ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 392/2018)
8 Δεκεμβρίου 2025
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
[ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΠΑΝΙΚΟΣ ΚΕΡΑΥΝΟΣ,
Εφεσείων/Ενάγων,
v.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης/Εναγομένης.
_______________________
Ε. Ευθυμίου για Δράκος & Ευθυμίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα/Ενάγοντα.
Ν. Αβρααμίδης για Λ. Παπαφιλίππου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη/Εναγομένη.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Ο εφεσείων, ως ενάγοντας σε αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, εργοδοτείτο, από τους εφεσίβλητους, στη μόνιμη θέση χειριστή μηχανών στον Ηλεκτροπαραγωγικό Σταθμό της Μονής. Ως οι ισχυρισμοί του στην έκθεση απαίτησης συνοψίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της υπηρεσίας και των καθηκόντων του ήταν το άνοιγμα και κλείσιμο μεγάλων χειροκίνητων βαλβίδων που ήταν μέρος των εγκαταστάσεων του χώρου εργασίας του. Την 14.2.2007, ο εφεσείων εργαζόταν ως μέλος της απογευματινής βάρδιας. Κατά τη διάρκεια της πιο πάνω εργασίας του, υπέστη τραυματισμό στον αριστερό του ώμο. Ειδικότερα, υπέστη τενοντίτιδα στροφικού πετάλου και προέκυψε ρήξη του υπερακάνθιου τένοντα. Κατέστη αναγκαίο να χειρουργηθεί στις 2.3.2007 στον αριστερό ώμο, διά αρθροσκοπικής ακρωμιοπλαστικής και υποβαλλόταν, σε τακτική βάση, σε φυσιοθεραπεία. Παρά τη θεραπεία, κατέστη ανίκανος να εκτελεί τα καθήκοντα της θέσης του και παρέμεινε με άδεια ασθενείας για 13 μήνες. Τη 15.4.2008, οι εφεσίβλητοι τον υποχρέωσαν σε αφυπηρέτηση για λόγους υγείας, με ισχύ από την 30.6.2008. Ο εφεσείων ανέλαβε στη συνέχεια ελαφρά εργασία σε ιδιωτική εταιρεία, με απολαβές €1000 μηνιαίως. Θεωρώντας ότι για τον τραυματισμό του υπαίτιοι ήταν οι εναγόμενοι, καταλογίζοντας σε αυτούς αμέλεια, αξίωσε εναντίον τους γενικές και ειδικές αποζημιώσεις.
Από την πλευρά τους, οι εφεσίβλητοι, με την υπεράσπισή τους, και για τους λόγους που αναπτύσσουν σε αυτήν, αρνήθηκαν ότι φέρουν οποιαδήποτε ευθύνη για τις ισχυριζόμενες σωματικές βλάβες του εφεσείοντα. Ήταν, περαιτέρω, η θέση τους, ότι τα τραύματα του εφεσείοντα προέρχοντο από ενασχόλησή του σε άλλη εργασία και πως ήταν προϋπάρχοντα τραύματα, προερχόμενα από άλλη ανεξάρτητη αιτία, χωρίς αιτιώδη συνάφεια με την εργοδότησή τους στους ιδίους.
Μαρτυρία δόθηκε από εννέα μάρτυρες, για την πλευρά του εφεσείοντα και έξι μάρτυρες, για την πλευρά των εφεσιβλήτων.
Παρά το ότι δεν τέθηκε από τις διάδικες πλευρές θέμα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απόφασή του, έκρινε ότι εγειρόταν ζήτημα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να εκδικάσει την υπόθεση και τις κατ' ισχυρισμό απαιτήσεις του εφεσείοντα, ως αυτές καταγράφοντο στην έκθεση απαίτησής του, και ειδικότερα, αποζημιώσεις για τραύματα που υπέστη ενώ βρισκόταν στην υπηρεσία των εναγομένων. Επικαλούμενο, το πρωτόδικο Δικαστήριο, σχετική νομολογία (ΛΑΝΤΟΥ κ.α. v. ΣΥΜΕΟΥ κ.ά, (2014) 1 Α.Α.Δ. 572), αποφάσισε να εξετάσει το θέμα αυτεπαγγέλτως. Εξετάζοντας δε αυτό στη βάση των κοινώς αποδεκτών γεγονότων και της νομολογίας, κατέληξε ότι στερείται δικαιοδοσίας προς εκδίκαση της υπόθεσης και της ουσίας των απαιτήσεων του εφεσείοντα και ότι η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί.
Είναι χρήσιμο να λεχθεί ότι, παρά την ως άνω κατάληξη απόρριψης της αγωγής, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ορθό όπως προχωρήσει με την εξέταση των εγειρόμενων θεμάτων, για την περίπτωση που ήθελε κριθεί εσφαλμένη η πιο πάνω κρίση του περί μη ύπαρξης δικαιοδοσίας. Προχώρησε, συναφώς, με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και την κατάληξη σε συμπεράσματα επί των γεγονότων και στη βάση αυτών κατέληξε ότι η αγωγή του εφεσείοντα δεν θα μπορούσε να έχει αίσια κατάληξη.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με έξι λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αυτό δεν είχε δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης και της ουσίας των απαιτήσεων του εφεσείοντα και η, ως εκ τούτου, απόρριψη της αγωγής, είναι εσφαλμένη νομικά και προϊόν παρερμηνείας, τόσο της πρόνοιας του Συντάγματος, όπως και περιέχεται στο Άρθρο 146 αυτού, όσο και της νομολογίας. Ο δεύτερος λόγος έφεσης αποδίδει σφάλμα στο πρωτόδικο Δικαστήριο, όσον αφορά την απόφασή του ότι ο εφεσείων δεν νομιμοποιείτο να εγείρει αγωγή για αποζημιώσεις, επειδή εκωλύετο λόγω των ευρημάτων του Δικαστηρίου επί των γεγονότων. Ο τρίτος λόγος έφεσης αποδίδει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων ιατρών, οι οποίοι κατέθεσαν ενώπιόν του, απέτυχε να αντλήσει τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια ώστε να σχηματίσει τη δική του γνώμη και να καταλήξει, το ίδιο, στα ορθά ευρήματα ως προς τα αίτια της πρόκλησης της σωματικής βλάβης στον εφεσείοντα. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε ευρήματα επί γεγονότων και συμπεράσματα επ' αυτών που δεν συνήδαν με την κοινή λογική και δεν δικαιολογούντο από τη μαρτυρία που κατατέθηκε, είτε ξεχωριστά ή στο σύνολό της, και έτσι απέτυχε να εφαρμόσει το κριτήριο ότι η εκδοχή του εφεσείοντα ήταν πιο πιθανή από την εκδοχή των εφεσιβλήτων και να τον δικαιώσει. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε και ή απέτυχε να αξιολογήσει τη μαρτυρία του Μ.Ε.8 και να προβεί σε ευρήματα και να καταλήξει σε συμπεράσματα στη βάση της μαρτυρίας του, που θα το οδηγούσε σε πολύ διαφορετική ετυμηγορία. Τέλος, ο έκτος λόγος έφεσης αποδίδει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι, από τη στιγμή που αποφάνθηκε ότι στερείτο δικαιοδοσίας να εκδικάσει την υπόθεση, όφειλε να μην προχωρήσει περαιτέρω και η ενέργειά του να προβεί σε αξιολόγηση, συμπεράσματα και ευρήματα είναι αντίθετη με τη νομολογία.
Έχουμε μελετήσει διεξοδικά τους εγειρόμενους λόγους έφεσης, την αιτιολογία αυτών και την επιχειρηματολογία της πλευράς του εφεσείοντα, αλλά και την αντίθετη επιχειρηματολογία της πλευράς των εφεσιβλήτων, οι οποίοι υπεραμύνονται της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης. Έχουμε, επίσης, μελετήσει καθετί σχετικό με τους συγκεκριμένους λόγους έφεσης, περιλαμβανομένης της προσκομισθείσας μαρτυρίας, ως το πρωτόδικο Δικαστήριο την κατέγραψε και αξιολόγησε στην απόφασή του. Θεωρούμε ορθό όπως προτεραιοποιήσουμε την εξέταση των λόγων έφεσης, στη βάση του περιεχομένου τους, εξετάζοντας, πρώτα, τους δύο πρώτους λόγους έφεσης, οι οποίοι αφορούν το ζήτημα της δικαιοδοσίας και του κωλύματος.
Το τι, ουσιαστικά, προβάλλεται από την πλευρά του εφεσείοντα, είναι ότι η αξίωσή του για αμέλεια των εφεσιβλήτων, η οποία προκάλεσε την κατάσταση της υγείας του, είναι ζήτημα που εντάσσεται στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου και όχι του Διοικητικού.
Είναι χρήσιμο να τεθεί, σε αυτό το στάδιο, ότι στην προκειμένη περίπτωση, διενεργήθηκε, κατ' εφαρμογή του Κανονισμού 31(1) της ΚΔΠ 291/1986, διαδικασία εξέτασης του εφεσείοντα από ιατροσυμβούλιο. Ο εν λόγω κανονισμός προνοεί ότι, «υπάλληλος ο οποίος διά λόγους υγείας θεωρείται ή αισθάνεται ότι δεν δύναται να εκτελή εις ικανοποιητικόν βαθμόν τα καθήκοντα της θέσεώς του, δυνατόν να κληθή υπό της Αρχής ή να ζητήση ο ίδιος όπως υποβληθή εις ιατρικήν εξέτασιν υπό ιατροσυμβουλίου προς τον σκοπόν διαπιστώσεως του βαθμού της ανικανότητάς του». Στο εδάφιο (8) του εν λόγω Κανονισμού προβλέπεται ότι στην περίπτωση που, συνεπεία του πορίσματος του ιατροσυμβουλίου, η υπηρεσία υπαλλήλου θα πρέπει να τερματιστεί, ο τερματισμός της υπηρεσίας του θα γίνεται κατόπιν συνεννόησης με τη συντεχνία στην οποία ανήκει.
Από τα γεγονότα τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε, διαπιστώνεται ότι η παραπομπή του εφεσείοντα σε ιατροσυμβούλιο, έγινε για να διακριβωθεί κατά πόσον η ασθένειά του οφείλεται στο είδος της εργασίας του και πότε θα είναι σε θέση να εκτελεί τα καθήκοντα της θέσης του. Αυτό οδήγησε στο αποτέλεσμα της εξέτασης του εφεσείοντα από το ιατροσυμβούλιο, το οποίο αναφερόταν στο ότι η πάθηση του εφεσείοντα δεν οφειλόταν στο είδος της εργασίας του στο Η.Σ. Μονής και ότι αυτός δεν ήταν σε θέση να εκτελεί τα καθήκοντα της θέσης του. Με αυτά τα δεδομένα, ακολούθησε εισήγηση προς το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής για τερματισμό των υπηρεσιών του εφεσείοντα για λόγους υγείας. Το Διοικητικό Συμβούλιο των εφεσιβλήτων, στις 15.4.2008, αποφάσισε τον τερματισμό των υπηρεσιών του εφεσείοντα για λόγους υγείας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η μη προσβολή της απόφασης των εφεσιβλήτων για τερματισμό των υπηρεσιών του για λόγους υγείας και η μη προσβολή της δεσμευτικής, όπως τη θεώρησε, απόφασης του ιατροσυμβουλίου, με την οποία κρίθηκε ότι η πάθηση του εφεσείοντα δεν οφειλόταν στο είδος της εργασίας του στον Η.Σ. Μονής και ότι δεν είναι σε θέση να εκτελεί τα καθήκοντα της θέσης του, αποτελούν τα στοιχεία που στερούσαν το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαιοδοσίας να εκδικάσει την υπόθεση. Και αυτό, στη βάση του ότι συνιστούσαν διοικητική πράξη η οποία δεν προσβλήθηκε. Έκρινε παράλληλα, ότι εφόσον έλαβε τα ωφελήματα τα οποία δικαιούτο κατά τον χρόνο αφυπηρέτησής του, όταν έχασε τη θέση εργασίας του, εκωλύετο να αμφισβητήσει, ουσιαστικά, την απόφαση του ιατροσυμβουλίου και, εμμέσως την απόλυσή του για λόγους υγείας, ζητώντας τις αποζημιώσεις που ζητούσε.
Είναι προφανές, από το λεκτικό του πιο πάνω Κανονισμού 31, ότι το ζητούμενο είναι η διαπίστωση του βαθμού ανικανότητας ενός υπαλλήλου. Το πώς και γιατί, στην προκειμένη περίπτωση, τέθηκε το θέμα του κατά πόσον η κατάσταση του εφεσείοντα οφειλόταν στο είδος της εργασίας του εισήχθηκε στο τι θα εξέταζε το ιατροσυμβούλιο, δυνάμει του εν λόγω Κανονισμού, φαίνεται να παραμένει άγνωστο. Δεν παύει, όμως, να εκφεύγει της πρόνοιας του ως άνω Κανονισμού. Το γεγονός της ενασχόλησης του ιατροσυμβουλίου με το ζήτημα αυτό φαίνεται να παρέσυρε το πρωτόδικο Δικαστήριο να θεωρήσει ότι αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία, εφόσον δεν προσβλήθηκε, ήταν δεσμευτική για τον εφεσείοντα. Είναι γεγονός ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε σχετική νομολογία. Από την ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ ν. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 688/2012, ημερομηνίας 24.10.2014, ECLI:CY:AD:2014:D813, είναι προφανές ότι το τι προσβλήθηκε ήταν η απόφαση τερματισμού των υπηρεσιών του υπαλλήλου για λόγους υγείας, η οποία, εν τέλει ακυρώθηκε λόγω παρανομίας στη διαδικασία που αφορούσε το ιατροσυμβούλιο.
Στην περίπτωσή μας, το γεγονός της μη προσβολής της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου των εφεσιβλήτων να τερματίσει τις υπηρεσίες του εφεσείοντα, σαφώς και τον δεσμεύει. Αλλά, διαφαίνεται ότι δεν είναι αυτό που απασχολεί τον εφεσείοντα στην υπόθεση. Εκείνο που ο εφεσείων προέβαλε στην υπόθεσή του ήταν την αμέλεια των εφεσιβλήτων, η οποία, κατά τον ισχυρισμό του, επέφερε την κατάσταση της υγείας του και την επακόλουθη ανικανότητά του να εκτελεί τα καθήκοντα της θέσης του.
Είναι προφανές, ότι η διαδικασία που ο πιο πάνω Κανονισμός προβλέπει σε σχέση με το ιατροσυμβούλιο, αποτελεί, στην ουσία, προπαρασκευαστικής φύσης διαδικασία και όχι την εκτελεστή διοικητική πράξη. Όπως λέχθηκε στην ΝΟΥΡΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 741/2011 και 743/2011, ημερομηνίας 21.11.2012:
«Είναι επομένως πασιφανές ότι ο ρόλος που η απόφαση του Ιατροσυμβουλίου διαδραμάτισε στη λήψη των προσβαλλόμενων αποφάσεων είναι μείζονος σημασίας, καθοριστικός θα έλεγα για την εγκυρότητα τους. Συνεπώς, οποιαδήποτε παθογένεια ή πλημμέλεια στην απόφαση του Ιατροσυμβουλίου, αναπόφευκτα συμπαρασύρει και τις προσβαλλόμενες αποφάσεις. Επί τούτου υπενθυμίζω την πάγια νομολογημένη αρχή ότι η διαπίστωση της ακυρότητας της προπαρασκευαστικής πράξης, στη συγκεκριμένη περίπτωση της απόφασης του Ιατροσυμβουλίου, επιφέρει και την ακύρωση της τελικής, στη συγκεκριμένη περίπτωση των προσβαλλόμενων δύο αποφάσεων του Αρχηγού Αστυνομίας. (Βλ. Κοινοπραξία Cyprus Airports Group ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 92/2004, ημερομηνίας 8/1/2007 και Chrikar Trading Limited κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 993/2005 κ.ά., ημερομηνίας 13/7/2011 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929‑1959, σελ. 244).»
Επομένως, στην περίπτωσή μας, κατά την οποία το ερώτημα κατά πόσο η πάθηση του εφεσείοντα οφειλόταν στο είδος της εργασίας του στον Η.Σ. Μονής δεν περιλαμβανόταν στο τι προβλέπει ο Κανονισμός 31, διαπιστώνεται ότι δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία, στην απουσία προσβολής της, παράγει έννομα και δεσμευτικά αποτελέσματα. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, προκύπτει και από το γεγονότος ότι η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου των εφεσιβλήτων περιοριζόταν στον τερματισμό του εφεσείοντα για λόγους υγείας, μη αποφασίζοντας οτιδήποτε άλλο.
Συνακόλουθα, κρίνουμε ότι το ζήτημα του πού οφειλόταν η κατάσταση της υγείας του εφεσείοντα και η, κατ’ ισχυρισμόν του, αμέλεια των εφεσιβλήτων αποτελούσαν θέματα τα οποία ο εφεσείων μπορούσε να θέσει ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου με την αγωγή του και ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν στερείτο δικαιοδοσίας να εκδικάσει την υπόθεση. Ούτε όμως, υπήρχε οτιδήποτε στην υπόθεση που να φανερώνει ότι το τι ο εφεσείων έλαβε κατά τον τερματισμό της απασχόλησής του στους εφεσίβλητους εξαντλούσε τα όσα διεκδικούσε με την αγωγή, ώστε να κωλύεται να εγείρει αυτήν.
Κατάληξή μας είναι ότι οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης είναι βάσιμοι και ότι η πρωτόδικη απόφαση για απόρριψη της αγωγής στην πιο πάνω βάση είναι λανθασμένη.
Ως έχει αναφερθεί πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο, για την περίπτωση που η εν λόγω κρίση του θεωρείτο εσφαλμένη, προχώρησε και εξέτασε τα εγειρόμενα στην αγωγή θέματα. Εγείρεται, σχετικά, ο έκτος λόγος έφεσης, προβάλλοντας ότι μία τέτοια ενέργεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αντίθετη με τη νομολογία.
Είναι γεγονός ότι το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην CHLOE GARMENT INDUSTRY LTD v. JOHN VASSILIADES SERVICES LTD (1997) 1 Α.Α.Δ. 1575, στην οποία λέχθηκε ότι «το ζήτημα επιδέχεται σύντομης απάντησης. Κατ' αρχήν, από τη στιγμή που το δικαστήριο ήταν σε θέση να διαγνώσει ότι εστερείτο αρμοδιότητας, όφειλε να μην προχωρήσει πιο πέρα γιατί, όντας αναρμόδιο, η απόφανσή του επί οποιασδήποτε πτυχής επί της ουσίας της υπόθεσης δεν θα μπορούσε να έχει νόημα...». Παρά τούτο, προχώρησε στην εξέταση των επίδικων θεμάτων.
Η παρούσα, έχει την ιδιαιτερότητα ότι, με βάση την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η μη προσβολή της κρινόμενης από το ίδιο διοικητικής πράξης, επέφερε τέλος στην όλη εκκρεμοδικία μεταξύ των πλευρών. Προφανώς, με αυτό το δεδομένο, και με γνώμονα την ευχέρεια να κριθεί η πρωτόδικη κρίση των επίδικων θεμάτων, σε περίπτωση σφάλματος στην κρίση περί μη δικαιοδοσίας, είναι που αποφάσισε να προχωρήσει με την περαιτέρω εξέταση της υπόθεσης. Εάν το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπραττε με αυτόν τον τρόπο, αποτέλεσμα της πιο πάνω κατάληξής μας, αναπόφευκτα θα ήταν η επανεκδίκαση της υπόθεσης τόσα χρόνια μετά, ιδιαιτέρως εν όψει της αφυπηρέτησης του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή. Στο πλαίσιο της ευρύτερης σύστασης για ύπαρξη πρωτόδικης κρίσης επί όλων των θεμάτων που δύναται να υπάρξει τέτοια κρίση, ώστε να μπορεί το Εφετείο να αποφασίσει ακόμη και στην περίπτωση σφάλματος, είναι που φαίνεται να ενήργησε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Επομένως, παρά το ότι στην περίπτωση διάγνωσης στέρησης αρμοδιότητας, η ορθή ενέργεια παραμένει η αποφυγή εμπλοκής με την ουσία της υπόθεσης, υπό τις περιστάσεις της παρούσας, και έχοντας ως γνώμονα τον πρωταρχικό σκοπό, ως αναδεικνύεται στους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2023 (Μέρος 1.3(1)(α)), κρίνουμε ότι η συγκεκριμένη απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν θα πρέπει να παραμεριστεί, αφού κάτι τέτοιο θα είχε ως αποτέλεσμα την επανάληψη της δίκης.
Οδηγούμαστε, συνεπώς, στην εξέταση των ως άνω λόγων έφεσης 3, 4 και 5, η συνάφεια των οποίων καθιστά ευχερή την παράλληλη εξέτασή τους. Διαπιστώνεται, συναφώς, ότι βάλλεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου και η επακόλουθη κατάληξή του σε συμπεράσματα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάλωσε 14 σχεδόν σελίδες της απόφασής του, εξετάζοντας το επίδικο θέμα του κατά πόσο η πάθηση του εφεσείοντα οφειλόταν στο είδος της εργασίας του, μέσα από μία διεργασία αξιολόγησης των μαρτύρων και της μαρτυρίας και κατέληξε σε συμπέρασμα επί των γεγονότων.
Δεν κρίνουμε πρόσφορο να μεταφέρουμε αυτούσιο το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Από αυτό, εντοπίζουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, με λεπτομέρεια κατέγραψε και ανέλυσε τις θέσεις που προβάλλονταν από τον εφεσείοντα και τους λοιπούς μάρτυρες και τα όσα αφορούσαν τις συνθήκες εργασίας σε συνάρτηση και με τα καθήκοντα του εφεσείοντα. Ανέλυσε την ιατρική μαρτυρία και τις θέσεις των σχετικών επί αυτής μαρτύρων, επίσης, σε συνάρτηση με τα όσα ο εφεσείων προέβαλλε αλλά και έθεσε στον ιατρό του και, με λεπτομέρεια, εξήγησε πώς κατέληξε στα συμπεράσματα του, τόσο ως προς την αυθεντικότητα και αξιοπιστία των ισχυρισμών του εφεσείοντα, όσο και ως προς την αποδοχή, από το ίδιο, της ιατρικής γνώμης. Καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η κατάσταση της υγέιας του εφεσείοντα δεν οφειλόταν στο είδος της εργασίας του αλλά προερχόταν από τη μορφολογία του ώμου, λόγω του ακρώμιου τύπου 2.
Είναι γνωστές οι αρχές της νομολογίας ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει, κατά κανόνα, στην αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και να εξετάσει τη μαρτυρία ενώπιόν του στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα. Επέμβαση στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογείται όταν αυτά αντιστρατεύονται τη λογική ή έρχονται σε σύγκρουση με την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία ή η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική, ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων (ΓΙΑΛΛΟΥΡΟΣ v. ΨΥΛΛΟΥ (2009) 1 ΑΑΔ 1552, ΜΑΡΚΑΡΗ v. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ (2012) 1(Β) ΑΑΔ 1493, ΜΙΧΑΗΛ v. ΛΑΠΙΘΗ κ.ά., Πολιτική Έφεση 336/2011, ημερομηνίας 12.01.2018), ECLI:CY:AD:2018:A13.
Δεν εντοπίζουμε σφάλμα στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα. Αξιολόγησε τη μαρτυρία με έναν τρόπο που καθιστούσε αντιληπτή τη θεώρησή του αναφορικά με την προσκομισθείσα μαρτυρία, περιοριζόμενο στα σχετικά με το θέμα που είχε να αποφασίσει. Μέσω της διεργασίας αυτής, κατέληξε στα συμπεράσματά του, τόσο όσον αφορά την αποδοχή μαρτυρίας, όσο και σε σχέση με το επίδικο ζήτημα. Δεν εντοπίζουμε, μέσα στο σύνολο της μαρτυρίας που προσκομίστηκε, τα συμπεράσματά του αυτά ή η αξιολόγηση των δεδομένων να αντιστρατεύονται τη λογική ή να έρχονται σε σύγκρουση με την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία. Ούτε η κρίση του παρουσιάζεται να είναι προβληματική και ή αποτέλεσμα πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων. Υπενθυμίζουμε ότι το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να αναφερθεί ρητά σε καθετί που τίθεται σε μαρτυρία στη δίκη. Το ζητούμενο είναι να μπορεί να διαπιστωθεί η επάρκεια της αιτιολόγησης της κρίσης του, αλλά και η πληρότητα αυτής της κρίσης. Είναι δε σχετικό και το ότι συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία συνεκτιμήθηκαν στην όλη συλλογιστική της αξιολόγησης και κατάληξης σε περαιτέρω συμπεράσματα, δεν έτυχαν αμφισβήτησης μέσω λόγων έφεσης.
Επομένως, έχοντας κρίνει το τι ο εφεσείων προέβαλε με την εκδοχή του και τι το ίδιο το Δικαστήριο αποδέχτηκε, κρίνουμε ότι με επάρκεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξέτασε τις θέσεις των ιατρών, ώστε να καταλήξει στο τελικό του συμπέρασμα επί του ζητούμενου επίδικου ερωτήματος.
Δεν εντοπίζουμε πεδίο παρέμβασής μας στην πρωτόδικη κρίση, ούτε βρίσκουμε έρεισμα στους υπό κρίση λόγους έφεσης.
Υπό αυτά τα δεδομένα, καθίσταται αντιληπτό ότι, επί της ουσίας της, η αξίωση του εφεσείοντα εναντίον των εφεσιβλήτων ήταν απορριπτέα. Ανάλογη είναι και η δική μας καταληκτική κρίση, κρίνοντας ότι οι λόγοι έφεσης 3, 4 και 5 θα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Συνακόλουθα όλων των πιο πάνω, η παρούσα έφεση επιτυγχάνει μερικώς, στη βάση των λόγων έφεσης 1 και 2. Η πρωτόδικη κρίση για απόρριψη της αγωγής λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας ή και κωλύματος του εφεσείοντα να την εγείρει παραμερίζεται.
Οι λόγοι έφεσης 3, 4, 5 και 6 απορρίπτονται.
Στο πλαίσιο των εξουσιών μας, καταλήγουμε ότι η πρωτόδικη κατάληξη αναφορικά με την ουσία της επίδικης διαφοράς επικυρώνεται και, κατ' επέκταση, η πρωτόδικη αγωγή απορρίπτεται στη βάση αυτής της κατάληξης. Η πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με τα έξοδα επικυρώνεται.
Έχοντας υπ' όψιν την έκβαση της παρούσας έφεσης για τους λόγους που εξηγούνται ανωτέρω, τη μερική επιτυχία της αλλά και την επικύρωση του τελικού αποτελέσματος της πρωτόδικης απόφασης, κρίνουμε ότι η δικαιότερη, υπό τις περιστάσεις, απόφαση επί των εξόδων της παρούσας έφεσης είναι όπως η κάθε πλευρά επωμιστεί τα δικά της έξοδα.
ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π. Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ. Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο