ΠΑΡΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 276/2022, 5/11/2025
print
Τίτλος:
ΠΑΡΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 276/2022, 5/11/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 276/2022)

 

5 Νοεμβρίου 2025

 

[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΠΑΡΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσείων,

 

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

_____________________

  

Α. Σάββα, για τον Εφεσείοντα.

Α. Τιμοθέου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών.

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Το Κακουργιοδικείο Λεμεσού, μετά από ακρόαση, έκρινε τον κατηγορούμενο ένοχο σε δύο κατηγορίες για το αδίκημα του βιασμού και ειδικότερα ότι ήρθε σε παράνομη συνουσία με γυναίκα χωρίς τη συναίνεση της, διά κολπικής διείσδυσης (κατηγορία 1) και δια πρωκτικής διείσδυσης (κατηγορία 4), σε μία κατηγορία για το αδίκημα της απαγωγής γυναίκας με σκοπό τη συνουσία (κατηγορία 2), σε μία κατηγορία για απόπειρα βιασμού (κατηγορία 5) και στην κατηγορία της κλοπής (κατηγορία 3). Επέβαλε σε αυτόν ποινές φυλάκισης 11 ετών σε κάθε μία από τις κατηγορίες 1 και 4, 6 ετών στην κατηγορία 5, 4 ½  ετών στην κατηγορία 2 και 6 μηνών στην κατηγορία 3. Διέταξε όπως οι ποινές που επιβλήθηκαν στις κατηγορίες 1, 2, 4 και 5 να συντρέχουν ενώ η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στην κατηγορία 3 να είναι διαδοχική των ως άνω ποινών.

 

Σύμφωνα με την κατάληξη της πρωτόδικης απόφασης:

 

«Ο κατηγορούμενος προσφέρθηκε, στις 19/8/2021 να μεταφέρει με το όχημα του την παραπονούμενη, η οποία βρισκόταν σε στάση λεωφορείου στον παραλιακό δρόμο Λεμεσού (Λεμεσού-Αμαθούντας), στο ξενοδοχείο F.S. όπου διέμενε με τους γονείς της. Η παραπονούμενη εισήλθε στο όχημα του κατηγορουμένου και κατευθύνθηκαν προς το εν λόγω ξενοδοχείο. Η παραπονούμενη του έλεγε συνεχώς ότι πρέπει να πάει στο ξενοδοχείο και αυτός της έλεγε συνέχεια ότι θα τη μεταφέρει εκεί. Σε κάποια στιγμή, όταν πλησίασαν το ξενοδοχείο, η παραπονούμενη του έδειχνε με το χέρι της το ξενοδοχείο και του ζήτησε να σταματήσει. Αυτός όμως δεν το έπραξε αλλά αντίθετα ανέπτυξε ταχύτητα, συνέχισε ευθεία και δεν σταμάτησε παρά μόνο περί τα 7 λεπτά αργότερα (περί τα 5,5 χιλιόμετρα από εκεί που παρέλαβε την παραπονούμενη) σε μια αλάνα όπου δεν υπήρχε φωτισμός.

Φθάνοντας στο μέρος η παραπονούμενη εξήλθε του οχήματος και προσπάθησε να διαφύγει χωρίς επιτυχία αφού ο κατηγορούμενος έτρεξε πίσω της, την έπιασε από την πλάτη και την τράβηξε προς το όχημα του. Η παραπονούμενη καλούσε τον κατηγορούμενο να φύγουν από εκεί. Όμως αυτός ήρθε σε αριθμό περιπτώσεων σε συνουσία μαζί της, τόσο δια κολπικής όσο και δια πρωκτικής διείσδυσης, χωρίς την θέληση της, παρά τις συνεχείς εκκλήσεις της να σταματήσει και παρά την αντίσταση της και τις συνεχείς προσπάθειες της να ξεφύγει από αυτόν.

Συνεπεία των πιο πάνω, κρίνουμε ότι έχουν αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας οι κατηγορίες βιασμού (κατηγορίες 1 και 4) καθώς και η κατηγορία της απαγωγής (κατηγορία 2), αφού η απαγωγή έγινε χωρίς τη θέληση της παραπονούμενης και ως προκύπτει από τα όσα ακολούθησαν, αποσκοπούσε στο να έλθει ο κατηγορούμενος σε συνουσία μαζί της.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τα ως άνω ευρήματα, ενώ η παραπονούμενη και ο κατηγορούμενος βρίσκονταν στο συγκεκριμένο μέρος, ο κατηγορούμενος ήρθε από πάνω της και γυρίζοντας την προσπάθησε να βάλει το πέος του μέσα στο στόμα της. Η παραπονούμενη καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια κατάφερε να κρατήσει το στόμα της κλειστό. Τότε ο κατηγορούμενος την τράβηξε και προσπάθησε να την κάνει να γονατίσει για να καταφέρει να βάλει το πέος του μέσα στο στόμα της, χωρίς επιτυχία αφού εκείνη προέβαλε αντίσταση.

Με βάση τα πιο πάνω, κρίνουμε ότι έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και η κατηγορία της απόπειρας βιασμού (κατηγορία 5).

Τέλος κρίνουμε ότι έχει αποδειχθεί και η κατηγορία της κλοπής (κατηγορία 3) αφού ο κατηγορούμενος πήρε το τηλέφωνο της παραπονούμενης (μάρκας ΙPhone 11) μαζί με τον φορτιστή του, αξίας €1.000, χωρίς τη θέληση αυτής και παρά τις διαμαρτυρίες της να της τα επιστρέψει. Παρόλο δε που υποσχέθηκε ότι θα της τα επέστρεφε μεταγενέστερα, τελικά δεν το έπραξε, κάτι που δείχνει και την πρόθεση του να τα αποστερήσει μόνιμα από την παραπονούμενη ιδιοκτήτρια τους.»

 

Ο εφεσείοντας καταχώρησε μόνος του έφεση στις 22/12/2022 αναφέροντας, λακωνικά στη σχετική ειδοποίηση, ότι η έφεση στρέφεται εναντίον της καταδίκης και της ποινής. Στις 28/12/2022 καταχωρήθηκε ειδοποίηση έφεσης από τον συνήγορο του εφεσείοντα με την οποία αμφισβητείται με 5 λόγους έφεσης η καταδικαστική απόφαση του Κακουργιοδικείου Λεμεσού. Η ποινική έφεση που καταχώρησε ο εφεσείων χωρίς συνήγορο στις 22/12/2022 απεσύρθη. Προωθήθηκε η έφεση που καταχωρήθηκε από τον συνήγορο του στις 28/12/2022, η οποία αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας απόφασης.

 

Οι λόγοι έφεσης 1-4 αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αντικείμενο του πρώτου λόγου έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα και αντινομικά ή και πλημμελώς αποφάσισε ότι αποδείχθηκαν τα αδικήματα που αντιμετώπιζε ο κατηγορούμενος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, προβάλλεται ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία και τα τεκμήρια, από τη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως αξιόπιστη, εφόσον παρέλειψε να αξιολογήσει σωστά τα τεκμήρια που βρίσκονταν ενώπιον του.  

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα αντινομικά και αυθαίρετα απέρριψε στην ολότητα της την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα και αποφάσισε ότι δεν ήταν αξιόπιστος ενώ αυτή επιβεβαιώνεται από τεκμήρια που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά τη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε, αν και ήταν αντιφατική, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, ενώ, αντικείμενο του τέταρτου λόγου έφεσης είναι η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα, δεν αξιολόγησε σωστά και επαρκώς όλην τη μαρτυρία και τα τεκμήρια που είχε ενώπιον του και δεν έλαβε υπόψη του ότι υπήρχαν τεκμήρια ενώπιον του Δικαστηρίου τα οποία δημιουργούσαν εύλογη αμφιβολία αναφορικά με την ενοχή του εφεσείοντα.

 

Αντικείμενο του πέμπτου λόγου έφεσης αποτελεί η εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντα ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν έχει αιτιολογηθεί καθόλου και/ή επαρκώς, με αποτέλεσμα η απόφαση του να είναι τρωτή, ως, επίσης, και ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του μαρτυρία και τεκμήρια που ήταν ενώπιον του, χωρίς να αιτιολογήσει την απόφαση του.

 

Οι συνήγοροι των δύο πλευρών καταχώρησαν τα διαγράμματα τους στα οποία υποστηρίζουν στις θέσεις τους εκατέρωθεν, με τον συνήγορο του εφεσείοντα να ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να αξιολογήσει σωστά τα τεκμήρια και τη μαρτυρία που τέθηκαν ενώπιον του, τα οποία δημιουργούσαν αμφιβολία για την ενοχή του κατηγορουμένου και θα έπρεπε να απαλλάξει τον εφεσείοντα από όλες τις κατηγορίες. Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η θέση της συνηγόρου του εφεσίβλητου, η οποία θεωρεί ότι η απόφαση του Δικαστηρίου ότι είναι καθόλα σωστή και άρρηκτα συνυφασμένη με τις προβλεπόμενες εκ του νόμου και της νομολογίας αρχές.

 

Όπως έχει καταστεί σαφές, οι περισσότεροι από τους λόγους έφεσης αφορούν, άμεσα ή έμμεσα, την αξιολόγηση της μαρτυρίας που έχει γίνει από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Κρίνουμε ορθό όπως παραθέσουμε, προτού εξετάσουμε τους λόγους έφεσης, τις αρχές αναφορικά με τον τρόπο που το Εφετείο εξετάζει το θέμα αυτό.

 

Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της παρέμβασης του Εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας έχουν με σαφήνεια διατυπωθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Παραθέτουμε ενδεικτικά το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση Δ.Α. ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση 57/2020, ημερομηνίας 6/10/2021, ECLI:CY:AD:2021:B432:

 

«Οι αρχές που διέπουν τη δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση των μαρτύρων από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, έχουν αποκρυσταλλωθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το έργο του Εφετείου δεν είναι να επαναξιολογήσει τους μάρτυρες στη βάση της δικής του εμπειρίας και πρωτογενώς να επιτελέσει το έργο αυτό εξ' αρχής, υπό το πρίσμα των προβαλλόμενων λαθών ή σημείων που προτείνονται (Λ. Λ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 27/2017, ημερ. 21/11/2017). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και, συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο Πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στο πλαίσιο της ενώπιον του ζωντανής διαδικασίας, την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων έχοντας ένεκα τούτου το ευεργέτημα της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες και της εντύπωσης που απεκόμισε για τον κάθε μάρτυρα που κατέθεσε ενώπιον του. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου θα πρέπει, επομένως, να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το πιο πάνω πλεονέκτημα που το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική και είναι εξ' αντικειμένου ανυπόστατα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του Δικαστηρίου (xxx Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 45/2014, ημερ. 5/10/2016, ECLI:CY:AD:2016:B470). Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο Πρωτόδικο Δικαστήριο να κάνει τα ευρήματα τα οποία έκανε, σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Γ. Ι. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 44/2019, ημερ. 18/9/2020). Μόνο όπου παρατηρείται ρήγμα λόγω αντιφάσεων ή κενών ή ουσιωδών λαθών είναι επιτρεπτή η επέμβαση του Εφετείου. Πρέπει δε οι αντιφάσεις να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλ. να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα, ή να φανερώνουν τη διάθεση του να ψευστεί (Κ. Κ. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 294 και Α. Π. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 192/2016, ημερ. 26/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:B395, ECLI:CY:AD:2019:B395).»

 

Εναπόκειται δε, στον διάδικο που αμφισβητεί τα ευρήματα του Δικαστηρίου, που σχετίζονται με την αξιοπιστία, να πείσει το Δικαστήριο ότι αυτά είναι εσφαλμένα (MYLONAS AND OTHERS ν. KAILI (1967) 1 C.L.R. 77, SAKELLARIDES ν. PAPASAVVA AND ANOTHER (1966) 1 C.L.R. 261, 262 και IMAM V. PAPACOSTAS (1968) 1 C.L.R. 207, 208).

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης προβάλλει τον ισχυρισμό ότι δεν υπήρχε αξιόπιστη μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά και ότι έγινε πλημμελής αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου με αποτέλεσμα, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο να αποφασίσει ότι αποδείχτηκαν τα αδικήματα που αποδίδονται στον κατηγορούμενο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Στο διάγραμμα αγόρευσης του ο συνήγορος του εφεσείοντα αναφέρεται στη μαρτυρία του ΜΚ2 (στο διάγραμμα του λανθασμένα αναγράφεται ως ΜΚ5), φρουρού ασφαλείας στο ξενοδοχείο F.S. και ο οποίος είπε ότι η παραπονούμενη μύριζε αλκοόλ και ο ίδιος είχε αντιληφθεί ότι κατανάλωσε αρκετό αλκοόλ σε αντιπαράθεση με τη μαρτυρία της παραπονούμενης, η οποία είχε αναφέρει το αντίθετο, ως ο ισχυρισμός του συνηγόρου υπεράσπισης.

 

Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, ο ΜΚ2 ανέφερε, όταν παρατήρησε την παραπονούμενη, ότι αυτή είχε καταναλώσει αρκετό αλκοόλ. Η αξιοπιστία του ΜΚ2, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν έχει αμφισβητηθεί. Η παραπονούμενη είχε αναφέρει, σύμφωνα με τον συνήγορο υπεράσπισης, το αντίθετο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσεγγίζει το θέμα ως ακολούθως στην πρωτόδικη απόφαση:

 

«Δεν θεωρούμε επίσης ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης έρχεται σε αντίθεση με τη μαρτυρία του Μ.Κ.2. Ο Μ.Κ.2 ανέφερε ότι από την πείρα του στα πλαίσια της ενασχόλησης του με κάμερες παρακολούθησης, η παραπονούμενη είχε καταναλώσει αρκετό αλκοόλ. Ως προς τούτο θα πρέπει να λεχθεί ότι η ίδια η παραπονούμενη δέχθηκε ότι ήπιε κρασί με τους γονείς της και δύο αλκοολούχα ποτά στο νυκτερινό κέντρο R. Αποκάλυψε επίσης με ειλικρίνεια ότι ήταν «σε λίγο πιωμένη κατάσταση». Ταυτόχρονα όμως, και είναι αυτό που έχει σημασία, ανέφερε ότι μπορούσε να αντιλαμβάνεται τα πάντα, κάτι το οποίο δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση της.»

 

          Προκύπτει, λοιπόν, ότι δεν υπήρχε αντίφαση στη μαρτυρία της παραπονούμενης με τη μαρτυρία του ΜΚ2 και ότι η εισήγηση του συνηγόρου υπεράσπισης ότι η παραπονούμενη είπε το αντίθετο σε σχέση με την κατανάλωση αλκοόλ, δεν ισχύει.

 

          Ακολούθως, στα πλαίσια του ίδιου λόγου έφεσης, ο συνήγορος του εφεσείοντα πραγματεύεται τη μη εύρεση δείγματος γενετικού υλικού τόσο κολπικά αλλά και πρωκτικά από το δείγμα που λήφθηκε από την παραπονούμενη, που να ανήκει στον κατηγορούμενο.

 

          Ο ΜΚ3, λανθασμένα ο συνήγορος του παραπονούμενου τον αναφέρει ως ΜΚ17, είχε ετοιμάσει έκθεση πραγματογνωμοσύνης για τη συγκεκριμένη υπόθεση και έδωσε επίσης προφορική μαρτυρία στο Δικαστήριο όπου και αντεξετάστηκε. Η εμπειρογνωμοσύνη του εν λόγω μάρτυρα δεν είχε αμφισβητηθεί από την Υπεράσπιση. Μάλιστα, αποτέλεσε παραδεκτό γεγονός ότι είναι εμπειρογνώμονας σε θέματα γενετικού υλικού και γενετικής. Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο ΜΚ3 είχε αναφέρει ότι ο μη εντοπισμός σπερματικών κυττάρων και/ή σπερματικών ουσιών και/ή γενετικού υλικού ανδρικής προέλευσης σε κολπικά και/ή πρωκτικά επιχρίσματα δεν στηρίζουν αλλά ούτε και αποκλείουν ισχυρισμό για διείσδυση ανδρικού πέους στον κόλπο ή τον πρωκτό ενός ατόμου. Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο επανέλαβε τη μαρτυρία του ΜΚ3 ότι σε περίπτωση διείσδυσης ανδρικού πέους στον κόλπο ή στον πρωκτό γυναίκας είναι δυνατό να μην εντοπιστεί ανδρικό γενετικό υλικό για πολλούς λόγους τους οποίους και παραθέτει στις σελίδες 19 και 20 της απόφασής του. Το πιο κάτω απόσπασμα είναι σχετικό:

 

«Σε περίπτωση διείσδυσης ανδρικού πέους στον κόλπο ή στον πρωκτό γυναίκας, είναι δυνατόν να μην εντοπιστεί ανδρικό γενετικό υλικό για πολλούς λόγους, όπως:

- Η χρήση προφυλακτικού, γιατί αυτό θα εμπόδιζε τον εντοπισμό σπερματικών ουσιών, σπερματικών κυττάρων και ανδρικού γενετικού υλικού.

- Σε περίπτωση που δεν έγινε χρήση προφυλακτικού και δεν υπήρξε εκσπερμάτωση, δηλαδή η εναπόθεση σπερματικών κυττάρων, τότε ο εντοπισμός των λεγόμενων επιθηλιακών ανδρικών κυττάρων που προέρχονται από σπερματικές ουσίες, χωρίς τα σπερματικά κύτταρα, μπορούν να καταστραφούν γρήγορα από το «εχθρικό» περιβάλλον του κόλπου και ως εκ τούτου να μην εντοπιστούν.

- Η απομάκρυνση - αφαίρεση σπερματικών ουσιών που μπορεί να γίνει είτε με αφόδευση, είτε με τη χρήση χαρτιού, δηλαδή να σκουπιστεί κάποιο πρόσωπο στην περιοχή των περιγεννητικών οργάνων, είτε να ουρήσει στην τουαλέτα, να κάνει μπάνιο κ.λπ.

- Οι εξετάσεις για εντοπισμό του ειδικού αντιγόνου του προστάτη έχουν ένα όριο κάτω από το οποίο μπορεί να μην ανιχνεύεται οποιαδήποτε σπερματική ουσία. Το ίδιο ισχύει και για τα συστήματα εντοπισμού γενετικού υλικού όπως είναι τα συστήματα PowerPlex ESX-17 Fast, όπως και το σύστημα για εντοπισμό ανδρικού γενετικού υλικού PowerPlex-Y23. Όταν δηλαδή το υλικό που απομονώνεται είναι κάτω από το όριο ανίχνευσης, τότε μπορεί να μην εντοπιστεί οποιαδήποτε βιολογική ουσία.

- Η φυσική κατάσταση του δότη, δηλαδή αυτού που διεισδύει το πέος του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, να είναι δηλαδή «κακός δότης επιθηλιακών κυττάρων» και έτσι να μην μεταφερθούν μεγάλες ποσότητες επιθηλιακών κυττάρων, με αποτέλεσμα να μην εντοπιστεί ανδρικό γενετικό υλικό.»

 

Επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύτηκε τον χρόνο που είχε διαρρεύσει από τη στιγμή της ισχυριζόμενης διείσδυσης μέχρι και την εξέταση και τη λήψη των κολπικών και πρωκτικών επιχρισμάτων υπό το φως της μαρτυρίας του ΜΚ3 ότι:

 

«Η διείσδυση ενός πέους εντός του κόλπου, μπορεί να αφήνει μικρή ποσότητα κυττάρων εντός του κόλπου τα οποία κάθε ώρα που περνά, υπάρχει μείωση περίπου 3% της δυνατότητας να ανιχνευθεί ανδρικό γενετικό υλικό στον κόλπο, με αποτέλεσμα να μειώνεται συνεχώς η δυνατότητα εντοπισμού γενετικού υλικού. Επομένως εάν κάποιος είναι «κακός δότης» (π.χ. ένα άτομο που ενώ αγγίζει ένα αντικείμενο δεν αφήνει δείγμα γενετικού υλικού πάνω στο εν λόγω αντικείμενο που να μπορεί να ανιχνευθεί), ο οποίος δεν θα αφήσει αρκετά κύτταρα, αυτά θα είναι δύσκολο να εντοπιστούν με τη χρήση οποιωνδήποτε μεθόδων. Τα ίδια ισχύουν και σε περίπτωση διείσδυσης πέους εντός του πρωκτού.»

 

Επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, σχολίασε το γεγονός ότι, στο αυτοκίνητο του εφεσείοντα στο οποίο κάθισαν και η παραπονούμενη και ο εφεσείοντας, είχε ανευρεθεί γενετικό υλικό που άνηκε και στους δύο και επίσης στο γεγονός ότι στο εσώρουχο της παραπονούμενης βρέθηκε δείγμα γενετικού υλικού άγνωστου άνδρα και ότι σε όλα τα ρούχα της παραπονούμενης, πλην του στηθόδεσμου που φορούσε δεν εντοπίστηκε γενετικό υλικό που να ανήκει στον εφεσείοντα. Ο ΜΚ3 είχε αναφέρει ότι η εναπόθεση γενετικού υλικού σε ύφασμα όπως είναι ένα εσώρουχο είναι διαφορετική από την εναπόθεση γενετικού υλικού στον κόλπο ή στον πρωκτό.

 

Επομένως, ούτε και ο ισχυρισμός του συνηγόρου του εφεσείοντα αναφορικά με αυτό το σκέλος της μαρτυρίας του ΜΚ3 έχει έρεισμα.

 

Στον ίδιο λόγο έφεσης ο συνήγορος του εφεσείοντα αναφέρεται επίσης στη μαρτυρία της ΜΚ8 που ήταν η ιατροδικαστής και της οποίας η εμπειρογνωμοσύνη υπήρξε παραδεκτό γεγονός. Η θέση της ΜΚ8 αναφορικά με τις διαπιστώσεις της από την εξέταση της παραπονούμενης στο Γυναικολογικό Τμήμα του Μακάριου Νοσοκομείου στην παρουσία γυναικολόγου μαιευτήρα είχαν διαπιστωθεί τα ακόλουθα:

 

«· Παλαιά ρήξη παρθενικού υμένα.

· Άνευ εμφανών κακώσεων και ρήξεων στα γεννητικά όργανα, στην κολπική και  τραχηλική περιοχή.

· Άνευ κακώσεων στην πρωκτική και περιπρωκτική χώρα.

· Ο πρωκτικός δακτύλιος ακέραιος.

· Παλαιά εκδορά με εφελκίδα σε απόπτωση στο κάτω χείλος αριστερά μήκους 2 εκ. (αναφέρει παλαιό κτύπημα).

· Πρόσφατη εκτεταμένη εκχύμωση στην αριστερή πλάγια μεριά του αριστερού γόνατος διαστάσεων 10 7 εκ.

· Εκδορά εκ τριβής στην δεξιά  αγκωνιαία χώρα διαστάσεων 2 x 2 εκ.»

 

Ο συνήγορος του εφεσείοντα θεωρεί ότι οι πιο πάνω διαπιστώσεις της ΜΚ8, σε συνδυασμό με τη μη ανεύρεση γενετικού υλικού, δεν μπορούσαν να οδηγήσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο σε ασφαλές συμπέρασμα βιασμού.

 

Η ΜΚ8 έδωσε μαρτυρία στο πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με τις διαπιστώσεις της περί «άνευ εμφανών κακώσεων και ρήξεων στα γεννητικά όργανα, στην κολπική και  τραχηλική περιοχή, άνευ κακώσεων στην πρωκτική και περιπρωκτική χώρα και στο γεγονός ότι ο πρωκτικός δακτύλιος ήταν ακέραιος» τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στη σελίδα 12 της απόφασης του. Το πιο κάτω απόσπασμα είναι σχετικό:

 

«Η αναφορά στο Τεκμήριο 72 «Άνευ εμφανών κακώσεων και ρήξεων στα γεννητικά  όργανα, στην κολπική και τραχηλική περιοχή» σημαίνει ότι κατά την εξέταση (την ιατροδικαστική και τη γυναικολογική) των γεννητικών οργάνων της παραπονούμενης, δεν διαπίστωσε ούτε η Μ.Κ.8, ούτε ο γυναικολόγος, οποιαδήποτε  κάκωση, εκδορά, εκχύμωση ή ρήξη στα εξωτερικά και τα εσωτερικά γεννητικά όργανα. Περαιτέρω, η  αναφορά στο ίδιο Τεκμήριο 72 ότι «Ο πρωκτικός δακτύλιος είναι ακέραιος», σημαίνει ότι διαπιστώθηκε κατά την εξέταση ότι ο τόνος του σφικτήρα ήταν ακέραιος, ο πρωκτικός δακτύλιος (που βρίσκεται στον σφικτήρα στην έξοδο του πρωκτού) και ο πρωκτικός σφικτήρας ήταν χωρίς εμφανείς κακώσεις, δηλαδή ρήξη, ραγάδες, εκδορές, ήταν δηλαδή φυσιολογικός.

Είναι δυνατόν να υπάρξει εισδοχή εντός αντικειμένου στον πρωκτό και να μην υπάρχει οποιαδήποτε κάκωση και αυτό εξαρτάται από τη βιαιότητα της πράξης, την αντίσταση του άλλου ατόμου και την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, αν δηλαδή βρίσκεται σε κατάσταση μέθης ή υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι δακτύλιοι και οι αισθήσεις είναι σε χαλάρωση και δεν εντοπίζονται κακώσεις. Ακόμα και όταν το άτομο είναι σε κατάσταση φόβου, όπου το άτομο δεν αντιδρά καθόλου, τότε είναι δυνατόν να μην υπάρχουν κακώσεις. Όταν απουσιάζουν τα πιο πάνω, αυξάνονται οι πιθανότητες να εμφανίζονται κακώσεις.

Είναι επίσης δυνατόν να υπάρξει  εισχώρηση (ενός αντικειμένου) στον πρωκτό και ο  πρωκτικός δακτύλιος να μείνει ακέραιος. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί και εξαρτάται  από τη βιαιότητα, αν δεν υπάρχει δηλαδή υπέρμετρη βία εκ μέρους αυτού που  εισέρχεται και από την κατάσταση που βρίσκεται το άλλο άτομο, δηλαδή αν δεν αντιδράσει, αν δεν γίνει εισχώρηση πάρα πολλές φορές ώστε να δημιουργηθεί χαλάρωση και ρήξη του πρωκτικού δακτύλιου και του σφικτήρα. Το ίδιο ισχύει για τον κόλπο.»

 

Περαιτέρω, η μάρτυρας στις σελίδες 227 και 228 των πρακτικών έχει αναφέρει τα ακόλουθα:

 

«Ε. Τι σημαίνει ο πρωκτικός δακτύλιος είναι ακέραιος;

Α. Σημαίνει ότι κατά την εξέταση ή δοκιμασία που διενεργούσε του πρωκτικού δακτυλίου που βρίσκεται στον σφικτήρα, στην έξοδο του πρωκτού, ότι διαπιστώθηκε ο τόνος του σφικτήρα ακέραιος, χωρίς να έχει κάποιες εμφανείς κακώσεις ο πρωκτικός δακτύλιος ή ο πρωκτικός σφιγκτήρας ρήξη, ραγάδες, εκδορές, ήταν φυσιολογικός δηλαδή.

Ε. Υπάρχει περίπτωση να υπάρξει εισχώρηση, είτε στον κόλπο είτε στον πρωκτό, αποσύρω «τον κόλπο» και ο πρωκτικός δακτύλιος να παραμείνει ακέραιος;

Α. Εννοούμε μόνο για τον πρωκτικό δακτύλιο;

Ε. Nαι.

Α. Ναι, μπορεί να συμβεί, εξαρτάται από τη βιαιότητα, από την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το άλλο άτομο, δηλαδή αν είναι, αν δεν αντιδράσει, εάν δεν υπάρχει υπέρμετρη βία, εάν δεν έχει γίνει πάρα πολλές φορές ούτως ώστε να δημιουργήσει χαλάρωση και ρήξη του πρωκτικού δακτυλίου και του σφικτήρα, τότε, ναι, είναι δυνατο να έχει προηγηθεί αλλά να μην έχουμε οποιαδήποτε κάκωση ή χαλάρωση του σφικτήρα.

Ε. Το ίδιος ισχύει και για τον κόλπο;

Α. Το ίδιο ισχύει και για τον κόλπο, βεβαίως.»

 

          Η αντεξέταση της ΜΚ8 ήταν ιδιαίτερα σύντομη. Στη σελίδα 230 των πρακτικών αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Ε. Και μας αναφέρατε ότι μπορεί να υπάρξει εισδοχή και να μην φανεί τίποτε με απλά λόγια;

Α. Μάλιστα.

Ε. Μας είπατε, επίσης, ότι εξαρτάται και από τη βία και από το μέγεθος, σωστά; Νομίζω.

Α. Εξαρτάται από τη βιαιότητα της πράξης, την αντίσταση του άλλου ατόμου και την κατάσταση την οποία βρίσκεται, εννοώ εάν είναι σε κατάσταση μέθης, σε κατάσταση επήρειας ναρκωτικών ουσιών. Οπόταν, οι αισθήσεις και οι δακτύλιοι και οποιαδήποτε άλλα είναι σε χαλάρωση, οπόταν δεν υπάρχει αντίσταση, οπόταν δεν θα βρούμε και κακώσεις ή ακόμα και υποκατάσταση φόβου όπου το άτομο δεν αντιδρά καθόλου.

Ε. Άρα, κυρία Παπέττα, εάν απουσιάζουν όλα αυτά που μας αναφέρατε τότε αυξάνουν και οι πιθανότητες να εντοπίζατε και εσείς οτιδήποτε, σωστά;

Α. Πιθανώς, ναι.»

 

          Η απουσία εξωτερικών κακώσεων στο σώμα, τόσο της παραπονούμενης, όσο και του εφεσείοντα υπήρξε επίσης αντικείμενο αντεξέτασης. Όπως ορθά αναφέρει και η συνήγορος της εφεσίβλητης, η παραπονούμενη, της οποίας η μαρτυρία είχε κριθεί αξιόπιστη, μέσα από τη μαρτυρία της, είχε παραθέσει τις αντιδράσεις του παραπονούμενου και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες είχε σαρκική επαφή μαζί του. Προσπάθησε με διάφορα τεχνάσματα να ξεφύγει και, από την όλη κατάσταση ως εκτυλίχθηκε, δεν πρέπει να ξενίζει η έλλειψη οποιωνδήποτε κακώσεων στο σώμα του εφεσίβλητου.

 

Ενόψει των ανωτέρω ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

          Ο δεύτερος λόγος έφεσης πραγματεύεται την απόρριψη της ανώμοτης δήλωσης του εφεσίβλητου και προβάλλει τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντινομικά και αυθαίρετα, λανθασμένα και κατά παράβαση της σχετικής νομολογίας, αποφάσισε την απόρριψη της ανώμοτης δήλωσης του εφεσείοντα στην ολότητα της, ενώ αυτή, σύμφωνα πάντα με τη θέση του συνηγόρου υπεράσπισης, επιβεβαιώνεται από τεκμήρια που είχαν κατατεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει, αρχικά, τις αρχές της νομολογίας που διέπουν την αξιολόγηση ανώμοτης δήλωσης ενός κατηγορουμένου. Αναφέρει σχετικά:

 

«Ως προς την ανώμοτη δήλωση ενός κατηγορούμενου και τον τρόπο που αυτή αξιολογείται, είναι πάγια καθιερωμένες οι αρχές της νομολογίας. Όσον αφορά την επιλογή αυτή κατ' αρχάς πρέπει να λεχθεί ότι αποτελεί απόλυτο δικαίωμα ενός κατηγορουμένου και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη εναντίον του. Όσον αφορά την βαρύτητα και την αξία ανώμοτης δήλωσης είναι νομολογιακά αποσαφηνισμένο ότι αυτή εξετάζεται και αξιολογείται μέσα στο σύνολο της μαρτυρίας ανάλογα με το πως ταιριάζει στην συγκεκριμένη περίπτωση. Τέτοια δήλωση χωρίς όρκο δεν πρέπει να παραμερίζεται ολότελα. Το Δικαστήριο έχει την υποχρέωση να της δώσει το βάρος που της αρμόζει και να τη λάβει υπόψη του πριν φτάσει στο συμπέρασμα κατά πόσο η κατηγορούσα αρχή έχει αποδείξει την υπόθεση (βλ. R v. Frost (1964) 64 Cr. App. R. 284). Η ενδεχόμενη αξία της όμως είναι πειστική μάλλον παρά αποδεικτική εφόσον δεν μπορεί να αποδείξει γεγονότα που δεν είναι με άλλο τρόπο αποδεδειγμένα με μαρτυρία. Δεν εξομοιώνεται δηλαδή με ένορκη μαρτυρία η οποία υπόκειται σε έλεγχο, αφού δοκιμάζεται από αντεξέταση (βλ. Vrakas v. Republic (1973) 2 C.L.R. 139, Themistokleous v. The Police (1981) 2 CLR 200 και Anastasiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97).

Τα πιο πάνω επαναλαμβάνονται βασικά στην Α.Δ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 91/2014, ημερ. 22/6/2016, στην οποία γίνεται περαιτέρω αναφορά ως προς το πώς θα πρέπει να προσεγγίζεται τέτοια δήλωση. Ως εξηγείται τα πάντα εξαρτώνται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και τι ακριβώς προβάλλει ο κατηγορούμενος. Η κάθε περίπτωση χρήζει διαφορετικής προσέγγισης (βλ. DPP v. Walker [1974] 1 WLR 1090). Όποιο λεκτικό και να χρησιμοποιηθεί στην εξέταση ανώμοτης δήλωσης, πρέπει να έχει σαν βάση την κοινή λογική και τα ελάχιστα προαπαιτούμενα τα οποία συνιστούν την κοινή συνισταμένη της νομολογίας. Θα πρέπει να δοθεί κάποια ένδειξη, χωρίς πολλές λεπτομέρειες, για τον τρόπο που προσεγγίζεται η ανώμοτη δήλωση. Περισσότερο θα πρέπει το Δικαστήριο να καθοδηγήσει τον εαυτό του σύμφωνα με τη νομολογία ότι η αποδεικτική αξία τέτοιας δήλωσης είναι πειστική μάλλον παρά αποδεικτική. Γι' αυτό εξετάζοντας τη βαρύτητα που θα δώσει πρέπει να έχει υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας και των γεγονότων και ιδιαίτερα εκείνα τα στοιχεία μαρτυρίας που είναι αναντίλεκτα ή αδιαμφισβήτητα. Αν κριθεί ότι η δήλωση είναι πειστική, τότε η μαρτυρία και τα γεγονότα που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου μπορεί να προσεγγισθούν με διαφορετικό τρόπο.  Εάν όμως κριθεί ότι δεν έχει πειστική αξία τότε το θέμα τελειώνει εκεί (βλ. και Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 191/16, ημερ. 6/11/2018, ECLI:CY:AD:2018:B477, Αλεξάνδρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 152/17, ημερ. 20/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:D246, και Sokolowski κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 52/2019, 53/2019 ημερ. 23/6/2022).»

 

Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζει κάθε θέση που είχε προβληθεί από τον εφεσείοντα και την αντιπαραβάλει με την πραγματική μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του. Σημειώνει, επίσης, ότι κατά την αντεξέταση της παραπονουμένης δεν της είχαν υποβληθεί οι θέσεις που ο εφεσείων ανέφερε στην ανώμοτη του δήλωση, όπως το γεγονός ότι αυτή χαϊδευόταν μόνη της. Επίσης, σημειώνει θέσεις που τέθηκαν στην παραπονούμενη, κατά την αντεξέταση της, που είναι σε αντίθεση με αυτές που αναφέρει ο εφεσείων στην ανώμοτη του δήλωση, όπως σε ποιο σημείο της διαδρομής αυτή χάιδευε τον κατηγορούμενο.

 

Περαιτέρω, η υπεράσπιση ζήτησε την προβολή του ψηφιακού δίσκου, Τεκμήριο 52 στην πρωτόδικη διαδικασία, ειδική σκηνή στην οποία φαίνεται η παραπονούμενη να τρέχει στο πεζοδρόμιο πλησίον του ξενοδοχείου που είναι σε αντίθεση με τη θέση του εφεσείοντα στην ανώμοτη του δήλωση ότι αυτή, πριν φύγει από το αυτοκίνητο, με ένα στυλό, έγραψε το κινητό της τηλέφωνο στο χέρι του και του είπε να την πάρει τηλέφωνο για να κανονίσουν να βγουν.

 

Όπως, επίσης, ορθά σημειώνει η συνήγορος της εφεσίβλητης, πλείστα από όσα καταγράφονται στην ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα δεν έχουν τεθεί ποτέ προηγουμένως στην αστυνομία ή σε κάποια από τις ανακριτικές του καταθέσεις.

 

Συμφωνούμε, επίσης, με τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η θέση του εφεσείοντα ότι μόλις η παραπονούμενη μπήκε στο αυτοκίνητο, άρχισε να ψάχνει τόσο το αυτοκίνητο όσο και το πορτοφόλι του στερείται λογικής.

 

Ορθά, φρονούμε, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα, διαπίστωση η οποία οδηγεί στην απόρριψη του δεύτερου λόγου έφεσης.

 

Αντικείμενο του τρίτου λόγου έφεσης είναι η εσφαλμένη αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τη μαρτυρία της παραπονούμενης. Είναι η θέση του συνηγόρου του εφεσείοντα ότι η μαρτυρία της ήταν αντιφατική σε ουσιώδη σημεία και αφορούσαν επίδικα γεγονότα τα οποία θα έπρεπε να αποδείξει η Κατηγορούσα Αρχή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και όχι ότι παρουσιάστηκαν μικροαντιθέσεις ή μικροαντιφάσεις στη μαρτυρία της που δεν μπορούν να αλλοιώσουν τη  διαπίστωση ότι αυτή ήταν ειλικρινής.  

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναλώνει 10 ουσιαστικά σελίδες της πρωτόδικης απόφασης στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης την οποία και αποδέχεται ως αξιόπιστη. Αναφέρει, περαιτέρω, ότι χωρίς ενδοιασμό, δεν χρειάζεται ως θέμα πρακτικής, να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία, αφού μπορεί με ασφάλεια και σιγουριά να στηριχθεί αποκλειστικά σε αυτήν έχοντας αυτοπροειδοποιηθεί για τους κινδύνους που παραμονεύουν από το να στηριχθεί χωρίς ενίσχυση στη μαρτυρία της. Προχωρά παρά τούτο και διαπιστώνει και την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας. Δεν υπάρχει λόγος έφεσης αναφορικά με το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ύπαρξης ενισχυτικής μαρτυρίας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολιάζει μικροαντιθέσεις ή μικροαντιφάσεις που παρατηρούνται στη μαρτυρία της παραπονούμενης και καταλήγει ότι αυτές δεν μπορούν να αλλοιώσουν τη διαπίστωση ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης ήταν λεπτομερής, διευκρινιστική, χωρίς γενικότητες ή αοριστίες και συνάδει τόσο με τη μαρτυρία της ΜΚ4, που είναι η μητέρα της, η οποία ανέφερε τι προηγήθηκε και τι επακολούθησε της διάπραξης των επίδικων αδικημάτων και ορθά τις χαρακτήρισε ως στοιχείο του αυθορμητισμού και της αυθεντικότητας της μαρτυρίας της. Σχετικές είναι οι υποθέσεις ΣΙΒΙΤΑΝΙΔΗΣ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2011) 2 Α.Α.Δ. 166, ΓΙΑΝΝΙΔΗΣ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (2002) 2 Α.Α.Δ. 143 και ΞΥΔΙΑΣ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (1993) 2 Α.Α.Δ. 174.

 

Όπως αναφέρθηκε στις υποθέσεις ΠΙΤΣΙΑΛΗ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (2009) 2 Α.Α.Δ.650, ΤΙΜΟΘΕΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (2012) 2 Α.Α.Δ. 671 και ΜΑΡΚΙΤΣΗΣ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση 23/2015, ημερομηνίας 21/4/2016, μικροαντιφάσεις που κάποτε είναι φυσιολογικό να υπάρχουν ως εκ της φύσης της μαρτυρίας και της ιδιότητας με την οποία καταθέτει ο κάθε μάρτυρας, μπορεί να ενδυναμώσουν την αξιοπιστία μάρτυρα που φαίνεται να διατυπώνει με φυσικό τρόπο τα γεγονότα ως τα αντιλήφθηκε και αποτύπωσε στην μνήμη. Αυτές οι μικρές ανακρίβειες μπορεί και να ενδυναμώσουν μαρτυρία που κατά τα άλλα είναι πειστική, γιατί ακριβώς δεικνύουν  έλλειψη προσχεδιασμού και συνεννόησης.

 

Όπως έχει αναφερθεί και στην υπόθεση ΚΛΕΟΒΟΥΛΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (2012) 2 Α.Α.Δ. 17, ίσως είναι ανθρωπίνως αδύνατο οι μάρτυρες να θυμούνται κάθε λεπτομέρεια του επίδικου περιστατικού και να περιγράφουν τα γεγονότα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που τα περιέγραψαν στην Αστυνομία.  

 

Η παραπονούμενη ήταν ειλικρινής ότι μπήκε με ελεύθερη τη βούληση της στο όχημα του εφεσείοντα γιατί ήθελε να επιστρέψει στο ξενοδοχείο και δεν κάλεσε ταξί γιατί δεν είχε χρήματα. Δεν τηλεφώνησε στους γονείς της αφού είχαν προηγουμένως τσακωθεί. Παραδέχτηκε ότι είναι επικίνδυνο για μια κοπέλα να μπαίνει σε άγνωστο αυτοκίνητο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι η παραπονούμενη δεν θυμόταν να αναφέρει πώς σταμάτησε το όλο επεισόδιο, δεν επηρεάζει την αξιοπιστία της. Το γεγονός στο οποίο αναφέρθηκε ήταν τραυματικό για αυτήν και στην εξιστόρηση των βιασμών ξέσπασε σε λυγμούς αναφέροντας «ήταν ένα τρομοκρατικό γεγονός για μένα». Στην υπόθεση ΑΘΑΝΑΣΗ ΠΑΠΑΝΔΡΕΑΣ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ (2016) 2 Α.Α.Δ. 867 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Συνοπτικά, η ψυχολογική κατάσταση της παραπονούμενης, άμεσα συναρτημένη με τα όσα βίωσε αλλά και με το πρόσωπο που τη βίασε, οι φόβοι της λόγω των απειλών του Εφεσείοντα, η σύγχυση στην οποία βρισκόταν και ο αναλογισμός εκ μέρους της των συνεπειών τυχόν καταγγελίας της στο άμεσο οικογενειακό της περιβάλλον, ήταν παράγοντες που δικαιολογούσαν την όποια καθυστέρηση στην υποβολή παραπόνων και έτυχαν πλήρους επεξήγησης, από κλινικής απόψεως, από τη ΜΚ6. Η νομολογία μας δεν παραβλέπει την ύπαρξη αυτής της μορφής των παραγόντων ως στοιχείων που δυνατό να επηρεάσουν τη δυνατότητα υποβολής άμεσου παραπόνου. Στην Σιακαλλής ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 146, 149, επαναλαμβάνονται τα λεχθέντα στην Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766, τα οποία και υιοθετούμε, προσθέτοντας ότι τυγχάνουν γενικότερης, πέραν των ανηλίκων, εφαρμογής σε θύματα σεξουαλικών επιθέσεων:

«Οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις, επιθέσεις ή βιασμοί που εκδηλώνονται επί ανηλίκων προσώπων, αγγίζουν τόσο βαθειά την προσωπικότητα των θυμάτων ώστε να μην μπορεί να ανευρεθεί ένα συγκεκριμένο πρότυπο συμπεριφοράς από τα παραπονούμενα πρόσωπα, εφόσον διαφορετικές είναι οι αντιδράσεις ενός εκάστου ανάλογα με το ψυχισμό τους. Χωρίς προς στιγμήν να παραγνωρίζεται η πρωταρχική ανάγκη η ενώπιον του Δικαστηρίου υπόθεση να αξιολογείται στη βάση του τεκμηρίου της αθωότητας αφενός, αλλά και στην ανάγκη θεμελίωσης των κατηγοριών πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας αφετέρου, πρέπει και το Δικαστήριο να είναι δεκτικό στην ολοένα και πλέον αποδεκτή και συγκλίνουσα θέση, ότι τα θύματα των σεξουαλικών επιθέσεων βιώνουν μια πληθώρα ψυχολογικών μετατραυματικών εμπειριών που αναμφίβολα επηρεάζουν και την δυνατότητα τους να υποβάλουν άμεσα το παράπονο τους, αλλά και τη δυνατότητα τους να λειτουργούν και να αντιδρούν πάντοτε κατά τρόπο που εκλογικευμένα θα θεωρείτο αναμενόμενος.»

 

Ως ενισχυτική μαρτυρία το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τα σπασμένα νύχια της παραπονούμενης, την πρόσφατη εκτεταμένη εκχύμωση στην αριστερή πλάγια πλευρά του αριστερού γόνατου της, την αναστατωμένη κατάσταση της (distressed condition), τον εντοπισμό στο στηθόδεσμο που φορούσε ποσότητας γενετικού υλικού όπου ο εφεσείοντας είναι ο κύριος δότης και μεικτού γενετικού υλικού στο οποίο η παραπονούμενη και ο εφεσείοντας είναι δότες στην μπροστινή πλευρά εσωτερικά του εσωρούχου του εφεσείοντα χρώματος άσπρου. Επίσης, εντοπίστηκε από την Αστυνομία το ένα εκ των σκουλαρικιών που φορούσε η παραπονούμενη κάτω από το χαλάκι του αυτοκινήτου του πατώματος της θέσης του συνοδηγού του οχήματος αλλά και οι αναφορές της παραπονούμενης στους ΜΚ2 και ΜΚ6.

 

Επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε την ύπαρξη άμεσου (πρώτου) παράπονου ότι βιάστηκε στον ΜΚ2, δυνάμει του Άρθρου 10 του Περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ.10. Σημειώνουμε ότι δεν υπάρχει λόγος έφεσης ούτε περί αυτής της διαπίστωσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

To πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρει τις αρχές της νομολογίας αναφορικά με το πρώτο παράπονο όπως ισχύουν στην Κύπρο που σε αντίθεση με το Κοινοδίκαιο, όπως εφαρμόζεται στην Αγγλία, επιτρέπει στο Δικαστήριο να δεχθεί ως απόδειξη τις λεπτομέρειες παραπόνου δηλαδή ως απόδειξη των γεγονότων που εξιστορούνται μέσα από τη δήλωση του θύματος. Σχετικές είναι οι υποθέσεις ΤARITA ANDREI ΚΑΙ ΑΛΛΟΣ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ (2016) 2 Α.Α.Δ. 621, HJI LOUCA v. REPUBLIC (1961) C.L.R. 57, ΓΕΩΡΓΙΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2008) 2 Α.Α.Δ. 618 και TRUSSLER ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2013) 2 Α.Α.Δ. 38.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά έκρινε ότι υπήρχε άμεσο παράπονο στα όσα ανέφερε η παραπονούμενη στους ΜΚ2, Ραφαήλ Στεφάνου και Άδωνη Μαυρονύχη των οποίων οι καταθέσεις έγιναν παραδεκτές ως προς την αλήθεια του περιεχομένου τους, αλλά και τις κινήσεις του εφεσείοντα κατά την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας στο διαμέρισμα του να πάρει από εκεί που ήταν τα άπλυτα ρούχα του ένα εσώρουχο χρώματος άσπρου και να το βάλει στην τσέπη του. Το εν λόγω εσώρουχο ήταν αυτό που φορούσε ο εφεσείοντας το επίδικο βράδυ.

 

Και ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης αποτελεί ουσιαστικά επανάληψη των πρώτων τριών λόγων έφεσης και, συγκεκριμένα, προβάλλεται γενικά, ως εσφαλμένη, η αξιολόγηση της μαρτυρίας και των τεκμηρίων που είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τόσο από την Κατηγορούσα Αρχή αλλά και από τον συνήγορο υπεράσπισης του εφεσείοντα. Προβάλλεται, συγκεκριμένα, η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν αξιολόγησε ορθά και επαρκώς όλην την μαρτυρία και τα τεκμήρια που είχε ενώπιον του με αποτέλεσμα να καταδικάσει λανθασμένα τον εφεσείοντα και ότι λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη του τεκμήρια τα οποία κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και το περιεχόμενο των οποίων δημιουργούσε εύλογη αμφιβολία αναφορικά με την καταδίκη του εφεσείοντα.  

 

Στο διάγραμμα αγόρευσης του, ο δικηγόρος του εφεσείοντα δεν πραγματεύεται ειδικά τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης. Οι θέσεις του έχουν εξεταστεί στα πλαίσια των πρώτων τριών λόγων έφεσης και έχουν απορριφθεί. Ως λογικό επακόλουθο, συνεπώς, και ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ο πέμπτος και τελευταίος λόγος έφεσης πραγματεύεται την εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντα ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στερείται αιτιολογίας ή επαρκούς αιτιολογίας, με αποτέλεσμα η απόφαση του να είναι αναιτιολόγητη και μη επιδεχόμενη δικαστικού ελέγχου και/ή δεν έχει τα γνωρίσματα δεόντως αιτιολογημένης απόφασης.

 

Σημειώνουμε ότι, και πάλι, ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης δεν προωθήθηκε ειδικά ούτε στο διάγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου του εφεσείοντα αλλά ούτε και κατά την προφορική του αγόρευση ενώπιον μας στο στάδιο της ακρόασης της έφεσης.

 

Καθίσταται σαφές, από το περιεχόμενο της απόφασης μας, ότι ούτε ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης έχει έρεισμα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε σαφώς τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στα ευρήματα και τις διαπιστώσεις του σε κάθε πτυχή της απόφασης του. Γίνεται σαφής παραπομπή τόσο στη νομοθεσία όσο και στη νομολογία για κάθε επιμέρους απόφαση του, ειδικά για την αξιολόγηση της μαρτυρίας, την υπαγωγή των ευρημάτων του τα οποία αναγράφονται με σαφήνεια στα αδικήματα που αντιμετώπιζε ο εφεσείοντας και την κατάληξη του ότι αυτά έχουν αποδειχθεί.

 

Η αιτιολόγηση δικαστικής απόφασης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εγκυρότητας της δικαστικής διεργασίας. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση ΦΟΥΤΑΣ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (2014) 2 Α.Α.Δ. 730, έχει συνοψίσει τις αρχές που διέπουν τόσο το ζήτημα της δομής της δικαστικής απόφασης αλλά και της αδήριτης υποχρέωσης αιτιολόγησής της. Λέχθηκαν συγκεκριμένα τα ακόλουθα:

 

«Στην L. Papaphilippou & Co Ltd v. Λουκά (2014) 1 Α.Α.Δ. 1193, ECLI:CY:AD:2014:A410 αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Η δικαστική ανεξαρτησία και το αυτόνομο της δικαστικής κρίσης αφήνουν ευρύ πεδίο επιλογής του τρόπου συγγραφής μιας απόφασης. Η αναδίπλωση, όμως, της δικαστικής σκέψης με λογική αλληλουχία και ορθολογιστική προσέγγιση είναι επιβεβλημένη, ούτως ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος απώλειας του απαιτούμενου ειρμού στη σκέψη του Δικαστηρίου και να αναδύεται με διαύγεια ο δικαστικός λόγος. Ενώ, λοιπόν, η δομή μιας δικαστικής απόφασης εναπόκειται στον ίδιο το Δικαστή, θα πρέπει η τελική αυτή δικαστική κρίση να διαπνέεται από μια λογική συνοχή έκθεσης μαρτυρίας, ανάλυσης και αξιολόγησης και υπαγωγής των ευρημάτων στο ισχύον νομικό καθεστώς (Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 646, Ευσταθίου ν. Alpha Bank Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 1682)»».

 

Ο τρόπος συγγραφής δικαστικής απόφασης επαφίεται στην κρίση του δικαστή. Ο τρόπος έκφρασης δεν είναι τυποποιημένος και, δεδομένου ότι υπάρχουν σε αυτήν τα βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία της αιτιολογημένης απόφασης και δεν διαστρεβλώνεται η εικόνα μέσα από αποσπασματική παράθεση της μαρτυρίας, δεν υπάρχει ο,τιδήποτε το επιλήψιμο (ΟΜΗΡΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (1998) 2 Α.Α.Δ. 98). Η παράλειψη εκδικάσαντος Δικαστηρίου να αναφερθεί σε ουσιαστική μαρτυρία στην απόφασή του δεν είναι αρκετός λόγος για να ακυρωθεί καταδίκη εφεσείοντα (ΑΘΗΝΗΣ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (1990) 2 Α.Α.Δ. 41). Όπως έχει τονισθεί επανειλημμένα μέσα από τη νομολογία, είναι η αιτιολόγηση της απόφασης που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εγκυρότητας της δικαστικής διεργασίας. Αιτιολόγηση, η οποία εδράζεται στην ανάλυση της μαρτυρίας που παρουσιάζεται. Η έκταση δε της ανάλυσης ποικίλλει ανάλογα με το περιεχόμενο της μαρτυρίας και σε αναφορά με τα ουσιαστικά στοιχεία της κάθε ξεχωριστής περίπτωσης. Κατά κανόνα μία αιτιολογημένη απόφαση πρέπει να περιέχει αφ' ενός ανάλυση της μαρτυρίας, υπό το φως των επίδικων θεμάτων και διατύπωση συγκεκριμένων ευρημάτων και, αφ' ετέρου, σαφή δικαστική απόφαση (ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ν. ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ Κ.Α. (1999) 2 Α.Α.Δ. 320). Σε τελική ανάλυση, όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2014) 2 Α.Α.Δ. 541, ECLI:CY:AD:2014:B496), «μια απόφαση πρέπει να αντικρίζεται σφαιρικά και μακροσκοπικά και όχι αποσπασματικά και υπό το φακό του μικροσκοπίου για να εντοπισθούν αδιόρατες στο γυμνό μάτι νομικές κηλίδες».

 

Επίσης, στην ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ Κ.Α. ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2008) 2 Α.Α.Δ. 486 έχουν λεχθεί τα ακόλουθα για τα χαρακτηριστικά μιας δικαστικής απόφασης:

 

«Εκείνο που χρειάζεται σε μια δικαστική απόφαση, για να έχει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ορθής αιτιολόγησης, είναι ο προσδιορισμός, με ορθό τρόπο, των επίδικων θεμάτων, η σύνοψη της ουσιώδους μαρτυρίας, η καθαρή καταγραφή ευρημάτων και η σύνδεση της απόφασης με τα επίδικα θέματα, νομικά και πραγματικά.».

 

Η πρωτόδικη απόφαση καταλαμβάνει 56 σελίδες. Υπάρχουν υπότιτλοι σε αυτήν που καθορίζουν τα ζητήματα που εξέτασε το Κακουργιοδικείο, όπως για παράδειγμα εκδοχή Κατηγορούσας Αρχής, εκδοχή κατηγορουμένου, παράθεση της μαρτυρίας στις σελίδες 3-26, αξιολόγηση της μαρτυρίας για κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, με παραπομπές στη νομολογία αλλά και στη μαρτυρία. Καταγράφονται ακολούθως τα ευρήματα του Δικαστηρίου, παρατίθεται η νομική πτυχή και τέλος, τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου με βάση τα οποία αφού γίνεται υπαγωγή τους στα αδικήματα που αντιμετώπιζε ο εφεσείων, παρατίθεται η κρίση του Δικαστηρίου ότι έχουν αποδειχθεί και τα πέντε αδικήματα που αναφέρονται στο κατηγορητήριο. Όπως έχει, ήδη, αναφερθεί και πιο πάνω εξετάζεται το θέμα της ανώμοτης δήλωσης του εφεσείοντα, το πρώτο παράπονο και ενισχυτική μαρτυρία που υπάρχει. Σε ό,τι αφορά τους εμπειρογνώμονες μάρτυρες, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρει τις αρχές που διέπουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας τους, τους αξιολογεί ορθά.

 

Έχουμε την άποψη ότι η απόφαση πληροί τα κριτήρια και έχει τα βασικά γνωρίσματα που πρέπει να φέρει μια δικαστική απόφαση και ότι ο αναγνώστης της απόφασης μπορεί να κατανοήσει πλήρως τους λόγους για τους οποίους καταδικάστηκε ο εφεσείων, αναφορικά και με τα πέντε αδικήματα που αντιμετώπιζε και τους λόγους για τους οποίους απορρίφθηκε η ανώμοτη δήλωση του.

 

Επομένως, και ο πέμπτος λόγος έφεσης στερείται ερείσματος και απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται στην ολότητα της. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.

 

 

Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο