ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΡΣΛΙΔΗΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 282/2025, 3/11/2025
print
Τίτλος:
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΡΣΛΙΔΗΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 282/2025, 3/11/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 282/2025)

 

3 Νοεμβρίου 2025

 

[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΡΣΛΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

 

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

________________________

 

Α. Χρ. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα.

Β. Δανιηλίδου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Αυθημερόν)

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται πρωτόδικη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία διέταξε την παραπομπή του εφεσείοντα σε αστυνομική κράτηση για περίοδο οκτώ ημερών, προς διευκόλυνση του ανακριτικού έργου της Αστυνομίας.

  

Ο εφεσείων θεωρήθηκε ύποπτος για συμμετοχή του, μαζί με άλλα πρόσωπα, κάποια εκ των οποίων τελούσαν υπό προσωποκράτηση, σε αδικήματα φόνου εκ προμελέτης, συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, συνωμοσίας για φόνο, εμπρησμού μηχανοκίνητου οχήματος, παράνομης κατοχής, μεταφοράς και χρήσης πυροβόλου όπλου, παράνομης κατοχής, μεταφοράς και χρήσης εκρηκτικών υλών και κλοπής αυτοκινήτου.

 

Η υπό κρίση διαδικασία προσωποκράτησης αφορούσε το αίτημα της Αστυνομίας για ανανέωση της κράτησης άλλου υπόπτου (υπόπτου 1), ο οποίος είχε ήδη τεθεί υπό οκταήμερη προσωποκράτηση και τον εφεσείοντα, με αίτημα για οκταήμερη προσωποκράτησή του. Στην παρούσα, περιοριζόμαστε σε ό,τι αφορά τον εφεσείοντα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο συνόψισε τη μαρτυρία που δόθηκε προς υποστήριξη του αιτήματος, καταγράφοντας την εξέλιξη των γεγονότων, ως προέκυπταν κατόπιν τέλεσής τους ή κατόπιν διαπίστωσης μέσα από τις έρευνες. Χωρίς να απαιτείται, για σκοπούς της παρούσας, λεπτομερής καταγραφή, χρήσιμο είναι να γίνει αναφορά στην τέλεση φόνου, στην ανεύρεση οχήματος να καίγεται, στη σύνδεση του εν λόγω οχήματος με τον φόνο, στο ότι ήταν κλοπιμαίο, στην ανεύρεση μοτοσυκλέτας και τη σύνδεσή της με τα αδικήματα, στην ανεύρεση άλλου κλοπιμαίου οχήματος, το οποίο συνδέθηκε με ύποπτα πρόσωπα και με τα αδικήματα, στο οποίο βρέθηκαν δύο μπιτόνια με εύφλεκτη ύλη, τα οποία φέρονται να σχετίζονται με τον εμπρησμό του πρώτου ως άνω οχήματος, στο ότι ο εφεσείων, διά πληροφορίας, φέρεται να συνδέεται με την κλοπή του εν λόγω οχήματος και στο ότι επί του πώματος ενός εκ των μπιτονίων ανευρέθηκε το γενετικό του υλικό.

 

Επιπρόσθετα των όσων αφορούσαν ευρύτερα τον φόνο και τα λοιπά αδικήματα, τον εφεσείοντα προκύπτει να αφορούν τα ακόλουθα, από τα καταγραφόμενα από το πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

«Αναφέρεται επίσης στον όρκο ότι την 5.10.2025 λήφθηκε πληροφορία για την κλοπή ενός οχήματος με αρ. εγγραφής MNP499 Mitsubishi Colt χρώματος μπλε, το οποίο εντοπίστηκε στην 14.10.2025 και το οποίο έφερε πινακίδες εγγραφής MΑΑ575, οι οποίες ανήκουν σε όχημα ιδίου τύπου και μάρκας. Σε αυτό εντοπίστηκαν δύο μπιτόνια του περιείχαν εύφλεκτη ύλη. Το εν λόγω όχημα, εντοπίστηκε σε περιοχή πολύ κοντά από την οικία του θύματος και το σημείο της δολοφονίας.

Από περαιτέρω εξετάσεις που διενεργήθηκαν, το κλοπιμαίο όχημα Mitsubishi Colt συνδέεται με το άσπρο κλοπιμαίο βαν που χρησιμοποιήθηκε για τον φόνο. Ως φαίνεται από ΚΚΒΠ, στις 9, 10, 12, 13 και 14 Οκτωβρίου, πρόσωπα καταφτάνουν σε συγκεκριμένο σημείο με μοτοποδήλατο κοντά στην οικία του θύματος, επιβιβάζονται στο Mitsubishi Colt και στο βαν ταυτόχρονα και ακολουθούν συγκεκριμένη διαδρομή, με κατεύθυνση προς την οικία του θύματος και τη σκηνή, προκαλώντας εύλογη υποψία ότι είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή του σχέδιο δολοφονίας. Υπάρχει επίσης εύλογη υποψία ότι η εύφλεκτη ύλη που εντοπίστηκε στο Mitsubishi Colt θα χρησιμοποιείτο για τον εμπρησμό του βαν και την καταστροφή των τεκμηρίων.

Την 24.10.2025 λήφθηκε πληροφορία ότι στην κλοπή του Mitsubishi Colt ενέχεται ο 2ος ύποπτος. Με βάση γραπτή του συγκατάθεση λήφθηκαν παρειακά του επιχρίσματα, τα οποία ταυτίζονται με γενετικό υλικό που απομονώθηκε από το πώμα ενός από τα μπιτόνια που είχαν βρεθεί εντός του κλοπιμαίου Mitsubishi Colt.

[...]

Αναφορικά με τον 2ο ύποπτο, ο μάρτυρας ανέφερε αντεξεταζόμενος ότι όλα τα αδικήματα διερευνώνται σε σχέση και με αυτόν, όχι μόνο η κλοπή της 5.10.2025, χωρίς ωστόσο να διαφωνεί με την υποβολή ότι το κλοπιμαίο Mitsubishi Colt ήταν στη διάθεση της Αστυνομίας από 14.10.2025. Ως ανέφερε αντεξεταζόμενος, το συγκεκριμένο όχημα συνδέεται με την υπόθεση που διερευνάται, καθώς υπάρχουν ενδείξεις ότι χρησιμοποιείτο για σκοπούς παρακολούθησης της οικίας του θύματος και ότι η δολοφονία προμελετήθηκε και προσχεδιάστηκε με εμπλοκή διαφόρων προσώπων. Ως περαιτέρω ανέφερε, τα ΚΚΒΠ ακόμα αξιολογούνται.»

 

Έχοντας αναφερθεί στις νομολογιακές αρχές που αφορούν το υπό κρίση θέμα, το πρωτόδικο Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι πληρούνταν ο προϋποθέσεις για έκδοση του ζητούμενου διατάγματος προσωποκράτησης του εφεσείοντα και, κρίνοντας, επίσης, δικαιολογημένο το χρονικό διάστημα των οκτώ ημερών, εξέδωσε ανάλογο διάταγμα.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με τρεις λόγους έφεσης.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης αποδίδει στο πρωτόδικο Δικαστήριο σφάλμα στην έκδοση του υπό κρίση διατάγματος, «καθ' ότι από την μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, δεν υπήρχε ίχνος μαρτυρίας που να συνδέει τον εφεσείοντα για τα κακουργήματα που άχθηκε ενώπιον του και κατ' επέκταση η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι, με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιον του δημιουργείτο εύλογη υπόνοια κατά του εφεσείοντα, σε σχέση πάντοτε για τα εγκλήματα που επιδιώκετο η κράτηση του, είναι παντελώς εσφαλμένη και στερείται οποιουδήποτε υπόβαθρου».

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αποδίδει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι «απέτυχε να αντιληφθεί ότι ο εφεσείοντας δεν αγόταν ενώπιον του για το αδίκημα της κλοπής του αυτοκινήτου, Mitsubishi colt με αρ. εγγραφής MNP499, αλλά για άλλα εγκλήματα και βασιζόμενο στο ότι υπήρχαν στοιχεία που κατά την κρίση του δημιουργούσαν εύλογη υπόνοια, για την κλοπή του αναφερόμενου οχήματος, έκδωσε εσφαλμένα διάταγμα προσωποκράτησης του εφεσείοντα, ενώ για τα εγκλήματα που άχθηκε ενώπιον του δεν υπήρχε ίχνος μαρτυρίας».

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι πλήρως αναιτιολόγητη και κατά παράβαση του Συντάγματος της Δημοκρατίας, καθ’ ότι δεν καταγράφονται σε αυτήν τα στοιχεία και/ή μαρτυρία που έκρινε και/ή εκτίμησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι, με βάση αυτά, υπάρχει εύλογη υπόνοια κατά του εφεσείοντα για τα εγκλήματα για τα οποία είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Διαπιστώνεται συνάφεια στο τι οι τρεις λόγοι έφεσης προβάλλουν, ώστε να καθίσταται ευχερές να εξεταστούν παράλληλα μέσα από μία ενιαία εξέταση της πρωτόδικης κρίσης.

  

Είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι σκοπός ενός διατάγματος, ως το υπό κρίση, είναι η διευκόλυνση των Αστυνομικών Αρχών στη διερεύνηση αδικήματος. Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου να διατάσσει την κράτηση ατόμου χάριν των αστυνομικών ανακρίσεων συγκεφαλαιώνονται στην υπόθεση STAMATARIS v. POLICE (1983) 2 C.L.R. 107 και αντανακλώνται σε πληθώρα μεταγενέστερων αποφάσεων. Οι αρχές αυτές, ως ορθά διατυπώθηκαν και από το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι ότι το βάρος είναι στην Αστυνομία να αποδείξει ότι, πρώτον, έχει διαπραχθεί το αδίκημα ή τα αδικήματα για τα οποία ζητείται η κράτηση, δεύτερον, ότι υπάρχει μαρτυρία που να δημιουργεί εύλογες υποψίες ότι ο ύποπτος συνδέεται με αυτήν τη διάπραξη, τρίτον, ότι υπάρχει ανακριτικό έργο που δεν συμπληρώθηκε και τέταρτον, ότι η απόλυση του υπόπτου είναι δυνατόν να επηρεάσει τις ανακρίσεις, όπως μαρτυρία ή την εξαφάνιση τεκμηρίων. Το ενδεχόμενο εξαφάνισης του υπόπτου αποτελεί, επίσης, στοιχείο που εξετάζεται. Εφόσον δε, τέτοια διατάγματα επηρεάζουν την ελευθερία του ατόμου, αυτά πρέπει να αιτιολογούνται δικαστικά.

  

Το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί ότι οι υπόνοιες της Αστυνομίας είναι ειλικρινείς και ότι η κράτηση του υπόπτου δεν επιδιώκεται για αλλότριους λόγους. Πρέπει να ικανοποιηθεί, επίσης, ότι οι υποψίες είναι εύλογες, έχοντας υπ' όψιν τα στοιχεία που βρίσκονται στην κατοχή των αστυνομικών αρχών. Το ευρύτερο πλαίσιο, στο οποίο εντάσσεται η άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου να διατάξει την κράτηση ατόμων για σκοπούς ανακρίσεων, στοιχειοθετείται από την εξισορρόπηση της ανάγκης για προστασία της ελευθερίας του ατόμου αφενός, και την παροχή λογικής ευκαιρίας στις ανακριτικές Αρχές για τη διερεύνηση του εγκλήματος, αφετέρου.

 

Δεν μας βρίσκουν σύμφωνους όσα προβάλλονται από την πλευρά του εφεσείοντα στους λόγους έφεσης, αφού απλή ανάγνωση της πρωτόδικης απόφασης καταδεικνύει ότι δεν ευσταθούν οι αιτιάσεις του.

 

Ως εμφαίνεται και στο ως άνω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, η σύνδεση του εφεσείοντα δεν περιορίστηκε σε ό,τι αφορά την κλοπή του συγκεκριμένου οχήματος, ως αποτέλεσμα πληροφορίας, για το οποίο συνελήφθη χωρίς να οδηγηθεί ενώπιον Δικαστηρίου. Ο εφεσείων οδηγήθηκε, στην υπό κρίση διαδικασία, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στη βάση νέου εντάλματος σύλληψης, ημερομηνίας 26.10.2025, για όλα τα αδικήματα τα οποία αναφέρονται στην αίτηση προσωποκράτησης. Αυτό προκύπτει από τη μαρτυρία του ανακριτή που κατέθεσε στο Δικαστήριο. Αυτό άλλωστε, έγινε αφού προέκυψε, ως εύλογη υπόνοια, η σύνδεση του εν λόγω οχήματος με τα αδικήματα, η ανεύρεση σε αυτό μπιτονίων με εύφλεκτη ύλη που θεωρείται ότι συνδέεται με τον εμπρησμό του άσπρου βαν και τη συσχέτιση του εφεσείοντα με ένα από τα εν λόγω μπιτόνια μέσω γενετικού του υλικού στο πώμα αυτού.

 

Σ’ αυτά αναφέρεται και το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του, διαπιστώνοντας εύλογες υπόνοιες ότι ο εφεσείων δυνατόν να ενέχεται στη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων.

 

Επομένως, ανεδαφική κρίνεται η θέση ότι δεν υπήρχε ίχνος μαρτυρίας ότι ο εφεσείων συνδέεται με τα αδικήματα, ενώ ανεδαφική είναι και η θέση ότι ο εφεσείων οδηγήθηκε στο Δικαστήριο για την κλοπή του οχήματος. Ούτε φυσικά διαπιστώνεται αντικανονικότητα στη διαδικασία.

 

Δεν εντοπίζουμε σφάλμα στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε και αποφάσισε το υπό κρίση θέμα. Άλλωστε, ως λέχθηκε στην ΣΥΜΙΛΛΙΔΗΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, (1997) 2 Α.Α.Δ. 160:

 

«Περί υπονοιών ο λόγος. Ό,τι αποτιμάται, στο στάδιο της αίτησης για προσωποκράτηση, δεν είναι η αποδεικτική αξία των στοιχείων ή η δραστικότητά τους και αν αυτά συνθέτουν εκ πρώτης όψεως υπόθεση ενοχής. Όπως καθορίζει η Νομολογία, κριτήριο είναι το εύλογο της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα.»

 

Είναι προφανές, από το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κάθε πτυχή του θέματος που ήταν επίδικο ενώπιόν του και η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής, αιτιολογώντας πλήρως την απόφασή της, ορθά οδηγήθηκε στην κατάληξη ότι δικαιολογείτο η έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης του εφεσείοντα για οκτώ ημέρες.

 

Αβάσιμοι κρίνονται και οι τρεις λόγοι έφεσης και απορρίπτονται.

 

Η παρούσα έφεση απορρίπτεται, η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

                                                          Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

                                                         

                                                          ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.   

 

         


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο