ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
24 Νοεμβρίου 2025
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Μ. ΔΡΟΥΣΙΩΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 93/2019)
(Σχ. με Ε45/2020)
GLIMEKA TRADING COMPANY LTD,
Εφεσείοντες,
v.
ΜΑΡΙΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,
Εφεσίβλητος.
___________________
(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε45/2020)
(Σχ. με 93/2019)
GLIMEKA TRADING COMPANY LTD,
Εφεσείοντες,
v.
ΜΑΡΙΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,
Εφεσίβλητος.
___________________
Ο. Καΐλης για Χαβιαράς & Φιλίππου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Σκουλιά (κα), για Χριστόδουλο Κ. Θεοδότου, για τον Εφεσίβλητο.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον δικαστή Δρουσιώτη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΡΟΥΣΙΩΤΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της έφεσης 93/2019 είναι η πρωτόδικη απόφαση Δικαστηρίου, ημερομηνίας 22.02.2019, σύμφωνα με την οποία εκδόθηκε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων, για το ποσό των €1.560,00 πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα. Αντικείμενο της έφεσης Ε45/2020 είναι η απόφαση ίδιου πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 24.09.2019, σε σχέση με την έγκριση του καταλόγου εξόδων ημερομηνίας 08.04.2019, μεταξύ των ιδίων διαδίκων.
Ο εφεσίβλητος με την αγωγή του αναφέρει ότι την 8 Ιουνίου 2011 αγόρασε χωριάτικο ψωμί από το υποκατάστημα που διατηρούν οι εφεσείοντες υπό την επωνυμία «Πανδώρα» στη Λευκωσία και αφού κατανάλωσε από το συγκεκριμένο ψωμί υπέστη τροφική δηλητηρίαση. Οι εφεσείοντες αρνούνται κατηγορηματικά τα πιο πάνω και ότι υπήρξαν αμελείς. Ισχυρίζονται ότι οποιεσδήποτε ζημιές υπέστη ο εφεσίβλητος οφείλονται σε πράξεις και παραλείψεις του ιδίου. Οι εφεσείοντες με πέντε λόγους έφεσης προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση.
Ο 1ος λόγος αφορά στην ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία διέγραψε από την γραπτή δήλωση του ΜΥ1 τις παραγράφους 5, 6 και 8, με την αιτιολογία ότι «οι εκεί αναφερόμενες θέσεις δεν δύνανται να προβάλλονται ως Υπερασπίσεις γιατί δεν δικογραφούνται ρητά στην υπεράσπιση τους». Είναι δε η θέση τους ότι, με την παράγραφο 3 της υπεράσπισης, η ρητή άρνηση των ισχυρισμών του εφεσίβλητου και αναφορά, στην παράγραφο 4 της υπεράσπισης, ότι οποιαδήποτε ζημιά υπέστη ο εφεσίβλητος, αυτή οφείλεται σε δικές του πράξεις ή παραλείψεις, δίδουν το δικαίωμα στους εφεσείοντες να προσφέρουν μαρτυρία με την οποία να ενισχύσουν τις πιο πάνω θέσεις τους. Αναφέρουν, ακόμη, ότι η διαγραφή των παραγράφων 5, 6 και 8 της γραπτής δήλωσης του ΜΥ1 καμιά ενόχληση και αμηχανία προκαλούσαν, ενώ, με την απόφαση για την διαγραφή τους επηρεάστηκε η εμβέλεια της υπεράσπισης των εφεσειόντων.
Ο 2ος λόγος έφεσης αφορά στην ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημιάς και αμέλειας. Είναι δε η θέση των εφεσειόντων ότι δεν υπήρξε πραγματική μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου η οποία να επιμαρτυρεί την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας.
Ο 3ος και 4ος λόγος αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Συγκεκριμένα, ο 3ος λόγος έφεσης, ότι υπήρξε εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΕ1, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψιν του και να αξιολογήσει την ύπαρξη λογικής στα γεγονότα που ο ΜΕ1 περιέγραψε, και, ο 4ος λόγος, ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρέλειψε να αξιολογήσει και να λάβει υπόψιν του τεκμήρια τα οποία κατατέθηκαν από τον ΜΥ1 και, κατά συνέπεια, δεν προσμέτρησε τη διαφορά στην τιμή πώλησης του ψωμιού το οποίο ο εφεσίβλητος παρουσίασε σε σχέση με το ψωμί που οι εφεσείοντες πωλούσαν.
Ο 5ος λόγος αφορά στο ύψος των επιδικασθέντων Γενικών Αποζημιώσεων, και δη ότι είναι δυσανάλογο και υπερβολικό σε σχέση με τη ζημιά για την οποία παραπονείται ότι υπέστη ο εφεσίβλητος.
Σε σχέση με την έφεση Ε45/2020, ο λόγος έφεσης έχει να κάνει με την έγκριση του καταλόγου εξόδων και ότι στον εγκριθέντα κατάλογο εξόδων για όλα τα διαβήματα που λήφθηκαν από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής, χρησιμοποιήθηκε ο περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 5) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2017, ενώ η καταχώρηση της αγωγής ήταν στις 20.06.2012.
Έχουμε μελετήσει διεξοδικά την έφεση 93/2019 και τους εγειρόμενους λόγους έφεσης σ’ αυτήν, την αιτιολογία αυτών και την επιχειρηματολογία της πλευράς των εφεσειόντων, αλλά και την επιχειρηματολογία της πλευράς του εφεσίβλητου, ο οποίος αμύνεται της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του, ημερομηνίας 18.12.2018, αποφάσισε τη διαγραφή από το κείμενο της γραπτής δήλωσης του ΜΥ1 (έγγραφο Β) των παραγράφων 5, 6 και 8, στις οποίες ο μάρτυρας αμφισβητεί ότι το επικίνδυνο ψωμί αγοράστηκε, από τον εφεσείοντα, από το συγκεκριμένο πρατήριο «Πανδώρα», με την αιτιολόγηση ότι «τέτοιος ισχυρισμός δεν περιλαμβάνεται ρητά» στην έκθεση υπεράσπισης των εφεσειόντων.
Στην υπόθεση Μαυρουδής v. GLOBAL CONSOLIDATED REOURCES LTD (2015) 1 Α.Α.Δ. 1252, έχει αναφερθεί ότι:
«…τα δικόγραφα αποτελούν το δικογραφικό θεμέλιο επί του οποίου εδράζεται η απαίτηση και αναδεικνύεται ο καθορισμός των επιδίκων θεμάτων. Μαρτυρία η οποία εκφεύγει του περιεχομένου των εγγράφων προτάσεων δεν λαμβάνεται υπόψη και η δίκη περιορίζεται αυστηρά στη βάση των ισχυρισμών που προβάλλονται και περιέχονται στα δικόγραφα. (Βλ. Χατζημάρκου ν. Widehorizon (Cap. Market) Ltd (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 108 και Νεοφύτου κ.ά. ν. Γερακιώτη (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 25). Παράλληλα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η έλλειψη δικογραφικού υποβάθρου δεν θεραπεύεται με ερωτήσεις κατά το στάδιο της ακρόασης. (Βλ. Federal Bank of Lebanon v. Σιακόλα (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1422).»
Στην υπόθεση Παπαγεωργίου v. Λούη Κλάππα (Investments Services Ltd) (1991) 1 Α.Α.Δ. 24, έχει αναφερθεί ότι:
«Η δίκη δρομολογείται, όπως επιγραμματικά ανάφερε ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Βασιλειάδης στην υπόθεση Homeros Τh. Courtis and Others v. Panos K. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180, (βλέπε επίσης Christakis Loucaides v. CD. Hay and Sons Ltd (1971) 1 C.L.R. 134) κατά μήκος των γραμμών που οριοθετεί η δικογραφία και η δίκη διατρέχει την ίδια πορεία όπως και το τραίνο κατά μήκος των προκαθορισμένων γραμμών της διαδρομής. Αν τους παρείχετο η ευκαιρία απάντησης στους ισχυρισμούς του εφεσείοντα, οι εφεσίβλητοι θα είχαν τη δυνατότητα να εκθέσουν ενώπιον του δικαστηρίου, εισηγήθηκε ο δικηγόρος τους, ότι η είσπραξη προμήθειας από τον αγοραστή ήταν εν γνώσει και έγινε με τη συγκατάθεση του εφεσείοντα καθώς και σύμφωνα με τη χρηματιστηριακή πρακτική. 0 δικηγόρος του εφεσείοντα παραδέχθηκε ότι ο λόγος που προβλήθηκε προς υποστήριξη της έφεσης δεν είχε εγερθεί ρητά με την υπεράσπιση. Εισηγήθηκε όμως, ότι είχε εγερθεί έμμεσα με τη γενική άρνηση της απαίτησης των εναγόντων και των ισχυρισμών που διατυπώθηκαν στην απαίτηση προς υποστήριξή της· όπως επίσης και με την αναφορά, που έγινε, ομολογουμένως συμπτωματική, κατά τη διάρκεια της δίκης. Δε συμφωνούμε. Η γενική άρνηση των ισχυρισμών που προσδιορίζουν την απαίτηση δεν εξυπακούει και την προβολή άλλων θετικών γεγονότων, τα οποία είτε την αποδυναμώνουν ή την καθιστούν ανεδαφική. Περαιτέρω η άρνηση της απαίτησης με τη διατύπωση της σε ξεχωριστή παράγραφο δεν μπορεί να διαχωρισθεί από το πλαίσιο της υπεράσπισης το οποίο στοιχειοθετείται από το σύνολο των ισχυρισμών που εκτίθενται στο σχετικό κείμενο της δικογραφίας. Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσείων εκτός από την άρνηση της απαίτησης προσδιόρισε και τα θετικά γεγονότα τα οποία την καθιστούσαν ανεδαφική.»
Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά δεν επέτρεψε να δοθεί η μαρτυρία που περιλαμβάνετο στις παραγράφους 5, 6 και 8 της γραπτής κατάθεσης του ΜΥ1. Η γραπτή κατάθεση του ΜΥ1 δεν αποτελεί δικόγραφο αλλά μαρτυρία. Το Δικαστήριο όφειλε να μην την επιτρέψει αφού αυτή εκφεύγει του περιεχομένου των δικογράφων. Η παράγραφος 3 της Υπεράσπισης αποτελεί γενική άρνηση των παραγράφων 3 και 4 της Έκθεσης Απαίτησης. Στην παράγραφο 4 της Υπεράσπισης οι εφεσείοντες αρνούνται την παράγραφο 5 της Έκθεσης Απαίτησης και αρνούνται ότι υπέπεσαν σε οποιαδήποτε πράξη αμέλειας, ισχυρίζονται δε ότι οποιαδήποτε ισχυριζόμενη ζημιά υπέστη ο εφεσίβλητος, αυτή προέρχεται από δική του αμέλεια. Σε αντίθεση με τα πιο πάνω, με τις παραγράφους 5, 6 και 8 της γραπτής κατάθεσης του ΜΥ1, «έγγραφο Β», οι εφεσείοντες επιχειρούσαν να προσθέσουν νέους ισχυρισμούς, μεταξύ άλλων, να καταθέσουν ως τεκμήριο «τιμοκατάλογο πωλήσεων του πρατηρίου ημερομηνίας 08/06/2011» στον οποίο φαίνεται η περιγραφή προϊόντος και τα προϊόντα που πωλήθηκαν στις 08.06.2011 από το πρατήριο, καταλήγοντας ότι «Σε κάθε περίπτωση, κατά τον κρίσιμο για την αγωγή χρόνο δεν υπήρχε άλλο ψωμί το οποίο να πωλείτο στην τιμή των €1,45, πλην του ψωμιού με την ονομασία “PSOMI SITARENIO METRIO 600GR”».
Τα προαναφερόμενα δεν είναι δικογραφημένα και αποτελούν ουσιώδεις ισχυρισμούς για την υπεράσπιση, οπότε, οι εφεσείοντες, αν το επιθυμούσαν, θα έπρεπε να τα δικογραφήσουν, συγκεκριμένα, ώστε να μπορούν να τα προωθήσουν στη μαρτυρία τους.
Ως εκ τούτου ο πρώτος λόγος έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει.
Θα προχωρήσουμε στην εξέταση του 3ου λόγου έφεσης, καθ’ ότι το αποτέλεσμα του συγκεκριμένου λόγου μπορεί να έχει επίδραση στον 2ο λόγο έφεσης. Θέση των εφεσειόντων είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε εσφαλμένα τον ΜΕ1, εφαρμόζοντας λανθασμένες νομικές αρχές, με αποτέλεσμα να προβεί σε λανθασμένα ευρήματα.
Στην υπόθεση Κοκκίνου κ.α. v. Themis Portfolio Management Holdings Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 336/2018, ημερομηνίας 31.03.2025, έχουν αναφερθεί τα ακόλουθα αναφορικά με το θέμα αξιολόγησης μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο:
««Επαναλαμβάνουμε τον νομολογιακό κανόνα ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας, η οποία αξιολόγηση αποτελεί τη συνισταμένη της κρίσης του Δικαστηρίου επί της ζώσας ενώπιόν του παρουσιασθείσας μαρτυρίας.
Όπως έχει λεχθεί στις υποθέσεις Tekinder Pal κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:
«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. (Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).»
Επέμβαση είναι δυνατή σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Παραπέμπουμε στις αποφάσεις Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»
Από τις πιο πάνω νομικές αρχές προκύπτει η διαχρονική θέση της νομολογίας ότι επέμβαση του Εφετείου σε συμπεράσματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογείται μόνο όταν αυτά έρχονται σε αντίθεση με την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του. Τα συμπεράσματα των πρωτόδικων Δικαστηρίων δεν είναι ανατρέψιμα, αν είναι ευλόγως επιτρεπτά, με βάση την ενώπιον τους μαρτυρία.»
Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, η μαρτυρία του ΜΕ1 είχε τα εξωτερικά και εσωτερικά χαρακτηριστικά μιας αξιόπιστης μαρτυρίας. Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο για τον εφεσίβλητο ΜΕ1 αναφέρει στην απόφαση του τα ακόλουθα:
«Στο σύνολο της μαρτυρίας του ήταν σταθερός, σαφής και πειστικός στις θέσεις του. Κατά την αντεξέταση δεν κλονίστηκε, απαντούσε με αμεσότητα και αυθορμητισμό και δεν περιέπεσε σε αντιφάσεις. Ταυτόχρονα δεν διέκρινα ασυνέπειες στην εκδοχή του.
Η αλληλουχία γεγονότων, όπως την κατέθεσε, συνάδει και με το περιεχόμενο των εγγράφων που κατέθεσε ως τεκμήρια. Αναφέρομαι ειδικότερα, στις ώρες που αναγράφονται στην απόδειξη αγοράς του επίδικου ψωμιού (Τεκμήριο 3), το τιμολόγιο από το Αρεταίειο Νοσοκομείο (Τεκμήριο 4) και στην κατάθεση του στις Υγειονομικές Υπηρεσίες (Τεκμήριο 6).
……………………………………………………………………………………………
Αναλογιζόμενη το σύνολο και την ποιότητα της μαρτυρίας του Ενάγοντα, δεν έχω διακρίνει κάποιο λόγο ή παράγοντα που να δημιουργεί αμφιβολίες για την αλήθεια της. Είχε τα εξωτερικά και εσωτερικά χαρακτηριστικά μιας αξιόπιστης μαρτυρίας και ως τέτοια την αποδέχομαι.»
Το Εφετείο μπορεί να επέμβει μόνο εκεί όπου οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αντικειμενικά κρινόμενες, καταφαίνονται ανυπόστατες ή αντιστρατεύονται την κοινή λογική, κάτι που δεν συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση. Η αξιολόγηση και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε σχέση με τον εφεσίβλητο ΜΕ1, δεν αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων και ούτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή μαρτυρία.
Συνεπώς, ο 3ος λόγος έφεσης δεν μπορεί να κριθεί επιτυχής.
Ο 2ος λόγος έφεσης αποτελεί ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι ο εφεσίβλητος απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης που του αναλογεί, γιατί απέτυχε να στοιχειοθετήσει την απαραίτητη αιτιώδη συνάφεια στην κατ’ ισχυρισμόν αμέλεια των εφεσειόντων έναντι του εφεσίβλητου. Αναφέρουν δε ότι δεν αποδείχθηκε πως το επίδικο ψωμί είναι το ψωμί το οποίο αγοράστηκε από το συγκεκριμένο αρτοποιείο «Πανδώρα», ότι δεν αποδείχθηκε πως είναι αυτό που ο εφεσίβλητος κατανάλωσε, και πως ούτε είναι το ίδιο ψωμί το οποίο ο εφεσίβλητος παρέδωσε στο υγειονομείο, το οποίο κρίθηκε ακατάλληλο.
Το ότι ο εφεσίβλητος αγόρασε το επίδικο ψωμί από το πρατήριο «Πανδώρα», ότι το κατανάλωσε, ότι αισθάνθηκε έντονους πόνους, ότι μετέβη σε ιδιωτικό νοσοκομείο, όπου έτυχε των πρώτων βοηθειών από ιατρό, ότι είναι το επίδικο ψωμί που παραδόθηκε στις Υγειονομικές Υπηρεσίες, και ότι είναι αυτό το οποίο εξετάσθηκε από το Κρατικό Χημείο και κρίθηκε ακατάλληλο, αποτελούν ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου μετά την αξιολόγηση όλων των μαρτύρων οι οποίοι κατέθεσαν ενώπιον του.
Στην υπόθεση Ράλλης Μακρίδης & Υιοι Λτδ v. Τάσου Ανδρέα Λουκά (2003) 1 Α.Α.Δ. 447, για την «αιτιώδη συνάφεια», έχουν αναφερθεί τα ακόλουθα:
«Η αιτιώδης συνάφεια είναι θέμα πραγματικό που θα πρέπει να αποφασίζεται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κατά τη δίκη (Hotson v. East Berkshire Area Health Authority [1987] 2 All E.R. 909). Θέμα πραγματικό είναι επίσης και ο λόγος που προκάλεσε το δυστύχημα.
Θα πρέπει, με άλλα λόγια, να αποδειχθεί ότι η αδικοπραξία του εναγόμενου προκάλεσε τη ζημιά του ενάγοντα. Ακόμα και στην περίπτωση παραδοχής αμέλειας από τον εναγόμενο, χωρίς άλλου τινός, ο ενάγων δεν δικαιούται αποζημίωσης, εκτός αν μπορεί να συνδέσει τη ζημιά του με την αμέλεια αυτή (Rankine v. Garton Sons & Co. Ltd. [1979] 2 All E.R. 1185).»
Στην υπόθεση Αθηνά Βαριάνου v. Δρ. Ανδρέα Π. Βορκά (2010) 1 Α.Α.Δ. 1541, αναφέρθηκε ότι:
«Το αντικειμενικό κριτήριο το οποίο τελικά υιοθετήθηκε από τη σχετική νομολογία σε σχέση με το θέμα της αιτιώδους συνάφειας, είναι ορθότερο από το υποκειμενικό και σήμερα συνάδει με τις αρχές που εμπεριέχονται στον περί της Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της Αξιοπρέπειας του Ανθρώπου αναφορικά με την Εφαρμογή της Βιολογίας και Ιατρικής (Κυρωτικό) και Άλλες Συναφείς με την Εφαρμογή της Σύμβασης Διατάξεις Νόμο του 2001 (Ν. 31(ΙΙΙ)/01).»
Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο, βασιζόμενο στην μαρτυρία του εφεσίβλητου, ΜΕ1, σε συνδυασμό με τα τεκμήρια που κατέθεσε, την μαρτυρία των υπόλοιπων μαρτύρων του, η οποία ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκε, κατέληξε ότι ο ΜΕ1 κατανάλωσε μόνο από το ψωμί που αγόρασε από πρατήριο των εφεσειόντων και είναι αυτό που παρέδωσε στις Υγειονομικές Υπηρεσίες για έλεγχο. Αμέσως μετά την κατανάλωση και με την παρουσία συμπτωμάτων μετέβη σε ιδιωτικό νοσοκομείο και εξετάσθη από τον ΜΕ4. Σύμφωνα με το Τεκμήριο 11, το οποίο αποτελεί το πόρισμα του Γενικού Χημείου του κράτους, σε σχέση με το ψωμί που παρέδωσε ο εφεσίβλητος, διαπιστώθηκαν τα εξής: «Το εσωτερικό του ψωμιού ήταν αλλοιωμένο με εμφανή ανάπτυξη βακτηριδίων … και ως εκ τούτου είναι ακατάλληλο για ανθρώπινη κατανάλωση». Ο ΜΕ3 επιβεβαίωσε το πιο πάνω πόρισμα των μικροβιολογικών εξετάσεων που έγιναν στο ψωμί που παρέδωσε ο εφεσίβλητος.
Με βάση τα όσα έχουν εκτεθεί ανωτέρω, υπάρχει σύνδεση στην αλυσίδα των γεγονότων, τα οποία οδηγούν σ’ ένα και μόνο ασφαλές συμπέρασμα που ορθά κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο και αποδίδει αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της ζημιάς που υπέστη ο εφεσίβλητος και της αμέλειας των εφεσειόντων, χωρίς να παρέχεται το δικαίωμα στο Εφετείο να επέμβει.
Συνεπώς, ούτε ο 2ος λόγος έφεσης μπορεί να έχει επιτυχία.
Όσον αφορά τον 4ο λόγο έφεσης, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία του ΜΥ1, και αφού τον έκρινε αξιόπιστο, κατέληξε, από τα λεγόμενα του, ότι δεν έχει προσωπική γνώση για τα επίδικα γεγονότα, με αποτέλεσμα η μαρτυρία του να καθίσταται ήσσονος σημασίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την μαρτυρία, κατέληξε ότι ο ΜΥ1 είναι πρόσωπο το οποίο δεν είχε άμεση γνώση ή εμπλοκή με τα επίδικα γεγονότα, επειδή προσλήφθηκε από τους εφεσείοντες το 2015 ενώ τα επίδικα γεγονότα συνέβησαν το 2011. Σε σχέση δε με τα τεκμήρια τα οποία κατέθεσε, το Δικαστήριο υιοθέτησε την θέση του ΜΥ1 ότι τα συστήματα και τα πρότυπα ασφαλείας και υγείας τροφίμων, που υιοθετούν και εφαρμόζουν οι εφεσείοντες, αυτά λειτουργούν στον βαθμό που τα εφαρμόζει και ακολουθεί ο κάθε υπάλληλος της εταιρείας.
Στα λεγόμενα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν διαβλέπουμε οποιαδήποτε αντίθεση με τα όσα ο ΜΥ1 κατέθεσε σε συνδυασμό με τα τεκμήρια που ο ίδιος έχει καταθέσει, και τα οποία λήφθηκαν υπόψιν, όμως, ως εξήγησε ο ΜΥ1, η μαρτυρία του είναι βασισμένη στη βάση αυτών που είναι καταγραμμένα μέσα στο σύστημα, και συμφώνησε ότι οι πληροφορίες στο σύστημα, καταχωρούνται από άτομο, το όνομα του οποίου είναι καταχωρημένο στις αποδείξεις, χωρίς να είναι σε θέση να δώσει περαιτέρω πληροφορίες. Σε σχέση δε με το Τεκμήριο 14, ο μάρτυρας περιορίστηκε στην περιγραφή του εγγράφου.
Συνεπώς, ούτε και ο 4ος λόγος έφεσης μπορεί να κριθεί επιτυχής.
Ο 5ος λόγος έφεσης αφορά το ύψος των επιδικασθέντων Γενικών Αποζημιώσεων και ότι το ποσό των €1.500,00 που επιδικάσθηκε είναι δυσανάλογο και υπερβολικό, σε σχέση με την ζημιά για την οποία ο εφεσίβλητος παραπονείται και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψιν του, εσφαλμένα, κατά την προσμέτρηση των Γενικών Αποζημιώσεων, ισχυρισμούς για πρόκληση ψυχολογικής ζημιάς.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως κρίνουμε, κατά την επιδίκαση του ποσού που αφορά τις Γενικές Αποζημιώσεις έλαβε, ορθά, υπόψιν και συνυπολόγισε τον πόνο και την ταλαιπωρία που είχε υποστεί ο εφεσίβλητος, την φύση και την έκταση των συμπτωμάτων που παρουσίασε, αλλά και την φαρμακευτική αγωγή που ακολούθησε, όπως και την αναρρωτική άδεια που του χορηγήθηκε. Σε σχέση δε με τα ψυχολογικά προβλήματα που ο εφεσίβλητος ανέφερε ότι παρουσίασε, και τα οποία ως ο ίδιος ανέφερε τα ξεπέρασε, το πρωτόδικο Δικαστήριο τα συνυπολόγισε μεν αλλά όπως, ορθά, ανέφερε «δεν μπορούν να επηρεάσουν δραστικά το ύψος των γενικών αποζημιώσεων».
Θεωρούμε ότι το ποσό των €1.500,00 που επεδίκασε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το επεδίκασε συνυπολογίζοντας τα ουσιώδη προβλήματα που ο εφεσείοντας αντιμετώπιζε κατά τον επίδικο χρόνο και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να κριθεί δυσανάλογο και υπερβολικό.
Συνεπώς και ο 5ος λόγος έφεσης δεν μπορεί να κριθεί επιτυχής.
Η έφεση 93/2019 απορρίπτεται με έξοδα €2.400,00 πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων.
Σε σχέση με την έφεση αρ. Ε45/2020 ο λόγος έφεσης έγκειται στο γεγονός ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 24.09.2019 με την οποία εγκρίθηκε ο κατάλογος εξόδων, ημερομηνίας 08.04.2019, είναι λανθασμένη γιατί εσφαλμένα χρησιμοποιήθηκε, με αναδρομική ισχύ, ο περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 5) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2017. Ο Διαδικαστικός Κανονισμός 3/2017 που αφορά τον περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) (Αρ. 5) στο Άρθρο 3 αναφέρει:
«Νέα ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού καθορίζεται η ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Η δικηγορική αμοιβή για εργασία η οποία έγινε πριν από την εν λόγω ημερομηνία θα καθορίζεται σύμφωνα με τον προϊσχύσαντα Διαδικαστικό Κανονισμό.»
Ενόψει του ότι με βάση τον πιο πάνω Διαδικαστικό Κανονισμό η δικηγορική αμοιβή για εργασία η οποία έγινε πριν την έναρξη του Κανονισμού, που είναι η 24.10.2017, και για την ψήφιση του συγκεκριμένου καταλόγου χρησιμοποιήθηκε ο Κανονισμός του 2017 για προ της 24.10.2017 δικηγορική αμοιβή για εργασία, ο λόγος έφεσης κρίνεται βάσιμος. Η έφεση επιτυγχάνει.
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία εγκρίθηκε ο κατάλογος εξόδων, παραμερίζεται και να τεθεί ενώπιον του αρμόδιου Πρωτοκολλητή για να εξετάσει τον κατάλογο εξόδων σύμφωνα με τους ισχύοντες κανονισμούς, και αφού εξετασθούν να τεθούν για έγκριση ενώπιον αρμόδιου Επαρχιακού Δικαστή.
Επιδικάζονται έξοδα, στην έφεση Ε45/2020, υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου, €600,00 πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, που αποτελούν το εν δεύτερο των εξόδων, καθότι ακούστηκε μαζί με την έφεση υπ’ αρ. 93/2019 και, συγκεκριμένα, από ένα περίγραμμα αγόρευσης κατατέθηκε και από τις δύο πλευρές.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.
Μ. ΔΡΟΥΣΙΩΤΗΣ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο