ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. Ε109/2022)
1 Δεκεμβρίου 2025
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
Ελευθέριος Χιλιαδάκης
Εφεσείων
ν.
Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου
Εφεσίβλητη
Για εφεσείοντα: κος Όμηρος Καΐλης για Χαβιαράς και Φιλίππου Δ.Ε.Π.Ε.
Για εφεσίβλητη: κος Αλέξανδρος Παναγή για Άντης Τριανταφυλλίδης Δ.Ε.Π.Ε.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η παρούσα εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες διατάξεις) Νόμου του 1964 (33/1964).
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία εκδόθηκε συνοπτική απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα για το ποσόν των €140.000,00 πλέον τόκους και έξοδα. Το πιο πάνω ποσόν αφορούσε διοικητικές κυρώσεις της εφεσίβλητης που ήταν εποπτική αρχή της κεφαλαιαγοράς, και επιβλήθηκε στον εφεσείοντα, ο οποίος κατά τους ουσιώδεις χρόνους κατείχε θέση εκτελεστικού συμβούλου στο Δ.Σ της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd. Οι κυρώσεις επιβλήθηκαν υπό την μορφή διοικητικού προστίμου για παραβάσεις του Άρθρου 40.1 του περί των Προϋποθέσεων Διαφάνειας (Κινητές Αξίες προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά) Νόμου 190(Ι)/2007.
Ο εφεσείων παρέλειψε να πληρώσει το πιο πάνω ποσόν, καθιστώντας το έτσι ως εισπρακτέο αστικό χρέος δυνάμει του Άρθρου 39.2 (α) του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου 73(I)/2009. Εν τω μεταξύ, προσφυγή που καταχώρησε ο εφεσείων εναντίον της επιβολής του πιο πάνω προστίμου, απορρίφθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο. Ο εφεσείων καταχώρισε έφεση εναντίον της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου.
Μετά την καταχώριση εμφάνισης από πλευράς εφεσείοντα, η εφεσίβλητη καταχώρισε την υπό κρίση αίτηση συνοπτικής απόφασης, υποστηρίζοντας ότι ο εφεσείων δεν έχει καμία υπεράσπιση επί της ουσίας της αστικής απαίτησης για την είσπραξη του διοικητικού προστίμου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από ακρόαση της αίτησης και αφού άκουσε και τους δύο διαδίκους, αποδέχθηκε την πιο πάνω θέση της εφεσίβλητης, και εξέδωσε συνοπτική απόφαση εναντίον του εφεσείοντα για το ποσόν των €140.000,00 πλέον τόκους και έξοδα. Κρίθηκε επί του προκειμένου ότι πληρούνταν οι προκαταρκτικές προϋποθέσεις εξέτασης του αιτήματος αφού καταχωρίστηκε ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα και ο εφεσείων καταχώρισε εμφάνιση. Επίσης η ομνύουσα στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, ήταν πρόσωπο που μπορούσε να ορκιστεί θετικά ως προς τα γεγονότα, επιβεβαίωσε το αγώγιμο δικαίωμα και ανέφερε ότι ο εφεσείων δεν έχει υπεράσπιση στην αγωγή.
Στην συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα έκρινε ότι δεν έχει αποδειχθεί συζητήσιμη υπεράσπιση στην αγωγή. Λέχθηκε με παραπομπή σε σχετική νομολογία ότι η πράξη με την οποία επιβλήθηκε το επίδικο διοικητικό πρόστιμο στον εφεσείοντα συνιστούσε εκτελεστική διοικητική πράξη, η οποία περιβάλλεται από τεκμήριο νομιμότητας και η οποία δεσμεύει το Επαρχιακό Δικαστήριο εφόσον δεν έχει ακυρωθεί ή ανασταλεί.
Στην βάση των πιο πάνω συμπερασμάτων του, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε συνοπτική απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης για το ποσόν των €140.000,00 πλέον τόκους και έξοδα.
Ο εφεσείων με 7 λόγους έφεσης αμφισβητεί την πιο πάνω απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Με τον 1ο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι πληρούνται οι προδικαστικές προϋποθέσεις της Δ.18 θ.1 (α), αποφασίζοντας ότι η ομνύουσα στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης μπορούσε να ορκιστεί θετικά ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης, και ότι ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένη να ορκιστεί προς υποστήριξη της αίτησης.
Ο πιο πάνω λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Όπως πολύ ορθά σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του, η ομνύουσα ήταν παρούσα στη συνεδρία για την επιβολή προστίμου και τηρούσε τα πρακτικά. Η παρουσία της όμως δεν ήταν τυπική και δεν περιοριζόταν στην τήρηση των πρακτικών. Αντιθέτως η παρουσία της ήταν ουσιαστική και αποτελεί απόδειξη εξουσιοδότησης, καθώς είχε πρόσβαση σε όλα τα σχετικά έγγραφα. Είχε επίσης ευθύνη να συμβουλεύει την επιτροπή, να καθοδηγεί τα τμήματα, να εποπτεύει τα μέτρα είσπραξης και ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι δεν εισπράχθηκε το ποσόν του διοικητικού προστίμου στην υπό κρίση περίπτωση.
Ως εκ των πιο πάνω, ο 1ος λόγος έφεσης κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον 2ο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται μεταξύ άλλων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη θέση του ότι η εφεσίβλητη δεν νομιμοποιείται να προωθεί την υπό κρίση υπόθεση. Ο εφεσείων υποστήριξε ότι είτε η Δημοκρατία μέσω του Γενικού Εισαγγελέα θα έπρεπε να είναι διάδικος, είτε η εφεσίβλητη έπρεπε να καταχωρίσει την αγωγή για χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία και όχι χρέος οφειλόμενο προς την ίδια. Ισχυρίζεται ακόμα ότι εναλλακτικά, η εφεσίβλητη όφειλε να καταχωρίσει την αγωγή μέσω του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της.
Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω θέση. Είναι ορθή επί του προκειμένου η υπόδειξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και διοικείται από Συμβούλιο, στο οποίο ανατίθενται οι αρμοδιότητές της, ενώ εκπροσωπείται δικαστικώς από τον Πρόεδρο ή Αντιπρόεδρο της (βλ. Άρθρα 9.2 και 10.2(α) του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου 73(I)/2009).
Όμως, το νομικό πρόσωπο, δυνάμει του πιο πάνω Νόμου είναι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και όχι το Συμβούλιο της. Σύμφωνα δε με την νομολογία στην οποία παραπέμπει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, το νομικό πρόσωπο μπορεί μεν να ενεργεί μέσω του Συμβουλίου που το αντιπροσωπεύει, όμως σε δικαστική διαδικασία εμφανίζεται με το δικό του όνομα (βλ. (2007) 1(B) Α.Α.Δ. 1271 και (2002) 1Α Α.Α.Δ. 204).
Σχετικές είναι και οι πρόνοιες του Άρθρου 39.2 (α) του Νόμου 73(I)/2009 σύμφωνα με το οποίο είναι η Επιτροπή που δύναται να λαμβάνει δικαστικά μέτρα σε περίπτωση παράλειψης καταβολής διοικητικού προστίμου, οπότε το οφειλόμενο ποσό εισπράττεται ως αστικό χρέος.
Στην αιτιολογία του 2ου λόγου έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα ότι οι ενέργειες της εφεσίβλητης παραβιάζουν το Άρθρο 165 του Συντάγματος και ότι η επίδικη απόφαση επιβολής προστίμου παραβιάζει τη δημόσια τάξη, στοιχεία που μπορούν να αποφασιστούν μόνο μετά από ακροαματική διαδικασία.
Σημειώνεται ότι το Άρθρο 165 του Συντάγματος καθορίζει ότι όλα τα έσοδα της Δημοκρατίας κατατίθενται τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος και των νόμων στο λογαριασμό του Πάγιου Ταμείου της Δημοκρατίας. Επιπλέον σύμφωνα με το Άρθρο 39.1 του Νόμου 73(I)/2009, διοικητικό πρόστιμο που επιβάλλεται από την Επιτροπή κατά τις διατάξεις του εν λόγω Νόμου λογίζεται έναντι των εσόδων του Πάγιου Ταμείου της Δημοκρατίας. Δεν επεξηγείται από τον εφεσείοντα με ποιο τρόπο παραβιάζεται το εν λόγω Άρθρο του Συντάγματος αν την αγωγή για την είσπραξη του διοικητικού προστίμου υποβάλει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και όχι ο Γενικός Εισαγγελέας.
Εν πάση περιπτώσει όπως προαναφέρθηκε, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως καθοριζόμενο από τον Νόμο 73(I)/2009 νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ήταν η μόνη που μπορούσε να καταχωρίσει αγωγή για είσπραξη του επίδικου διοικητικού προστίμου χωρίς να επηρεάζονται οι πρόνοιες του Άρθρου 165 του Συντάγματος που καθορίζουν σε πιο λογαριασμό κατατίθενται οι εισπράξεις αυτών των διοικητικών προστίμων.
Σχετική είναι η απόφαση (2010) 1Β Α.Α.Δ. 1079 στην οποία τέθηκαν παρόμοιοι ισχυρισμοί με την παρούσα. Λέχθηκε στην εν λόγω απόφαση ότι ισχυρισμοί για παραβίαση των Άρθρων 165 - 167 του Συντάγματος από τις διατάξεις του Περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Οργανισμών Νόμου 7(Ι)/1998 θα μπορούσαν να εξεταστούν ως πράξεις δημοσίου δικαίου, μόνο στο πλαίσιο προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Το εν λόγω Άρθρο περιλαμβάνει ανάλογες πρόνοιες με το υπό εξέταση στην παρούσα Άρθρο 39 του Νόμου 73(Ι)/2009, ήτοι ότι σε περίπτωση επιβολής προστίμου από την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου δυνάμει του Νόμου 7(Ι)/1998 και παράλειψης καταβολής τους, η Αρχή μπορούσε να λαμβάνει δικαστικά μέτρα και να εισπράττει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.
Ενόψει των πιο πάνω, ο 2ος λόγος έφεσης με το οποίο αμφισβητείται η νομιμοποίηση της εφεσίβλητης Επιτροπής να διεκδικήσει δικαστικά το επίδικο διοικητικό πρόστιμο και στον οποίο προβάλλονται ισχυρισμοί για παραβίαση του Άρθρου 165 του Συντάγματος κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον 3ο λόγο έφεσης, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για συνοπτική απόφαση δεν διαπιστώνεται διαφοροποίηση της βάσης αξίωσης της εφεσίβλητης σε σχέση με τη βάση αγωγής που προωθείτο στα πλαίσια προηγούμενης ενδιάμεσης διαδικασίας, ήτοι της αίτησης ημερ. 25/11/2019.
Υποστηρίζεται συγκεκριμένα ότι δεν απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η εφεσίβλητη προέβαλε αντιφατικούς ισχυρισμούς. Ενώ κατά τον εφεσείοντα προωθείτο με την ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση για συνοπτική απόφαση η θέση ότι επιζητείτο η είσπραξη αστικού χρέους, εντούτοις στα πλαίσια εκδίκασης της ενδιάμεσης αίτησης παραμερισμού του κλητηρίου ημερ. 25/4/2019 προωθούσε διαφορετική θέση, ότι δηλαδή βάση της αγωγής της ήταν αστικά αδικήματα και οιονεί αδικοπραξίες, και για το λόγο αυτό ισχυρίζονταν ότι πρόκειται για διαφορά αστικής φύσεως υπαγόμενη στον ΕΚ 1215/2012.
Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι η εφεσίβλητη εμποδιζόταν να ζητά συνοπτική απόφαση στη βάση διοικητικού προστίμου ενόψει της διαφοροποίησης αναφορικά με την αιτία αγωγής της, ως αυτή προωθήθηκε στη προγενέστερη ενδιάμεση διαδικασία, στην αίτηση παραμερισμού κλητηρίου ημερ. 25/4/2019.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Σύμφωνα με πάγια νομολογία η δικογραφία συνιστά το θεμέλιο της δίκης και αποτελεί το αποκλειστικό μέσο για τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων (βλ. (2003) 1 Α.Α.Δ. 472). Ειδικότερα όσον αφορά την αιτία αγωγής, αυτή καθορίζεται αποκλειστικά στο δικόγραφο της έκθεσης απαίτησης. Στην παρούσα περίπτωση αναφέρεται σαφώς στην έκθεση απαίτησης ότι το αιτούμενο ποσόν διεκδικείται στην βάση διοικητικού προστίμου που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα από την εφεσίβλητη Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για παραβάσεις του Άρθρου 40 του περί των Προϋποθέσεων Διαφάνειας (Κινητές Αξίες προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά) Νόμου 190(Ι)/2007. Δεν γίνεται καμία αναφορά στην έκθεση απαίτησης σε αδικοπραξία.
Σημειώνεται επίσης ότι όπως προαναφέρθηκε, οι πρόνοιες του Άρθρου 39.2 (α) του Νόμου 73(I)/2009 καθορίζουν ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται σε περίπτωση παράλειψης καταβολής διοικητικού προστίμου να λαμβάνει δικαστικά μέτρα προς είσπραξή του, οπότε το οφειλόμενο ποσό εισπράττεται ως αστικό χρέος.
Όπως δε πολύ ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, η βάση αγωγής για είσπραξη διοικητικού προστίμου που παρατίθεται στην έκθεση απαίτησης του ειδικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος, επιβεβαιώνεται με την ένορκη δήλωση της αίτησης για συνοπτική απόφαση, από πρόσωπο που μπορεί να ορκιστεί θετικά ως προς τα γεγονότα.
Ως εκ τούτου και ο 3ος λόγος έφεσης κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον 4ο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη θέση του ότι σε περίπτωση έγκρισης της αίτησης για συνοπτική απόφαση θα επηρεαστούν θεμελιώδη δικαιώματα του, ήτοι το δικαίωμα της δίκαιης δίκης, όπως κατοχυρώνεται στο Άρθρο 30 του Συντάγματος και στο Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.
Συναφής είναι και ο 6ος λόγος έφεσης με τον οποίο υποστηρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την θέση του εφεσείοντα ότι η αξίωση της εφεσίβλητης παραβιάζει της πρόνοιες του Άρθρου 30 του Συντάγματος και ότι οι νόμοι και οι πρόνοιες στις οποίες η εφεσίβλητη βασίστηκε για την επιβολή διοικητικού προστίμου είναι αντισυνταγματικοί.
Υποστηρίζεται στην αιτιολογία του 6ου λόγου έφεσης ότι δεδομένης της πιο πάνω θέσης του εφεσείοντα θα έπρεπε να ενεργοποιηθούν οι πρόνοιες του Άρθρου 144 του Συντάγματος και το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να παραπέμψει άμεσα στο Ανώτατο Δικαστήριο, όλα τα ζητήματα που εγείρονται σε σχέση με την αντισυνταγματικότητα και θα έπρεπε παράλληλα να ανέστελλε την αγωγή μέχρι αποφάσεως επ' αυτού του ζητήματος από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Δεν συμφωνώ με τις πιο πάνω θέσεις του εφεσείοντα όπως εκτίθενται στους λόγους έφεσης 4 και 6. Παραθέτω επί του προκειμένου το πιο κάτω απόσπασμα από την πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην απόφαση Πολ. Έφεση αρ. Ε58/2022 ημ. 12.11.2025:
«Οι νομολογιακές αρχές γύρω από την εξουσία έκδοσης συνοπτικής απόφασης δυνάμει της Δ.18, διασφαλίζουν ακριβώς την προστασία των συνταγματικών δικαιωμάτων αμφοτέρων των διαδίκων, αφού συνοπτική απόφαση εκδίδεται αποκλειστικά στις περιπτώσεις που καταδεικνύεται αναμφίβολα ότι ο ενάγων δικαιούται σε απόφαση και όπου δεν είναι πρόσφορο να επιτραπεί στον εναγόμενο να υπερασπισθεί, απλώς για λόγους καθυστέρησης. Από την άλλη, αποτελεί γενική νομολογιακή αρχή ότι οσάκις ο εναγόμενος αποδεικνύει ότι έχει μια καλόπιστη υπεράσπιση πρέπει να του δοθεί άδεια να ακουστεί.
Όμως τα ευρύτερα συμφέροντα τις δικαιοσύνης προστατεύονται επίσης όταν δεν δίνεται άδεια για υπεράσπιση, στις περιπτώσεις στις οποίες ξεκάθαρα δεν υπάρχει ουσιώδες ζήτημα προς εκδίκαση. Έτσι διασφαλίζονται τα συνταγματικά δικαιώματα και των δύο διάδικων. Από την μια του ενάγοντα στην περίπτωση που ξεκάθαρα δικαιούται σε χωρίς καθυστέρηση απόφαση σε ξεκάθαρες υποθέσεις που δεν καταδεικνύεται καθόλου υπεράσπιση και από την άλλη του εναγομένου, στον οποίο δίδεται άδεια να ακουστεί όταν αποδείξει ότι έχει καλόπιστη και συζητήσιμη υπεράσπιση.»
Έχει λεχθεί επίσης στην πιο πάνω απόφαση ότι το συνταγματικό δικαίωμα του εναγόμενου να υπερασπιστεί τον εαυτό του, δεν είναι απεριόριστο. Και για να μπορέσει να το ασκήσει, η νομολογία έχει θέσει μια σειρά από προϋποθέσεις, ένα επίπεδο απόδειξης, ώστε να διασφαλίσει και το δικαίωμα του ενάγοντα σε σύντομη εκδίκαση, όταν αναμφίβολα δεν καταδεικνύεται συζητήσιμη υπεράσπιση.
Στην υπό κρίση περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο για τους λόγους που εξηγεί στην απόφαση του έκρινε ότι η υπόθεση εμπίπτει σε εκείνες τις ξεκάθαρες περιπτώσεις όπου αναμφίβολα ή εφεσίβλητη δικαιούται σε απόφαση και όπου είναι απρόσφορο να επιτραπεί στον εφεσείοντα να υπερασπισθεί απλώς για λόγους καθυστέρησης αφού δεν απέδειξε καλόπιστη υπεράσπιση.
Ο εφεσείων δεν στερήθηκε του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο. Είχε την ευκαιρία να παρουσιαστεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προβάλλοντας τις θέσεις του, οι οποίες για τους λόγους που εξηγεί το πρωτόδικο Δικαστήριο έχουν απορριφθεί. Ούτε όφειλε το πρωτόδικο Δικαστήριο να παραπέμψει ζήτημα συνταγματικότητας των σχετικών νομοθετικών διατάξεων για επιβολή διοικητικού προστίμου. Η εξέταση αυτών των ζητημάτων θα μπορούσε να γίνει όπως επεξηγείται στην υπόθεση (ανωτέρω), μόνο στο πλαίσιο προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.
Ενόψει των πιο πάνω και οι λόγοι έφεσης 4 και 6 απορρίπτονται ως αβάσιμοι.
Με τον 5ο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι δεν είχε καλή υπεράσπιση. Υποστηρίζει ότι δεν λήφθηκε επαρκώς υπόψη το γεγονός ότι ο ίδιος είχε θέσει πολύπλοκα και πραγματικά ζητήματα, τα οποία, κατά την άποψή του θα έπρεπε να εξεταστούν στο πλαίσιο κανονικής δίκης.
Ειδικότερα, ο εφεσείων προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η παρουσίαση του πλήρους αποδεικτικού υλικού και η ανάλυση της μαρτυρίας αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις για την ορθή εκδίκαση των ζητημάτων που έθεσε. Συνεπώς, θεωρεί ότι η επιλογή της διαδικασίας της συνοπτικής απόφασης δεν ήταν η κατάλληλη, καθώς με αυτήν το Δικαστήριο στερήθηκε της δυνατότητας πλήρους και εις βάθος εξέτασης των πραγματικών περιστατικών, όπως θα συνέβαινε σε μία κανονική δίκη με την κατάθεση όλων των αποδεικτικών στοιχείων και μαρτύρων.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Είναι σαφές από την νομολογία ότι η επιβολή διοικητικού προστίμου από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, η νομιμότητα της οποίας μπορεί να εξεταστεί μόνο στο πλαίσιο προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο (βλ. , Πολ. Έφεση. 425/2016, 8/2/2024).
Είναι πάγια νομολογιακή αρχή ότι το πολιτικό Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να κρίνει την νομιμότητα και εγκυρότητα εκτελεστής διοικητικής πράξης. Σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καθορίζει ότι η αναθεωρητική δικαιοδοσία δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, διαχωρίζεται θεσμικά από την πολιτική δικαιοδοσία (βλ. μεταξύ (1991) 1 Α.Α.Δ 225,231). Η ίδια αρχή επαναλήφθηκε στην απόφαση της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (1994) 3 Α.Α.Δ 453, 458. Τονίστηκε περαιτέρω από το Ανώτατο Δικαστήριο στην πιο πάνω απόφαση ότι οι δύο δικαιοδοσίες δεν εφάπτονται σε κανένα σημείο.
Στην υπόθεση (1997) 1 Α.Α.Δ. 1424, επιβεβαιώθηκε το ανεπίτρεπτο της αναθεώρησης εκτελεστών διοικητικών πράξεων από πολιτικό Δικαστήριο. Λέχθηκε επιπλέον ότι το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος, αποκλείει την εξέταση άμεσα, έμμεσα, ή παρεμπιπτόντως από πολιτικό Δικαστήριο, της νομιμότητας και εγκυρότητας εκτελεστής διοικητικής πράξης και κάθε προπαρασκευαστικής πράξης ή ενέργειας συναφούς προς την έκδοση της.
Στην υπό κρίση περίπτωση το διοικητικό πρόστιμο δεν ακυρώθηκε ούτε η πληρωμή του αναστάληκε από το Διοικητικό Δικαστήριο. Έτσι η εφεσίβλητη είχε την δυνατότητα δυνάμει του Άρθρου 39.2 (α) του Νόμου 73(I)/2009 να λάβει δικαστικά μέτρα προς είσπραξή του ως αστικό χρέος, χωρίς το Επαρχιακό Δικαστήριο να έχει εξουσία εξέτασης της νομιμότητας επιβολής του διοικητικού προστίμου.
Καταλήγω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά διαπίστωσε ότι τα επίδικα θέματα της υπεράσπισης που προέβαλε ο εφεσείων, εκφεύγουν της δικαιοδοσίας πολιτικού δικαστηρίου. Συνεπώς ορθά αποφασίστηκε η έκδοση συνοπτικής απόφασης αφού ο εφεσείων δεν προέβαλε καμία συζητήσιμη υπεράσπιση στην αγωγή.
Για τους ιδίους λόγους δεν ευσταθεί και ο 7ος λόγος έφεσης με τον οποίο ο εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η υπό κρίση αγωγή δεν ήταν πρόωρη, δεδομένου ότι εκκρεμούσε ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου η εξέταση της νομιμότητας της επιβολής του επίδικου διοικητικού προστίμου. Σχετική με το πιο πάνω ζήτημα είναι η απόφαση (ανωτέρω), στην οποία λέχθηκαν τα πιο κάτω:
«Με βάση τα πιο πάνω, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η καταχώριση προσφυγής δεν αναστέλλει τη διοικητική πράξη επιβολής προστίμου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υπόψη του τη σχετική νομολογία από την οποία προκύπτει ότι, εκτός αν μια διοικητική πράξη ανακληθεί από την αρχή που την εξέδωσε ή ακυρωθεί δικαστικά ή εκδοθεί διάταγμα αναστολής της στο πλαίσιο καταχωρηθείσας προσφυγής, παραμένει σε ισχύ και παράγει έννομα αποτελέσματα (βλ. Ζήνων Χρίστου v. ΕΤΕΚ (1998) 1 Α.Α.Δ. 1847). Συνεπώς ο 4ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.»
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται στο σύνολο της με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ του εφεσίβλητης ύψους €4.000,00 πλέον ΦΠΑ.
Αλέξανδρος Α. Παναγιώτου
Πρόεδρος Εφετείου
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο