ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. Α. Σ., Ποινική Έφεση Αρ.: 327/2024, 19/11/2025
print
Τίτλος:
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. Α. Σ., Ποινική Έφεση Αρ.: 327/2024, 19/11/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

19 Νοεμβρίου 2025

 

[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 327/2024)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

 

v.

 

Α. Σ.,

Εφεσίβλητου.

(Ποινική Έφεση Αρ.: 39/2025)

 

Α. Σ.,

Εφεσείων,

 

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

______________________________

 

Μ. Μασούρα (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα στην 327/2024 και Εφεσίβλητη στην 39/2025. 

Α. Αιμιλιανίδης με Α. Μαστίχη (κα) για Αιμιλιανίδη & Κατσαρό Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο στην 327/2024 και Εφεσείοντα στην 39/2025.

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Κατόπιν δικής του παραδοχής, ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, ο εφεσίβλητος κρίθηκε ένοχος σε τέσσερεις κατηγορίες σεξουαλικών αδικημάτων, τα οποία διαπράχθηκαν την περίοδο μεταξύ Ιανουαρίου 2005 και 4 Μαΐου 2005, κατά παράβαση του νόμου του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου, Ν.3(I)/2000, ως ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης των αδικημάτων. Συγκεκριμένα, οι κατηγορίες απέδιδαν στον εφεσίβλητο ότι, σε δύο περιπτώσεις, παρότρυνε τον παραπονούμενο να συμμετάσχει σε σεξουαλική πράξη, αγγίζοντας τον στα γεννητικά του όργανα (κατηγορίες 1 και 2), ενώ σε μία περίπτωση τον παρότρυνε να αυνανιστεί στην παρουσία του (κατηγορία 3) και εισχώρησε το δάκτυλο του στον πρωκτό του (κατηγορία 10). Λοιπές κατηγορίες, εναντίον του εφεσίβλητου, δεν προωθήθηκαν.

 

 

Το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσίβλητο, σε καθεμιά από τις κατηγορίες 1 και 2, ποινή φυλάκισης 1 έτους και 6 μηνών και σε καθεμιά από τις κατηγορίες 3 και 10, ποινή φυλάκισης 2 ετών και 6 μηνών. Διέταξε όπως οι ποινές συντρέχουν. Εξέτασε, περαιτέρω, το ενδεχόμενο αναστολής της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης και κατέληξε ότι δεν συνέτρεχαν τέτοιες περιστάσεις ώστε να εκδοθεί τέτοια διαταγή, με αποτέλεσμα να διαταχθεί η άμεση εκτέλεση των επιβληθεισών ποινών.

 

Οι παρούσες εφέσεις ακούστηκαν μαζί γιατί αφορούν την ίδια απόφαση του Κακουργιοδικείου με την οποία επιβλήθηκε η πιο πάνω ποινή στον εφεσίβλητο.

 

Η έφεση 327/2024 αποτελεί έφεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας εναντίον της ποινής που επιβλήθηκε. Ένας λόγος έφεσης προσβάλλει την επιβληθείσα ποινή, σε σχέση με όλες τις κατηγορίες, ως έκδηλα ανεπαρκή. Αιτιολογικά, προβάλλεται η μη απόδοση δέουσας βαρύτητας στη σοβαρότητα των αδικημάτων και παραγνώριση του σκοπού του νομοθέτη για επιβολή αυστηρών ποινών σε τέτοιου είδους αδικήματα. Αναφέρεται παραγνώριση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και της ανάγκης επιβολής αποτρεπτικής ποινής, με σκοπό την προστασία του κοινωνικού συνόλου και την καταστολή τέτοιων αδικημάτων εν όψει της ανησυχητικής αύξησης που παρατηρείται σε αυτά, παρά τη λεκτική αναγνώρισή τους. Καταγράφονται, παράλληλα, στοιχεία τα οποία θα έπρεπε να προσμετρήσουν στην επιβολή αυστηρότερης ποινής και τα οποία παραγνωρίστηκαν, ενώ δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στους ελαφρυντικούς παράγοντες, στην ηλικία του παραπονούμενου και στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου και στα προβλήματα υγείας του.

 

Η έφεση 39/2025 αποτελεί έφεση του κατηγορουμένου στην πρωτόδικη διαδικασία. Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά την ποινή που επιβλήθηκε. Προβάλλει ότι το είδος της ποινής και δη η ποινή φυλάκισης που έχει επιβληθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι έκδηλα ακατάλληλη και υπερβολική, λαμβανομένων υπ' όψιν, σωρευτικά, των μετριαστικών παραγόντων του εφεσείοντα, ως αυτοί καταγράφονται στην αιτιολογία του λόγου έφεσης. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, αποδίδεται σφάλμα στο Κακουργιοδικείο για το ότι δεν ανέστειλε την ποινή φυλάκισης που επέβαλε στον εφεσείοντα, κρίνοντας πως δεν συντρέχουν τέτοιες περιστάσεις ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις της σχετικής νομοθεσίας, ως αυτές έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία. Επίκληση γίνεται των συνθηκών που αποτελούν αντικείμενο αιτιολόγησης του πρώτου λόγου έφεσης.

 

Έχουμε την άποψη ότι το αντικείμενο της έφεσης 327/2024 είναι καθ' όλα συναφές, έστω και κατά αντίθετη θεώρηση με το αντικείμενο του πρώτου λόγου έφεσης της έφεσης 39/2025. Κρίνουμε ορθό να εξετάσουμε παράλληλα τα υπό κρίση θέματα μέσα από μία ενιαία εξέταση των όσων αφορούν την επιβληθείσα ποινή. Στο πλαίσιο αυτό, ως συνέπεια της χρονικής προτεραιότητας της έφεσης 327/24, αναφορά θα γίνεται σε εφεσίβλητο, εννοώντας, παράλληλα, εφεσείοντα στην 39/2025.

 

Χρήσιμο είναι να τεθεί το πραγματικό υπόβαθρο της υπό κρίση υπόθεσης, ως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση:

 

«6. Ο κατηγορούμενος προσελήφθη στο σχολείο που φοιτούσε ο παραπονούμενος ως καθηγητής τον Απρίλιο του 1999. Τον Σεπτέμβριο του 2003 του ανατέθηκαν καθήκοντα «Υπεύθυνου Χρονιάς» για τις δυο τελευταίες τάξεις. Ως Υπεύθυνος Χρονιάς είχε, μεταξύ άλλων, καθήκοντα παροχής υποστήριξης βοήθειας ή καθοδήγησης σε μαθητές, την παρακολούθηση της συνολικής ακαδημαϊκής προόδου κάθε μαθητή και της διαχείρισης ατομικού συστήματος καθορισμού στόχων και καθοδήγησης μαθητών. Κατά τη σχολική χρονιά 2004 - 2005 ήταν υπεύθυνος του «Χορευτικού Ομίλου» του σχολείου.

7. Ο παραπονούμενος ξεκίνησε να φοιτά στο συγκεκριμένο σχολείο το 1999. Το σχολικό έτος 2004 - 2005 φοιτούσε στην 6η τάξη. Κατά το εν λόγω σχολικό έτος ο παραπονούμενος ήταν μέλος του «Χορευτικού Ομίλου». Συμμετείχε σε πρόβες χορού για την ετήσια βραδιά ταλέντων που πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 2004.

8. Ο κατηγορούμενος ήταν ο «Υπεύθυνος Χρονιάς» του παραπονούμενου και υπεύθυνος του «Χορευτικού Ομίλου» στον οποίο ο παραπονούμενος συμμετείχε. Ο κατηγορούμενος δεν ήταν όμως ποτέ καθηγητής του για συγκεκριμένο μάθημα.

9. Ο κατηγορούμενος είχε προσεγγίσει τον παραπονούμενο κατά τη διάρκεια σχολικού ταξιδιού στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 2004. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ο κατηγορούμενος άρχισε να δίδει συμβουλές στον παραπονούμενο και σε φίλους του για τις σχέσεις τους. Με την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς τον Σεπτέμβριο του 2004, ο κατηγορούμενος, άρχισε να δίδει περισσότερη σημασία στον παραπονούμενο και ξεκίνησε «ένα είδος φιλίας» μεταξύ τους. Ο κατηγορούμενος ξεκίνησε να λέει στον παραπονούμενο ότι ήταν ξεχωριστός και ότι έπρεπε να καλλιεργήσει τα ταλέντα του. Περαιτέρω ξεκίνησε να βγαίνει τα βράδια τόσο με τον παραπονούμενο όσο και με τους υπόλοιπους φίλους του παραπονούμενου σε νυκτερινά κέντρα.

10. Σταδιακά, ο κατηγορούμενος ξεκίνησε να αναφέρει στον παραπονούμενο ότι «είναι εκδηλωτικός στον χορό και ότι οι φίλοι του δεν μπορούν να τον καταλάβουν» και έτσι, δυο - τρεις φορές, βγήκαν σε νυχτερινό κέντρο οι δυο τους ενώ ξεκίνησαν να μιλούν καθημερινά στο τηλέφωνο. Ο παραπονούμενος εμπιστεύθηκε τον κατηγορούμενο αφού τον συμβούλευε για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε. Του εκμυστηρεύτηκε διάφορα γεγονότα που αφορούσαν την οικογένεια του, μεταξύ άλλων, και για τα χρόνια προβλήματα υγείας του πατέρα του, αποτέλεσμα των οποίων ήταν όπως όλες οι οικογενειακές αποφάσεις λαμβάνονταν από τη μητέρα του. Ο κατηγορούμενος, με τη σειρά του, συνομιλώντας με τον παραπονούμενο, του ανέφερε ότι από την ζωή του απουσίαζε η πατρική φιγούρα και ότι θα μπορούσε να γίνει το αντρικό πρότυπο γι' αυτόν.

11. Περαιτέρω, κατά τις συνομιλίες που είχε ο κατηγορούμενος με τον παραπονούμενο, ο κατηγορούμενος του έλεγε για τα όνειρα που είχε από παιδί, ότι ασχολήθηκε από παιδί με τον χορό και το μπαλέτο και ότι ο πατέρας του δεν τον άφηνε και θεωρούσε ότι ο παραπονούμενος μπορούσε να πραγματοποιήσει τα όνειρα που δεν πραγματοποίησε ο ίδιος. Του έλεγε επίσης ότι ο σωματότυπος του είναι ο κατάλληλος για τον χορό. Ο κατηγορούμενος, επιπλέον, είπε στον παραπονούμενο ότι μπορούσε να τον βοηθήσει στην καλλιτεχνική του ζωή για να πραγματοποιήσει τα όνειρα του. Ο παραπονούμενος ήταν ενθουσιασμένος με την ιδέα να ασχοληθεί με τον χορό και γενικά με τον καλλιτεχνικό χώρο και έχοντας εμπιστοσύνη στον κατηγορούμενο, δέχθηκε να κάνει μαθήματα χορού στην οικία του κατηγορούμενου.

12. Τα μαθήματα χορού ξεκίνησαν τον Ιανουάριο του 2005, ήταν δωρεάν και γίνονταν μια με δυο φορές την εβδομάδα, τα Σαββατοκύριακα. Ο κατηγορούμενος ανέφερε στον παραπονούμενο ότι θα τον βοηθούσε με τον χορό και ότι θα τον γνώριζε με άλλους χορογράφους και ότι θα γίνουν πραγματικότητα τα όνειρα του. Από τα λόγια του κατηγορούμενου, ο παραπονούμενος ένιωσε «σπουδαίος και σημαντικός». Τα λόγια αυτά αποτελούσαν σημαντικό κομμάτι για τον επαγγελματικό του προσανατολισμό. Ο παραπονούμενος ένιωθε τυχερός που του διδόταν αυτή η ευκαιρία να κάνει μαθήματα χορού, που θα ήταν η αρχή με την ενασχόληση του με τον καλλιτεχνικό κόσμο.

13. Ο παραπονούμενος δεν οδηγούσε και έτσι για τα μαθήματα χορού, ο κατηγορούμενος πήγαινε και παραλάμβανε τον παραπονούμενο από το σπίτι του, χωρίς να το γνωρίζει η μητέρα του. Τα μαθήματα χορού γίνονταν στο σαλονάκι της οικίας.

14. Στην αρχή, οι ασκήσεις του χορού γίνονταν ενώ ο παραπονούμενος ήταν ντυμένος. Ο κατηγορούμενος καθοδηγούσε τον παραπονούμενο για τις διάφορες ασκήσεις χορού, οι οποίες περιλάμβαναν ασκήσεις για τους γοφούς, για να «απελευθερωθεί», σύμφωνα με τον κατηγορούμενο, «το πάνω μέρος του σώματος του παραπονούμενου με το κάτω μέρος του σώματος του». Αυτές οι ασκήσεις διαρκούσαν αρκετή ώρα και κατά τη διάρκεια των ασκήσεων, ο κατηγορούμενος έλεγε στον παραπονούμενο να έχει κλειστά τα μάτια του. Αυτές οι ασκήσεις διήρκησαν για ένα με δύο μήνες. Κατά τη διάρκεια των μαθημάτων, ο κατηγορούμενος έλεγε στον παραπονούμενο ότι το σώμα του ήταν πολύ όμορφο και ότι ήταν τυχερός που μπορούσε να το εκμεταλλευτεί σε τέτοια ηλικία. Περαιτέρω, του έλεγε ότι μόλις που προλάβαιναν «να το καλουπώσουν» για να μπορεί ο παραπονούμενος να φτάσει σε ένα καλό στάδιο. Ο παραπονούμενος, πίστευε ότι ο κατηγορούμενος θα τον βοηθούσε με τον χορό και τον καλλιτεχνικό χώρο.

15. Μια ημέρα, κατά τη διάρκεια της προθέρμανσης, ο κατηγορούμενος πλησίασε τον παραπονούμενο, τον αγκάλιασε και το σώμα του ήταν κολλημένο στο σώμα του παραπονούμενου, έκανε κυκλικές περιστροφές γύρω από το σώμα του παραπονούμενου και ξεκίνησε να τον αγγίζει στο σώμα του, αναφέροντας του ότι θα τον βοηθήσει με τη στάση του σώματος του ενώ τον άγγιξε και στα γεννητικά όργανα του (κατηγορία 1).

16. Στη συνέχεια, μετά την πάροδο ενός με δύο μηνών, τα μαθήματα χορού γίνονταν ενώ ο παραπονούμενος ήταν γυμνός αφού, κατόπιν προτροπής του κατηγορούμενου, έβγαζε τα ρούχα του ενώ ο κατηγορούμενος του έβγαζε το εσώρουχο. Όταν τελείωνε την προθέρμανση ο παραπονούμενος, ο κατηγορούμενος τον αγκάλιαζε και το σώμα του ήταν κολλημένο στο σώμα του παραπονούμενου, κινώντας το σώμα του παραπονούμενου με κυκλικές περιστροφές. Ο παραπονούμενος είχε κλειστά τα μάτια του ως οι οδηγίες του κατηγορούμενου ενώ ήταν γυμνός και ο κατηγορούμενος ήταν ντυμένος. Σε μια από αυτές τις φορές, αφού ο κατηγορούμενος αγκάλιασε τον παραπονούμενο ως περιγράφεται ανωτέρω, ο κατηγορούμενος χάιδεψε τον παραπονούμενο στα γεννητικά όργανα (κατηγορία 2).

17. Τα μαθήματα και οι ασκήσεις χορού συνεχίστηκαν στο ίδιο μοτίβο, με τον παραπονούμενο να είναι γυμνός και τον κατηγορούμενο να τον αγκαλιάζει και να κινεί το σώμα του παραπονούμενου. Κατά την διάρκεια των μαθημάτων, και σε άλλη ημερομηνία από αυτή που ο κατηγορούμενος χάιδεψε τον παραπονούμενο στα γεννητικά όργανα, και ενώ ο παραπονούμενος ήταν γυμνός, ο κατηγορούμενος αφού έβαλε σάλιο στο χέρι του, έπιασε το γεννητικό όργανο του παραπονούμενου και άρχισε να το χαϊδεύει. Ο παραπονούμενος αντιλήφθηκε ότι ο κατηγορούμενος ήθελε τον παραπονούμενο να αυνανιστεί στην παρουσία του και ως εκ τούτου ο παραπονούμενος συνέχισε να αυνανίζεται στην παρουσία του κατηγορούμενου (κατηγορία 3). Λίγα λεπτά πριν εκσπερματώσει ο παραπονούμενος, ο κατηγορούμενος διείσδυσε το δάχτυλο του στον πρωκτό του παραπονούμενου (κατηγορία 10). Όταν ο παραπονούμενος εκσπερμάτωσε, ο κατηγορούμενος του ανέφερε ότι «ενώθηκαν τα υγρά τους και δεν υπάρχει τίποτε πλέον να τους χωρίσει, ήταν ένα πλέον». Ο παραπονούμενος δεν είχε οποιαδήποτε προηγούμενη σεξουαλική επαφή προηγουμένως.

18. Λόγω της κατάστασης που είχε δημιουργηθεί, ο παραπονούμενος ένιωθε ντροπή και έτσι απομακρύνθηκε από τους φίλους του και την οικογένεια του. Αρκετές φορές απέφευγε να πηγαίνει σχολείο, με αποτέλεσμα να κάνει απουσίες. Επηρεάστηκε επίσης η επίδοση του στα μαθήματα. Λόγω της θλίψης αλλά και της ντροπής που ένιωθε, ο παραπονούμενος είχε δυσκολίες στη σύναψη σχέσεων και αμφέβαλλε κατά πόσο θα μπορούσε να δεσμευτεί και να ικανοποιήσει μια γυναίκα. Ήταν κάτι το οποίο τον βασάνιζε για αρκετά χρόνια. Δημιούργησε δεσμό με γυναίκα στην ηλικία των 25 ετών και μόνο τότε για πρώτη φορά είχε ολοκληρωμένες σεξουαλικές σχέσεις.

19. Το έτος 2020, ο παραπονούμενος παρακολούθησε κάποια μαθήματα ψυχολογίας και μέσω αυτών ένιωσε αρκετά δυνατός να αποκαλύψει στη μητέρα του και τον αδελφό του, τα όσα συνέβησαν ενώ ένιωσε και αρκετά δυνατός για να προβεί σε καταγγελία στην αστυνομία εναντίον του κατηγορούμενου.»

 

Στην πρωτόδικη απόφαση καταγράφονται, επίσης, οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου, ως ακολούθως:

 

«22. Ο κατηγορούμενος είναι σήμερα ηλικίας 49 ετών. Ο πατέρας του είναι ηλικίας 72 ετών και είναι συνταξιούχος ακαδημαϊκός. Η μητέρα του είναι ηλικίας 65 ετών και είναι οικοκυρά. Έχει επίσης μια μικρότερη αδερφή η οποία έχει δημιουργήσει τη δική της οικογένεια.

23. Μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο και την ολοκλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, σπούδασε ελληνική φιλολογία στην Αγγλία. Συνέχισε τις σπουδές του στην Αγγλία σπουδάζοντας θεατρολογία. Μεταξύ των ετών 1999 και 2006 εργάστηκε ως καθηγητής σε σχολείο. Από το 2006 μέχρι και το 2020 εργάστηκε ως θεατρολόγος. Το 2019 είχε αρχίσει διδακτορικό. Το 2021 εγκατέλειψε τις σπουδές του λόγω αυτής της υπόθεσης.

24. Δεν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας. Σήμερα είναι άνεργος και δεν έχει οποιαδήποτε εισοδήματα. Διαμένει με τους γονείς του οι οποίοι και τον συντηρούν. Ο κατηγορούμενος, διαθέτει μόνο ένα μικρό ποσό σε αποταμιεύσεις ύψους €3.000 και ένα αυτοκίνητο. Δεν έχει ακίνητη περιουσία. Διατηρεί καλές σχέσεις με τους γονείς του και την αδελφή του λόγω όμως των κατηγοριών που αντιμετωπίζει έχει απομονωθεί. Η όλη υπόθεση τον αναστατώνει ιδιαίτερα και έχει, ως αναφέρει, καταστραφεί οικονομικά. Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 2017 μέχρι και το 2020 διέμενε στην Αθήνα μόνιμα και είχε επιστρέψει λόγω της πανδημίας. Ακολούθως, λόγω της παρούσας υπόθεσης, υποχρεώθηκε να παραμείνει στην Κύπρο.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέδειξε τη σοβαρότητα του αδικήματος, ως απόρροια της προβλεπόμενης από τον νόμο ποινής (εν προκειμένω φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα είκοσι έτη), αλλά και ως απόρροια της φύσης του αδικήματος, για το οποίο επιβάλλεται αυστηρή και αποτρεπτική αντιμετώπιση. Ανέδειξε, με αναφορά και στη νομολογία, την ιδιαιτερότητα των περιπτώσεων που αφορούν παιδιά και την επίπτωση στον ψυχικό τους κόσμο και την προσωπικότητά τους ως θύματα και κατέγραψε τα γεγονότα τα οποία λειτούργησαν επιβαρυντικά για τον εφεσίβλητο, αλλά και τα ελαφρυντικά, για τον εφεσίβλητο, στοιχεία, καθώς επίσης τις επιπτώσεις σ' αυτόν και τους οικείους του. Ανέδειξε, περαιτέρω, τη σημασία της παραδοχής του εφεσίβλητου, έστω και στο στάδιο κατά το οποίο έγινε, ενώ έλαβε υπ' όψιν τον χρόνο που παρήλθε από την τέλεση των αδικημάτων μέχρι την καταγγελία της υπόθεσης και τους λόγους γι' αυτόν, αλλά και τον χρόνο από την καταγγελία μέχρι την επιβολή ποινής και την επίδραση της αρχικής μη παραδοχής του εφεσίβλητου σ' αυτόν.

 

Από την πλευρά του, ο εφεσίβλητος βασίζει την ουσία της επιχειρηματολογίας του στη θέση ότι αγνοήθηκαν τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης, ενώ κρίθηκε αναγκαία η επιβολή αυστηρών αποτρεπτικών ποινών, αγνοώντας ότι, κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, τα δεδομένα της νομολογίας δεν καθόριζαν κάτι τέτοιο. Λόγος γίνεται, επίσης, στην απουσία της κατάχρησης εμπιστοσύνης από τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος το οποίο ο εφεσίβλητος παραδέκτηκε.

 

Στην αντίπερα όχθη, προβάλλεται, από τον εφεσείοντα, ότι σχετικοί παράγοντες, ενώ αναγνωρίστηκαν λεκτικά, δεν εφαρμόστηκαν με ορθό τρόπο ώστε να οδηγήσουν σε επιβολή ορθής ποινής.

  

Δεν μας βρίσκουν σύμφωνους τα παράπονα του εφεσίβλητου. Ξεκινώντας από το εγειρόμενο ζήτημα αναφορικά με ύπαρξη κατάχρησης εμπιστοσύνης, θα πρέπει να λεχθεί ότι το τι έχει σημασία και είναι θεμιτό να ληφθεί υπ' όψιν είναι κατά πόσο υφίσταται τέτοια κατάσταση, ως μέρος των γεγονότων της υπόθεσης. Δεν πρόκειται για θέμα ύπαρξης συμφωνίας κατά την παράθεση των γεγονότων, ούτε περίληψης τέτοιας κατάχρησης στα συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Φυσικά, επί του προκειμένου, παραπέμπουμε στο Άρθρο 3(2) του Ν.3(I)/2000, με βάση το οποίο η σχέση του εφεσίβλητου με το θύμα, ως περιγράφηκε στα γεγονότα της υπόθεσης, καθ' όλα εμπίπτει στις πρόνοιες του και συνιστά κατάχρηση εξουσίας ή άλλης μορφής πίεση. Επομένως, καθ' όλα θεμιτή κρίνεται η διαπίστωση και αναφορά για τέτοια κατάσταση πραγμάτων, η οποία, φυσιολογικά, μόνο ως επιβαρυντικός παράγοντας θα μπορούσε να λειτουργήσει.

  

Περαιτέρω, από τα γεγονότα της υπόθεσης, συνάγεται το πως η παρούσα υπόθεση οδηγήθηκε ενώπιον της δικαιοσύνης μετά από τόσα χρόνια. Είναι ενδεικτικό ότι, μόνο όταν το θύμα έτυχε ψυχολογικής υποστήριξης, κατάφερε να αποφασίσει να προβεί σε καταγγελία. Το γεγονός ότι προηγουμένως είχε εκμυστηρευτεί το γεγονός σε πρόσωπο της εμπιστοσύνης του, δεν αναιρεί τα ως άνω. Επομένως, σαφώς το γεγονός τυγχάνει καταγραφής και αξιολόγησης από το Δικαστήριο σε τέτοιες υποθέσεις, όμως, δεν οδηγεί σε κατάργηση της αυστηρότητας με την οποία θα πρέπει να τυγχάνουν χειρισμού τέτοιου είδους υποθέσεις. Ούτε ο χρόνος που διέρρευσε από την καταγγελία μέχρι την επιβολή ποινής, στην προκειμένη περίπτωση, καθορίζει το είδος ή το ύψος της ποινής, αφού στην παρέλευση του χρόνου οδήγησε και η απάντηση του εφεσίβλητου για μη παραδοχή. Είναι δικαίωμα κάθε κατηγορουμένου να απαντήσει ως επιθυμεί, όμως, η παρέλευση χρόνου λόγω της επιλογής του, η οποία ακολούθως ανατρέπεται, δεν αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στην ποινή.

 

Δεν εντοπίζουμε σφάλμα ούτε στην ανάλυση από το Κακουργιοδικείο της νομολογίας, καθ' όσον αφορά τέτοιας φύσης υποθέσεις. Ασφαλώς, τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες της νομοθεσίας που ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης των αδικημάτων και, ασφαλώς, η κρίση του Δικαστηρίου αναφορικά με την υπόθεση θα πρέπει πάντοτε να είναι μελετημένη και να εντάσσεται στις πραγματικές συνθήκες που την αφορούν. Από εκεί και πέρα, εφόσον η ποινή που επιβλήθηκε εμπίπτει στην προβλεπόμενη ποινή, δεν υφίσταται σφάλμα στην ανάλυση στην οποία προέβηκε το Κακουργιοδικείο σε σχέση με τα αδικήματα αυτής της φύσης, τη σοβαρότητά τους και την έξαρση την οποία παρουσιάζουν στην τέλεσή τους, καθιστώντας απαραίτητο το στοιχείο της αποτροπής στην ποινή.

 

Διαφωνούμε, με κάθε σεβασμό, και με την επιχειρηματολογία αναφορικά με τις συνθήκες τέλεσης των αδικημάτων. Δεν επρόκειτο για μία συναινετική σχέση η οποία κρίθηκε μεμπτή λόγω του ότι το θύμα ήταν ηλικίας που ενέπιπτε στον ορισμό του ανηλίκου προσώπου (κάτω των 18 ετών σύμφωνα με τον εν λόγω νόμο). Ούτε το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος δεν δίδασκε ή βαθμολογούσε το θύμα αφαιρούσε από τη φύση και σοβαρότητα των γεγονότων. Ο εφεσίβλητος, ενώ ήταν ο υπεύθυνος εκπαιδευτικός της χρονιάς του θύματος, ενός έφηβου, ανηλίκου προσώπου, με ιδιαίτερες ευαισθησίες, επιδίωξε τη δημιουργία φιλικής σχέσης με αυτόν. Δημιούργησε μία σημαντική σχέση εμπιστοσύνης με αυτόν, κατά την οποία ο ανήλικος του εκμυστηρευόταν θέματα που τον απασχολούσαν, και αποτέλεσε το πρόσωπο το οποίο θα τον βοηθούσε στην εκπλήρωση του ονείρου του με προοπτική να τον φέρει σε επαφή και με επαγγελματίες στον χώρο. Σε αυτό το πλαίσιο, οι πράξεις του εφεσίβλητου παρουσιάζονται να είναι μεθοδευμένες, οδηγώντας, σταδιακά, στην κλιμάκωση των ενεργειών του. Δεν είναι σκόπιμο να επαναλάβουμε τη σταδιακή εξέλιξη των πράξεων του εφεσίβλητου. Τα γεγονότα δεν φανερώνουν τη δημιουργία σχέσης μεταξύ των εμπλεκόμενων προσώπων. Αντιθέτως, προβάλλεται ξεκάθαρα η εικόνα μεθοδευμένης, σταδιακής εκμετάλλευσης του θύματος.

 

Επομένως, δεν εντοπίζουμε σφάλμα στον τρόπο με τον οποίο το Κακουργιοδικείο προσέγγισε και ανέλυσε τα ζητήματα που το απασχολούσαν χωρίς να ελλείπει οτιδήποτε από τη διεργασία επιβολής ποινής, ώστε να καθίστατο βάσιμος ο λόγος έφεσης στην έφεση 39/2025.

 

Έχοντας αποφασίσει ως ανωτέρω, έχουμε την άποψη ότι, παρά την ορθή ανάλυση του Κακουργιοδικείου, η τελική κατάληξή του ως προς την ποινή δεν ανταποκρίνεται στη σοβαρότητα των αδικημάτων και στο στοιχείο της αποτροπής που η ποινή θα έπρεπε να ικανοποιήσει. Υπενθυμίζεται ότι η αποτροπή έχει δύο παραμέτρους, την αποτροπή του ιδίου του παραβάτη από την επανάληψη του εγκλήματος στο μέλλον και την αποτροπή τρίτων από τη διάπραξη όμοιων ή παρόμοιων εγκλημάτων. Στη δεύτερη περίπτωση, η αποτροπή έχει δύο συνισταμένες. Πρώτον, την αποτροπή που είναι συνυφασμένη με τη σοβαρότητα του εγκλήματος και δεύτερον, την αποτροπή ως μέσου για την καταστολή εγκλημάτων που βρίσκονται σε έξαρση (βλ. ΠΙΣΚΟΠΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (1999) 2 Α.Α.Δ. 342).

 

Είναι άφθονη η νομολογία επί του θέματος των υπό κρίση αδικημάτων και δεν θα εξυπηρετούσε επανάληψή της, αφού και οι δύο πλευρές αποδέχονται την απαξίωση που τέτοιας φύσης αδικήματα προκαλούν (βλ. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΚΥΡΡΗ, Ποινική Έφεση 70/2022, ημερομηνίας 7.2.2023). Σε υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων, όπως προκύπτει από τη νομολογία, οι ποινές που θα πρέπει να επιβάλλονται θα πρέπει να είναι αυστηρές και αποτρεπτικές, εν όψει της ιδιαίτερης σοβαρότητας ως εγκλήματα τα οποία στρέφονται κατά των ηθών αλλά προσβάλλουν, παράλληλα, και καταρρακώνουν την προσωπικότητα του θύματος (βλ. RANA κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2004) 2 Α.Α.Δ. 489, ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (1998) 2 Α.Α.Δ. 529). 

 

Έχουμε επίγνωση όλων των στοιχείων, επιβαρυντικών και ελαφρυντικών, που αφορούν την παρούσα υπόθεση. Έχουμε, επίσης, επίγνωση των συνθηκών κάτω από τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει σε θέματα ποινής που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Όπως αναφέρθηκε και στην ΚΥΡΡΗ (ανωτέρω), η ουσία του πράγματος σε υποθέσεις όπως η κρινόμενη, είναι ότι η επιβαλλόμενη ποινή θα πρέπει σφαιρικά να είναι δίκαιη και ανάλογη και, αντικρίζοντας τη συμπεριφορά του εφεσίβλητου, στο σύνολό της, να μπορεί να κριθεί ότι η επιβληθείσα ποινή δεν είναι έκδηλα ανεπαρκής.

 

Έχουμε την άποψη ότι, για τους λόγους που εξηγούνται ανωτέρω και, υπό τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, ως αναλύθηκαν στην πρωτόδικη απόφαση και ως αναλύονται ανωτέρω, η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, και όχι ως αποτέλεσμα υποκειμενικής θεώρησης των μελών του Εφετείου, είναι έκδηλα ανεπαρκής, καθιστώντας βάσιμο τον λόγο έφεσης στην έφεση 327/2024 και απαραίτητη την επέμβασή μας. Η γενικότερη αποτίμηση της παράνομης συμπεριφοράς του εφεσίβλητου δεν αντανακλάται στην επιβληθείσα ποινή. Κρίνουμε ότι οι ορθές ποινές που θα έπρεπε να είχαν επιβληθεί είναι, σε καθεμία από τις κατηγορίες 1 και 2, ποινή φυλάκισης 2 ετών και 6 μηνών και σε καθεμία από τις κατηγορίες 3 και 10, ποινή φυλάκισης 4 ετών.

 

Η αντικατάσταση αυτή των ποινών, ως ανωτέρω, καθιστά άνευ αντικειμένου τον δεύτερο λόγο έφεσης στην έφεση 39/2025, ο οποίος αφορά το ζήτημα της αναστολής ποινής φυλάκισης.

 

Η έφεση 39/2025 απορρίπτεται. Η έφεση 327/2024 επιτυγχάνει.

 

Οι επιβληθείσες ποινές αντικαθίστανται ως ανωτέρω. Η επιβληθείσα ποινή 1 έτους και 6 μηνών φυλάκισης σε καθεμία από τις κατηγορίες 1 και 2 αντικαθίσταται από ποινή φυλάκισης 2 ετών και 6 μηνών σε καθεμία από αυτές και η επιβληθείσα ποινή 2 ετών και 6 μηνών σε καθεμία από τις κατηγορίες 3 και 10 αντικαθίσταται από ποινή φυλάκισης 4 ετών σε καθεμία από αυτές. Επικυρώνεται η διαταγή όπως οι επιβληθείσες ποινές συντρέχουν.

 

 

                                                          Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

                                                          ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.   

 

                                                          Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο