ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
i-justice
(Πολιτική Έφεση Αρ. 12/2024)
18 Οκτωβρίου 2024
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ.79/2024
ΥΠΟ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΕΩΣ (ΑΡ.3) ΤΟΥ 2022
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ 2018 ΚΑΙ 2023
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΛΙΝΑΣ ΙΑΣΩΝΑ ΛΑΜΠΡΙΑΝΟΥ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 30/04/2024 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 163/2021
____________________
Π. Χατζηπέτρος με Χρ. Σωτηρίου για Δημητρίου και Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
____________________
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Με τέσσερις λόγους έφεσης προσβάλλεται η απόφαση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία, με την οποία απέρριψε αίτηση των Εφεσείοντων για άδεια για την καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, για την ακύρωση της απόφασης στην αγωγή που εξεδόθη από το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, το κατώτερο Δικαστήριο, με την οποία διατάχτηκαν οι Εφεσείοντες, εκεί εναγόμενοι, να παραδώσουν την κατοχή του επίδικου ακίνητου στην ενάγουσα.
Η ενάγουσα, έχοντας καταστεί η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του επίδικου ακίνητου, ενήγαγε τους Εφεσείοντες, οι οποίοι το χρησιμοποιούσαν, αξιώνοντας από αυτούς την παράδοση της ελεύθερης και κενής κατοχής του ακίνητου το αργότερο μέχρι 14.4.2021 και ενδιάμεσα οφέλη για όσο χρόνο θα παρέλειπαν να της το παραδώσουν, στη βάση της μηνιαίας ενοικιαστικής του αξίας των €525. Προς συμμόρφωση με τη Δ.2, Θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, που προνοεί να δηλώνεται η αξία της ακίνητης περιουσίας όταν ζητείται ανάκτηση της κατοχής της, δικογραφείτο στο Ειδικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα ότι η αγοραία αξία του ακίνητου ήταν €128.000. Με την Έκθεση Απαίτησης, πέραν των σχετικών διαταγμάτων, αξιωνόταν το ποσό των €525 από 15.4.2021, πλέον νόμιμος τόκος, ενώ ακολουθούσε και Οπισθογράφηση Εξόδων, όπως προβλέπεται στη Δ.2, Θ.7 των Θεσμών, για τις περιπτώσεις χρεών και εκκαθαρισμένων απαιτήσεων μόνο («Whenever the plaintiff’s claim is for a debt or liquidated demand only … »).
Ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, οι Εφεσείοντες προέβαλαν προδικαστικά εισήγηση ότι αυτό δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την αγωγή. Επρόκειτο για Επαρχιακό Δικαστή ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 22(3) των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως 2022,[1] οι Νόμοι, έχει αρμoδιότητα vα ακoύει και vα απoφασίζει για (α) οπoιαδήπoτε αγωγή στηv oπoία τo αμφισβητoύμεvo πoσό ή η αξία της επίδικης αιτίας δεv υπερβαίvει €100.000, ως επίσης (β) «Οπoιαδήπoτε αγωγή για τηv αvάληψη κατoχής oπoιασδήπoτε ακίvητης ιδιoκτησίας, … στηv oπoία δεv αμφισβητείται o τίτλoς της ακίvητης ιδιoκτησίας, χωρίς vα λαμβάvεται υπόψη ότι λόγω της αξίας της επίδικης ακίvητης ιδιoκτησίας, η αγωγή δε θα ήταv της αρμoδιότητας … Επαρχιακoύ Δικαστή, σύμφωvα με τις πρόvoιες της παραγράφoυ (α) τoυ παρόvτoς εδαφίoυ:»
Το κατώτερο Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του απεφάνθη ότι η διαφορά αφορούσε σε οφειλόμενα ενδιάμεσα οφέλη, και ότι είχε καθ’ ύλη δικαιοδοσία να εκδικάσει την αγωγή δεδομένης της αξίας της επίδικης διαφοράς, που μέχρι τότε δεν ξεπερνούσε μερικές χιλιάδες ευρώ.
Στην τελική του απόφαση, ενόψει της εκ νέου έγερσης ζητήματος δικαιοδοσίας από τους Εφεσείοντες, το κατώτερο Δικαστήριο, με παραπομπή στις πρόνοιες του άρθρου 22(3) των Νόμων, αποφάσισε ότι είχε εξουσία να εκδικάσει την υπόθεση και, αφού απέρριψε την αξίωση για ενδιάμεσα οφέλη ελλείψει μαρτυρίας για ζημιά, εξέδωσε διάταγμα ανάκτησης κατοχής του επίδικου ακίνητου, διατάσσοντας τους Εφεσείοντες να παραδώσουν στην ενάγουσα ελεύθερη και κενή την κατοχή του.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου οι Εφεσείοντες υποστήριξαν ότι το κατώτερο Δικαστήριο ενώ με την ενδιάμεση απόφαση του είχε αποφασίσει ότι είχε δικαιοδοσία να αποδώσει θεραπεία μόνο καθόσον αφορά τα διεκδικούμενα ενδιάμεσα οφέλη, με την τελική του απόφαση ανέτρεψε ευθέως και ρητώς την προηγούμενη του απόφαση, εκδίδοντας διάταγμα ανάκτησης κατοχής του ακίνητου. Ενήργησε έτσι ως εφετείο του ιδίου του εαυτού του και αναθεώρησε τη δική του προηγούμενη απόφαση.
Κατά τους Εφεσείοντες, επρόκειτο για περίπτωση υπέρβασης δικαιοδοσίας από πλευράς του κατώτερου Δικαστηρίου, εφόσον αυτό αναθεώρησε τη δική του προηγούμενη απόφαση σε σχέση με το δικαιοδοτικό ζήτημα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε ότι όπου ένα υφιστάμενο διάταγμα αναιρείται από άλλο ομόβαθμο δικαστήριο προκύπτει ζήτημα υπέρβασης εξουσίας και παρέπεμψε στη νομολογία σχετικά με τις περιπτώσεις συγκρουσιακών προνοιών ή αντιφατικότητας μεταξύ αποφάσεων ισότιμων δικαστηρίων.
Σε σχέση με την ενδιάμεση απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε ότι το κατώτερο Δικαστήριο είχε καταλήξει ότι είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση δεδομένης της αξίας της επίδικης διαφοράς και ότι: «Η πιο πάνω κατάληξη του έγινε χωρίς να παραγνωρίζει το γεγονός ότι η Έκθεση Απαίτησης δεν περιορίζετο στα κατ' ισχυρισμό οφειλόμενα ενοίκια, επισημαίνοντας ότι σε αυτή επιζητείτο συγχρόνως και η παράδοση του επίδικου ακινήτου».
Και κατέληξε ως ακολούθως:
«τόσο στο πλαίσιο της ενδιάμεσης Απόφασης του, όσο και στο πλαίσιο της Τελικής Απόφασης, κατέληξε ότι κέκτητο δικαιοδοσίας να εκδικάσει την υπόθεση. Δεδομένου δε του γεγονότος ότι δεν υπήρξε διαφορετική κατάληξη ως προς το δικαιοδοτικό ζήτημα, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για την ύπαρξη αντιφατικών αποφάσεων του ιδίου Δικαστηρίου και μάλιστα εις τρόπον ώστε η μία να αναιρεί την άλλη. Το αν υπάρχει ή όχι ανάμεσα στις δύο Αποφάσεις που το Κατώτερο Δικαστήριο εξέδωσε οποιαδήποτε διαφορά στο σκεπτικό επί τη βάσει του οποίου απεφάνθη ότι είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση, τούτο επ' ουδενί λόγο συνιστά περίπτωση υπέρβασης δικαιοδοσίας».
Προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ενδιάμεση και η τελική απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου δεν ήταν αντιφατικές μεταξύ τους (λόγος έφεσης 1). Και ενώ, αναφέρεται, «έθιξε ευκρινώς τον δικαιοδοτικό περιορισμό στην ενδιάμεση απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου, εντούτοις αποφάσισε ότι η τελική απόφαση δια της οποίας επέκτεινε τη δικαιοδοσία του, δεν ήταν αντιφατική και αναιρετική της ενδιάμεσης απόφασής του» (λόγος έφεσης 2). Προβάλλεται και η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε το εύρημα του κατώτερου Δικαστηρίου ως προς τον περιορισμό της δικαιοδοσίας του (λόγος έφεσης 3).
Τέλος, με το λόγο έφεσης 4 καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ενήργησε αντιφατικά και εκ του περισσού αναφέρθηκε στη δυνατότητα άσκησης έφεσης κατά της τελικής απόφασης, αφού το εύρημα του ήταν ότι οι δύο αποφάσεις δεν ήταν αντιφατικές ώστε να προέκυπτε συζητήσιμο ζήτημα για να χορηγηθεί άδεια για την καταχώριση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari.
Ο λόγος έφεσης 4 είναι αλυσιτελής και απορρίπτεται χωρίς άλλο. Δίκαιο, όμως, να σημειωθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε στο δικαίωμα καταχώρισης έφεσης ως εναλλακτικό της προνομιακής δικαιοδοσίας ένδικο μέσο, παρά μόνο για να υποδείξει ότι η δικαιοσύνη παρείχε δικονομική διέξοδο για την περίπτωση. Ακριβώς γιατί η ουσία του παραπόνου των Εφεσείοντων ήταν ότι δεν θα έπρεπε να εκδοθεί διάταγμα παράδοσης της ελεύθερης και κενής κατοχής του επίδικου ακίνητου εναντίον τους, υπέδειξε ότι η τελική απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου θα μπορούσε να είχε προσβληθεί με έφεση.
Οι ουσιαστικοί λόγοι έφεσης 1-3 αφορούν το ίδιο ζήτημα. Κατά πόσο οι αποφάσεις του κατώτερου Δικαστηρίου ήταν μεταξύ τους αντιφατικές, όπως υποστηρίζουν οι Εφεσείοντες ή όχι, όπως αποφάνθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Επομένως θα εξεταστούν μαζί.
Η επιχειρηματολογία των δικηγόρων των Εφεσείοντων εδράζεται στη θέση ότι με την ενδιάμεση του απόφαση, το κατώτερο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το μόνο επίδικο ζήτημα ήταν τα ενδιάμεσα οφέλη και συνεπώς δεν θα μπορούσε να επανέλθει και να αποδώσει θεραπεία την οποία είχε ουσιαστικά αποκλείσει. Ότι περιόρισε τη δικαιοδοσία του στην εκδίκαση της αξίωσης για ενδιάμεσα οφέλη και δεν μπορούσε στη συνέχεια να την επεκτείνει ώστε να εκδώσει διάταγμα παράδοσης της κατοχής του ακίνητου.
Η Οπισθογράφηση Εξόδων, εισάγεται στο κλητήριο στις περιπτώσεις χρεών και εκκαθαρισμένων απαιτήσεων και δεν είχε θέση στην προκειμένη περίπτωση όπου η αξίωση για ενδιάμεσα οφέλη αυξανόταν με την πάροδο του χρόνου και περαιτέρω αξιωνόταν και παράδοση της ελεύθερης και κενής κατοχής του επίδικου ακίνητου. Ωστόσο, περιλήφθηκε στο Κλητήριο από την ενάγουσα και το κατώτερο Δικαστήριο έκρινε ότι: «η οπισθογράφηση περιορίζει το αντικείμενο της αγωγής και συνεπακόλουθα καθορίζει την αξία της επίδικης διαφοράς, παρέχοντας έτσι καθ’ ύλη δικαιοδοσία στο Δικαστήριο να εκδικάσει την υπόθεση». Η αναφορά «περιορίζει το αντικείμενο της αγωγής», δεν θα μπορούσε να ερμηνευτεί διαφορετικά από το ότι το κατώτερο Δικαστήριο είχε θεωρήσει ότι επίδικο ζήτημα ήταν μόνο τα ενδιάμεσα οφέλη.
Στην τελική του απόφαση, το κατώτερο Δικαστήριο επικαλέστηκε τις πρόνοιες του άρθρου 22(3)(β) των Νόμων, δίδοντας έμφαση και υπογραμμίζοντας (κυριολεκτικά) την πρόνοια: « … χωρίς vα λαμβάvεται υπόψη ότι λόγω της αξίας της επίδικης ακίvητης ιδιoκτησίας, η αγωγή δε θα ήταv της αρμoδιότητας … Επαρχιακoύ Δικαστή, σύμφωvα με τις πρόvoιες της παραγράφoυ (α) τoυ παρόvτoς εδαφίoυ:». Δεν δόθηκε έμφαση και δεν υπογραμμίστηκε και η φράση: «στηv oπoία δεv αμφισβητείται o τίτλoς της ακίvητης ιδιoκτησίας», πρόδηλα όμως, η κρίση του ότι είχε δικαιοδοσία να εκδώσει διάταγμα παράδοσης της ελεύθερης και κενής κατοχής του ακίνητου, η αξία του οποίου υπερέβαινε τις €100.000, βασίστηκε στην πρόνοια αυτή. Το κατώτερο Δικαστήριο είχε καταγράψει τις πρόνοιες του άρθρου 22(3)(β) και στην ενδιάμεση του απόφαση, άγνωστο όμως γιατί δεν τις είχε προσεγγίσει με τον ίδιο τρόπο.
Είναι σε αυτή τη βάση που οι Εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι οι δύο αποφάσεις είναι μεταξύ τους αντιφατικές και ότι με την έκδοση της τελικής απόφασης αναιρέθηκε η ενδιάμεση και συνεπώς με την τελική το κατώτερο Δικαστήριο υπερέβηκε τη δικαιοδοσία του, ώστε να χωρεί η επέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου μέσω της προνομιακής του εξουσίας. Η υπέρβαση της δικαιοδοσίας, διευκρινίζουμε, δεν αφορά την καθ’ ύλη αρμοδιότητα του, αλλά ότι αναίρεσε, όπως του καταλογίζεται, την προηγούμενη απόφαση του.
Αναφέρονται στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αριθμός αποφάσεων στις οποίες χορηγήθηκε άδεια ή προνομιακό ένταλμα σε αυτή τη βάση, ενώ κατά τη συζήτηση της έφεσης αναφέρθηκαν και άλλες.
Στην Ritchie κ.ά. (2008) 1 (Α) Α.Α.Δ. 639, το Επαρχιακό Δικαστήριο στο πλαίσιο εταιρικής αίτησης εξέδωσε διάταγμα για τη διόρθωση του μητρώου των μελών της εταιρείας με την εγγραφή ή την προσθήκη νέων μελών, ενώ είχε προηγηθεί άλλο διάταγμα σε αγωγή το οποίο απαγόρευε στην εταιρεία να προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια με στόχο τη μετατροπή ή αλλαγή της νομικής κατάστασης ή της μετοχικής διάρθρωσης ή της σύνθεσης του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας. Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξέδωσε ένταλμα Certiorari ακυρώνοντας το μεταγενέστερο διάταγμα στη βάση ότι με αυτό αναιρείτο το προηγούμενο.
Στην RCK Sports Ltd (Αρ.1) (1993) 1 Α.Α.Δ. 571, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε προσωρινό διάταγμα σε αγωγή ενώ υφίστατο σχετικό προσωρινό διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας σε άλλη αγωγή μεταξύ των ιδίων διαδίκων. Από αντιπαραβολή των διαταγμάτων φαινόταν ότι στην ουσία το εκκαλούμενο διάταγμα αναιρούσε το προγενέστερο, πράγμα που φανέρωνε εκ πρώτης όψεως ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού είχε ενεργήσει καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας στην έκδοση του εκκαλούμενου διατάγματος. Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου έδωσε άδεια για την καταχώριση αίτησης για ένταλμα Certiorari.
Οι Εφεσείοντες παρέπεμψαν και στην Λοϊζίδη, Παραλήπτη και Διαχειριστή της Κ. Χ. Περατικός Λίμιτεδ κ.ά. ν. Περατικού κ.ά., Πολ. Αίτ, Αρ.32/2019, ημερ.17.4.2019, όπου τα διατάγματα είχαν εκδοθεί στην ίδια αγωγή.
Εκεί, είχε εκδοθεί από Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου οριστικό διάταγμα με το οποίο οι διευθυντές εταιρείας όφειλαν να παραδώσουν στον παραλήπτη και διαχειριστή την επιχείρηση και όλα τα στοιχεία ενεργητικού καθώς και τα υποστατικά της εταιρείας μέχρι την πλήρη εκδίκαση και αποπεράτωση της αγωγής. Οι διευθυντές δεν συμμορφώθηκαν και ο διαχειριστής και η εταιρεία καταχώρησαν, εντός της αγωγής, δύο μονομερείς αιτήσεις για άδεια του Δικαστηρίου για ένταλμα παράδοσης όλης της κινητής περιουσίας και της επιχείρησης της εταιρείας και ένταλμα ανάκτησης κατοχής ολόκληρης της ακίνητης της περιουσίας. Έτερος Πρόεδρος του ιδίου Δικαστηρίου επιληφθείς των αιτήσεων ενέκρινε την έκδοση των αιτουμένων ενταλμάτων. Οι διευθυντές καταχώρησαν, στο πλαίσιο της ίδιας αγωγής, ενδιάμεση αίτηση με την οποία αξίωσαν την ακύρωση και παραμερισμό του εντάλματος παράδοσης της κινητής περιουσίας και της άδειας για έκδοση του ρηθέντος εντάλματος. Την επομένη οι ίδιοι καταχώρησαν άλλη ενδιάμεση αίτηση με την οποία αξίωναν διατάγματα ακύρωσης ή και παραμερισμού του εντάλματος κατοχής της ακίνητης περιουσίας και της σχετικής δοθείσας άδειας. Καταχωρίστηκαν ενστάσεις και οι αιτήσεις συνεκδικάστηκαν. Τρίτος Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου εξέδωσε απόφαση με την οποία διατάχθηκε η ακύρωση των προηγούμενων διαταγμάτων και των δύο ενταλμάτων. Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, διαπιστώνοντας εμφανή υπέρβαση δικαιοδοσίας, εξέδωσε ένταλμα Certiorari ακυρώνοντας τα τελευταία διατάγματα.
Στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 115, που επίσης επικαλέστηκαν οι Εφεσείοντες, Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου, στο πλαίσιο ειδοποίησης πτώχευσης, κατέληξε ότι η πράξη πτώχευσης θεωρείτο ότι διαπράχθηκε συγκεκριμένη ημέρα. Στην αίτηση πτώχευσης που ακολούθησε, άλλος Πρόεδρος, ανέτρεψε την πιο πάνω κατάληξη και αποφάσισε ότι η πράξη πτώχευσης διαπράχθηκε σε διαφορετική ημερομηνία. Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου χορήγησε άδεια για αίτηση Certiorari στη βάση ότι ένας Επαρχιακός Δικαστής δεν μπορεί να αναθεωρεί και αναιρεί την απόφαση άλλου Επαρχιακού Δικαστή.
Στην Χατζηαλεξάνδρου (Αρ.2) (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1366, επρόκειτο για δύο διατάγματα που είχαν εκδοθεί σε ξεχωριστές αγωγές. Όπως αναφέρεται στην απόφαση, η δεύτερη διαδικασία με την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος απέληξε σε παραδοξότητα. Με την έννοια ότι με το πρώτο διάταγμα που οριστικοποιήθηκε με τη συγκατάθεση του Δήμου Πάφου, απαγορεύθηκε στον τελευταίο να επεμβαίνει στα καταστήματα, ενώ με τη δεύτερη αγωγή ουσιαστικά του δόθηκε δικαίωμα με το προσωρινό διάταγμα να επεμβαίνει σ' αυτά.
Το απόσπασμα από την απόφαση που ακολουθεί (σελ.1371) αναδεικνύει τη διάσταση της σύγκρουσης και αντιφατικότητας που δικαιολογεί την επέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου μέσω της προνομιακής του εξουσίας:
«Έχοντας υπόψη όλα τα στοιχεία άγομαι στο συμπέρασμα ότι σκοπός των μεταγενέστερων διαδικασιών από το Δήμο ήταν να αρθούν άμεσα οι συνέπειες του πρώτου διατάγματος. Και με το διάταγμα που πέτυχε στην αγωγή του αδρανοποίησε ουσιαστικά τις συνέπειες του άλλου. Εδώ βρίσκεται, κατά την άποψη μου, η ουσία της θεώρησης των συμβάντων. Δεν εξετάζεται, υπενθυμίζω, η ορθότητα των αποφάσεων για χορήγηση των προσωρινών διαταγμάτων, αλλά η χρήση των διαδικασιών. Υπάρχει, κοιτάζοντας την ουσία της κατάστασης, αντιφατικότητα. Πρόκειται για περίπτωση αντινομίας δικαίου μια και το ένα διάταγμα στην ουσία επιτρέπει κάτι που το άλλο απαγορεύει. Αυτή μπορεί να επιλυθεί μόνο με ακύρωση του προσωρινού διατάγματος στην αγωγή του Δήμου κατά του αιτητή».
Η επίδικη περίπτωση διαφοροποιείται καταλυτικά. Η αξίωση για παράδοση της ελεύθερης και κενής κατοχής του ακίνητου ουδέποτε εγκαταλείφθηκε. Το κατώτερο Δικαστήριο, παρά την όποια θεώρηση των πραγμάτων, όπως αναδύεται από την ενδιάμεση απόφαση του, ούτε απέρριψε την αξίωση για παράδοση της ελεύθερης και κενής κατοχής του ακίνητου, ούτε διέγραψε τους ισχυρισμούς της Έκθεσης Απαίτησης που, εφόσον στοιχειοθετούνταν με μαρτυρία, θα επέτρεπαν την απόδοση τέτοιας θεραπείας, που έτσι παρέμενε επίδικο ζήτημα.
Με την ενδιάμεση απόφαση του το κατώτερο Δικαστήριο δεν «αποφάσισε ευκρινώς πως η δικαιοδοσία του περιοριζόταν στην απόδοση θεραπείας για οφειλόμενα ενοίκια», όπως υποστηρίζουν οι Εφεσείοντες. Το κατώτερο Δικαστήριο αποφάσισε ότι είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την ενώπιον του διαφορά, τόσο με την ενδιάμεση όσο και με την τελική του απόφαση. Κατά την ενδιάμεση απόφαση του είχε εκλάβει ότι η επίδικη διαφορά περιοριζόταν στην αξίωση για ενδιάμεσα οφέλη, ενώ κατά την τελική του απόφαση έκρινε ότι τα επίδικα ζητήματα περιελάμβαναν και την αξίωση για παράδοση κατοχής του ακινήτου. Η δικαιοδοσία του δεν περιορίστηκε ποτέ.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατανόησε πλήρως το περιεχόμενο και των δύο αποφάσεων. Η αναφορά του σε σχέση με την ενδιάμεση απόφαση ότι: «Η πιο πάνω κατάληξη του έγινε χωρίς να παραγνωρίζει το γεγονός ότι η Έκθεση Απαίτησης δεν περιορίζετο στα κατ' ισχυρισμό οφειλόμενα ενοίκια» δεν αναδεικνύει κάτι άλλο. Ούτε ότι στη συνέχεια ανέφερε: «Το αν υπάρχει ή όχι ανάμεσα στις δύο Αποφάσεις που το Κατώτερο Δικαστήριο εξέδωσε οποιαδήποτε διαφορά στο σκεπτικό επί τη βάσει του οποίου απεφάνθη ότι είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση, τούτο επ' ουδενί λόγο συνιστά περίπτωση υπέρβασης δικαιοδοσίας», αποκαλύπτει ότι δεν αντελήφθη ότι υπήρξε πράγματι διαφορά στο σκεπτικό.
Διαπιστώνουμε ότι το κατώτερο Δικαστήριο είχε διαφορετικό σκεπτικό στην ενδιάμεση και στην τελική του απόφαση. Ωστόσο, συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι αποφάσεις του δεν ήταν αντιφατικές ως προς το αποτέλεσμα, ότι δηλαδή είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την ενώπιον του αγωγή. Στην ενδιάμεση απόφαση του δεν αποφάνθηκε ότι δεν θα είχε δικαιοδοσία να εκδώσει διάταγμα για παράδοση της ελεύθερης και κενής κατοχής του ακίνητου αλλά, έχοντας εκλάβει ότι το ενώπιον του ζήτημα περιοριζόταν στην αξίωση για ενδιάμεσα οφέλη, αποφάνθηκε ότι είχε δικαιοδοσία. Εάν λόγω του περιεχόμενου της ενδιάμεσης του απόφασης, γιατί επηρεάστηκε η υπεράσπιση των Εφεσείοντων ή για οιονδήποτε άλλο λόγο, συνιστούσε σφάλμα να χορηγήσει με την τελική του απόφαση διάταγμα παράδοσης της ελεύθερης και κενής κατοχής του ακινήτου, αυτό συνιστά ζήτημα που άπτεται της ορθότητας της τελικής του απόφασης και που εκφεύγει του ελέγχου της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επομένως, και οι λόγοι έφεσης 1-3 κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Η έφεση απορρίπτεται.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
Ε. Εφραίμ, Δ.
[1] Σήμερα οι περί Δικαστηρίων Νόμοι του 1960 έως (Αρ.2) του 2024.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο