ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΕΣΙΔΗΣ (GEORGIOS KESIDIS) v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 5/2025, 13/11/2025
print
Τίτλος:
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΕΣΙΔΗΣ (GEORGIOS KESIDIS) v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 5/2025, 13/11/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 5/2025)

 

13 Νοεμβρίου 2025

 

[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΕΣΙΔΗΣ (GEORGIOS KESIDIS),

Εφεσείων,

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

_____________________

 

Α. Χρ. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα.

Ν. Νεοκλέους για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Ι. Στυλιανίδου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων προσβάλλει με την παρούσα, τις ποινές φυλάκισης που του επιβλήθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, κατόπιν παραδοχής του, στις πιο κάτω κατηγορίες.

 

Πρόκειται για τις πιο κάτω ποινές, οι οποίες διατάχθηκε όπως συντρέχουν:

 

Για το αδίκημα της αλόγιστης ή επικίνδυνης οδήγησης, επιβλήθηκε δυνάμει του Άρθρου 7 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72, ποινή φυλάκισης 10 μηνών, (4η κατηγορία). Η μέγιστη ποινή φυλάκισης η οποία προβλέπεται από τον εν λόγω νόμο, είναι τα δύο έτη.

 

Για το αδίκημα της αμελούς οδήγησης, επιβλήθηκε δυνάμει του Άρθρου 8 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72, ποινή φυλάκισης 5 μηνών, (5η κατηγορία). Η μέγιστη προβλεπόμενη από τον εν λόγω νόμο ποινή είναι το ένα έτος.

 

Για το αδίκημα της οδήγησης από πρόσωπο που έχει αποστερηθεί της ικανότητας να κατέχει ή λαμβάνει άδεια οδήγησης, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 18 μηνών δυνάμει του Άρθρου 49 του περί Άδειας Οδήγησης Νόμου 94(Ι)/2001, (6η κατηγορία). Η μέγιστη ποινή φυλάκισης δυνάμει του εν λόγω νόμου είναι τα δύο έτη.

 

Για το αδίκημα της κατοχής μηχανοκινήτου οχήματος χωρίς ασφάλεια ευθύνης έναντι τρίτου, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 18 μηνών δυνάμει του Άρθρου 3(4) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης Έναντι Τρίτου) Νόμου (Ν.96(Ι)/2000), (7η κατηγορία). Στο εν λόγω άρθρο, προβλέπεται ποινή φυλάκισης ενός έτους και σε περίπτωση δεύτερης, ή μεταγενέστερης καταδίκης, φυλάκιση δύο ετών.

 

Για το αδίκημα της παράλειψης συμμόρφωσης από οδηγό σε σήμα αστυνομικού, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 5 μηνών, δυνάμει του Κανονισμού 72 της ΚΔΠ 363/2020, (8η κατηγορία). Η μέγιστη προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης είναι το ένα έτος.

 

Για το αδίκημα της αλλαγής ιδιοκτησίας μηχανοκινήτου οχήματος χωρίς σχετική γνωστοποίηση, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 5 μηνών δυνάμει του Κανονισμού 72 της ΚΔΠ 363/2020, (9η κατηγορία). Η μέγιστη προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης είναι το ένα έτος.

 

Για το αδίκημα της οδήγησης μηχανοκινήτου οχήματος υπό την επήρεια ναρκωτικών, επιβλήθηκε δυνάμει του Άρθρου 11Ζ  του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου 176/86, ποινή φυλάκισης 24 μηνών, (10η κατηγορία). Η μέγιστη προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης είναι τα τρία έτη.

 

Σημειώνεται παρενθετικά στο σημείο αυτό, ότι ο κατηγορούμενος παραδέχτηκε και καταδικάστηκε σε σχέση με τις κατηγορίες 1, 2 και 3 επί του ιδίου κατηγορητηρίου, οι οποίες αφορούσαν αδικήματα τα οποία έλαβαν χώρα την ίδια ημέρα με τα ως άνω, και αφορούσαν την κατοχή κάνναβης και το κάπνισμα κάνναβης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέβαλε καμία ποινή σε σχέση με αυτές.

 

Με επτά λόγους έφεσης, προσβάλλονται όλες οι πιο πάνω ποινές.  Δύο εξ αυτών, οι οποίοι αφορούν, έκαστος, ξεχωριστή συγκεκριμένη κατηγορία, θα εξεταστούν πρώτα.   

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται, ειδικά, η ποινή φυλάκισης για το αδίκημα της κατοχής οχήματος χωρίς ασφάλεια ευθύνης έναντι τρίτου (7η κατηγορία). Υποστηρίζεται ότι εσφαλμένα επιβλήθηκε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 18 μηνών, εφόσον δεν υπήρξε εις βάρος του προηγούμενη καταδίκη, και ως εκ τούτου, ως αναφέρουμε ανωτέρω, η μέγιστη προβλεπόμενη από τον σχετικό νόμο ποινή φυλάκισης, ήταν το ένα έτος.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε, στην απόφασή του, ότι ζητήθηκε και υπήρξε συγκατάθεση να ληφθούν υπόψη, στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης, δύο άλλες ποινικές υποθέσεις οι οποίες εκκρεμούσαν εναντίον του εφεσείοντα. Παρότι στη μία εξ αυτών υπήρξε κατηγορία για το ως άνω αδίκημα, εντούτοις, δεν υπήρξε μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της εκκαλούμενης απόφασης, προηγούμενη καταδίκη του εφεσείοντα αναφορικά με αυτό.

 

Ο συνήγορος της εφεσίβλητης, καλούμενος να τοποθετηθεί επί των ως άνω κατά την ακρόαση της έφεσης, υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, αναφέροντας ότι πιστεύει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέλαβε την έννοια της καταδίκης με τον φακό που ο ίδιος εισηγείται στο διάγραμμά του, ήτοι ότι αυτή περιλαμβάνει και τα «δικαστικά πορίσματα», όπως ορίζονται στο Άρθρο 3(4) του περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου του 1981 (70/1981). Είναι η θέση του, ότι εκκρεμούσες ποινικές υποθέσεις, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη σε ποινικές διαδικασίες, αποτελούν «δικαστικά πορίσματα» και κατά συνέπεια αποτελούν, εν τη εννοία του πιο πάνω νόμου, καταδίκες.

 

Στο εν λόγω Άρθρο 3(4) του Νόμου 70/1981, προβλέπονται τα πιο κάτω:

 

«(4) Εv τω παρόvτι Νόμω o όρoς "καταδίκη" μεθ' oιωvδήπoτε φραστικώv παραλλαγώv, περιλαμβάvει και-

(α) Καταδίκηv υπό Δικαστηρίoυ εκτός της Δημoκρατίας

(β) oιovδήπoτε δικαστικόv πόρισμα (πληv τoυ διαπιστoύvτoς φρεvoπάθειαv πoρίσματoς) εv oιαδήπoτε πoιvική διαδικασία ή διαδικασία καθ' ηv τίθεται υπό φρovτίδα αvήλικoς δυvάμει τoυ άρθρoυ 12 τoυ περί Αδικoπραγoύvτωv Αvηλίκωv Νόμoυ ή τoυ άρθρoυ 64 τoυ περί Παιδίωv Νόμoυ, και, αvεξαρτήτως τωv διατάξεωv τoυ άρθρoυ 11 τoυ περί Κηδεμovίας Αδικoπραγoύvτωv Νόμoυ (καθ' o καταδίκη πρoσώπoυ τεθέvτoς υπό κηδεμovίαv ή απαλλαγέvτoς δεv θεωρείται ως καταδίκη) oιαvδήπoτε καταδίκηv εv σχέσει πρoς τηv oπoίαv εξεδόθη διάταγμα δυvάμει τoυ ως άvω Νόμoυ θέτov τov καταδικασθέvτα υπό  κηδεμovίαv ή απαλλάσσov αυτόv άvευ όρωv ή υπό όρoυς θεωρείται καταδίκη διά τoυς σκoπoύς τoυ παρόvτoς Νόμoυ και τo περί oυ o λόγoς πρόσωπov δύvαται vα απoκατασταθή εv σχέσει πρoς τηv εv λόγω καταδίκηv και η καταδίκη εξαλείφεται διά τoυς εv λόγω σκoπoύς.»

 

Είναι πασιφανές ότι το επιχείρημα του συνηγόρου της εφεσίβλητης δεν βρίσκει κανένα απολύτως έρεισμα στο λεκτικό του πιο πάνω  άρθρου και, ως εκ τούτου, δεν ευσταθεί.

 

Περαιτέρω, επί του πέμπτου λόγου έφεσης, επισημαίνουμε τα εξής: Αν και δεν αναφέρθηκε ρητώς στην εκκαλούμενη απόφαση, προκύπτει ότι οι εκκρεμούσες ποινικές υποθέσεις εναντίον του εφεσείοντα, λήφθηκαν υπόψη, δυνάμει του Άρθρου 81 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, το οποίο έχει ως ακολούθως:

 

«Ποινικά αδικήματα για τα οποία δεν άρχισε ακόμα δίωξη ή δίκη

81.-(1) Όταν σε ποινική διαδικασία που ασκήθηκε από ή εκ μέρους δημόσιου λειτουργού ο κατηγορούμενος βρίσκεται ένοχος ποινικού αδικήματος, το Δικαστήριο, κατά τη λήψη απόφασης και την επιβολή ποινής, δύναται, με τη συναίνεση του κατήγορου και του κατηγορούμενου, να λάβει υπόψη οποιοδήποτε άλλο ή άλλα ποινικά αδικήματα για τα οποία δεν άρχισε ακόμη δίωξη ή δίκη τα οποία ο κατηγορούμενος ομολογεί ότι διέπραξε:

Νοείται ότι αν εκκρεμεί οποιαδήποτε ποινική διαδικασία σε σχέση με οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα ή ποινικά αδικήματα για τα οποία δεν άρχισε ακόμη δίωξη ή δίκη από ή εκ μέρους δημόσιου λειτουργού, το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί πρώτα ότι ο κατήγορος στη διαδικασία αυτή συναινεί στην εν λόγω πορεία.

(2) Όταν παρέχεται συναίνεση όπως στο εδάφιο (1) του άρθρου αυτού και ποινικό αδίκημα για το οποίο δεν άρχισε δίωξη ή δίκη λαμβάνεται υπόψη, το Δικαστήριο καταχωρεί ή προκαλεί σχετική καταχώριση στα πρακτικά και, μετά την επιβολή ποινής, ο κατηγορούμενος δεν υπόκειται σε κατηγορία ή δίκη σχετικά με οποιοδήποτε αδίκημα που λήφθηκε υπόψη με αυτό τον τρόπο, εκτός αν η γενομένη καταδίκη ακυρωθεί.»

 

Η δε σημασία που δίδεται για σκοπούς επιβολής ποινής, σε τέτοιες υποθέσεις, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη, δυνάμει του πιο πάνω άρθρου, έχει σημειωθεί στην ΙΩΑΝΝΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2005) 2 Α.Α.Δ. 598, ως ακολούθως:

 

«…με την παραπομπή στον Archbold 1998, παρατηρούμε ότι εκείνο το οποίο είπε ο Lord Goddard C.J. στην υπόθεση R. v. Batchelor, 36 Cr. Ap. Rep. σελ. 64, στις σελ. 67-68*, είναι ότι, όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και άλλα αδικήματα, μπορεί να επιβάλει μεγαλύτερη ποινή στις κατηγορίες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο, από εκείνη που θα επέβαλλε αν είχε ενώπιόν του μόνο τις κατηγορίες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο. Στην προκείμενη περίπτωση, αυτό έπραξε το Κακουργιοδικείο. Σύμφωνα και με το άρθρο 81 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155 

 

Πιο πρόσφατα, το Εφετείο αναφέρθηκε στην ΙΩΑΝΝΟΥ (ανωτέρω), στην ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 9/24, ημερομηνίας 19.7.2024.  

 

Υπογραμμίζουμε, ότι ναι μεν, συμφώνως της ΙΩΑΝΝΟΥ (ανωτέρω), οι εν λόγω υποθέσεις μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο για επιβολή αυστηρότερης ποινής, σε καμία όμως περίπτωση δεν δύνανται να αποτελέσουν καταδίκη εν τη εννοία του Άρθρου 3(4) του Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης Έναντι Τρίτου) Νόμου (Ν.96(Ι)/2000) ή και οποιουδήποτε άλλου νόμου με παρόμοια πρόνοια.

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω, ο πέμπτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει και η επιβληθείσα ποινή παραμερίζεται. Θα αντικατασταθεί από το Εφετείο, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των σχετικών παραγόντων, κατωτέρω. 

 

Με τον έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται πως, εν όψει του ότι στις  λεπτομέρειες της 6ης κατηγορίας, αναφορικά με το αδίκημα της οδήγησης από πρόσωπο που έχει στερηθεί της ικανότητας να κατέχει ή λαμβάνει άδεια οδήγησης, αναγράφεται ότι ο εφεσίβλητος είχε στερηθεί την ικανότητα αυτή, από την 21.11.2019 μέχρι την 01.01.1999, «δεν προέκυψε» οποιοδήποτε αδίκημα και επομένως, λανθασμένα επιβλήθηκε ποινή στην εν λόγω κατηγορία. Σημειώνεται ότι το εν λόγω αδίκημα έλαβε χώρα τη 14.11.2024. Στην εκκαλούμενη απόφαση, αναφέρεται ότι η εν λόγω στέρηση, αφορούσε την περίοδο από την 21.11.2019,  χωρίς αναφορά σε ημερομηνία λήξης της.

  

Θεωρούμε ότι εν όψει της παραδοχής του εφεσείοντα στην εν λόγω κατηγορία, και της συνακόλουθης καταδίκης του, ο λόγος έφεσης, ο οποίος, σημειωτέον στρέφεται εναντίον της ευχέρειας επιβολής ποινής υπό τα ως άνω δεδομένα, στερείται ερείσματος και θα πρέπει να απορριφθεί. Για σκοπούς πληρότητας, σημειώνουμε ότι ως προς τη σύνταξη κατηγορητηρίων, οι σχετικές διατάξεις του Άρθρου 39 (ζ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, έτυχαν εξέτασης και εφαρμογής στην απόφαση του Εφετείου ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΤΡΟΥ v. ΔΗΜΟΥ ΓΕΡΟΣΚΗΠΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ.: 141/2021, 142/2021, ημερομηνίας 20.12.2023.

 

Στρεφόμαστε στους λόγους έφεσης, με τους οποίους προσβάλλονται συνολικά όλες οι επιβληθείσες ποινές φυλάκισης, αρχίζοντας από τον τέταρτο λόγο έφεσης, με τον οποίο προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε τις εν λόγω ποινές, ενώ τελούσε υπό σύγχυση για τις ποινές που προνοούνται από τον νόμο. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, στο διάγραμμα αγόρευσής του, υπέδειξε ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ξεκινήσει την επιμέτρηση της κάθε ποινής από ένα σημείο και να κινηθεί αυξητικά, δεν βρίσκει έρεισμα, ούτε στον νόμο, ούτε στη νομολογία και αποτελεί σφάλμα αρχής. Υποστηρίζει ότι είναι άγνωστο από πού το πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση και παρέπεμψε συναφώς στην παράγραφο 18 της εκκαλούμενης απόφασης.

 

Υπενθυμίζουμε στο σημείο αυτό, ότι στην Δ.Α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 57/2020, ημερομηνίας 6.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:B432, λέχθηκε το εξής αναφορικά με το πεδίο επέμβασης του Εφετείου, σε ποινές που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο :

 

«Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, XX Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014 και XXX Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015).»

 

Επισημαίνουμε ότι στην παράγραφο 23 της εκκαλούμενης απόφασης, γίνεται αναφορά στις κατευθυντήριες οδηγίες του Ηνωμένου Βασιλείου, αναφορικά με την επιβολή ποινής, (sentencing guidelines).   Επίσης, στην παράγραφο 18 της εκκαλούμενης απόφασης σημειώνεται: «Παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς ταξινόμησης, δεν λαμβάνονται εκ νέου υπόψη κατά την επιμέτρηση.» Περαιτέρω, στην παράγραφο 21 της εκκαλούμενης απόφασης, αναφέρεται: «Ο τρόπος με τον οποίο ενήργησες λήφθηκε υπόψη για σκοπούς ταξινόμησης». Όλες οι πιο πάνω αναφορές, περί ταξινόμησης, συναρτώνται με την προσέγγιση των εν λόγω guidelines, στα οποία υπάρχουν δείχτες για ταξινόμηση του αδικήματος. Σε κάθε δε ταξινόμηση, αντιστοιχεί και ένα κατώτατο όριο ποινής.

 

Επιπλέον, σημειώνουμε ότι στις παραγράφους 6-7 της πρωτόδικης απόφασης, αναφέρθηκε ότι κάθε «αδίκημα τοποθετείται σε κλίμακα έντασης» με  παραπομπή στην ΑΛΕΞΙΑ ΙΑΚΩΒΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 159/2024, ημερομηνίας 8.11.2024. Αναφέρθηκε στη συνέχεια, ότι ένας εκ των παραγόντων για σκοπούς ταξινόμησης της έντασης, είναι και το μέγεθος της βλάβης που προκλήθηκε ή κινδύνευσε να προκληθεί από την παραβατική συμπεριφορά του κατηγορούμενου «σε πραγματικό επίπεδο (harm)». Ως προς το τελευταίο τούτο στοιχείο, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α., Ποινική Έφεση Αρ.: 235/2023, 246/2023, ημερομηνίας 19.7.2024.

 

Έπειτα, αναφέρθηκε ότι «Το Δικαστήριο, αφού ταξινομήσει τα αδικήματα ως προς το επίπεδο σοβαρότητάς τους σε πραγματικό χρόνο, και έχει έτσι ένα νέο σημείο εκκίνησης για την επιμέτρηση της ποινής, προβαίνει στην επιμέτρηση της ποινής, συναρτώντας την με τα γεγονότα της υπόθεσης αλλά και τις προσωπικές συνθήκες του Κατηγορούμενου…».

 

Καθίσταται προφανές, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, επέλεξε να προβεί σε μία διεργασία για σκοπούς επιβολής ποινής, κατά την οποία εν μέρει ακολουθούσε τα εν λόγω guidelines του Ηνωμένου Βασιλείου και εν μέρει τις αρχές που προκύπτουν από την κυπριακή νομολογία. Προέβη σε ταξινόμηση του κάθε αδικήματος που αντιμετώπιζε εν προκειμένω ο εφεσείοντας, ανάλογη, με αυτή που εφαρμόζεται στα Sentencing Guidelines του Ηνωμένου Βασιλείου, αναφορικά με παρόμοια αδικήματα, ώστε η επιμέτρηση να αρχίζει από ένα σημείο αναφοράς (starting point), όμοιο με αυτό που απαντάται σε αυτά.

 

Τονίζουμε ότι τα εν λόγω guidelines, δεν αποτελούν πηγή δικαίου, βλ. Άρθρο 29 του περί Δικαστηρίων Νόμου. Δεν παραγνωρίζουμε, ότι τόσο το Ανώτατο Δικαστήριο, όσο και το Εφετείο έχουν υιοθετήσει και εφαρμόσει κάποια στοιχεία από ορισμένα από αυτά, βλ. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ v. ΧΑΤΖΗΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Ποινική Έφεση 20/2021, ημερομηνίας 19.10.2021, MOHAMED ALAHMAD v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 235/2022, 250/2022, ημερομηνίας 30.9.2025 και ΜΩΥΣΗ ΜΑΥΡΟΛΟΥΚΑ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 74/2021, 95/2021, ημερομηνίας 31.10.2023.

 

Πηγή δικαίου, αποτελούν κατά συνέπεια, οι δεσμευτικές  δικαστικές αποφάσεις, στον βαθμό που υιοθετούν τα εν λόγω guidelines, και όχι αυτά καθ’ αυτά τα guidelines.

  

Περαιτέρω, θεωρούμε σημαντικό να υπενθυμίσουμε ότι στην αιτιολόγηση κάθε δικαστικής απόφασης θα πρέπει να περιλαμβάνεται και «η σωστή μνεία των αρχών του δικαίου που τυγχάνουν εφαρμογής», βλ. ΚΑΝΝΑΟΥΡΟΥ κ.ά. ν. ΣΤΑΔΙΩΤΗ κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35. Στην εκκαλούμενη απόφαση, δεν υπήρξε η απαραίτητη σαφήνεια και διαφάνεια ως προς τις αρχές που εφάρμοσε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω, η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνεται ως σφάλμα αρχής. Ο τέταρτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει, επομένως όλες οι προσβαλλόμενες ποινές φυλάκισης θα τύχουν ελέγχου από το Εφετείο.  

 

Με την επιτυχία του τέταρτου λόγου έφεσης, η εξέταση των λοιπών λόγων έφεσης, δεν κρίνεται απαραίτητη. Εντούτοις, δύο εξ αυτών, θα εξεταστούν συνοπτικά, εφόσον αγγίζουν ζητήματα που το Εφετείο καλείται να λάβει υπόψη στο πλαίσιο της επιμέτρησης της ποινής.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τους ελαφρυντικούς παράγοντες και τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα. Παραπέμπει συναφώς στις παραγράφους 20 και 22-24 της εκκαλουμένης απόφασης, ανωτέρω.

 

Στην παράγραφο 22 της πρωτόδικης απόφασης, ανωτέρω, αναφέρεται ότι  λαμβάνονται υπόψη «στον βαθμό που μπορούν να ληφθούν υπόψη» οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα.

 

Στην παράγραφο 24 της πρωτόδικης απόφασης, ανωτέρω, αναφέρεται ότι ενώ υπάρχουν οι προαναφερόμενοι ελαφρυντικοί παράγοντες, υπάρχει και η επιβάρυνση με τις τρεις προηγούμενες καταδίκες, που αποτρέπει την πλήρη λειτουργία αυτών.

 

Είναι θεωρούμε χρήσιμη μία σύνοψη των νομολογιακών αρχών επί του σημείου που εγείρεται.

 

Στην ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΣ ν. ΜΑΤΘΑΙΟΥ (1994) 2 ΑΑΔ 1, λέχθηκαν τα εξής σχετικά με το ζήτημα των προηγούμενων καταδίκων:

 

«Οι προηγούμενες καταδίκες είναι στοιχείο το οποίο έχει σημασία και λαμβάνεται υπόψη- από το Δικαστήριο στην επιμέτρηση της ποινής, γιατί αποτελούν ένδειξη της στάσης και του σεβασμού του κατηγορουμένου προς τους νόμους της Πολιτείας - (βλ., μεταξύ άλλων, Nicolas Stratos and Another v. The Police XVII C.L.R., σελ. 73·Γεώργιος Χατζηνικολάου ν. Αστυνομίας (1976) 2 C.L.R. 63)

 

Μετέπειτα, στην ΤΣΑΠΑΤΣΑΡΗΣ ΖΑΝΝΕΤΟΣ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2008) 2 ΑΑΔ 451, λέχθηκαν τα εξής:

 

«Υπάρχει και μια άλλη πολύ σημαντική διάσταση στην υπόθεση. Όπως υποδείξαμε ευθύς εξ αρχής, ο Εφεσείων είναι αναμειγμένος στο έγκλημα. Οι δυο μάλιστα προηγούμενες καταδίκες του ήσαν για αδικήματα απόλυτα σχετικά με τα εκδικασθέντα από το Κακουργιοδικείο, ιδιαίτερα η καταδίκη για ληστεία τράπεζας, που δείχνει τη συστηματική ροπή του σε εγκληματικές πράξεις. Υπό αυτές τις συνθήκες ο προηγούμενος βίος του Εφεσείοντα δεν παρείχε περιθώρια επιείκειας.»

 

Πιο πρόσφατα, στην ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 161/2020, ημερομηνίας 11.5.2022, ECLI:CY:AD:2022:B182, λέχθηκαν τα εξής:

 

 

 «Οι προηγούμενες καταδίκεςτου Εφεσείοντα ορθά λήφθησαν επίσης υπόψη ως παράμετρος που περιόριζε το βαθμό επιείκειας που μπορούσε, εν προκειμένω, να επιδειχθεί. Το ότι οι προηγούμενες καταδίκες δεν αφορούσαν σε παρόμοιο με το επίδικο αδίκημα, δεν είχε ιδιαίτερη σημασία. Ο Εφεσείων βαρύνετο με δύο προηγούμενες καταδίκες, η μεν πρώτη αφορούσε ληστεία, η δε δεύτερη εμπρησμούς. Όπως είναι νομολογημένο, οι προηγούμενες καταδίκες, ανεξάρτητα αν αφορούν σε παρόμοιας φύσης αδικήματα, αποτελούν ένδειξη της στάσης και του σεβασμού ενός κατηγορούμενου στους νόμους της Πολιτείας (Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Αεροπόρου (1997) 2 Α.Α.Δ. 17).

Έχοντας λοιπόν υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης και καθοδηγούμενο από τη σχετική επί του θέματος νομολογία (Ιωάννου, άλλως Μουσικός ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286, Περικλέους ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 397 και Δρουσιώτης ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 505), το Κακουργιοδικείο έστρεψε στη συνέχεια την προσοχή του σε όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιόν του. Στο πλαίσιο αυτό έλαβε υπόψη του κάθε στοιχείο το οποίο ήταν προς όφελος του Εφεσείοντα, όπως την παραδοχή του ενώπιον του Δικαστηρίου, τις προσωπικές και οικογενειακές του συνθήκες, το χρόνο που παρήλθε από τη διάπραξη του αδικήματος, σε συνάρτηση με τις προσωπικές του συνθήκες, επισημαίνοντας παράλληλα ότι αυτές δεν είχαν διαφοροποιηθεί ουσιωδώς στο μεσοδιάστημα.»

 

Θεωρούμε ότι σύμφωνα με τη νομολογία, το καθήκον του Δικαστηρίου να προβεί στο λεπτό έργο της αποτίμησης των ελαφρυντικών και επιβαρυντικών παραγόντων παραμένει και στην περίπτωση όπου υπάρχουν προηγούμενες καταδίκες, με την επισήμανση ότι, ανάλογα με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης, το βεβαρημένο ιστορικό του κατηγορούμενου δύναται, να επηρεάζει το περιθώριο επιείκειας που μπορεί να επιδειχθεί ή να του αποδοθεί.

 

Με τον έβδομο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επιβάλλοντας το σύνολο των ποινών, ενήργησε κατά παράβαση των αρχών της νομολογίας σε σχέση με την αντιμετώπιση νεαρών προσώπων, υποβαθμίζοντας ουσιαστικά το στοιχείο της αναμόρφωσης και δίδοντας ταυτόχρονα υπέρμετρη βαρύτητα στο στοιχείο της αποτροπής. Υποστηρίζεται ότι η ηλικία του εφεσείοντα,  η οποία ήταν κατά το στάδιο επιβολής της ποινής, τα 25 έτη, έπρεπε να είναι καταλυτικής σημασίας στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Προς υποστήριξη της θέσης αυτής, ο συνήγορος του εφεσείοντα μας παρέπεμψε στις ΑΡΓΥΡΙΔΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΑΙ ΆΛΛΟΙ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (2013) 2 Α.Α.Δ. 449, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΣ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (2009) 2 Α.Α.Δ. 583. Δεν θεωρούμε ότι τα εκεί λεχθέντα τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα, εφόσον αμφότερες αφορούσαν το μέτρο της αναστολής της ποινής και τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες των καταδικασθέντων, σε συνάρτηση με το νεαρό της ηλικίας τους. Τα εκεί δεδομένα δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, ανάλογα με τα δεδομένα του εφεσείοντα στην παρούσα.

 

Δεν παραβλέπουμε ότι στην El-BEYROYTY & ANOTHER ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (1991) 2 Α.Α.Δ. 543, στην οποία οι  δυο εφεσείοντες ήταν νέοι ηλικίας 23 και 25 ετών, αντίστοιχα, κατά τον χρόνο διάπραξης του εγκλήματος, αναφέρθηκε ότι το γεγονός ότι ήταν πρόσωπα νεαρής ηλικίας και προέβησαν σε ομολογία του εγκλήματος, συνιστούσε αδιαμφισβήτητα λόγο μετριασμού της ποινής.

 

Παράλληλα όμως, σημειώνουμε και τα πιο κάτω από το σύγγραμμα, Sentencing in Cyprus, G.M. Pikis, 2nd edition, 2007, σελίδα 89:

 

«There is no authority establishing the age limit of individual qualifying as young persons; probably because considerations other than the number of years enter into the equation, such as the person’s experience in life. What is certain is that as a person grows older the importance of youth as a mitigating factor diminishes and counts for little, as the cases of Akkarkili v. R and Chanine v. R. involving persons aged 24 committing serious crimes indicate.»

 

Στην NΙΚΟΛΑΟΥ NΙΚΟΣ AΝΔΡΕΑ ν. AΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (1998) 2 Α.Α.Δ. 412, η οποία αφορούσε άτομο 19 ετών, λέχθηκαν τα εξής, τα οποία, θεωρούμε πως τυγχάνουν εφαρμογής στις περιστάσεις της παρούσας.

 

«Πρέπει όμως, στο βαθμό που είναι δυνατό, να προειδοποιήσουμε τον εφεσείοντα για τις συνέπειες που θα έχει μελλοντική εγκληματική του δράση και να του πούμε ότι δεν μπορεί να προσμένει ανάλογη επιείκεια στη μεταχείρισή του. Το μητρώο του έχει αμαυρωθεί και το ελαφρυντικό του νεαρού της ηλικίας του σε μεγάλο βαθμό εξανεμισθεί. Πρέπει να κατανοήσει και για το δικό του καλό, ότι σεβασμός προς το Νόμο αποτελεί προϋπόθεση για ομαλή ένταξη στην κοινωνία. Το αντίδοτο του σοβαρού εγκλήματος στα πλαίσια που διαγράφει ο νόμος είναι ο περιορισμός της ελευθερίας, που για τον άνθρωπο γενικά, και το νέο ιδιαίτερα  συνιστά ύψιστη απώλεια. Το έγκλημα ως τρόπος ζωής είναι αντιπαραγωγικό και τελικά αυτοκαταστροφικό

(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)

 

Εν όψει των πιο πάνω, δεν συμφωνούμε με τη θέση του συνηγόρου ότι η ηλικία του εφεσείοντα έπρεπε να είναι καταλυτικής σημασίας στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, έστω και αν μπορεί να αποτελέσει παράγοντα που λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς επιβολής ποινής.

 

Στρεφόμενοι στον έλεγχο των επιβληθεισών ποινών, σημειώνουμε, επιπλέον των πιο πάνω, ότι στην πρόσφατη απόφασή μας, ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. IVAN ZHEL YAZKOV, Ποινική Έφεση Αρ.: 64/2025, ημερομηνίας 9.10.2025, ποινή φυλάκισης 2 μηνών, κατόπιν παραδοχής, για το αδίκημα της οδήγησης υπό την επήρεια ναρκωτικών, κρίθηκε έκδηλα ανεπαρκής και αντικαταστάθηκε με ποινή φυλάκισης 5 μηνών. Η δε ποινή φυλάκισης 7 μηνών για το αδίκημα της οδήγησης από πρόσωπο που έχει αποστερηθεί της ικανότητας να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης, αν και θεωρήθηκε επιεικής, επικυρώθηκε.

 

Παράλληλα, σημειώνουμε ότι στην Α.Ν.Κ. κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α., Ποινική Έφεση Αρ.: 136/2022, 140/2022, ημερομηνίας 1.8.2025, λέχθηκαν τα εξής:

 

«Είναι παγίως νομολογημένο ότι προηγούμενες αποφάσεις επιβολής ποινών δεν ενέχουν δεσμευτικό χαρακτήρα καθότι είναι αλληλένδετες με τη φύση και συνθήκες διάπραξης του εκάστοτε αδικήματος και τις προσωπικές συνθήκες του παραβάτη. Είναι όμως ενδεικτικές ως προς τον καθορισμό του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων αδικημάτων και των παραμέτρων καθορισμού της ποινής (βλ. Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123, Δ.Β.Γ.Κ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 3/2022, ημερ. 29.2.2024).»

 

Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω, θεωρούμε ότι τα πιο κάτω λεχθέντα στην YAZKOV (ανωτέρω), τυγχάνουν εφαρμογής και στην υπό κρίση υπόθεση:

 

«Η σοβαρότητα των αδικημάτων που αντιμετωπίζει ο εφεσίβλητος είναι δεδομένη. Ο εφεσίβλητος οδηγούσε ενώ τελούσε υπό την επήρεια ναρκωτικών και ενώ του είχε στερηθεί με διάταγμα Δικαστηρίου σε άλλη υπόθεση η δυνατότητα να κατέχει άδεια οδήγησης. Ως έχει λεχθεί στην υπόθεση ΤΟΥΜΑΖΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποιν. Εφ. Αρ. 166/2016, ημερ. 5.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:B432, αδικήματα τα οποία σχετίζονται με την οδική ασφάλεια έχουν καταστεί δεσπόζοντα και αποτελούν σοβαρό κίνδυνο για κάθε άνθρωπο που κυκλοφορεί στους δρόμους και αυτή του την ανθρώπινη ζωή, τονίζοντας την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε αυτής της φύσεως αδικήματα. Έχουν χαρακτηριστικά λεχθεί τα εξής:

«..Ιδιαίτερη αυστηρότητα αρμόζει, τηρουμένων πάντοτε των αρχών επιμέτρησης των ποινών, όταν προκαλείται, εν δυνάμει έστω, κίνδυνος στο δρόμο και/ή όταν η παράνομη οδική συμπεριφορά εκδηλώνεται ως εγωιστική αυθαιρεσία έναντι του νόμου και των οργάνων επιβολής του νόμου.»

Στην παρούσα υπόθεση υπάρχει η από κάθε οπτική απαράδεκτη οδική συμπεριφορά του εφεσίβλητου με ηθελημένη παρακοή και παραγνώριση δικαστικού διατάγματος, συμπεριφορά η οποία πλήττει τα θεμέλια του κράτους δικαίου. Όπως έχει αναφερθεί και στην υπόθεση ΠΑΝΤΕΛΑ ΚΥΡΙΑΚΟΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (2011) 2 Α.Α.Δ. 562, τα αδικήματα ιδιαίτερα της παρακοής δικαστικού διατάγματος δεν μπορούν απλά να αποδίδονται σε νεανική επιπολαιότητα ή απερισκεψία αλλά πρέπει να αντιμετωπιστούν με αυστηρότητα για να σταλούν τα αναγκαία μηνύματα.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το σύγγραμμα Wilkinson's Road Traffic Offences 23rd ed, 2007, Vol. 1, σελ. 1/74, παρ. 11.85, μεταξύ άλλων, αναφέρονται για το αδίκημα οδήγησης μετά από στέρηση, ως επιβαρυντικοί παράγοντες, η πρόσφατη επιβολή ανικανότητας.»

 

Δεν παραγνωρίζουμε βεβαίως, ότι μαζί με την αντικειμενική σοβαρότητα του κάθε αδικήματος, συνυπολογίζονται, σε κάθε υπόθεση, οι περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων, καθώς και οι επιβαρυντικοί και ελαφρυντικοί παράγοντες που αφορούν τον κάθε κατηγορούμενο, για σκοπούς εξατομίκευσης της ποινής.

 

Στην παρούσα υπόθεση, λαμβάνουμε υπόψη, την αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων που σχετίζονται με την οδική ασφάλεια και την ανάγκη για την επιβολή αποτρεπτικών ποινών, όπως υποδείχθηκαν στην YAZKOV (ανωτέρω), τις προηγούμενες καταδίκες του εφεσείοντα, και το ότι οι υποθέσεις που λαμβάνονται υπόψη περιλάμβαναν αδικήματα ως οι κατηγορίες 6 και 7 της παρούσας. Ιδιαιτέρως, λαμβάνουμε υπόψη, τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων, οι οποίες, όπως περιγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση, ενείχαν το στοιχείο του κινδύνου για τρίτα πρόσωπα που χρησιμοποιούσαν τον δρόμο, προκάλεσαν υλική ζημιά και περιλάμβαναν την επεισοδιακή καταδίωξη του εφεσείοντα από την Αστυνομία. Στον βαθμό που μπορεί να ληφθεί υπόψη, ενόψει της εξέλιξης των γεγονότων, από την οποία προκύπτει η τέλεση των αδικημάτων, λαμβάνεται υπόψη η παραδοχή του.   

 

Υπό τα δεδομένα, ως ανωτέρω αναλύονται, λαμβάνουμε, επίσης, υπόψη τις λοιπές προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα ως καταγράφονται και στην πρωτόδικη απόφαση.

 

Εν όψει των πιο πάνω, η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται μερικώς, με την επιβολή των πιο κάτω ποινών φυλάκισης.

 

Για το αδίκημα της αλόγιστης ή επικίνδυνης οδήγησης, επιβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 7 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72, ποινή φυλάκισης 10 μηνών, (4η κατηγορία).

 

Για το αδίκημα της αμελούς οδήγησης, κατά παράβαση του  Άρθρου 8 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72, (5η κατηγορία), δεν επιβάλλεται οποιαδήποτε  ποινή, εφόσον τα γεγονότα διάπραξής του, περιλαμβάνονται στα γεγονότα της 4ης κατηγορίας.

 

Για το αδίκημα της οδήγησης από πρόσωπο που έχει αποστερηθεί της ικανότητας να κατέχει ή λαμβάνει άδεια οδήγησης, επιβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 49 του περί Άδειας Οδήγησης Νόμου 94(Ι)/2001, ποινή φυλάκισης 15 μηνών, (6η κατηγορία).  

 

Για το αδίκημα της κατοχής μηχανοκινήτου οχήματος χωρίς ασφάλεια ευθύνης έναντι τρίτου επιβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 3(4) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης Έναντι Τρίτου) Νόμου (Ν.96(Ι)/2000), ποινή φυλάκισης 8 μηνών, (7η κατηγορία).

 

Για το αδίκημα της παράλειψης συμμόρφωσης από οδηγό σε σήμα αστυνομικού, επιβάλλεται ποινή φυλάκισης 3 μηνών, δυνάμει του Κανονισμού 72 της ΚΔΠ 363/2020, (8η κατηγορία).

 

Για το αδίκημα της αλλαγής ιδιοκτησίας μηχανοκινήτου οχήματος χωρίς σχετική γνωστοποίηση, κατά παράβαση του  Κανονισμού 72 της ΚΔΠ 363/2020, δεν επιβάλλεται καμία ποινή, (9η κατηγορία).

 

Για το αδίκημα της οδήγησης μηχανοκινήτου οχήματος υπό την επήρεια ναρκωτικών, επιβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 11Ζ  του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου 176/86, ποινή φυλάκισης 18 μηνών, (10η κατηγορία).

 

Αναφορικά με τις κατηγορίες 1, 2 και 3 στις οποίες δεν επιβλήθηκε καμία ποινή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν καταχωρίστηκε έφεση από την Αστυνομία και ως εκ τούτου, δεν προβαίνουμε σε καμία διαφοροποίηση της πρωτόδικης απόφασης.

 

Κατά τα λοιπά, η πρωτόδικη απόφαση, η οποία περιλαμβάνει και προβλεπόμενες από τη νομοθεσία ποινές μη στερητικές της ελευθερίας, επικυρώνεται.

 

 

Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.

 

 

 

Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο