IULIAN PREOEASA v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 275/2025, 10/11/2025
print
Τίτλος:
IULIAN PREOEASA v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 275/2025, 10/11/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 275/2025)

 

10 Νοεμβρίου 2025

 

[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

IULIAN PREOEASA,

Εφεσείων,

 

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

_____________________________

 

Γ. Α. Νεάρχου μαζί με κ. Γ. Πιριπίτση για Ηλία Στεφάνου Δ.Ε.Π.Ε. και Α. Ε. Ανδρέου, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Ζαρής για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Ι. Στυλιανίδου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Αυθημερόν)

 

ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Με ένα λόγο έφεσης ο εφεσείων προσβάλλει την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία διατάχθηκε η κράτησή του μέχρι τη δίκη του ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Αντιμετωπίζει αριθμό κατηγοριών για αδικήματα κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77, όπως έχει τροποποιηθεί, αναφορικά με τη φερόμενη παραλαβή, από μέρους του, πακέτου απευθυνόμενου σε αυτόν ως παραλήπτη, περιέχοντος, σύμφωνα με τα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στοιχεία, ποσότητα 1.605 γραμμαρίων μεθαμφεταμίνης, ήτοι ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Α, δυνάμει του πιο πάνω νόμου. Το εν λόγω πακέτο είχε ανακοπεί από τις Αρχές και μετέπειτα έλαβε χώρα, διευθετημένη και ελεγχόμενη από μέλη της ΥΚΑΝ, παράδοσή του στον εφεσείοντα. Ο εφεσείων είναι ο κατηγορούμενος 2, ενώ για όμοια αδικήματα κατηγορείται και ο κατηγορούμενος 1. Όπως καταγράφεται δε στην πρωτόδικη απόφαση, από την ανακριτική κατάθεση του εφεσείοντα, προκύπτει ότι είχε στο παρελθόν παραλάβει πακέτα που αποστέλλονταν στο όνομά του, αλλά προορίζονταν για τον κατηγορούμενο 3, στον οποίον τα παρέδιδε επ’ αμοιβή.

 

Με τον μοναδικό λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε ως προς τη διαπίστωσή του ότι η πιθανότητα καταδίκης του εφεσείοντα είναι υπαρκτή, χωρίς να αποκλείεται η πιθανότητα αθώωσης του.  

 

Με την αιτιολογία αυτού, υποστηρίζεται, συναφώς, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε, ως ανωτέρω, με «μονόπλευρη αναφορά στη μαρτυρία», ήτοι χωρίς αναφορά στις εξηγήσεις του εφεσείοντα, όπως προκύπτουν από τις ανακριτικές καταθέσεις του, ως προς την, κατά τον ίδιο, έλλειψη γνώσης από πλευράς του, αναφορικά με το περιεχόμενο του εν λόγω πακέτου. Η θέση αυτή συναρτάται με το ότι, η γνώση αποτελεί συστατικό στοιχείο των επίμαχων αδικημάτων.

 

Εξειδικεύεται και αναδεικνύεται, ειδικά, το παράπονο του εφεσείοντα, ότι  το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε στη δεύτερη ανακριτική κατάθεσή του, στην οποία ανέφερε ότι έλαβε μήνυμα στο κινητό του από τον τελικό παραλήπτη του πακέτου, που τον ενημέρωνε να μην προβεί σε παραλαβή του, καθότι αυτό περιείχε ναρκωτικά.  Υποστηρίζεται δε η θέση ότι, εφόσον το μήνυμα δεν είχε διαβαστεί από τον εφεσείοντα πριν τη σύλληψή του, προκύπτει ότι εάν ο εφεσείων είχε γνώση του περιεχομένου του πακέτου, δεν θα υπήρχε η σχετική αναφορά, ως προς το περιεχόμενο του πακέτου, στο εν λόγω μήνυμα. Συνεπώς, καταδεικνύεται, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, ότι δεν είχε γνώση περί του περιεχομένου του επίδικου πακέτου. Προς τούτο, έγινε παραπομπή στην ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση 185/2020, ημερομηνίας 25.11.2020, ECLI:CY:AD:2020:B405.

 

Εν όψει των πιο πάνω, κατά τον εφεσείοντα, παραλείψεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προωθείται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ικανοποίησε την απαιτούμενη από τη νομολογία ανάγκη παράθεσης όλων των σημαντικών γεγονότων, στοιχείο απαραίτητο για τη διαμόρφωση και διατύπωση πλήρους και αντικειμενικής αιτιολογίας, όσον αφορά την ύπαρξη πιθανότητας καταδίκης.

 

Προκύπτει, από τα πιο πάνω, ότι το Εφετείο καλείται να εξετάσει την ορθότητα της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος και συγκεκριμένα σε ό,τι αφορά τη συνεκτίμηση όσων πρέπει να συνεκτιμούνται κατά την άσκηση αυτής της διακριτικής ευχέρειας.

 

Εξετάζουμε την παρούσα έφεση, έχοντας κατά νου τα πιο κάτω λεχθέντα στην A.A.Sv. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 193/2022, ημερομηνίας 14.9.2022:

 

«Υπενθυμίζουμε ότι η κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη ή η επιβολή όρων για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας του στο Δικαστήριο, εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου με αφετηρία, βεβαίως, την ατομική ελευθερία και ότι η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ' εξαίρεση (Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, 134). Επέμβαση του Εφετείου χωρεί αν διαπιστωθεί ότι αυτή η εξουσία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία, είτε γιατί παραγνωρίστηκαν κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα (Dydi v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 103/2020 [σχ. με 104/2020], ημερ. 3/9/2020 και Γεωργίου v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 131/2021, ημερ. 1/9/2021). Στην Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109 λέχθηκε ότι «το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στα πρωτόδικα Δικαστήρια εκτός για πολύ σοβαρούς λόγους και σε εξαιρετικές περιπτώσεις». (Βλ. επίσης Μαυρομιχάλης ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 256 και Suleyman v. Αστυνομίας, ποιν. εφ. 120/20, 11.8.20, ECLI:CY:AD:2020:B286)

  

Διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε και εφάρμοσε τις νομολογιακές αρχές ως προς την εκτίμηση της πιθανότητας καταδίκης, με παραπομπή στις αποφάσεις του Εφετείου ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 78/24, ημερομηνίας 8.4.2024 και ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΝΑΓΗ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 152/24, ημερομηνίας 25.6.2024.

 

Θεώρησε ότι το ενώπιον του μαρτυρικό υλικό δεν παρουσίαζε τέτοιες αδυναμίες, ώστε να μπορούσε βάσιμα να θεωρηθεί απίθανη η καταδίκη του εφεσείοντα στη βάση αυτού. Ειδικότερα, υπέδειξε ότι η εκ πρώτης όψεως μελέτη των στοιχείων που κατέθεσε η Κατηγορούσα Αρχή, δείκνυε ότι, κατ’ ελάχιστον, υπήρχε σύνδεση του εφεσείοντα με τα αδικήματα που αντιμετωπίζει, εφόσον καταγραφόταν σε αυτά ότι ανακόπηκε το ως άνω πακέτο με κατονομαζόμενο παραλήπτη τον εφεσείοντα. Αποστολέας δε του εν λόγω πακέτου ήταν το ίδιο πρόσωπο το οποίο απέστειλε πακέτο, με παρόμοια ποσότητα της ίδιας φύσης ναρκωτικών, στον κατηγορούμενο 1. Διαπίστωσε, επίσης, ότι καταδεικνύεται εκ πρώτης όψεως ύπαρξη σύνδεσης των αναφορών σε ναρκωτικές ουσίες, με την αναφορά σε κάποιου είδους ελέγχου τους από τις γαλλικές Αρχές. Περαιτέρω, σημείωσε ότι το εν λόγω πακέτο είχε ανακοπεί από τις Αρχές και μετέπειτα έλαβε χώρα διευθετημένη και ελεγχόμενη από μέλη της ΥΚΑΝ παράδοσή του στον εφεσείοντα, καθώς και ότι από την ανακριτική κατάθεση του εφεσείοντα προκύπτει ότι είχε στο παρελθόν παραλάβει πακέτα που αποστέλλονταν στο όνομά του, τα οποία προορίζονταν και παραδίδονταν επ’ αμοιβή στον κατηγορούμενο 3.

 

Δεν προκύπτει το πρωτόδικο Δικαστήριο να αγνόησε τα πιο πάνω στοιχεία ή τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα περί μη γνώσης του για το περιεχόμενο του πακέτου. Ούτε, περαιτέρω, παρέλειψε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, να αναφερθεί στην ενώπιον του επιχειρηματολογία των συνηγόρων του εφεσείοντα, αναφορικά με το ζήτημα της μη γνώσης του εφεσείοντα ως προς το περιεχόμενο των πακέτων, όπως ο ίδιος υποστήριξε στις ανακριτικές του καταθέσεις, στις οποίες, επαναλαμβάνουμε, περιλαμβάνονταν οι σχετικοί ισχυρισμοί του ως προς τη μη γνώση αυτή. Σε αυτό άλλωστε έγκειται και η διαφοροποίηση των γεγονότων της παρούσας από την ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ (ανωτέρω). 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι, παρά τις σχετικές εισηγήσεις των συνηγόρων του εφεσείοντα περί του αντιθέτου, από τα ως άνω στοιχεία που κατέθεσε η Κατηγορούσα Αρχή, και δη από το γεγονός ότι ο εφεσείοντας ήταν παραλήπτης του πακέτου, για το οποίο υπήρχε μαρτυρία ότι περιείχε ναρκωτικά, η πιθανότητα καταδίκης του ήταν υπαρκτή, χωρίς βεβαίως να αποκλείεται η πιθανότητα αθώωσής του.

 

Καταρρίπτεται, επομένως, η θέση των συνηγόρων του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις θέσεις του εφεσείοντα και ειδικότερα ότι αγνόησε τη θέση ότι ενεργούσε για λογαριασμό άλλου κατηγορούμενου.

 

Αντιθέτως, είμαστε της άποψης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη την εν λόγω θέση του εφεσείοντα και της έδωσε τη βαρύτητα που του επιτρεπόταν να της δώσει, στη βάση των αρχών της νομολογίας.

  

Μη ρητή αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση, της εισήγησης των συνηγόρων του εφεσείοντα ότι από το πιο πάνω αναφερόμενο μήνυμα που στάλθηκε στο κινητό του εφεσείοντα από τον τελικό παραλήπτη του πακέτου, να μην παραλάβει το πακέτο διότι περιείχε ναρκωτικά, καταδεικνύεται, σύμφωνα με αυτούς, ότι ο εφεσείων δεν είχε γνώση περί του περιεχομένου του επίδικου πακέτου, δεν αποτελεί σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Υπήρχαν, εδώ, τα στοιχεία εκείνα μαρτυρίας τα οποία δικαιολογούσαν το συμπέρασμα περί ύπαρξης πιθανότητας καταδίκης.

 

Επισημαίνουμε, συναφώς ότι δεν ευσταθεί η θέση που προβάλλεται με την έφεση, ότι η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί αξιολόγησης της όποιας θέσης του εφεσείοντα περί μη γνώσης του από το Κακουργοδικείο, συνιστά σφάλμα, επειδή ενυπάρχει στην υπό κρίση πρωτόδικη διαδικασία, αξιολόγηση της μαρτυρίας στην όψη της.

 

Η διεργασία στην οποία προβαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν αποτελεί αξιολόγηση εν τη εννοία που την αντιλαμβάνονται οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του εφεσείοντα.

 

Όπως αναφέρεται στη ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ (ανωτέρω), το Δικαστήριο «αποφασίζει κατά πόσον η πιθανότητα καταδίκης προκύπτει από το σύνολο του μαρτυρικού υλικού εκτιμώμενου στην όψη του, έστω και αν διαπιστώνεται εύλογη προσδοκία αθώωσης».

 

Καίριας σημασίας, επί του προκειμένου, αποτελεί το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ (ανωτέρω):

 

«Η εκτίμηση της πιθανότητας καταδίκης πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή, ούτως ώστε οι όποιες παρατηρήσεις ή σχόλια για την ισχύ του μαρτυρικού υλικού να μην επηρεάσουν ή προκαταλάβουν οτιδήποτε το οποίο ανάγεται στη δίκη (βλ. Τσεκούρα ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 32, Κοτσούδη ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 131/20 κ.α., ημερ. 20.8.2020, ECLI:CY:AD:2020:B288, Dydi v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 103/20, ημερ. 3.9.2020)

 

Είναι ορθή η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το ουσιαστικό ζήτημα της γνώσης αφορά το εκδικάζον Δικαστήριο κατά την ακρόαση της υπόθεσης. Σε διαδικασία κράτησης εξετάζονται όλα τα στοιχεία στην όψη τους, ως αναλύεται ανωτέρω.

 

Εν όψει των πιο πάνω, δεν εντοπίζουμε σφάλμα στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το ενώπιόν του ζήτημα. Προέβη σε ορθή εφαρμογή των νομολογιακών αρχών επί των ενώπιόν του δεδομένων, τα οποία ανέλυσε στο ορθό πλαίσιο. Η δε κατάληξη του σε συμπεράσματα έγινε με ισορροπημένο, σφαιρικό και ακριβοδίκαιο τρόπο, μη παρέχοντας πεδίο παρέμβασης μας. Συνακόλουθα, ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

 

Η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.

 

 

Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο