ΠΑΠΑΛΛΑΣ & ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ ΛΤΔ κ.α. v. ANGELOS NICOLAIDES HOLDINGS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ.: 329/19) σχ. με 330/19, 331/19, 332/19, 333/19, 334/19, 335/19 και 336/19, 12/11/2025
print
Τίτλος:
ΠΑΠΑΛΛΑΣ & ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ ΛΤΔ κ.α. v. ANGELOS NICOLAIDES HOLDINGS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ.: 329/19) σχ. με 330/19, 331/19, 332/19, 333/19, 334/19, 335/19 και 336/19, 12/11/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 329/19)

σχ. με 330/19, 331/19, 332/19,
333/19, 334/19, 335/19 και 336/19)

 

12 Νοεμβρίου 2025

 

 [Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Θ. ΘΩΜΑ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

(Πολιτική Έφεση αρ.: 329/19)

 

1.    ΠΑΠΑΛΛΑΣ & ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ ΛΤΔ

2.    ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΛΛΑΣ 
3.    ΣΤΕΛΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΠΑΠΑΛΛΑ

        Εφεσείοντες

ΚΑΙ

 
ANGELOS NICOLAIDES HOLDINGS LTD

            Εφεσίβλητη

(Πολιτική Έφεση αρ. 330/2019)

 

ANGELOS NICOLAIDES HOLDINGS LTD  

    Εφεσείουσα

ΚΑΙ

1.    ΠΑΠΑΛΛΑΣ & ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ ΛΤΔ
2.    ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΛΛΑΣ 
3.    ΣΤΕΛΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΠΑΠΑΛΛΑ

Εφεσίβλητοι


(Πολιτική Έφεση αρ. 331/2019)

 

1.    ΠΑΠΑΛΛΑΣ & ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ ΛΤΔ
2.    ΣΤΕΛΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΠΑΠΑΛΛΑ     
3.    ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΛΛΑΣ 

       Εφεσείοντες

ΚΑΙ

   ANGELOS NICOLAIDES HOLDINGS LTD       

Εφεσίβλητη

(Πολιτική Έφεση αρ. 332/2019)

 

  ANGELOS NICOLAIDES HOLDINGS LTD  

     Εφεσείουσα

ΚΑΙ

1.    ΠΑΠΑΛΛΑΣ & ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ ΛΤΔ
2.    ΣΤΕΛΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΠΑΠΑΛΛΑ     
3.    ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΛΛΑΣ 

Εφεσίβλητοι

(Πολιτική Έφεση αρ. 333/2019)

1.    ΠΑΠΑΛΛΑΣ & ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ ΛΤΔ
2.    ΣΤΕΛΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΠΑΠΑΛΛΑ
3.    ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΛΛΑΣ 

Εφεσείοντες

ΚΑΙ

  ANGELOS NICOLAIDES HOLDINGS LTD         

Εφεσίβλητη
(Πολιτική Έφεση αρ. 334/2019)

  ANGELOS NICOLAIDES HOLDINGS LTD  

Εφεσείουσα

ΚΑΙ


1.    ΠΑΠΑΛΛΑΣ & ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ ΛΤΔ
2.    ΣΤΕΛΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ   
3.    ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΛΛΑΣ 

Εφεσίβλητοι

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 335/2019)

 

1.    ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΛΛΑΣ 

2.    ΣΤΕΛΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΠΑΠΑΛΛΑ

Εφεσείοντες

ΚΑΙ

  ANGELOS NICOLAIDES HOLDINGS LTD         

Εφεσίβλητη

(Πολιτική Έφεση αρ. 336/2019)

  ANGELOS NICOLAIDES HOLDINGS LTD  

Εφεσείουσα

ΚΑΙ

1.    ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΛΛΑΣ
2.    ΣΤΕΛΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ   

Εφεσίβλητοι

___________________________

 

Ε. Κορακίδης και Λ. Κορακίδης για Επαμεινώνδας Κορακίδης Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσείοντες 1 και 2 στην 329/19 και 335/19, για εφεσείοντα 3 στην 331/19 και 333/19, για εφεσίβλητους 1 και 2 στην 330/19, για εφεσίβλητο 3 στην 334/19 και για εφεσίβλητο 1 στην 336/19

 

Γ. Χριστοφίδης μαζί με Χ. Σιακαλλή (κα) για Ορφανίδης, Χριστοφίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσείουσα 3 στην 329/19, για εφεσείοντες 1 και 2 στην 331/19 και 333/19, για εφεσείουσα 2 στην 335/19, για εφεσίβλητη 3 στην 330/19, για εφεσίβλητους 1 και 2 στην 332/19 και 334/19 και για εφεσίβλητη 2 στην 336/19

 

Α. Ζαχαρίου μαζί με Γ. Ζαχαρίου (κα) για Ανδρέας Β. Ζαχαρίου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσείουσα στην 330/19, 332/19, 334/19 και 336/19, και για εφεσίβλητη στην 329/19, 331/19, 333/19 και 335/19

 

 

  ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

  ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η ανάθεση υπηρεσιών αρχιτεκτόνων εν σχέσει με το πολυώροφο συγκρότημα «Nicolaides Sea View Centre» στο κέντρο της Λάρνακας (εφεξής «το έργο») και η πώληση δύο εκ των 58 διαμερισμάτων του στην οικογενειακή εταιρεία των αρχιτεκτόνων του έργου, οδήγησαν σε τέσσερεις αγωγές ενώπιον του Ε.Δ. Λάρνακας (1424/09, 1425/09, 1480/09, 3540/10). Οι αγωγές συνενώθηκαν το 2014 και αργότερα συνεκδικάστηκαν. Η εκδοθείσα στις 5.8.19 πρωτόδικη απόφαση οδήγησε στις οκτώ ως άνω συνεκδικαζόμενες εδώ εφέσεις, ήτοι σε δύο εφέσεις στην κάθε αγωγή. Ιδιοκτήτρια του έργου είναι η εταιρεία Angelos Nicolaides Holdings Ltd (εφεξής «ο Εργοδότης») και εμπλεκόμενοι αρχιτέκτονες ο Κώστας Παπαλλάς και η Στέλλα Ιωαννίδου, οι οποίοι ήταν σύζυγοι. Ως αγοράστρια των δύο διαμερισμάτων εμφαίνεται στα πωλητήρια ημερ. 29.4.04, Τεκμήρια 85 και 123, η εταιρεία του εν λόγω ζεύγους, επ’ ονόματι Παπαλλάς & Ιωαννίδου Αρχιτέκτονες Λτδ, η οποία όμως στις 18.4.05 προχώρησε, με τη συγκατάθεση της πωλήτριας, σε εκχωρήσεις, ήτοι του ενός πωλητηρίου με το Τεκμήριο 86 στον Κώστα Παπαλλά για το διαμέρισμα αρ. 1104 και του άλλου με το Τεκμήριο 124 στη Στέλλα Ιωαννίδου για το διαμέρισμα αρ. 1004.

 

  Η συνεργασία των μερών σε ό,τι αφορά τις αρχιτεκτονικές υπηρεσίες άρχισε το 2003 και διατηρήθηκε μέχρι τις 8.2.08, που, σε επιστολή του, ο Εργοδότης έθεσε ως ημερομηνία τερματισμού. Ακολούθησαν οι αγωγές 1424/09 και 1425/09 εκ μέρους των αρχιτεκτόνων, στις 7.5.09, με τις οποίες αξιώνουν την ειδική εκτέλεση των πωλητηρίων εγγράφων, συν αποζημιώσεις για απώλεια ενοικίων από τις 30.12.06 έως τις 30.4.09. Στην πρώτη αγωγή Ενάγοντες 1 και 2 είναι αντίστοιχα η ως άνω εταιρεία τους και ο εκδοχέας Κώστας Παπαλλάς. Στη δεύτερη αγωγή Ενάγοντες 1 και 2 είναι αντίστοιχα και πάλι η εταιρεία τους και η εκδοχέας Στέλλα Ιωαννίδου.

 

  Η Εναγόμενη στις ως άνω αγωγές και πωλήτρια των διαμερισμάτων, ήτοι ο Εργοδότης, αντέδρασε με δική του αγωγή (1480/09) στις 12.5.09 εναντίον όλων, ήτοι της εταιρείας και των δύο αρχιτεκτόνων. Στην έκθεση απαίτησης:

 

·          Δέχθηκε το γεγονός της υπογραφής των δύο πωλητηρίων στις 29.4.04, πλην όμως υποστήριξε αφενός ότι ταυτόχρονα είχε υπογράψει με την Παπαλλάς & Ιωαννίδου Αρχιτέκτονες Λτδ και συμφωνία διορισμού της εταιρείας αυτής ως αρχιτέκτονα για το έργο (Τεκμήριο 57) και αφετέρου ότι οι τρεις αυτές συμφωνίες διασυνδέονται μεταξύ τους διότι μέρος της αμοιβής της εταιρείας υπολογίζετο έναντι του τιμήματος πωλήσεως των διαμερισμάτων, «τα οποία ουσιαστικά αποτελούσαν αντιπαροχή για μέρος της αμοιβής των εναγομένων 1 ως αρχιτεκτόνων».

 

·          Ισχυρίστηκε ότι η Παπαλλάς & Ιωαννίδου Αρχιτέκτονες Λτδ παρουσιαζόταν ως εγγεγραμμένη αρχιτέκτονας ενώ δεν ήταν, οπότε όλες οι πιο πάνω συμφωνίες είναι άκυρες.

 

·          Υποστήριξε ότι τόσον οι τρεις πιο πάνω συμφωνίες όσον και οι συμφωνίες εκχώρησης ημερ. 18.4.05 ήταν ψευδείς, εικονικές και έγιναν δολίως, σκοπίμως, κακόπιστα, εκβιαστικά και με πρόθεση εξαπάτησης.

 

·          Προέβαλε ότι όλοι οι εναγόμενοι παραβίασαν τη συμπληρωματική συμφωνία ημερ. 11.1.06 για αλλαγές στο διαμέρισμα 1104, τη συμφωνία ανάθεσης υπηρεσιών και ότι ήταν ένοχοι αμελούς άσκησης των καθηκόντων τους, καθώς και δόλιας συμπεριφοράς, επιφέροντας ζημιές.

 

·          Απαίτησε εναντίον όλων: (α) Αναγνωριστικές δηλώσεις ότι όλες οι γραπτές συμφωνίες ήταν άκυρες και ή είχαν τερματιστεί νομίμως, (β) Απόφαση για €2.488.192 ως ειδικές αποζημιώσεις και (γ) Γενικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις.

 

Ας σημειωθεί πως ο Εργοδότης προέβαλε τους ίδιους ισχυρισμούς και τις ίδιες αξιώσεις και στην «Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση», την οποία καταχώρισε αργότερα (2.6.10) σε καθεμιά από τις αγωγές 1424/09 και 1425/09 (προσθέτοντας στην καθεμιά ως «Εναγόμενο εξ Ανταπαιτήσεως» το φυσικό πρόσωπο που δεν ήταν ενάγων).

 

Οι δύο αρχιτέκτονες στην «Υπεράσπιση» τους στην τρίτη αυτή αγωγή (1480/09) υποστήριξαν πως ουδέποτε παρέστησαν ότι η εταιρεία τους ήταν αρχιτέκτονας, ότι ο Εργοδότης, λόγω της πολυετούς από πριν συνεργασίας τους, γνώριζε ότι οι ίδιοι προσωπικά ήταν οι εγγεγραμμένοι αρχιτέκτονες και γνώριζε ότι είχαν το δικαίωμα να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους από κοινού και ή ξεχωριστά, χρησιμοποιώντας τα επώνυμα τους υπό την επωνυμία «Παπαλλάς & Ιωαννίδου Αρχιτέκτονες».

 

Την τελευταία αγωγή στη σειρά (3540/10), την καταχώρισαν τα φυσικά πρόσωπα, ήτοι προσωπικά οι αρχιτέκτονες. Με αυτή, αναφερόμενοι στο ως άνω ιστορικό, αξίωσαν το κατ’ αυτούς οφειλόμενο υπόλοιπο της αμοιβής τους. Ειδικότερα, αξίωσαν αφενός το τελευταίο 5% της συμφωνηθείσας αμοιβής, ήτοι Λ.Κ.9.500 (3η Δόση Επίβλεψης) και το επιπλέον ποσό των Λ.Κ.6.145 για την παράταση της επίβλεψης από τις 18.5.07 μέχρι και τον τερματισμό στις 8.2.08, ήτοι συνολικά €26.731 συν Φ.Π.Α., αφετέρου διεκδίκησαν απώλεια εσόδων λόγω της παράτασης ύψους €16.687 συν Φ.Π.Α.

 

Υπερασπιζόμενος αυτή την τέταρτη αγωγή ο Εργοδότης και πάλι προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι η ανάθεση του έργου έγινε στην εταιρεία Παπαλλάς & Ιωαννίδου Αρχιτέκτονες Λτδ, ότι τα φυσικά πρόσωπα (ενάγοντες) δεν χρησιμοποιούσαν καθ’ οιονδήποτε στάδιο την ονομασία «Παπαλλάς & Ιωαννίδου Αρχιτέκτονες», ότι η αντιπαροχή είχε δοθεί στην πιο πάνω εταιρεία των αρχιτεκτόνων, η οποία τη λάμβανε «ως μέρος της αμοιβής της για τις υπηρεσίες της ως αρχιτέκτονας του έργου». Ήταν δε και εδώ η θέση του Εργοδότη πως όλες οι σχετικές συνδεδεμένες συμφωνίες είναι παράνομες και άκυρες, καθώς και ότι όλες οι ενέργειες που έγιναν πριν τις 29.4.04 αφορούσαν προκαταρκτικές ενέργειες και διαπραγματεύσεις, οι οποίες κατέληξαν στην επίδικη συμφωνία ημερ. 29.4.04 με την εταιρεία, η οποία συμφωνία είναι όμως άκυρη και παράνομη.

 

Περαιτέρω, ο Εργοδότης προέβαλε ότι ο τερματισμός οφείλετο σε παρατυπίες ή παραβάσεις από τους αρχιτέκτονες ή την εταιρεία, οι οποίοι εκτελούσαν τα καθήκοντα τους παράνομα, προωθώντας δικά τους συμφέροντα και «αντιδεοντολογικά ενεργώντας κατά παράβαση των υποχρεώσεων τους ως Αρχιτέκτονες του έργου ακυρώνοντας τη δημιουργία 10ου ορόφου σε μέρος του κτιρίου και χρησιμοποιώντας τον εν λόγω χώρο για το διαμέρισμα 1004 ως βεράντα με θέα προς τη θάλασσα». Μάλιστα ο Εργοδότης αξίωσε ανταπαιτητικώς το ποσό του €1.000.000, ως την αξία του διαμερίσματος που, κατ’ ισχυρισμόν, ακύρωσαν παράνομα οι δύο Ενάγοντες αρχιτέκτονες στον δέκατο όροφο. Παρέθεσε δε προς τούτο και σχετικές «Λεπτομέρειες Δόλου» εις βάρος των δύο φυσικών προσώπων.

 

Οι δύο αρχιτέκτονες, υπερασπιζόμενοι την ως άνω Ανταπαίτηση, επανέλαβαν τις βασικές τους θέσεις, προσθέτοντας ότι για τις ουσιώδεις αρχιτεκτονικές υπηρεσίες, τις οποίες προσέφεραν πριν τις 29.4.04, ο Εργοδότης είχε πληρώσει σε αυτούς στις 29.4.04 το ποσόν των Λ.Κ.85.500.

 

Πρωτόδικη Διαδικασία - Απόφαση

       

          Πρωτοδίκως παρουσίασαν μάρτυρες πρώτα οι Ενάγοντες στις αγωγές 1424/09, 1425/09, και 3540/10, ήτοι η πλευρά των αρχιτεκτόνων. Κάλεσαν συνολικά εννέα μάρτυρες. Πρώτος κατέθεσε ο εκ των αρχιτεκτόνων Κώστας Παπαλλάς (Μ.Ε.1), ακολούθησε ο επιμετρητής ποσοτήτων Ιωάννης Γαλανός (Μ.Ε.2), δύο κτηματολογικοί λειτουργοί (Μ.Ε.3, Μ.Ε.4), ένας υπάλληλος και ο δημοτικός μηχανικός του Δήμου Λάρνακος (Μ.Ε.5, Μ.Ε.8), ο εκτιμητής ακινήτων Κυριάκος Ταλατίνης (Μ.Ε.6), ο αγοραστής ενός γραφείου στο έργο (Μ.Ε.7) και από την Αστυνομία ο Αρχιλοχίας Μ. Αντωνίου (Μ.Ε.9).

 

          Από πλευράς του Εργοδότη κατέθεσαν ο επιμετρητής ποσοτήτων Ευθύμιος Ανδρέου (Μ.Υ.1 ), ο αρχιτέκτονας Χρίστος Γεωργίου (Μ.Υ.2), ο ελεγκτής Γιάννης Πεττεμερίδης (Μ.Υ.3) και η δικηγόρος Γ. Ζαχαρίου (Μ.Υ.4).

 

          Στην εκκαλούμενη απόφαση του ο πρωτόδικος Δικαστής έκρινε «επιβεβλημένο» όπως, πριν (ακόμα και) τη σύνοψη της μαρτυρίας, ασχοληθεί με το «θεμελιακό θέμα» της παρανομίας. Συναφώς, εξετάζοντάς το κατέληξε αφενός ότι η συμφωνία ανάθεσης, Τεκμήριο 57, υπεγράφη από τον διαγραφέντα κατά το 1995 συνεταιρισμό, ο οποίος δεν ήταν αδειούχος αρχιτέκτονας και αφετέρου ότι στην πραγματικότητα ενεργούσε ως αρχιτέκτονας η επίσης μη δικαιούμενη να ενεργεί ως αρχιτέκτονας, εταιρεία Παπαλλάς & Ιωαννίδου Αρχιτέκτονες Λτδ. Διαπίστωσε επίσης ότι αυτό έγινε με σκοπό την αποφυγή φορολογίας, αφού θα φορολογείτο η εταιρεία τους με μικρότερο φορολογικό συντελεστή, και ότι εξαιτίας της πρόθεσης καταδολίευσης του Δημοσίου όλες οι γραπτές συμφωνίες πάσχουν λόγω παρανομίας (με παραπομπή στην Ηλίας Λάζος Λτδ ν. Νεοφύτου (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 169).  

 

Στηριζόμενος στην προαναφερθείσα νομολογία και στη μαρτυρία του Μ.Υ.3, ο οποίος επεξήγησε το φορολογικό όφελος (ύψους €42.000), το οποίο προκύπτει από το γεγονός της παροχής υπηρεσιών αρχιτεκτόνων από την εταιρεία Παπαλλάς & Ιωαννίδου Αρχιτέκτονες Λτδ, ο πρωτόδικος Δικαστής αποφάνθηκε ότι «σκοπός των Εναγόντων ήταν η εξαπάτηση του Δημοσίου». Η βασική διαπίστωση του ήταν ότι η συμφωνία ανάθεσης εργασίας Τεκμήριο 57 μιαίνεται από παρανομία, είναι άκυρη εξ υπαρχής και ως τέτοια δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, «[Η] θέση αυτή είναι καταλυτική στην απόδοση θεραπειών εκατέρωθεν που εκπηγάζουν από τη γραπτή συμφωνία ανάθεσης εργασιών τεκμήριο 57 και τη συμφωνία ημερ. 25.1.2006 τεκμήριο 82 όπως επίσης και τις συμφωνίες τεκμήρια 85, 86, 123 και 124 (αγοραπωλητήρια έγγραφα και εκχωρήσεις)».

 

Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης του το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και σε αξιολόγηση της μαρτυρίας. Έκρινε αναξιόπιστους τους Μ.Ε.1, Μ.Ε.2 και Μ.Ε.6 ενώ απεδέχθη τη μαρτυρία των υπόλοιπων μαρτύρων.

 

Δεν απαιτείται επί του παρόντος παράθεση των επιμέρους διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η ουσία είναι πως μετά την ως άνω αξιολόγηση επανήλθε στο αρχικό ζήτημα, τονίζοντας ότι οι παράνομες και κατά συνέπειαν άκυρες συμφωνίες δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα για κανέναν από τους αντισυμβαλλόμενους, παραθέτοντας την υπόθεση Χριστοδούλου κ.ά. ν. Vraets (2009) 1(B) A.A.Δ. 802. Σημείωσε δε, πως η παρανομία η οποία εντοπίζεται στο Τεκμήριο 57 ήταν γνωστή και αποδεκτή από τον Εργοδότη, ο οποίος συνεργαζόταν, αντί με τον ανύπαρκτο συνεταιρισμό (αντισυμβαλλόμενο στο Τεκμήριο 57), με τον Κώστα Παπαλλά, τον οποίο θεωρούσε αρχιτέκτονα του έργου και με την εταιρεία Παπαλλάς & Ιωαννίδου Αρχιτέκτονες Λτδ, προς την οποία γίνονταν οι πληρωμές (Τεκμήριο 66). Κατέληξε ότι η μόνη νομικά ισχυρή και έγκυρη συμφωνία είναι η προφορική του 2003 μεταξύ του Εργοδότη και των αρχιτεκτόνων Κώστα Παπαλλά και Στέλλας Ιωαννίδου. Η συμφωνία εκείνη προέβλεπε ως αμοιβή την πληρωμή ποσοστού 5% επί του υπολογισθέντος κόστους κατασκευής, ήτοι Λ.Κ.190.000 ή €324.634 συν Φ.Π.Α. Έναντι είχαν καταβληθεί ήδη €103.370,39 συν Φ.Π.Α., οπότε εξέδωσε απόφαση υπέρ των αρχιτεκτόνων προσωπικά στην αγωγή 3540/10 για το υπόλοιπο των €221.263,61, συν νόμιμο τόκο (με οδηγίες όπως η απόφαση συνταχθεί μόνο μετά την πρέπουσα αύξηση της κλίμακας).

 

Στις αγωγές 1424/09 και 1425/09 απέρριψε τις απαιτήσεις για ειδική εκτέλεση λόγω της παρανομίας και διέταξε την απόσυρση των πωλητηρίων και των εκχωρήσεων από το Κτηματολόγιο.

 

Στην αγωγή 1480/09 εξέδωσε υπέρ του Εργοδότη μόνο αναγνωριστικές αποφάσεις περί του ότι οι γραπτές συμφωνίες ήταν άκυρες. Έκρινε συναφώς πως ο Εργοδότης δεν νομιμοποιείτο σε οποιεσδήποτε αποζημιώσεις για τη δράση των αρχιτεκτόνων, αφού και ο ίδιος ουσιαστικά ήταν μέρος της παρανομίας, η οποία έγινε με γνώση και συγκατάθεση του. Ο Εργοδότης μάλιστα είχε αδιαφορήσει πλήρως για την καταδολίευση του Δημοσίου, συνεργαζόμενος με την εταιρεία και θεωρώντας αυτήν ως αρχιτέκτονα του έργου.

 

Εις ό,τι αφορά τα έξοδα, το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε το εν δεύτερο των εξόδων των συνενωμένων αγωγών (ένα σετ), προς όφελος των «Εναγόντων».    

 

Λόγοι Έφεσης        

 

          Οι δύο αρχιτέκτονες και η εταιρεία τους, στις τρεις πρώτες εφέσεις τους, υπ’ αρ. 329/19, 331/19 και 333/19, είχαν συμπεριλάβει αρχικά εννέα όμοιους λόγους έφεσης στην καθεμιά, εκ των οποίων εν τέλει προωθούν μόνο τους λόγους υπ’ αρ. 1 έως 5, 7 και 9, υποστηρίζοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα:                              (1) Αποφάσισε ότι η συμφωνία ανάθεσης μιαίνεται από παρανομία,                (2) Αποφάσισε ότι τα πωλητήρια, οι εκχωρήσεις και η συμπληρωματική συμφωνία είναι παράνομες, (3) Αποφάσισε ότι τα πωλητήρια, οι εκχωρήσεις και η συμπληρωματική συμφωνία είχαν καταρτιστεί με εκβιασμό εκ μέρους των αρχιτεκτόνων, (4) Διέταξε την απόσυρση των εγγράφων από το Κτηματολόγιο, (5) Αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να χορηγήσει ειδική εκτέλεση, (7) Αξιολόγησε τη μαρτυρία και κατέληξε σε παράλογα ευρήματα και (9) Ενώ δικαίωσε τους Ενάγοντες στην αγωγή αρ. 3540/10 εντούτοις δεν επιδίκασε προς όφελος τους δικηγορικά έξοδα.

 

          Στην τέταρτη έφεση τους, υπ’ αρ. 335/19, οι δύο αρχιτέκτονες προέβαλαν δύο λόγους έφεσης, υποστηρίζοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο: (1) Εσφαλμένα εξέδωσε απόφαση υπέρ τους (στην αγωγή υπ’ αρ. 3540/10) για €221.262,61, θεωρώντας ότι η μόνη έγκυρη συμφωνία ήταν η προφορική συμφωνία ημερ. 25.2.03, εξαιρώντας τα διαμερίσματα και (2) Εσφαλμένα δεν έλαβε υπ’ όψιν τις επιστολές του Εργοδότη (Τεκμήρια 177 και 181) οι οποίες προηγήθηκαν της υπογραφής των συμφωνιών ημερ. 29.4.04 και στις οποίες ο ίδιος ο Εργοδότης βεβαιώνει την προφορική συμφωνία που συμπεριλαμβάνει τα διαμερίσματα και τη μεθοδολογία πληρωμής του έργου.

 

         Από δικής του πλευράς ο Εργοδότης, σε καθεμιά από τις τέσσερεις εφέσεις του υπ’ αρ. 330/19, 332/19, 334/19 και 336/19, συμπεριέλαβε κατ’ αρχάς δύο όμοιους λόγους έφεσης, ήτοι προβάλλει ότι: (1) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η μόνη έγκυρη ήταν η προφορική συμφωνία του 2003 αφού εκείνη υπόκειτο σε έγγραφο (subject to contract) και ενσωματώθηκε στην τελική γραπτή συμφωνία, οπότε η παρανομία της γραπτής συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την προφορική του 2003, (2) Εάν παρά ταύτα κριθεί έγκυρη η προφορική συμφωνία του 2003, τότε το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέτασε την ανταπαίτηση του Εργοδότη και δεν τού επιδίκασε αποζημιώσεις λόγω δόλου και ή παράβασης της συμφωνίας την οποία θεώρησε έγκυρη.

 

         Μοναδική διαφοροποίηση στην έφεση υπ’ αρ. 336/19 η συμπερίληψη ακόμα ενός λόγου έφεσης, δια του οποίου υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εξέδωσε απόφαση για το ποσόν των €221.263,61 προς όφελος των αρχιτεκτόνων.


 

Λόγοι Έφεσης αρ. 3 και 7 (329/19, 331/19, 333/19)

Αξιολόγηση Μαρτυρίας

 

         Με τους λόγους έφεσης αρ. 3 και 7 στις τρεις πρώτες εφέσεις της η πλευρά των αρχιτεκτόνων εγείρει ζητήματα σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας, αν και κάποια παράπονα σε σχέση με το θέμα αυτό διατυπώνονται και στα πλαίσια άλλων λόγων έφεσης. Τις σχετικές αρχές στη βάση των οποίων δύναται να επέμβει το Εφετείο σε τέτοια ζητήματα, είχαμε την ευκαιρία να παραθέσουμε πρόσφατα στην υπόθεση Μάρκου κ.ά ν. Gordian Holdings Ltd, Πολ. Έφ. Ε50/2019 κ.ά., ημερ. 16.10.25. Τις έχουμε υπ’ όψιν και δεν χρειάζεται να τις επαναλάβουμε.

 

          Με τον λόγο έφεσης αρ. 7, ο οποίος είναι και ο βασικός λόγος με  τον οποίο τίθενται τα ζητήματα αξιολόγησης, εγείρονται συνολικά 17 σημεία, μεταξύ αυτών και το εύρημα περί εκβιασμού (για την «πώληση» των διαμερισμάτων), το οποίο εγείρεται ξεχωριστά και με τον λόγο έφεσης αρ. 3. Θα πρέπει να παρατηρήσουμε όμως ότι τα πλείστα εκ των πιο πάνω σημείων δεν αναπτύσσονται στο περίγραμμα αγόρευσης και εκλαμβάνουμε ότι έχουν εγκαταλειφθεί. Τα όσα αναπτύσσονται σχετίζονται με (α) Το εύρημα ότι οι αρχιτέκτονες προέβησαν σε αλλαγές στο έργο εν αγνοία του Εργοδότη, (β) Το εύρημα περί αθέμιτης αλλοίωσης κάποιων τεκμηρίων, (γ) Τον τερματισμό της σχέσης μεταξύ των μερών και (δ) Την αποδοχή της μαρτυρίας των Μ.Υ.2, Μ.Υ.3 και Μ.Υ.4, για τους οποίους προβάλλεται ότι δεν είχαν προσωπική γνώση.

 

          Θα πρέπει να πούμε εξαρχής πως γενικά, και με ελάχιστες εξαιρέσεις οι οποίες δεν επηρεάζουν την ουσία ή το αποτέλεσμα, δεν εντοπίζουμε κάποιο ουσιώδες ζήτημα ή οτιδήποτε το μεμπτό ως προς την αξιολόγηση στην οποία προέβη ο πρωτόδικος Δικαστής. Έδωσε ικανοποιητικούς λόγους για τους μάρτυρες τους οποίους έκρινε αξιόπιστους και για τη μαρτυρία την οποία απεδέχθη. Ούτως ή άλλως το όλο πλέγμα των γεγονότων ως επί το πλείστον προέκυπτε από γενικώς αποδεκτά έγγραφα της υπόθεσης. Τα ζητήματα που ανακύπτουν είναι κυρίως ερμηνείας των εγγράφων ή νομικής φύσης γενικότερα και για αυτό κρίνουμε ότι εξυπηρετεί η εξέταση πρωτίστως εκείνων των ζητημάτων. Εν πάση περιπτώσει, όπου κριθεί ότι χρειάζεται, παρέχεται ευχέρεια και γίνεται εξέταση κάποιων από τις εισηγήσεις που σχετίζονται με τη μαρτυρία και την αξιολόγηση της.      

 

Λόγοι Έφεσης αρ. 1 – Ανάθεση Αρχιτεκτονικών Εργασιών      

 

          Καθίσταται αντιληπτό ότι στο επίκεντρο όλων των εφέσεων ευρίσκεται η πρωτόδικη κατάληξη περί παρανομίας του συμβολαίου ανάθεσης εργασιών ημερ. 29.4.04, Τεκμήριο 57. Ουσιαστικά, με τον πρώτο λόγο καθεμιάς από τις οκτώ εφέσεις προσβάλλεται ως εσφαλμένη η διαπίστωση ότι η μόνη έγκυρη ήταν η προφορική συμφωνία του 2003. Με τη διαφορά όμως ότι, αφενός η πλευρά των αρχιτεκτόνων ισχυρίζεται ότι έγκυρη ήταν και η γραπτή σύμβαση Τεκμήριο 57, καθώς και ότι ούτως ή άλλως και η προφορική του 2003, συμπεριελάμβανε ως μέρος της αντιπαροχής τα διαμερίσματα και αφετέρου η πλευρά του Εργοδότη υποστηρίζει ότι άκυρη ήταν και η προφορική συμφωνία του 2003, αφού δεν μπορούσε να διαχωριστεί από τη μεταγενέστερη γραπτή, Τεκμήριο 57, στην οποία είχε ενσωματωθεί.     

 

          Αρχής γενομένης από τις δικογραφικές θέσεις των μερών, θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως ο Εργοδότης εξαρχής επέμενε πως ο ίδιος τη συμφωνία διορισμού αρχιτέκτονα Τεκμήριο 57 και μάλιστα διορισμού της εταιρείας Παπαλλάς & Ιωαννίδου Αρχιτέκτονες Λτδ, την είχε συνάψει με την εταιρεία αυτή. Είναι χαρακτηριστικός μάλιστα ο ισχυρισμός του Εργοδότη ότι όλες οι ενέργειες προ της 29.4.04 «αφορούσαν προκαταρκτικές ενέργειες και διαπραγματεύσεις» οι οποίες κατέληξαν στη συμφωνία Τεκμήριο 57 ημερ. 29.4.04 με την εταιρεία Παπαλλάς & Ιωαννίδου Αρχιτέκτονες Λτδ.

 

         Βέβαια, την πιο πάνω θέση πολύ ορθώς δεν την απεδέχθη ο πρωτόδικος Δικαστής. Δέχθηκε το αυταπόδεικτο από το ίδιο το Τεκμήριο 57, ότι συμβληθέντες για να εκτελέσουν το έργο ήταν οι «Παπαλλάς & Ιωαννίδου Αρχιτέκτονες» (χωρίς «Λτδ»). Στηριζόμενος όμως σε έγγραφα από τον Έφορο Εταιρειών, ήτοι στα Τεκμήρια 164 έως 168, καθώς και  στην παραδοχή του Κώστα Παπαλλά (Μ.Ε.1) ότι πιο παλιά υπήρχε εγγεγραμμένος συνεταιρισμός με το πιο πάνω όνομα, ο πρωτόδικος Δικαστής τον χαρακτήρισε ως «ανύπαρκτο ομόρρυθμο συνεταιρισμό». Μόνο που δεν ήταν ανύπαρκτος. Εγγεγραμμένος δεν ήταν. Πλην όμως υπήρχε και λειτουργούσε. Επρόκειτο στην πραγματικότητα για έναν «άτυπο συνεταιρισμό» υπό την έννοια που συχνά συναντάται στις συναλλαγές, ήτοι ως ένωση προσώπων. Μάλιστα, από το 2020 έχει εισαχθεί και στον περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Ν.95(Ι)/00 και ειδικά σε σχέση με τη φύση της (ένωσης προσώπων), στην υπόθεση Τσιαπούρας ν. Εφόρου Φορολογίας Πολ. Έφ. 234/20, ημερ. 15.6.22, ECLI:CY:AD:2022:D245 έχει λεχθεί ότι:

 

«Αλλά, ανεξάρτητα από τη νομοθετική αυτή τροποποίηση, η έννοια του άτυπου συνεταιρισμού είναι γνωστή στην πρακτική αλλά και στο δίκαιο ως ένωση φυσικών προσώπων που ασκούν κοινή επιχείρηση (Etablissement Baudelot v. R S Graham and Co Ltd (1953) 1 All E.R. 149 C.A., Artesa Trading Co Ltd κ.α. v. Credit Bank of Moscow, Πολ. Εφ. Αρ. 147/12, ημερ. 3.4.2018).  Βέβαια, στερείται νομικής προσωπικότητας και δεν θα μπορούσε, πριν από τον εν λόγω τροποποιητικό Νόμο, να αποτελεί υποκείμενο επιβολής ΦΠΑ.  Τέτοια υποχρέωση είχαν τα φυσικά πρόσωπα που αποτελούσαν τον συνεταιρισμό και με δική τους αίτηση ζήτησαν να εγγραφούν μαζί, υπό το πέπλο του συνεταιρισμού.  Πρόκειται δε για υποχρέωση αλληλέγγυα και εις ολόκληρον.  Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο ανέτρεξε αναλογικά στη διάκριση μεταξύ του συνεταιρισμού που διέπεται από το Κεφ. 116 και της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης.  Η μη εγγραφή του συνεταιρισμού δεν διαφοροποιεί την φύση του ως ένωση φυσικών προσώπων για προαγωγή κοινού σκοπού και άσκηση κοινής επιχειρηματικής δραστηριότητας, με τα πρόσωπα που τον αποτελούν να έχουν το καθένα χωριστά ευθύνη για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του. Αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά του συνεταιρισμού από την εταιρεία περιορισμένης ευθύνης η οποία «έχει αυτόνομη νομική υπόσταση, ανεξάρτητη από τους μετόχους στους οποίους ανήκει.  Η εκπλήρωση των υποχρεώσεων της εταιρείας δεν εναποτίθεται στους μετόχους όπως στην περίπτωση του συνεταιρισμού».

 

(έμφαση δοθείσα)

 

Όπως εξηγήθηκε στην Κυριακίδης κ.ά. ν. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (1999) 2 Α.Α.Δ.75, «[Ο] συνεταιρισμός εξικνείται στα πρόσωπα που τον συνθέτουν, καθένα από τα οποία φέρει ευθύνη για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του».  

 

Είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε πως σύμφωνα με το Άρθρο 5(1) του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 116 «[Σ]υνεταιρισμός είναι η σχέση η οποία υφίσταται μεταξύ προσώπων που διεξάγουν εργασίες από κοινού με σκοπό το κέρδος». Ο ορισμός αυτός ταυτίζεται επακριβώς με τον ορισμό που δίδει το Άρθρο 1 του Αγγλικού νόμου The Partnership Act 1890. Η διαφορά έγκειται στο ότι ο εν λόγω Αγγλικός Νόμος δεν απαιτεί εγγραφή του συνεταιρισμού, σε αντίθεση με το Άρθρο 50(δ) του Κεφ. 116. Στην αγγλική έννομη τάξη, όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Palmers Company Law, (2022), §1.204, σ.1052/6, οι άγραφοι αυτοί συνεταιρισμοί δεν ήταν νομικές οντότητες διακριτές και ξεχωριστές από τα πρόσωπα από τα οποία αποτελούντο, ήτοι δεν είχαν ξεχωριστή νομική προσωπικότητα (they did not have separate legal personality) ενώ ακόμα χρησιμοποιούνται από επαγγελματίες, στους οποίους δεν είναι επιτρεπτή η άσκηση του επαγγέλματος τους μέσω εταιρειών περιορισμένης ευθύνης (Ordinary partnerships are still used, notably by members of professions, such as solicitors, accountants  and doctors, who have been prevented from practising as limited companies). Όπως ευσύνοπτα καταγράφεται στο Hicks & Goo’s Cases and Materials on Company Law, 7η έκδοση, §3.2,         σ. 95: “The Partnership Act 1890, s. 1, defines a partnership as, ‘the relation which subsists between persons carrying on a business in common with a view of profit’. An English partnership is thus a form of relationship between individuals participating in a business. No legal formality or public registration is required. Significantly the firm is not an entity separate from its members. As a result partnership property is owned in the names of the partners, and the partners personally are party to partnership contracts.  

 

(έμφαση δοθείσα)

 

          Με κάθε σεβασμό θα πρέπει να πούμε πως η απαιτούμενη ερμηνεία του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Ν.224/90 και ιδίως του τροποποιητικού Ν.105(Ι)/06, ήταν καθήκον του ίδιου του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, η ερμηνεία άλλων, την οποία είχε ακρίτως αποδεχθεί, δεν ήταν ορθή. Το «δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι μετ’ άλλων» ήταν ανέκαθεν κατοχυρωμένο από το Άρθρο 21 του Συντάγματος. Δεν «δόθηκε» με τον τροποποιητικό Ν.105(Ι)/06, ο οποίος, ούτως ή άλλως, αυτό το οποίο ρύθμισε ήταν τη δημιουργία Μητρώου Γραφείου Μελετών, στο οποίο δύνανται να εγγράφονται στο ΕΤΕΚ γραφεία «των οποίων ο ιδιοκτήτης ή οι ιδιοκτήτες επιθυμούν να λειτουργούν ή να φέρονται με επαγγελματική επωνυμία διαφορετική από τα ονόματα των ιδιοκτητών τους», ως προνοείται στο προστεθέν Άρθρο 6Α. Το δε Άρθρο 6Β ρύθμισε απλώς τις προϋποθέσεις εγγραφής στο ΕΤΕΚ κάποιου ομόρρυθμου συνεταιρισμού, ο οποίος «επιθυμεί να λειτουργεί γραφείο μελετών με διαφορετική επαγγελματική επωνυμία από το όνομα του», εννοώντας επωνυμία διαφορετική από τα ονόματα των συνεταίρων.     

 

         Προσθέτουμε, για ό,τι αξίζει, πως το ίδιο το Πειθαρχικό Συμβούλιο του ΕΤΕΚ, εξετάζοντας σχετική προδικαστική ένσταση επί καταγγελίας που υπέβαλαν οι εδώ δύο αρχιτέκτονες, εναντίον του διαδόχου τους, έκρινε στις 10.11.14 με σχετική απόφαση, Τεκμήριο 199, ότι «ξεκάθαρα οι αρχιτέκτονες του έργου ήταν οι κ.κ. Παπαλλάς και Ιωαννίδου και όχι η εταιρεία Παπαλλάς & Ιωαννίδου Αρχιτέκτονες Λτδ». Το στοιχείο αυτό θα έπρεπε, αν μη τι άλλο, να συνεκτιμηθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, τουλάχιστον σε αντιπαραβολή με την επιστολή του ΕΤΕΚ ημερ. 4.6.19, Τεκμήριο 312, στην οποία το ΕΤΕΚ ερμήνευε αλλιώς την πιο πάνω νομοθεσία.

 

          Είναι γεγονός ότι ο συνεταιρισμός «Παπαλλάς & Ιωαννίδου Αρχιτέκτονες» ήταν παλαιότερα εγγεγραμμένος βάσει του Κεφ. 116 και ότι διεγράφη ταυτόχρονα με την εγγραφή της εταιρείας του ζεύγους στις 16.2.95. Όμως στο συμβόλαιο ανάθεσης εργασίας αρχιτεκτόνων, Τεκμήριο 57, δεν ήταν συμβαλλόμενη η εταιρεία τους. Παρότι στα πωλητήρια, που είχαν υπογραφεί ταυτόχρονα, είχε συμβληθεί η εταιρεία, εντούτοις ενσυνείδητα δεν ήθελαν να είναι συμβαλλόμενη στο Τεκμήριο 57. Στην πραγματικότητα λοιπόν οι δύο σύζυγοι αρχιτέκτονες συνέχιζαν τη συνεταιρική ένωση έστω και αν είχε διαγραφεί ο συνεταιρισμός.

 

          Στην παρούσα, πέραν της υπογραφής του Τεκμηρίου 57, το ουσιώδες ήταν ότι όντως είχε προηγηθεί προφορική συμφωνία κατά το 2003 με τον ίδιο άτυπο συνεταιρισμό. Όπως θα διαφανεί και πιο κάτω, αυτό το γεγονός πρώτον είχε αποτυπωθεί στο Τεκμήριο 57 και δεύτερον προέκυπτε από σειρά άλλων εγγράφων τα οποία αφορούσαν το ιστορικό ανέγερσης του έργου. Εν πάση περιπτώσει ήταν στη βάση όλων αυτών που και το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς αναγνώρισε την ύπαρξη της προφορικής συμφωνίας του 2003. Συμφωνία η οποία, κατά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προνοούσε και την αμοιβή (ύψους 5%), εξ ου και εξέδωσε σχετική απόφαση. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν ήταν παράνομος ο άτυπος συνεταιρισμός, τότε θα έπρεπε να ήταν παράνομη και η αρχική ανάθεση εργασιών στους «Παπαλλάς & Ιωαννίδου Αρχιτέκτονες», με ανάλογες συνέπειες και στη δυνατότητα επιδίκασης οποιασδήποτε αμοιβής.

 

          Σε σχέση με το πρώτο ως άνω στοιχείο, είναι ορθή η υπόδειξη ότι στο Άρθρο 1.1 του Τεκμηρίου 57 ως «αρχιτέκτονας» ορίζεται «… το πρόσωπο που δικαιούται να εκτελέσει Αρχιτεκτονική εργασία σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου, είναι μέλος του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου και που ανατίθεται σε αυτό από τον Εργοδότη η εκτέλεση του συνόλου ή μέρους της αρχιτεκτονικής εργασίας όπως περιγράφεται σε αυτή τη συμφωνία». Εδώ, αδειούχοι αρχιτέκτονες ήταν μόνο τα φυσικά πρόσωπα, ο Κώστας Παπαλλάς και η Στέλλα Ιωαννίδου.  

 

          Το γεγονός ότι είχε προηγηθεί η προφορική συμφωνία είχε καταγραφεί χειρογράφως και στο Τεκμήριο 57 στον όρο 1 του Συμφωνητικού Εγγράφου (σ. 18) ως εξής:

 

«1. Ο Αρχιτέκτονας θα εκτελέσει για τον Εργοδότη υπηρεσίες σχετικά με αρχιτεκτονική και στατική μελέτη, υποβολή αιτήσεων για Πολεοδομική και Οικοδομική Άδεια και επίβλεψη, σχέδια για έκδοση πιστοποιητικού τελικής έγκρισης και σχέδια εξασφάλισης τίτλων (έναρξη εργασιών στις 25/2/2003 μετά από προφορική συμφωνία Εργοδότη και Αρχιτέκτονα. Οι τελικοί όροι αποτυπώνονται στο παρόν έγγραφο)».

 

(έμφαση δοθείσα)

 

          Έχουμε την άποψη ότι, ως θέμα κοινής λογικής, δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος να γινόταν αναφορά σε προγενέστερη «προφορική συμφωνία», εάν δεν είχε υπάρξει τέτοια συμφωνία. Με άλλα λόγια δεν εξυπηρετούσε σε οτιδήποτε η παραπομπή σε ανύπαρκτη προφορική συμφωνία. Καταγράφηκε επειδή πράγματι υπήρξε. Άλλωστε είναι αναντίλεκτο ότι οι αρχιτεκτονικές υπηρεσίες για το έργο είχαν αρχίσει να παρέχονται όντως από το 2003. Θα ήταν δε επίσης εκτός κάθε λογικής να παρέχονται χωρίς να είχε υπάρξει κάποια συμφωνία του Εργοδότη με τους αρχιτέκτονες και δη με αυτούς οι οποίοι από το 2003 παρείχαν τις εν λόγω υπηρεσίες, οι οποίοι δεν ήταν άλλοι από τους «Παπαλλάς & Ιωαννίδου Αρχιτέκτονες». Έτσι ακριβώς τους είχε καταγράψει και ο Εργοδότης στις 2.8.03, υπογράφοντας προς αυτούς το Τεκμήριο 19, ήτοι την προβλεπόμενη στους περί Δεοντολογίας των μελών του ΕΤΕΚ Κανονισμούς του 1996, (Κ.Δ.Π. 327/96) «Εξουσιοδότηση Εντολέα σε Εγγεγραμμένους Μηχανικούς για Παροχή Υπηρεσιών» και συγκεκριμένα για να «προβούν στη γενική μελέτη/ επίβλεψη του Έργου».

 

          Αυτό μας φέρνει ακριβώς στο δεύτερο στοιχείο από το οποίο συνάγεται η ύπαρξη προφορικής συμφωνίας με τον άτυπο συνεταιρισμό που δεν είναι άλλο από το ότι με την ίδια επωνυμία αναφέρονταν οι δύο αναλαβόντες αρχιτέκτονες σε σειρά αρκετών άλλων εγγράφων προ του 2004, όπως π.χ. στα αρχιτεκτονικά σχέδια ημερ. 5/2003, 7/2003, 8.8.03, 25.9.03, (Τεκμήρια 30, 32, 180, 21), στο συμβόλαιο πασσαλότοιχου ημερ. 23.9.03 (Τεκμήριο 30) και στις επιστολές Εργοδότη προς αρχιτέκτονες ημερ. 10.3.04 και 18.3.04 (Τεκμήρια 178 και 181).

 

         Εν ολίγοις, ήταν ορθή η τελική κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί του ότι στις 25.2.03 ο Εργοδότης είχε συνάψει προφορική συμφωνία με τους δύο αδειούχους αρχιτέκτονες. Για τους οποίους προσθέτουμε ότι δρούσαν ως ένωση προσώπων ή άλλως ως άτυπος συνεταιρισμός.

 

         Μέρος της προφορικής συμφωνίας ήταν και η συμφωνηθείσα αμοιβή. Η οποία τουλάχιστον όσον αφορά το χρηματικό μέρος, ήταν όπως επίσης την κατέγραψαν αργότερα, κατά τις 29.4.04 στο Τεκμήριο 57, ήτοι ποσοστό 5% επί του εκτιμημένου κόστους κατασκευής του έργου. Υπενθυμίζουμε ότι αποτέλεσε τεκμηριωμένο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως το ποσοστό «5%» ως αμοιβή είχε αρχικά γραφεί και στην Εξουσιοδότηση (Τεκμήριο 19) και πως αργότερα αυτό σβήστηκε με διορθωτικό (Tipp-Ex). Περαιτέρω ας σημειωθεί πως και ο ίδιος ο Καν. 4(2) της Κ.Δ.Π. 327/96, ο οποίος καθιστά υποχρεωτική την ως άνω Εξουσιοδότηση, προνοεί πως «[Η] ανάθεση έργου συντελείται μόνο με την έγγραφη εξουσιοδότηση από τον εντολέα, στην οποία αναφέρεται απαραίτητα και η αμοιβή».

 

         Όσον αφορά το θέμα της αντιπαροχής, επιβεβαιώνεται από τα πρακτικά συνάντησης των μερών ημερ. 20.2.04, τα οποία υπογράφει μόνον ο κ. Παπαλλάς (Μ.Ε.1), ήτοι το Τεκμήριο 177, ότι είχε υπάρξει κάποια σχετική συμφωνία αλλά εξίσου σαφές είναι ότι δεν είχε ολοκληρωθεί σε λεπτομέρειες. Εξ ου και ο κ. Παπαλλάς, ο οποίος υπογράφει τα πιο πάνω πρακτικά, κατέγραψε πως «[Ο] εργοδότης δήλωσε ότι οποιαδήποτε οφειλή υπάρχει σε μετρητά είναι έτοιμος να την πληρώσει με την έκδοση τιμολογίου του αρχιτέκτονα και όταν υπάρξει συμφωνία για την αντιπαροχή να γίνει αναπροσαρμογή». Όμως το ότι είχε συμφωνηθεί με πιο πολλές λεπτομέρειες και η αντιπαροχή στην πορεία και μάλιστα πριν τις 29.4.04, τεκμηριώνεται όντως από την επιστολή του Εργοδότη ημερ. 10.3.04 (Τεκμήριο 181) προς τον άτυπο συνεταιρισμό, στην οποία γίνεται σαφής αναφορά. Δεν υπήρχε πάντως κάποιο στοιχείο από το οποίο να μπορούσε να συναχθεί με βεβαιότητα ότι η συμφωνία για αντιπαροχή ήταν μέρος της αρχικής προφορικής συμφωνίας ημερ. 25.2.03. Θα ανέμενε κάποιος πως εάν υπήρχε εξαρχής, ως θέμα λογικής θα είχε και αυτή καταγραφεί στην αρχική εξουσιοδότηση, Τεκμήριο 19. Να σημειωθεί ότι τα προαναφερθέντα, εν σχέσει με τα Τεκμήρια 177 και 181, απαντούν και στον δεύτερο λόγο της έφεσης αρ. 335/19 εκ μέρους των αρχιτεκτόνων.

 

         Παρεμβάλλουμε εδώ πως με τον λόγο έφεσης αρ. 3 η πλευρά των αρχιτεκτόνων παραπονείται για την πρωτόδικη αναφορά ότι τα πωλητήρια (και οι μεταγενέστερες συμφωνίες σε σχέση με την αντιπαροχή) είχαν προκύψει μετά από «εκβιασμό και πίεση» εκ μέρους των αρχιτεκτόνων. Το ότι είχαν ασκηθεί πιέσεις από πλευράς τους για την ολοκλήρωση και αυτής της συμφωνίας είναι γεγονός το οποίο προκύπτει από τα ίδια τα προαναφερθέντα πρακτικά συνάντησης, Τεκμήριο 177, καθώς και από την προφορική μαρτυρία του Μ.Υ.1 περί του ότι, στην παρουσία του, ο κ. Παπαλλάς (Μ.Ε.1) είχε δηλώσει πως εάν δεν έπαιρναν τα δύο διαμερίσματα στην τιμή των Λ.Κ.130.000 τότε δεν θα προχωρούσαν τις αρχιτεκτονικές μελέτες, προκαλώντας ζημιά στον Εργοδότη. Ούτε εδώ εντοπίζουμε κάποιο σφάλμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Είναι γεγονός πως το πρωτόδικο Δικαστήριο χρησιμοποίησε τον όρο «εκβιασμός» πλην όμως (σε αντίθεση με ό,τι αφήνουν να νοηθεί στο περίγραμμα τους οι αρχιτέκτονες) αυτό δεν το έπραξε και δεν το εξέτασε με αναφορά σε νομικούς όρους του περί Συμβάσεων Νόμου, π.χ. εξαναγκασμός (Άρθρο 15) ή ψυχική πίεση (Άρθρο 16) και ούτε στην απόφαση ετέθη ζήτημα ακυρωσιμότητας για τέτοιο λόγο.     

 

         Σημειώνουμε επιπλέον ότι και ο Εργοδότης στην επιστολή του ημερ. 10.3.04 Τεκμήριο 181, επισημαίνοντας ότι τα διαμερίσματα είχαν εκτιμηθεί σε Λ.Κ.173.000, κατέληγε ότι «… η εταιρεία μας έχει αποφασίσει όπως σας τα παραχωρήσει για το ποσό των Λ.Κ.130.000 προς χάρη μιας θετικής συνεργασίας …». Εν πάση περιπτώσει το ζήτημα αυτό, ήτοι της πρωτόδικης αναφοράς σε «εκβιασμό» δεν επηρεάζει το αποτέλεσμα της έφεσης και δεν κρίνουμε ότι απαιτείται περαιτέρω ενασχόληση με αυτό. Για σκοπούς πληρότητας σημειώνουμε μόνο πως δεν θεωρούμε βάσιμο τον λόγο έφεσης αρ. 3, δεδομένου ότι όντως υπήρχε μαρτυρία για πιέσεις που ασκήθηκαν όσον αφορά την κατάληξη σε συμφωνία και στο θέμα της αντιπαροχής.  

 

         Το πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ κατέληξε ορθώς ότι συμβληθείς ως αρχιτέκτονας ήταν ο συνεταιρισμός, εντούτοις προχώρησε αμέσως να προσθέσει ότι αρχιτέκτονας «ουσιαστικά ήταν η υπαρκτή νομική οντότητα Παπαλλάς & Ιωαννίδου Αρχιτέκτονες Λτδ», δηλαδή η εταιρεία. Δεν συμφωνούμε με την κρίση αυτή. Είναι προφανές πως δεν δόθηκε κάποια αιτιολογία ή τεκμηρίωση σε σχέση με τη θέση ότι η εταιρεία λειτούργησε καθ’ οιονδήποτε τρόπο ως αρχιτέκτονας του έργου. Το ότι εισέπραξε χρήματα ή έλαβε αντάλλαγμα η εταιρεία ήταν μεν γεγονός αλλά ήταν ένα διαφορετικό ζήτημα. Στην παροχή αρχιτεκτονικών υπηρεσιών πάντως ούτε δικαιούτο ούτε και είχε εμπλακεί.  

 

         Είναι προφανές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επηρεάστηκε ως προς την εν λόγω κρίση του, πρώτον από το γεγονός ότι δεν ήταν εγγεγραμμένος ο συνεταιρισμός και δεύτερον από το ότι όντως υπήρχαν τιμολόγια υπηρεσιών (και αποδεικτικά εισπράξεων), τα οποία έφεραν αριθμό μητρώου Φ.Π.Α. της πιο πάνω εταιρείας, πράγμα το οποίο κατεδείκνυε ότι αυτή ήταν η εισπράττουσα.

 

         Από τα πιο πάνω δυο γεγονότα, που επέδρασαν στην πρωτόδικη κρίση, για το θέμα της μη εγγραφής του συνεταιρισμού, έχουμε αναφερθεί ήδη. Η μη εγγραφή του δεν κατεδείκνυε αφ’ εαυτής ότι κάποιος άλλος είχε διοριστεί ως αρχιτέκτονας. Όλο το ιστορικό και τα σχετικά έγγραφα απεδείκνυαν πως εξαρχής η ανάθεση αρχιτεκτονικών υπηρεσιών έγινε προς τα δύο φυσικά πρόσωπα, ήτοι τους δύο αρχιτέκτονες, οι οποίοι ήταν οι μόνοι αδειούχοι και δραστηριοποιούντο προσωπικά υπό τη μορφή άτυπου συνεταιρισμού μεταξύ τους.

 

         Σε σχέση με το θέμα των τιμολογίων να διευκρινίσουμε πως αχρείαστα το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε και σε έγγραφα τα οποία δεν ήταν τιμολόγια. Ειδικότερα ανέφερε: (1) Τα Τεκμήρια 85, 86, 123, 124 και 125, τα οποία ήταν τα πωλητήρια, οι εκχωρήσεις και μια απόδειξη κατάθεσης πωλητηρίου στο Κτηματολόγιο, (2) Τα Τεκμήρια 170 και 172, τα οποία ήταν κάποια πιστοποιητικά του Εφόρου Εταιρειών για την εταιρεία των αρχιτεκτόνων, ήτοι σύστασης και διευθυντών και (3) Το Τεκμήριο 174, το οποίο είναι μια επιστολή της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. ημερ. 3.4.12 προς την εν λόγω εταιρεία, με την οποία ζητούνται έγγραφα για σκοπούς φορολογικού ελέγχου.  

 

         Το μόνο τεκμήριο το οποίο σχετίζεται με τιμολόγια είναι το Τεκμήριο 66 (δέσμη εγγράφων). Σε αυτό μάλιστα συμπεριλαμβάνονται και αποδείξεις εισπράξεων. Υπάρχουν επίσης στο ίδιο τεκμήριο και επιταγές του Εργοδότη. Τόσον τα τιμολόγια όσον και οι αποδείξεις εκδόθηκαν από τις 29.4.04 και ύστερα. Είναι δε γεγονός ότι στα εν λόγω έγγραφα αναγράφεται αριθμός μητρώου Φ.Π.Α. της εταιρείας των αρχιτεκτόνων. Όμως το γεγονός της εμπλοκής της εταιρείας από το 2004 και εντεύθεν δεν μπορούσε ως θέμα λογικής να καταργήσει ή εξαφανίσει αναδρομικά (ex tunc) την προφορική συμφωνία του 2003 και την έκτοτε ανάθεση υπηρεσιών στους δύο αρχιτέκτονες, μέσω του άτυπου συνεταιρισμού. Αν υπάρχει κάποια συνέπεια, αυτή ενδεχομένως να αφορά τις άλλες συμφωνίες σε συνδυασμό με την αντιπαροχή και όχι την προφορική συμφωνία του 2003 ή την μεταγενέστερη γραπτή συμφωνία ανάθεσης υπηρεσιών, Τεκμήριο 57, στην οποία ενσωματώθηκε η παλαιότερη προφορική. Θέμα το οποίο εμπίπτει στη θεματολογία των επόμενων λόγων έφεσης, όπου και εξετάζεται.

 

         Έπεται ότι το αντίθετο πρωτόδικο συμπέρασμα ήταν εσφαλμένο. Η προφορική συμφωνία του 2003 και η συμφωνία ανάθεσης υπηρεσιών του 2004 ήταν έγκυρες. Ο πρώτος λόγος έφεσης στις εφέσεις των αρχιτεκτόνων ευσταθεί ενώ αντίθετα ο πρώτος λόγος έφεσης στις εφέσεις του Εργοδότη υπόκειται σε απόρριψη.

 

Λόγοι Έφεσης αρ. 2 (329/19, 331/19, 333/19)

Εγκυρότητα Πωλητηρίων και Εκχωρητηρίων κ.λπ.         

 

         Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, σε καθεμιά από τις τρεις πρώτες εφέσεις της, η πλευρά των αρχιτεκτόνων θέτει στο στόχαστρο την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα πωλητήρια (και τα μεταγενέστερα συμβόλαια) είναι άκυρα λόγω παρανομίας. Θα πρέπει εξαρχής να διευκρινίσουμε πως η προηγηθείσα κρίση μας περί εγκυρότητας της σύμβασης ανάθεσης εργασιών, Τεκμήριο 57, δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι και τα πωλητήρια ήταν έγκυρα.

 

         Ο πρωτόδικος Δικαστής βασικά έκρινε πως η όλη προσπάθεια που οδηγεί τελικά σε παρανομία των συμβάσεων «ήταν να φαίνεται ο διαγραφείς συνεταιρισμός ως αρχιτέκτονες του έργου αντί της εταιρείας που στην πραγματικότητα ήταν οι αρχιτέκτονες του έργου […] για σκοπούς φορολογικού οφέλους των φυσικών προσώπων». Η προαναφερθείσα δική μας κατάληξη είναι ότι αρχιτέκτονες του έργου ήταν τα δύο φυσικά πρόσωπα, μέσω του άτυπου συνεταιρισμού δια του οποίου είχαν συμβληθεί κατά την ανάθεση των εργασιών, προφορικώς το 2003 και  γραπτώς το 2004. Η εμπλοκή της εταιρείας ούτε αναίρεσε την ιδιότητα των ιδίων ως διορισθέντων αρχιτεκτόνων ούτε μετέτρεψε την εταιρεία σε διορισθέντα αρχιτέκτονα στο έργο. Η αμοιβή των δύο αρχιτεκτόνων στο Τεκμήριο 57 είχε συμφωνηθεί ως εξής:

 

«4. Αμοιβή Αρχιτέκτονα: Ποσοστό 5% στο εκτιμημένο κόστος κατασκευής του Έργου £3.800.000,00 με αντιπαροχή 2 διαμερίσματα στην τιμή των £130.000,00 (που είναι το ρετιρέ και το διαμέρισμα ακριβώς κάτω από το ρετιρέ) σύμφωνα με τα Σχέδια και το υπόλοιπο σε μετρητά £60.000,00 πλέον ΦΠΑ υπολογιζόμενο στις £190.000,00. Τα Στάδια πληρωμής περιγράφονται στον πίνακα που επισυνάπτεται και θεωρείται αναπόσπαστο μέρος του Συμβολαίου».

 

         Όντως στο Τεκμήριο 57 επισυνάπτεται πίνακας για τα επτά στάδια πληρωμής, με αναφορά στην αντιπαροχή και στα μετρητά. Η ουσία λοιπόν είναι ότι κάθε στάδιο πληρωμής αντιστοιχούσε σε κάποιο στάδιο των αρχιτεκτονικών εργασιών, καθώς και ότι σε κάθε στάδιο ένα ποσό θα λογίζετο για την αντιπαροχή και ένα άλλο θα καταβάλλετο σε μετρητά. Τα δύο διαμερίσματα και τα μετρητά θα ήταν όμως η αμοιβή των δύο αδειούχων αρχιτεκτόνων για τις υπηρεσίες τους ως αρχιτέκτονες. Σχετικό είναι το Άρθρο 10 του Ν.41/1962 το οποίο έχει ως εξής:

 

«10.-(1) Μετά τηv πάρoδo είκoσι τεσσάρωv μηvώv από της εvάρξεως της ισχύoς τoυ παρόvτoς Νόμoυ, και τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv αυτoύ, oυδείς-

 

(α) εvασκεί τo επάγγελμα τoυ Αρχιτέκτovoς ή τoυ Πoλιτικoύ Μηχαvικoύ ή καθ' oιovδήπoτε τρόπov εvεργεί ως Αρχιτέκτωv ή Πoλιτικός Μηχαvικός oυδέ πρoβάλλει εαυτόv ως τoιoύτov

 

(β) επαγγέλλεται υφ' oιovδήπoτε όvoμα, επωvυμίαv ή τίτλov εv ω διαλαμβάvovται oι λέξεις "αρχιτέκτωv", "αρχιτεκτovική", "αρχιτεκτovικός", "πoλιτικός μηχαvικός" ή "πoλιτική μηχαvική"∙

 

(γ) δικαιoύται εις είσπραξιv oιασδήπoτε αμoιβής αvαφoρικώς πρoς υπηρεσίας παρασχεθείσας υπό τηv ιδιότητα αυτoύ ως Αρχιτέκτovoς ή Πoλιτικoύ Μηχαvικoύ,

 

εκτός εάv oύτoς είvαι εγγεγραμμέvoς δυvάμει τωv διατάξεωv τoυ παρόvτoς Νόμoυ ως Αρχιτέκτωv ή Πoλιτικός Μηχαvικός, και δεv τω  επεβλήθη η δυvάμει τoυ άρθρoυ 12 πoιvή της αvαστoλής.

 

(2) Πας όστις παραβαίvει oιαvδήπoτε τωv εv τω παρόvτι άρθρω διαλαμβαvoμέvωv διατάξεωv, είvαι έvoχoς αδικήματoς και υπόκειται, εv περιπτώσει καταδίκης, εις φυλάκισιv διά διάστημα μη υπερβαίvov τoυς τρεις μήvας, ή εις χρηματικήv πoιvήv μη υπερβαίvoυσαv τας £150, ή εις αμφoτέρας τας πoιvάς της φυλακίσεως και της χρηματικής τoιαύτης».

 

(έμφαση δοθείσα)

 

         Αν τα πράγματα έμεναν μέχρι αυτό το σημείο δεν θα μπορούσε να εντοπιστεί κάποιο ζήτημα παρανομίας. Οι δύο αρχιτέκτονες (α) ήταν αδειούχοι, (β) είχαν συναλλαγεί ως ένωση προσώπων με τα ονόματα τους και (γ) δικαιούντο να εισπράξουν αμοιβή είτε σε χρήμα είτε σε είδος, εάν βέβαια αυτή ήταν η επιθυμία τους.

 

         Δεν ισχύει όμως το ίδιο σε σχέση με την εταιρεία τους και τα δύο πωλητήρια, τα οποία υπεγράφησαν ταυτόχρονα με τη σύμβαση ανάθεσης, Τεκμήριο 57. Τα δύο πωλητήρια εμφανίζουν πλέον την εταιρεία των αρχιτεκτόνων ως αγοράστρια των δύο διαμερισμάτων έναντι Λ.Κ.130.000 (συνολικά), ποσόν το οποίο η ίδια δήθεν θα «κατέβαλλε», με βάση τον Όρο 5 εκάστου πωλητηρίου, δια επτά δόσεων, ήτοι στις 3.5.04, 15.7.04, 30.10.04, 30.11.04, 30.8.05, 30.10.05 και 28.2.06. Μάλιστα, στη βάση του Όρου 4, εάν για οποιονδήποτε λόγο ο πωλητής ακύρωνε την εκτέλεση του έργου, τότε υποχρεούτο «όπως καταβάλει στον Αγοραστή το ποσό χρημάτων που αντιστοιχεί για την προσφερθείσα εργασία επί του τελικού κόστους κατασκευής».

 

         Τίποτε όμως από τα πιο πάνω δεν ανταποκρίνετο στην πραγματικότητα. Η εταιρεία των αρχιτεκτόνων: (α) Δεν προσέφερε οποιαδήποτε αρχιτεκτονική εργασία, (β) Δεν αγόραζε οποιοδήποτε διαμέρισμα και (γ) Δεν θα κατέβαλλε οποιοδήποτε αντάλλαγμα για τα διαμερίσματα. Βέβαια δεν εγείρεται στις εφέσεις και δεν εστιάζουμε στο ότι μια συμφωνία συναφθείσα άνευ αντιπαροχής είναι ούτως ή άλλως άκυρη κατά το Άρθρο 25 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 (εκτός δύο εξαιρέσεων, μη εφαρμοζομένων εδώ).

 

         Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία πως τα δύο πωλητήρια ήταν εικονικά και πως η συνομολόγηση τους εξυπηρετούσε άλλους σκοπούς. Οι δύο αρχιτέκτονες συνεβλήθησαν μεν ως άτυπος συνεταιρισμός στο Τεκμήριο 57 αλλά το σύνολο των ενεργειών τους καταδεικνύει πως στόχος τους ήταν να φανεί ως εισπράττουσα η εταιρεία τους. Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε πρόβλημα ως προς το ότι ο πρωτόδικος Δικαστής έλαβε καθοδήγηση, σε σχέση με τη γνησιότητα κάποιας πράξης, από τα λεχθέντα στην περίπτωση ενός άλλου αρχιτέκτονα και δη από την υπόθεση διοικητικής φύσης Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (1994) 4(Ε) Α.Α.Δ. 4281, η οποία υιοθέτησε την υπόθεση Ιωνίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 508. Η ουσία είναι ότι (και ως θέμα των γενικότερων αρχών περί ερμηνείας) σε τέτοιους όρους αποδίδεται η φυσιολογική έννοια.  Όπως λέχθηκε στη Γεωργιάδης (ανωτέρω):

 

«… στους δύο όρους, δηλαδή τη γνησιότητα της διευθέτησης και τον καθορισμό του χαρακτήρα της (εικονική ή όχι), αποδίδεται η φυσιολογική τους έννοια, που στο πλαίσιο των διατάξεων του νόμου συνεπάγεται τη διερεύνηση του επιχειρηματικού σκοπού της πράξης και του στόχου ο οποίος επιδιώκεται με αυτή. Η πράξη μπορεί να θεωρηθεί ως γνήσια εάν έχει αντικειμενικά εμπορικά ερείσματα, ενώ εικονική μπορεί να χαρακτηριστεί η πράξη με την οποία η ουσία της συναλλαγής εμφανίζεται διαφορετική απ' ό,τι είναι στην πραγματικότητα.

 

Στην προκείμενη περίπτωση η διευθέτηση για τη μεταβίβαση του εισοδήματος του αιτητή στην εταιρεία ήταν αντινομική προς το ατομικό του συμφέρον, έτεινε να μειώσει το εισόδημά του και είχε ως κύριο σκοπό τον επιμερισμό του εισοδήματός του μεταξύ του ιδίου και της συζύγου του προς μείωση των φορολογικών του υποχρεώσεων».

 

(έμφαση δοθείσα)

 

         Παρά το ότι στην παρούσα οι αρχιτέκτονες, ήταν οι μόνοι δικαιούμενοι πρώτον να ασκούν το επάγγελμα, δεύτερον να επαγγέλλονται υπό την επωνυμία και τρίτον να εισπράξουν αμοιβή για αρχιτεκτονικές υπηρεσίες (όπως και είχαν συμφωνήσει στο Τεκμήριο 57), εντούτοις: (Α) Παρουσίασαν την εταιρεία τους ως δικαιούμενη να εισπράξει μέρος της αμοιβής ύψους Λ.Κ.130.000, ήτοι την αντιπαροχή σε διαμερίσματα, (Β) Εισέπραξαν στο όνομα της εταιρείας όσα ποσά είχαν καταβληθεί σε μετρητά και (Γ) Εξέδωσαν ως εταιρεία όλα τα τιμολόγια και όλες τις αποδείξεις εισπράξεων του Τεκμηρίου 166 με αριθμό μητρώου Φ.Π.Α. της εταιρείας και αυτό έγινε τόσο για όλα τα εισπραχθέντα μετρητά όσο και για την πληρωμή σε είδος (αντιπαροχή). Ας σημειωθεί πως, στη βάση των αποδείξεων είσπραξης, η εταιρεία εισέπραξε Φ.Π.Α. για όλα τα ποσά (σε μετρητά και σε είδος), εκδίδοντας ξεχωριστές αποδείξεις για τον Φ.Π.Α.

 

         Ως προς τον λόγο για τον οποίον επελέγη η εμπλοκή της εταιρείας, ιδιαίτερα όταν δικαιούχοι αρχιτέκτονες ήταν οι ίδιοι προσωπικά (και σε αυτούς εν τέλει κατέληγαν με τις εκχωρήσεις και τα διαμερίσματα λίγους μήνες μετά) η απάντηση είναι απλή. Επ’ αυτού ήταν ορθή η πρωτόδικη κατάληξη, η οποία βασίστηκε στην αξιόπιστη μαρτυρία του Μ.Υ.3 (ελεγκτή), ο οποίος παρουσίασε σχετική φορολογική ανάλυση, Τεκμήριο 307. Ο άμεσος στόχος ήταν (αντί οι ίδιοι) να φορολογηθεί η εταιρεία των αρχιτεκτόνων, η οποία φορολογείται με χαμηλότερο φορολογικό συντελεστή και μέσω αυτής της μεθόδου να προκύψει φορολογικό όφελος για τα φυσικά πρόσωπα. Όπως εξήγησε ο Μ.Υ.3, με τον τρόπο αυτό οι αρχιτέκτονες φορολογήθηκαν ως εταιρεία και όχι ως φυσικά πρόσωπα, οπότε προέκυψε «ένα όφελος γύρω στις €42.000 για την περίοδο 2003 μέχρι 2010».

 

         Σημειώνεται εδώ πως στις υποβολές ότι οι ίδιοι οι αρχιτέκτονες προσωπικά δεν δήλωσαν οποιαδήποτε εισοδήματα κατά τα έτη 2004 και 2005, ο εκ των αρχιτεκτόνων κ. Παπαλλάς (Μ.Ε.1) είπε «[Δ]εν μπορώ να σας το απαντήσω. Να σας το απαντήσει ο ελεγκτής μου». Η υποβολή ήταν σε συνέχεια της υποβληθείσας θέσης ότι η εταιρεία τους είχε εισοδήματα Λ.Κ.223.975 με βάση τις Οικονομικές Καταστάσεις του 2004 (όπως κατεδείκνυε το Τεκμήριο 176), καθώς και Λ.Κ.150.955 για το 2005 (Πρακτικά 15.1.2018, σ. 39). Ο αναφερθείς πιο πάνω ελεγκτής, στον οποίο παρέπεμψε για απαντήσεις, δεν κλήθηκε ως μάρτυς. Στη βάση λοιπόν όλης της μαρτυρίας, ήταν εύλογο το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι την αμοιβή για τις αρχιτεκτονικές εργασίες την πιστώθηκε η εταιρεία και όχι οι αρχιτέκτονες. Έτσι, παρά το πρωτόδικο σφάλμα σε σχέση με το ζήτημα του συνεταιρισμού, συνάγεται πως ήταν ορθή η πρωτόδικη διαπίστωση ότι σκοπός ήταν η δολίευση του Δημοσίου, με την αποφυγή καταβολής φόρων, ύψους €42.000.

 

         Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του ελεγκτή (Μ.Υ.3) και στην αποδοχή της μαρτυρίας του. Άλλωστε και ενώπιον μας, εκ μέρους των αρχιτεκτόνων, ο κ. Κορακίδης δήλωσε πως δεν αμφισβήτησαν τον Μ.Υ.3. Το πρωτόδικο εύρημα περί φορολογικού οφέλους στην περίπτωση που παρουσιαζόταν ότι εισπράττει η εταιρεία, δεν προσβάλλεται άλλωστε στα πλαίσια του έβδομου λόγου έφεσης, ο οποίος αφορά την αξιολόγηση. Η συνομολόγηση των πωλητηρίων, στα οποία η εταιρεία εμφανίζεται δήθεν να «αγοράζει» διαμερίσματα καταβάλλοντας χρήματα, αποτελούσε μέρος της όλης μεθόδευσης, η οποία στόχευε στο να λογιστεί η εταιρεία ως η εισπράττουσα την αρχιτεκτονική αμοιβή, όπως επιβεβαιώνουν και οι αποδείξεις είσπραξης στο Τεκμήριο 66.

 

         Σύμφωνα με το Άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, η αντιπαροχή ή ο σκοπός της συμφωνίας είναι παράνομος εάν: (α) Είναι απαγορευμένος από τον Νόμο, (β) Είναι τέτοιας φύσης ώστε εάν επιτρέπετο θα καταστρατηγούσε τις διατάξεις οποιουδήποτε Νόμου,           (γ) Συνιστά απάτη, (δ) Επάγεται ή εμπεριέχει βλάβη σε τρίτο πρόσωπο ή την περιουσία του, (ε) Το Δικαστήριο κρίνει ότι αντίκειται στα χρηστά ήθη ή τη δημόσια πολιτική. Ρητώς ορίζεται στο ίδιο άρθρο πως κάθε συμφωνία, της οποίας η αντιπαροχή ή ο σκοπός είναι παράνομος, είναι άκυρη. Υπάρχει πλούσια νομολογία εν σχέσει με το ζήτημα της ακυρότητας σύμβασης λόγω παρανομίας. Κρίνουμε ότι αποδίδει τις ισχύουσες αρχές το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Korkut v.  Γεωργίου (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 905:    

 

«Το δικαστήριο δεν θα εφαρμόσει σύμβαση η οποία ρητά ή εξυπακουόμενα απαγορεύεται από το νόμο.  Σε τέτοια περίπτωση η πρόθεση των συμβαλλομένων είναι στοιχείο που δεν λαμβάνεται υπ' όψιν. Αν νόμος απαγορεύει τη σύμβαση, η σύμβαση δεν είναι εφαρμοστέα ασχέτως από το αν οι συμβαλλόμενοι είχαν την πρόθεση να παραβούν το νόμο ή όχι (βλέπε Glamor Development v. Christodoulou (1984) 1 C.L.R. 444 και St. John Shipping Corporation v. Joseph Rank Ltd [1956] 3 All E.R. 683, 687).  Αποφασίστηκε ακόμα ότι συμφωνία η οποία συνομολογείται κατά παράβαση νόμου, είναι παράνομη ανεξαρτήτως της έκτασης συμμετοχής εκατέρου των συμβαλλομένων στην επίτευξή της (Αlam v. Τουμαζίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 968).

 

Όπως ορθά επισημάνθηκε και στην υπόθεση Platritis & Co. v. Computer Patent (1988) 1 C.L.R. 135, το Άρθρο 23 του Κεφ. 149 έχει ως πρότυπο τις διατάξεις του Άρθρου 23 του Ινδικού περί Συμβάσεων Νόμου και η απαγόρευση που θέτει είναι ευρύτερη από την απαγόρευση παράνομων συμφωνιών βάσει του Αγγλικού Δικαίου.

 

Όπως αποφασίστηκε στη Δρουσιώτης ν. Ιερωνυμίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 1026 και επιβεβαιώθηκε στην Αlam v. Τουμαζίδη, ανωτέρω,  συμφωνία η οποία απαγορεύεται από το νόμο ή οδηγεί στην καταστρατήγησή του συνιστά παράνομη και επομένως άκυρη σύμβαση βάσει των εδαφίων (α) και (β) αντιστοίχως του Άρθρου 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149».

 

         Στην πιο πάνω υπόθεση Korkut κρίθηκε πως η συμφωνία για πώληση περιουσίας, η οποία είχε περιέλθει υπό την κηδεμονία του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, παραβίαζε τον σχετικό Ν.139/91 ενώ παράλληλα ήταν αντίθετη και με τη δημόσια πολιτική.

 

         Ας σημειωθεί πως εάν η παρανομία προκύπτει κατά έκδηλο τρόπο από την ίδια τη σύμβαση ή τα γεγονότα που την περιβάλλουν, τότε το Δικαστήριο έχει καθήκον να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το ζήτημα, ούτως ώστε να μην καταστεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο αρωγός στην παρανομία (Αρκαδίου ν. Porto Lara Estates Ltd (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2035). Αυτό ισχύει ακόμα και αν η παρανομία διαπιστώνεται κατ’ έφεσιν (Ιωάννου κ.ά. ν. Μουσκάλλη κ.ά. (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1595).

          

         Σε σχέση με την κρινόμενη εδώ περίπτωση, ως έχει ήδη καταδειχθεί, το Άρθρο 10 του Ν.41/62 απαγορεύει επί ποινή φυλακίσεως την είσπραξη οποιασδήποτε αμοιβής εν σχέσει με αρχιτεκτονικές υπηρεσίες από πρόσωπο που δεν είναι εγγεγραμμένος αρχιτέκτονας. Η υπόθεση Πισιάρας κ.ά. ν. Μιχαηλίδη κ.ά. (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 817 αφορούσε την αξίωση δύο συνεταίρων αρχιτεκτόνων, εκ των οποίων ο ένας μη εγγεγραμμένος, για αρχιτεκτονική αμοιβή. Για ακριβώς παρόμοιο με το εγειρόμενο εδώ ζήτημα το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι:

 

«Η παράβαση των διατάξεων του άρθρου 10 του Ν.41/62, και οι συνέπειες της, έχουν πρόσφατα συζητηθεί στην  Αγαθοκλής Μιχαήλ Αγαθοκλέους και Μάρω Αγαθοκλή Αγαθοκλέους ν. Νίκης Λάππα (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2202. Στην απόφαση αυτή το Εφετείο ασχολήθηκε με τις πρόνοιες του άρθρου 12Α του Νόμου, για να καταλήξει πως η παραβίαση των διατάξεων του δεν επέφερε την ακυρότητα της συμφωνίας της αρχιτέκτονος με τους πελάτες της. ΄Ομως, συζητώντας σε έκταση το ζήτημα και με αναφορά στη νομολογία, το Εφετείο αντιπαρέθεσε τις διατάξεις του πιο πάνω άρθρου, με το άρθρο 10, που μας αφορά εδώ, για να καταλήξει πως η παραβίαση των ρητών προνοιών του τελευταίου απολήγει σε παράνομη συμφωνία, η οποία και ως εκ τούτου δεν εφαρμόζεται».

 

(έμφαση δοθείσα)

 

         Δεν θεωρούμε ότι απαιτείται να προσθέσουμε περισσότερα όσον αφορά το σκέλος αυτό της παρανομίας, πέραν του ότι με τα δύο πωλητήρια η εταιρεία εισέπραττε αρχιτεκτονική αμοιβή χωρίς να ήταν εγγεγραμμένη αρχιτέκτονας, πράγμα το οποίο απαγορεύεται ρητώς από τον Νόμο.

 

         Σε σχέση με το άλλο σκέλος της διαπιστωθείσας παρανομίας, σχετική είναι η υπόθεση Ιωάννου κ.ά. ν. Μουσκάλλη κ.ά. (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1595Εκεί η βάση της αγωγής ήταν η κατ’ ισχυρισμόν παράβαση προφορικής συμφωνίας για πώληση κτήματος, με την οποία πληρώθηκε ποσό Λ.Κ.10.000 «κάτω από το τραπέζι». Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε πως η συμφωνία: «… στην πραγματικότητα αποτελεί συνωμοσία των διαδίκων με προφανή σκοπό την καταδολίευση του Δημοσίου. Ήταν παράνομη συμφωνία». Παρόμοια ήταν και η υπόθεση  Ηλίας Λαζός Λτδ (ανωτέρω), στην οποία στηρίχθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως αναφέραμε προηγουμένως.

 

         Ούτε για αυτή την πτυχή χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση. Όπως τόνισε το Ανώτατο Δικαστήριο στην Ιωάννου (ανωτέρω),  ήταν καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εφόσον διαπίστωσε την παρανομία, στη βάση μάλιστα της μαρτυρίας που είχαν προσκομίσει οι ίδιοι οι ενάγοντες, «να αρνηθεί θεραπεία και να απορρίψει την αγωγή τους». Κάτι το οποίο ισχύει και στην παρούσα. Η συνομολόγηση των πωλητηρίων με αγοράστρια τη μη αδειούχο εταιρεία συνδέεται άρρηκτα με την έκδοση αποδείξεων είσπραξης, για το ισόποσο της αξίας τους, από την εταιρεία με σκοπό το φορολογικό όφελος. Πράγμα το οποίο συνιστά καταδολίευση του Δημοσίου και καθιστά τα πωλητήρια παράνομη συναλλαγή. Εννοείται ότι η παρανομία μολύνει κατά λογική ακολουθία και τις δύο συμβάσεις εκχώρησης των διαμερισμάτων, καθώς και τη μεταγενέστερη σύμβαση για αλλαγές στο διαμέρισμα 1104, οι οποίες είναι επίσης άκυρες. Τονίζουμε μόνο το λεχθέν στην υπόθεση A. & C. Antoniou Resort Ltd v. Eleonora Hotel Apartments Ltd (2002) 1(B) A.A.Δ. 321 πως «[Α]πό άκυρη δε συμφωνία δεν νοείται ο προσπορισμός οφέλους εκ μέρους οποιουδήποτε των συμβαλλομένων. Δικαίωμα αποζημίωσης μπορεί να προκύψει από τη διάρρηξη έγκυρης συμφωνίας και όχι από συμφωνία εξ αρχής ατελέσφορης».

 

         Ο λόγος έφεσης αρ. 2 σε καθεμιά από τις τρεις πρώτες εφέσεις υπόκειται σε απόρριψη.

 

Λόγοι Έφεσης αρ. 4 και 5 (329/19, 331/19, 333/19)

Ειδική Εκτέλεση

 

         Με βάση τα προαναφερθέντα, έπεται πως, όπως και στην υπόθεση Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(A) A.A.Δ. 300, ούτε στην παρούσα περίπτωση υφίσταται έγκυρη γραπτή συμφωνία, η οποία δύναται να τύχει ειδικής εκτέλεσης δυνάμει του Ν.81(Ι)/11. Ορθώς επίσης έχει διαταχθεί πρωτοδίκως η διαγραφή των πωλητηρίων από το Κτηματολόγιο.

 

         Οι σχετικοί λόγοι έφεσης αρ. 4 και 5 σε καθεμιά από τις τρεις ως άνω εφέσεις υπόκεινται σε απόρριψη.

 

Λόγοι Έφεσης αρ. 1 και 2 (335/19)

 

         Η τέταρτη έφεση εκ μέρους των αρχιτεκτόνων αφορά την απόφαση στην αγωγή αρ. 3540/10. Την αγωγή είχαν καταχωρίσει οι δύο αρχιτέκτονες προσωπικά. Με την τελευταία αυτή έφεση τους παραπονούνται για το ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε υπέρ τους το ποσό των Λ.Κ.221.263,61 θεωρώντας ότι η μόνη έγκυρη ήταν η προφορική συμφωνία και εξαιρώντας τα διαμερίσματα. Προβάλλουν πως εσφαλμένα έκρινε ότι η προφορική συμφωνία δεν συμπεριελάμβανε ως αμοιβή και τα διαμερίσματα.

 

         Με κάθε σεβασμό, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε πως (όχι τυχαία) δεν υπήρχε τέτοια αξίωση στην ως άνω αγωγή, η οποία κατά βάσιν αφορούσε την αξίωση για το υπόλοιπο της αμοιβής των ιδίων. Σε καμμιά περίπτωση δηλαδή δεν αξίωσαν οι ίδιοι (ως μέλη του άτυπου συνεταιρισμού) τα διαμερίσματα. Αυτό, επειδή το μέρος εκείνο της αμοιβής, ήτοι των Λ.Κ.130.000 (αντιπαροχή), ήταν εκείνο το οποίο επιχείρησαν να παρουσιάσουν ως αμοιβή της εταιρείας τους, με αποτέλεσμα να επικυρωθεί εδώ η ορθή πρωτόδικη κρίση ότι τα πωλητήρια και τα εκχωρητήρια, που είναι τα μόνα που κατατέθηκαν στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης, πάσχουν από ακυρότητα λόγω παρανομίας. Μάλιστα οι δύο αρχιτέκτονες επέμειναν δικογραφικά μέχρι τέλους ότι τα δύο διαμερίσματα τα «αγόρασε» η εταιρεία τους, καταβάλλοντας το συνολικό τίμημα των Λ.Κ.130.000 σε συγκεκριμένες δόσεις, πράγμα το οποίο δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια.

 

         Εξ ου και το ότι τις δύο πρώτες αγωγές (υπ’ αρ. 1424/09 και 1425/09) τις καταχώρισε η εταιρεία από κοινού με έκαστο εκδοχέα, διεκδικώντας τα διαμερίσματα στη βάση των πωλητηρίων και των εκχωρητηρίων, που είχαν καταχωριστεί στο Κτηματολόγιο. Οι αγωγές 1424/09 και 1425/09 ήταν συνήθεις αγωγές βασιζόμενες επί πωλητηρίων κατατεθειμένων στο Κτηματολόγιο. Οι βασικοί ισχυρισμοί στην καθεμιά ήταν ότι η εταιρεία «αγόρασε» διαμέρισμα έναντι συγκεκριμένου «τιμήματος» το οποίο θα «εξοφλούσε» δια επτά δόσεων σε «μετρητά», ότι στις 18.4.05 είχε εκχωρήσει τα δικαιώματα της (μετά δηλαδή την τέταρτη δόση) και ότι η εταιρεία και οι εκδοχείς «τήρησαν πιστά όλες τις υποχρεώσεις τους με βάση τις προαναφερόμενες συμφωνίες και κατέβαλαν τα αναφερόμενα ποσά …», ήτοι Λ.Κ.76.000 και Λ.Κ.58.000 (μείον Λ.Κ.2.000 σε κάθε αγωγή, που ο Εργοδότης αρνήθηκε να παραλάβει). Εννοείται βέβαια ότι κανένα ποσό δεν είχε καταβάλει η εταιρεία δεδομένου ότι, ως έχει καταδειχθεί, άλλη ήταν η μεθόδευση που έγινε. Τα εν λόγω έγγραφα είναι εικονικά, παράνομα και άκυρα. Στην πραγματικότητα, με την ακυρότητα και διαγραφή των πωλητηρίων, δεν υπάρχει οποιαδήποτε σύμβαση κατατεθειμένη στο Κτηματολόγιο, ούτως ώστε να τίθεται θέμα εφαρμογής του Άρθρου 6(1) περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Ν.81(Ι)/11, το οποίο προβλέπει για την ειδική εκτέλεση κατατεθειμένης σύμβασης.

 

         Είναι μόνο εξαιτίας του πιο πάνω ανυπέρβλητου κωλύματος που προβάλλεται τώρα εναλλακτική πρόταση. Υποβάλλεται ενώπιον μας εισήγηση για ειδική εκτέλεση σε σχέση με τα διαμερίσματα είτε στη βάση της προφορικής συμφωνίας είτε στη βάση του συμβολαίου ανάθεσης εργασιών, Τεκμήριο 57, το οποίο, προφανώς λόγω των επιλογών που έγιναν, επίσης δεν κατατέθηκε οποτεδήποτε στο Κτηματολόγιο. Ούτε και φαίνεται να είχε διερευνηθεί η δυνατότητα κατάθεσης του μετά τη θέσπιση του Ν.81(Ι)/11, στη βάση των μεταβατικών διατάξεων του (Άρθρα 16, 16Α).

 

         Δεν παραγνωρίζουμε ότι με βάση το Άρθρο 6(2) του ως άνω Ν.81(Ι)/11 το Δικαστήριο έχει την εξουσία, υπό όρους, όπως διατάξει την ειδική εκτέλεση ακόμα και σε περιπτώσεις που η γραπτή σύμβαση δεν έχει κατατεθεί ή είναι προφορική. Αυτή η ευχέρεια δύναται να ασκηθεί υπό τον όρο ότι: (α) Το Δικαστήριο κρίνει τούτο δίκαιο και εύλογο υπό τις περιστάσεις, (β) Δεν επηρεάζονται δικαιώματα τρίτων, προκύπτοντα από προγενέστερα εμπράγματα βάρη, (γ) Στη σύμβαση προσδιορίζονται επαρκώς αφενός τα στοιχεία ταυτότητας των συμβαλλομένων και αφετέρου το αντικείμενο της σύμβασης και (δ) Υπάρχει εγγραφή στο Κτηματολόγιο, στο όνομα τουλάχιστον ενός εκ των πωλητών σε σχέση με το πωληθέν ακίνητο ή σε σχέση με την ιδιοκτησία στην οποία αυτό περιλαμβάνεται.

 

         Όσον αφορά την τρίτη ως άνω προϋπόθεση και δη τον προσδιορισμό του αντικειμένου, είναι γεγονός ότι στο Τεκμήριο 57 περιέχεται μόνον η φράση «(που είναι το ρετιρέ και το διαμέρισμα κάτω από το ρετιρέ) σύμφωνα με τα Σχέδια». Δεν θα μας απασχολήσει όμως η διαφαινόμενη για το θέμα δυσκολία επαρκούς προσδιορισμού, δεδομένου ότι εκτιμούμε πως ο εντοπισμός των «Σχεδίων» στα οποία γίνεται παραπομπή θα μπορούσε πιθανότατα να προσφέρει επαρκή προσδιορισμό του αντικειμένου.

 

         Στη βάση όμως των όσων προηγουμένως αναφέραμε, δεν συμφωνούμε ότι υπό τις περιστάσεις της παρούσας είναι εύλογο και δίκαιο να διαταχθεί ειδική εκτέλεση μιας μη κατατεθειμένης σύμβασης. Την οποία τώρα οι συμβαλλόμενοι επικαλούνται απλώς και μόνον επειδή κρίθηκαν άκυρες οι άλλες, τις οποίες μέχρι πρότινος προωθούσαν ως γνήσιες και έγκυρες. Ιδιαίτερα δε όταν το αντικείμενο, δηλαδή τα διαμερίσματα, αποτέλεσαν το μοναδικό αντικείμενο των παράνομων και άκυρων συμβάσεων πώλησης, με απώτατο στόχο αυτά να καταλήξουν μέσω των εκχωρήσεων στα δύο φυσικά πρόσωπα.

 

         Σύμφωνα με την υπόθεση Ιωάννου (ανωτέρω) «[Η] αρχή του διαχωρισμού μιας παράνομης συμφωνίας απ' αυτήν που προβάλλει ο διάδικος και επιδιώκει να εφαρμόσει, δεν λειτουργεί όταν ο προτεινόμενος διαχωρισμός είναι πλασματικός  Ισχύει μόνον όταν είναι πραγματικός. (Για τη γενική αρχή του διαχωρισμού παρανομίας από την υπόλοιπη συναλλαγή, δες: Geismar v. Sun Alliance and London Insurance Ltd and Another [1977] 3 All E.R. 570, και Holy Monastery of Ayios Neophytos v. Yiannakis Neokli Antoniades (1968) 1 C.L.R. 10. Στη δε υπόθεση Χριστοδούλου κ.ά. ν. Vraets (ανωτέρω) τονίστηκε ότι:

 

«Το ενιαίο του δικαίου επιβάλλει και ενιαία αντιμετώπιση, επιτάσσει δε ισότιμη και κοινή μεταχείριση. Και ενώ αποδίδει δίκαιη και εύλογη θεραπεία αναδυόμενη από διαπιστωθέντα γεγονότα κατατάσσοντας τα στην ορθή νομική τους βάση, ασχέτως της δικογραφικής τους ανεπάρκειας, (Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542, Vandervell's Trusts (No. 2) [1974] 3 All E.R. 205, Drane v. Evangelou [1978] 2 All E.R. 437 και Κυπριανού v. Βασιλείου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1320), οφείλει ταυτόχρονα να αποστερήσει το διάδικο που αναμειγνύεται σε παράνομες ενέργειες από οποιαδήποτε θεραπεία, έστω και αν επιχειρεί τεχνηέντως να θεμελιώσει τέτοια θεραπεία διατρέχοντας μέσα από διάφορες πιθανές νομικές βάσεις».

 

(έμφαση δοθείσα)

 

         Κρίνουμε ακριβώς πως η απόδοση των διαμερισμάτων θα οδηγούσε εμμέσως στην επιτυχία του σκοπού ο οποίος είχε ταυτόχρονα  τεθεί με τη συνομολόγηση των εικονικών και άκυρων πωλητηρίων.

 

         Οι λόγοι έφεσης αρ. 1 και 2 στην έφεση 335/19 υπόκεινται σε απόρριψη.

 

Λόγοι Έφεσης αρ. 2 (330/19, 332/19, 334/19)

Λόγος Έφεσης αρ. 3 (336/19)

Απόφαση για το Χρηματικό Μέρος

 

         Με τους πιο πάνω λόγους ο Εργοδότης προβάλλει ότι ήταν εσφαλμένη η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιδικάσει στους αρχιτέκτονες ποσόν €221.263,61, ως το υπόλοιπο της αμοιβής τους, χωρίς να διεκδικείτο τέτοιο ποσόν. Είναι η θέση του Εργοδότη πως το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε τη δικογραφία, το γεγονός ότι η βάση της αξίωσης δεν ήταν η προφορική συμφωνία ημερ. 25.2.03 αλλά η γραπτή συμφωνία ημερ. 29.4.04, Τεκμήριο 57 και το ότι η προφορική ενσωματώθηκε στην εν λόγω γραπτή συμφωνία, την οποία έκρινε ως άκυρη. Περαιτέρω προβάλλεται ότι εάν η προφορική συμφωνία για αμοιβή είναι έγκυρη (δηλαδή αν δεν έχει μολυνθεί από τη γραπτή) τότε έπρεπε να εξεταστεί και η αξίωση του Εργοδότη για τις ζημιές.

 

         Αρχίζοντας από την τελευταία εισήγηση, υπενθυμίζουμε πως ο Εργοδότης με την επιστολή τερματισμού ημερ. 31.1.08, Τεκμήριο 12, όχι μόνο δεν ήγειρε οποιοδήποτε ζήτημα ή επιφύλαξη για ζημιές αλλά αντιθέτως παρακάλεσε ρητώς για την αποστολή τιμολογίου για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες («Σας ενημερώνουμε για την απόφαση μας για τερματισμό των υπηρεσιών σας για το πιο πάνω έργο …», «Ως εκ τούτου παρακαλούμε όπως μας αποστείλετε τιμολόγιο για τις οφειλές μας προς το γραφείο σας, προς εξόφληση των υπηρεσιών σας»).

 

         Την ως άνω επιστολή παρέθεσε αυτούσια το πρωτόδικο Δικαστήριο και είναι εμφανές ότι στηρίχθηκε σε αυτή τη θέση σε σχέση με τον χειρισμό τον οποίο επέλεξε. Είναι βέβαια γεγονός πως η βάση της αξίωσης στην αγωγή των αρχιτεκτόνων υπ’ αρ. 3540/10 ήταν η γραπτή συμφωνία, Τεκμήριο 57. Η εν λόγω συμφωνία κρίθηκε έγκυρη κατ’ έφεσιν. Δεν εφαρμόστηκε μόνο το διακριτό τμήμα της που αφορούσε την αντιπαροχή καθότι δεν κρίθηκε ορθό και δίκαιο να εφαρμοστεί, λόγω της άμεσης διασύνδεσης της αντιπαροχής με τα άκυρα πωλητήρια. Από την άλλη πλευρά οι δύο αρχιτέκτονες δεν είχαν διεκδικήσει όλο το χρηματικό ποσόν της αμοιβής τους (για εργασία την οποίαν παραδεκτώς εκτέλεσαν), διότι εξέλαβαν ως έγκυρα τα δύο πωλητήρια, οπότε διεκδικούσαν την ειδική εκτέλεση στις δύο πρώτες αγωγές τους, πράγμα που επίσης απερρίφθη, για λόγους που εξηγήθηκαν.  

 

         Κρίνουμε πως το όλο ζήτημα σχετίζεται επίσης με το πιο πάνω απόσπασμα από την υπόθεση Χριστοδούλου κ.ά. v. Vraets (ανωτέρω), καθώς και με παλαιότερη νομολογία, από την οποία παραθέτουμε τα εξής:

 

         Από τη Χρυσάνθου ν. Παγκρατίου (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 675:

 

«… το αγώγιμο δικαίωμα συναρτάται με τα γεγονότα τα οποία το στοιχειοθετούν και όχι με το χαρακτηρισμό ο οποίος του αποδίδεται.  Παρέχεται η δυνατότητα χορήγησης οποιασδήποτε θεραπείας η οποία δικαιολογείται από τα γεγονότα, τα οποία στοιχειοθετούν το αγώγιμο δικαίωμα, βάσει της έκθεσης απαιτήσεως. (Βλ. Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542 Kennedy Hotels Ltd v. Indirdjian (1992) 1 C.L.R. 400)».

 

         Από τη Γεωργίου ν. Γεωργίου (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1592:

 

«Η εξουσία του Δικαστηρίου δεν περιορίζεται στην παροχή μιας ή περισσοτέρων από τις επιδιωκόμενες θεραπείες. Εφόσον στοιχειοθετούνται τα γεγονότα στο σώμα της Έκθεσης Απαίτησης για την παροχή θεραπείας, αυτή μπορεί να αποδοθεί χωρίς να έχει επιζητηθεί». 

 

         Από τη Maison Jenny Ltd ν. Krashias Footwear Industry Ltd (2002) 1(B) Α.Α.Δ. 1156:

 

«Η νομολογία διευκρινίζει ότι εφόσον στοιχειοθετούνται τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία περιβάλλουν την απαίτηση είναι παραδεκτή η παροχή αρμόζουσας θεραπείας άσχετα από το ακριβές νομικό πέπλο κάτω από το οποίo τίθεται η απαίτηση». 

 

         Στην παρούσα περίπτωση τα γεγονότα καταδεικνύουν ότι οι αρχιτέκτονες παρείχαν τις υπηρεσίες τους έναντι συμφωνηθείσας αμοιβής. Οι παρανομίες σε σχέση με την αντιπαροχή και λόγοι τους οποίους εξηγήσαμε δεν επέτρεψαν την υλοποίηση του μέρους της συμφωνίας που είχε σχέση με την πληρωμή μέσω αντιπαροχής. Η πλευρά του Εργοδότη ήταν έτοιμη κατά τον τερματισμό των υπηρεσιών τους να εξοφλήσει το υπόλοιπο της αμοιβής των αρχιτεκτόνων. Δεν έχει όντως διεκδικηθεί το συγκεκριμένο ποσό πλην όμως και οι τρεις αγωγές εκ μέρους των αρχιτεκτόνων αφορούσαν την αμοιβή για τις υπηρεσίες τους («5%»). Κρίνουμε πως τα διαπιστωθέντα γεγονότα καθιστούν δίκαιη και εύλογη την απόδοση του υπολοίπου της αμοιβής τους έστω και αν ως συγκεκριμένο ποσό δεν είχε εξειδικευμένα επιζητηθεί [Γεωργίου (ανωτέρω)]. 

 

         Η πρωτόδικη απόφαση ήταν ορθή ως προς το θέμα και οι σχετικοί λόγοι έφεσης εκ μέρους του Εργοδότη υπόκεινται σε απόρριψη.

 

Λόγοι Έφεσης αρ. 9 (329/19, 331/19, 333/19)

Δικηγορικά έξοδα

 

         Με τον ένατο λόγο σε καθεμιά από τις τρεις πρώτες εφέσεις τους οι αρχιτέκτονες παραπονούνται ότι ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο τους δικαίωσε στην αγωγή 3540/10 εντούτοις δεν επιδίκασε προς όφελος τους οποιαδήποτε δικηγορικά έξοδα. Στην έφεση 335/19, η οποία αφορά ειδικά την αγωγή 3540/10, δεν προβάλλεται τέτοιος λόγος έφεσης. Εν πάση περιπτώσει το παράπονο δεν ευσταθεί διότι, ως έχουμε εισαγωγικά αναφέρει, το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε το ήμισυ των εξόδων υπέρ τους.

 

         Ως εκ τούτου και αυτός ο λόγος έφεσης υπόκειται σε απόρριψη.

 

Κατάληξη

 

         Στη βάση όλων των πιο πάνω και παρά τη διαφορετική διαπίστωση όσον αφορά την εγκυρότητα της γραπτής σύμβασης, Τεκμήριο 57, όλες οι εφέσεις απορρίπτονται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

         Εν όψει του αποτελέσματος κρίνουμε ορθότερο όπως μη εκδώσουμε οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα στις εφέσεις. Κάθε πλευρά να επωμιστεί τα δικά της έξοδα.

 

 

 

 

Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

 

 

Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 

 

 

 

Θ. ΘΩΜΑ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο