ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ κ.α. v. HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LTD, Πολιτική Έφεση Αρ.: 131/2019, 3/12/2025
print
Τίτλος:
ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ κ.α. v. HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LTD, Πολιτική Έφεση Αρ.: 131/2019, 3/12/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 131/2019)

 

3 Δεκεμβρίου 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

1. ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ,

2. ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ,

3. ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ,

Εφεσείοντες,

v.

 

HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LTD,

Εφεσίβλητοι.

___________________________

Ο. Λάμπρου (κα) για Ανδρέα Θ. Μαθηκολώνη, για τους Εφεσείοντες,

Γ. Π. Κυριάκου για Ηλιάδης & Κυριάκου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι, με αγωγή που καταχώρισαν εναντίον των εφεσειόντων, αξίωναν ληγμένα και μη ληγμένα ενοίκια συνολικού ποσού €49.063,97, πλέον τόκους και έξοδα. Προέβαλαν, με την αγωγή, ότι δικαιούντο τα ποσά αυτά ως αποζημίωση για παράβαση, από μέρους του εφεσείοντα 1, των υποχρεώσεων του δυνάμει συμφωνίας ενοικιαγοράς, ημερομηνίας 17.11.2008, σε σχέση με όχημα μάρκας BMW. Ισχυρίστηκαν, περαιτέρω, ότι οι εφεσείοντες 2 και 3 είχαν εγγυηθεί γραπτώς τις υποχρεώσεις του εφεσείοντα 1, οι οποίες απέρρεαν από την εν λόγω συμφωνία.  Αξίωναν, επίσης, την έκδοση διαταγμάτων για την παράδοση του επίδικου οχήματος σε αυτούς, την εγγραφή του επ' ονόματι τους και την πώληση του με δημόσιο πλειστηριασμό.

 

Οι εφεσείοντες, με την υπεράσπιση τους, αρνήθηκαν όλους τους  πιο πάνω ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων. Ισχυρίστηκαν ότι η επίδικη συμφωνία «δεν είναι γνήσια ή/και αληθινή και εν πάσει περιπτώσει δεν είναι έγκυρη συμφωνία ενοικιαγοράς» και ότι «οι ενάγοντες εμποδίζονται από το περιεχόμενο του επιδίκου εγγράφου να προβάλλουν τους εν λόγω ισχυρισμούς» και αρνήθηκαν ότι όφειλαν οποιοδήποτε ποσό.

 

Κατά την ακρόαση της αγωγής έδωσαν μαρτυρία, για τους εφεσίβλητους, η υπεύθυνη καταστήματος στην υπηρεσία των εφεσιβλήτων (ΜΕ1), λειτουργός στην Υπηρεσία Ανάκτησης Χρεών των εφεσιβλήτων μεταξύ 2016-2017 και από το 2017 λειτουργός στην Υπηρεσία Υποστήριξης Χορηγήσεων (ΜΕ2), και πρώην υπάλληλος των εφεσιβλήτων από το 1990 μέχρι τον Ιούνιο 2017, και από 1.7.2017 υπάλληλος της APS Debt Servicing Cyprus Ltd,  ιδιωτικής εταιρείας η οποία διαχειρίζετο τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των εφεσιβλήτων (ΜΕ3).  Οι εφεσείοντες δεν προσκόμισαν μαρτυρία.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι οι τρεις μάρτυρες των εφεσιβλήτων κατέθεσαν με σταθερότητα και πως εξήγησαν με σαφήνεια το περιεχόμενο των εγγράφων που κατατέθηκαν ως τεκμήρια και αποδέκτηκε τη μαρτυρία τους.   Κατέληξε δε στα ακόλουθα ευρήματα:

 

“(α)      Στις 17.11.2008 υπεγράφη συμφωνία ενοικιαγοράς μεταξύ της Hellenic Bank (FinanceLtd, και του Εναγόμενου 1 ως μισθωτή (Τεκμήριο 3). Η συμφωνία καταρτίστηκε μετά από αίτηση του Εναγόμενου 1 για χρηματοδότηση, υπό τύπο ενοικιαγοράς.

(β)       Η συμφωνία υπεγράφηκε επίσης την ίδια μέρα από τους Εναγόμενους 2 και 3, ως εγγυητές των υποχρεώσεων του Εναγόμενου 1 καθώς και από την εταιρεία Complexus Trading Ltd, ως πωλητή του οχήματος στην Hellenic Bank (FinanceLtd.

(γ)       Αντικείμενο της συμφωνίας ενοικιαγοράς ήταν το όχημα με αριθμούς εγγραφής XXXXX98, μάρκας BMW, αριθμό σκελετού WBAEH320B7210007 και ημερομηνία α' εγγραφής 1.9.2005. Πωλητής του οχήματος ήταν η εταιρεία Complexus Trading Ltd που, σε σχέση με την αγορά του οχήματος, είχε καταρτίσει το τιμολόγιο με αριθμό 0073651 ημερομηνίας 17.11.2008 (Τεκμήριο 4).

(δ)       Η συμφωνία ενοικιαγοράς προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι ο Εναγόμενος 1 θα λάμβανε κατοχή του οχήματος έναντι συμφωνημένης τιμής ενοικιαγοράς €67.000, πλέον €80,13 χαρτόσημα και δικαιώματα ενοικιαγοράς ύψους €20.332,87. Ο Εναγόμενος 1 πλήρωσε ως προκαταβολή το ποσό των €17.000 με αποτέλεσμα το σύνολο του οφειλόμενου ποσού κατά την ημερομηνία σύναψης της συμφωνίας να ανέρχεται σε €70.413. Το ποσό αυτό ήταν πληρωτέο με 84 δόσεις εκ ποσού €838,25 έκαστη, οι οποίες θα ήταν πληρωτέες την 17η μέρα κάθε μήνα από τον Δεκέμβριο 2008.

(ε)       Σε σχέση με τη συμφωνία ενοικιαγοράς Τεκμήριο 3, τηρείτο κατάσταση λογαριασμού. Η κατάσταση λογαριασμού που έχουν στα αρχεία τους οι Ενάγοντες είναι το Τεκμήριο 8. Στα αρχεία των Εναγόντων υπάρχει επίσης και η κατάσταση λογαριασμού Τεκμήριο 9.

(στ)     Δυνάμει «συμφωνίας μεταβίβασης δυνάμει αναδιοργάνωσης» ημερομηνίας 24.12.2009 μεταξύ της Hellenic Bank Public Co. Ltd και της Hellenic Bank (Finance) Limited (Τεκμήριο 2), η Hellenic Bank Public Co. Ltd απέκτησε και ανέλαβε όλα τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού και το σύνολο της επιχείρησης της Hellenic Bank (FinanceLtd. Η εν λόγω συμφωνία επικυρώθηκε από το Δικαστήριο με διάταγμα ημερομηνίας 11.1.2010 στα πλαίσια της αίτησης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας υπ' αριθμό 898/2009 με βάση τις πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου, κεφ. 113 και υλοποιήθηκε τις 31.1.2010. Συνεπεία αυτής όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις της Hellenic Bank (Finance) Ltd, περιλαμβανομένων αυτών που απορρέουν από την επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς, περιήλθαν στην Hellenic Bank Public CoLtd.

(ζ)       Η συμφωνία ενοικιαγοράς τερματίστηκε με επιστολή των Εναγόντων προς τον Εναγόμενο 1 ημερομηνίας 6.2.2012 (Τεκμήριο 6) η οποία κοινοποιήθηκε και στους Εναγόμενους 2 και 3. Είχε προηγηθεί η προειδοποιητική επιστολή, ημερομηνίας 5.1.2012 (Τεκμήριο 5).

(η)       Κατά τον τερματισμό της συμφωνίας ενοικιαγοράς, το υπόλοιπο των ληγμένων ενοικίων δυνάμει αυτής ανερχόταν σε €10.424,47. Στον λογαριασμό χρεώθηκε συνολικό ποσό €177,90 που αφορούσε «notification charges»(σύμφωνα με το Τεκμήριο 8). Οι χρεώσεις αυτές με τη δικαιολογία «notification charges» δεν προνοούνταν από τη συμφωνία και οι Ενάγοντες έχουν παραιτηθεί από τη διεκδίκηση τους με δήλωση του ΜΕ3. Επί του ποσού των ληγμένων ενοικίων αναλογούν τόκοι προς 12,75% μέχρι τον τερματισμό της συμφωνίας ενοικιαγοράς, εκ ποσού €655,24.

(θ)       Κατά τον τερματισμό επίσης της συμφωνίας ενοικιαγοράς, το υπόλοιπο των μη ληγμένων ενοικίων ανερχόταν σε €38.639,50.

(ι)        Το βασικό επιτόκιο των Εναγόντων κατά τον τερματισμό της συμφωνίας ενοικιαγοράς ήταν 5,75%.

(ια)      Δεν έχει πληρωθεί από τους Εναγόμενους οποιοδήποτε ποσό έναντι των πιο πάνω υπολοίπων.”

 

 

Το Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι δεν προέκυπτε οποιαδήποτε εικονικότητα ή άλλος λόγος ακυρότητας της συμφωνίας ενοικιαγοράς, κατέληξε πως οι εφεσίβλητοι απέδειξαν, στον απαιτούμενο βαθμό, την αξίωση τους εναντίον του εφεσείοντα 1, καθώς και τα ποσά που αξίωναν ως ληγμένα και μη ληγμένα ενοίκια, με εξαίρεση το ποσό των €177,90 που αφορούσε χρεώσεις που δεν προνοούνταν από τη συμφωνία ενοικιαγοράς.  Έκρινε, επίσης, πως και η αξίωση εναντίον των εφεσειόντων 2 και 3, ως εγγυητών, απεδείχθη στον απαιτούμενο βαθμό και εξέδωσε την ακόλουθη απόφαση:

 

“Εκδίδεται απόφαση υπέρ των Εναγόντων και εναντίον των Εναγομένων, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα, για ποσό €48.886,07, πλέον τόκο προς 12,75% επί ποσού €10.424,47 από 6.2.2012 μέχρι εξόφλησης και τον εκάστοτε νόμιμο τόκο επί ποσού €38.461,60 από 6.2.2012 μέχρι εξόφλησης, πλέον ποσό €655,24 που αφορά τόκο επί του ποσού των ληγμένων ενοικίων μέχρι τις 6.2.2012.

 

Εκδίδεται διάταγμα δια του οποίου ο Εναγόμενος 1 διατάζεται όπως εντός 10 ημερών από την επίδοση του διατάγματος, παραδώσει στα γραφεία των Εναγόντων στην οδό Δημοσθένη Σεβέρη 15, Λευκωσία το επίδικο όχημα με αριθμούς εγγραφής XXXXX98, μάρκας BMW.

 

Εκδίδεται περαιτέρω διάταγμα για την εγγραφή του εν λόγω οχήματος επ' ονόματι των Εναγόντων, ως απόλυτων ιδιοκτητών.

Εκδίδεται, τέλος, διάταγμα για την πώληση του εν λόγω οχήματος με δημόσιο πλειστηριασμό και διάθεση του εκπλειστηριάσματος προς ικανοποίηση των ποσών της παρούσας απόφασης. Νοείται ότι οποιοδήποτε πλεόνασμα θα επιστραφεί στον Εναγόμενο 1.»

 

Οι εφεσείοντες δεν έμειναν ικανοποιημένοι από την πιο πάνω απόφαση και καταχώρησαν την υπό κρίση έφεση, με τους ακόλουθους λόγους έφεσης:

 

«Πρώτος Λόγος Έφεσης:

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και ή αδικαιολόγητα και ή χωρίς να εφαρμόσει ορθά ή και καθόλου την Νομολογία και την Νομοθεσία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα έγγραφα που κατατέθηκαν αποτελούσαν μέρος του αρχείου της επιχείρησης της Εφεσίβλητης Τράπεζας.

 

………………………………………………………………………………………….

 

Δεύτερος Λόγος Έφεσης:

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και ή αδικαιολόγητα και ή χωρίς να εφαρμόσει ορθά ή και καθόλου την Νομολογία και την Νομοθεσία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι καταστάσεις λογαριασμών που παρουσίασαν οι μάρτυρες της εφεσίβλητης Τράπεζας αποτελούσαν αντίγραφο του τραπεζικού βιβλίου της τράπεζας ή και πιστό αντίγραφο των αρχικών καταχωρίσεων του τραπεζικού βιβλίου ή και ότι πληρούσαν τις πρόνοιες του άρθρου 22 του Περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9.

 

………………………………………………………………………………………….

 

Τρίτος Λόγος Έφεσης:

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και ή αδικαιολόγητα και ή χωρίς να εφαρμόσει ορθά ή και καθόλου την Νομολογία και την Νομοθεσία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι καταστάσεις λογαριασμών που παρουσίασαν οι μάρτυρες της εφεσίβλητης Τράπεζας αποδείκνυαν οποιονδήποτε οφειλόμενο υπόλοιπο.

 

………………………………………………………………………………………….

 

Τέταρτος Λόγος Έφεσης:

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και ή αδικαιολόγητα δεν εξέτασε τον ισχυρισμό των Εφεσειόντων περί ακυρότητας ή και μη γνησιότητας της επίδικης συμφωνίας.

 

………………………………………………………………………………………….

 

Πέμπτος Λόγος Έφεσης:

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και ή αδικαιολόγητα δεν εξέτασε τον ισχυρισμό των Εφεσειόντων περί ακυρότητας των εγγυήσεων λόγω μη τήρησης των προνοιών του Περί Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμου Ν.197(Ι)/2003

 

Θα ξεκινήσουμε με τον πρώτο λόγο έφεσης με τον οποίο προβάλλεται πως λανθασμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα έγγραφα που κατατέθηκαν αποτελούσαν μέρος του αρχείου των εφεσιβλήτων.  Με την αιτιολογία αυτού, προβάλλεται πως το Δικαστήριο λανθασμένα αποδέχτηκε έγγραφα που κατέθεσε η ΜΕ1, χωρίς να φέρουν πιστοποιητικό σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 35 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9.

 

Στο σημείο αυτό κρίνουμε χρήσιμο να παραθέσουμε τα Άρθρα 22(1) και 35 του Κεφ. 9.  Το εδάφιο (1) του Άρθρου 22 προβλέπει ότι:

«22.-(1) Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ παρόvτoς άρθρoυ, αvτίγραφo καταχώρισης σε τραπεζικά βιβλία γίvεται δεκτό σε όλες τις voμικές διαδικασίες ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη τέτoιας καταχώρισης και τωv θεμάτωv, δoσoληψιώv και λoγαριασμώv πoυ είvαι καταχωρισμέvα σ' αυτό.»

 

Επιπρόσθετα, τα εδάφια (2) και (3) του Άρθρου 35 προβλέπουν ότι:

«35.-(1)  .............................

 

(2) Έγγραφο, το οποίο καταδεικνύεται ότι αποτελεί μέρος του αρχείου επιχείρησης, δύναται να προσαχθεί ως αποδεικτικό στοιχείο, η αξία του οποίου αποτιμάται από το Δικαστήριο.

 

(3) Έγγραφο θεωρείται ότι αποτελεί μέρος του αρχείου επιχείρησης ή δημόσιας ή εκκλησιαστικής αρχής, εφόσον προσάγεται στο Δικαστήριο πιστοποιητικό υπογραμμένο από αρμόδιο λειτουργό της σχετικής επιχείρησης ή δημόσιας ή εκκλησιαστικής αρχής με το οποίο βεβαιούται το γεγονός αυτό.

 

Για το σκοπό αυτό-

 

(α) πιστοποιητικό, το οποίο φέρεται να είναι πιστοποιητικό υπογραμμένο από αρμόδιο λειτουργό επιχείρησης ή δημόσιας ή εκκλησιαστικής αρχής, τεκμαίρεται μαχητώς ότι έγινε και υπογράφτηκε δεόντως από τον εν λόγω λειτουργό· και

 

(β) πιστοποιητικό θεωρείται ότι έχει υπογραφεί από πρόσωπο και στην περίπτωση που αυτό φέρει σφραγίδα της υπογραφής του.»

 

 

Από μελέτη των πρακτικών της υπόθεσης, διεφάνη πως η ΜΕ1 επιχείρησε να καταθέσει πιστοποιητικό εγγραφής της Hellenic Bank (Finance) Ltd και αντίγραφο συμφωνίας μεταβίβασης μεταξύ της Hellenic Bank Public Company Ltd και της Hellenic Bank (Finance) Ltd, δυνάμει αναδιάρθρωσης, ημερομηνίας 24.12.2009, και προσέκρουσε στην ένσταση της άλλης πλευράς.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με ενδιάμεση απόφαση του, αποδέχτηκε την κατάθεση των εν λόγω εγγράφων ως Τεκμηρίων 1 και 2 αντίστοιχα, αποφαινόμενο πως τα έγγραφα αυτά δεν επιχειρήθηκαν να κατατεθούν ως μέρος του αρχείου επιχείρησης, αλλά ως έγγραφα που βρίσκονταν στην κατοχή της μάρτυρος.  Στη συνέχεια, κατατέθηκαν, ως έγγραφα στην κατοχή της μάρτυρος και χωρίς ένσταση, λόγω της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου, το Τεκμήριο 3 (συμφωνία ενοικιαγοράς μεταξύ της Hellenic Bank (Finance) Ltd και του εφεσείοντα 1, ημερομηνίας 17.11.2008), το Τεκμήριο 4 (τιμολόγιο), το Τεκμήριο 5 (αντίγραφο επιστολής ημερομηνίας 5.1.2012 από τους δικηγόρους των εφεσιβλήτων προς τον εφεσείοντα 1 και με κοινοποίηση προς τους εφεσείοντες 2 και 3, με την οποία καλείτο ο εφεσείοντας 1 να εξοφλήσει τα ποσά των καθυστερημένων ενοικίων εντός συγκεκριμένης προθεσμίας), και το Τεκμήριο 6 (επιστολή ημερομηνίας 6.2.2012 προς τον εφεσείοντα 1, με κοινοποίηση προς τους εφεσείοντες 2 και 3, με την οποία οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν την επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς). 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ανέφερε τα ακόλουθα, σε σχέση με τα τεκμήρια που κατέθεσε η ΜΕ1:

 

«Στο σημείο αυτό, να αναφέρω ότι τα έγγραφα τα οποία είχε παρουσιάσει η ΜΕ1 δεν κατατέθηκαν ως μέρος του αρχείου της τράπεζας στη βάση των σχετικών διατάξεων του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Είναι όμως έγγραφα σχετικά με την υπό εκδίκαση υπόθεση, η αποδεικτική αξία των οποίων συνεκτιμάται με το σύνολο της μαρτυρίας.

 

Δεν έχει παρουσιαστεί μαρτυρία η οποία να θέτει υπό αμφισβήτηση την κατάρτιση των συγκεκριμένων εγγράφων ή να αμφισβητεί την αλήθεια του περιεχομένου τους. Ενόψει τούτου κρίνω ότι έχουν καταρτιστεί κατά τις ημερομηνίες που έκαστο φέρει, από τα πρόσωπα που υπογράφουν έκαστο εξ αυτών και με το αυτό περιεχόμενο.»

 

Οι δικηγόροι των εφεσειόντων, στο περίγραμμα αγόρευσης τους, υποστήριξαν πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να κάνει αποδεκτή την κατάθεση των πιο πάνω τεκμηρίων, καθότι αυτά δεν συνοδεύονταν από πιστοποιητικό, ως προβλέπει το Άρθρο 35 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9.  Αντιθέτως, οι δικηγόροι των εφεσιβλήτων υπεραμύνθηκαν της ορθότητας της κρίσης του Δικαστηρίου να αποδεχτεί την κατάθεση των πιο πάνω τεκμηρίων.

 

Στην υπό κρίση έφεση, έχουμε μελετήσει την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία, ως επίσης και τα πρακτικά της ακρόασης.  Διαπιστώνουμε ότι η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως τα έγγραφα τα οποία είχε παρουσιάσει η ΜΕ1 δεν είχαν κατατεθεί ως μέρος του αρχείου της τράπεζας στη βάσει των σχετικών διατάξεων του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, είναι ορθή.  Τα έγγραφα, ως επεσήμανε το Δικαστήριο, τα είχε στην κατοχή της η μάρτυρας και ήταν σχετικά με την εκδίκαση της υπόθεσης.  Ορθώς δε, ανέφερε, στην ενδιάμεση απόφαση του, ημερομηνίας 13.6.2018, πως «… το Άρθρο 35 δεν αποκλείει τη δυνατότητα μάρτυρα να παρουσιάσει έγγραφο που βρίσκεται στην κατοχή του».    Χρήσιμη καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από την Χατζηγαβριήλ v. Ellinas Finance Public Company Ltd (2013) 1 Α.Α.Δ. 668, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

« Εισηγείται λοιπόν ο εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αυθαίρετα στην ουσία αποφάσισε την ύπαρξη του οφειλόμενου χρέους αγνοώντας ότι ουδέποτε οι εφεσίβλητοι παρουσίασαν τις εντολές («contract notes»), του εφεσείοντος ώστε να στοιχειοθετηθεί η απαίτηση, λανθασμένα απεδέχθη τις καταστάσεις λογαριασμού χωρίς τη συνοδεία πιστοποιητικού κατ' απαίτηση του Άρθρου 35(3) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, ως τροποποιήθηκε, ενώ αγνόησε και τις εγκυκλίους του Χ.Α.Κ., οι οποίες καθορίζουν τον τρόπο λήψης των εντολών για διενέργεια χρηματιστηριακών πράξεων.

 

……………………………………………………………………………………………

 

Το επίδικο χρέος, κρίνεται, έχει δεόντως αποδειχθεί. Προς τούτο κατατέθηκε ο σχετικός λογαριασμός, Τεκμ. 12, αλλά και δέσμη πινακιδίων συναλλαγής, Τεκμ. 4. Ως προς το τελευταίο δεν υπήρξε ένσταση για την κατάθεση τους. Ως προς τον λογαριασμό υπό μορφή «Cash Statement (Valuation)», υπήρξε ένσταση βασισθείσα στο ανυπόγραφο του και στην μη συνοδεία του από πιστοποιητικό δυνάμει του Άρθρου 35 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε την κατάθεση του λογαριασμού ως έγγραφο που αναφερόταν στη γραπτή δήλωση του Α. Έλληνα, Τεκμ. «Α», παρ. 22, και ήσαν στην κατοχή του υπό την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου των εφεσιβλήτων.

 

…………………………………………………………………………………………..

 

Κρίνεται υπό το φως των ανωτέρω, ότι ορθά το Δικαστήριο δέχθηκε ως μαρτυρία το λογαριασμό, Τεκμ. 12. Αυτός θα μπορούσε να υποστηριζόταν από πιστοποιητικό δυνάμει του Άρθρου 35(1) του Κεφ. 9, αλλά η απουσία του δεν το αποδυνάμωνε ως αποδεικτικό υλικό. Το Άρθρο 35(2) σχετίζεται με την τήρηση αρχείου επιχείρησης, έγγραφο δε που καταδεικνύεται ότι αποτελεί μέρος τέτοιου αρχείου, προσάγεται ως αποδεικτικό στοιχείο, με την αξία του να αποτιμάται από το Δικαστήριο. Εδώ το Τεκμ. 12 κατατέθηκε ως έγγραφο στην κατοχή του μάρτυρα και δεν αποκλειόταν η κατάθεση του ως εξ ακοής και μόνο, δυνάμει του Άρθρου 24(1) του Κεφ. 9, εφόσον ο μάρτυρας δέχθηκε στην αντεξέταση του ότι δεν ήταν ο ίδιος που περνούσε τα επί μέρους στοιχεία στο λογαριασμό. Όμως, δεν αποκλειόταν το Δικαστήριο να αποδώσει σ' αυτό το λογαριασμό τη βαρύτητα που άρμοζε, έχοντας υπόψη και τα πινακίδια συναλλαγών, Τεκμ. 4, αλλά και τη θέση του ιδίου του εφεσείοντος κατά τη δική του μαρτυρία ότι είχε όντως δώσει εντολές για αγοραπωλησία μετοχών στο λογαριασμό του (παρ. 5 της γραπτής του δήλωσης - Τεκμ. Β), και ότι έδινε εντολές στον χρηματιστή του για πώληση μετοχών και ότι μέσω αυτού ενημερωνόταν κάθε 2-3 ημέρες για το τι πωλήθηκε και τι αγοράστηκε (σελ. 65-66 των πρακτικών).»

 

Κρίνουμε πως η απόφαση του Δικαστηρίου στην εκκαλούμενη απόφαση, να αποδεχτεί την κατάθεση των τεκμηρίων που κατέθεσε η ΜΕ1, ως τεκμηρίων που βρίσκονταν στην κατοχή της, ήταν ορθή και σύμφωνη με τη νομολογία.  Δεν υπάρχει οποιοδήποτε πεδίο επέμβασης μας.

 

Συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Οι δεύτερος και τρίτος λόγος έφεσης, οι οποίοι αναπτύχθηκαν ενιαία στο περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων, θα συνεξεταστούν, λόγω της συνάφειας τους.  Συγκεκριμένα, με τους προαναφερόμενους λόγους έφεσης, οι εφεσείοντες παραπονούνται πως λανθασμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι καταστάσεις λογαριασμών που παρουσίασαν οι μάρτυρες των εφεσιβλήτων αποτέλεσαν αντίγραφο του τραπεζικού βιβλίου της τράπεζας, ή και πιστό αντίγραφο των αρχικών καταχωρίσεων, ότι πληρούσαν τις πρόνοιες του Άρθρου 22 του Κεφ. 9 και ότι αποδείκνυαν το ισχυριζόμενο οφειλόμενο υπόλοιπο.

 

Η ΜΕ2 ανέφερε ότι, εκ της θέσεως της, είχε πρόσβαση στα αρχεία και ηλεκτρονικά τραπεζικά βιβλία της τράπεζας, όπου φυλάσσονταν όλες οι πληροφορίες και πράξεις που αφορούσαν όλους τους λογαριασμούς των πελατών, συμπεριλαμβανομένου του λογαριασμού του εφεσείοντα 1. Παρουσίασε αναλυτική κατάσταση λογαριασμού σε σχέση με την επίδικη ενοικιαγορά για την περίοδο από 17.11.2008 μέχρι 27.12.2016 (Τεκμήριο 8). Παρουσίασε, επίσης, κατάσταση λογαριασμού, ημερομηνίας 5.7.2018, την οποία υπέγραψε η ίδια και όπου καταγράφονται τα ποσά των ληγμένων και μη ληγμένων ενοικίων, πλέον ο αξιούμενος τόκος (Τεκμήριο 9).  Η ΜΕ2 κατέθεσε, επίσης, πιστοποιητικό σύμφωνα με το Άρθρο 35(3) του Κεφ. 9 (Τεκμήριο 7). Με αυτό, η ΜΕ2 επιβεβαίωσε, μεταξύ άλλων, ότι οι καταστάσεις λογαριασμών Τεκμήρια 8 και 9 αποτελούσαν μέρος του αρχείου των εφεσιβλήτων και ότι τα όσα καταγράφονταν στις καταστάσεις λογαριασμών είναι τα ίδια με τα στοιχεία που υπήρχαν στο αρχείο των εφεσιβλήτων.  Ο ΜΕ3 ανέφερε ότι στο Τεκμήριο 8 καταγράφονταν, ως πιστώσεις, όλες οι πληρωμές που είχαν γίνει από τον εφεσείοντα 1.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε πως, ενόψει του πιστοποιητικού που εκδόθηκε σύμφωνα με το Άρθρο 35(3) του Κεφ. 9 (Τεκμήριο 7), πληρούντο οι προϋποθέσεις του Άρθρου 35, Κεφ. 9 ώστε οι καταστάσεις λογαριασμού (Τεκμήρια 8 και 9) να θεωρούνται μέρος της επιχείρησης του αρχείου των εφεσιβλήτων.

 

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο ο εφεσείοντας 1 όφειλε να καταβάλει στους εφεσίβλητους, οι οποίοι είχαν υποκαταστήσει την Hellenic Bank (Finance) Ltd, το ποσό που διεκδικούσαν.  Το Δικαστήριο απεφάνθη ως ακολούθως:

 

«Σε σχέση με την επίδικη συναλλαγή οι Ενάγοντες διατηρούν σχετική κατάσταση λογαριασμού και η ΜΕ2 παρουσίασε την κατάσταση λογαριασμού Τεκμήριο 8.

 

Όπως εξήγησε ο ΜΕ3, κατά τη σύναψη της συμφωνίας, καθορίστηκε ότι το ποσό της χρηματοδότησης ήταν €50.000 (ήτοι το συνολικό τίμημα αγοράς του επίδικου οχήματος €67.000, μείον το ποσό της προκαταβολής €17.000), πλέον δικαιώματα ενοικιαγοράς ύψους €20.332,87, πλέον €80,13 χαρτόσημα. Αυτά τα ποσά χρεώθηκαν στον λογαριασμό κατά το άνοιγμα αυτού. Πέραν τούτων και νοουμένου ότι δεν υπήρχε καθυστέρηση στην πληρωμή των μισθωμάτων, δεν υπήρχε καμία άλλη προβλεπόμενη από τη συμφωνία χρέωση στον λογαριασμό. Επαναλαμβάνω ότι παρουσιάζονται κάποιες χρεώσεις στο Τεκμήριο 8 με τη δικαιολογία «notification charges» όμως οι Ενάγοντες, με σχετική δήλωση του ΜΕ3, παραιτήθηκαν από τη διεκδίκηση τους.

 

Οι μόνες άλλες καταχωρήσεις στην κατάσταση λογαριασμού Τεκμήριο 8 είναι πιστώσεις που αφορούσαν πληρωμένες που έγιναν από τον Εναγόμενο 1 έναντι των μισθωμάτων, κατά καιρούς. Οι καταχωρήσεις που αφορούσαν αυτές τις πληρωμές δεν αμφισβητήθηκαν από την πλευρά της υπεράσπισης.

 

Η θέση του συνηγόρου υπεράσπισης είναι ότι η κατάσταση λογαριασμού Τεκμήριο 8 δεν πρέπει να θεωρηθεί ως μέρος του αρχείου της επιχείρησης των Εναγόντων ή αντίγραφο από τραπεζικό βιβλίο γιατί κατά τον επίδικο χρόνο που γίνονταν οι αρχικές καταχωρήσεις εμπλεκόμενη ήταν η Hellenic Bank (Finance) Limited και όχι η Hellenic Bank Public Co Ltd. Παρέπεμψε, προς υποστήριξη της θέσης του αυτής, στην πρωτόδικη απόφαση στην αγωγή υπ' αριθμό 5812/2012 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού Emporiki Bank-Cyprus Limited v Springfari Limited κ.α., ημερομηνίας 23.11.2018.

 

Όμως, στην εν λόγω απόφαση, ο έντιμος αδελφός Δικαστής κ. Χ. Μαλαχτός Π.Ε.Δ. αναφέρει στην σελίδα 33 τα ακόλουθα:

 

«Η θέση που προκύπτει από τη νομολογία είναι πως μια κατάσταση λογαριασμού, που δεν έχει αποδειχτεί ότι είναι τραπεζικό βιβλίο, δεν παύει από του να συνιστά μαρτυρικό υλικό η αποδεικτική αξία του οποίου μπορεί να αποτιμηθεί από το Δικαστήριο και, ανάλογα με τις περιστάσεις της υπόθεσης να κριθεί ή να μη κριθεί ικανοποιητικό στοιχείο προς τεκμηρίωση της αξίωσης. Εάν το περιεχόμενο της αμφισβητείται και η τράπεζα δεν μπορεί με τη μαρτυρία που παρουσιάζει να δώσει εξηγήσεις για χρεώσεις που παρουσιάζονται σε αυτή ή υπάρχει μαρτυρία από την υπεράσπιση ότι συγκεκριμένες χρεώσεις είναι αδικαιολόγητες ή ότι παραλείπονται πιστώσεις οι οποίες θα έπρεπε να είναι καταχωρημένες η αντιμετώπιση της κατάστασης και η βαρύτητα που θα αποδοθεί από το Δικαστήριο σε αυτή μπορεί να είναι διαφορετική από την περίπτωση που δεν αμφισβητήθηκε καμία συγκεκριμένη καταχώρηση.»

 

Συμφωνώ απόλυτα με την πιο πάνω ανάλυση.  Στην προκειμένη περίπτωση, οι χρεώσεις που παρουσιάζονται στην κατάσταση λογαριασμού Τεκμήριο 8 είναι το αρχικό ποσό των €70.080,13 που προνοεί ρητά η συμφωνία ενοικιαγοράς. Οι χρεώσεις με την περιγραφή «notification charge» δεν λαμβάνονται υπόψη γιατί οι Ενάγοντες έχουν περιορίσει την απαίτηση τους σε σχέση με αυτές. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε άλλη χρέωση στην κατάσταση λογαριασμού μέχρι τον τερματισμό της συμφωνίας ενοικιαγοράς. Οι υπόλοιπες καταχωρήσεις αφορούν πιστώσεις σε σχέση με πληρωμές που έγιναν, οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν από την υπεράσπιση.

 

Ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι η κατάσταση λογαριασμού Τεκμήριο 8 - ακόμα και αν δεν συνιστά μέρος του αρχείου της επιχείρησης της Hellenic Bank (FinanceLtd ή αντίγραφο καταχώρησης σε τραπεζικό βιβλίο αφού οι αρχικές καταχωρήσεις έγιναν πριν την αναδιοργάνωση με τη Hellenic Bank Public Co Ltd - αποτυπώνει ορθά την κίνηση του λογαριασμού του Εναγόμενου 1 για την επίδικη ενοικαγορά, από τη σύναψη της συμφωνίας ενοικιαγοράς μέχρι τον τερματισμό αυτής.

 

Κρίνω επίσης, ελλείψει ουσιαστικής και συγκεκριμένης αμφισβήτησης, ότι η κατάσταση λογαριασμού Τεκμήριο 9 αποτυπώνει ορθά το ποσό των ληγμένων και μη ληγμένων ενοικίων και χρεωθέντων τόκων υπερημερίας μέχρι την ημερομηνία τερματισμού της συμφωνίας, Τεκμήριο 3.

 

Να προσθέσω δε και το εξής. Στην Υπεράσπιση των Εναγόμενων περιλαμβάνεται μόνο άρνηση των ποσών που οι Ενάγοντες διεκδικούν. Δεν περιλαμβάνεται θετικός ισχυρισμός ότι τα αξιούμενα ποσά δεν αντικατοπτρίζουν ορθά τις συναλλαγές των διαδίκων, ότι σε αυτά περιλαμβάνονται χρεώσεις που εκφεύγουν των συμφωνημένων ή οποιοσδήποτε άλλος θετικός ισχυρισμός που με σαφή και συγκεκριμένο τρόπο να αμφισβητεί την ορθότητα υπολογισμού των αξιούμενων με την αγωγή ποσών.

 

Πέραν αυτών, θεωρώ ότι η συμφωνία ενοικιαγοράς έχει τερματιστεί δεόντως με την επιστολή Τεκμήριο 6, η οποία κοινοποιήθηκε και στους Εναγόμενους 2 και 3, στις διευθύνσεις που οι ίδιοι είχαν καθορίσει στη συμφωνία ενοικιαγοράς. Μαρτυρία περί της μη λήψης της εν λόγω επιστολής δεν υπάρχει.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε αποδεκτά τα Τεκμήρια 8 και 9 ως μέρος της επιχείρησης του αρχείου των εφεσιβλήτων, στη βάση του εκδοθέντος πιστοποιητικού (Τεκμήριο 7).  Το πρωτόδικο Δικαστήριο πρόσθεσε πως, ακόμα και αν δεν μπορούσαν τα Τεκμήρια 8 και 9 να θεωρηθούν ως μέρος της επιχείρησης των αρχείων των εφεσιβλήτων, λόγω του ότι οι αρχικές καταχωρήσεις έγιναν πριν την αναδιοργάνωση και εμπλεκόμενη ήταν η Hellenic Bank (Finance) Ltd, δεν έχαναν την αποδεικτική τους δύναμη εφόσον δεν αμφισβητήθηκαν.  Κρίνουμε ότι η προσέγγιση του Δικαστηρίου ήταν ορθή και σύμφωνη με τη νομολογία. Παραπέμπουμε στην Αργυρού v. B2Kapital Cyprus Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 172/2015, ημερομηνίας 11.06.2025, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Σε σχέση με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, σημειώνεται πως η απόδειξη της απαίτησης για το οφειλόμενο ποσό και για τους τόκους υπερημερίας, έγινε κατ'  επίκληση των προνοιών των άρθρων 22(1) και 35(2) και (3) του Νόμου, Κεφ. 9. 

 

……………………………………………………………………………………………

 

Η πρώτη μάρτυρας ενεργώντας, προφανώς, στη βάση των πιο πάνω προνοιών, κατέθεσε πιστοποιητικό στο οποίο επεσύναψε και όλες τις καταστάσεις λογαριασμού από τις οποίες προέκυπτε το τελικό οφειλόμενο ποσό από την εταιρεία. Το Δικαστήριο έκρινε, στη βάση του άρθρου 22(1) ότι, αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως η εν λόγω απαίτηση κατά τον εφεσειόντων. Δημιουργήθηκε έτσι ένα τεκμήριο υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων, ότι οι τελευταίοι όφειλαν το ποσό της απαίτησης και τους τόκους.  Οι εφεσείοντες, θα μπορούσαν να είχαν προσφέρει μαρτυρία, προκειμένου να επεδίωκαν την ανατροπή του εν λόγω τεκμηρίου. Ωστόσο, δεν πρόσφεραν οποιαδήποτε μαρτυρία.

 

Σημειώνεται πως, το Δικαστήριο έκαμε δεκτό τον πιο πάνω τρόπο απόδειξης, δηλαδή τη χρήση του πιστοποιητικού, ειδικά, δεδομένου ότι με τις επισυνημμένες σ' αυτό καταστάσεις λογαριασμού, αποδεικνύετο ότι αυτές συνιστούσαν αρχείο επιχείρησης όπως αποδεδειγμένα ήταν και ο συγκεκριμένος τραπεζικός οργανισμός.  Το Δικαστήριο εξέτασε τις εν λόγω πρόνοιες με αναφορά και σε σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία επιβεβαιώνει την πιο πάνω ερμηνεία και τον τρόπο εφαρμογής τους.  Συγκεκριμένα, παρέπεμψε στις υποθέσεις Φακοντής ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ, (2007) 1 Α.Α.Δ. 1165, Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρος Χαριλάου Λτδ κ.α., (2009) 1 Α.Α.Δ. 479, Χαριλάου ν. Τινεντή (2010) 1 Α.Α.Δ. 1677 και Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Οικονόμου, (2014) 1 Α.Α.Δ. 2287

 

Ο πιο πάνω τρόπος απόδειξης τραπεζικού χρέους είναι αποδεκτός, δεδομένου ότι  προβλέπεται από το νόμο, εφόσον τηρούνται σχολαστικά οι απαιτήσεις του,  μέχρι και στο βαθμό εδραίωσης του μαχητού τεκμηρίου, στο άρθρο 22(1) του Νόμου, Κεφ. 9ως προς το συγκεκριμένο σκοπό.  Από το σημείο αυτό και μετά επαφίεται στον χρεώστη να προσφέρει ικανή μαρτυρία προς αμφισβήτηση της προσφερθείσας, ως άνω μαρτυρίας.  Σε κάθε περίπτωση η υπόθεση, δεδομένης της αστικής φύσης της, εξετάζεται, τελικώς, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.»

 

(βλ. επίσης Αργυρού κ.ά. v. Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 276/2018, ημερομηνίας 24.11.2025)

 

Με βάση τα πιο πάνω, οι δεύτερος και τρίτος λόγοι έφεσης απορρίπονται.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, προβάλλεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν εξέτασε τον ισχυρισμό των εφεσειόντων περί ακυρότητας ή γνησιότητας της συμφωνίας.

 

Δεν συμμεριζόμαστε τη θέση αυτή των εφεσειόντων.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατ’ αρχάς, αναφέρθηκε στη νομολογιακή αρχή ότι, όπου εγείρεται ισχυρισμός περί εικονικότητας της ενοικιαγοράς, το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού αυτού το φέρει ο εναγόμενος, αντλώντας καθοδήγηση από τις T.J.S. Enteprises Ltd κ.ά. v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 108 και Κωνσταντίνου κ.ά. v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 781.

 

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο περιέγραψε, λεπτομερώς, τους λόγους που το οδήγησαν στην κατάληξη ότι η συμφωνία ενοικιαγοράς δεν ήταν εικονική.  Σύμφωνα με τα όσα υπέδειξε το Δικαστήριο, ο εφεσείοντας 1 έλαβε χρηματοδότηση υπό τύπο ενοικιαγοράς σε σχέση με το επίδικο όχημα, η Hellenic Bank (Finance) Ltd ήταν ιδιοκτήτρια του επίδικου οχήματος, ως αποδεικνύετο από το τιμολόγιο Τεκμήριο 4, σε συνάρτηση με τη δήλωση εμπόρου που αποτελούσε μέρος της συμφωνίας ενοικιαγοράς και υπογραφόταν από την Complexus Trading Ltd, αλλά και από τη μαρτυρία της ΜΕ1.  Το Δικαστήριο υπέδειξε, επίσης, πως η υπογραφή της συμφωνίας ενοικιαγοράς, από όλους τους εφεσείοντες, δεν είχε αμφισβητηθεί.

 

Διαπιστώνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθώς, κατέληξε πως δεν απεδείχθη εικονικότητα της σύμβασης, το βάρος απόδειξης της οποίας είχαν οι εφεσείοντες.  Οι ισχυρισμοί περί μη εξέτασης του θέματος της εικονικότητας δεν βρίσκει έρεισμα. 

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Απορριπτέος κρίνεται και ο πέμπτος λόγος έφεσης με τον οποίο προβάλλεται πως λανθασμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τον ισχυρισμό περί ακυρότητας των εγγυήσεων των εφεσειόντων 2 και 3, λόγω μη τήρησης των προνοιών του περί Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμου του 2003 (Ν. 197(Ι)/2003).  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντλώντας καθοδήγηση από σχετική νομολογία, με βάση την οποία το Δικαστήριο εξετάζει και λαμβάνει υπόψη μόνο μαρτυρία ενώπιον του, η οποία καλύπτεται από τα δικόγραφα (βλ. Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Σιακόλα (2011) 1Β Α.Α.Δ. 1422), ορθώς δεν εξέτασε τέτοιο ισχυρισμό που ήγειρε ο δικηγόρος των εφεσειόντων στην αγόρευση, ο οποίος δεν περιλαμβάνετο στην υπεράσπιση των εφεσειόντων. 

 

Ως εκ των ανωτέρω, και ο πέμπτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

Επιδικάζονται €2.400,00 έξοδα έφεσης, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.

 

Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο