PETROLINA (HOLDINGS) PUBLIC LTD v. ΜΙΧΑΗΛ Α. ΤΑΛΙΑΣ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 129/2015, 30/10/2024

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ   

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 129/2015

 

30 Οκτωβρίου, 2024

 

[Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Α. ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

PETROLINA (HOLDINGS) PUBLIC LTD

 

Εφεσείουσα/Εναγόμενη 2

 

ΚΑΙ

 

1.    ΜΙΧΑΗΛ Α. ΤΑΛΙΑΣ

                                         2.  ΛΟΪΖΟΣ Α. ΤΑΛΙΑΣ

                                         3.  ΑΝΔΡΕΑΣ Α. ΤΑΛΙΑΣ

Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες

 

 

 

Γ. Ζαχαρίου (κα) για Ανδρέας Ζαχαρίου & Σία ΔΕΠΕ, για Εφεσείουσα

M. Ξιαρής, για Λέλλος Π. Δημητριάδης Δικηγορικό Γραφείο ΔΕΠΕ,  για Εφεσίβλητους

------------------

Η απόφαση του Δικαστηρίου  θα δοθεί από τον

Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.

----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δια μετοχών και τελούσα υπό καθεστώς δημόσιας εταιρείας, σε κάποιο στάδιο παρέμεινε η μόνη εναγόμενη έναντι των τριών εναγόντων στην αγωγή αρ. 519/2018 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, εφεσιβλήτων.  Η κατάσταση ως προς τα τελικά διάδικα μέρη σε αυτή, διαμορφώθηκε, ως άνω, μετά τη σύναψη, στις 20.11.1990, μεταξύ του εφεσίβλητου 1 και της εφεσείουσας, συμφωνίας για την ενοικίαση στην τελευταία συγκεκριμένου τεμαχίου γης.  Για την ακρίβεια, τούτο συνέβηκε όταν ο προαναφερθείς εφεσίβλητος, μοναδικός τότε ακόμα ιδιοκτήτης των τριών οικοπέδων που συναποτελούσαν τη γη, αντικείμενο της συμφωνίας, στις 20.5.1992 μεταβίβασε από 1/3 μερίδιο σε αυτή στον αδελφό και στον πατέρα του, εφεσίβλητους 2 και 3, αντίστοιχα.   Για σκοπούς πληρότητας των γεγονότων, στις 7.9.1990, είχε προηγηθεί η σύναψη μιας πανομοιότυπης συμφωνίας μεταξύ του εφεσίβλητου 3 και της εφεσείουσας, η οποία, όμως, αντικαταστάθηκε στη συνέχεια από την υπό αναφορά.

 

Η τελευταία πιο πάνω συμφωνία, της 20.11.1990, αφορούσε στην ενοικίαση του προαναφερθέντος ενιαίου χώρου γης ευρισκόμενου στη Γεροσκήπου της επαρχίας Πάφου, για περίοδο 16 χρόνων.  Αυτή, θα χρησιμοποιείτο από την εφεσείουσα ως πρατήριο για την πώληση πετρελαιοειδών.  Ο πιο πάνω χρόνος της ενοικίασης έληξε στις 19.11.2006.  Πριν από την ημερομηνία αυτή και συγκεκριμένα στις 8.8.2006, η εφεσείουσα με σχετική επιστολή γνωστοποίησε στον εφεσίβλητο 3 την πρόθεση της για ανανέωση της ενοικίασης για περαιτέρω περίοδο δέκα χρόνων.  Ο τελευταίος, εκ μέρους και των άλλων δύο συνιδιοκτητών στη γη,  απέρριψε την πιο πάνω πρόταση, στη βάση ότι είχε υποβληθεί εκπρόθεσμα, και κάλεσε την εφεσείουσα να παραδώσει την κατοχή της κατά τη λήξη, της ισχύουσας τότε ακόμα, συμφωνίας. Παρεμπιπτόντως, ο όρος 10 της συμφωνίας προέβλεπε ότι σε περίπτωση που η εφεσείουσα επιθυμούσε να ανανεώσει την ενοικίαση, έπρεπε να απευθυνθεί  στον εφεσίβλητο 1, με σχετική πρόταση, ένα χρόνο πριν από τη λήξη της.  Εμφανώς, ο όρος αυτός δεν τηρήθηκε.

 

Εν πάση περιπτώσει, η εφεσείουσα δε συμμορφώθηκε με την πιο πάνω υπόδειξη, και τότε ο εφεσίβλητος 3 απευθύνθηκε προς αυτή με επιστολή ημερομηνίας 14.2.2007, και την πληροφορούσε, «άνευ βλάβης δικαιωμάτων», ότι θα εισέπραττε ενοίκιο ίσο προς το τελευταίο ετήσιο ενοίκιο, για τους επόμενους δύο μήνες. Εντός του χρόνου εκείνου, όπως την πληροφορούσε, επίσης, θα έπρεπε να καταβληθεί προσπάθεια ανανέωσης της ενοικίασης. Εμφανώς, δεν επιτεύχθηκε ο πιο πάνω στόχος και έτσι οι εφεσίβλητοι με νέα επιστολή ημερομηνίας 26.7.2007 έθεσαν προθεσμία τριών μηνών, αυτής αρχομένης από την 1.8.2007, εντός της οποίας η εφεσείουσα θα έπρεπε να παραδώσει τη γη ελεύθερη κατοχής. Συγχρόνως, την πληροφορούσαν ότι θα συνέχιζαν να εισπράττουν τα ενοίκια για την περίοδο εκείνη υπό μορφή αποζημίωσης, αφού θεωρούσαν ότι η κατοχή της γης από την εφεσείουσα ήταν παράνομη.  Η εφεσείουσα δεν συμμορφώθηκε, οπότε οι εφεσίβλητοι κίνησαν εναντίον της την υπό αναφορά αγωγή, επιδιώκοντας την ανάκτηση της γης, καθώς επίσης την έκδοση, υπέρ τους, απόφασης για διαφυγόντα κέρδη και αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση.

 

Αυτή ήταν, ουσιαστικά, η δικογραφημένη θέση των εφεσιβλήτων, στην έκθεση απαίτησης τους.  Η εφεσείουσα, στο δικό της δικόγραφο αντέταξε  διάφορες υπερασπίσεις. Μεταξύ άλλων πρόβαλε, στις παραγράφους 9 και 11, ότι η συμφωνία παρέμεινε σε ισχύ συνεπεία και της αποδοχής από τους εφεσίβλητους ενοικίων στη βάση που προβλεπόταν σε αυτή.  Ωστόσο, κατά την τελική αγόρευση εκ μέρους της, προβλήθηκε εντελώς αντίθετη θέση, ήτοι ότι η συμφωνία τερματίστηκε λόγω παραβίασης του όρου 6 αυτής οπότε η ενοικίαση μετατράπηκε σε ενοικίαση από έτος σε έτος, η οποία ουδέποτε τερματίστηκε με τον ενδεδειγμένο, κατά το δίκαιο, τρόπο.  Οι συνήγοροι της βασίστηκαν προς τούτο σε κάποια αναφορά του εφεσίβλητου 3, κατά την αντεξέτασή του.  Παρεμπιπτόντως, ο όρος 6 προέβλεπε ότι δεν ήταν επιτρεπτή η μεταβίβαση της γης χωρίς την εξασφάλιση προηγουμένως της συγκατάθεσης της εφεσείουσας. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν συνέβηκε στις 20.5.1992, όταν ο εφεσίβλητος 1 μεταβίβασε από 1/3 σε αυτή στους εφεσίβλητους 2 και 3.

 

Η ευπαίδευτη Πρόεδρος που εξεδίκασε την αγωγή, διαπίστωσε, όπως το έθεσε,  πως:  «Οι διαφορές μεταξύ των διαδίκων εστιάζονται στο νομικό καθεστώς κάτω από το οποίο η Εναγόμενη 2 εξακολουθεί να διατηρεί την κατοχή των επίδικων οικοπέδων, εφόσον οι Ενάγοντες θεωρούν την Εναγόμενη 2 ως παράνομη επεμβασία από τις 20.11.2006 και μετά, ενώ η τελευταία ότι κατέχει νόμιμα τα οικόπεδα στη βάση προφορικής συμφωνίας από έτος εις έτος.».  Αφού δε εξέτασε τις αντίστοιχες θέσεις, απέρριψε την πιο πάνω εισήγηση, εκ μέρους της εφεσείουσας.  Η τελευταία προσέβαλε την ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου, με δύο λόγους έφεσης, ουσιαστικά, ίδιους μεταξύ τους.  Στο πλαίσιο αυτό, βασικά, εισηγείται ότι η πιο πάνω θέση της βασίζεται σε μαρτυρία η οποία δόθηκε χωρίς ένσταση, κατά την αντεξέταση του εφεσίβλητου 3. Όπως, συγκεκριμένα, τίθεται το θέμα στην παράγραφο (β) της αιτιολογίας του πρώτου λόγου έφεσης, «Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι δεν μπορούσε να εξετάσει την προβληθείσα μέσα από τις αγορεύσεις θέση των εφεσειόντων περί μη τερματισμού της νέας, από έτος σε έτος συμφωνίας ενοικίασης, επειδή τέτοια θέση δεν ήταν δικογραφημένη, παραγνωρίζοντας το ότι η αναφορά σε αυτό το θέμα έγινε μεν κατά την αντεξέταση, αλλά υπό τους ίδιους τους εφεσίβλητους κατά τη μαρτυρία τους.  Αυτή η μαρτυρία έπρεπε να αξιολογηθεί όχι ως θέση της υπεράσπισης, αλλά ως θέση των εφεσίβλητων/εναγόντων, η οποία κατέρριψε το υπόβαθρο γεγονότων της δικής τους υπόθεσης, καθιστώντας την απαίτηση τους αβάσιμη και απορριπτέα.».

 

Συνοψίζοντας λοιπόν, οι συνήγοροι της εφεσείουσας εισηγήθηκαν στο πλαίσιο της αγόρευσης τους ότι η προαναφερθείσα μεταβίβαση μέρους της κυριότητας των οικοπέδων στους εναγομένους, εφεσίβλητους 2 και 3, προκάλεσε την παραβίαση του όρου 6 της συμφωνίας, για το λόγο που έχει προαναφερθεί.   Συνακόλουθα, η πιο πάνω μετάλλαξη,  κατά την άποψη τους στη φύση της ενοικίασης, επέφερε τον τερματισμό της και την κατέστησε ενοικίαση από έτος σε έτος.  Η ευπαίδευτη Πρόεδρος, κατά την εξέταση της πιο πάνω εισήγησης, υπέδειξε ότι τούτο δεν ήταν δυνατό να συμβεί, αυτοδικαίως.  Ακόμα και αν υπήρξε παραβίαση του όρου 6 της συμφωνίας ενοικίασης από τον εφεσίβλητο 1, δε  θα μπορούσε να επιφέρει, χωρίς άλλο, τον τερματισμό της, ώστε να δημιουργείτο μια νέα σε ετήσια βάση ενοικίαση, ως εκ της καταβολής του ενοικίου ετησίως, που ήταν ο τρόπος πληρωμής του, δυνάμει της υπό αναφορά συμφωνίας, εν πάση περιπτώσει.  Η εφεσείουσα δε, όχι μόνο δεν ισχυρίστηκε οτιδήποτε προς την πιο πάνω κατεύθυνση, στην υπεράσπιση της, αλλά αντιθέτως ό,τι δικογραφείτο στις παραγράφους 9 και 11 του δικογράφου της, ήταν πως η συμφωνία παρέμεινε σε ισχύ, ουσιαστικά, μέχρι τη λήξη της, στις 19.11.2006.

 

Η διαπίστωση της ευπαίδευτης Προέδρου περί μη τερματισμού της συμφωνίας είναι, βέβαια, ορθή. Προπαντώς, όμως, η διαπίστωση της ότι η θέση της εφεσείουσας περί μετάλλαξης της φύσης της ενοικίασης, δε δικογραφείτο στην υπεράσπιση της και για το λόγο αυτό έπρεπε να απορριφθεί, όπως και απορρίφθηκε. Παρεμπιπτόντως, επισημαίνεται, πως δε θα έπρεπε να είχε καν επιτραπεί, έστω και κατά την αντεξέταση, η υποβολή θέσεων που δεν δικογραφούντο στην υπεράσπιση.

 

Αποτελεί παγιωμένη δικονομική αρχή ότι τα διάδικα μέρη δεσμεύονται από τη δικογραφία όπως αυτή έχει οριστικοποιηθεί πριν από την έναρξη της δίκης, επί τη βάσει της οποίας αυτή και διεξάγεται.  Υποστήριξη προς τούτο παρέχει η υπόθεση  Homeros Th. Courtis and others v. Panos K. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180, και ειδικά στις σελίδες 182 έως 183 όπου αναφέρονται, συναφώς, τα εξής: «The pleadings in an action are the foundations of the litigation; they must be carefully prepared as the set of rails upon which the train of the case will run. The Civil Procedure Rules (Or. 19 r.4) are clear on the point; and daily practice lays stress on the need to apply strictly this rule. A case is decided on its pleaded facts to which the law must be applied.”. Ακόμα πιο έντονη υπόμνηση, ως προς την πιο πάνω αρχή, γίνεται στην παλαιότερη υπόθεση Iordanous v. Anyftos, 24 C.L.R. 97, σελίδα 106, ότι:

 

A Court of law has to confine itself to the issues as appearing at the close of the pleadings or properly added to at the date of the hearing and not take up at the trial other issues which the evidence of a particular witness might suggest.”.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.  Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €6.700.- πλέον Φ.Π.Α.

 

 

Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

                        Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

                                                  Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

 

-

/γκ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο