ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. Ε58/2022)
12 Νοεμβρίου 2025
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
Σωτήρης Σωτηρίου
Εφεσείων
ν.
Cleverpath Holdings Limited
Εφεσίβλητη
Για εφεσείοντα: κος Χρίστος Θεοδούλου για Σέργιος Π. Σωτηρίου
Για εφεσίβλητη: κος Νίκος Μιχαήλ για Αγγελίδης, Ιωαννίδης, Λεωνίδου Δ.Ε.Π.Ε.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η παρούσα εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες διατάξεις) Νόμου του 1964 (33/1964).
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η υπό κρίση έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας με την οποία εκδόθηκε συνοπτική απόφαση εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ της εφεσίβλητης, δυνάμει της Δ.18 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η αγωγή αφορούσε γραμμάτιο συνήθους τύπου, το οποίο σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης υπέγραψε ο εφεσείων υπέρ της εφεσίβλητης για το ποσόν των €14.950,00.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από αίτηση της εφεσίβλητης και αφού άκουσε και τους δύο διαδίκους, εξέδωσε συνοπτική απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης για το πιο πάνω ποσόν, πλέον τόκους και έξοδα. Έκρινε επί του προκειμένου ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εξέτασης αιτήματος συνοπτικής απόφασης δυνάμει της Δ.18 θ1(α) και ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε καμία από τις υπερασπίσεις για γραμμάτιο συνήθους τύπου, όπως καθορίζονται στο Άρθρο 80 του περί Συμβάσεων Νόμου, (Κεφ. 149).
Λέχθηκε συγκεκριμένα ότι οι προβληθείσες σωρευτικά θέσεις του εφεσείοντα συνιστούσαν γενική άρνηση των ισχυρισμών της εφεσίβλητης, και επιπλέον ήταν αντιφατικές μεταξύ τους. Κρίθηκε επίσης πρωτοδίκως ότι οι όποιες αναφορές του εφεσείοντα ότι δεν οφείλει το αναφερόμενο στο γραμμάτιο ποσό δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές αφού σύμφωνα με το Άρθρο 80 του περί Συμβάσεων Νόμου, (Κεφ. 149), τα όσα αναφέρονται σε γραμμάτιο συνήθους τύπου, συνιστούν αμάχητη απόδειξη των γεγονότων που εκτίθενται σε αυτό. Επιπλέον, ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει ότι έχει καλόπιστη υπεράσπιση, αναφορικά με τις υπερασπίσεις που παρατίθενται εξαντλητικά στον εν λόγω άρθρο, για αγωγή με βάση γραμμάτιο συνήθους τύπου.
Ενόψει των πιο πάνω συμπερασμάτων του, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε συνοπτική απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα για το ποσόν των €14.950,00, πλέον τόκο προς 9% ετησίως από 31.10.2020 μέχρι εξόφλησης, πλέον έξοδα.
Ο εφεσείων με 6 λόγους έφεσης αμφισβητεί την πιο πάνω απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προσβάλλοντας τα πρωτόδικα ευρήματα τόσον για την απόδειξη των προϋποθέσεων για εξέταση αιτήματος συνοπτικής απόφασης, όσον και αυτά για αποτυχία απόδειξης συζητήσιμης υπεράσπισης σε γραμμάτιο συνήθους τύπου.
Με τον 1ο λόγο έφεσης αμφισβητείται η πρωτόδικη κατάληξη ότι αποδείχθηκαν οι προϋποθέσεις εξέτασης του αιτήματος συνοπτικής απόφασης. Υποστηρίζεται συγκεκριμένα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη τις θέσεις του εφεσείοντα, ο οποίος ισχυριζόταν ότι η ομνύουσα στην ένορκη δήλωση της αίτησης δεν ήταν πρόσωπο που νομιμοποίητο να ορκιστεί θετικά προς υποστήριξη του αιτήματος της εφεσίβλητης για συνοπτική απόφαση και κανένα αποδεικτικό δεν παρουσίασε, στο οποίο να δεικνύει την θέση της, στις υπηρεσίες της εφεσίβλητης.
Με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε στην κατάληξη του, σύμφωνα με την οποία οι προβληθείσες με την ένορκη δήλωση του υπερασπίσεις ήταν αόριστες, γενικές και αντιφατικές (λόγοι έφεσης 2 έως 5). Τέλος ισχυρίζεται ότι με την έκδοση συνοπτικής απόφασης παραβιάστηκαν τα συνταγματικά του δικαιώματα για ελεύθερη πρόσβαση στο Δικαστήριο (6ος λόγος έφεσης).
Η νομολογία ως προς την έκδοση συνοπτικής απόφασης δυνάμει των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας είναι πλούσια. Σύμφωνα με την Δ.18 θ.1(α) πρέπει να πληρούνται τρεις προϋποθέσεις προτού το Δικαστήριο εξετάσει τους ισχυρισμούς του εναγομένου για καλόπιστη υπεράσπιση.
1. Να καταχωριστεί κλητήριο ένταλμα ειδικά οπισθογραφημένο δυνάμει της Δ.2 θ.6.
2. Ο εναγόμενος να έχει καταχωρίσει εμφάνιση.
3. Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για συνοπτική απόφαση να γίνεται από τον ενάγοντα ή από πρόσωπο που μπορεί θετικά να ορκιστεί ως προς τα γεγονότα και που να μπορεί να επαληθεύσει το αγώγιμο δικαίωμα και το ποσό που απαιτείτο και να δηλώνει ότι εξ όσων πιστεύει δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή.
Επίσης δυνάμει της Δ.18 θ.2, η αίτηση για συνοπτική απόφαση θα πρέπει να συνοδεύεται από όλα τα τεκμήρια που αναφέρονται στην ένορκη δήλωση. Γνώση από έγγραφα συνταγμένα χωρίς την συμμετοχή του ενόρκως δηλούντα δεν είναι προσωπική. Βασίζεται σε πληροφορίες και δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις της Δ.18 (βλ. μεταξύ άλλων (1997) 1 Α.Α.Δ 1168).
Αφού ικανοποιηθούν οι πιο πάνω προϋποθέσεις, το βάρος μετατίθεται στον εναγόμενο να αποκαλύψει συζητήσιμη υπεράσπιση. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει απόφαση υπέρ του ενάγοντα, εκτός εάν ικανοποιηθεί ότι ο εναγόμενος έχει καλή υπεράσπιση στην αγωγή ( (1982) 1 CLR 897).
Σύμφωνα με την νομολογία, όταν το βάρος μετατοπίζεται στους ώμους του εναγομένου, η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση του, θα πρέπει να περιέχει τέτοιες λεπτομέρειες που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του για την ύπαρξη συζητήσιμης υπεράσπισης. Γενική και αόριστη αναφορά σε υπερασπίσεις, χωρίς τις αναγκαίες λεπτομέρειες που τις στοιχειοθετούν, δεν είναι αρκετή ώστε να εκπληρώσει το καθήκον του εναγομένου για απόδειξη συζητήσιμης υπεράσπισης (βλ. μεταξύ άλλων (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 818) .
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην παρούσα περίπτωση έκρινε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις της Δ.18 θ.1(α) για εξέταση αιτήματος συνοπτικής απόφασης. Δεν αμφισβητήθηκε ότι το κλητήριο ένταλμα ήταν ειδικά οπισθογραφημένο και ότι ο εφεσείων είχε καταχωρήσει εμφάνιση. Αυτό που ισχυρίζεται ο εφεσείων είναι ότι ομνύουσα παρότι παρουσιάστηκε ως Γενική Διευθύντρια της εφεσίβλητης, δεν είναι καταχωρημένη ως τέτοια στον Έφορο Εταιρειών και κατ’ επέκταση δεν είχε γνώση των γεγονότων της υπόθεσης ώστε να μπορεί να ορκιστεί σε ένορκη δήλωση που συνοδεύει αίτηση συνοπτικής απόφασης.
Η πιο πάνω θέση δεν ευσταθεί. Όπως πολύ σωστά επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν είναι η θέση της ομνύουσας στο Δ.Σ της εφεσίβλητης που είχε σημασία, αλλά η εργασία της σε αυτήν και η προσωπική της γνώση για τα γεγονότα με την εμπλοκή της στην επίδικη συναλλαγή. Επί του προκειμένου, η ομνύουσα δεν δήλωσε ότι είναι μέλος του Δ.Σ της εφεσίβλητης αλλά Γενική Διευθύντρια των εργασιών της.
Σύμφωνα με την νομολογία, εκεί που ο αιτητής είναι νομικό πρόσωπο, τότε μπορεί να ορκισθεί κάποιο φυσικό πρόσωπο που εργοδοτείται από την εταιρεία, το οποίο όμως να μπορεί να αναφερθεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και να επιβεβαιώνει την βάση της αγωγής και το αιτούμενο ποσό και όχι τα όσα καταθέτει να είναι πληροφορίες που πήρε από άλλους ή να στηρίζεται απλώς, στα όσα το ίδιο πιστεύει (βλ. (2013) 1 Α.Α.Δ 1795). Σχετική είναι και η υπόθεση (1997) 1 Α.Α.Δ. 782, όπου στην απόφαση πλειοψηφίας δίνονται και παραδείγματα με αναφορά σε αγγλικές αποφάσεις, για το πότε μια ένορκη δήλωση κρίθηκε ικανοποιητική και πότε όχι, για σκοπούς έκδοσης συνοπτικής απόφασης.
Στην παρούσα περίπτωση, η ομνύουσα υπό την ιδιότητα της Γενικής Διευθύντριας των εργασιών της εφεσίβλητης, ανέφερε ότι είχε προσωπική εμπλοκή στην συνομολόγηση του επίδικου γραμματίου και γνώριζε προσωπικά όλα τα θέματα που αφορούσαν την αγωγή, έχοντας μάλιστα στην κατοχή της όλα τα σχετικά έγγραφα της υπόθεσης, τα οποία και κατέθεσε. Επαλήθευσε με τον τρόπο αυτό την απαίτηση και δήλωσε την πεποίθηση της ότι ο εφεσείων δεν έχει υπεράσπιση στην ουσία της αγωγής.
Συνεπώς, πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε στην βάση των πιο πάνω στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του ότι το βάρος μετατέθηκε στους ώμους του εφεσείοντα, προκειμένου να αποδείξει με την ένορκη δήλωση της ένστασης του ότι έχει συζητήσιμη υπεράσπιση στην ουσία της αγωγής.
Ενόψει των πιο πάνω, ο 1ος λόγος έφεσης κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τους λόγους έφεσης 2 έως 5, ο εφεσείων παραπονείται για την πρωτόδικη κατάληξη ότι δεν αποδείχθηκε συζητήσιμη υπεράσπιση στην ουσία της αγωγής.
Ειδικότερα προβάλλεται με τον 4ο λόγο έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το επίδικο έγγραφο, συνιστούσε γραμμάτιο συνήθους τύπου.
Η πιο πάνω θέση δεν ευσταθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επίδικο έγγραφο πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο Άρθρο 78 του περί Συμβάσεων Νόμου, (Κεφ. 149), ώστε να χαρακτηριστεί ως «Γραμμάτιο Συνήθους Τύπου». Οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα περί «εικονικότητας των μαρτύρων» και περί «μαρτύρων μη ικανών προς το συμβάλλεσθαι» πέραν του ότι αντιφάσκουν μεταξύ τους, δεν μπορούν να αλλάξουν την βάση αγωγής της εφεσίβλητης, που σύμφωνα με τα γεγονότα που παρατέθηκαν στην έκθεση απαίτησης, αφορά γραμμάτιο συνήθους τύπου.
Το γραμμάτιο συνήθους τύπου ως αιτία αγωγής, αποτελεί μια ιδιότυπη νομική ρύθμιση, η οποία παρουσιάζει πλεονεκτήματα στον ενάγοντα (βλ. (2012) 1 Α.Α.Δ 1694). Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με το Άρθρο 80 του περί Συμβάσεων Νόμου, (Κεφ. 149), τα όσα αναφέρονται σε γραμμάτιο συνήθους τύπου συνιστούν αμάχητη απόδειξη των γεγονότων που εκτίθενται σε αυτό, οι δε υπερασπίσεις που δύνανται να προβληθούν είναι συγκεκριμένες, περιοριζόμενες στη γνησιότητα των υπογραφών, τον ισχυρισμό ότι το γραμμάτιο εκδόθηκε ως αποτέλεσμα απάτης ή εξαναγκασμού, καθώς και την εξόφληση του χρέους (βλ. (2013) 1 Α.Α.Δ 148).
Στην παρούσα περίπτωση και με κάθε σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, κρίνω ότι δεν ευσταθούν τα όσα καταλογίζονται στο πρωτόδικο Δικαστήριο στους λόγους έφεσης 2 έως 5, ως προς την κατάληξη του για αποτυχία απόδειξης συζητήσιμης υπεράσπισης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε όλους τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα, για να καταλήξει ότι αυτοί δεν στοιχειοθετούσαν καλόπιστη υπεράσπιση. Είναι ορθή η πρωτόδικη κρίση ότι οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα όπως παρουσιάστηκαν στην ένορκη δήλωση της ένστασης του, συνιστούσαν μια γενική άρνηση της απαίτησης με την προβολή αόριστων υπερασπίσεων και εν πολλοίς, πλήρως αντιφατικών μεταξύ τους. Ότι δηλαδή δεν ήταν παρόντες οι μάρτυρες που φαίνονται στο γραμμάτιο, ότι αυτοί οι μάρτυρες είναι εικονικοί, ότι ουδέποτε έχει υπογραφεί γραμμάτιο από τον εφεσείοντα αλλά υπογράφηκε κατόπιν ψευδών παραστάσεων, ψυχικών πιέσεων, εξαναγκασμού, απάτης και παραπληροφόρησης σε σχέση με τους όρους και τις έννομες συνέπειες του. Το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση έχει ως εξής:
«Εν πρώτοις αυτοί οι ισχυρισμοί είναι αντιφατικοί. Αφού δεν υπεγράφη το εν λόγω γραμμάτιο πως ήταν προϊόν ψευδών παραστάσεων; Αντιφάσκει δηλαδή σαφώς ο ισχυρισμός για μη υπογραφή του Τεκμηρίου 2 με αυτόν για υπογραφή του, έστω μετά από ψυχική πίεση, απάτη ή εξαναγκασμό. Έπειτα γεννώνται μια σειρά αναπάντητα ερωτήματα. Ποιες ήταν οι ψευδείς παραστάσεις; Τι παρίστανε η Ενάγουσα ως αληθές ενώ δεν ήταν; Ποια η απάτη και ο εξαναγκασμός; Ποιου είδους η ψυχική πίεση; Υπήρχε κάποια σχέση εμπιστοσύνης και πώς την εκμεταλλεύτηκε η Ενάγουσα; Η απλή παράθεση των εν λόγω υπερασπίσεων, σωρευτικά κιόλας με αποτέλεσμα να συγκρούονται, δεν αρκεί για να καταδείξει έστω αδύναμη υπεράσπιση.»
Τα πιο πάνω πρωτόδικα συμπεράσματα ευθυγραμμίζονται πλήρως με την νομολογία, σύμφωνα με την οποία σε αίτηση συνοπτικής απόφασης δεν αρκεί ο εναγόμενος να προβεί σε γενική άρνηση της απαίτησης ή σε αόριστους ισχυρισμούς. Θα πρέπει να δώσει τέτοιες λεπτομέρειες με την ένορκη του δήλωση που να καταδεικνύεται το βάσιμο τις υπεράσπισης του επί της ουσίας της αγωγής και να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που θα θεωρηθούν επαρκή για να του δώσουν το δικαίωμα να υπερασπιστεί ( (1983) 1 CLR 333 και ανωτέρω). Ειδικότερα για την υπεράσπιση της ψυχικής πίεσης σε αίτηση για συνοπτική απόφαση, σχετική είναι η απόφαση , Πολ. Έφεση 397/2012, ημ. 20/6/2019, ECLI:CY:AD:2019:A235, της οποίας το πιο κάτω χαρακτηριστικό απόσπασμα παρατίθεται στην πρωτόδικη απόφαση:
«Επιπρόσθετα, ορθή είναι και η διαπίστωση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ότι, ουδεμία μαρτυρία τέθηκε ενώπιον του, προκειμένου να καταδεικνυόταν σε τι συνίστατο η ψυχική πίεση, την οποία η εφεσείουσα 2 ισχυρίστηκε ότι αυτός άσκησε, σε βάρος της εφεσείουσας 1 και την οδήγησε στη σύναψη της συμφωνίας πώλησης. Όπως αυτό υπέδειξε, η επίκληση και μόνο της προαναφερθείσας αιτίας, άνευ οποιουδήποτε περιεχομένου δεν ήταν αρκετή προς ικανοποίηση της συγκεκριμένης απαίτησης της Δ.18, Κ.1(α). Επομένως, είναι ορθή η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα 2 προβάλλοντας την, κατ’ ισχυρισμόν, υπεράσπιση της ιδίας και της εφεσείουσας 1, «περιορίστηκε σε αοριστολογίες και γενικότητες».
Ενόψει των πιο πάνω οι λόγοι έφεσης 2- 5 απορρίπτονται ως αβάσιμοι.
Με τον 6ο λόγο έφεσης, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι με την πρωτόδικη απόφαση, του στερήθηκε το συνταγματικό δικαίωμα για πρόσβαση στο Δικαστήριο.
Είναι γεγονός και ευρέως νομολογημένο ότι η διαδικασία με βάση τη Δ.18 για συνοπτική απόφαση είναι ένα εξαιρετικό μέτρο, το οποίο στην ουσία καταλήγει σε απόφαση χωρίς να ακουστεί ο εναγόμενος. Ως εκ τούτου πρέπει να εφαρμόζεται, μόνο όπου η υπόθεση του ενάγοντα είναι καθαρή, και είναι προφανές πέραν από κάθε λογική αμφιβολία ότι ο εναγόμενος δεν έχει καλόπιστη υπεράσπιση στην αγωγή (βλ. μεταξύ άλλων (1999) 1 Α.Α.Δ 817).
Οι νομολογιακές αρχές γύρω από την εξουσία έκδοσης συνοπτικής απόφασης δυνάμει της Δ.18, διασφαλίζουν ακριβώς την προστασία των συνταγματικών δικαιωμάτων αμφοτέρων των διαδίκων, αφού συνοπτική απόφαση εκδίδεται αποκλειστικά στις περιπτώσεις που καταδεικνύεται αναμφίβολα ότι ο ενάγων δικαιούται σε απόφαση και όπου δεν είναι πρόσφορο να επιτραπεί στον εναγόμενο να υπερασπισθεί, απλώς για λόγους καθυστέρησης. Από την άλλη, αποτελεί γενική νομολογιακή αρχή ότι οσάκις ο εναγόμενος αποδεικνύει ότι έχει μια καλόπιστη υπεράσπιση πρέπει να του δοθεί άδεια να ακουστεί.
Όμως τα ευρύτερα συμφέροντα τις δικαιοσύνης προστατεύονται επίσης όταν δεν δίνεται άδεια για υπεράσπιση, στις περιπτώσεις στις οποίες ξεκάθαρα δεν υπάρχει ουσιώδες ζήτημα προς εκδίκαση. Έτσι διασφαλίζονται τα συνταγματικά δικαιώματα και των δύο διάδικων. Από την μια του ενάγοντα στην περίπτωση που ξεκάθαρα δικαιούται σε χωρίς καθυστέρηση απόφαση σε ξεκάθαρες υποθέσεις που δεν καταδεικνύεται καθόλου υπεράσπιση και από την άλλη του εναγομένου, στον οποίο δίδεται άδεια να ακουστεί όταν αποδείξει ότι έχει καλόπιστη και συζητήσιμη υπεράσπιση.
Στην παρούσα για τους λόγους που εξήγησα πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο πολύ ορθά έκρινε ότι η υπόθεση εμπίπτει σε εκείνες τις ξεκάθαρες περιπτώσεις όπου αναμφίβολα ή εφεσίβλητη δικαιούται σε απόφαση και όπου είναι απρόσφορο να επιτραπεί στον εφεσείοντα να υπερασπισθεί απλώς για λόγους καθυστέρησης αφού δεν απέδειξε καλόπιστη υπεράσπιση.
Ο εφεσείων δεν στερήθηκε του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο. Είχε την ευκαιρία να παρουσιαστεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προβάλλοντας τις θέσεις του, οι οποίες για τους λόγους που εξήγησα πιο πάνω, ορθώς απορρίφθηκαν. Σχετικό είναι το πιο κάτω χαρακτηριστικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, το οποίο υιοθετώ πλήρως:
«Αναφορικά με το συνταγματικό δικαίωμα του Εναγόμενου να υπερασπιστεί τον εαυτό του, αυτό δεν είναι απεριόριστο. Και για να μπορέσει να το ασκήσει η νομολογία έχει θέσει μια σειρά από προϋποθέσεις, ένα επίπεδο απόδειξης, ώστε να διασφαλίσει και το δικαίωμα του Ενάγοντα σε σύντομη εκδίκαση, όταν αναμφίβολα δεν υπάρχει υπεράσπιση. Αυτό το επίπεδο απόδειξης είναι που απέτυχε να προσεγγίσει ο Εναγόμενος, καταθέτοντας μια σειρά αστήρικτων και αντιφατικών ισχυρισμών.»
Έπεται πως και ο 6ος λόγος έφεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Καταληκτικά, η έφεση απορρίπτεται στο σύνολο της. Επιδικάζονται €2.500,00 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.
Αλέξανδρος Α. Παναγιώτου
Πρόεδρος Εφετείου
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο