκη για αποτροπή είναι προεξάρχουσα, η προστασία της ζωής και της ασφάλειας των φιλήσυχων πολιτών αποτελεί προτεραιότητα και η έστω κατά κατασταλτικό τρόπο αντιμετώπιση της ανάκτησης της εμπιστοσύνης του κοινού στην εμπέδωση του δικαίου, αδήρητη αναγκαιότητα, (Φραντζίδης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 77, Bezanidis κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785 και Georghe κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 824)».
Η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιου είδους αδικήματα επαναλήφθηκε και στην πρόσφατη υπόθεση Balampanidis v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 210/18 ημερ. 10/5/2019, ECLI:CY:AD:2019:B178, όπου αναφέρθηκε επίσης ότι σε υποθέσεις διαρρήξεων και κλοπών «ναι μεν λαμβάνονται υπόψη οι προσωπικές συνθήκες του παραβάτη αλλά στο βαθμό και κατά την έκταση που δεν εξουδετερώνεται το αποτρεπτικό στοιχείο της ποινής».
Όπως επισημαίνεται σε αριθμό αποφάσεων, οι διαρρήξεις, οι κλοπές και άλλα ομοειδή αδικήματα είναι στην πρώτη γραμμή εγκληματικότητας χωρίς να δείχνουν σημεία κάμψης (βλ. BANDITS ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (2015) 2 Α.Α.Δ. 717, MANGA EKOLE ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 108/2021, ημερομηνίας 15.2.2022), ECLI:CY:AD:2022:B62. Πρόκειται για αδικήματα τα οποία διαβρώνουν το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών. Χαρακτηριστικό είναι και το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση BEZANIDIS ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2013) 2 Α.Α.Δ. 785:
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διάπραξη τέτοιων αδικημάτων επιφέρει ρήξη στον κοινωνικό ιστό και στην ευόδωση της επίτευξης του στόχου εδραίωσης μιας φιλήσυχης και ειρηνικής κοινωνίας στην οποία δικαιούται να προσβλέπει ο κάθε πολίτης ώστε να νοιώθει ασφάλεια».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην επικινδυνότητα των συγκεκριμένων αδικημάτων - υπενθυμίζουμε ότι στα πλαίσια της υπό κρίση υπόθεσης αναφέρθηκε ότι οι κάτοικοι του σπιτιού ήταν στο υπνοδωμάτιο τους και κοιμούνταν, άκουσαν θόρυβο, μετέβηκαν στο σαλόνι και είδαν τον εφεσίβλητο να απομακρύνεται - στις ζημιές που προκλήθηκαν, στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου αλλά και στην αυξητική τάση των εν λόγω αδικημάτων και τη διάβρωση του φόβου των πολιτών, προέβηκε σε μια αναδρομή των ποινών που επιβάλλονται συνήθως σε τέτοιους είδους αδικήματα και κατέληξε στην επιβολή των ποινών φυλάκισης που έχουν αναφερθεί, δηλαδή 12 μηνών σε κάθε μια κατηγορία.
Σε τέτοιας φύσης αδικήματα η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να οδηγεί σε εξουδετέρωση της αποτελεσματικότητας του νόμου και δη της ανάγκης για επιβολή αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών (βλ. ΚΑΤΤΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (1991) 2 Α.Α.Δ. 498). Όπως τονίστηκε στην GHEORGHE ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (ανωτέρω) «Η κατανόηση που το Δικαστήριο οφείλει να επιδεικνύει στις προσωπικές περιστάσεις του δράστη δεν υπερφαλαγγίζει την ανάγκη της αποτροπής υπό το φως των περιστατικών και της φύσης των ιδίων των αδικημάτων».
Κρίνουμε, ότι οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 μηνών που επιβλήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο στον εφεσίβλητο σε κάθε μια από τις κατηγορίες 1 και 9 που παραδέχθηκε, δεν αντικατοπτρίζουν την ανάγκη αποτροπής αυτής της φύσεως αδικημάτων. Ιδιαίτερα ενόψει του ότι στην παρούσα υπόθεση λαμβάνεται υπόψη και άλλη υπόθεση για την οποία ο εφεσίβλητος δήλωσε παραδοχή για το ίδιο αδίκημα η οποία είχε λάβει χώρα κάποιες μέρες πριν από τα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης.
Αναδρομή στη νομολογία καταδεικνύει ότι σε υποθέσεις φύσεως όπως η παρούσα, οι ποινές φυλάκισης που επιβάλλονται είναι μεταξύ δύο και τεσσάρων ετών. Σχετικές είναι οι υποθέσεις ΤΣΙΛΙΚΙΔΗΣ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (ανωτέρω), NTENI BEZANIDIS ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (ανωτέρω), ΙLIE K.A. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (ανωτέρω) και HUSSEIN v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 252/2018, ημερομηνίας 31/5/2019, ECLI:CY:AD:2019:B206.
Επομένως, δικαιολογείται η παρέμβασή μας. Αποδεχόμενοι ότι οι περιστάσεις στην παρούσα δικαιολογούν την επίδειξη επιείκειας προς τον εφεσίβλητο, κρίνουμε ότι η ορθή ποινή είναι φυλάκιση 22 μηνών.
Η έφεση επιτυγχάνει.
Οι ποινές φυλάκισης των 12 μηνών που επιβλήθηκαν σε κάθε μια από τις κατηγορίες 1 και 9 αντικαθίστανται με ποινές φυλάκισης 22 μηνών σε κάθε μια από τις κατηγορίες αυτές, οι οποίες να συντρέχουν.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο