ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 373/2018)
05 Νοεμβρίου 2025
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]
DIGICOM LTD
Εφεσείοντες,
v.
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ
Εφεσίβλητοι.
____________________
Κ. Ευγενίου (κα) για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Γ. Χατζηγιώργης για Τάσσος Παπαδόπουλος & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες αξίωσαν, ως ενάγοντες, πρωτοδίκως, το ποσό των €919.753,00 (το οποίο κατά την ακρόαση περιόρισαν σε €861.235,00) εναντίον των εφεσίβλητων, ως δίκαιη και εύλογη αποζημίωση, στη βάση του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος. Ειδικότερα, η απαίτηση τους βασίστηκε, ως την προσδιόρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο «στο γεγονός ότι, δεν κατακυρώθηκε η Προσφορά τους επί του Διαγωνισμού ΑΤ 10/2004 και στο ότι ανατέθηκε η εκτέλεση αυτής σε άλλη εταιρεία, κατά παράβαση ουσιωδών όρων του διαγωνισμού, η οποία τελικά κηρύχθηκε άκυρη δυνάμει του Άρθρου 146.4 του Συντάγματος στην Προσφυγή Αρ. 1305/05 η οποία αμφισβητήθηκε ανεπιτυχώς από τους Εναγομένους με την Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 183/07».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, εξέδωσε απόφαση προς όφελος των εφεσειόντων για το ποσό των €9.736,00, ως έξοδα που αυτοί υπέστηκαν εξ’ αιτίας αγοράς και μελέτης εγγράφων, συγκέντρωσης στοιχείων, ετοιμασίας προσφοράς, έξοδα εγγυητικής και δικηγορικά έξοδα. Απέρριψε δε την αξίωση τους, για το ποσό των €851.499,00, το οποίο αντιπροσωπεύει, κατ’ ισχυρισμόν των εφεσειόντων, αναμενόμενο και/ή διαφυγόν κέρδος, το οποίο θα αποκόμιζαν σε περίπτωση που η προσφορά κατακυρωνόταν σ’ αυτούς, ως θα έπρεπε.
Οι εφεσείοντες διαφώνησαν με την απόρριψη της προαναφερόμενης αξίωσης τους, αφορώσας στο ποσό των €851.499,00, και καταχώρισαν την παρούσα έφεση, προβάλλοντας τρεις λόγους έφεσης, ζητώντας ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, στο μέρος που αυτή αφορά την απορριφθείσα αξίωση τους.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι «… η κατακύρωση θα γινόταν προς όφελος των Εναγόντων και εσφαλμένα έκρινε (εννοείται το πρωτόδικο Δικαστήριο) ότι το ισχυριζόμενο, και αποδειχθέν, διαφυγόν κέρδος, δεν ήταν άμεση συνέπεια της δικαστικής ακύρωσης της κατακύρωσης της προσφοράς σε τρίτο προσφοροδότη, που εκτέλεσε το έργο». Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται η θέση πως εσφαλμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεώρησε ότι, δικονομικά και/ή με βάση τη νομολογία, για να επιδικαστεί προς όφελος των εφεσειόντων ποσό αποζημίωσης θα έπρεπε το ίδιο το Δικαστήριο «να ικανοποιηθεί ότι η Προσφορά μετά την ακύρωση της κατακύρωσης, θα κατακυρώνετο στους Ενάγοντες» και, με τον τρίτο λόγο έφεσης, ότι εσφαλμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε πως δεν συνέτρεχε λόγος να επιδικάσει παραδειγματικές και/ή τιμωρητικές αποζημιώσεις, στη βάση συμπεράσματος ότι δεν υπήρξε συμπεριφορά, από πλευράς εφεσίβλητων, που να καταδεικνύει κατάφωρη περιφρόνηση των δικαιωμάτων των εφεσειόντων.
Διαφωνία με την πρωτόδικη απόφαση διατηρούν και οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι καταχώρισαν αντέφεση, προβάλλοντας τρεις λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι είναι λανθασμένη η πρωτόδικη απόφαση, ως προς την ικανοποίηση μέρους της απαίτησης των εφεσειόντων, και έκδοσης σχετικής απόφασης, για το ποσό των €9.736,00. Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο αντέφεσης, θεωρούν ότι εσφαλμένα επιδικάστηκε το ποσό των €9.736,00 ως αποζημιώσεις εναντίον τους, με τον δεύτερο λόγο αντέφεσης, ότι εσφαλμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ασχολήθηκε και/ή αμφισβήτησε τη νομιμότητα ή εγκυρότητα του Τεκμηρίου 22 (το οποίο αποτελεί απόφαση των εφεσίβλητων περί ακύρωσης του διαγωνισμού υπό προϋποθέσεις και επί γεγονότων) και, με τον τρίτο λόγο αντέφεσης, ότι εσφαλμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, «αφήνει να νοηθεί και/ή υπολογίζει ότι οι εφεσείοντες δικαιούνταν σε αποζημιώσεις αυτές θα ήταν της τάξης των €851.499,00».
Πριν υπεισέλθουμε στην εξέταση της ουσίας των λόγων έφεσης και αντέφεσης, κρίνουμε χρήσιμο να παραθέσουμε αυτούσια αποσπάσματα αδιαμφισβήτητων γεγονότων, που διέπουν την παρούσα υπόθεση, τα οποία διατυπώθηκαν στην πρωτόδικη απόφαση, αφού δεν αμφισβητούνται, ούτε με την έφεση, αλλά, ούτε και με την αντέφεση, τα οποία έχουν ως ακολούθως:
«1. Οι Ενάγοντες, κατά πάντα ουσιώδη προς την παρούσα αγωγή χρόνο, ήταν εταιρεία, δεόντως εγγεγραμμένη στην Κύπρο και ασχολείται, μεταξύ άλλων, με συστήματα συνεχούς παροχής ρεύματος και/ή συστήματα ενέργειας και/ή προμήθειας ενέργειας.
2. Οι Εναγόμενοι, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, ήταν Οργανισμός Δημοσίου Δικαίου που ιδρύθηκε με τον Περί Υπηρεσίας Τηλεπικοινωνιών Νόμο, Κεφ.302, όπως αυτός τροποποιήθηκε και λειτουργεί σύμφωνα με αυτόν.
3. Στις 23/4/2014, οι Εναγόμενοι, υπό την ιδιότητά τους ως Αναθέτουσα Αρχή, προκήρυξε την Προσφορά Αρ. Α.Τ 10/2004 (η «Προκήρυξη Προσφοράς»), η οποία αφορούσε σε τριετή συμφωνία για προμήθεια, εγκατάσταση και συντήρηση συστημάτων συνεχούς παροχής ενέργειας.
4. Οι Ενάγοντες ανταποκρίθηκαν και υπέβαλαν μία καθόλα νόμιμη και πλήρη προσφορά («η Προσφορά»), η οποία πληρούσε απόλυτα τις προδιαγραφές του διαγωνισμού.
5. Στις 16/8/2005, οι Εναγόμενοι, κοινοποίησαν την κατακύρωση της Προσφοράς σε άλλο προσφοροδότη («η Κατακύρωση της Προσφοράς») ήτοι την εταιρεία Pearltec Co Ltd (“ η Pearltec”). Προς τούτο υπεγράφησαν 2 Συμφωνίες Προμήθειας Συστημάτων και Συντήρησης ημερ. 4/8/2005 (ΤΕΚΜΗΡΙΑ 24 + 25), μεταξύ των Εναγομένων και της Pearltec.
6. Στις 18/10/2005, οι Ενάγοντες καταχώρισαν την Προσφυγή Αρ. 1305/05, αμφισβητώντας την πιο πάνω Κατακύρωση της Προσφοράς.
7. Την 1/ 11/2007, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε Απόφαση στην πιο πάνω Προσφυγή με την οποία ακυρώθηκε η Κατακύρωση (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1).
8. Οι Εναγόμενοι αμφισβήτησαν την πιο πάνω Απόφαση καταχωρίζοντας την Α.Ε 183/07, η οποία απορρίφθηκε στις 21/11/2011 (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 2).
9. Στις 25/1/2011, οι Δικηγόροι των Εναγόντων απέστειλαν επιστολή προς τους Εναγομένους (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 3) με την οποία τους καλούσαν «σε συμμόρφωση και επανεξέταση» με βάση το Άρθρο 146.5 και 146.6 του Συντάγματος ενόψει των πιο πάνω Αποφάσεων (ΤΕΚΜΗΡΙΑ 1 ΚΑΙ 2).
10. Εν τω μεταξύ, το Έργο που αποτελούσε το αντικείμενο της Προκήρυξης Προσφοράς και το οποίο κατακυρώθηκε στην Pearltec ξεκίνησε στις 4/8/2005 και ολοκληρώθηκε στις 3/8/2006 από την Pear1tec όπως προνοούσε και η Γραπτή Συμφωνία ημερ. 4/8/2005 (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 24).
11. Στις 24/3/2011, οι Δικηγόροι των Εναγόντων απέστειλαν νέα επιστολή προς τον Πρόεδρο και Μέλη Διοικητικού Συμβουλίου των Εναγομένων (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 4) στην οποία καταγράφονταν αναλυτικά οι κατ' ισχυρισμόν, ζημιές τις οποίες είχαν υποστεί οι Ενάγοντες, οι οποίες ανέρχονταν σε €909.753,00. Το πιο πάνω ποσό περιγράφεται ως δίκαιο και εύλογο και ζητείτο ανάλογη αποζημίωση.
12. Στην πιο πάνω επιστολή, οι Εναγόμενοι απάντησαν με δική τους επιστολή ημερ. 15/4/2011 (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 5), με την οποία πληροφορούσαν τους δικηγόρους των Εναγόντων ότι, οι Εναγόμενοι θα θέσουν το θέμα ενώπιον των αρμοδίων οργάνων για λήψη απόφασης ως προς το χειρισμό του και θα τους ενημέρωναν σχετικά.
13. Στις 11/10/2001, οι δικηγόροι των Εναγόντων
απέστειλαν νέα επιστολή προς τον Πρόεδρο και τα Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου των Εναγομένων (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 6) αναφέροντας την έλλειψη ανταπόκρισης στην προηγούμενη επιστολή τους ημερ. 24/3/2011 (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 4) και επαναλαμβάνοντας την αξίωση των Εναγόντων.
14. Στις 21/12/2011, οι Εναγόμενοι απάντησαν εκ νέου με σχετική επιστολή (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 7) στην οποία ενημέρωσαν τους δικηγόρους των Εναγόντων ότι το θέμα βρισκόταν υπό εξέταση.»
Οι λόγοι έφεσης και αντέφεσης είναι μεταξύ τους συνυφασμένοι, με κυρίαρχη την αμφισβήτηση του πρωτόδικου συμπεράσματος πως, εφόσον η προσφορά δεν θα κατακυρωνόταν στους εφεσείοντες, δεν ήταν δικαιολογημένη η επιδίκαση οποιασδήποτε αποζημίωσης, άρα ούτε και η επιδίκαση του ποσού των €9.736,00, θέση που υποστηρίζεται, αιτιολογικά, με τον πρώτο λόγο αντέφεσης, ενώ με τους πρώτο και τρίτο λόγους έφεσης υποστηρίζεται, επίσης αιτιολογικά, ότι η πρωτόδικη κατάληξη, δεν ήταν ορθή, αλλά, εφόσον αποδείχθηκε η παραβίαση του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και η παράνομη αδράνεια των εφεσίβλητων, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να επιδικάσει και το αξιούμενο από τους εφεσείοντες ποσό των €851.449,00, ως δίκαιη και εύλογη αποζημίωση, ως, επίσης, και τιμωρητικές αποζημιώσεις.
Σ’ ότι αφορά στα εγειρόμενα, από τους προαναφερόμενους λόγους έφεσης και αντέφεσης, ζητήματα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού τα εξέτασε, κατέληξε ως ακολούθως:
«Τονίζεται στο σημείο αυτό ότι οι Ενάγοντες έχουν συμμορφωθεί με τις προϋποθέσεις του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, κατά συνέπεια δικαιούνται σε δίκαιη και εύλογη αποζημίωση, ο δε τρόπος που θα υπολογιστεί, θα επεξηγηθεί πιο κάτω.
3. Τα Έξοδα που υπέστησαν οι Ενάγοντες ύψους €9.736,00:
Τα έξοδα αυτά παρατίθενται αναλυτικά πιο πάνω στην παρούσα Απόφαση και αφορούν σε αγορά και μελέτη εγγράφων, συγκέντρωση στοιχείων, ετοιμασία της προσφοράς, έξοδα Εγγυητικής και δικηγορικά έξοδα.
Το μεγαλύτερο ποσό (€6.730,00) αφορά σε δικηγορικά έξοδα, το οποίο η πλευρά των Εναγομένων αμφισβητεί αφού αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι οι Εναγόμενοι έχουν καταβάλει τα Έξοδα των δύο δικαστικών διαδικασιών (Προσφυγής και Αναθεωρητικής Έφεσης) που είχαν επιδικασθεί εναντίον τους. Ο ΜΕ, όμως, ανέφερε ότι το πιο πάνω ποσό προκύπτει ως δικηγορική αμοιβή πέραν των πιο πάνω διαδικασιών και εκτός της παρούσας διαδικασίας. Παρά το γεγονός ότι δεν κατατέθηκε οποιαδήποτε απόδειξη για το εν λόγω ποσό θεωρώ ότι έχει αποδειχθεί η αναγκαιότητα καταβολής του. Η αξιοπιστία του ΜΕ, καθώς και το γεγονός ότι η πορεία της υπόθεσης απαιτούσε νομικές συμβουλές, αναγκαίες, πέραν των δικαστικών διαδικασιών, αλλά άμεσα προκύπτουσες από την Προσφορά τις συνέπειες της ακυρωθείσας κατακύρωσης, θεωρώ ότι δικαιολογούν της επιδίκαση του εύλογου αυτού ποσού υπέρ των Εναγόντων.
Δεν μου διαφεύγει το γεγονός ότι οι Εναγόμενοι επικαλούνται το ΤΕΚΜΗΡΙΟ 27 που είναι οδηγίες προς προσφοροδότη και στο οποίο η CYTA απαλλάσσεται ευθύνης για τα έξοδα τα οποία επωμίζονται οι προσφοροδότες για την υποβολή της προσφοράς τους. Το θέμα όμως διαχωρίζεται, στην παρούσα περίπτωση αφού η όλη διαδικασία ακυρώθηκε ως παράτυπη.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, θεωρώ ότι οι Ενάγοντες δικαιούνται σε όλο το ποσό των €9.736,00.
4. Το αναμενόμενο κέρδος των Εναγόντων ύψους €851.499,00:
Το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει κέρδος το οποίο θα αποκόμιζαν οι Ενάγοντες σε περίπτωση που η Προσφορά κατακυρωνόταν σ' αυτούς. Ο τρόπος υπολογισμού του αναλύεται πιο πάνω. Έχει δε περιγραφεί από τους Ενάγοντες, ως διαφυγόν κέρδος. Στην πρόσφατη απόφαση Men Mar Ltd v CLP Catering Ltd, Π.Ε. 27 και 28/2012, ημερ. 23/1/2018, ο Ναθαναήλ, Δ., με αναφορά σε προηγούμενη νομολογία, ανέφερε ότι, «διαφυγόν κέρδος, δεν είναι τίποτε άλλο από το κέρδος που θα λαμβανόταν από την ολοκληρωμένη εκτέλεση της συμφωνίας».
Θεωρώ ότι, για να επιδικασθεί το ποσό αυτό, υπέρ των Εναγόντων, πρέπει το Δικαστήριο, να ικανοποιηθεί ότι η Προσφορά μετά την ακύρωση της Κατακύρωσης, θα κατακυρωνόταν στους Ενάγοντες. Αυτό εξάλλου αναφέρει και η νομολογία όπου στην υπόθεση
Νίκολας (2001), πιο πάνω, λέχθηκε ότι για να επιτύχει τέτοια απαίτηση, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι οι Ενάγοντες θα εξασφάλιζαν κατακύρωση της προσφοράς υπέρ τους, αν δεν παρεμβαλλόταν η ακυρωθείσα πράξη (Καλλής, Δ. στις σελ. 1001-1002).
Προς υποστήριξη των θέσεων των Εναγόντων, ο κ. Αγγελίδης έδωσε έμφαση στο Τ. 17, που είναι η Έκθεση Αξιολόγησης ημερ. 16/11/2004 που έγινε από τους Εναγομένους. Συγκεκριμένα, στη σελ.6 της εν λόγω Έκθεσης, αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Εάν δεν γίνουν αποδεκτοί οι πιο πάνω όροι από τον προσφοροδότη αρ.3 (ή γίνει αναγωγή των τιμών σε ίση βάση όσον αφορά και τους συσσωρευτές), τότε ο δημόσιος διαγωνισμός ΑΤ. 10/2004 για Προμήθεια και Συντήρηση Συστημάτων Αδιάλειπτης Παροχής Ρεύματος Τύπου «Redundant-Parallel» να κατακυρωθεί στον προσφοροδότη αρ. 1 εταιρεία Digicom Ltd, που ικανοποιεί πλήρως τις τεχνικές προδιαγραφές, χωρίς οποιουσδήποτε όρους».
Από την πλευρά τους οι Εναγόμενοι επικαλούνται το ΤΕΚΜΗΡΙΟ 8, πιο πάνω, το οποίο στη σελ. 2, στο πάνω μέρος αναφέρει ότι η CYTA δεν είναι υπόχρεη να παραγγέλλει ποσότητες ίσες με τις προδιαγραφές που εμπεριέχονται στο εν λόγω τεκμήριο. Αυτό σημαίνει ότι οι Ενάγοντες δεν θα αποκόμιζαν, κατ’ ανάγκη, το κέρδος που ισχυρίζονται ότι θα αποκόμιζαν.
Έχω εξετάσει τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλη τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν του Δικαστηρίου, καθώς και τους λόγους ακυρότητας όπως αυτοί εμφαίνονται στις επίδικες Αποφάσεις (T. 1 και 2), κάτι το οποίο, όπως αναφέρεται πιο πάνω, είναι επιτρεπτό.
Τα σημεία που διαφαίνονται ήταν ότι, αρχικά οι Προσφοροδότες ήταν 3, ήτοι εκτός από τους Ενάγοντες και την Pearltec, Προσφορά είχε υποβάλει και η εταιρεία ACE Ηλεκτρονικά Ισχύος ΕΠΕ, από την Ελλάδα. Οι λόγοι ακύρωσης της Προσφοράς όπως εμφαίνονται στην Απόφαση στην Αναθεωρητική Έφεση ημερ. 21/1/2001 (Τ.2) στα σημεία που επικυρώνει την Πρωτόδικη Απόφαση είναι ότι, κάποια θέματα θα έπρεπε να είχαν διευκρινιστεί πριν από την Κατακύρωση. Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι εάν δεν κρινόταν άκυρη η Προσφορά της Pear1tec, η κατακύρωση θα γινόταν προς όφελος των Εναγόντων.
Κατά συνέπεια, το διαφυγόν κέρδος των Εναγόντων, δεν προκύπτει ως άμεση συνέπεια της ακύρωσης της Κατακύρωσης Προσφοράς, γι' αυτό και θεωρώ ότι οι Ενάγοντες δεν δικαιούνται το εν λόγω ποσό των €851.499,00.».
Διατηρούμε κατά νουν όλες τις θέσεις και επιχείρηματα που προωθήθηκαν ενώπιον μας, από τους ευπαίδευτους συνηγόρους των διαδίκων, με σημεία αναφοράς τη μαρτυρία που δόθηκε κατά τη δίκη, την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά και τις αυθεντίες που προωθήθηκαν και αναπτύχθηκαν, με επάρκεια και πληρότητα, προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων αλλά και προς υποβοήθηση του έργου μας.
Παραπέμπουμε, κατ’ αρχάς, σε εκτενή ανάλυση της νομολογίας, συναφή προς τα εγειρόμενα με την παρούσα έφεση ζητήματα, η οποία γίνεται στην υπόθεση Νίκολας v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 Α.Α.Δ. 983. Φρονούμε πως η παράθεση αποσπασμάτων, από την εν λόγω υπόθεση, είναι χρήσιμη, προς κατατοπισμό και διαφώτιση των αρχών, των διεπόντων περί του δικαιώματος εύλογης και δίκαιης αποζημίωσης δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, τα οποία έχουν ως ακολούθως:
«Τα σχετικά με την επίλυση της επίδικης διαφοράς άρθρα του Συντάγματος είναι τα άρθρα 146.5 και 146.6* του Συντάγματος. Το άρθρο 146.6 έχει ερμηνευθεί στην Εγγλεζάκη κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1992) 1 Α.Α.Δ. 697. Στην υπόθεση εκείνη οι αιτήτριες ήταν υποψήφιες για εισδοχή στην Παιδαγωγική Ακαδημία κατά το ακαδημαϊκό έτος 1984-1985. Η αρμόδια αρχή είχε καθορίσει σαν κριτήρια για εισδοχή, εκτός από την επίτευξη ορισμένου επιπέδου επίδοσης στις εισαγωγικές εξετάσεις και ποσοστό εισδοχής ανδρών και γυναικών. Οι αιτήτριες δεν πέτυχαν στις εισαγωγικές εξετάσεις τέτοια επίδοση ώστε να δικαιούνται να εισέλθουν στην Παιδαγωγική Ακαδημία. Με προσφυγή τους στο Ανώτατο Δικαστήριο πέτυχαν την ακύρωση της απόφασης για μη εισδοχή τους λόγω της ύπαρξης του κριτηρίου σχετικά με το φύλο των υποψηφίων. Μετά την απόρριψη και της έφεσης εναντίον της ακυρωτικής απόφασης οι αρμόδιες αρχές επανεξέτασαν την ακυρωθείσα απόφαση με βάση τις πραγματικότητες του 1984. Οι αιτήτριες δεν ήταν μεταξύ των επιλεγέντων λόγω του ότι δεν περιλαμβάνονταν μεταξύ των 50 επιτυχέστερων υποψηφίων, ούτε ακόμα μεταξύ των πρώτων επιλαχόντων. Απέκτησαν δικαίωμα εισδοχής στην Παιδαγωγική Ακαδημία λόγω της επιτυχίας τους στις εισαγωγικές εξετάσεις του επόμενου έτους, οπόταν και κατέστησαν σπουδάστριες της Παιδαγωγικής Ακαδημίας.
Με αγωγή τους στο Επαρχιακό Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 146.6 του Συντάγματος, οι αιτήτριες αξίωσαν αποζημιώσεις για ισχυριζόμενη ζημιά που υπέστησαν λόγω της ακυρωθείσας απόφασης. Το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή γιατί, μετά την εξαφάνιση της ακυρωθείσας πράξης και επανεξέταση του θέματος, αποκαταστάθηκε η νομιμότητα χωρίς να αφεθούν οποιαδήποτε κατάλοιπα ζημιάς στις αιτήτριες.
Το Εφετείο επεκύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Αφού πρώτα έθεσε το ερώτημα κατά πόσο "μετά την επανόρθωση και αποκατάσταση της νόμιμης τάξης πραγμάτων, οι αιτήτριες υπέστησαν οποιαδήποτε ζημιά" στη συνέχεια έκαμε αναφορά στη σχετική νομολογία* και συνόψισε ως εξής τις αρχές που προκύπτουν από τη νομολογία - Βλ. απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε, στις σελ. 702-703:
"(1) Όπως το κείμενο του άρθρου 146.6 υποδηλώνει, και η νομολογία βεβαιώνει, η ακύρωση διοικητικής απόφασης δε θεμελιώνει αφεαυτής δικαίωμα για αποζημίωση από πολιτικό δικαστήριο. Δικαίωμα για αποζημίωση εγείρεται 'εφ' όσον η αξίωσις αυτού δεν ικανοποιηθή υπό του περί ου πρόκειται οργάνου, αρχής ή προσώπου'.
(2) Η αποκατάσταση της τρωθείσας νομιμότητας, όπως διαπιστώνεται στην αναθεωρητική ακυρωτική απόφαση, αποτελεί ευθύνη του αρμόδιου διοικητικού οργάνου στο πεδίο του δημοσίου δικαίου. Παράλειψη αποκατάστασης της νομιμότητας με την εξαφάνιση της πράξης, συνιστά παράλειψη εκπλήρωσης υποχρέωσης που θέτει το άρθρο 146.5 του Συντάγματος που επιβάλλει την ενεργό συμμόρφωση με τη ακυρωτική απόφαση, και συνιστά παράλειψη υποκείμενη σε αναθεώρηση βάσει του άρθρου 146.1. Στην προκείμενη περίπτωση, η Διοίκηση συμμορφώθηκε με την εξαφάνιση της πράξης και την επανεξέταση της ακυρωθείσας απόφασης. Η μη αμφισβήτηση της νέας απόφασης, σε συνδυασμό με το τεκμήριο της νομιμότητας, επισφραγίζουν το πλαίσιο της νομιμότητας αναφορικά με τη διοικητική λειτουργία. Δικαίωμα για αποζημίωση εγείρεται αν, παρά την αποκατάσταση της νομιμότητας, προέκυψε ζημία, η οποία δεν είχε ικανοποιηθεί, από την αρμόδια διοικητική αρχή. Στην προκείμενη περίπτωση δεν προέκυψε καμιά ζημιά γιατί οι εφεσείουσες δεν ήταν, βάσει του γραπτού διαγωνισμού, μεταξύ των εισακτέων φοιτητών."
Η απόφαση του Εφετείου κατέληξε ως εξής:
"Κάτω από οποιοδήποτε πρίσμα κι' αν ήθελε κριθεί η απαίτηση των εφεσειουσών για αποζημιώσεις, αυτή ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Για να επιτύχουν έπρεπε να είχαν αποδείξει ότι, παρά το γεγονός ότι δεν είχαν δικαίωμα εισδοχής στην Παιδαγωγική Ακαδημία το 1984, υπέστησαν ζημία η οποία δεν έχει ικανοποιηθεί. Η απαίτησή τους στηρίχθηκε ουσιαστικά στην απώλεια του δικαιώματος για εισδοχή το 1984, και στις συνέπειες που προέκυψαν από τη μη εισδοχή τους. Εφόσο διαπιστώθηκε ότι δεν είχαν δικαίωμα να εισαχθούν το 1984, το βάθρο της απαίτησής τους κατέρρευσε."
Ενωρίτερα - στη σελ. 701 - το Εφετείο επεσήμανε ότι η ύπαρξη έννομου συμφέροντος για προσβολή διοικητικής πράξης ή απόφασης δε συνεπάγεται και δικαίωμα επιλογής κατά την επανεξέταση εφόσον ήθελε ακυρωθεί η διοικητική πράξη κατά την αναθεώρηση.
Στην Μαυρονύχης ν. Αρχής Βιομηχανικής Καταρτίσεως (1995) 1 Α.Α.Δ. 612 ο εφεσείων είχε ασκήσει προσφυγή κατά του διορισμού συγκεκριμένου προσώπου (το Ε.Μ.) στη θέση Υπεύθυνου Λογιστηρίου. Το Ε.Μ. υπέβαλε παραίτηση μετά το διορισμό του. Με ενδιάμεση απόφαση του το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφυγή δεν είχε καταργηθεί γιατί αν ήθελε διαπιστωθεί ότι ο εφεσείων εσφαλμένα δεν είχε επιλεγεί δυνατόν να είχε υποστεί ζημιά σαν αποτέλεσμα του μη διορισμού του (Βλ. Mavronichis v. Industrial Training Authority (1986) 3 C.L.R. 1427).
Με απόφαση του ημερ. 22.2.1986 το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε το διορισμό του Ε.Μ.. Έκρινε ότι η χωρίς δικαιολογία παραγνώριση των ανώτερων προσόντων του εφεσείοντα, τα οποία δυνάμει του σχεδίου υπηρεσίας αποτελούσαν πλεονέκτημα και τα οποία τον καθιστούσαν έκδηλα υπέρτερο του Ε.Μ. οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η απόφαση για διορισμό του Ε.Μ. δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή (βλ. Mavronichis v. Industrial Training Authority (1986) 3 C.L.R. 2213). Σημειώνεται ότι μετά την παραίτηση του Ε.Μ. η αρμόδια αρχή κατάρτισε νέο σχέδιο υπηρεσίας και η νέα θέση πληρώθηκε στις 15.5.86. Ο εφεσείων δεν υπέβαλε υποψηφιότητα γιατί δεν κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα. Την ακυρωτική απόφαση ακολούθησε αγωγή του εφεσείοντα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, με την οποία διεκδίκησε αποζημιώσεις κατ' επίκληση του άρθρου 146.6 του Συντάγματος. Το Επαρχιακό Δικαστήριο κατέληξε πως
(α) κάτω από τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης στοιχειοθετήθηκε δικαίωμα αποζημίωσης, και
(β) το ποσό των £2.128 αντιπροσώπευε ότι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως "δικαία και εύλογος αποζημίωσις" στην περίπτωση.
Στο παράπονο του εφεσείοντα πως το ποσό ήταν "υπερμέτρως χαμηλό και λανθασμένο στο Νόμο" οι εφεσίβλητοι, με "ειδοποίηση αντεφέσεως" αντέτειναν, μεταξύ άλλων, πως η ακυρωτική απόφαση δε συνιστούσε παραδεκτό στήριγμα αξίωσης για αποζημίωση.
Το Εφετείο παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση. Ο Κωνσταντινίδης, Δ.. έθεσε το θέμα ως εξής:
"Είναι ορθή η εισήγηση των εφεσιβλήτων πως δεν έχει στοιχειοθετηθεί αγώγιμο δικαίωμα. Όσα θεωρήθηκαν ως ιδιαίτερα περιστατικά, δεν αλλοίωναν το θεμελιωμένο πως η δικαστική ακύρωση διορισμού δεν εμπεριέχει και δήλωση για παράλειψη διορισμού άλλου ούτε, βέβαια γεννά με οποιοδήποτε τρόπο δικαίωμα διορισμού ώστε να προδεσμεύεται η διακριτική εξουσία της διοίκησης που καθηκόντως θα επανεξετάσει το ζήτημα (Βλ. Christofides v. Attorney-General (1981) 1 C.L.R. 80 και Frangoulides v. The Republic (1982) 1 C.L.R. 462)."
Σχολιάζοντας την εισήγηση του εφεσείοντα πως το γεγονός της κατάργησης της θέσης αποτελούσε διαφοροποιητικό στοιχείο ο Κωνσταντινίδης, Δ., ανέφερε στις σελ. 618-619:
"Η αξίωση, που εφόσον δεν ικανοποιηθεί δημιουργεί δικαίωμα επιδίκασης αποζημίωσης, πρέπει να θεμελιώνεται στην ίδια την απόφαση που κηρύχθηκε άκυρη. Τίθεται ζήτημα αποζημίωσης μόνο εφόσον η ζημιά προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση ή προέκυψε ως άμεση συνέπειά της (Βλ. Attorney-General v. Andreas Marcoullides and Another (1966) 1 C.L.R. 242, Costas Tsakkistos v. Attorney-General (1969) 1 C.L.R. 355, Kampis v. Republic (1984) 1 C.L.R. 314, Christofides v. Attorney-General (ανωτέρω), Frangoulides v. Republic (ανωτέρω), Πελαγία Εγγλεζάκη και Άλλοι ν. Γενικού Εισαγγελέα (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 697 και Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ν. Χάρης Θεοδωρίδης (1993) 1 Α.Α.Δ. 420). Αν η μεταγενέστερη απόφαση για κατάργηση της θέσης προκάλεσε ζημιά και ποιά, ήταν ζήτημα ασύνδετο προς την απόφαση που ακυρώθηκε. Το παράδειγμα της αδυναμίας ικανοποίησης απολυθέντος υπαλλήλου λόγω κατάργησης της θέσης που επικαλέστηκε ο εφεσείων με αναφορά στο έργο του Φ. Βεγλερή - Η συμμόρφωσις της Διοικήσεως εις τας αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας σελ. 117, δεν υποστηρίζει το συλλογισμό του. Εκεί υπήρχε δικαίωμα αποζημίωσης ακριβώς επειδή η αξίωση του απολυθέντος για επάνοδο στην υπηρεσία ως κατ' ευθείαν συνέπεια της εξαφάνισης της απόλυσής του με την ακυρωτική απόφαση, δεν μπορούσε πλέον να ικανοποιηθεί. Εδώ η ζημιά εμφανίζεται να προεκλήθη όχι λόγω της ακυρωθείσας απόφασης αλλά λόγω της μεταγενέστερης απόφασης για κατάργηση της θέσης."
Στη Δήμος Αραδίππου ν. Γεωργιάδης (2000) 1 Α.Α.Δ. 1000, ο εφεσείων, μετά από σχετική απόφαση, προκήρυξε τη θέση δημοτικού μηχανικού. Οι αιτητές ήσαν 6, μεταξύ αυτών και ο εφεσίβλητος. Κρίθηκε ως καταλληλότερος για τη θέση κάποιος Κυριάκος Καρεκλάς, και ακολούθησαν στον κατάλογο, ως ισόβαθμοι, ο εφεσίβλητος και ένας άλλος υποψήφιος. Έγινε εισήγηση στο Δημοτικό Συμβούλιο να προσφερθεί διορισμός στον Κ. Καρεκλά, ο οποίος όμως τον απέρριψε. Μετά απ' αυτή την εξέλιξη ο εφεσείων αποφάσισε την επαναπροκήρυξη της θέσης, που έγινε με δημοσίευση στον ημερήσιο τύπο την 8.1.89. Με προσφυγή του ο εφεσίβλητος ζήτησε ακύρωση της ανάκλησης της απόφασης για την πλήρωση της θέσης. Το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την ανακλητική απόφαση γιατί ήταν αναιτιολόγητη. Το Επαρχιακό Δικαστήριο επεδίκασε στον εφεσίβλητο αποζημιώσεις δυνάμει του πιο πάνω άρθρου 146.6 του Συντάγματος. Το Εφετείο παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση μετά από έφεση του Δήμου. Υιοθέτησε τα νομολογηθέντα στην Μαυρονύχης (πιο πάνω). Έκρινε ότι "η προσφυγή του εφεσίβλητου έγινε δεκτή γιατί η απόφαση για την ανάκληση ήταν αναιτιολόγητη. Η αγωγή θεμελιώνεται μόνο σ' αυτή την απόφαση που κηρύχθηκε άκυρη, και θέμα αποζημίωσης εγείρεται μόνο, αν είναι βάσιμο, για τη ζημιά που προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση ή προέκυψε ως άμεση συνέπεια της (βλ. την υπόθεση Μαυρονύχης, σελ. 618, όπου παρατίθενται και προηγουμένως σχετικές αποφάσεις). Τέτοια ζημιά δεν προέκυψε".
Στην Petrides v. Greek Communal Chamber and Another (1965) 1 C.L.R. 39, 46 υποδείχθηκε ότι το δικαίωμα για αποζημιώσεις δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ανάλογο δικαίωμα αναγνωρίζεται και στην Ελλάδα όπως καταδεικνύεται - σύμφωνα με την απόφαση του Εφετείου - από το πιο κάτω απόσπασμα του συγγράμματος του καθηγητή Κυριακόπουλου "Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον", 4η έκδοση, 1961, Τόμος Γ, σελ. 155:
"Η υποχρέωσις της διοικήσεως εις ακριβή συμμόρφωσιν προς ακυρωτικήν απόφασιν, εκδοθείσαν επί εκτελεσθείσης ήδη πράξεως, συνίσταται εις την εξαφάνισιν των αποτελεσμάτων ταύτης, ήτοι εις την αποκατάστασιν της προηγούμενης πραγματικής καταστάσεως. Η υποχρέωσις προς συμμόρφωσιν της διοικήσεως δεν περιορίζεται εις μόνην την λήψιν των αναγκαίων διοικητικών μέτρων προς άμεσον εκτέλεσιν της ακυρωτικής αποφάσεως· αλλ' επιβάλλει άμα εις την διοίκησιν, όπως, δια διοικητικών εκτελεστών πράξεων, αποκαταστήση τα πράγματα εις την προ της ακυρωθείσης πράξεως νομικήν κατάστασιν. Προς τούτο υποχρεούται η διοίκησις ν' ανακαλέση και πάσαν πράξιν, τελούσαν εν στενώ συνδέσμω προς την ακυρωθείσαν. Η αποκατάστασις δέον να είναι πλήρης, ήτοι να περιλαμβάνη πάντα τα ζημιούντα τον προσφυγόντα αποτελέσματα της πράξεως εξ αρχής.
Η αποκατάστασις όμως δεν περιλαμβάνει και την ανόρθωσιν της υλικής ζημίας. Το Σ.Ε., μη κρίνον άλλως τε περί των εξ αυτής δικαιωμάτων του προσφεύγοντος και των αντιστοίχων υποχρεώσεων της διοικήσεως, δεν επιδικάζει χρηματικάς καταβολάς - πλην των δικαστικών εξόδων. Αν δε η διοίκησις αρνήται να εκπληρώση τοιαύτας υποχρεώσεις, ανακύπτει πλέον αστική διαφορά, δια την οποίαν αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία δεσμεύονται ως προς το υπό του Σ.Ε. κριθέν ζήτημα, περί ού γεννάται δεδικασμένον εκ της αποφάσεως τούτου. Την προς αποζημίωσιν, κατ' αρχήν, υποχρέωσιν αυτής, η διοίκησις δεν δύναται ν' αμφισβητήση εν η περιπτώσει η αποκατάστασις είναι εκ των πραγμάτων αδύνατος - ως λ.χ. εάν ο διαρρεύσας χρόνος περιέλαβεν ολόκληρον το διάστημα, εις ο αφεώρα η ακυρωθείσα πράξις - επειδή η προς συμμόρφωσιν υποχρέωσις περιορίζεται εν όλω η εν μέρει εις μόνην την αστικήν ευθύνην."
Στο σύγγραμμα της Δ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου "Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως κατόπιν ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως", 1988, σελ. 233, 235, επεξηγείται ότι "το δικαίωμα της αποζημιώσεως δεν γεννάται ipso facto εκ της ακυρωτικής αποφάσεως" και "δεν δύναται να υπάρξη εκ μόνης της ακυρώσεως υποχρέωσις προς αποζημίωσιν, ως ενέργεια αποκαταστάσεως, ούτε κατ' αρχήν ούτε κατ' έκτασιν".
Κάτω από την επικεφαλίδα "Η έννοια της αποκαταστάσεως είναι διάφορος της εννοίας της αποζημιώσεως δια ζημίαν εκ της ακυρωθείσης πράξεως" αναφέρονται τα εξής στο πιο πάνω σύγγραμμα - στις σελ. 233-235:
"Είναι βέβαιον ότι η έννοια της αποκαταστάσεως είναι διάφορος της έννοιας της αποζημιώσεως δια ζημίαν εκ της ακυρωθείσης πράξεως. Ήτοι, η ευθύνη της Διοικήσεως δι' αποζημίωσιν ουδέποτε απορρέει αυτομάτως από την δικαστικήν ακύρωσιν. Και τούτο διότι ναι μεν η παρανομία είναι αναγκαία προϋπόθεσις της αστικής ευθύνης του Κράτους, αλλά δεν είναι και η μόνη.
Συνεπώς, η ακύρωσις μιας παρανόμου πράξεως κατόπιν ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως, δεν επισύρει αυτομάτως και την ευθύνην της Διοικήσεως (ή του επιχειρούντος την παράνομον πράξιν οργάνου). Το δικαίωμα της αποζημιώσεως δεν γεννάται ipso facto εκ της ακυρωτικής αποφάσεως. Η Διοίκησις ημπορεί να αρνήται την υποχρέωσιν αποζημιώσεως, χωρίς τούτο να θεωρήται παράλειψις οφειλομένης νομίμου ενεργείας ή παραβίασις του δεδικασμένου και του άρθρου 50 του νόμου περί ΣτΕ και συνεπώς ουδεμίαν εκ των κυρώσεων δια παραβίασιν του άρθρου 50 δύναται να επισύρη η τοιαύτη άρνησις. Διότι το ζήτημα της αποζημιώσεως είναι αντικείμενον νέου δικαστικού αγώνος και όχι θέμα απλής εκτελέσεως.
Θεωρητικώς, η αληθής και ολοσχερής άρσις των συνεπειών της παρανόμου πράξεως, μετά την απαγγελθείσαν υπό του δικαστού ακύρωσιν θα έπρεπε να συνεπάγεται, κατά μίαν άποψιν, και την αποκατάστασιν και ανόρθωσιν πάσης τυχόν ζημίας προξενηθείσης κατά την διάρκειαν και εξ αιτίας της ισχύος της παρανόμου πράξεως. Αλλ' εν προκειμένω βάσει των κειμένων διατάξεων η απάντησις είναι αρνητική. Δεν δύναται να συγκαταλεχθή μεταξύ των αμέσων και αυτομάτων αποτελεσμάτων της ακυρώσεως και η ευθύνη της Διοικήσεως προς αποζημίωσιν. Διότι ακριβώς η ακύρωσις έχει αιτίαν την παρανομίαν της διοικητικής πράξεως, ενώ η ευθύνη προς αποζημίωσιν έχει γενεσιουργόν αιτίαν την προξενηθείσαν ζημίαν εκ της παρανόμου πράξεως. Ο ακυρωτικός δικαστής δεν κρίνει περί της δευτέρας, αλλά μόνον περί της νομιμότητος της προσβληθείσης πράξεως. Άλλαι αι προϋποθέσεις της ακυρώσεως της πράξεως και άλλαι αι της αγωγής αποζημιώσεως.
..........................................................................................................
Η ζημία, δηλαδή, εκ της αναγνωρισθείσης ακυρότητος δεν είναι ούτε βεβαία ούτε δεδομένη η ακριβής κατ' έκτασιν. Λαμβανομένων δε υπ' όψιν των προϋποθέσεων και περιορισμών υπό τους οποίους αναγνωρίζεται γενικώς υποχρέωσις της Διοικήσεως προς αποζημίωσιν, ή ότι εν προκειμένω είναι δυνατόν ευθύς εξ αρχής να έχη ανασταλή η ακυρωθείσα πράξις και συνεπώς να μη υπάρχη καν ζημία, ή ότι η ακύρωσις δύναται ν' απαγγελθή και δια τυπικούς λόγους, ήτοι δια παράβασιν ουσιώδους τύπου ή αναρμοδιότητα, οπότε η Διοίκησις δύναται να επανεκδώση την ακυρωθείσαν πράξιν, ή ότι υπάρχει και η σπανία περίπτωσις της 'θεμιτής παρανομίας', κατά την οποίαν δυνατόν να μη ηκυρώθη παράνομος πράξις, αλλά να αναγνωρισθή ευθύνη δι' αποζημίωσιν εκ της εν λόγω πράξεως, συνάγεται ότι: Αι περιπτώσεις αναγνωρίσεως αποζημιώσεως καίτοι απηγγέλθη η ακύρωσις, είναι σπάνιαι και δεν είναι δυνατόν να ταυτισθούν με τας περιπτώσεις ακυρώσεως.
Συνεπώς, δεν δύναται να υπάρξη εκ μόνης της ακυρώσεως υποχρέωσις προς αποζημίωσιν, ως ενέργεια αποκαταστάσεως, ούτε κατ' αρχήν, ούτε κατ' έκτασιν. Εις την έννοιαν της αποκαταστάσεως, ακόμη και υπό την δυναμικήν της μορφήν, δεν περιλαμβάνεται η ανόρθωσις της περιουσιακής ζημίας εκ της ακυρωθείσης πράξεως."
Οι πιο πάνω προσεγγίσεις - της Δ. Κοντόγιωργα - έχουν τύχει της επιδοκιμασίας του Εφετείου στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου (1999) 1 Α.Α.Δ. 342, στην οποία λέχθηκαν και τα ακόλουθα:
"Η παράλειψη εξάλειψης της ακυρωθείσας πράξης δεν τεκμηριώνει, αφ' εαυτής, ζημία. Η ζημία πρέπει να αποδειχθεί. Η ζημία συνίσταται στην απώλεια ή βλάβη, την οποία ο ενάγων υφίσταται, λόγω της πράξης που στοιχειοθετεί το αγώγιμο δικαίωμα. Το αγώγιμο δικαίωμα, το οποίο παρέχει η παράγραφος 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος, είναι ιδιόμορφο (cause sui generis), όπως αναγνωρίζεται στη Frangoulides v. Republic (ανωτέρω), και οι κανόνες καθορισμού των αποζημιώσεων διάφοροι από εκείνους του κοινοδικαίου."
Με το αιτητικό της προσφυγής ο εφεσείων είχε επιδιώξει ακύρωση της απόφασης της διοίκησης με την οποία είχε χορηγηθεί άδεια εργασίας και παραμονής στην Κύπρο σε 6 αλλοδαπούς. Το ακυρωτικό δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση γιατί η διερεύνηση του θέματος υπήρξε ατελής και μη δέουσα.
Σύμφωνα με την ερμηνεία των άρθρων 146.5 και 146.6 μετά την ακυρωτική απόφαση η διοίκηση έπρεπε να λάβει μέτρα για να αποκαταστήσει τη νομιμότητα (Βλ. Εγγλεζάκη, πιο πάνω). Έπρεπε να λάβει μέτρα για να εξαφανίσει τα αποτελέσματα της προσβαλλόμενης πράξεως ήτοι να αποκαταστήσει την προηγούμενη πραγματική κατάσταση.
Στην παρούσα υπόθεση έχοντας υπόψη το αιτητικό της προσφυγής και τους λόγους οι οποίοι οδήγησαν στην ακύρωση της επίδικης πράξης για την αποκατάσταση της νομιμότητας η διοίκηση έπρεπε να λάβει τα πιο κάτω μέτρα:
(α) Να αποκαταστήσει τα πράγματα εις την προ της 'ακυρωθείσης πράξεως νομικήν κατάστασιν', ήτοι να ανακαλέσει τις άδειες εργασίας τις οποίες είχε χορηγήσει στα πρόσωπα που κατονομάζονται στην προσφυγή (βλ. Κυριακόπουλος, πιο πάνω, σελ. 155)· και
(β) Να προβεί σε επανεξέταση του θέματος.
Ποιές είναι τώρα οι παράμετροι της επανεξέτασης; Αυτές είναι συναρτημένες με το λόγο ακύρωσης: βλ. Κυριακόπουλος, πιο πάνω, σελ. 154-155:
"β. Διάφορος της ως άνω προς συμμόρφωσιν υποχρεώσεως της διοικήσεως, είναι η προς ενδεχόμενην ενέργειαν υποχρέωσις αυτής, ήτις ανακύπτει κατόπιν ακυρώσεως πράξεως, εκδοθείσης κατ' ελευθέραν εκτίμησιν. Διότι η διοίκησις, μετά την ακύρωσιν, είναι ελευθέρα να εκδώση ή να μη εκδώση νέαν πράξιν, και μόνον, αν προβή εις έκδοσιν ταύτης, οφείλει να συμμορφωθή προς την απόφασιν. Και αν μεν η αίτησις ακυρώσεως εγένετο δεκτή διά παράλειψιν ουσιώδους τύπου, η διοίκησις, επανερχόμενη επί της υποθέσεως, οφείλει να τηρήση τον παραλειφθέντα τύπον· αν δε η ακύρωσις επήλθε συνεπεία ελλείψεως αιτιολογίας, ή ελλιπούς αιτιολογίας, η διοίκησις, εφ' όσον επανέλθη, οφείλει να προσθέση την προσήκουσαν αιτιολογίαν· αν δε, τέλος, η ακύρωσις εγένετο δι' αναρμοδιότητα της εκδούσης την πράξιν αρχής, καθορισθή δ' εν τη αποφάσει του Σ.Ε. ποία αρχή είναι αρμοδία, μόνον η κριθείσα τοιαύτη δύναται να προβή εις την έκδοσιν της νέας πράξεως".
(Βλ. και Δ. Κοντόγιωργα, πιο πάνω, σελ. 234 (παρατίθεται στη σελ. 12 της παρούσας απόφασης)).
Εφόσο η ακύρωση είχε συντελεστεί λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας η διοίκηση έπρεπε να επανεξετάσει το θέμα με τη διεξαγωγή της υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης επιβαλλόμενης έρευνας.
Στην παρούσα υπόθεση η διοίκηση μπορούσε να ακολουθήσει μια από τις πιο κάτω πορείες:
(α) Να παραλείψει να προβεί σε ανάκληση και επανεξέταση.
(β) Να προβεί σε επανεξέταση, μετά από τη δέουσα έρευνα και να λάβει νέα απόφαση με την οποία:
(ι) να αποκλείεται η υποψηφιότητα των αλλοδαπών και να επιτρέπεται μόνο η εργοδότηση Κύπριων, ή
(ιι) να επιτρέπεται η εργοδότηση τόσο Κυπρίων όσο και αλλοδαπών, ή
(ιιι) να εμμείνει στην προηγούμενη - ακυρωθείσα - απόφαση.
Υιοθέτηση της πορείας (α) ή (β) (ιι) ή β (ιιι) θα έδινε το δικαίωμα στον εφεσείοντα να ασκήσει προσφυγή. Τούτο γιατί "παράλειψη της διοίκησης για άρση κάθε πτυχής της άκυρης απόφασης και λήψη της κατάλληλης ενέργειας προς συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση, αντιμετωπίζεται με νέο αναθεωρητικό έλεγχο" (Βλ. Μαυρονύχης, πιο πάνω, σελ. 619 και Frangoulides, πιο πάνω - Βλ. και Κυριακόπουλος, πιο πάνω, σελ. 156: "Αι μετά την ακύρωσιν υπό του Σ.Ε. ενέργειαι ή παραλείψεις της διοικήσεως αποτελούσιν ανθυπόστατους πράξεις, και ως τοιαύται υπόκεινται εις προσβολήν επί ακυρώσει, συντρεχόντων των προς τούτο νομίμων όρων").
Υιοθέτηση της πορείας (β) (ι) και (ιι) θα έδινε το δικαίωμα στον εφεσείοντα να αποταθεί για διορισμό.
Με την ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξης και με την επανεξέταση, μετά από δέουσα έρευνα, θα αποκαθίστατο η νομιμότητα. Ωστόσο από το ενώπιον μας υλικό δεν φαίνεται κατά πόσο η διοίκηση έχει λάβει μέτρα για αποκατάσταση της νομιμότητας. Ανεξάρτητα από αυτή τη πτυχή της υπόθεσης το μόνο επίδικο θέμα που χρήζει επίλυσης είναι το κατά πόσο ο εφεσείων δικαιούται σε αποζημιώσεις σαν αποτέλεσμα της πιο πάνω ακυρωτικής απόφασης.
Έχουμε την άποψη πως η ορθή νομική προσέγγιση αντανακλάται στις αποφάσεις που δόθηκαν στις υποθέσεις Εγγλεζάκη, Μαυρονύχη και Δήμος Αραδίππου (πιο πάνω). Κρίνουμε, επομένως, ότι τίθεται ζήτημα αποζημίωσης μόνο εφόσον η ζημιά προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση ή προέκυψε ως άμεση συνέπεια της. Η απαίτηση του εφεσείοντα στηρίχθηκε στον ισχυρισμό του ότι σαν αποτέλεσμα της ακυρωθείσας απόφασης δεν πέτυχε διορισμό στην Κύπρο και "υπέστει απώλειες, γενικές και ειδικές ζημιές". Εν όψει των πραγματικών περιστατικών που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση θεωρούμε ότι για να επιτύχει στην αξίωση του ο εφεσείων έπρεπε να είχε αποδείξει ότι θα εξασφάλιζε διορισμό αν δεν παρεμβαλλόταν η ακυρωθείσα πράξη. Τέτοια απόδειξη δεν έχει προσφερθεί. Έπεται πως το βάρθο της απαίτησης του έχει καταρρεύσει (Βλ. Εγγλεζάκη, πιο πάνω).
Το γεγονός ότι η εργοδότηση των αλλοδαπών ήταν περιορισμένης διάρκειας, η οποία είχε λήξει κατά τον χρόνο λήψης της ακυρωτικής απόφασης, δεν μεταβάλλει την κατάσταση γιατί:
(α) Το δικαίωμα της αποζημιώσεως "δεν γεννάται ipso facto εκ της ακυρωτικής αποφάσεως". Η ακύρωση διοικητικής απόφασης δε θεμελιώνει αφεαυτής δικαίωμα για αποζημίωση (Βλ. Εγγλεζάκη και Frangoulides, πιο πάνω).
(β) Το δικαίωμα για αποζημίωση εγείρεται μόνο εφόσον η ζημιά
προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση ή προέκυψε ως άμεση συνέπεια της. Τέτοια ζημιά δεν έχει προκληθεί γιατί ο εφεσείων δεν έχει αποδείξει ότι θα ήταν ένας επιτυχών υποψήφιος.
Για τους λόγους που έχουν εκτεθεί πιο πάνω και οι οποίοι είναι διαφορετικοί από εκείνους που δόθηκαν από το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει αποδειχθεί οποιαδήποτε ζημιά. Ακολουθεί πως η έφεση πρέπει να απορριφθεί με έξοδα.»
Έχουμε αξιολογήσει τα επιχειρήματα και τις θέσεις των διαδίκων, ως έχουν αναπτυχθεί από τους ευπαίδευτους συνηγόρους τους. Με γνώμονα τα λεχθέντα στην πιο πάνω σχετική νομολογία, τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης και λοιπή μαρτυρία, αλλά και την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προχωρούμε στα συμπεράσματα μας, τα οποία άπτονται τόσο των λόγων έφεσης όσο και της αντέφεσης.
Αρχίζοντας με τους πρώτο και δεύτερο λόγους έφεσης, σημειώνουμε ότι αυτοί σχετίζονται, μεταξύ άλλων, και με τη θέση των εφεσίβλητων ότι η αγωγή των εφεσειόντων ήταν πρόωρη, επειδή δεν προσέφυγαν, με προσφυγή, κατά της μη επανεξέτασης.
Κρίνουμε, κατ’ αρχάς, ότι το πρωτόδικο συμπέρασμα πως το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 22 δεν συνιστούσε επανεξέταση των θεμάτων της Προκήρυξης Προσφοράς, και άρα δεν υπήρξε νέα εκτελεστή διοικητική πράξη, εκ μέρους των εφεσίβλητων, ήταν ορθό. Θεωρούμε δε χρήσιμο, προς καλύτερη αντίληψη της κρίσεως μας, να παραθέσουμε αυτούσιο το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 22, ως προς την ουσία του ζητήματος, το οποίο έχει ως ακολούθως:
«ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΑΤ.10/2004 – ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΡΕΥΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ REDUNDANT-PARALLEL (Υπόμνημα Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή Αρ. 22/2012 ημερομηνίας 3 Φεβρουαρίου 2012, ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ «ΙΒ»)
Το Συμβούλιο, αφού μελέτησε το πιο πάνω υπόμνημα του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή και τα συνημμένα σ’ αυτό έγγραφα, αποφάσισε, βάσει της σύστασης του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών (ΚΣΠ), όπως παρατίθεται στο πρακτικό του ΚΣΠ 13/2012 που επισυνάπτεται στο υπόμνημα, τα ακόλουθα:
1. Κατόπιν μελέτης της διαδικασίας που ακολουθήθηκε μέχρι την υπογραφή συμβολαίου με τον επιτυχόντα προσφοροδότη του Διαγωνισμού ΑΤ.10/2004, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όλα τα σημεία, τα οποία το Δικαστήριο κρίνει ότι έπρεπε να τύχουν διευκρίνισης πριν την κατακύρωση, στην πράξη έτυχαν διευκρίνισης πριν την υπογραφή της συμφωνίας. Επιπρόσθετα, συμπέρανε ότι στην πράξη το πρόβλημα ήταν στον τρόπο που διατυπώθηκε η απόφαση παρά στην διαδικασία που ακολουθήθηκε. Τούτων λεχθέντων, δεν μπορεί τώρα να επαναληφθεί η διαδικασία δεδομένου ότι το έργο έχει συμπληρωθεί και οποιαδήποτε απόπειρα εκ των υστέρων διευκρίνισης θα ήταν ανασφαλής.
2. Παράλληλα, επισήμανε ότι, αν τότε που έγινε η αξιολόγηση, διαπιστωνόταν ότι δεν επιβεβαιώνονταν τα επίμαχα σημεία, ο διαγωνισμός θα ακυρωνόταν λόγω της μεγάλης διαφοράς τιμής μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου σε σειρά κατάταξης προσφοροδότη.»
Από το πιο πάνω περιεχόμενο προκύπτει σαφώς πως αν και τα σημεία στα οποία αναφέρθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο, κατά την αναθεωρητική του δικαιοδοσία, θα έπρεπε να τύχουν διευκρινίσεων, πριν την κατακύρωση, αυτά δεν έτυχαν διευκρινίσεων είτε στο πλαίσιο της υποχρέωσης για επανεξέταση, είτε πριν από μια νέα διαδικασία επαναπροκήρυξης του διαγωνισμού, ως ήταν δυνατόν, μεταξύ άλλων, να πράξουν οι εφεσίβλητοι. Ήταν, άλλωστε, δεδομένη η υποχρέωση τους για εξαφάνιση της πράξης που ακυρώθηκε, αλλά, και της λήψης των κατάλληλων ενεργειών προς συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση. Ωστόσο, είναι χωρίς λεπτομέρειες ή υπό ποιους όρους οι εφεσίβλητοι που αναφέρουν ότι «όλα τα σημεία» έτυχαν διευκρινίσεων πριν την υπογραφή της συμφωνίας. Προφανώς, υιοθέτησαν αντινομική διαδικασία, και με τη σύναψη συμφωνίας με την εταιρεία Pearltec παρέκαμψαν την ορθή διαδικασία. Δεν συνιστούσε όμως, αυτή η επιλογή, αποκατάσταση ή εξάλειψη της παρανομίας, στη βάση της οποίας ακυρώθηκε η κατακύρωση της προσφοράς προς την εταιρεία Pearltec. Αν και αναγνωρίζεται, ταυτόχρονα, πως η διαδικασία κατακύρωσης δεν μπορούσε να επαναληφθεί το 2012, καθότι το έργο είχε συμπληρωθεί, ωστόσο δεν ευθύνονταν γι’ αυτό οι εφεσείοντες.
Επομένως, καταλήγουμε πως ορθά κρίθηκε, πρωτοδίκως, ότι η μεγάλη καθυστέρηση στην δήθεν «επανεξέταση», η οποία έλαβε χώραν μετά την έκδοση της αναθεωρητικής έφεσης, δώδεκα περίπου μήνες, και δύο μήνες μετά την καταχώριση της αγωγής των εφεσειόντων, δεν συνιστούσε επανεξέταση των θεμάτων της προκύρηξης προσφοράς. Ήταν, συνεπώς, ορθό το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 22 αποτελούσε «μία απεγνωσμένη προσπάθεια των Εναγομένων για να αποφύγουν τις ευθύνες τους». Σ’ αυτό συνηγορεί και η αναφορά, επί του Τεκμηρίου 22, ότι ο διαγωνισμός θα ακυρωνόταν λόγω της μεγάλης διαφοράς τιμής μεταξύ του πρώτου και δεύτερου σε σειρά κατάταξη προσφοροδότη, κάτι που έρχεται σε πλήρη αντίφαση με ότι είχε καταγραφεί στην έκθεση αξιολόγησης, Τεκμήριο 17.
Συμπληρώνουμε, στα πιο πάνω, πως, εν πάση περιπτώσει, δεν συνιστούσε γνήσια προσπάθεια των εφεσίβλητων, για συμμόρφωση με τις πιο πάνω αναφερόμενες, από τη σχετική νομολογία, υποχρεώσεις τους. Το Άρθρο 10 του Ν. 158(Ι)/1999 προβλέπει πως «Το διοικητικό όργανο πρέπει να ασκεί την αρμοδιότητα του μέσα σε εύλογο χρόνο, ώστε η απόφαση του να είναι επίκαιρη σε σχέση με τα πραγματικά ή νομικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται. Ο καθορισμός του εύλογου χρόνου εξαρτάται από τις εκάστοτε ειδικές συνθήκες». Εντός της έννοιας της αρμοδιότητας, ασφαλώς, εμπίπτει και η επανεξέταση. Σημειώνουμε δε πως ακόμη και αν η συμπεριφορά των εφεσιβλήτων, με το Τεκμήριο 22, συνιστούσε επανεξέταση, εν πάση, περιπτώσει, αυτή τους η ενέργεια δεν ήταν εντός του ευλόγου χρόνου άσκησης της αρμοδιότητας τους. Παρεμβάλλει χρήσιμη, σ’ αυτό το σημείο, η παραπομπή στην άρτι εκδοθείσα απόφαση του ΕΔΑΔ, Εθνική Ένωση Πλοιοκτητών Επαγγελματιών Αλιέων Η ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ και Φατούρος κατά της Ελλάδας, Προσφυγή αρ. 11009/2023, ημερομηνίας 23.10.2025. Πρόκειται για περίπτωση όπου εκδόθηκε απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 02.11.2022 υπέρ των προσφευγόντων. Παρά την αμετάκλητη απόφαση, οι ελληνικές αρχές καθυστέρησαν την πλήρη εκτέλεση της για ένα έτος και 46 ημέρες, χωρίς προφανή λόγο ή δικαιολογία. Το ΕΔΑΔ διαπίστωσε ότι αν και οι ελληνικές αρχές, εν τέλει, εκτέλεσαν πλήρως τη δικαστική απόφαση, δεν κατέβαλαν όλες τις απαραίτητες προσπάθειες για να την εκτελέσουν έγκαιρα. Επανέλαβε δε, το ΕΔΑΔ, την πάγια νομολογία του ότι η εκτέλεση δικαστικής απόφασης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της δίκαιης δίκης για τους σκοπούς του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, το οποίο έκρινε ότι παραβιάστηκε.
Σε αυτό το στάδιο, ταυτόχρονα, θεωρούμε ότι παρεμβάλλει χρήσιμη και η παραπομπή σε μέρος του Τεκμηρίου 17, όπου πρόκειται για Έκθεση Αξιολόγησης του Οικονομικού Μέρους Προσφορών για την Προμήθεια και Συντήρηση Συστημάτων Αδιάλειπτης Παροχής Ρεύματος Τύπου «Redundant-Parallel», Δημόσιος Διαγωνισμός ΑΤ 10/2004, των εφεσίβλητων, ημερομηνίας 16.11.2004, το περιεχόμενο του οποίου έχει ως ακολούθως:
«3. Εισηγήσεις
Με βάση τα πιο πάνω λαμβάνοντας υπόψη ότι υπάρχει άμεση ανάγκη για αντικατάσταση πεπαλαιωμένων συστημάτων αδιάλειπτης παροχής ρεύματος, γίνονται οι ακόλουθες εισηγήσεις:
1. Ο δημόσιος διαγωνισμός ΑΤ.10/2004 για Προμήθεια και Συντήρηση Συστημάτων Αδιάλειπτης Παροχής Ρεύματος Τύπου “Redundant-Parallel” να κατακυρωθεί στον προσφοροδότη αρ. 3, εταιρεία PearlTec Co Ltd, που συγκεντρώνει τον ψηλότερο ΤΔΑ (96,31) υπό τους ακόλουθους όρους:
α) να προσφερθεί ο ζητούμενος διακόπτης έκτακτης ανάγκης σε όλα τα προσφερόμενα συστήματα, χωρίς αλλαγή στην τιμή της προσφοράς.
β) να προσφερθούν συσσωρευτές που κατατάσσονται κατά Eurobat στη ζητούμενη κατηγορία (high performance or above), χωρίς αλλαγή στην τιμή της προσφοράς.
γ) να αρθούν όλοι οι όροι που περιορίζουν/ακυρώνουν την ισχύ της προσφερόμενης εγγύησης για τους συσσωρευτές, κάτω από τις προδιαγραμμένες κλιματικές συνθήκες (θερμοκρασία λειτουργίας μέχρι 40°C).
δ) να υποβληθεί πλήρης τιμοκατάλογος εξαρτημάτων, οι τιμές του οποίου θα ελεγχθούν συγκριτικά προτού γίνει αποδεκτός.
ε) Να δοθεί γραπτή διαβεβαίωση του προσφοροδότη ότι έχει αντιληφθεί την υποχρέωσή του να καλύπτει σε όλες τις περιπτώσεις συντήρησης και το κόστος των εξαρτημάτων, καθώς και διαβεβαίωση για την τήρηση αποθέματος εξαρτημάτων στην Κύπρο και γενικά την ικανότητά του να ανταποκριθεί επαρκώς στις απαιτήσεις του συμβολαίου συντήρησης, ενόψει των παράλογα χαμηλών τιμών συντήρησης που υπέβαλε.
Συνολική Τιμή κατακύρωσης: €1.273.406 ή £743.160 (£1=€1.7135)]
· €1.231.554 για προμήθεια των συστημάτων
· €39.452 για τετραετή συντήρηση, μετά την εκπνοή της δωδεκάμηνης (για τα συστήματα) περιόδου εγγύησης (έχουν εξαιρεθεί οι προκαθορισμένες χρεώσεις για έκτακτες κλήσεις)
· €1.000 για εκπαιδευτικό πρόγραμμα
· €1.400 για διήμερο εργοστασιακό έλεγχο
2. Εάν δεν γίνουν αποδεκτοί οι πιο πάνω όροι από τον προσφοροδότη αρ. 3 (ή γίνει αναγωγή των τιμών σε ίση βάση όσον αφορά και τους συσσωρευτές), τότε ο δημόσιος διαγωνισμός ΑΤ.10/2004 για Προμήθεια και Συντήρηση Συστημάτων Αδιάλειπτης Παροχής Ρεύματος Τύπου “Redundant-Parallel” να κατακυρωθεί στον προσφοροδότη αρ.1, εταιρεία Digicom Ltd, που ικανοποιεί πλήρως τις τεχνικές προδιαγραφές, χωρίς οποιουσδήποτε όρους.»
(Η υπογράμμιση και ο τονισμός έγινε από το παρόν Εφετείο.)
Υπό τα πιο πάνω δεδομένα, ως προκύπτουν από το Τεκμήριο 17, και κυρίως το περιεχόμενο της παραγράφου 2, αποδεχόμαστε τη θέση των εφεσειόντων ότι, εάν δεν ελάμβανε χώραν η ακυρωθείσα απόφαση, θα κατακυρωνόταν σε αυτούς η προσφορά, στη βάση του περιεχομένου του Τεκμηρίου 17, δεδομένου και του γεγονότος ότι, ως θα εξηγήσουμε, στη συνέχεια, ουδέποτε δόθηκε μαρτυρία ως προς το περιεχόμενο των διευκρινίσεων. Πρόκειται για έκθεση, χωρίς επιφυλάξεις ή αιρέσεις σ’ ότι αφορά στην προσφορά των εφεσειόντων. Η ερμηνεία που δόθηκε, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν ότι «οι λόγοι ακύρωσης της Προσφοράς όπως εμφαίνονται στην Απόφαση στην Αναθεωρητική Έφεση ημερ. 21/1/2011 (Τ. 2) στα σημεία που επικυρώνει την Πρωτόδικη Απόφαση είναι ότι κάποια θέματα θα έπρεπε να είχαν διευκρινιστεί πριν από την Κατακύρωση. Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι εάν δεν κρινόταν άκυρη η Προσφορά της Pearltec, η κατακύρωση θα γινόταν προς όφελος των Εναγόντων.». Με δεδομένο τον σεβασμό μας στο πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν μας βρίσκει σύμφωνους η εν λόγω ερμηνεία. Οι όποιες διευκρινίσεις, κατά τα άλλα απροσδιόριστες και ανεξήγητες επί του Τεκμηρίου 22, δεν ήταν ανεξάρτητες ή ασύνδετες με τα πρακτικά της Έκθεσης Αξιολόγησης ημερομηνίας 16.11.2004 (Τεκμήριο 17). Αντίθετα, ήταν συσχετισμένες, ως προκύπτει από το Τεκμήριο 17, αλλά και το περιεχόμενο της Αναθεωρητικής Έφεσης Αρ. 183/2007, ημερομηνίας 21.01.2011, με ουσιώδεις όρους του διαγωνισμού. Αφορούσαν στην πιστοποίηση της ποιότητας της κατηγορίας των συσσωρευτών που δεν επιβεβαιώθηκε, στο ότι δεν υπήρχε εγγύηση, ως προέβλεπε όρος του διαγωνισμού και σε όρο εν σχέσει με τον τιμοκατάλογο των εξαρτημάτων που συναρτάτο άμεσα με την ποιότητα των υπηρεσιών συντήρησης. Δεν διαπιστώνουμε να δίδονται λεπτομέρειες εκπλήρωσης αυτών των όρων μέσα από το Τεκμήριο 22, ως επίσης, ούτε στο πλαίσιο της εκδίκασης της Αναθεωρητικής Έφεσης Αρ. 183/2007 προωθήθηκαν θέσεις περί διευκρινίσεων που δόθηκαν, αλλά, αντίθετα, προωθήθηκαν θέσεις που αμφισβήτησαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, στην προσφυγή την οποία είχαν καταχωρίσει οι εφεσείοντες, πλην, όμως, δεν έγιναν αποδεκτές οι θέσεις των εφεσίβλητων, εξ’ ου και απορρίφθηκε η έφεση τους. Βέβαια, πολύ πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι αναφέρθηκε από την ΜΥ πως διευκρινίσεις, που όμως δεν δόθηκαν λεπτομέρειες στην πρωτόδικη διαδικασία, που αφορά η εκκαλούμενη ενώπιον μας απόφαση, έγιναν σε διαδικασία όχι δημόσια, αλλά, μόνο μεταξύ των εφεσίβλητων και της εταιρείας Pearltec.
Σχετικά είναι και τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ ADT – ΩΜΕΓΑ Α.Τ.Ε. ADVANCED CIVIL ENGINEERING SOLUTIONS EE κ.α. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ, Υπόθεση Αρ. 1312/2012, ημερομηνίας 25.2.2015, ECLI:CY:AD:2015:D130, τα οποία έχουν ως εξής:
«Ενώ βεβαίως αναμένεται από τη διοίκηση η ενεργός συμμόρφωση με το Δικαστικό διατακτικό και η διόρθωση της πλημμέλειας που έχει ακυρωτικώς διαπιστωθεί, ο τρόπος συμμόρφωσης δύναται να διαφέρει. Για παράδειγμα, μπορεί να λάβει χώραν επανεξέταση με ορθά συγκροτημένο το διοικητικό όργανο, όταν η ακύρωση έλαβε χώραν ακριβώς λόγω κακής σύνθεσης, (Tasni Enviro Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1448/2005, ημερ. 11.9.2007).
Η ενεργός όμως συμμόρφωση σε περίπτωση εκτέλεσης στο μεταξύ του έργου της διοίκησης μπορεί να είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη. Η επανεξέταση σε τέτοια περίπτωση δεν μπορεί να ακυρώσει ό,τι ήδη έχει εκτελεστεί. Δύναται τότε η ενεργός συμμόρφωση εν τη εννοία του Άρθρου 146.5 να λάβει τη μορφή εξέτασης χρηματικής απαίτησης. Στην υπόθεση Laos Bros Ltd v. Δημοκρατίας (2006) 4 Α.Α.Δ. 681, αναφέρθηκε το ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα της Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου: «Αι συνέπειαι της ακυρώσεως διοικητικής πράξεως έναντι της Διοικήσεως», σελ. 285:
«.. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η in natura αποκατάστασις των πραγμάτων εις την προτέραν των θέσιν, είναι αδύνατος. Τούτο παρατηρείται οσάκις η εκτέλεσις της ακυρωθείσης πράξεως ή παραλείψεως επέφερεν υλικήν αλλοίωσιν ανεπανόρθωτον, όπως π.χ. εις περίπτωσιν παρανόμου κατεδαφίσεως ως αυθαιρέτου κτίσματος (οικίας, περιπτέρου, λυομένου κτίσματος), ή εις περίπτωσιν που ο χρόνος καθ΄ ον ίσχυσεν η ακυρωθείσα περιέλαβεν ολόκληρον το διάστημα εις το οποίον αφεώρα η ακυρωθείσα, όπως π.χ. εις την περίπτωσιν αρνήσεως χορηγήσεως αδείας κυκλοφορίας αυτοκινήτου δι΄ ωρισμένην ημέραν, ή συγκροτήσεως διαδηλώσεως καθ΄ ωρισμένην ημέραν, ..
Οσάκις υπάρχει η ως άνω αντικειμενική αδυναμία εκτελέσεως της αποφάσεως in natura, η έννοια της αποκαταστάσεως θα πρέπει να περιορίζεται εις χρηματικήν αποζημίωσιν, όταν όμως υπάρξη ζημία και εφ΄ όσον συντρέχουν αι λοιπαί προϋποθέσεις προς αποζημίωσιν.» (η έμφαση προστέθηκε).
Τα ίδια αναφέρθηκαν και στη Lella Kentonis Investments Co Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 773/2010, ημερ. 4.4.2012. Υπήρχε και εκεί αδυναμία επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη θέση κατά τα άρθρα 57-59 του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, ώστε η επανεξέταση θα είχε πράγματι θεωρητικό και μόνο χαρακτήρα. Αυτό βεβαίως υπό την έννοια ότι δεν θα μπορούσε να κατακυρωθεί εκ νέου το έργο στους αιτητές, εφόσον αυτό ήδη εκτελέστηκε. Άρα εφόσον αξιώθηκαν αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος υπό μορφή απώλειας κέρδους, η μη ικανοποίηση της αξίωσης παρέπεμψε πλέον στη δυνατότητα των αιτητών να καταχωρήσουν απευθείας πολιτική αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο.»
Φρονούμε πως τα προαναφερόμενα, μέσω της νομολογίας, παρέχουν επαρκές έρεισμα ώστε να καταλήξουμε, με ασφάλεια, στο συμπέρασμα που έχουμε, προηγουμένως, διατυπώσει, δεδομένου ότι οι εφεσείοντες απέδειξαν πως αν δεν παρεμβαλλόταν η ακύρωση της διοικητικής πράξης, με την οποία κατακυρώθηκε η προσφορά στους Pearltec, η προσφορά θα κατακυρωνόταν σ’ αυτούς, οπότε, εφ’ όσον η επανεξέταση ήταν αδύνατη, νομιμοποιούνταν να αξιώσουν αποζημιώσεις.
Έχουμε, ταυτόχρονα, υπόψη μας πρόσφατη νομολογία (βλέπετε υπόθεση J.N. Christofides Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 321/2018, ημερομηνίας 26.07.2024) όπου το Εφετείο επικύρωσε πρωτόδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή με την οποία διεκδικήθηκε εύλογη και δίκαιη αποζημίωση, με το σκεπτικό ότι, εφ’ όσον δεν είχε διενεργηθεί επανεξέταση μετά την έκδοση ακυρωτικής δικαστικής απόφασης και η παράλειψη επανεξέτασης δεν είχε προσβληθεί με προσφυγή, δεν δημιουργήθηκε αγώγιμο δικαίωμα δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος. Ωστόσο, θεωρούμε ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ως τα καταγράψαμε, είναι διαφορετικά, αφού δεν ακυρώθηκε ο διαγωνισμός, ως συνέβη στην υπόθεση J. N. Christofides Ltd (ανωτέρω). Είναι επίσης σημαντικό ότι το Εφετείο, αναφερόμενο στη σχετική επί του θέματος νομολογία, υπέδειξε πως «Ανεξαρτήτως τούτου, προκύπτει από την πιο πάνω νομολογία ότι το κατά πόσον είναι αναγκαία η επανεξέταση της διοικητικής πράξης, προκειμένου να δημιουργηθεί αγώγιμο δικαίωμα δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, εξαρτάται πάντα από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Βασικό κριτήριο συνιστά η αιτιολογία ακύρωσης της διοικητικής πράξης.». Έχει δε σημασία το γεγονός ότι στις περιπτώσεις όπου ακυρώνεται ο διαγωνισμός ενδέχεται ο προσφοροδότης να ξανασυμμετάσχει και αν το επιθυμεί με διαφορετική προσφορά. Εδώ, στην παρούσα υπόθεση αγνοήθηκε η προσφορά των εφεσειόντων, η οποία θα κατακυρωνόταν σ’ αυτούς, αν η πλευρά των εφεσίβλητων δεν προχωρούσε με αντινομική διαδικασία.
Περαιτέρω, κρίνουμε ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης διαφοροποιούνται και από τα κριθέντα στην υπόθεση S & G BOOKNET LTD v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 31/2018, ημερομηνίας 04.03.2025, αφού δεν είχε γίνει αποδεκτό «… ότι, αναπόφευκτα, η προσφορά θα κατακυρωνόταν στους εφεσείοντες» και το διαφυγόν κέρδος δεν θα ήταν άμεσο αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης, αλλά αποτελούσε προϊόν αβέβαιης πιθανολόγησης και εικασίας. Άρα είναι στο επίπεδο της απόδειξης που απορρίφθηκε η αξίωση.
Το γεγονός ότι η επανεξέταση δεν ήταν δυνατή εκ των πραγμάτων, αφού το έργο είχε συμπληρωθεί, καθώς και ότι εφόσον το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 22 δεν συνιστούσε «επανεξέταση», η οποία ούτως ή άλλως δεν έγινε εντός ευλόγου χρόνου, τότε ορθώς οι εφεσείοντες αποτάθηκαν με αγωγή διεκδικώντας αποζημίωση. Κατ’ επέκταση η θέση των εφεσίβλητων πως η αγωγή ήταν πρόωρη απορρίπτεται. Ενδεχομένως, θα μπορούσαν οι εφεσείοντες να στραφούν και με προσφυγή, για το γεγονός της μη επανεξέτασης, ωστόσο, αυτό το θέμα αφορά επιλογή μέσα από το διοικητικό δίκαιο και δεν τους εμπόδιζε να αποταθούν, υπό τις δεδομένες, βέβαια, περιστάσεις, με την αγωγή τους, για αποζημίωση, αφού, ξεκάθαρα, η επανεξέταση, όταν αποφάσισαν οι εφεσίβλητοι να τοποθετηθούν επί του όλου θέματος, ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατη για σκοπούς αποκατάστασης της νομιμότητας. Ως εκ τούτου, κρίνουμε, περαιτέρω, ότι ήταν δυνατή η επιδίκαση αποζημίωσης προς όφελος των εφεσείοντων, δεδομένου, όμως, ότι απέδειξαν πως, αν δεν παρεμβαλλόταν η ακυρωθείσα πράξη κατακύρωσης της προσφοράς, θα κατακυρωνόταν σ’ αυτούς η προσφορά, έχοντας ταυτόχρονα, βέβαια, την υποχρέωση να αποδείξουν τη ζημιά τους, ακόμη και υπό την έννοια του διαφυγόντος κέρδους ή απώλεια ευκαιρίας, ως μέρος εύλογης και δίκαιης αποζημίωσης. Δεν βλέπουμε λόγο το διαφυγόν κέρδος, όταν αποδεικνύεται, με την αυστηρότητα που απαιτεί η νομολογία, να μην αποτελεί ή συνιστά εύλογη ή δίκαιη αποζημίωση. Δεν παραγνωρίζουμε ότι έχει νομολογηθεί (βλέπετε υπόθεση Κεντρική Τράπεζα Κύπρου v. Θεοδωρίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 420) πως το μέτρο της «δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης» είναι διάφορο από εκείνο του αγγλικού κοινού δικαίου που έχει ως λόγο την ολική αποκατάσταση του ζημιωθέντος. Ωστόσο, θεωρούμε πως δεν είναι απαγορευτικό τα δύο είδη αποζημίωσης να συμπίπτουν. Θα λέγαμε πως ο όρος «δίκαιη και εύλογη αποζημίωση» είναι πιο ευρύς, δίδοντας μεγαλύτερη ευχέρεια στα Δικαστήρια να επιδικάζουν αποζημίωση στο πλαίσιο του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, αρκεί να είναι εύλογη και δίκαιη και άμεσο αποτέλεσμα της μεμπτής πράξης της διοίκησης.
Συνακόλουθα, ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται βάσιμος.
Ό,τι ακολουθεί είναι η απάντηση στο εύλογο ερώτημα που γεννιέται, το οποίο σχετίζεται με τον πρώτο λόγο έφεσης, και δη κατά πόσον οι εφεσείοντες απέδειξαν, με τα στοιχεία που έθεσαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το διεκδικούμενο, από αυτούς, ποσό των €851.499,00, ως αναμενόμενα κέρδη και/ή ως διαφυγόν κέρδος.
Έχουμε ήδη παραθέσει, ενωρίτερα, το σχετικό απόσπασμα από την εκκαλούμενη απόφαση όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως «… Το διαφυγόν κέρδος των Εναγόντων, δεν προκύπτει ως άμεση συνέπεια της ακύρωσης της Κατακύρωσης Προσφοράς, γι’ αυτό και θεωρώ ότι οι Ενάγοντες δεν δικαιούνται το εν λόγω ποσό των €851.499,00».
Απαιτήσεις για διαφυγόν κέρδος έχουν τύχει ανάλυσης από τα κυπριακά δικαστήρια σε πληθώρα υποθέσεων. Παρ’ ότι η παρούσα περίπτωση δεν έχει ως αιτία αγωγής παράβαση σύμβασης ή κάποιο αστικό αδίκημα, θεωρούμε ότι ισχύουν, κατ’ ανάλογο τρόπο, οι ίδιες αρχές επιδίκασης διαφυγόντος κέρδους και στην παρούσα περίπτωση. Παραπέμπουμε, συναφώς, σε αποσπάσματα, από την υπόθεση Χ’’Κυπρή και άλλοι v. SANIFIX AGENCIES LTD κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 447, στην οποία, αναφορικά με την επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους, μεταξύ άλλων, λέχθηκαν και τα ακόλουθα:
«Διερευνούμε αν, ως πραγματικό γεγονός, η κατ' ισχυρισμό ζημιά με τη μορφή διαφυγόντος κέρδους ήταν απομακρυσμένη και έμμεση ή αν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η φυσιολογική, στη συνήθη πορεία των πραγμάτων, συνέπεια της παράβασης της σύμβασης ή ως ζημία που τα μέρη γνώριζαν, κατά το χρόνο της σύναψης της σύμβασης ότι θα ήταν το πιθανό αποτέλεσμα της παράβασης.
………………………………………………………………………………………….
… Μπορεί να τίθεται θέμα αποζημίωσης για διαφυγόν κέρδος ανάλογα με το αν, ως συνέπεια της γνώσης των σχετικών γεγονότων, πραγματικής ή αποδιδόμενης ως συναρτημένης προς τη φυσική πορεία των πραγμάτων, θεωρείται ότι η απώλεια του ορισμένου κέρδους, ως σοβαρή πιθανότητα ή ως πραγματικός κίνδυνος, ήταν εύλογα προβλεπτή και, επομένως, μέσα στη σκέψη των συμβαλλομένων κατά το χρόνο της σύναψης της σύμβασης.
Είχαμε χαρακτηρίσει ως κρίσιμη την πρόνοια της "συμπληρωματικής" σύμβασης που αναφερόταν στη συμπλήρωση της οικοδομής. Θα εξηγήσουμε γιατί αυτή η πρόνοια, από μόνη της, καθιστά ανεπίτρεπτη την επιδίκαση αποζημίωσης με τη μορφή του διαφυγόντος κέρδους που οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι θα πραγματοποιούσαν ανεξάρτητα από όσα άλλα ο εφεσείων εισηγήθηκε ότι συνιστούσαν όρους οι αβέβαιες εξελίξεις που καθιστούσαν απομακρυσμένη την προοπτική πραγματοποίησης τέτοιου κέρδους.
Τελικός στόχος των αποζημιώσεων είναι, στα πλαίσια των αρχών που διατυπώθηκαν, η τοποθέτηση του ανυπαίτιου στη θέση στην οποία θα βρισκόταν αν εκπληρώνονταν οι συμβατικές υποχρεώσεις που αναλήφθηκαν.
……………………………………………………………………………………………
… Αν θα επακολουθούσε η συμπλήρωση της οικοδομής, αυτό δεν θα ήταν η συνέπεια της υπογραφής της επίδικης σύμβασης αλλά η συνέπεια νέας ενδεχόμενης συμφωνίας.
……………………………………………………………………………………………
Για τους πιο πάνω λόγους δεχόμαστε τη θέση του εφεσείοντα πως το ενδεχόμενο της πραγματοποίησης κέρδους με το δεδομένο της συμπλήρωσης οποιουδήποτε μέρους της οικοδομής ήταν απομακρυσμένο και έμμεσο. Ούτε προβλήθηκε ισχυρισμός ούτε προσάχθηκε μαρτυρία για άλλης φύσης ζημιά. Οι γραπτές προτάσεις και η μαρτυρία που προσάχθηκε αναφέρονταν στο κατ' ισχυρισμό διαφυγόν κέρδος και σε τίποτε άλλο. Με δεδομένη, πλέον, την παράβαση της σύμβασης από τον εφεσείοντα, δικαιολογείται η επιδίκαση υπέρ των εφεσιβλήτων μόνο ονομαστικών αποζημιώσεων.»
Στην υπόθεση C&K Κυριάκου & Α/φοι Λτδ v. Ιωάννου (1990) 1 Α.Α.Δ. 479, λέχθηκε ότι το διαφυγόν κέρδος, το οποίο αξιωνόταν ήταν «… το κέρδος που θα προσπορίζονταν οι εφεσείοντες από την εκτέλεση της συμφωνίας». Κατ’ ανάλογο τρόπο, στην παρούσα περίπτωση, το διαφυγόν κέρδος θα ήταν το κέρδος που θα προσπορίζονταν οι εφεσείοντες από την εκπλήρωση του έργου της επίδικης προσφοράς.
Έχοντας υπόψη τα στοιχεία που βρίσκονται ενώπιον μας, κρίνουμε πως, στη βάση των πιο πάνω νομολογιακών αρχών, το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 8, παρείχε στο πρωτόδικο Δικαστήριο ικανοποιητικό έρεισμα για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το αξιούμενο ποσό των €851.499,00, ως διαφυγόν κέρδος, δεν θα μπορούσε να ήταν η άμεση συνέπεια της Κατακύρωσης της Προσφοράς προς τους εφεσείοντες και άρα αυτοί δεν θα είχαν, ουσιαστικά, με βεβαιότητα τέτοια απώλεια.
Ειδικότερα, υποδεικνύουμε πως προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ρητά αναφέρει, στην απόφαση του, ότι έχει εξετάσει, πριν την πιο πάνω κατάληξη του, και τη θέση που έθεσαν οι εφεσίβλητοι, και δη, ότι επί του Τεκμηρίου 8 αναφέρεται πως αυτοί δεν ήταν υπόχρεοι να παραγγείλουν ποσότητες ίσες με τις προδιαγραφές που εμπεριέχονται στο εν λόγω τεκμήριο. Το γεγονός αυτό, μαζί με άλλα στοιχεία, στα οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια, ευρισκόμενα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ορθά το οδήγησαν στη μη επιδίκαση του ποσού των €851.499,00 προς όφελος των εφεσειόντων.
Κατ’ αρχάς, παραπέμπουμε στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 8, στο οποίο αναφέρθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έχει ως ακολούθως:
«For the purpose of the Supply Agreement, although the Tenderer shall assume the supply of quantities as indicated in the Specification, CYTA shall not be bound to place orders for any of the above quantities. Actual orders shall be placed from time to time in accordance with the needs of CYTA.»
Ο πιο πάνω όρος είναι σαφής. Η μαρτυρία δε, του ΜΕ, ο οποίος κατέθεσε πως λήφθηκε υπόψη, στον καθορισμό του εν λόγω ποσού, η πρακτική από προγενέστερη συνεργασία με τους εφεσίβλητους, ασφαλώς, από μόνη της, δεν ικανοποιεί το στοιχείο της βεβαιότητας που αναμένεται για την απόδειξη του διαφυγόντος κέρδους. Δεν ήταν, άλλωστε, αυτό που καθορίστηκε με το Τεκμήριο 8 ότι θα παραγγελλόταν, αλλά, από άλλους όρους του εν λόγω Τεκμηρίου, όπου δεν εξάγεται, αφενός, δέσμευση από τις αναφερόμενες στο Τεκμήριο 8 ποσότητες, αφετέρου, οι όποιες παραγγελίες θα γίνονταν, αναλόγως των αναγκών των εφεσίβλητων. Εξάλλου, ο ΜΕ συμφώνησε, κατά την αντεξέταση του, ότι οι εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα να μην αγοράσουν, εν τέλει, οτιδήποτε. Εν πάση περιπτώσει, δεν διαφώνησε, ο ΜΕ, με τη θέση του συνηγόρου των εφεσίβλητων, ότι η πρακτική ήταν να δίδονται παραγγελίες αναλόγως των αναγκών των εφεσίβλητων.
Επιπρόσθετα, προκύπτει, από τη μαρτυρία του ΜΕ, ότι στο αξιούμενο ποσό λήφθηκε υπόψη ότι οι εφεσίβλητοι θα συνέχιζαν να δίδουν παραγγελίες και μετά τη λήξη της τριετίας, που προβλεπόταν αρχικά, ήτοι ως επέκταση των παραγγελιών για ακόμη 10%, και τούτο βάσει προγενέστερης συνεργασίας - εμπειρίας. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν θεωρούμε πως συνιστούσε ασφαλές υπόβαθρο για συνεκτίμηση οποιουδήποτε ποσού στη βάση αυξημένων παραγγελιών κατά 10% από τις ενδεικτικές παραγγελίες.
Κατ’ επέκταση, ορθά δεν επιδικάστηκε το ποσό των €851.499,00 προς όφελος των εφεσειόντων.
Συνακόλουθα των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.
Όσον αφορά στον τρίτο λόγο έφεσης, με τους εφεσείοντες να παραπονούνται που το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιδίκασε προς όφελος τους παραδειγματικές και/ή τιμωρητικές αποζημιώσεις, βάλλεται το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε από πλευράς εφεσίβλητων συμπεριφορά τέτοια η οποία να καταδεικνύει κατάφωρη περιφρόνηση των δικαιωμάτων των εφεσειόντων. Για το θέμα αυτό αναπτύχθηκαν, εκατέρωθεν, κατηγορηματικές θέσεις και προωθήθηκαν σχετικά επιχειρήματα.
Προκειμένου να τοποθετηθούμε επί του τρίτου λόγου έφεσης, θεωρούμε χρήσιμο να υποδείξουμε ότι τιμωρητικές αποζημιώσεις επιτρέπονται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η διαγωγή του εναγομένου είναι τόσο αξιόμεμπτη, ώστε να αρμόζει η επιβολή τιμωρίας από πολιτικό Δικαστήριο (βλέπετε Αϊτίδης κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας δια του Γενικού Εισαγγελέα Πολιτική Έφεση Αρ. 33/2016, ημερομηνίας 21.11.2024 και Πολιτική Έφεση Αρ. 246/2019, Νικολάου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 26.09.2025).
Στην υπόθεση Αϊτίδης (ανωτέρω) γίνεται παραπομπή στις σχετικές, επί του θέματος, αρχές αλλά και παραπομπή σε άλλες υποθέσεις, όπου επιδικάστηκαν τιμωρητικές αποζημιώσεις. Παρατίθενται σχετικά αποσπάσματα, τα οποία έχουν ως ακολούθως:
«Με βάση τη νομολογία, η επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων επιτρέπεται στις περιπτώσεις εκείνες που η διαγωγή του εναγόμενου είναι τόσο αξιόμεμπτη ώστε να αρμόζει η επιβολή τιμωρίας από πολιτικό Δικαστήριο. Αξιόμεμπτη διαγωγή είναι εκείνη που συνοδεύεται από έντονα στοιχεία αλαζονείας, θρασύτητας ή αθέμιτου κινήτρου ή όταν τείνει να ταπεινώσει το θύμα του αδικήματος (Andrian Holdings Ltd v. Δημοκρατίας (1998) 1 Α.Α.Δ. 1836). Τιμωρητικές αποζημιώσεις αποδίδονται για να δείξει το Δικαστήριο τον αποτροπιασμό του για τη συμπεριφορά του εναγόμενου έχοντας στόχο τόσο την τιμωρία όσο και τον παραδειγματισμό (Stassinos Investment and Finance Limited v. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 142/2013, ημερ. 3/3/2020)[2].
Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Ανδριανής Πάλμα κ.ά. (2015) 1 Α.Α.Δ. 2489:
«Ό,τι προκύπτει από τη θεώρηση της επί του θέματος νομολογίας είναι ότι οι παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις αποσκοπούν στο να τιμωρήσουν τον εναγόμενο και να τον αποτρέψουν από παρόμοια συμπεριφορά στο μέλλον. Δεν αποσκοπούν όμως στην αποκατάσταση του θύματος όπως είναι οι συνήθεις αποζημιώσεις, αλλά τέτοιες αποζημιώσεις επιδικάζονται όταν διαπιστώνεται βλάβη στα αισθήματα του ενάγοντα λόγω της επίδειξης από τον εναγόμενο στοιχείων ακραίας αλαζονείας ή καταπιεστικής συμπεριφοράς για την οποία επιβάλλεται η τιμωρία του ως ένδειξη της απέχθειας με την οποία ο νόμος αντιμετωπίζει τέτοια συμπεριφορά.»
Στην υπόθεση Δημοκρατία v. Ονουφρίου, Πολιτική Έφεση Αρ. 463/2012, ημερ. 23/11/2018, ECLI:CY:AD:2018:A517, ECLI:CY:AD:2018:A517, λέχθηκαν τα εξής:
«Όσον αφορά την επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων, οι αποζημιώσεις αυτές ενδείκνυνται σε περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο επιθυμεί να δείξει απέχθεια έναντι στην άδικη συμπεριφορά που υπέστη ο παραπονούμενος. Σκοπός τους είναι η τιμωρία ουσιαστικά του εναγομένου για απαράδεκτες πράξεις και συμπεριφορές έξω από το ορθό και νόμιμο μέτρο, (Παπακόκκινου ν. Κάνθερ (1982) 1 Α.Α.Δ. 65). Στόχος είναι η τιμωρία του αδικοπραγούντος όταν η συμπεριφορά του αφενός καταδεικνύει έντονη αδιαφορία για τα δικαιώματα του άλλου μέρους και αφετέρου στοχεύει στην επίτευξη κέρδους στον ίδιο.»
Όπως υπογραμμίσθηκε και στην υπόθεση Νικολάου v. Επίσημου Παραλήπτη ως Διαχειριστή της Περιουσίας του Πτωχεύσαντος Λούη Αιμιλίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 1339, οι παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις, αποσκοπούν στο να τιμωρήσουν τον εναγόμενο και να τον αποτρέψουν από παρόμοια συμπεριφορά στο μέλλον. Δεν αποσκοπούν στην αποκατάσταση του θύματος, όπως είναι οι συνήθεις αποζημιώσεις. Κύριος σκοπός των παραδειγματικών αποζημιώσεων είναι και η τιμωρία του εναγομένου ως ένδειξη της απέχθειας με την οποία ο νόμος αντιμετωπίζει τέτοια αλόγιστη συμπεριφορά (Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Καραμεσίνη (2011) 1 Α.Α.Δ. 715).»
Υπάρχει, ωστόσο, ακόμη ένα σημαντικό και καθοριστικό ερώτημα το οποίο οφείλουμε να απαντήσουμε, πριν αποφανθούμε επί του τρίτου λόγου έφεσης. Σχετίζεται, και είναι λογικό, με το κατά πόσον είναι επιτρεπτό ή αν το Δικαστήριο, που εκδικάζει απαίτηση για εύλογη και δίκαιη αποζημίωση στη βάση του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, νομιμοποιείται να επιδικάσει τιμωρητικές αποζημιώσεις. Θέση των συνηγόρων των εφεσίβλητων είναι πως τέτοιες αποζημιώσεις επιδικάζονται μόνο στις περιπτώσεις όπου η αιτία αγωγής βασίζεται σε αστικό αδίκημα. Αντίθετη θέση εκφράστηκε από τους συνηγόρους των εφεσειόντων. Νομολογία, που να υποστηρίζει τη μία ή την άλλη θέση, δεν υποδείχθηκε στο Εφετείο. Φρονούμε, όμως, πως κατ’ ανάγκην αρνητική απάντηση δεν μπορεί να προκύπτει μέσα από την πρόνοια του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, το οποίο προνοεί ότι «…Παν πρόσωπον ζημιωθέν εξ αποφάσεως ή πράξεως ή παραλείψεως κηρυχθείσης ακύρου κατά το παρόν άρθρο δικαιούται, εφ’ όσον η αξίωσις αυτού δεν ικανοποιήθη υπό του περί ου πρόκειται οργάνου, αρχής ή προσώπου, να επιδιώξη δικαστικώς αποζημίωσιν ή άλλην θεραπείαν επί τω τέλει, όπως επιδικασθή εις τούτο δικαία και εύλογος αποζημίωσις καθοριζομένη υπό του δικαστηρίου ή παρασχεθή εις τούτο άλλη δικαία και εύλογος θεραπεία ην το δικαστήριον έχει την εξουσίαν να παράσχη.». Επομένως, ο σκοπός της εν λόγω πρόνοιας είναι η παροχή θεραπείας που σχετίζεται με την εύλογη και δίκαιη αποζημίωση. Δεν θα λέγαμε, συνεπώς, ότι αποκλείεται η επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων, αφού η κυπριακή νομολογία (βλέπετε υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Πάλμα κ.α. (2015) 1 Α.Α.Δ. 2489) αφήνει ανοικτό ένα τέτοιο ενδεχόμενο στις περιπτώσεις παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων και βέβαια όταν πληρούνται οι υπόλοιπες προϋποθέσεις, προκύπτουσες μέσα από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Στο πρωτόδικο σκεπτικό αναφέρθηκε ότι «Με βάση τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, είναι ξεκάθαρο ότι οι εναγόμενοι δεν επέδειξαν τέτοια συμπεριφορά γι’ αυτό και το ανάλογο αίτημα θα πρέπει να απορριφθεί». Συμφωνούμε ότι δεν επρόκειτο για ακραία περίπτωση, αν και στοιχεία κάποιας αδιαφορίας φαίνεται να υπήρξαν. Επιπλέον, όμως, στην παρούσα υπόθεση σημειώνουμε πως δεν διαπιστώνουμε, μέσα από την έκθεση απαίτησης, ισχυρισμό περί παραβίασης συγκεκριμένου συνταγματικού δικαιώματος, ώστε να εξεταζόταν περαιτέρω, επί της ουσίας, θέμα τιμωρητικών αποζημιώσεων. Η πρωτόδικη κατάληξη να μην αποδοθούν τιμωρητικές αποζημιώσεις είναι ορθή.
Κατ’ επέκταση, ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος
Ερχόμενοι στους λόγους αντέφεσης, κρίνουμε πως ο πρώτος λόγος έφεσης δεν στοιχειοθετείται. Το παράπονο των εφεσίβλητων είναι ότι λανθασμένα επιδικάστηκε το ποσό των €9.736,00 εις βάρος τους.
Οι τρεις αιτιάσεις αφορούν πρώτον, στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε πως δεν αποδείχθηκε ότι η προσφορά θα κατακυρωνόταν στους εφεσείοντες, δεύτερον, ότι με βάση τον όρο 15 των προδιαγραφών τα έξοδα ετοιμασίας και υποβολής της προσφοράς δεν ήσαν πληρωτέα από τους εφεσίβλητους και, τρίτον, μέρος του ποσού αφορά δικηγορικά έξοδα που καλύπτουν ήδη επιδικασθέντα έξοδα τα οποία πληρώθηκαν, τα δε αξιούμενα ήταν απροσδιόριστα και δεν υπήρχε απόδειξη πληρωμής τους. Οι προαναφερόμενες θέσεις προωθήθηκαν και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο τις έκρινε ως ακολούθως:
«Το μεγαλύτερο ποσό (€6.730,00) αφορά σε δικηγορικά έξοδα, το οποίο η πλευρά των Εναγομένων αμφισβητεί αφού αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι οι Εναγόμενοι έχουν καταβάλει τα Έξοδα των δύο δικαστικών διαδικασιών (Προσφυγής και Αναθεωρητικής Έφεσης) που είχαν επιδικασθεί εναντίον τους. Ο ΜΕ, όμως, ανέφερε ότι το πιο πάνω ποσό προκύπτει ως δικηγορική αμοιβή πέραν των πιο πάνω διαδικασιών και εκτός της παρούσας διαδικασίας. Παρά το γεγονός ότι δεν κατατέθηκε οποιαδήποτε απόδειξη για το εν λόγω ποσό θεωρώ ότι έχει αποδειχθεί η αναγκαιότητα καταβολής του. Η αξιοπιστία του ΜΕ, καθώς και το γεγονός ότι η πορεία της υπόθεσης απαιτούσε νομικές συμβουλές, αναγκαίες, πέραν των δικαστικών διαδικασιών, αλλά άμεσα προκύπτουσες από την Προσφορά τις συνέπειες της ακυρωθείσας κατακύρωσης, θεωρώ ότι δικαιολογούν της επιδίκαση του εύλογου αυτού ποσού υπέρ των Εναγόντων.
Δεν μου διαφεύγει το γεγονός ότι οι Εναγόμενοι επικαλούνται το ΤΕΚΜΗΡΙΟ 27 που είναι οδηγίες προς προσφοροδότη και στο οποίο η CYTA απαλλάσσεται ευθύνης για τα έξοδα τα οποία επωμίζονται οι προσφοροδότες για την υποβολή της προσφοράς τους. Το θέμα όμως διαχωρίζεται, στην παρούσα περίπτωση αφού η όλη διαδικασία ακυρώθηκε ως παράτυπη.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, θεωρώ ότι οι Ενάγοντες δικαιούνται σε όλο το ποσό των €9.736,00.»
Συμφωνούμε με την πρωτόδικη κρίση. Επρόκειτο για έξοδα τα οποία δικαιολογημένα αποδόθηκαν, αφού προέκυψαν για τις ανάγκες μιας διαδικασίας η οποία κηρύχθηκε παράτυπη και γι’ αυτό ακυρώθηκε η προσφορά, η οποία ως αποδείχθηκε, ενώπιον μας, θα κατακυρωνόταν στους εφεσείοντες. Ο όρος 15 της προφοράς προφανώς ομιλεί περί εξόδων της προσφοράς για τα οποία δεν θα έφεραν ευθύνη οι εφεσίβλητοι, νοουμένου βέβαια, ως κατανοούμε, ότι θα τηρούνταν ορθά η διαδικασία εκ μέρους των εφεσίβλητων και όχι στην περίπτωση όπου θα δημιουργούνταν έξοδα λόγω αντικανονικών διαδικασιών.
Όσον αφορά στο ότι δεν προσκομίστηκαν αποδείξεις, θεωρούμε ότι η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, επέτρεπε σ’ αυτό, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να αποδεχθεί το ποσό που ζητήθηκε ως εύλογο και δίκαιο για να αποδοθεί στους εφεσείοντες. Άλλωστε, ο ΜΕ, που μαρτύρησε για τα εν λόγω ποσά, κρίθηκε αξιόπιστος από το Δικαστήριο και η εν λόγω κρίση δεν εφεσιβάλλεται με την αντέφεση.
΄Όσον αφορά στον δεύτερο λόγο αντέφεσης, θεωρούμε ότι, δεδομένου του συμπεράσματος μας, πως το Τεκμήριο 22 δεν συνιστούσε γνήσια επανεξέταση ή επανεξέταση εντός ευλόγου χρόνου, για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, δεν δύναται να ευσταθήσει και κρίνεται αβάσιμος. Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν στερούνταν δικαιοδοσίας να εξετάσει το ζήτημα που ηγέρθηκε ενώπιον του, άλλωστε, το Τεκμήριο 22 το επικαλούνταν οι εφεσίβλητοι για να αποδείξουν ότι ήταν πρόωρη η αγωγή. Συνεπώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει το περιεχόμενο του και να απαντήσει επί του ισχυρισμού των εφεσίβλητων.
Η επιβεβαίωση, από το παρόν Εφετείο, του πρωτόδικου συμπεράσματος, ότι ορθά δεν επιδικάστηκε το ποσό των €851.499,00, για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί, κρίνουμε ότι καθιστά άνευ αντικειμένου την εξέταση του τρίτου λόγου αντέφεσης, τον οποίο απορρίπτουμε, δεδομένου ότι η εξέταση του κατά πόσον αφήνεται να νοηθεί πως, αν οι εφεσείοντες δικαιούνταν σε αποζημιώσεις, τότε το ύψος είναι €851.499,00, δεν έχει πρακτική, πλέον, σημασία. Το συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν, ως ζημιά ή ως διαφυγόν κέρδος, το εν λόγω ποσό, είναι αρκετό για την επίλυση των επίδικων θεμάτων της παρούσας έφεσης.
Συνακόλουθα όλων των πιο πάνω, τόσο η έφεση όσο και η αντέφεση αποτυγχάνουν και απορρίπτονται. Η εκκαλούμενη απόφαση επικυρώνεται.
Όσον αφορά στα έξοδα της έφεσης και της αντέφεσης, η κάθε πλευρά να επωμισθεί τα έξοδα της.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο