ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 312/2019)
6 Νοεμβρίου, 2025
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
[ΤΟΥΜΑΖΗ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
ADCS INTERNATIONAL LIMITED,
Εφεσείοντες,
v.
1. ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΦΤΙΔΗ,
2. ΓΙΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΕΤΗ ΚΟΥΤΣΟΦΤΙΔΗ,
Εφεσιβλήτων.
--------------------
Α. Δημητριάδης για Ανδρέας Χρ. Δημητριάδης Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Κ. Μαραβελάκη (κα) για Ν. Παπαθεοχάρους & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.: Με την υπό κρίση έφεση, οι εφεσείοντες προσβάλλουν την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, με την οποία απερρίφθη η αγωγή την οποία καταχώρισαν, ισχυριζόμενοι παράνομη επέμβαση και οχληρία από τους εφεσίβλητους σε δύο χώρους στάθμευσης σε οικοδομή, όπου ενοικίαζαν γραφεία.
Οι διάδικοι, κατά την πρωτόδικη διαδικασία, δήλωσαν τα πιο κάτω παραδεκτά γεγονότα:
(1) Οι εφεσείοντες, στις 19.7.97, δυνάμει γραπτής συμφωνίας, ενοικίασαν από τον Α. Νησιφόρου, ιδιοκτήτη οικοδομής στην Πάφο, τον πρώτο και δεύτερο όροφο της οικοδομής η οποία, κατά τον συγκεκριμένο χρόνο, αποτελείτο από δύο ορόφους.
(2) Οι εφεσείοντες, στη συνέχεια, περιορίστηκαν στην ενοικίαση του δευτέρου ορόφου.
(3) Ο ιδιοκτήτης της οικοδομής, στις 21.4.2003, πώλησε, έναντι νομίμου ανταλλάγματος, το δικαίωμα ανέγερσης τρίτου ορόφου σε τρίτο πρόσωπο και τέταρτου ορόφου στον εφεσίβλητο 1, οι οποίοι και ανήγειραν τους εν λόγω ορόφους.
(4) Ο εφεσίβλητος 1 κατέστη ιδιοκτήτης και μαζί με την εφεσίβλητη 2, σύζυγό του, κάτοχοι του τέταρτου ορόφου.
Σύμφωνα με τη θέση των εφεσειόντων, ήταν ρητός και/ή εξυπακουόμενος όρος της γραπτής συμφωνίας ενοικίασης, ημερομηνίας 19.7.1997, σύμφωνα με την οποία η ενοικίαση του πρώτου ορόφου άρχισε την 1.7.1997 και του δεύτερου ορόφου την 1.9.1997, ότι θα χρησιμοποιούσαν και αποκτούσαν κατοχή, όπως και έγινε, των δύο ορόφων και των οκτώ χώρων στάθμευσης που βρίσκονταν στο ισόγειο. Κατά ή περί τον Ιούλιο του 1999, με τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη, περιόρισαν την ενοικίαση στον δεύτερο όροφο, συμπεριλαμβανομένων των δύο χώρων στάθμευσης που βρίσκονταν στο βορειοανατολικό τμήμα της οικοδομής με τη σήμανση «WU450», που ήταν ο αριθμός εγγραφής του οχήματος τους. Σε άγνωστο χρόνο, ο ιδιοκτήτης μεταβίβασε και/ή εκχώρησε τα δικαιώματα ανέγερσης τρίτου ορόφου σε τρίτο πρόσωπο και τέταρτου ορόφου στους εφεσίβλητους. Ως ισχυρίστηκαν οι εφεσείοντες, οι εφεσίβλητοι όφειλαν να γνωρίζουν, κατά το στάδιο της αγοράς των δικαιωμάτων, ότι οι ίδιοι (οι εφεσείοντες) ήταν ενοικιαστές του δεύτερου ορόφου και των δύο χώρων στάθμευσης, οι οποίοι, καθ’ όλους τους επίδικους χρόνους, έφεραν τη σήμανση η οποία ήταν ορατή από οποιονδήποτε επισκεπτόταν την οικοδομή. Όταν οι εφεσίβλητοι άρχισαν να επεμβαίνουν παράνομα στον χώρο στάθμευσης τους και/ή να προκαλούν οχληρία, οι ίδιοι προέβησαν σε γραπτές και προφορικές παραστάσεις και τους προειδοποίησαν ότι θα έπαιρναν δικαστικά μέτρα. Το όχημα τους, το οποίο ήταν σταθμευμένο στους επίδικους χώρους στάθμευσης, έγινε αντικείμενο εγκληματικών ενεργειών τουλάχιστον δύο φορές και έγιναν καταγγελίες στην Αστυνομία. Οι εφεσίβλητοι, παρόλο που είχαν στη διάθεση τους άλλους δύο ακόμα χώρους στάθμευσης από τους οκτώ διαθέσιμους, επέμεναν, παρά τις προειδοποιήσεις τους, να επεμβαίνουν στον χώρο τους και/ή στον χώρο εξόδου και/ή διακίνησης των οχημάτων τους και να προκαλούν οχληρία.
Αντίθετα, οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι οι επίδικοι χώροι στάθμευσης ήταν κοινόχρηστοι και εξυπηρετούσαν τις ανάγκες όλων των ιδιοκτητών και/ή ενοικιαστών και/ή δικαιούχων μονάδων της πολυκατοικίας και ότι η ενοικίαση δεν περιλάμβανε χρήση, η δε σήμανση ήταν αυθαίρετη και παράνομη.
Κατά την ακροαματική διαδικασία, έδωσε μαρτυρία, για τους εφεσείοντες, ο διευθυντής αυτών (Μ.Ε.1). Για τους εφεσίβλητους, έδωσε μαρτυρία ο εφεσίβλητος 1 (Μ.Υ.1) και ο υπεύθυνος του Κλάδου Εγγραφής, Διακατοχής του Συστήματος Πληροφοριών Γης του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Πάφου (Μ.Υ.2).
Κατόπιν ενδελεχούς αξιολόγησης της δοθείσας μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία της πλευράς των εφεσιβλήτων και απορρίπτοντας τη μαρτυρία της πλευράς των εφεσειόντων ως προς τα αμφισβητούμενα γεγονότα, έκρινε πως οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν νόμιμη κατοχή των επίδικων χώρων στάθμευσης, στη βάση απόδοσης αποκλειστικού δικαιώματος χρήσης, είτε στη βάση εξ επαγωγής εμπιστεύματος και απέρριψε την αγωγή με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Η πρωτόδικη απόφαση δεν ικανοποίησε τους εφεσείοντες, οι οποίοι προχώρησαν στην καταχώριση της υπό κρίση έφεσης, με τρεις λόγους έφεσης. Ειδικότερα, παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή τους με έξοδα εναντίον τους (πρώτος λόγος), ότι εσφαλμένα αγνόησε ουσιαστικές παραδοχές των εφεσιβλήτων οι οποίες έγιναν στα πλαίσια παραδοχής γεγονότων, καθώς και ευρήματα του ιδίου Δικαστηρίου (δεύτερος λόγος) και, τέλος, ότι εσφαλμένα έγινε αποδεκτή η μαρτυρία του Μ.Υ.1, η οποία ήταν, κατά τους ισχυρισμούς τους, αντιφατική (τρίτος λόγος).
Θα εξετάσουμε τους δύο πρώτους λόγους έφεσης μαζί, λόγω του ότι συμπλέκονται. Με την αιτιολογία αυτών, οι εφεσείοντες παραπονούνται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν εφάρμοσε το δόγμα του εξ επαγωγής εμπιστεύματος στα γεγονότα της υπόθεσης, παραγνωρίζοντας τα δικαιώματα τους, τα οποία δημιουργήθηκαν από την ενοικίαση, την 1.7.1997, όλου του κτιρίου και την κατοχή όλων των χώρων στάθμευσης και ότι με τον περιορισμό της ενοικίασης στον ένα όροφο τον Ιούλιο του 1999, είχαν προφορική συμφωνία με τον αρχικό ιδιοκτήτη, ότι θα κατείχαν και χρησιμοποιούσαν τους επίδικους χώρους στάθμευσης. Η συμφωνία αυτή, κατά τους ισχυρισμούς τους, με τον αρχικό ιδιοκτήτη, δέσμευε και τους νέους ιδιοκτήτες, μεταξύ άλλων και τον εφεσίβλητο 1, ως εμπιστευματοδόχους εξ επαγωγής. Η κατοχή και άσκηση των δικαιωμάτων τους επί των χώρων στάθμευσης, ήταν συνεχής και φανερή και προϋπήρχε τυχόν δικαιωμάτων των εφεσιβλήτων που αποκτήθηκαν το 2003. Παραπονούνται, επίσης, πως το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι οι εφεσείοντες είχαν το βάρος απόδειξης της ύπαρξης συμφωνίας αποκλειστικής χρήσης των δύο επίδικων χώρων στάθμευσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στη μαρτυρία του Μ.Υ.2, η οποία δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά των εφεσειόντων. Ο Μ.Υ.2 ανέφερε ότι το επίδικο ακίνητο, εντός του οποίου ανεγέρθηκε η οικοδομή, ήταν εγγεγραμμένο στα επίσημα αρχεία του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Πάφου ως οικόπεδο και είχε τρεις συνιδιοκτήτες, τον εφεσίβλητο 1, τον Νισηφόρου, και τρίτο πρόσωπο. Καμμιά αίτηση για εγγραφή κτιρίων είχε κατατεθεί, ούτε αίτηση για οριζόντιο διαχωρισμό και έκδοση ξεχωριστών τίτλων ιδιοκτησίας. Ούτε και υπήρχε οποιαδήποτε εγγραφή αποκλειστικών δικαιωμάτων, ούτε υπήρχαν κατατεθειμένα πωλητήρια έγγραφα. Ο Μ.Υ.2 ανέφερε ότι όταν θα εκδίδοντο οι τίτλοι σε έκαστο συνιδιοκτήτη, θα αναφερόταν η ιδιοκτησία σε σχέση με αποθήκες και χώρους στάθμευσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία του Μ.Υ.2 και κατέληξε στο εύρημα ότι το ιδιοκτησιακό καθεστώς των τριών συνιδιοκτητών ήταν μερίδιο επί του όλου. Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 περί ύπαρξης συμφωνίας απόδοσης αποκλειστικού δικαιώματος χρήσης από τους εφεσείοντες των επίδικων χώρων στάθμευσης και αποδέχτηκε την αντίθετη μαρτυρία του Μ.Υ.1, με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Εκείνο όμως που δεν μπορώ να αποδεχθώ από την μαρτυρία του ΜΕ1 είναι η θέση του ότι σύνηψε συμφωνία για την αποκλειστική χρήση των δύο αυτών συγκεκριμένων επίδικων χώρων στάθμευσης με τον ιδιοκτήτη Νισηφόρου είτε το 1997 είτε το 1999. Σημειώνω επιπλέον ότι ο ΜΕ1 ανάφερε ότι τα τελευταία χρόνια ενοικιάζει εκ νέου και τους δύο ορόφους. Παρόλα αυτά ουδεμία αναφορά έκανε σε συμφωνία για την τροποποίηση της ισχυριζόμενης συμφωνίας για χρήση χώρων στάθμευσης. Από την μαρτυρία δε του ΜΕ1 ελλείπει και δεν έχει προκύψει και από οιαδήποτε άλλη μαρτυρία οιαδήποτε θέση ότι οι συνιδιοκτήτες προέβησαν σε οιαδήποτε μορφή προφορικής ή έστω άτυπης συμφωνίας διανομής των χώρων στάθμευσης στους επιμέρους μονάδες ήτοι τους ορόφους, ως προκύπτει να έχει συμβεί με την διανομή των ορόφων σε κάθε ιδιοκτήτη. Από την ενώπιον μου μαρτυρία τόσο του ΜΕ1 και του ΜΥ1 προκύπτει ότι οι 3 ιδιοκτήτες έλαβαν κατοχή και συμφώνησαν να καταστούν στο στάδιο του διαχωρισμού ιδιοκτήτες, ο μεν Νικηφόρου των 1ου και 2ου ορόφου, ο εναγόμενος 1 του 4ου και ο Μουρουζίδης του 3ου. Ουδεμία μαρτυρία προκύπτει περί του ότι ανάλογη ενέργεια ή συμφωνία έγινε αναφορικά με τους χώρους στάθμευσης είτε ως ιδιοκτησία είτε ως αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης κοινόχρηστων χώρων. Η έλλειψη αυτών των στοιχείων σε συνδυασμό με την απουσία παρουσίασης του Νισηφόρου οδηγεί στην απόρριψη της θέσης του ΜΕ1 περί του ότι οι εναγόμενοι 1 και 2 γνώριζαν ή έστω όφειλαν να γνωρίζουν την ύπαρξη μιας τέτοιας συμφωνίας μεταξύ ενάγουσας και Νισηφόρου. Η θέση του ΜΕ1 περί ύπαρξης συμφωνίας απόδοσης αποκλειστικού δικαιώματος χρήσης από την ενάγουσα των επίδικων χώρων στάθμευσης απορρίπτεται.
Ο ΜΥ1 αναφέρω ότι άφησε καλή εντύπωση και εικόνα στο Δικαστήριο. Πρόβαλε τις θέσεις και τη μαρτυρία του σε κλίμα ηρεμίας, χωρίς εξάρσεις και υπερβολικές θέσεις. Η μαρτυρία του σε ότι αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς, το καθεστώς διαχωρισμού, λήψη αδειών οικοδομής και την ανυπαρξία δικαιωμάτων επί των χώρων στάθμευσης λόγω του ότι δεν έγινε οιαδήποτε συμφωνία διανομής αλλά και δεν εκδόθηκαν τίτλοι ιδιοκτησίας γίνεται στο σύνολο της αποδεκτή. Αυτό το μέρος της μαρτυρίας του δεν αμφισβητήθηκε ενώ επιβεβαιώνεται και μέσα από τα επίσημα αρχεία του Κτηματολογίου αλλά και τη μαρτυρία του ΜΥ2 που επαναλαμβάνω επ’ ουδέν και σε κανένα σημείο της αμφισβητήθηκε.
Σε ότι αφορά τώρα την αμφισβήτηση της ύπαρξης οιασδήποτε συμφωνίας μεταξύ ενάγουσας και Νισηφόρου για αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης των δύο επίδικων χώρων στάθμευσης αναφέρω ότι η μαρτυρία του γίνεται αποδεκτή. Ο μάρτυρας αυτός απέστειλε επιστολή εκ μέρους του Νισηφόρου, ως προκύπτει από το Τεκμήριο 7 αλλά και προς τον ίδιο τον Νισηφόρου ως ανάφερε και δεν αμφισβητήθηκε και ουδεμία αντίδραση ή παράπονο προκύπτει να υποβλήθηκε από αυτόν. Επιπλέον ο μάρτυρας βάσισε την όλη μαρτυρία του αρνούμενος τη διάπραξη του αδικήματος που του αποδίδεται στο ότι δεν υπάρχει ξεχωριστή εγγραφή για τις επιμέρους μονάδες με δικαιώματα χρήσης των χώρων στάθμευσης ενώ παράλληλα δεν υπάρχει είτε έγγραφη είτε προφορική συμφωνία διανομής που να αφορά αυτά τα δικαιώματα. Η θέση του αυτή δεν αμφισβητήθηκε ενώ ουδεμία άλλη μαρτυρία προέκυψε περί της ύπαρξης τέτοιας συμφωνίας. Σε ότι αφορά τη χρήση των δύο αυτών χώρων στάθμευσης από τον ίδιο και τη σύζυγο του – εναγόμενη 2, ο μάρτυρας ανέφερε και δεν αρνήθηκε ότι σε διάφορες περιπτώσεις στάθμευσε το όχημα του εκεί με δεδομένη τη θέση του ότι οι χώροι αυτοί δεν ανήκουν σε κάποιο και είναι κοινόχρηστοι.
……………………………………………………………………………..
Ο ΜΥ1 κρίνω ότι ανέφερε την αλήθεια περί του ότι ουδεμία ενημέρωση είχε ως προς την ύπαρξη οιασδήποτε συμφωνίας του Νισηφόρου μετά της ενάγουσας, ουδεμία τέτοια άλλωστε θέση υποβλήθηκε στον μάρτυρα με λεπτομέρειες και στοιχεία που να μπορούσαν να αποδυναμώσουν τη μαρτυρία του και σαφή εικόνα που άφησε».
Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού υπέμνησε πως η αξίωση εδραζόταν στο αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης σε ακίνητη ιδιοκτησία και της οχληρίας, παρέθεσε αυτούσιο το Άρθρο 43(1) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:
«Παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία συνίσταται σε παράνομη είσοδο ή παράνομη πρόκληση ζημιάς ή σε παράνομη παρέμβαση στην ιδιοκτησία αυτή από οποιοδήποτε πρόσωπο».
Το Δικαστήριο, με αναφορά σε νομολογία, επεξήγησε πως παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία είναι ουσιαστικά αδίκημα εναντίον όχι μόνο της κυριότητας, αλλά και της κατοχής του ακινήτου (Βλ. Λάμπρου κ.ά. ν. Κεφάλα κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1516).
Παρέθεσε, επίσης, αυτούσιο το Άρθρο 46 του Κεφ. 148, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:
«Iδιωτική oχληρία συvίσταται στo ότι πρόσωπo επιδεικvύει συμπεριφoρά ή διεξάγει τις εργασίες τoυ ή χρησιμoπoιεί ακίvητη ιδιoκτησία πoυ αvήκει σε αυτό κατά κυριότητα ή κατέχεται από αυτό, με τρόπo ώστε κατά συvήθεια vα παρεμβαίvει στηv εύλoγη χρήση και απόλαυση, αφoύ ληφθoύv υπόψη η θέση και η φύση αυτής, της ακίvητης ιδιoκτησίας oπoιoυδήπoτε άλλoυ πρoσώπoυ:
Νoείται ότι o εvάγovτας δεv τυγχάvει απoζημίωσης σε σχέση με ιδιωτική oχληρία εκτός αv εξαιτίας αυτής υπέστη ζημιά:
Νoείται περαιτέρω ότι oι διατάξεις τoυ άρθρoυ αυτoύ δεv εφαρμόζovται καθόσov αφoρά παρέμβαση στo φως.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρέθεσε απόσπασμα από την Medcon Constructions Ltd v. Ευαγγέλου κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 565, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα, σε σχέση με το αστικό αδίκημα της ιδιωτικής οχληρίας:
«Η ιδιωτική οχληρία συνίσταται σε παράνομη επέμβαση στη χρήση ή απόλαυση ακίνητης ιδιοκτησίας κάποιου προσώπου, ή κάποιου δικαιώματος επί ή σε σχέση με αυτή».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση τα πιο πάνω, ανέφερε πως για να υπάρχει αγώγιμο δικαίωμα ενάγοντα, είτε για παράνομη επέμβαση, είτε για οχληρία, ο ενάγοντας θα πρέπει να είναι είτε ιδιοκτήτης, είτε κάτοχος ακίνητης ιδιοκτησίας και ότι στην υπό κρίση υπόθεση, οι εφεσείοντες ουδέν ιδιοκτησιακό συμφέρον κατείχαν στην επίδικη περιουσία, εφόσον ήταν παραδεκτό ότι ήταν ενοικιαστές. Επιπρόσθετα, ως αναφέρθηκε πιο πάνω, το Δικαστήριο απέρριψε τη θέση των εφεσειόντων ότι αυτοί σύναψαν, προφορικά ή άλλως πως, οποιαδήποτε συμφωνία με τον αρχικό ιδιοκτήτη της οικοδομής για αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης των επίδικων χώρων στάθμευσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέμνησε πως η αδιαμφισβήτητη κατοχή των ορόφων δεν περιλάμβανε και δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης των δύο συγκεκριμένων χώρων στάθμευσης, λαμβάνοντας υπόψη τη μη έκδοση ξεχωριστών τίτλων εγγραφής τέτοιων δικαιωμάτων, αλλά και την απουσία, έστω, οποιασδήποτε άτυπης ή προφορικής συμφωνίας μεταξύ των συνιδιοκτητών για τη διανομή των χώρων στάθμευσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη συνέχεια, εξέτασε τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι όταν οι εφεσίβλητοι αγόρασαν μερίδιο επί της περιουσίας, ήταν ενήμεροι των δικαιωμάτων των εφεσειόντων, ως ενοικιαστών και κατόχων των δύο επίδικων χώρων στάθμευσης, δικαιώματα τα οποία προϋπήρχαν, και ως εξ επαγωγής εμπιστευματοδόχοι έναντι τους, δεσμεύονταν να τηρήσουν τις υποσχέσεις του συνιδιοκτήτη τους Νησιφόρου, κάνοντας αναφορά, μεταξύ άλλων, στη Χριστοφόρου ν. Χριστοφόρου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1551, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Τα απολήγοντα και τα εξ επαγωγής εμπιστεύματα δημιουργούνται ή λειτουργούν ή επιβάλλονται ως θέμα δικαίου (by operation of Law). Τα πρώτα δημιουργούνται ή λειτουργούν κατ' εξοχήν στη βάση τεκμαιρόμενης από τα περιστατικά της κάθε περίπτωσης πρόθεσης. Τα δεύτερα επιβάλλονται ενόψει διαμορφωθείσας κατάστασης πραγμάτων, ανεξάρτητα από πρόθεση, ρητή ή εξυπακουόμενη. (Βλ. Underhill's Law Of Trusts & Trustees, 13η Έκδοση, σελ. 250 κ.επ., Snell's Equity, 19η Έκδοση, σελ. 291 κ.επ., Halsbury's Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 48, παράγραφος 524 κ.επ., και Χρίστος Κληρίδης ν. Ηρόδοτου Σταυρίδη, ανωτέρω). Με αναγνωρισμένη έκφανσή τους την περίπτωση κατά την οποία επιχειρείται η κατακράτηση περιουσίας για ίδιο όφελος με δόλια ή κατά συνείδηση απαράδεκτη εκμετάλλευση ή κατάχρηση νομοθετικών προνοιών ή άλλων θεμελειωδών αρχών δικαίου. Με αποτέλεσμα τη χρησιμοποίηση του Νόμου ως εργαλείου για καταδολίευση. (Βλ. Rochefoucauld v. Boustead [1897] 1 Ch. 196, Bannister v. Bannister [1948] 2 All E.R. 133, Hodgson v. Marks [1971] 2 All E.R. 684)».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν ότι οι εφεσίβλητοι είχαν καταστεί εξ επαγωγής εμπιστευματοδόχοι, με το ακόλουθο σκεπτικό:
![]()
![]()
![]()
![]()
![]()
![]()
![]()
![]()
![]()
![]()
![]()
![]()
![]()
![]()
![]()
![]()
![]()
![]()
![]()
![]()
![]()
![]()
![]()
![]()
![]()
![]()
![]()
![]()
![]()
![]()
![]()
![]()
![]()
![]()
![]()
![]()
«Εφαρμόζοντας τώρα τις πιο πάνω αρχές στα ευρήματα της υπό κρίση περίπτωσης προκύπτει, θεωρώ με σαφήνεια και ξεκάθαρα, ότι η Ενάγουσα δεν μπορεί να έχει επιτυχία στην αξίωση της στη βάση του ότι οι εναγόμενοι 1 και 2 είχαν καταστεί εξ επαγωγής εμπιστευματοδόχοι.
Είναι σαφές ότι για να δημιουργηθεί εξ επαγωγής εμπίστευμα μεταξύ του αγοραστή της ακίνητης ιδιοκτησίας - στην προκειμένη του εναγόμενου 1 και όχι της εναγόμενης 2 η οποία καμία σχέση έχει με το ιδιοκτησιακό καθεστώς, και κάποιου άλλου τρίτου προσώπου - όπως εν προκειμένω της Ενάγουσας, θα πρέπει να αποδειχθούν ειδικές περιστάσεις που να καταδεικνύουν ότι ο εκδοχέας / αποδέκτης / αγοραστής της, ανέλαβε την ευθύνη υλοποίησης («undertaking») διατάξεων (που σχετίζονται με την ακίνητη ιδιοκτησία) προς όφελος ενός τρίτου προσώπου.
……………………………………………………………………………..
Στην προκειμένη ουδέν εύρημα προέκυψε περί του ότι η ενάγουσα είχε προφορική ή άλλως πως συμφωνία με τον αρχικό ιδιοκτήτη του όλου μεριδίου προς την αποκλειστική χρήση των 2 συγκεκριμένων επίδικων χώρων στάθμευσης πόσο μάλλον ότι ο εναγόμενος 1 ως μεταγενέστερος αγοραστής μεριδίου 1/6 γνώριζε περί της ύπαρξης μιας τέτοιας συμφωνίας και μάλιστα δεσμευόταν από αυτή.
Η μη απόδειξη νόμιμης κατοχής των επίδικων χώρων στάθμευσης, με την έννοια της απόδοσης αποκλειστικού δικαιώματος χρήσης αυτών, από την ενάγουσα στη βάση είτε εξ' επαγωγής εμπιστεύματος είτε κατοχής απόρροια αποκλειστικού δικαιώματος αποκλείει την κατάληξη στη διάπραξη είτε του αστικού αδικήματος της οχληρίας είτε της παράνομης επέμβασης».
Έχουμε εξετάσει με προσοχή τις αιτιάσεις και τα παράπονα των εφεσειόντων. Δεν συμμεριζόμαστε τις θέσεις τους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθώς, κατά την κρίση μας, στη βάση των παραδεκτών γεγονότων και της αποδεκτής μαρτυρίας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες, οι οποίοι είχαν και το βάρος απόδειξης, δεν απέδειξαν νόμιμη κατοχή των επίδικων χώρων στάθμευσης. Όπως ανέφερε το Δικαστήριο, η ισχυριζόμενη προφορική συμφωνία για κατοχή και χρήση των επίδικων χώρων στάθμευσης δεν τεκμηριώθηκε με οποιοδήποτε τρόπο και εύστοχα παρατήρησε πως, ενώ ήταν η θέση τους ότι έλαβαν τέτοια δικαιώματα από τον αρχικό ιδιοκτήτη, τον Νισηφόρου, δεν τον κάλεσαν ως μάρτυρα. Στην κατάληξη του το Δικαστήριο έλαβε, επίσης, υπόψη την αναντίλεκτη μαρτυρία του Μ.Υ.2 ότι δεν είχαν εκδοθεί τίτλοι ιδιοκτησίας των ορόφων σε έκαστο συνιδιοκτήτη και ότι δεν υπήρχε εγγραφή αποκλειστικών δικαιωμάτων επί των χώρων στάθμευσης. Ορθή κρίνουμε ότι ήταν και η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι όχι μόνο δεν αποδείχθηκε συμφωνία με τον αρχικό ιδιοκτήτη, αλλά ούτε και ότι ο εφεσίβλητος 1, ως μεταγενέστερος αγοραστής, γνώριζε περί της ύπαρξης οποιασδήποτε συμφωνίας και επομένως δεν είχε δημιουργηθεί εξ επαγωγής εμπίστευμα αναφορικά με τους επίδικους χώρους στάθμευσης προς όφελος των εφεσειόντων. Εφόσον δεν αποδείχθηκε νόμιμη κατοχή, ορθά απορρίφθηκε η αγωγή που είχε ως βάση την παράνομη επέμβαση και την οχληρία, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, ως η νομολογιακή αρχή ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα (βλ. Μιχαηλίδου ν. Μάρκου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1020).
Συνακόλουθα, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Τέλος, με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται πως εσφαλμένα ο πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία του Μ.Υ.1, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς τους, περιείχε αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές. Στην αιτιολογία αυτού, οι εφεσείοντες παραπέμπουν σε παραδείγματα συγκρουόμενων, κατά τους ίδιους, εκδοχών του Μ.Υ.1, όπως το πότε συμπληρώθηκε ο τρίτος και ο τέταρτος όροφος της οικοδομής, ως προς το πότε πρόσεξε την αναρτημένη πινακίδα “WU450”, ή κατά πόσο είχε ή δεν είχε τη συγκατάθεση των υπόλοιπων συνιδιοκτητών, όταν απέστειλε επιστολή προς τους εφεσείοντες, ημερομηνίας 19.10.2005, ενημερώνοντας τους ότι κανένας, συμπεριλαμβανομένων και των συνιδιοκτητών, δεν είχε δικαίωμα στάθμευσης σε συγκεκριμένους χώρους στάθμευσης.
Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, η αξιοπιστία των μαρτύρων και η αξιολόγηση τους είναι έργο των πρωτόδικων Δικαστηρίων (βλ. Χ’’Λουκάς κ.α. v. Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολιτική Έφεση, Αρ. 96/2016, ημερομηνίας 17.7.2024). Η όποια παρέμβαση του Εφετείου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας δικαιολογείται μόνο όταν τα ευρήματα του Δικαστηρίου είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή, ως αξιόπιστη.
Χρήσιμη καθοδήγηση ως προς τα ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία μπορεί να αντληθεί από την Demari Kronos Limited v. Gray κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 264/2014, ημερομηνίας 22.2.2023, ECLI:CY:AD:2023:A62, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, για τα οποία γίνεται ιδιαίτερος λόγος στην έφεση επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση και ότι ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος (Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.45/2014, ημερ.5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470). Χρειάζονται ιδιαίτερα πειστικοί λόγοι προς αναίρεση των ευρημάτων αξιοπιστίας και ότι το Εφετείο επεμβαίνει όταν οι αντιφάσεις ή οι αδυναμίες στη μαρτυρία είναι τόσο σημαντικές, ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αποδοχή της μαρτυρίας ως αξιόπιστης ήταν λανθασμένη (Ανδρέας Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ.166/2015, ημερ.8.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:B335).
Δεν συμφωνούμε με τους εφεσείοντες και ούτε διαπιστώνουμε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία του Μ.Υ.1. Με εκτεταμένη αιτιολογία, το Δικαστήριο παρέθεσε καλούς και πειστικούς λόγους για τους οποίους αποδέχτηκε τη μαρτυρία του Μ.Υ.1, χωρίς να παραλείψει να εξετάσει τις ισχυριζόμενες αντιφάσεις, τις οποίες χαρακτήρισε ως άσχετες με τα επίδικα θέματα και οι οποίες, θα προσθέταμε, δεν ήταν τέτοιες που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση.
Έπεται πως και ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται και η επίδικη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα €1.900 πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.
ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο