ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10/2023)
23 Οκτωβρίου, 2024
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 04/10/2023 ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 11/2023
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
-ΚΑΙ-
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
-ΚΑΙ-
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ FRESNO CAPITAL CORP., ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΕΛΙΖ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ MANDAMUS
-ΚΑΙ-
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΚΑΙ/Η ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΦΟΡΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΑ ΕΚΤΕΛΕΣΕΙ ΤΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟ ΚΕΦ.113 ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΩΘΗΣΕΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 01.06.2022 ΠΟΥ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕ Η ΑΙΤΗΤΡΙΑ ΓΙΑ ΕΓΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΩΣ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΣΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Τ. Παντελή, μαζί με Γ. Σπηλιωτοπούλου (κα), για Ανδρέας Μ. Σοφοκλέους & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Μ. Κωνσταντίνου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’, για τον Γενικό Εισαγγελέα, Εφεσίβλητο.
.............
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αίτηση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Mandamus αναφορικά με την άρνηση της Εφόρου Εταιρειών να αποδεχθεί την αίτηση της Εφεσείουσας για εγγραφή της ως συνεχίζουσας στην Κυπριακή Δημοκρατία, στη βάση του ότι το ζήτημα εμπίπτει στη σφαίρα του δημόσιου δικαίου και επομένως η νομιμότητα της απόφασης της Εφόρου ελέγχεται από το Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Η Εφεσείουσα διαφωνεί με την προσβαλλόμενη απόφαση καθότι θεωρεί ότι η εν λόγω απόφαση της Εφόρου εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και πληρούνταν οι προϋποθέσεις του Νόμου για την έγκριση της αίτησης, εξού και καταχώρισε την υπό κρίση Έφεση.
Αντίθετη είναι η άποψη του Εφεσίβλητου ο οποίος συμφωνεί με την προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυριζόμενος ότι η απόφαση της Εφόρου να απορρίψει τη μεταφορά έδρας εταιρείας στην Κύπρο αφορά στη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος και λαμβάνεται για δημόσιο σκοπό, επομένως η απόφαση της να απορρίψει την αίτηση συνιστά άσκηση δημόσιας εξουσίας.
Αποτελεί κοινό έδαφος ότι την 1.6.2022 η Εφεσείουσα, εγγεγραμμένη στο Μπελίζ, υπέβαλε αίτηση στην Έφορο Εταιρειών για εγγραφή της ως συνεχίζουσας στην Κυπριακή Δημοκρατία με βάση το άρθρο 354Β του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113. Το εν λόγω άρθρο παρέχει τη δυνατότητα σε αλλοδαπή εταιρεία, η οποία συστάθηκε ή ενεγράφη δυνάμει των νόμων μιας χώρας ή δικαιοδοσίας, να συνεχίσει να υπάρχει ως νομική οντότητα υπό το νομικό καθεστώς της Κύπρου. Τα άρθρα 354Γ-354ΙΗ διέπουν την όλη διαδικασία υποβολής της αίτησης και έγκρισης αυτής και προσδιορίζουν τα έγγραφα τα οποία πρέπει να συνοδεύουν την αίτηση και για ποιους λόγους ο Έφορος δύναται να αρνηθεί την έγγραφή. Το άρθρο 354Θ παρέχει εξουσία στον Έφορο να απορρίψει την αίτηση στη βάση, μεταξύ άλλων, της ύπαρξης απόφασης ή διατάγματος «με το οποίο τα δικαιώματα των πιστωτών της αναστέλλονται ή περιορίζονται».
Η αίτηση της Εφεσείουσας συνοδευόταν από ένορκη δήλωση στην οποία επισυνάπτονταν διάφορα έγγραφα. Ακολούθησε η καταχώριση δύο συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων στις οποίες επισυνάπτονταν επιπρόσθετα έγγραφα, όπως αυτά αναφέρονται στα άρθρα 354Γ, 354Δ και 354Θ. Η Έφορος με επιστολή της ημερ. 1.11.2022, απέρριψε την αίτηση, επικαλούμενη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ότι αυτή δεν μπορούσε να γίνει δεκτή δυνάμει του άρθρου 345Θ του Κεφ. 113, λόγω της ύπαρξης σε ισχύ διατάγματος παγοποίησης παγκοσμίως των περιουσιακών στοιχείων δύο φυσικών προσώπων τα οποία είναι οι μέτοχοι της Αιτήτριας. Είναι και πάλι κοινό έδαφος ότι το εν λόγω διάταγμα καλύπτει και τις μετοχές τις οποίες τα δύο αυτά πρόσωπα κατέχουν στην Εφεσείουσα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο η άσκηση από την Έφορο της εξουσίας της, δυνάμει του άρθρου 354Θ του Κεφ. 113, εμπίπτει στη σφαίρα του δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου. Κατέληξε ότι η Εφεσείουσα αποτελεί δρώσα οικονομική οντότητα και ξεχωριστή νομική οντότητα διακριτή από τους μετόχους της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε πως οι μετοχές, ως περιουσιακό στοιχείο, υπόκεινται σε μέτρα εκτέλεσης και δυνατό να καταχεσθούν και πωληθούν προς ικανοποίηση εξ αποφάσεων οφειλών του μετόχου ιδιοκτήτη τους και επομένως μια τέτοια εξέλιξη δυνατό να προκαλέσει δυσμενείς επιπτώσεις στις οικονομικές δραστηριότητες της εταιρείας. Υπό το φως των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως κάτι τέτοιο δεν αφήνει αδιάφορους και ανεπηρέαστους τους πιστωτές της οι οποίοι αποτελούν τμήμα του κοινού και έχουν ενδιαφέρον στο αποτέλεσμα εξέτασης από την Έφορο του αιτήματος για εγγραφή της ως συνεχίζουσας στη Δημοκρατία. Το ενδιαφέρον τους, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, έγκειται στο να μην τεθεί η εταιρεία σε κίνδυνο ως οικονομική οντότητα, εξαιτίας του διατάγματος παγοποίησης των μετοχών που κατέχουν τα εν λόγω πρόσωπα. Συνακόλουθα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η πράξη της Εφόρου λήφθηκε προς το δημόσιο συμφέρον και εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου, σημειώνοντας περαιτέρω ότι η Αιτήτρια είχε καταχωρίσει και προσφυγή εναντίον της εν λόγω απόφασης.
Το βασικό ερώτημα που εγείρεται στο πλαίσιο της υπό κρίση Έφεσης είναι κατά πόσο η απόφαση της Εφόρου εμπίπτει εντός του ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, καθότι η απάντηση προδιαγράφει και την περαιτέρω πορεία της Έφεσης.
Στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία v. Ιωαννίδη κ.ά. (2016) 3 Α.Α.Δ. 319, λέχθηκε ότι βασικό κριτήριο για να αποφασιστεί κατά πόσο μια πράξη εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου ή του ιδιωτικού δικαίου είναι, όπως τονίστηκε στην υπόθεση Δημοκρατίας ν. Τόκα (1995) 3 Α.Α.Δ. 218, «η εγγενής φύσις της πράξης σε συνδυασμό με το συμφέρον του κοινού στο συγκεκριμένο τομέα λειτουργίας δημόσιας αρχής ή οργάνου». Πράξεις διοικητικών οργάνων με τις οποίες ρυθμίζονται ιδιωτικά δικαιώματα των πολιτών ανάγονται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου (βλ. Hellenic Bank v. Republic 1984 3 C.L.R. 381). Για τη διάκριση μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου σημασία έχει ο σκοπός και η ουσία για την οποία λαμβάνεται η απόφαση και όχι ο τύπος της (βλ. Κολοκάσης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 373).
Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της TMC Trade Mark AG, Πολ. Αίτηση Αρ. 110/2020, ημερ. 14.4.2021, περιέχεται μια διαφωτιστική σύνοψη των αρχών που διέπουν τη διάκριση μεταξύ πράξεων ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου:
«…Για τη διάκριση, το κριτήριο είναι ουσιαστικό και καθοριστική είναι η εγγενής φύση της πράξης σε συνδυασμό με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Εάν με την πράξη επιδιώκεται πρωταρχικά η εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού τότε η πράξη εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Εάν επηρεάζει μόνο τα συμφέροντα των συμβαλλομένων μερών, χωρίς να αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, έστω και αν το δημόσιο συμφέρον υπεισέρχεται παρεμπιπτόντως, τότε πρόκειται για πράξη που εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Κριτήριο της διάκρισης είναι ο σκοπός στον οποίο η νομοθεσία αποβλέπει και το ενδιαφέρον του κοινού στη συγκεκριμένη λειτουργία και αποφάσεις …».
Επί τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά ανέφερε ότι πράξη διοικητικού οργάνου εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου αν με αυτή επιδιώκεται, πρωτίστως, η εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού. Επί τούτου άντλησε καθοδήγηση από την υπόθεση Antoniou and Others v. Republic (1984) 3(Α) C.L.R. 623, στην οποία λέχθηκε ότι η σφαίρα του δημοσίου δικαίου αφορά αποφάσεις που στοχεύουν στην προώθηση ζητημάτων συμφέροντος του ευρέως κοινού ή μιας συγκεκριμένης μερίδας αυτού. Χρήσιμη καθοδήγηση άντλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο και από τα συγγράμματα Εγχειρίδιο Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου, του Νίκου Χρ. Χαραλάμπους, 3η έκδοση, 2019, σελ. 92 και Κυπριακό Διοικητικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2017, του δρος Κώστα Παρασκευά, σελ. 161.
Σύμφωνα με τα άρθρα 354Ε-354Η του Κεφ. 113, αρχικά ο Έφορος εκδίδει προσωρινό πιστοποιητικό της συνέχειας της εταιρείας με το οποίο πιστοποιεί ότι η εταιρεία είναι προσωρινά εγγεγραμμένη ως συνεχίζουσα στη Δημοκρατία και ως τέτοια, υπόκειται σε όλες τις υποχρεώσεις και είναι ικανή να ασκεί όλες τις εξουσίες μιας εταιρείας που είναι εγγεγραμμένη σύμφωνα με το Κεφ.113. Ακολούθως, εντός έξι μηνών από την έκδοση του προσωρινού πιστοποιητικού, με την παρουσίαση των σχετικών εγγράφων που αποδεικνύουν ότι η εταιρεία έχει παύσει πλέον να είναι εγγεγραμμένη στη χώρα που είχε αρχικά συσταθεί, τότε ο Έφορος εκδίδει το πιστοποιητικό της συνέχειας το οποίο επιβεβαιώνει ότι η εταιρεία έχει εγγραφεί ως συνεχίζουσα στη Δημοκρατία. Επομένως, καθίσταται σαφές ότι με την έκδοση του πιστοποιητικού συνέχειας, η εταιρεία πλέον παύει να είναι εγγεγραμμένη στο μητρώο της αλλοδαπής χώρας στην οποία είχε συσταθεί και εγγραφεί και συνεχίζει και λειτουργεί ως εταιρεία εγγεγραμμένη πλέον στην Κυπριακή Δημοκρατία. Ως τέτοια οντότητα, υπόκειται στις υποχρεώσεις, εξουσίες και δικαιώματα ως μια εταιρεία δεόντως εγγεγραμμένη σύμφωνα με τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113.
Η Εφεσείουσα ακριβώς σε αυτό αποσκοπούσε με την αίτηση της προς την Έφορο, ήτοι τη λειτουργία της ως εταιρεία εγγεγραμμένη στην Κυπριακή Δημοκρατία. Αυτή η κατάσταση ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι διαχώρισε την υπό κρίση περίπτωση από την υπόθεση Tamasos Tobaco Supplies and Co v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 407, η οποία αφορούσε την εγγραφή ομόρρυθμης εταιρείας δυνάμει του περί Ομόρρυθμων και Ετερρόρυθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμο, Κεφ. 116. Σε εκείνη την υπόθεση το Εφετείο έκρινε ότι δεσμευόταν από την απόφαση Photos Photiades etc. v. Takis Photiades etc. (1983) 3 Α.Α.Δ. 2084, στην οποία λέχθηκε ότι αποφάσεις της Εφόρου στην άσκηση των εξουσιών της δυνάμει του Κεφ. 116 ανάγονται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Η προαναφερόμενη υπόθεση αφορούσε δικαιώματα συνεταιρισμού τα οποία εμπίπτουν εντός του ιδιωτικού δικαίου, σε αντιδιαστολή με την υπό κρίση περίπτωση η οποία αφορά εγγραφή αλλοδαπής εταιρείας δυνάμει του Κεφ. 113 ως συνεχίζουσας στη Δημοκρατία.
Η υπόθεση Photos Photiades (ανωτέρω) υιοθετήθηκε και στην υπόθεση Hellenic Bank Ltd v. The Republic and others (1986) 3(A) C.L.R. 481, η οποία αφορούσε απόφαση του Εφόρου Εταιρειών να μην εγγράψει υποθήκη εις βάρος εταιρείας. Αποφασίστηκε ότι το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι το κατά πόσο η υποκείμενη νομοθεσία στη βάση της οποίας λαμβάνεται μια απόφαση εξυπηρετεί δημόσιο σκοπό αλλά το κατά πόσο η συγκεκριμένη πράξη εξυπηρετεί τέτοιο σκοπό. Η συγκεκριμένη πράξη κρίθηκε ότι αφορά μόνο τα μέρη που επηρεάζονται άμεσα, ήτοι την εταιρεία, τον ενυπόθηκο δανειστή και τους πιστωτές της, επομένως ενέπιπτε εντός του ιδιωτικού δικαίου. Παρόμοια ήταν και η υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1997, εξού και αποφασίστηκε ότι η άρνηση του Εφόρου να εγγράψει υποθήκη δυνάμει του Μέρους ΙΙΙ του Κεφ. 113 ενέπιπτε στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου.
Η Αιτήτρια παρέπεμψε και στην υπόθεση TMC Trade Mark (ανωτέρω) η οποία αφορούσε στην καταχώριση στο μητρώο της εταιρείας που τηρείται στον Έφορο Εταιρειών αλλαγών των αξιωματούχων της. Στην εν λόγω υπόθεση αποφασίστηκε ότι αυτή η πράξη εμπίπτει εντός του ιδιωτικού δικαίου καθότι το Κεφ. 113 θέτει την υποχρέωση στον Έφορο να δεχθεί την εγγραφή της αλλαγής χωρίς περιθώριο για την άσκηση διακριτικής ευχέρειας ή εκτίμησης άλλων παραγόντων. Τονίστηκε δε ότι ο ρόλος του Εφόρου για τέτοια ζητήματα «είναι διεκπεραιωτικής φύσεως».
Σαφώς η προαναφερόμενη υπόθεση διακρίνεται από την παρούσα περίπτωση. Οι αιτήσεις για εγγραφή εταιρείας ως συνεχίζουσας στην Κυπριακή Δημοκρατία εξετάζονται από τον Έφορο ο οποίος, με βάση τα προαναφερόμενα άρθρα, διατηρεί εξουσία και ευχέρεια να μην τις δεχθεί και εγκρίνει. Επί τούτου, δεν υιοθετούμε τη θέση της Αιτήτριας πως ο Έφορος δεν διατηρεί ευχέρεια κατά την εξέταση τέτοιων αιτήσεων και απλώς έχει υποχρέωση να τις εγκρίνει νοουμένου ότι ικανοποιούνται οι τυπικές προϋποθέσεις του Νόμου. Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά με την προαναφερόμενη υπόθεση και στην παραπεμφθείσα σε εκείνη υπόθεση Serby v. Companies House [2015] EWHC 115 QB, στην οποία τονίστηκε ότι ο ρόλος του Εφόρου ήταν απλώς να επιβεβαιώσει και ελέγξει τις πληροφορίες χωρίς να ασκήσει οποιαδήποτε κρίση επί του περιεχόμενου και της ουσίας των εγγράφων και της πληροφόρησης, αλλά ότι βασικά ασκεί μια μηχανίστικη λειτουργία («mechanical function»). Στην προκειμένη περίπτωση, η Έφορος δεν περιορίζεται σε μια απλή ανάγνωση των εγγράφων, αλλά σε εξέταση του περιεχόμενου αυτών και κατά πόσο πληρούν και τα κριτήρια που θέτει ο Νόμος.
Αποτελεί επίσης εισήγηση της Αιτήτριας ότι η απόφαση για την εγγραφή μιας εταιρείας ως συνεχίζουσας στη Δημοκρατία δεν δημιουργεί οποιαδήποτε δικαιώματα ή υποχρεώσεις στην εταιρεία ή στους πιστωτές της ή σε οποιαδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο πρόσωπο και ότι το μόνο έννομο αποτέλεσμα που επιφέρει η εγγραφή της ως συνεχίζουσα στη Δημοκρατία είναι να θεωρείται ως συσταθέν νομικό πρόσωπο σύμφωνα με το Κεφ. 113, με τα περιουσιακά της στοιχεία, δικαιώματα, οφειλές και υποχρεώσεις να μην επηρεάζονται από την οποιαδήποτε εγγραφή. Η Εφεσείουσα προσθέτει πως η πράξη εγγραφής ουσιαστικά ρυθμίζει και επηρεάζει άμεσα μόνο την ίδια και δευτερευόντως τους πιστωτές της οι οποίοι μάλιστα συγκατατέθηκαν στην εγγραφή της ως συνεχίζουσας στη Δημοκρατία.
Με τη δεύτερη συμπληρωματική ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης, οι πιστωτές της Εφεσείουσας έδωσαν τη γραπτή συγκατάθεση τους για τη συνέχιση της εταιρείας στην Κύπρο. Παρά ταύτα, δεν θεωρούμε ότι η συνέχιση αυτής στην Κύπρο επηρεάζει βασικά μόνο την εταιρεία και τους πιστωτές της και επομένως ρυθμίζει ιδιωτικά δικαιώματα. Όπως προκύπτει από τον ίδιο τον Νόμο, η συνέχιση εταιρείας στην Κύπρο ουσιαστικά ισοδυναμεί με εγγραφή και σύσταση της στην Κύπρο και, ως τέτοια, ρυθμίζεται και υπόκειται από την ημεδαπή νομοθεσία. Ανεξαρτήτως της συγκατάθεσης των υφιστάμενων πιστωτών της, η εγγραφή της Εφεσείουσας στην Κύπρο έχει ως συνέπεια αυτή πλέον να διέπεται και ελέγχεται από την ημεδαπή νομοθεσία ως νομικό πρόσωπο δεόντως συσταθέν στην Κύπρο. Θεωρούμε ότι αυτή η πράξη αντιστοιχεί και παραλληλίζεται με πράξη σύστασης και εγγραφής εταιρείας με έδρα την Κύπρο, η οποία εμπίπτει εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου, όπως αναγνωρίστηκε στην υπόθεση Σύνδεσμος Ανεξάρτητων Λογιστών Κύπρου v. Δημοκρατίας, υπόθεση Αρ. 1058/1999, ημερ. 22.5.2001.
Η μεταφορά εταιρείας στη Δημοκρατία, έστω και με τις υφιστάμενες υποχρεώσεις και πιστωτές της, αναμφίβολα επηρεάζει το ευρύτερο κοινό, καθότι υπάρχει πλέον ακόμα ένα καινούργιο νομικό πρόσωπο το οποίο υπόκειται στην ημεδαπή νομοθεσία δυνάμει της οποίας υπάρχουν υποχρεώσεις, δικαιώματα και εξουσίες σε αυτή, όπως π.χ. ενδεχόμενες φορολογικές υποχρεώσεις και δυνατότητα κατάσχεσης των μετοχών της προς ικανοποίηση εξ αποφάσεως οφειλών των μετόχων της, ζητήματα τα οποία επηρεάζουν την οικονομική δραστηριότητα της εταιρείας και επομένως δεν αφήνουν αδιάφορους και ανεπηρέαστους τους πιστωτές της. Θεωρούμε εύστοχη την παρατήρηση του Εφεσίβλητου ότι η μεταφορά έδρας μιας εταιρείας αποτελεί απόφαση που έχει άμεσες φορολογικές και νομικές επιπτώσεις στη λειτουργία της και αφορά το ευρύτερο κοινό.
Αυτό ήταν και το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην κατάληξη του πως ασφαλώς οι πιστωτές έχουν ενδιαφέρον ότι «η αιτήτρια δεν θα βρεθεί σε κίνδυνο, ως οικονομική οντότητα, εξαιτίας του προαναφερθέντος διατάγματος παγοποίησης των μετοχών που κατέχουν σε αυτή τα προαναφερθέντα φυσικά πρόσωπα». Εξού και κατέληξε πως η πράξη της Εφόρου λήφθηκε προς το δημόσιο συμφέρον και εμπίπτει εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου.
Αυτή η κατάληξη βρίσκει επίσης έρεισμα και στην Ευρωπαϊκή Οδηγία (ΕΕ) 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2017 και στη σχετική επί τούτης νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τις οποίες επιβάλλεται υποχρέωση δημοσιότητας των εταιρειών σε περίπτωση μεταφοράς της έδρας τους και είναι δυνατός ο περιορισμός της ελευθερίας εγκαταστάσεως για λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως π.χ. η πρόληψη της κατάχρησης ή της δόλιας συμπεριφοράς, ή η προστασία των συμφερόντων των πιστωτών, των εταίρων μειοψηφίας, των μισθωτών ή των φορολογικών αρχών. Σχετική είναι η υπόθεση Polbud – Wykonawtwo sp. Z o.o., C-1-6/16, ημερ. 25.10.2017, η οποία αφορούσε τη μεταφορά έδρας εταιρείας χωρίς όμως πραγματική μεταφορά και την άρνηση διαγραφής της από το εμπορικό μητρώο της χώρας στην οποία αρχικά είχε συσταθεί. Εκεί τονίστηκε ότι ο περιορισμός της ελευθερίας εγκατάστασης ήταν νόμιμος καθότι «η προστασία των συμφερόντων των μειοψηφούντων εταίρων περιλαμβάνεται μεταξύ των επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος που έχει αναγνωρίσει το Δικαστήριο» και ότι σύμφωνα με την πάγια νομολογία, «πρέπει επίσης να εξακριβωθεί αν ο επίμαχος στην κύρια δίκη περιορισμός είναι πρόσφορος για την επίτευξη του σκοπού της προστασίας των συμφερόντων των δανειστών, των μειοψηφούντων εταίρων και των εργαζομένων και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο».
Σύμφωνα με όλα όσα αναφέρονται ανωτέρω, θεωρούμε ότι η απόφαση της Εφόρου να αρνηθεί την αίτηση για μεταφορά της Εφεσείουσας ως συνεχίζουσας στη Δημοκρατία συνιστά άσκηση δημόσιας εξουσίας και ως τέτοια δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης στο πλαίσιο της προνομιακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως απεφάνθη και το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η Έφεση κρίνεται αβάσιμη. €2.500 έξοδα Έφεσης, επιδικάζονται εναντίον της Εφεσείουσας και υπέρ του Εφεσίβλητου.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ,
/κβπ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο