ΜΑΡΙΑ ΛΑΖΟΥΡΑ v. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΚΤΗΜΑΤΟΜΕΣΙΤΩΝ, Ποινική Έφεση Αρ.: 230/2022, 1/12/2025
print
Τίτλος:
ΜΑΡΙΑ ΛΑΖΟΥΡΑ v. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΚΤΗΜΑΤΟΜΕΣΙΤΩΝ, Ποινική Έφεση Αρ.: 230/2022, 1/12/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 230/2022)

 

1 Δεκεμβρίου 2025

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΜΑΡΙΑ ΛΑΖΟΥΡΑ

Εφεσείουσα

v.

 

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΚΤΗΜΑΤΟΜΕΣΙΤΩΝ

Εφεσιβλήτων

 

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Χ. Κωνσταντίνου, για την Εφεσείουσα

Δ. Καλλένος, για Ανδρέου - Χατζηχριστοφή Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η Εφεσείουσα κρίθηκε ένοχη μετά από ακροαματική διαδικασία στις κατηγορίες της προβολής και διαφήμισης ως κτηματομεσίτης χωρίς να είναι εγγεγραμμένη κτηματομεσίτης κατά παράβαση του Άρθρου 33(1)(β) του περί Κτηματομεσιτών Νόμου Ν.71(Ι)/2010 (εφεξής «ο Νόμος») (Κατηγορίες 3 και 4), καθώς και στην κατηγορία της δημοσίευσης ή διευθέτησης διαφημίσεων αναφορικά με ακίνητη ιδιοκτησία στις οποίες δεν αναγράφονται κατά τρόπο πλήρη το όνομα και τα στοιχεία του ιδιοκτήτη, κατά παράβαση του Άρθρου 33(1)(ε) του Νόμου. Η καταδίκη προσβάλλεται με οκτώ λόγους έφεσης, ειδικότερα υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο: (α) Εσφαλμένα δεν αναφέρθηκε στο ότι εξαιρούνται της απαγόρευσης του Άρθρου 33(1) του Νόμου οποιεσδήποτε ενέργειες από βοηθό κτηματομεσίτη ή από υπάλληλο αδειούχου κτηματομεσίτη με οδηγίες του εργοδότη του, ενώ η υπεράσπιση προέβαλε ότι η Εφεσείουσα ενεργούσε ως τέτοια (Λόγοι Έφεσης 1, 2, 3 και 7), (β) Εσφαλμένα κατέληξε ότι η υπεράσπιση δεν επηρεάστηκε από το ότι της είχαν παραδοθεί τεκμήρια που διέφεραν από αυτά που είχαν κατατεθεί (Λόγος Έφεσης 4), (γ) Εσφαλμένα κατέληξε ότι μπορούσε να καταδικάσει την Εφεσείουσα στα αδικήματα της προβολής και της διαφήμισης ταυτόχρονα (Λόγος Έφεσης 5), (δ) Εσφαλμένα κατέληξε ότι δεν υπήρχαν αλλότρια κίνητρα από μέρους του Εφεσίβλητου Συμβουλίου (Λόγος Έφεσης 8), και (ε) ότι το κατηγορητήριο υπήρξε ελαττωματικό σε σχέση με την Κατηγορία 6 λόγω πολλαπλότητας (Λόγος Έφεσης 6).

 

        Αρχικά επισημαίνουμε ότι ζήτημα πολλαπλότητας δεν εγέρθηκε πρωτόδικως, ούτε είχε υποβληθεί κάποια ένσταση στο Κατηγορητήριο στο ενδεδειγμένο στάδιο της διαδικασίας. Όπως έχει νομολογηθεί η παράλειψη αυτή δεν εμποδίζει αφ’ εαυτής την έγερση του θέματος κατ’ έφεση (βλ. Δ.Σ.Δ. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 271/22, ημερ. 20.12.2023). Παρά ταύτα, όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Taylor on Criminal Appeals, 3η έκδοση, παρ. 9.33 και μετέπειτα:

 

        “9.33    The failure to take a point at first instance or an agreement to the point at trial is not a procedural bar to raising it on appeal. However, it is a relevant matter for the appellate court to take into account when it assesses the validity of the later complaint and its impact on the safety of the conviction.

        9.34     Accordingly, where a complaint is raised for the first time on appeal the CACD is likely to explore the reason for the failure to take the point at trial. But whatever the reason, the CACD will consider the merits of the complaint, its impact on trial and, ultimately, whether the resulting conviction was unsafe”.

 

        Στην παρ. 9.38 του πιο πάνω συγγράμματος παρατίθενται παραδείγματα ζητημάτων των οποίων Εφετείο μπορεί να επιτρέψει την έγερση κατ’ έφεση, στα οποία περιλαμβάνεται και ισχυρισμός για πολλαπλότητα.

 

        Εν πρώτοις σημειώνουμε ότι κανένας λόγος δεν δόθηκε από πλευράς Εφεσείουσας ως προς το γιατί ζήτημα πολλαπλότητας της Κατηγορίας 5 δεν ηγέρθη πρωτοδίκως. Ενώπιον μας προωθήθηκε η θέση ότι η ελαττωματικότητα της εν λόγω Κατηγορίας έγκειται στο ότι γίνεται αναφορά σε δύο ξεχωριστές πράξεις, ήτοι την «δημοσίευση ή την διευθέτηση διαφημίσεων».

 

        Στην υπόθεση Ακκελίδου ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 249, το θέμα της πολλαπλότητας καθορίστηκε ως εξής:

 

        «Η πολλαπλότητα ορίζεται ως η συμπερίληψη στην ίδια κατηγορία πέραν του ενός αδικήματος. Είναι αυστηρός ο κανόνας ότι η κατηγορία δεν πρέπει να περιέχει περισσότερο από ένα αδίκημα. Για να γνωρίζει η υπεράσπιση επακριβώς τι είναι που αντιμετωπίζει. Αλλιώς ενδέχεται να επηρεαστεί δυσμενώς. Και για να παρέχεται η δυνατότητα διακρίβωσης προηγούμενης καταδίκης ή αθώωσης autrefois convict ή acquit για το ίδιο αδίκημα σε περίπτωση μεταγενέστερης κατηγορίας: βλ. π.χ. The Police v. Economides & Others (1951) XX (Part II) C.L.R. 11. Το κατά πόσο η ποινική διάταξη αποβλέπει στη δημιουργία μόνο ενός αδικήματος ή περισσοτέρων, είναι ζήτημα ερμηνείας, με πρακτική μάλλον παρά με αναλυτική διάθεση, υπό το φως της κοινής λογικής και του τι είναι δίκαιο υπό τις περιστάσεις: βλ. D.P.P. v. Merriman (1973) AC 584 (ιδιαίτερα στις σελ. 593 Α-Ε και 607 C) και Wilson (1979) 69 Cr App. R. 83 (ιδιαίτερα στις σελ. 85-87 και 88). Χωριστά αδικήματα στην ίδια διάταξη έχουμε όταν προβλέπεται για το καθένα διαφορετική, από τη φύση της, πράξη: βλ. Frangiskos Kyriacou v. The Welfare Office (1961) C.L.R. 227, Mallon and another v. Allon (1963) 3 All E.R. 843. Όταν όμως η πράξη είναι βασικά του ίδιου είδους αλλά διαφέρει στη μορφή της δεν έχουμε παρά μόνο ένα αδίκημα: βλ. A.G. v. HjiConstanti (1969) 2 C.L.R. 5, Police v. Economides & Others (ανωτέρω). Το μόνο ένα αδίκημα μπορεί να διαπράττεται με περισσότερο από ένα τρόπο, είτε ως προς την αντικειμενική υπόσταση είτε ως προς την υποκειμενική. Σε τέτοια περίπτωση επιτρέπονται στην ίδια κατηγορία οι διαζεύξεις. Αυτό συνέβηκε και στην προκείμενη περίπτωση».

 

        Τα πιο πάνω τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση. Παραθέτουμε αυτολεξεί το Άρθρο 33(1)(ε) του Νόμου:

 

        «Κανένα πρόσωπο δε δικαιούται-

        …………..

        (ε)        εν γνώσει του να δημοσιεύει ή διευθετεί τη δημοσίευση διαφημίσεων στις οποίες δεν αναγράφονται κατά τρόπο σαφή και πλήρη το όνομα και στοιχεία επικοινωνίας του ιδιοκτήτη της κατά τον ουσιώδη χρόνο».

 

        Το mens rea του αδικήματος παραμένει το ίδιο, είτε η δημοσίευση γίνεται από το ίδιο το κατηγορούμενο πρόσωπο είτε αυτό διευθετεί ώστε η δημοσίευση να γίνει από τρίτο πρόσωπο. Συνεπώς η διατύπωση της πιο πάνω νομοθετικής πρόνοιας καταδεικνύει ότι πρόκειται για πράξη του ίδιου είδους η οποία διαφέρει απλώς ως προς το άτομο που προβαίνει στην φυσική πράξη της δημοσίευσης (actus reus). Δεν τίθεται εξ αυτού συναφώς ζήτημα πολλαπλότητας.

 

        Τονίζεται ότι για να έχει οποιαδήποτε επίπτωση η πολλαπλότητα θα πρέπει το κατηγορούμενο πρόσωπο να παραπλανείται κατά ουσιώδη τρόπο στην έγερση της υπεράσπισης του (βλ. Ανδρονίκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486, με αναφορά στην Παπαδόπουλος ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 111). Επιπλέον θέση της Εφεσείουσας αποτέλεσε το ότι προκλήθηκε σε αυτήν σύγχυση ως προς το κατά πόσο κατηγορείτο σε προσωπική βάση ή ως υπάλληλος της κατηγορούμενης 1 εταιρείας.

 

        Θα πρέπει να πούμε ότι δεν είναι ορθή η θέση που προβάλλεται στο διάγραμμα της Εφεσείουσας ότι στην απόφαση Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών ν. Καπετάνιου κ.ά., Ποιν. Έφ. 190/21, ημερ. 19.1.2023, ECLI:CY:AD:2023:B12 «το Ανώτατο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που απέρριψε το κατηγορητήριο για λόγους πολλαπλότητας». Η Έφεση απορρίφθηκε μεν, αλλά για τον λόγο ότι οι λόγοι έφεσης ήταν εκτός της εμβέλειας του Άρθρου 137(1)(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Αντιθέτως, σε σχέση με την πρωτόδικη κατάληξη ότι υφίστατο ελαττωματικότητα στο κατηγορητήριο λόγω πολλαπλότητας, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέφρασε τη διαφωνία του. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα, το οποίο απαντά και στην εισήγηση της Εφεσείουσας εν προκειμένω:

 

        «Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι στην πραγματικότητα δεν υπήρχε πολλαπλότητα στο κατηγορητήριο όπως θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά το ζήτημα στο οποίο εν τέλει κατέληξε ήταν η παραπλάνηση των Εφεσίβλητων και ο επηρεασμός των δικαιωμάτων τους.

 

        ………………

 

        Αποτελεί εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, με βάση το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 12 και 20 και τα δηλωθέντα παραδεκτά γεγονότα ενώπιον του, οι Εφεσίβλητοι 1, 2 κι 3, ήταν οι ομόρρυθμοι συνέταιροι του ομόρρυθμου συνεταιρισμού, Εφεσίβλητου 4.  Περαιτέρω, είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η μαρτυρία του λειτουργού του Εφεσείοντα (ΜΚ1), σε σχέση με τις προαναφερθείσες διαπιστώσεις του, όταν διενήργησε έλεγχο στις πιο πάνω τρεις περιπτώσεις, ως και ότι στο μητρώο του Εφεσείοντα δεν υπήρχε εγγεγραμμένος συνεταιρισμός ή εμπορική επωνυμία με το όνομα «BuyLetCyprus», ούτε και με το όνομα του Εφεσίβλητου 4.

 

        Συνεπώς, προκύπτει ότι οι Εφεσίβλητοι, γνώριζαν πολύ καλά τα σαφή πραγματικά γεγονότα στη βάση των οποίων αντιμετώπισαν τις επίδικες κατηγορίες ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλά και την ιδιότητα τους υπό την οποία κατηγορήθηκαν, προσωπικά ως ομόρρυθμοι συνέταιροι (Εφεσίβλητοι 1, 2 και 3) του ομόρρυθμου συνεταιρισμού (Εφεσίβλητου 4). Σημειώνεται δε, ότι αυτοί, όχι μόνο δεν ζήτησαν από τον Εφεσείοντα την παροχή λεπτομερειών ως προς τα γεγονότα που στοιχειοθετούσαν τα αδικήματα που αντιμετώπισαν, αλλά επιπρόσθετα, αντεξέτασαν εκτενώς τον ΜΚ1 επί όλων των περιπτώσεων στις οποίες αυτός αναφέρθηκε.

 

        Σύμφωνα με την επιφύλαξη του Άρθρου 39 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, «Νοείται ότι κανένα λάθος στην έκθεση του ποινικού αδικήματος ή των λεπτομερειών που απαιτούνται να αναφερθούν στο κατηγορητήριο δεν θεωρείται σε οποιοδήποτε στάδιο της υπόθεσης ως μη συμμόρφωση προς τις διατάξεις του Νόμου αυτού εκτός αν σύμφωνα με τη γνώμη του Δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος πράγματι παραπλανήθηκε λόγω του λάθους αυτού.»

 

        Στην προκειμένη περίπτωση, είναι η κρίση μας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα αλλά και αυθαίρετα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι προκλήθηκε σύγχυση στους Εφεσίβλητους και επηρεάστηκαν τα δικαιώματα τους, οι οποίοι, σημειώνεται, ουδέποτε έθεσαν τέτοιο ζήτημα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πρωτόδικα.

 

        Επιπρόσθετα, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε εύρημα περί παραπλάνησης των Εφεσίβλητων, χωρίς ωστόσο, να αιτιολογήσει επαρκώς σε τί συνίσταται η εν λόγω παραπλάνηση τους, ως και με ποιο τρόπο πράγματι επηρεάστηκαν τα δικαιώματα τους, με δεδομένο, επαναλαμβάνουμε, ότι αυτοί ουδέποτε, ζήτησαν οποιεσδήποτε λεπτομέρειες από τον Εφεσείοντα, προφανώς γιατί γνώριζαν τι ακριβώς είχαν να αντιμετωπίσουν.

 

        Συνακόλουθα, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ελαττωματικού κατηγορητηρίου, ικανού να οδηγήσει σε απόρριψη της υπόθεσης, κρίνεται ως εσφαλμένη».

 

        Κατ’ ανάλογον τρόπο και  στην υπό κρίση περίπτωση τα τεκμήρια που κατατέθηκαν περιελάμβαναν την προσωπική σελίδα της Εφεσείουσας στο Facebook, η οποία παρέπεμπε στη σελίδα https://www.facebook.com/cyprus realestateportal/ με αναρτήσεις διαφημίσεων. Αποτέλεσε παραδεκτό γεγονός ότι η Εφεσείουσα δεν ήταν εγγεγραμμένη είτε ως Κτηματομεσίτης είτε ως Βοηθός Κτηματομεσίτη. Η Υπεράσπιση αντεξέτασε τον Μ.Κ.1 ως προς το κατά πόσον η Εφεσείουσα είχε λάβει οποτεδήποτε αμοιβή ως τέτοια, ενώ υπέβαλε ότι η ανάρτηση των αγγελιών έγινε με τις οδηγίες του εργοδότη της, θέση την οποία προώθησε και η ίδια στη μαρτυρία της. Δεν προκύπτει, συνεπώς, η Εφεσείουσα να παραπλανήθηκε λόγω της διατύπωσης της Κατηγορίας 5. Κρίνουμε ότι γνώριζε και αντιλαμβανόταν ακριβώς τι αντιμετώπιζε με αποτέλεσμα να μην ευσταθεί ο έκτος Λόγος Έφεσης.

 

        Κρίνουμε επιπλέον χρήσιμο όπως εξετάσουμε στο στάδιο αυτό τα όσα προβάλλονται με τον Λόγο Έφεσης 4, εφόσον τίθεται εισήγηση για δυσμενή επηρεασμό της υπεράσπισης στο πλαίσιο της δίκης. Όπως προκύπτει από το διάγραμμα της Εφεσείουσας τη θέση αυτή στηρίζει στο ότι στην υπεράσπιση δόθηκαν λανθασμένα τεκμήρια με αποτέλεσμα να προκληθεί σύγχυση και να μην μπορούν να γίνουν ορθές υποβολές και αντεξέταση στον Μ.Κ.1. Το δε πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε 10λεπτο διάλειμμα, αγνοώντας τις συνέπειες σε βάρος της υπεράσπισης.

 

        Μελετώντας τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας διαφαίνεται ότι κατά την αντεξέταση του Μ.Κ.1 προέκυψε πως η πρώτη σελίδα του Τεκμηρίου 1 που είχε κατατεθεί στο Δικαστήριο διέφερε από αυτήν του εγγράφου που κρατούσε ο συνήγορος υπεράσπισης.  Δεν υποβλήθηκε, όμως, στο στάδιο εκείνο, κάποιο αίτημα εκ μέρους του συνηγόρου υπεράσπισης, ο οποίος συνέχισε και ολοκλήρωσε την αντεξέταση του Μ.Κ.1 αφού του δόθηκε το τεκμήριο του Δικαστηρίου. Το θέμα τέθηκε πρώτη φορά κατά την επόμενη δικάσιμο, όπου ο κ. Κωνσταντίνου ανέφερε ότι τα Τεκμήρια 1 και 2 που κατείχε δεν ήταν τα ίδια με αυτά που είχαν κατατεθεί.

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:

 

        «Δεν γνωρίζω τι έγγραφα έχει ο κύριος Κωνσταντίνου ενώπιον του, πλην όμως μπορεί ακόμη και τώρα σίγουρα να διευθετήσει το Δικαστήριο να παραλάβει τα ακριβή αντίγραφα ως έχουν κατατεθεί στον φάκελο του Δικαστηρίου. Δεύτερον, ως προς το ζήτημα του επηρεασμού της όλης διαδικασίας, οφείλω να σημειώσω ότι η υπεράσπιση ως αυτή έχει διαφανεί από την αντεξέταση του μοναδικού μάρτυρα της Κατηγορούσας Αρχής, έχει διαφανεί ποια είναι και είναι νομικού περιεχομένου ουσιαστικά. Δεν μπορώ να συμφωνήσω με τον συνήγορο ότι η αντεξέταση του έχει επηρεαστεί και αυτό γιατί οι νομικές του θέσεις έχουν τεθεί στον μάρτυρα επανειλημμένως και είναι και κατεγραμμένες στα πρακτικά και σίγουρα οι νομικές θέσεις που έχει προωθήσει, δεν μπορούν να παραγνωριστούν. Εν πάση δε περιπτώσει, όντως τα τεκμήρια που έχουν καταχωρηθεί, τεκμήρια 1 – 3, είναι τα ίδια έγγραφα όντως που υπάρχουν και συνοδεύουν την ένορκη δήλωση στην αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος. Δεν υπάρχει υλικό το οποίο να είναι άγνωστο προς την υπεράσπιση. Θα δώσω 10 λεπτά χρόνο να βγει ένα αντίγραφο και να παραδοθούν εκ νέου στον συνήγορο και να ακούσουμε την κατηγορούμενη».

 

        Ζητήματα δίκαιης δίκης αποτιμούνται στο πλαίσιο του συνόλου της ποινικής διαδικασίας. Όπως λέχθηκε στην Δ.Σ.Δ. ν. Αστυνομίας (πιο πάνω):

 

        «Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο κατηγορούμενος υπέστη δυσμενή επηρεασμό (actual prejudice). Το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους του κατηγορούμενου στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων (βλ. Δημοκρατία ν. Σταυρινού, Ποιν. Εφ. 266/18 ημερ. 8.4.2020, ECLI:CY:AD:2020:B139, Αλεξάνδρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 157/2017, ημερ. 20.06.2022, Δημοκρατία ν Κουρουζίδη, Ποιν. Εφ. 19/20 κ.α., ημερ. 29.7.2022, Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 141/23, ημερ. 20.10.2023)».

       

        Η πλευρά της Εφεσείουσας δεν συγκεκριμενοποιεί πώς ακριβώς επηρεάστηκε, είτε κατά την αντεξέταση του Μ.Κ.1 είτε στην προώθηση των δικών της ισχυρισμών. Παρατηρείται ότι κατά την αγόρευση του στο πλαίσιο του εκ πρώτης όψεως, ο συνήγορος για την Κατηγορούσα Αρχή έκανε αναφορά στην «προσωπική σελίδα Facebook της Κατηγορούμενης» και σε αναρτήσεις επί αυτής. Όμως ο  συνήγορος για την Εφεσείουσα απάντησε στις θέσεις αυτές χωρίς καμία αναφορά στο ότι δεν είχε αντίγραφο της προσωπικής αυτής σελίδας, όπως δήλωσε στις 7.10.2022. Τα έγγραφα εν πάση περιπτώσει παραδόθηκαν στον συνήγορο πριν την μαρτυρία της Κατηγορούμενης και δεν ζητήθηκε τότε κάποιος πρόσθετος χρόνος για να μπορεί, εάν απαιτείτο, να διαφοροποιηθεί με κάποιον τρόπο η προώθηση της υπερασπιστικής γραμμής μετά που μελετήθηκαν τα έγγραφα. Ούτε τέθηκε οτιδήποτε στο πλαίσιο των τελικών αγορεύσεων που να οδηγεί στο ότι υπήρξε δυσμενής επηρεασμός της υπεράσπισης λόγω των εγγράφων. Περαιτέρω, δεν μας βρίσκει σύμφωνους η εισήγηση ότι η αναφορά του Δικαστηρίου πως η υπεράσπιση από την αντεξέταση του Μ.Κ.1 διεφάνη ότι εδράζεται επί νομικών σημείων, αποτελεί από μόνη της λόγο «για έλλειψη αμεροληψίας / δίκαιης δίκης».

 

        Εν όψει όλων των πιο πάνω, κατάληξη μας αποτελεί ότι ο τέταρτος Λόγος Έφεσης δεν ευσταθεί.

 

        Από την επιχειρηματολογία που έγινε όσον αφορά στους Λόγους Έφεσης 1, 2, 3 και 7 προκύπτει ότι κεντρικό άξονα της θέσης της Εφεσείουσας αποτελεί η εισήγηση ότι προέβη στις  επίμαχες πράξεις  υπό την ιδιότητα της ως υπαλλήλου αδειούχου κτηματομεσίτη, με αποτέλεσμα να εμπίπτει εντός της εξαίρεσης του εδαφίου (2)(γ) του Άρθρου 33 του Νόμου, το λεκτικό του οποίου και παραθέτουμε:

 

        «(2)     Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), δεν αποτελεί άσκηση του επαγγέλματος του κτηματομεσίτη ή άλλως πως πραγματοποίηση κτηματομεσιτείας:

                   (α)   ………

                   (β)   ………

                   (γ)   οποιαδήποτε ενέργεια που γίνεται από βοηθό κτηματομεσίτη ή από υπάλληλο αδειούχου κτηματομεσίτη με οδηγίες του αδειούχου κτηματομεσίτη στον οποίο εργοδοτείται».

 

        Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η περίπτωση δεν ενέπιπτε στην πιο πάνω εξαίρεση ήταν το αποτέλεσμα αξιολόγησης της μαρτυρίας και εξαγωγής ευρημάτων. Ως είναι καλά γνωστό, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο γενόμενο από το πρωτόδικο Δικαστήριο έργο της αξιολόγησης (βλ. Αναστάση ν. Φυσέντζου, Πολ. Έφ. 354/14, ημερ. 5.10.2023, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 705, Δ.Β.Γ.Κ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 3/22, ημερ. 29.2.2024). Παραθέτουμε απόσπασμα από την απόφαση Ιωάννου ν. Γενικός Εισαγγελέας, Πολ. Έφ. 26/21, ημερ. 28.2.2024:

 

        «Θεωρούμε χρήσιμο να επαναλάβουμε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ’ εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο. Κατά κανόνα, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην πρωτόδικη κρίση για την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν αυτά καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα υπό κρίση ευρήματα σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172 και Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 300)».

 

        Μελετώντας την πρωτόδικη Απόφαση προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επεξήγησε ακριβώς για ποιο λόγο δεν αποδέχθηκε τα όσα η Εφεσείουσα ισχυρίζετο ως προς το θέμα της ιδιότητας της. Συγκεκριμένα, επισήμανε ότι η Εφεσείουσα δέχτηκε πως τα ακίνητα που διαφήμιζε στα Τεκμήρια 1 και 2 παρέπεμπαν σε ακίνητα που διαχειρίζετο ή πωλούσε ή ενοικίαζε η εταιρεία C. Psyllides Estate Agencies Ltd, η οποία ως νομική οντότητα δεν είχε άδεια Κτηματομεσίτη. Άδεια Κτηματομεσίτη είχε ο κ. Ψυλλίδης προσωπικά, του οποίου όμως η Εφεσείουσα δεν ήταν εργοδοτούμενη. Παραδέχτηκε επιπλέον την ανάρτηση διαφημίσεων ακινήτων στην προσωπική της σελίδα στο Facebook, ενώ στις διαφημίσεις που υπάρχουν στα Τεκμήρια 1 και 2 γίνεται αναφορά σε Agent License με αριθμούς και μητρώο του κ. Ψυλλίδη. Στην προσωπική σελίδα της Εφεσείουσας Τεκμήριο 2 υπήρχε αριθμός διαφημίσεων που αφορούσε σε ακίνητα, η πώληση των οποίων επιτεύχθηκε μέσω της C. Psyllides Estate Agencies Ltd, στις οποίες διαφημίσεις δεν καταγράφονταν με σαφή τρόπο τα στοιχεία του ιδιοκτήτη. Στην δε σελίδα Cyprus Real Estate Portal υπήρχε φωτογραφία της Εφεσείουσας κάτω από τον τίτλο Agent Roster και παρουσιάζονταν οι αριθμοί εγγραφής και άδειας του κ. Ψυλλίδη.

 

        Με δεδομένα τα πιο πάνω η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι οι επίδικες πράξεις δεν έγιναν υπό την ιδιότητα της Εφεσείουσας ως υπαλλήλου αδειούχου κτηματομεσίτη ήταν καθόλα εύλογη. Το γεγονός ότι η Εφεσείουσα δεν «αντιλαμβανόταν», ως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος της στο διάγραμμα του, τη διαφορά της εταιρείας σε σχέση με τον εργοδότη της, δεν μπορούσε να διαφοροποιήσει την ποινική της ευθύνη. Σημειώνουμε ότι και η εισήγηση που γίνεται σε σχέση με το συστατικό στοιχείο της γνώσης από μέρους της Εφεσείουσας όσον αφορά στο Άρθρο 33(1)(ε) του Νόμου εδράζεται επίσης στη θέση ότι αυτή εργαζόταν για αδειούχο κτηματομεσίτη, θέση η οποία ορθά δεν έγινε δεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

        Στρεφόμενοι στον Λόγο Έφεσης 5 παρατηρούμε ότι δεν απαγορεύεται η συμπερίληψη σε κατηγορητήριο πέραν της μίας κατηγορίας, τα συστατικά στοιχεία των οποίων δυνατόν να στοιχειοθετούνται από τα ίδια γεγονότα. Αυτό έγινε και στην περίπτωση των Κατηγοριών 3 και 4 εν προκειμένω. Το ζήτημα αποκτά σημασία μόνο στο στάδιο της επιβολής ποινής. Παραθέτουμε προς τούτο απόσπασμα από την απόφαση Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 385, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

        «Δεν θα υπήρχε περιθώριο για παρέμβασή μας αν δεν εντοπιζόταν μια σημαντική αβλεψία που είχε την συνέπειά της πάνω στη ποινή που επιβλήθηκε. Ορισμένη συμπεριφορά είναι δυνατό να στοιχειοθετεί περισσότερα από ένα αδικήματα. Το κάθε ένα από τα συστατικά στοιχεία ενός αδικήματος είναι δυνατό να είναι και από μόνο του αυτοτελής αξιόποινη πράξη. Τα γεγονότα πάνω στα οποία στηρίζεται μια κατηγορία είναι δυνατό να μή διαφέρουν από τα γεγονότα άλλης ή είναι δυνατό να περιλαμβάνουν και τα γεγονότα πάνω στα οποία στηρίζεται άλλη κατηγορία. Όσο και αν είναι, ανάλογα με τις συνθήκες της κάθε υπόθεσης, ενδεδειγμένο να προσάπτεται ξεχωριστή κατηγορία για το καθένα από τα αδικήματα που στοιχειοθετούνται, στο τέλος, όταν αναζητείται το μέγεθος της κύρωσης που αρμόζει, σημείο αναφοράς θα πρέπει να είναι το συνολικό αποτέλεσμα της αξιόποινης συμπεριφοράς και όχι τα επί μέρους αδικήματα στα οποία αυτή η συμπεριφορά μπορεί να διασπαστεί. Όταν λοιπόν προσάπτονται περισσότερες της μιας κατηγορίας και τα γεγονότα της μιας από αυτές υπερκαλύπτουν ή ενσωματώνουν ή εμπεριέχουν τα γεγονότα των υπολοίπων, το ορθό είναι να επιβάλλεται ποινή μόνο σ' αυτή. Διαφορετικά, ουσιαστικά ο κατηγορούμενος θα τιμωρείται διπλά για τα επί μέρους αδικήματα και επομένως για την ίδια πράξη. (Βλ. Άρθρο 12.2 του Συντάγματος, άρθρο 40(3) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, Ioannis Michael Pefkos and others v. The Republic (1961) CLR 340, Savvas Yiangou Mitides v. Police (1966) 2 CLR 90, Nicos Charalambous v. The Republic (1966) 2 CLR 101, Constantinos HjiSinnos, v. The Police (1968) 2 CLR 130, Nicos A. Felekkis v. The Police (1968) 2 CLR 151, Loizos Costa v. Police (1976) 2 CLR 71, Ierides and another v. Republic (1987) 2 CLR 219)».

 

        Ακολουθεί πως η εισήγηση της Εφεσείουσας περί διπλής καταδίκης δεν ευσταθεί.

 

        Η Έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται, με έξοδα €2.000 συν ΦΠΑ, εάν υπάρχει, υπέρ των Εφεσιβλήτων και εις βάρος της Εφεσείουσας.

 

 

 

                                                                        Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                        Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                        Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο