NITESH PATEL v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 293/2025, 1/12/2025
print
Τίτλος:
NITESH PATEL v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 293/2025, 1/12/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 293/2025)

 

1 Δεκεμβρίου 2025

 

[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

NITESH PATEL,

Εφεσείων,

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

______________________________

Α. Αρτυματάς για Ν.Γ. Νικολάου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Π. Πίτσιλλου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών.

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Δοθείσα Αυθημερόν)

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Ο εφεσείων παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου Αμμοχώστου, για τις κατηγορίες του βιασμού, σεξουαλικής κακοποίησης, εξαναγκασμού σε διάπραξη συνουσίας, απαγωγής, άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας, σεξουαλικής παρενόχλησης και στέρησης της ελευθερίας με σκοπό την υποβολή προσώπου σε σεξουαλική κακοποίηση. Συγκεκριμένα, ο εφεσείων φέρεται να διέπραξε τα ως άνω αδικήματα στις 26.10.2025, με θύμα συγκεκριμένη γυναίκα από τη Σουηδία. Ως ημερομηνία εμφάνισής του, ενώπιον του Κακουργιοδικείου, το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου όρισε τη 12.1.2026. Εξετάζοντας δε, σχετικό αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής, παρά την προβαλλόμενη ένσταση από πλευράς εφεσείοντα, διέταξε την κράτησή του στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας.

 

Ο εφεσείων εφεσιβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με τρεις λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπ' όψιν ή και δεν αξιολόγησε σωστά τους λόγους που συνδέουν τον κατηγορούμενο με την Κυπριακή Δημοκρατία και έτσι κατέληξε σε λανθασμένα ευρήματα περί κινδύνου φυγοδικίας ως τον πυλώνα που βάσισε το αίτημά της η Κατηγορούσα Αρχή για κράτηση του εφεσείοντα.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αγνόησε και ή παρέλειψε να αξιολογήσει σωστά τους προτεινόμενους όρους για τη διασφάλιση παρουσίας του κατηγορουμένου στο Δικαστήριο κατά το στάδιο της δίκης και ούτε στάθμισε σωστά τις συνέπειες της κράτησής του για τον ίδιο και την οικογένειά του.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι λανθασμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, βασίστηκε στη σοβαρότητα του κατηγορητηρίου, στην πιθανότητα καταδίκης και των ποινών που επισύρουν οι κατηγορίες που αναφέρονται στο κατηγορητήριο.

 

Προβάλλεται, συναφώς, ότι τα όσα αναφέρθηκαν, σε σχέση με τους δεσμούς του εφεσείοντα με την Κυπριακή Δημοκρατία, θα έπρεπε να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι διασφαλίζεται η παρουσία του κατηγορουμένου στη δίκη. Ως αναφέρεται, ο κατηγορούμενος βρίσκεται στην Κύπρο τα τελευταία δέκα σχεδόν χρόνια και κατέχει άδεια παραμονής μέχρι τις 23.7.2026. Είναι παντρεμένος με ευρωπαία υπήκοο και πατέρας ενός 4χρονου παιδιού το οποίο φοιτά σε δημόσιο σχολείο στον τόπο διαμονής του. Ενοικιάζει διαμέρισμα και εργάζεται μαζί με τη σύζυγό του στην τουριστική βιομηχανία. Είναι δε, μεταπτυχιακός φοιτητής.

 

Προβάλλεται, επίσης, ότι οι προτεινόμενοι όροι εγγύησης, ήτοι κατάθεση χρηματικού ποσού σε μετρητά ύψους €10.000.-, παράδοσης των ταξιδιωτικών του εγγράφων και παρουσίασής του σε Αστυνομικό Σταθμό, ακόμη και σε καθημερινή βάση, θα έπρεπε να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι είναι επαρκείς για να διασφαλίσουν την παρουσία του στο Δικαστήριο. Περαιτέρω, τυχόν κράτησή του, θα οδηγούσε σε δυσμενείς συνέπειες για την οικογένειά του, με δεδομένο ότι είναι ο βασικός οικονομικός τροφοδότης της οικογένειας.

 

Τέλος, προβάλλεται σφάλμα του Δικαστηρίου ως προς τον τρόπο που διαχειρίστηκε το μαρτυρικό υλικό ενώπιόν του.

 

Έχουμε με μεγάλη προσοχή ακούσει και εξετάσει τα όσα οι δύο συνήγοροι έχουν θέσει ενώπιόν μας με την επιχειρηματολογία τους, καθώς, επίσης, καθετί σχετικό με την παρούσα πρωτόδικη διαδικασία και απόφαση.

 

Είναι προφανές ότι το τι αποτελεί αντικείμενο εξέτασης από το Εφετείο είναι η ορθότητα της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος. Συγκεκριμένα δε, σε ό,τι αφορά τη συνεκτίμηση όσων πρέπει να συνεκτιμώνται κατά την άσκηση αυτής της διακριτικής ευχέρειας.

 

Για σκοπούς πληρότητας, παραθέτουμε το κάτωθι απόσπασμα από την A.A.S. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 193/2022, ημερομηνίας 14.9.2022:

«Υπενθυμίζουμε ότι η κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη ή η επιβολή όρων για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας του στο Δικαστήριο, εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου με αφετηρία, βεβαίως, την ατομική ελευθερία και ότι η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ' εξαίρεση (Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, 134). Επέμβαση του Εφετείου χωρεί αν διαπιστωθεί ότι αυτή η εξουσία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία, είτε γιατί παραγνωρίστηκαν κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα (Dydi v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 103/2020 [σχ. Με 104/2020], ημερ. 3/9/2020 και Γεωργίου v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 131/2021, ημερ. 1/9/2021). Στην Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997)2 Α.Α.Δ. 109 λέχθηκε ότι «το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στα πρωτόδικα Δικαστήρια εκτός για πολύ σοβαρούς λόγους και σε εξαιρετικές περιπτώσεις». (Βλ. Επίσης Μαυρομιχάλης ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 256 και Suleyman v. Αστυνομίας, ποιν. Εφ. 120/20, 11.8.20), ECLI:CY:AD:2020:B286

 

Στο σύνολό τους, οι προβαλλόμενοι λόγοι έφεσης στοχοποιούν τη συνολική προσέγγιση και κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η συνάφεια και σύνδεση των όσων προβάλλονται καθιστούν ευχερές το να εξεταστούν παράλληλα.

 

Είναι χρήσιμο να τεθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά συνόψισε τις νομολογιακές αρχές που αφορούσαν τον κίνδυνο φυγοδικίας, εξηγώντας ότι «ο κίνδυνος φυγοδικίας εκτιμάται στη βάση των τριών αντικειμενικών κριτηρίων, σοβαρότητα αδικήματος, πιθανότητα καταδίκης, ενδεχόμενο αυστηρής τιμωρίας, λαμβανομένων σοβαρώς υπόψιν και άλλων σχετικών παραγόντων που ανάγονται σε υποκειμενικά δεδομένα, όπως τις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορουμένου και τους δεσμούς του με την Κυπριακή Δημοκρατία, χωρίς, όμως όλα αυτά να απομονώνονται και να υπερφαλαγγίζουν το γενικότερο δημόσιο συμφέρον προς απονομή της δικαιοσύνης. Παραπέμπω στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας v. BourelΠοινική Έφεση αρ.206/21, ημερομηνίας 28.12.2021, ECLI:CY:AD:2021:B593».

 

Ορθά, επίσης, υπέδειξε τη σοβαρότητα των αδικημάτων που ο εφεσείων αντιμετωπίζει και την αυστηρότητα των ποινών, σε περίπτωση καταδίκης, ενώ, ως προς την πιθανότητα καταδίκης, ορθά υπέδειξε ότι «για τη διαπίστωση ύπαρξης πιθανότητας καταδίκης εξετάζεται το μαρτυρικό υλικό στην όψη του και μόνο χωρίς το Δικαστήριο να προβαίνει σε αξιολόγηση του ή σε οποιαδήποτε ευρήματα η συμπεράσματα επί της ουσίας της υπόθεσης, ή αξιοπιστίας οποιουδήποτε μάρτυρα, εφόσον δεν αποφασίζεται στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας η ενοχή ή μη του Κατηγορουμένου. Στο παρόν στάδιο το Δικαστήριο αποφασίζει μόνο αν η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής έχει τόση δύναμη, ώστε να πιθανολογείται καταδίκη. Παραπέμπω στην απόφαση Μαυρομιχάλης v. Δημοκρατίας (Ποιν. Εφέσεις 165&166/2020, ημερομηνίας 22.10.20) στην οποία σημειώνεται πως ό,τι εξετάζεται είναι κατά πόσο από τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, ως αυτή έχει στην όψη της, είτε στο σύνολο της, είτε σε κάποιο μέρος της, διαπιστώνεται η ύπαρξη πιθανότητας καταδίκης».

 

Στη βάση αυτών των αρχών, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε τους ισχυρισμούς της παραπονούμενης και τα στοιχεία της μαρτυρίας από τα οποία δέχθηκε ότι αναδυόταν πιθανότητα καταδίκης, ως απαιτείται από τη νομολογία.

 

Δεν θεωρούμε σκόπιμο να επαναλάβουμε τους ισχυρισμούς αυτούς, αρκεί, για σκοπούς της παρούσας, να λεχθεί ότι περιγράφουν τα όσα, κατ' ισχυρισμόν, πάντοτε σ' αυτό το στάδιο, υπέστη η παραπονούμενη, τα οποία προβάλλουν την τέλεση των αδικημάτων, ενώ από τα λοιπά στοιχεία της μαρτυρίας, στα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε, ειδικά της αναγνώρισης του εφεσείοντα από την παραπονούμενη, προβάλλεται η σύνδεση του με αυτά.

 

Δεν εντοπίζουμε σφάλμα, είτε στην προσέγγιση του ζητήματος, είτε στην κρίση του, από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Επαναλαμβάνουμε, προς απάντηση στο παράπονο του εφεσείοντα, και θα πρέπει να καταστεί αντιληπτό, ότι η μαρτυρία εξετάζεται στην όψη της, προς διαπίστωση της πιθανότητας καταδίκης. Το έργο του Δικαστηρίου εξαντλείται σ' αυτό το σημείο για τον απλό λόγο ότι, στο στάδιο αυτό, δεν αξιολογείται η μαρτυρία προς τον σκοπό διαπίστωσης ή μη ενοχής του κατηγορουμένου (βλ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, (2008) 2 Α.Α.Δ. 790).

 

Δεν εντοπίζουμε, όμως, σφάλμα, ούτε στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε και έκρινε και το ζήτημα των δεσμών του εφεσείοντα με τη Δημοκρατία, την επάρκεια των προτεινόμενων όρων εγγύησης και τις συνέπειες της κράτησης στην οικογένεια του εφεσείοντα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα και της οικογένειάς του και άντλησε καθοδήγηση από την MINGXIA v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, (2011) 2 Α.Α.Δ. 152 και την ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. MKN, Ποινική Έφεση 205/2025, ημερομηνίας 21.8.2025. Με αναφορά στις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα, έκρινε ότι αυτές δεν «...είναι αρκετοί παράγοντες, ώστε να δημιουργηθούν τέτοιοι ισχυροί δεσμοί και σχέσεις με την Κυπριακή Δημοκρατία που θα τον αποτρέψουν από το ενδεχόμενο να διαφύγει στο εξωτερικό ή σε μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, ώστε να μην εμφανιστεί στη δίκη του και να αντιμετωπίσει τα πάρα πολύ σοβαρά αδικήματα που του προσάπτονται, για τα οποία υπάρχει πιθανότητα καταδίκης και ενδεχόμενο επιβολής πολυετούς ποινής φυλάκισης».

 

Με αναφορά στις τυχόν συνέπειες κράτησης του εφεσείοντα στον ίδιο και στην οικογένειά του, έκρινε ότι «...δεν μπορούν να υπερφαλαγγίσουν το γενικότερο δημόσιο συμφέρον προς απονομή της δικαιοσύνης, δεδομένης και της σοβαρότητα της υπόθεσης».

 

Με αναφορά, τέλος, στους προτεινόμενους όρους εγγύησης, έκρινε ότι «...η σοβαρότητα της παρούσας υπόθεσης σε συνδυασμό και με τους παράγοντες που ανέφερα, όπως και η απουσία ισχυρών δεσμών του Κατηγορουμένου με την Κυπριακή Δημοκρατία, δεν επιτρέπουν στο Δικαστήριο να τους υιοθετήσει».

 

Είναι ορθή, επί των ως άνω, η πρωτόδικη κρίση. Είναι ορθό, παράλληλα, να επαναληφθεί, και, επίσης, να καταστεί αντιληπτό, ότι, ακόμη και η διαπίστωση δεσμών με την Κυπριακή Δημοκρατία, δεν εξαντλεί το θέμα υπέρ της επιβολής όρων εγγύησης. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, θα σήμαινε ότι ουδέποτε θα διατασσόταν η κράτηση Κύπριου πολίτη, ο οποίος, κατά Τεκμήριο, έχει τέτοιους δεσμούς. Ως εξηγείται στην ΝΙΚΟΛΑΟΥ (ανωτέρω):

 

«...είναι αυτονόητο ότι ένας Κύπριος κατηγορούμενος έχει κατά κανόνα δεσμούς με τη χώρα του που μπορεί να είναι δυνατοί ή χαλαροί, ανάλογα με τις ιδιαίτερες του συνθήκες. Οι δεσμοί αυτοί από μόνοι τους δεν επενεργούν ως ασπίδα για τον ύποπτο ή υπόδικο ώστε να υπερφαλαγγιστεί η σοβαρότητα του αδικήματος στο οποίο εμπλέκεται. Ό,τι εξετάζεται είναι πάντοτε η επίπτωση που δυνατόν να έχουν οι προσωπικές αυτές συνθήκες επί του κριτηρίου του κινδύνου μη προσέλευσης του υπόπτου στο Δικαστήριο για να αντιμετωπίσει τη δίκη του».

Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε τα ενώπιόν του δεδομένα με ισορροπημένο, σφαιρικό και ακριβοδίκαιο τρόπο. Δεν υφίσταται πεδίο επέμβασής μας στην πρωτόδικη κρίση.

 

Άνευ ερείσματος κρίνονται οι προβαλλόμενοι τρεις λόγοι έφεσης, οι οποίοι και απορρίπτονται.

 

Η παρούσα έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

                                                          Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                          ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.             

                                                          Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο