ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 273/2022)
6 Νοεμβρίου 2025
[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
______________________________
Κ. Σοφοκλέους (κα), για τον Εφεσείοντα.
Χ. Καραολίδου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Με βάση την τελική μορφή κατηγορητηρίου, ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού, ο εφεσείων αντιμετώπιζε πέντε συνολικά κατηγορίες. Συγκεκριμένα, με βάση την πρώτη και τη δεύτερη κατηγορία, ότι είχε στην κατοχή του ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Α, ήτοι κοκαΐνη συνολικού βάρους 199,87 γραμμαρίων και ότι κατείχε την εν λόγω ποσότητα ναρκωτικών με σκοπό να προμηθεύσει σε άλλα πρόσωπα, αντιστοίχως. Με βάση την τρίτη κατηγορία, ότι κατείχε χρηματικό ποσό €11.545.‑ και 955 τουρκικών λιρών, ενώ γνώριζε ότι αυτά αποτελούσαν έσοδα από τη διάπραξη του αδικήματος της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια. Με βάση τις κατηγορίες 4 και 5, ότι κατείχε και κατείχε με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα (αντιστοίχως) κοκαΐνη συνολικού βάρους 200,4 γραμμαρίων. Ο εφεσείων παραδέχτηκε τις πρώτες δύο κατηγορίες, όμως δεν παραδέχτηκε τις 3η, 4η και 5η κατηγορία.
Κατά την ακροαματική διαδικασία, κατέθεσαν συνολικά έξι μάρτυρες εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, ο τελευταίος εκ των οποίων, αντεξεταζόμενος κατόπιν προσφοράς του, προς τούτο, στην Υπεράσπιση. Από πλευράς εφεσείοντα, δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία.
Το Κακουργιοδικείο, έχοντας συνοψίσει την ενώπιόν του μαρτυρία, η οποία περιελάμβανε και παραδεκτά γεγονότα, και έχοντας αξιολογήσει αυτήν, κατέληξε, κατ' εφαρμογήν και της νομικής πτυχής της υπόθεσης, στην ενοχή του εφεσείοντα στις κατηγορίες 3, 4 και 5. Μετά από ανάλυση της σχετικής με την επιβολή ποινής νομολογία και συνεκτίμηση επιβαρυντικών και ελαφρυντικών στοιχείων, κατέληξε στην επιβολή ποινής φυλάκισης 5 ετών, στις κατηγορίες 2 και 3, και 8 ετών στην κατηγορία 5, με τις ποινές αυτές να συντρέχουν. Δεν επέβαλε ποινή στις κατηγορίες 1 και 4, εν όψει του ότι τα γεγονότα των κατηγοριών αυτών εμπεριέχονταν στα γεγονότα των κατηγοριών 2 και 5 αντιστοίχως. Τέλος, διέταξε όπως τα πιο πάνω αναφερόμενα χρηματικά ποσά δημευθούν.
Με την παρούσα έφεση, ο εφεσείων προσβάλλει τόσο την καταδίκη του, όσο και την ποινή που του επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο. Έξι λόγοι έφεσης αφορούν την καταδίκη και ένας λόγος έφεσης την ποινή.
Έχουμε με μεγάλη προσοχή εξετάσει κάθε τι που αφορά την υπό κρίση υπόθεση και τους προβαλλόμενους λόγους έφεσης, τους οποίους εξετάζουμε κατωτέρω.
Είναι χρήσιμο να τεθεί ότι το Κακουργιοδικείο, στο πλαίσιο της απόφασής του, κατέγραψε τα συμπεράσματά του επί των γεγονότων, ως προέκυπταν, τόσο από τα παραδεκτά γεγονότα τα οποία είχαν δηλωθεί, όσο και ως αποτέλεσμα της από μέρους του αξιολόγησης της μαρτυρίας. Κατέγραψε, συναφώς, τη λήψη πληροφορίας ότι ο κατηγορούμενος θα προέβαινε σε διακίνηση μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών στην επαρχία Λεμεσού και όσα αφορούσαν την παρακολούθησή του από την οικία του μέχρι και τη σύλληψή του. Στο πλαίσιο αυτό, κατέγραψε το πώς ο εφεσείων θεάθηκε, από τον Μ.Κ.3, να βρίσκεται έξω από την πόρτα του συνοδηγού του οχήματός του, κρατώντας μια χαρτοσακούλα με πράσινα γράμματα, και στη συνέχεια να κατευθύνεται σε θάμνους, να τοποθετηθεί αυτήν σε χαρτοκιβώτιο που υπήρχε στους θάμνους και να επιστρέφει χωρίς να κρατά οτιδήποτε. Η παράθεση των συμπερασμάτων του Κακουργιοδικείου επί των γεγονότων, καταγράφει το τι ακολούθησε της εν λόγω χρονικής στιγμής και ενέργειας, με αναφορά στη διαπίστωση ότι επρόκειτο για ναρκωτικές ουσίες, οδηγώντας στη μετέπειτα ανακοπή του εφεσείοντα και σύλληψή του. Αναφορά γίνεται επίσης στην ανεύρεση της ποσότητας ναρκωτικών που αφορά στις κατηγορίες 1 και 2, αλλά και των πιο πάνω χρηματικών ποσών στο όχημα του εφεσείοντα, κατά την ως άνω ανακοπή του. Καταγράφηκαν, επίσης, οι απαντήσεις του εφεσείοντα σε διάφορα χρονικά σημεία, κατά την έρευνα του οχήματός του και τη σύλληψή του, οι οποίες περιελάμβαναν την αναφορά «Εν δικά μου ούλλα. Τζιαι η κόκα τζιαι τα λεφτά. Τι να σου πω; Εννά σε περιπαίζω; Αφού ήβρατε τα μες το αυτοκίνητο μου» και, σε σχέση με το χρηματικό ποσό που εντοπίστηκε, την αναφορά «Εν μπορώ να το δικαιολογήσω».
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί της αξιοπιστίας των μαρτύρων ‑ μελών της ΥΚΑΝ Αρχηγείου, δεν ήταν εύλογα λογικό ή/και επιτρεπτό και η αξιολόγηση της μαρτυρίας τους ήταν εσφαλμένη, με αποτέλεσμα η καταδίκη του κατηγορουμένου να είναι ακροσφαλής και να παραβιάζεται το δικαίωμα του εφεσείοντα για δίκαιη δίκη. Αιτιολογικά, προβάλλεται ότι οι μάρτυρες, κατά την παρουσίαση της μαρτυρίας τους ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ανέτρεψαν προηγούμενες τοποθετήσεις τους στις καταθέσεις τους. Αποδίδεται δε, εσφαλμένη διαχείριση της μαρτυρίας και αξιολόγησή της από το Κακουργιοδικείο, με αποτέλεσμα η απόφασή του, ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων, να είναι λανθασμένη, ενώ η προώθηση από τους μάρτυρες διαφορετικής εκδοχής στέρησε από τον εφεσείοντα, ο οποίος είχε ετοιμάσει την υπερασπιστική του γραμμή στη βάση του μαρτυρικού υλικού που είχε στην κατοχή του, δίκαιη δίκη.
Ως προς την εξουσία του Εφετείου να επεμβαίνει στο έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και την κατάληξη σε συμπεράσματα επί των γεγονότων, επαναλαμβάνουμε τις διαχρονικές αρχές, ως καθορίζονται από τη νομολογία. Ως λέχθηκε, εκ νέου, στην ΠΙΣΣΑΡΙΔΗΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινικές Εφέσεις 67/2023 και 68/2023, ημερομηνίας 29.5.2025:
«Εν σχέσει δε με το ζήτημα της αξιολόγησης μαρτυρίας τονίζουμε ξανά ότι αυτό ανήκει κατ' εξοχήν στο εκάστοτε πρωτόδικο Δικαστήριο και ότι το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν:
· Η αξιολόγηση ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του.
· Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα σχετικά με ένα ουσιώδες θέμα της διαδικασίας.
· Τα ευρήματα δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτά ή κρίνονται εσφαλμένα, ερχόμενα σε σύγκρουση με άλλη μαρτυρία.
· Τα συμπεράσματά του κρίνονται στο σύνολο της υπόθεσης παράλογα, ήτοι είναι συμπεράσματα στα οποία δεν θα ήταν δυνατό να καταλήξει ένα λογικό Δικαστήριο.
· Τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη ή είναι αντιφατικά μεταξύ τους ή η ίδια η αξιολόγηση έρχεται σε ευθεία αντίθεση με παραδεκτά γεγονότα ή άλλα τεκμήρια κατατεθέντα ή απέχει από τη λογική των πραγμάτων στα περιστατικά της υπόθεσης, ήτοι όταν δημιουργείται ρήγμα στην αξιολόγηση και στα ευρήματα.
· Οι τυχόν αντιφάσεις στη μαρτυρία αντικειμενικά κρινόμενες είναι ουσιαστικής μορφής, δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία μάρτυρος και φανερώνουν διάθεση του να αποκρύψει την αλήθεια.
Γενικά, το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην πρωτόδικη ετυμηγορία εκτός εάν πειστεί ότι υπάρχουν καλοί λόγοι οι οποίοι του δίνουν το δικαίωμα να το πράξει (Kolarski v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 205). Σε τέτοια περίπτωση έχει το δικαίωμα να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα από αποδεδειγμένα γεγονότα και να προβεί στις δικές του διαπιστώσεις, καταλήγοντας σε διαφορετική κρίση ως προς τα πραγματικά γεγονότα, με θεμέλιο όμως την πρωτόδικη κρίση ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων. Μια τέτοια εξουσία επέμβασης, στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα, ασκείται με μεγάλη προσοχή (Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 816, Ισιδώρου ν. G.M. Christofi Enterprises Ltd κ.ά. (1998) 2 Α.Α.Δ. 204).»
Εις δε την ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (2008) 2 Α.Α.Δ. 816, εξηγήθηκε ότι:
«Όπως είναι νομολογιακά γνωστό, η αξιολόγηση των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθεί την όλη συμπεριφορά τους, ενώ δίδουν μαρτυρία στη ζωντανή διαδικασία ενώπιον του. Ο διάδικος που αμφισβητεί ένα τέτοιο εύρημα, οφείλει με πολύ πειστικά επιχειρήματα, να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι εσφαλμένα ή αδικαιολόγητα (Ιωακείμ ν. Ιωαννίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 996, 998). Το Εφετείο, δεν επεμβαίνει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, αν θεωρήσει ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα ευρήματα. Εάν δε διαπιστωθούν αντιφάσεις, αυτές θα πρέπει να είναι ουσιώδεις και να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα (Βλ. Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 236). Όπως υποδεικνύεται στην Αθηνής ν. Δημοκρατίας (2008) 2 A.A.Δ. 256, το Εφετείο μπορεί, να προβεί στις δικές του διαπιστώσεις και να καταλήξει σε διαφορετική κρίση ως προς τα πραγματικά γεγονότα, πάντοτε όμως με θεμέλιο την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων. Όμως η εξουσία του Εφετείου να επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκείται με μεγάλη προσοχή, ώστε να μην εξουδετερώνεται το μεγάλο πλεονέκτημα που έχει το πρωτόδικο Δικαστήριο, να έρχεται σε επαφή με τους μάρτυρες.»
Έχουμε διεξέλθει όσων προβάλλονται, από την πλευρά του εφεσείοντα, ως παραλείψεις και σφάλματα του Κακουργιοδικείου, σε συνάρτηση με όσα καταγράφονται στο μαρτυρικό υλικό αλλά και την πρωτόδικη απόφαση.
Το Κακουργιοδικείο, με περισσή λεπτομέρεια, πραγματεύτηκε κάθε τέτοια εισήγηση της πλευράς του εφεσείοντα, εξηγώντας, μέσω ανάλυσης της μαρτυρίας και των γεγονότων, τον τρόπο που αξιολόγησε κάθε μάρτυρα και κάθε στοιχείο της μαρτυρίας. Για να καταλήξει ότι εξηγούνται, επαρκώς, οι διάφορες τοποθετήσεις των εν λόγω προσώπων, χωρίς να υφίσταται αντίθεση με προηγούμενες τοποθετήσεις και κρίνοντας ότι δεν υπήρχε στοιχείο που να καταδεικνύει προσχεδιασμό ή προσπάθεια αλλοίωσης ή απόκρυψης γεγονότων.
Δεν εντοπίζουμε σφάλμα, ούτε στην προσέγγιση, ούτε στην κατάληξη του Κακουργιοδικείου. Ως προαναφέρουμε, εξέτασε καθετί σχετικό, αντιπαραβάλλοντας τα διάφορα, ενώπιόν του, στοιχεία μαρτυρίας και εξήγησε τα συμπεράσματά του. Στη βάση των αρχών που εξηγούνται ανωτέρω, δεν παρέχεται πεδίο επέμβασής μας. Άλλωστε, οι τοποθετήσεις των διαφόρων μαρτύρων, στο σύνολό τους, εύλογα οδηγούν στο συμπέρασμα της πορείας του εφεσείοντα ακολουθούμενου από τον Μ.Κ.2, ο οποίος, λόγω της επαναστροφής του εφεσείοντα σε σημείο εντός του Ασωμάτου, συνέχισε την πορεία του και, πλέον, ενημερωνόταν διά ασυρμάτου. Τίθεται, εύλογα, το ερώτημα, αν ο εφεσείων σταμάτησε στο συγκεκριμένο σημείο καθ' οδόν προς Ασώματο αντί επανερχόμενος, ως ήταν η δική του θέση, έστω για να παραλάβει τη μία συσκευασία από το χαρτοκιβώτιο, γιατί να μην το εντόπιζε και ανέφερε στην κατάθεσή του ο Μ.Κ.2 που τον ακολουθούσε. Και γιατί, δίχως άλλο, έχει τόση σημασία το προς τα πού ήταν στραμμένο το όχημα του εφεσείοντα, όταν, από τον χρόνο της περιγραφής διά ασυρμάτου, τέθηκε ότι ο εφεσείων θεάθηκε να αφήνει κάτι στο σημείο και να επιστρέφει μη κρατώντας οτιδήποτε.
Στην απουσία περί του αντιθέτου ισχυρισμών, αντί απλών ανυποστήριχτων υποβολών, και με δεδομένο ότι η αποδοχή των εξηγήσεων που δόθηκαν από τους μάρτυρες βρίσκει έρεισμα στη λογική ροή των γεγονότων, και δεν οδηγεί σε παράλογα συμπεράσματα, ούτε έχει παραγνωριστεί οτιδήποτε σχετικό κατά τη συλλογιστική του Κακουργοδικείου, κρίνουμε ότι η κατάληξή του ως προς την αξιοπιστία της μαρτυρίας ήταν ορθή και ότι δεν υφίσταται έρεισμα στον πρώτο λόγο έφεσης. Εξυπακούεται δε, ότι η κατάληξή μας αυτή απαντά και στην εισήγηση περί μη δίκαιης δίκης.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο σφάλμα στην αποδοχή ότι το βίντεο της αναπαράστασης που ετοιμάστηκε από τους Μ.Κ.2 και 3, κατόπιν οδηγιών και/ή συνεννόησης με τη νομική υπηρεσία, δύο ημέρες πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, υποστηρίζει το βάσιμο και αξιόπιστο της εκδοχής της Κατηγορούσας Αρχής, ως προς τα γεγονότα στα οποία αναφέρθηκαν όλοι οι μάρτυρες της ΥΚΑΝ ενώπιον του Δικαστηρίου. Τέτοιο συμπέρασμα, καταλήγει ο λόγος έφεσης, δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό.
Το τι προσβάλλεται είναι η από μέρους του Κακουργιοδικείου αποδοχή ότι το συγκεκριμένο στοιχείο της μαρτυρίας υποστηρίζει την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής.
Το Κακουργιοδικείο ανέλυσε το τι η εν λόγω αναπαράσταση προέβαλλε σε εικόνα, το οποίο συνήδε με τα όσα οι μάρτυρες περιέγραψαν. Δεν εντόπισε προσπάθεια απόκρυψης ή παραποίησης δεδομένων, ούτε σκοπιμότητα από την πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής.
Είναι καθ’ όλα επιτρεπτό το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου και συνάδον και με τα όσα προηγήθηκαν στην παρούσα, αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης. Ανεδαφικό, βρίσκουμε και τον δεύτερο λόγο έφεσης.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα κατέδειξε στο μη επιτρεπτό εύρημα, ότι αποτελεί πρακτική των εμπόρων ναρκωτικών να προπληρώνονται και μετά να παραδίδουν τα ναρκωτικά και περαιτέρω ότι, δεν είναι λογικό οι έμποροι να αφήνουν στο ίδιο σημείο μεγαλύτερη ποσότητα ναρκωτικών από αυτήν που πληρώθηκαν, ευρήματα τα οποία δεν ήταν επιτρεπτά. Ομοίως δε, ότι εσφαλμένα και ανεπίτρεπτα, θεωρήθηκε λογική η θέση ότι η σκηνή δεν ενδεικνυόταν για παρακολούθηση του κατ' ισχυρισμόν παραλήπτη των επίδικων ναρκωτικών.
Δεν προκύπτει να ήταν αυθαίρετη η ως άνω κατάληξη συμπεράσματος από μέρους του Κακουργιοδικείου. Είναι δε, ενδιαφέρον το ότι, προς υποστήριξη της εισήγησης περί ανεπίτρεπτης αποδοχής τέτοιας θέσης, το τι προβάλλεται αιτιολογικά περιλαμβάνει λεπτομερή αναφορά από τον συνήγορο του εφεσείοντα του πώς ενεργεί κάποιος που προβαίνει σε αγορά ναρκωτικών. Το ζήτημα δεν αποτελεί αντικείμενο γνώσης του Δικαστηρίου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε τον Μ.Κ.5 ως πραγματογνώμονα επί του θέματος, λόγω της εικοσαετούς εμπειρίας του στην ΥΚΑΝ και, στην απουσία αντίθετων στοιχείων μαρτυρίας, αποδέχτηκε τα λεγόμενά του.
Η ευπαίδευτη συνήγορος για την εφεσίβλητη μας παρέπεμψε στην ΝΙΚΟΛΑΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση 162/2014, ημερομηνίας 2.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:B154. Λέχθηκε συναφώς:
«Η πραγματογνωμοσύνη είναι το αποτέλεσμα μελέτης, πείρας ή εκπαίδευσης (Δέστε Χατζηξενοφώντος κ.ά. v. Aστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 316). Μαρτυρία μπορεί να γίνει αποδεκτή ως μαρτυρία πραγματογνώμονα όταν προέρχεται από επιστήμονα, στα πλαίσια της επιστήμης του (Δέστε Folkes v Chadd (1782) 3 Dong KB 157‑15.4.13). Κάποιος μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματογνώμονας, χωρίς, κατ’ ανάγκη, να κατέχει τα απαραίτητα ακαδημαϊκά προσόντα εάν έχει μεγάλη πείρα επί του θέματος (Δέστε Ηλιάδη & Σάντη ‑ Το Δίκαιο της Απόδειξης ‑ Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές, σελ. 575 ‑ 587). Για να καταθέσει κάποιος ως πραγματογνώμονας, πρέπει να καταδείξει ότι κατέχει τα προσόντα για κάτι τέτοιο (Δέστε R v Francis (2013) EWCA Crim. 123). Το ζήτημα του ποιος είναι πραγματογνώμονας αποφασίζεται από το Δικαστήριο μετά από άσκηση διακριτικής ευχέρειας και αφού εξετάσει τις γνώσεις και την εμπειρία του μάρτυρα, στο συγκεκριμένο θέμα που καλείται να καταθέσει (Δέστε Σιακόλα v Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 110 και Yaacoub v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 73/2013, ημερ. 19.3.2014 ). Το ζήτημα της πραγματογνωμοσύνης μπορεί να αποφασιστεί κατά την προσπάθεια παρουσίασης της σχετικής μαρτυρίας ή ακόμη ευχερέστερα, στο τέλος της υπόθεσης, κατά τη διατύπωση της τελικής ετυμηγορίας, εκτός αν το όλο ζήτημα εξεταστεί στα πλαίσια δίκης εντός δίκης. Το καίριο ερώτημα που πρέπει να απασχολήσει το Δικαστήριο είναι το για ποιο θέμα παρουσιάζεται ο μάρτυρας ως πραγματογνώμονας (Δέστε R. V Clarke (2013) EWCA, Crim. 162).»
Ήταν επιτρεπτό, για το Κακουργιοδικείο, να καταλήξει ότι, λόγω της εμπειρίας του, ο συγκεκριμένος μάρτυρας μπορούσε να θεωρηθεί ως πραγματογνώμονας επί του δεδομένου επί του οποίου κατέθεσε τη γνώμη του, αλλά επιτρεπτή, επίσης, ήταν η αποδοχή της συγκεκριμένης μαρτυρίας, η οποία, πέραν από υποβολές, δεν έτυχε άλλης ουσιαστικής αντίκρουσης.
Αβάσιμος, εκ των πραγμάτων, κρίνεται και ο τρίτος λόγος έφεσης.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα δεν έστρεψε την προσοχή του και/ή δεν έδωσε τη δέουσα σημασία, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας και γενικά στην όλη υπόθεση, και στο γεγονός ότι, σε αντίθεση με τα ναρκωτικά που αφορούν στις κατηγορίες 1 και 2, τις οποίες ο εφεσείων παραδέχτηκε, και τα προσωπικά του αντικείμενα, στα οποία ανευρέθηκε γενετικό του υλικό, στα επίδικα δεν εντοπίστηκε κάτι τέτοιο.
Τα ως άνω δεν βρίσκουν έρεισμα στο τι προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση. Εξήγησε, προς τούτο, το Κακουργιοδικείο, ότι:
«Ως προς το πιο πάνω να λεχθεί κατ' αρχάς ότι ενώ αποτελεί παραδεκτό γεγονός ο εντοπισμός γενετικού υλικού στα εν λόγω τεκμήρια καμία άλλη σχετική μαρτυρία δόθηκε όσον αφορά γενετικό υλικό. Δεν μας διαφεύγει δε ότι δεν έγινε αναφορά εντοπισμού γενετικού υλικού του κατηγορούμενου στα επίδικα ναρκωτικά αλλά και ότι ο κατηγορούμενος δεν θεάθηκε να φορεί γάντια όταν εναπόθετε τα επίδικα ναρκωτικά. Του κατά πόσο όμως ο κατηγορούμενος είναι ή όχι καλός δότης, αποτελεί συμπέρασμα κατά την Υπεράσπιση, το οποίο δεν στηρίζεται σε επιστημονική μαρτυρία. Το ότι εντοπίσθηκε το γενετικό υλικό του στα άλλα τεκμήρια δεν μπορεί λοιπόν δίχως τέτοια μαρτυρία να οδηγήσει σε συμπέρασμα αναφορικά με τα επίδικα ναρκωτικά και κατ' επέκταση σε οποιοδήποτε περαιτέρω συμπέρασμα, ως βασικά εισηγείται ο συνήγορος Υπεράσπισης. Η απουσία λοιπόν γενετικού υλικού του κατηγορούμενου στα επίδικα ναρκωτικά δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτός δεν ήλθε σε επαφή με αυτά ή ότι κάποιος άλλος τα άφησε εκεί και συναφώς δεν διαψεύδει τη θέση των μαρτύρων κατηγορίας ότι τον είδαν να τοποθετεί αυτά στο συγκεκριμένο σημείο. Σε κάθε όμως περίπτωση θα πρέπει να αναφερθεί ότι, ως έχει νομολογηθεί, η ανυπαρξία γενετικού υλικού δεν οδηγεί άνευ ετέρου σε συμπέρασμα ότι ένας κατηγορούμενος δεν άγγιξε ή δεν είχε οποιαδήποτε επαφή με τα τεκμήρια μιας υπόθεσης ή δεν είχε οποιαδήποτε εμπλοκή σε αυτήν (βλ. Πιτσιλίδης κ.α. v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 662, Αριστείδου v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 32 και Χρυσάνθου v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 221 και Γενικός Εισαγγελέας v. Χρίστου, Ποιν. Έφεση Αρ. 20/15, ημερ. 28/9/2017).»
Δεν παραγνώρισε, ως εμφαίνεται, το εν λόγω γεγονός, το Κακουργιοδικείο, εξετάζοντας το στο σωστό πλαίσιο και καταλήγοντας σε επιτρεπτό συμπέρασμα.
Αβάσιμος, συνεπώς, κρίνεται και ο τέταρτος λόγος έφεσης.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης, αποδίδει σφάλμα στο πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς τη μη αποδοχή της εισήγησης της Υπεράσπισης ότι υπήρξε προσυνεννόηση μεταξύ των Μαρτύρων Κατηγορίας ως προς το τι κατέθεσαν στο Δικαστήριο, ότι οι μάρτυρες είχαν παρανόμως προετοιμαστεί και/ή εκπαιδευτεί αναφορικά με το τι θα έλεγαν και το πώς θα κατέθεταν ενώπιον του Δικαστηρίου, γεγονός που συνιστά αθέμιτη και ανεπίτρεπτη πρακτική.
Δεν μας βρίσκει σύμφωνους ούτε αυτή η θέση του εφεσείοντα. Το Κακουργιοδικείο, αναφέρθηκε στο ανεπίτρεπτον τόσο της προσυνεννόησης μεταξύ μαρτύρων ως προς το τι θα καταθέσουν, όσο και της προετοιμασίας και εκπαίδευσης ενός μάρτυρα (coaching και training) (ΚΥΠΡΙΖΟΓΛΟΥ κ.ά. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινικές Εφέσεις 53/2017, 64/2017, 66/2017 και 68/2017, ημερομηνίας 15.12.2017). Κατέγραψε, παράλληλα διάφορες συναφείς τοποθετήσεις των Μ.Κ.3 και Μ.Κ.6, για να εξηγήσει ότι: «Τα πιο πάνω όμως δεν καταδεικνύουν, κατά την κρίση μας, ότι υπήρξε προσυνεννόηση μεταξύ των μαρτύρων σε σχέση με τη μαρτυρία που θα έδιδαν, ούτε και ότι υπήρξε προετοιμασία (coaching) και/ή εκπαίδευση (training) αναφορικά με το τι θα έλεγαν. Κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τα όσα τέθηκαν ενώπιον μας. Ούτε το γεγονός ότι σε κάποια σημεία της μαρτυρίας τους οι Μ.Κ.2, 3 και 5 αναφέρονταν σε πληθυντικό αριθμό οδηγεί σε τέτοιο συμπέρασμα. Παρατέθηκε δε πιο πάνω η μαρτυρία τους και αξιολογήθηκε το γιατί μέρος τους ήταν όμοιο και γιατί κάποιες λεπτομέρειες δεν δόθηκαν στις καταθέσεις τους».
Στην απουσία οποιασδήποτε άλλης παραμέτρου ή μαρτυρίας, επί του προκειμένου, επιτρεπτή προβάλλει, τόσο η προσέγγιση, όσο και η κατάληξη του Κακουργιοδικείου επί του ζητήματος.
Δεν παρέχεται πεδίο επέμβασής μας στο ως άνω συμπέρασμα, καθιστώντας και τον πέμπτο λόγο έφεσης αβάσιμο.
Με τον έκτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το εσφαλμένο και αυθαίρετο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ο εφεσείων είχε προπληρωθεί για την κατ' ισχυρισμόν εναπόθεση των επίδικων ναρκωτικών στο συγκεκριμένο σημείο, οδήγησε στην καταδίκη του για το αδίκημα της κατοχής περιουσίας αλλά και στην εσφαλμένη διαταγή για δήμευση των εν λόγω χρημάτων. Αιτιολογικά, το τι προβάλλεται φαίνεται να περιορίζεται στην αμφισβήτηση της αποδοχής ότι ο εφεσείων προπληρώθηκε για να τοποθετήσει (αυτός) τα ναρκωτικά στο σημείο.
Έχουμε, ήδη, ασχοληθεί με το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι αποτελεί πρακτική των εμπόρων‑πωλητών ναρκωτικών να προπληρώνονται και μετά να παραδίνουν τα ναρκωτικά. Περαιτέρω δε, ότι κανένας τέτοιος έμπορος δεν αφήνει στο σημείο παραλαβής, μεγαλύτερη ποσότητα ναρκωτικών. Από τη μαρτυρία, προκύπτουν και οι απαντήσεις του εφεσείοντα στην Αστυνομία. Αναφορικά με τα χρήματα, καθ' όλα σχετική δεν μπορεί παρά να είναι μία απάντηση μη δυνατότητας δικαιολόγησής τους. Δεν συνάδει τέτοια απάντηση με θέση, ως η εισηγούμενη από την πλευρά του εφεσείοντα (όχι σε μαρτυρία), ότι ανήκαν στον πατέρα του εφεσείοντα ή ότι τα είχε για να πληρώσει για αυτά που πήρε.
Εύλογο και καθ’ όλα επιτρεπτό είναι το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου, ως αποτυπώνεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
«Στην κατοχή του κατηγορουμένου, όταν αυτός ανακόπηκε στις 4/8/2021 σε οδό στο χωριό Κολόσσι, βρέθηκαν τα ποσά των €11.545 και των 955 τουρκικών λιρών. Τα εν λόγω χρηματικά ποσά βρέθηκαν σε τσαντάκι που φορούσε στη μέση του ο κατηγορούμενος κατά την ανακοπή του. Είναι άγνωστο από πότε ο κατηγορούμενος είχε στην κατοχή του τα εν λόγω χρηματικά ποσά, όμως, σίγουρα τα είχε στην κατοχή του από τον χρόνο που εξήλθε από το χωριό Μουτταγιάκα μέχρι την ανακοπή του. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγουμε στη βάση της ίδιας λογικής που εξηγήσαμε ανωτέρω αναφορικά με το πότε είχε ο κατηγορούμενος στην κατοχή του τα επίδικα ναρκωτικά.
Περαιτέρω από τα ευρήματα μας προκύπτει ότι υπάρχουν αντικειμενικές πραγματικές περιστάσεις, εν τη εννοία του άρθρου 4(2) του Νόμου 188 (I)/2007, οι οποίες οδηγούν στο ασφαλές συμπέρασμα ότι τα εν λόγω χρηματικά ποσά αποτελούν έσοδο από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος και δη αυτού της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια και ότι ο κατηγορούμενος είχε άμεση γνώση περί τούτου.
Οι περιστάσεις αυτές είναι οι ακόλουθες:
· Το ότι ο κατηγορούμενος είχε στην κατοχή του για κάποιο χρονικό διάστημα, τα υπό αναφορά χρηματικά ποσά ταυτόχρονα, τόσο με τα ναρκωτικά που βρέθηκαν μετά την ανακοπή του όσο και με αυτά που άφησε στο προαναφερόμενο σημείο εντός των Βρετανικών Βάσεων.
· Το ότι επρόκειτο για ίδιου είδους ναρκωτικά και συγκεκριμένα για κοκαΐνη, ίδιας καθαρότητας δηλαδή 73,47%.
· Το ότι επρόκειτο για ποσότητα ναρκωτικών που συνολικά ανερχόταν στα 400,27 γραμμάρια και ήταν διαχωρισμένη σε 5 διαφορετικά σακούλια.
· Το ότι τα ναρκωτικά που βρέθηκαν στην κατοχή του μετά την ανακοπή του ήταν ίδιας σχεδόν ποσότητας με αυτά που άφησε στο σημείο των Βρετανικών Βάσεων (199,87 και 200,4 γραμμάρια αντίστοιχα).
· Το ύψος των χρηματικών αυτών ποσών, ήτοι €11.945 και 955 τουρκικές λίρες.
· Το ότι τα εν λόγω ποσά ήταν σε διάφορα χαρτονομίσματα (συγκεκριμένα τα €11.545: σε 167x€50, 150x€20, 17x€10, 5x€5 και οι 955 τουρκικές λίρες: 9x100 λιρών, 1x50 λιρών και 1x57 λιρών).
· Το ότι το χρηματικό ποσό σε ευρώ ήταν διαχωρισμένο σε 12 διαφορετικές δεσμίδες, ξεχωριστά από το ποσό των τουρκικών λιρών.
· Το ότι ο κατηγορούμενος είχε στην κατοχή του εντός του αυτοκινήτου του, κατά την ανακοπή του, τέσσερα κινητά τηλέφωνα.
· Το ότι αποτελεί πρακτική των εμπόρων ‑ πωλητών ναρκωτικών να προπληρώνονται και μετά να παραδίδουν τα ναρκωτικά.
· Το ότι ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την ύπαρξη των ποσών αυτών.»
Αναπόφευκτο αποτέλεσμα ήταν, συνεπώς, η καταδίκη του εφεσείοντα για το αδίκημα, ενώ στην απουσία οποιασδήποτε θέσης περί του αντιθέτου, αναπόφευκτη ήταν, με βάση τον νόμο, και η διαταγή δήμευσης των εν λόγω ποσών.
Αβάσιμος κρίνεται και ο έκτος λόγος έφεσης.
Τέλος, ο λόγος έφεσης κατά της ποινής στις κατηγορίες 1, 2 και 3 συνίσταται στην εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ένεκα λανθασμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας, απέτυχε να αντιληφθεί ότι η σύλληψη του εφεσείοντα ήταν συνεπεία παγίδευσής του από τα αστυνομικά όργανα, σε συνεργασία με τον πληροφοριοδότη τους, ο οποίος ήταν το πρόσωπο που παρότρυνε τον εφεσείοντα να εμπλακεί στην όλη υπόθεση που οδήγησε στη σύλληψή του. Χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στο λεκτικό του λόγου έφεσης, αιτιολογικά, προβάλλεται ότι η παγίδευση μπορούσε να επιμετρήσει προς μετριασμό της ποινής στις κατηγορίες 1 και 2 αλλά και αυτής της κατηγορίας 3.
Θεωρούμε ότι τα όσα προηγούνται στην παρούσα, αναφορικά με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, προδιαγράφουν το αποτέλεσμα και αυτού του λόγου έφεσης. Τα συμπεράσματα του Κακουργιοδικείου, ως είναι αποδεκτά, καθώς επίσης η απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας περί παγίδευσης του εφεσείοντα, ουδόλως επέτρεπαν τέτοια διαπίστωση γεγονότος. Επομένως, δεν θα μπορούσε να επιμετρήσει προς μετριασμό της ποινής σε οποιανδήποτε κατηγορία.
Αβάσιμος κρίνεται και αυτός ο λόγος έφεσης.
Συνακόλουθα όλων των ως άνω, η παρούσα έφεση απορρίπτεται στο σύνολό της. Η πρωτόδικη απόφαση, τόσο ως προς την καταδίκη, όσο και ως προς την επιβληθείσα ποινή, επικυρώνεται.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο