ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 14/2016)
18 Οκτωβρίου, 2024
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
Π. Ι.
Εφεσείων,
v.
1. ΕΙΡΗΝΗΣ ΑΡΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ
2. ΑΝΔΡΕΑ ΑΡΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ
Εφεσίβλητων.
…..........……..
Γ. Κωνσταντίνου μαζί με Αρ. Μούσκου (κα), για Στέλιος Αμερικάνος & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Ιακώβου (κα), για Μάριος Χαρτζιώτης & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και
θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Στις 10.7.2006 η Εφεσίβλητη οδηγούσε σε κύριο δρόμο το όχημα, ιδιοκτησίας του συζύγου της, Εφεσίβλητου, ο οποίος ήταν και συνοδηγός, όταν στην προσπάθεια της να στρίψει δεξιά σε πάροδο, ανέκοψε την πορεία του μοτοποδηλάτου το οποίο ο Εφεσείων οδηγούσε κανονικά στη λωρίδα του επί του κυρίου δρόμου με αντίθετη κατεύθυνση, προκαλώντας τη σύγκρουση μεταξύ των δύο οχημάτων και τον σοβαρό τραυματισμό του Εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε την αποκλειστική ευθύνη για το επίδικο δυστύχημα στην Εφεσίβλητη και επιδίκασε αποζημιώσεις υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον της Εφεσίβλητης και του Εφεσίβλητου ως εκ προστήσεως υπεύθυνου.
Η παρούσα Έφεση στρέφεται κατά του μέρους της απόφασης που αφορά στο ύψος των γενικών αποζημιώσεων και των αποζημιώσεων για την απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων. Ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι το επιδικασθέν ποσό των €155.000 ως γενικές αποζημιώσεις είναι παρά πολύ χαμηλό και ότι ο καθορισμός της απώλειας μελλοντικών εισοδημάτων στο κατ’ αποκοπή ποσό των €90.000 είναι λανθασμένος και η ορθή προσέγγιση είναι η εφαρμογή του πολλαπλασιαστή και πολλαπλασιαστέου.
Οι Εφεσίβλητοι καταχώρισαν αντέφεση. Από τους επτά αρχικά λόγους αντέφεσης, τελικώς προωθήθηκε μόνο ο δεύτερος λόγος ο οποίος αφορά στο εσφαλμένο του ποσού το οποίο επιδικάστηκε ως απώλεια απολαβών του Εφεσείοντα από την ημερομηνία του δυστυχήματος μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Αρχίζοντας με τον πρώτο λόγο έφεσης, είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε επιδικάσει διπλάσιο ποσό ως γενικές αποζημιώσεις.
Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά τις αποζημιώσεις, εκτός αν πεισθεί είτε ότι αυτό ενήργησε με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, είτε ότι το ποσό των αποζημιώσεων είναι τόσο έκδηλα υπερβολικό ή τόσο έκδηλα ανεπαρκές ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων τις οποίες δικαιούται ο τραυματίας. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1(Α) Α.Α.Δ. 475 και Παναγιώτου ν. Φραγκέσκου κ.ά. (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 687.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια εκτενή και λεπτομερή καταγραφή της φύσης του τραυματισμού τον οποίο υπέστη ο Εφεσείων συνεπεία του επίδικου δυστυχήματος, της εξέλιξης της κατάστασης του, της υποβολής του σε χειρουργικές επεμβάσεις, των ψυχολογικών συνεπειών που προκλήθηκαν σε αυτόν, της ανάγκης υποβολής του σε άλλες επεμβάσεις, της αδυναμίας του να ασχοληθεί με αθλήματα και γενικά των μόνιμων κατάλοιπων που ο εν λόγω τραυματισμός επέφερε σε αυτόν.
Συνοπτικά, ο Εφεσείων, ηλικίας τότε 17 ετών, υπέστη σοβαρή κρανιοεγκεφαλική κάκωση με μόνιμες εγκεφαλικές βλάβες, ιδίως στους μετωπιαίους λοβούς. Μαγνητική τομογραφία που έγινε στις 20.6.2012 έδειξε παραεγκεφαλικές αλλοιώσεις με γλοίωση σε αμφότερους τους μετωπιαίους λοβούς και στικτές εστίες με εναπόθεση αιμοσιδηρίνης στις υποφλοιώδεις περιοχές αμφότερων των ημισφαιρίων του εγκεφάλου. Αυτές οι βλάβες έχουν ως επακόλουθο μόνιμες νοητικές και συναισθηματικές εκπτώσεις. Ειδικότερα, επέφεραν στον Εφεσείοντα αλλαγή στην προσωπικότητα του, ήτοι συναισθηματική αστάθεια, κατάθλιψη, έκρηξη θυμού, εκπτώσεις της ηθικής, παρορμητική συμπεριφορά, υπερβολική ευερεθιστότητα και διαταραχές συναισθήματος. Από το 2007 ο Εφεσείων διαγνώστηκε με κλινική κατάθλιψη και διαταραχή μετά από ψυχολογικό στρες, συνεπεία του δυστυχήματος και λαμβάνει ψυχολογική στήριξη. Επίσης ο Εφεσείων υπέστη βαρύτατες και πολλαπλές κακώσεις σε διάφορα σημεία του σώματος του, υπεβλήθη σε πολλές χειρουργικές επεμβάσεις και θα ακολουθήσουν και άλλες για αντιμετώπιση της οστεοαρθρίτιδας του γόνατος. Συγκεκριμένα, υπέστη πολλαπλά κατάγματα στο αριστερό μηριαίο, το δεξί αντιβράχιο, την αριστερή κλείδα, την αριστερή ωλένη και τη λεκάνη και θλαστικά τραύματα στον δεξιό αγκώνα, αντιβράχιο και πηχεοκαρπική καθώς επίσης στο μέτωπο της κεφαλής και των άκρων, για τα οποία υπεβλήθη σε συνολικά πέντε χειρουργικές επεμβάσεις. Παραμένουν μόνιμες ουλές και κατάλοιπα σε κινητικότητα με κάποιο περιορισμό κινήσεων. Συγκεκριμένα, το κάταγμα της αριστερής κλείδας επουλώθηκε και παραμένει βράχυνση ενός εκατοστού, φέρει τραύματα στην αριστερή πλευρά του μετώπου και στο αριστερό βλέφαρο, ουλή στην κεντρική ωλένια περιοχή και στην πρόσθια επιφάνεια και η έκταση του αγκώνα περιορίστηκε κατά 10ο, ουλές στο αριστερό αντιβράχιο με μειωμένη κινητικότητα της αριστερής πηχειορκαρπικής κατά 10ο, ουλή στον αριστερό μηρό και ουλές στο αριστερό γόνατο με μειωμένη κινητικότητα γόνατος κατά 15ο. Έχει εμφανίσει πρώιμα στοιχεία οστεοαρθρίτιδας και μαγνητική τομογραφία του αριστερού γόνατος. Θα χρειαστεί χειρουργική βοήθεια για αρθροσκόπηση και καθαρισμό του γόνατος ή ολική αρθροσκόπηση ως τελική θεραπεία. Αυτές, σε συνδυασμό με τα ορθοπεδικά τραύματα, τον καθιστούν ανίκανο να ασχοληθεί με διάφορα αθλήματα και με χειρονακτική ή άλλη υπεύθυνη εργασία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αναφέρθηκε στις νομικές αρχές που διέπουν τον καθορισμό του ποσού των γενικών αποζημιώσεων. Ειδικότερα, αναφέρθηκε στην υπόθεση Ιακώβου v. Παπαδάκη κ.ά. (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2079, στην οποία γίνεται εκτενής παραπομπή σε άλλη σχετική νομολογία, και στην υπόθεση Μαυροπετρή v. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66, στις οποίες τονίστηκε ότι ο σκοπός της επιδίκασης αποζημιώσεων είναι να αποδοθεί δικαιοσύνη για τη ζημιά, την απώλεια, τη βλάβη, τον πόνο και την ταλαιπωρία που ο ενάγων υπέστη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη τη σταθερή άνοδο των γενικών αποζημιώσεων.
Ο Εφεσείων εισηγείται ότι ποσό διπλάσιο αυτού που έχει επιδικαστεί αποτελεί δίκαιη αποζημίωση. Οι Εφεσίβλητοι, με τη σειρά τους, ισχυρίζονται ότι η επιδίκαση του ποσού των γενικών αποζημιώσεων είναι ορθή και δίκαιη και ότι η επιδίκαση αυτού του ποσού και του ποσού της απώλειας μελλοντικών εισοδημάτων ισοδυναμεί στο ποσό το οποίο εισηγείται ο Εφεσείων, ούτως ώστε το επιχείρημα του να είναι εν πάση περιπτώσει αβάσιμο.
Οι Εφεσίβλητοι εγείρουν ζήτημα μη δυνατότητας προώθησης, στο πλαίσιο της Έφεσης, της θέσης για την επιδίκαση ποσού πέραν των €250.000 ως γενικές αποζημιώσεις, καθότι αυτό ήταν το ποσό το οποίο προώθησαν κατά την πρωτόδικη διαδικασία. Θεωρούμε ότι το Δικαστήριο διατηρεί την εξουσία να επιδικάσει το ποσό το οποίο κρίνει δίκαιο στη βάση της αξίωσης για γενικές αποζημιώσεις.
Για το ζήτημα του ύψους των γενικών αποζημιώσεων, το πρωτόδικο Δικαστήριο αρχικά ορθά επεσήμανε την καθιερωμένη αρχή ότι οι προηγούμενες αποφάσεις παρέχουν μόνο βοηθητική καθοδήγηση καθότι η κάθε υπόθεση κρίνεται με τα δικά της δεδομένα, παραπέμποντας, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Novichkova v. Βλάβη (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1111.
Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε αριθμό αποφάσεων σε υποθέσεις οι οποίες, κατά την κρίση του, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως σχετικές και που προσφέρουν καθοδήγηση. Πρόκειται για τις υποθέσεις Γεωργίου v. Αντωνίου (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 967, Νεοφύτου v. Ανδρέου κ.ά. (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 692 και Καϊλάς v. Παπαχαραλάμπους (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 596. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε τον χρόνο έκδοσης των δύο πρώτων αποφάσεων, σε σύγκριση με τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, και ότι τα τραύματα σε εκείνες ήταν λιγότερο σοβαρά της παρούσας. Σημειώνουμε ότι οι δύο αυτές υποθέσεις βασικά αφορούσαν κατάγματα με κάποια μόνιμα κατάλοιπα, τα οποία ήταν πολύ πιο περιορισμένα σε έκταση σε σχέση με την υπό κρίση περίπτωση. Αντιστοίχως, ο τραυματισμός στην τελευταία υπόθεση αφορούσε μόνο κρανιοεγκεφαλική κάκωση σε νεαρό πρόσωπο 16 ετών, με συνακόλουθο τη μικρή έκπτωση των διανοητικών λειτουργιών και τη μείωση της όρασης του, χωρίς την πρόκληση καταγμάτων. Σαφώς οι προαναφερόμενες υποθέσεις αφορούσαν σε πολύ πιο περιορισμένης φύσης τραυματισμούς και μόνιμα κατάλοιπα από την υπό κρίση περίπτωση.
Θεωρούμε χρήσιμη την παραπομπή στην πιο πρόσφατη υπόθεση Κουμή v. Κυριάκου, Πολ. Έφ. Αρ. 81/2013, ημερ. 14.5.2019, ECLI:CY:AD:2019:A184, στην οποία ο εφεσείων, 20 ετών, υπέστη βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, με εγκεφαλικό οίδημα, υποσκληρίδιο αιμάτωμα αριστερής βρεγματικής χώρας, υπεραχνοειδή αιμορραγία δεξιάς βρεγματικής χώρας, αιμορραγία στα ιγμόρια αντρών, κάταγμα κρανίου, κάταγμα πυέλου, κακώσεις στην κεφαλή και το πρόσωπο, στον θώρακα, θλάσεις πνευμόνων άμφω, αιμοθώρακας άμφω και κακώσεις στα κάτω άκρα. Μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο διασωληνωμένος υπό καταστολή και βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση. Παρουσίαζε διαταραχή της προσωπικότητας, με υπερβολική ευερεθιστότητα και παρορμητική συμπεριφορά που εκδηλώνεται με επιθετικότητα και καταστροφικές τάσεις. Παρουσίαζε επίσης συναισθηματική αστάθεια με περιόδους κατάθλιψης με μείωση των ενδιαφερόντων του και σκέψεις αυτοκτονίας. Η εν λόγω διαταραχή της προσωπικότητας, που ήταν επακόλουθο της εγκεφαλικής κάκωσης, επηρέαζε αρνητικά το αίσθημα ευεξίας, τις διαπροσωπικές σχέσεις και την επαγγελματική σταδιοδρομία του. Με την πάροδο του χρόνου δεν αναμενόταν παρά μικρή μόνο βελτίωση. Το Εφετείο επικύρωσε την επιδίκαση του ποσού των €120.000 ως γενικές αποζημιώσεις.
Χρήσιμη καθοδήγηση προσφέρει και η υπόθεση Οικονομίδου v. Κουβέλλα (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2299, η οποία αφορούσε πολύ λιγότερους τραυματισμούς. Η Εφεσείουσα, 45 ετών, υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση, συντριπτικό κάταγμα της αριστερής ωμοπλάτης, κάταγμα του έσω σφυρού της δεξιάς ποδοκνημικής άρθρωσης, κάταγμα του αριστερού ηβοϊσχιακού κλάδου και πολλαπλά κατάγματα πλευρών. Το Εφετείο αύξησε το ποσό των γενικών αποζημιώσεων σε €119.602.
Παρόλο που το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι συνυπολόγισε τη μείωση της αξίας του χρήματος με την πάροδο του χρόνου, τη φύση των σωματικών βλαβών και τα μόνιμα κατάλοιπα του Εφεσείοντα, την ανάγκη υποβολής σε μελλοντικές χειρουργικές επεμβάσεις (Polycarpou and Another v. Adamou (1988) 1 C.L.R. 727), καθώς επίσης το νεαρό της ηλικίας του σε συνάρτηση με τα μόνιμα κατάλοιπα που θα τον συνοδεύουν σε όλη του τη ζωή, εντούτοις θεωρούμε ότι δεν στάθμισε ορθά όλους αυτούς τους παράγοντες για να καταλήξει σε ορθή εκτίμηση της όλης κατάστασης του Εφεσείοντα και συνακόλουθα σε ορθό καθορισμό του ύψους των γενικών αποζημιώσεων. Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των τραυματισμών του Εφεσείοντα ο οποίος κατά τον χρόνο του δυστυχήματος ήταν μόλις 17 ετών, την πορεία της κατάστασης του και τα μόνιμα κατάλοιπα τα οποία θα τον συνοδεύουν για όλη του τη ζωή, κρίνουμε ότι το ποσό των €155.000 είναι πολύ χαμηλό και δεν αντανακλά τη δίκαιη και ορθή αποζημίωση για τον Εφεσείοντα. Ο Εφεσείων, στην πολύ νεαρή ηλικία των 17 ετών, υπέστη σοβαρούς και πολλαπλούς τραυματισμούς για τους οποίους υπεβλήθη σε χειρουργικές επεμβάσεις, έχουν μείνει σοβαρά κατάλοιπα για το υπόλοιπο της ζωής του, υπέστη ψυχολογική διαταραχή για την οποία λαμβάνει στήριξη, δεν μπορεί πλέον να ασχοληθεί με οποιοδήποτε άθλημα και η δυνατότητα του για απασχόληση έχει περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό. Θεωρούμε ότι το ποσό των €250.000 ως γενικές αποζημιώσεις αποτελεί εύλογη αποζημίωση για τον Εφεσείοντα.
Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται βάσιμος.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στον καθορισμό ενός κατ’ αποκοπή ποσού ως απώλεια μελλοντικών απολαβών και στο ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τη μέθοδο πολλαπλασιαστή και πολλαπλασιαστέου.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αυτός εργάστηκε από τον Ιανουάριο του 2006 μέχρι και την Τσικνοπέμπτη, 23.2.2006, ως μηχανικός αυτοκινήτων και λάμβανε ΛΚ50 τη βδομάδα, και ακολούθως ως τορναδόρος με αρχικό μισθό ΛΚ80 ο οποίος κατέληξε πριν το δυστύχημα σε ΛΚ100 τη βδομάδα και θα αυξανόταν σε ΛΚ400. Επιπρόσθετα ο Εφεσείων εργαζόταν τα Σαββατοκύριακα στον πατέρα του και λάμβανε ακόμα ΛΚ200-ΛΚ250 μηνιαίως. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε επίσης ότι πριν από το επίδικο δυστύχημα ο μισθός του ήταν ΛΚ100 εβδομαδιαίως, επομένως μέχρι και την ημερομηνία του δυστυχήματος ο Εφεσείων απώλεσε το ποσό των €680 μηνιαίως επί 112 μήνες, ήτοι σύνολο εκ €76.160.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε στην ενώπιον του μαρτυρία ότι η τελευταία φορά κατά την οποία ο Εφεσείων είχε αναζητήσει εργασία ήταν πριν από 4-5 χρόνια για να καταλήξει ότι αυτός, μετά το δυστύχημα, όφειλε να αναζητήσει εργασία σύμφωνα με τις δυνατότητες του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως η μη εργοδότηση του μέχρι την ακρόαση δεν παρείχε δυνατότητα εφαρμογής της μεθόδου υπολογισμού των αποζημιώσεων με τη μέθοδο του πολλαπλασιαστή, εφόσον ελλείπει ο πολλαπλασιαστέος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην υπόθεση Ευριπίδης Συκοπετρίτης Λτδ v. Αθηνάκη (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 844, στην οποία αποφασίστηκε ότι η απουσία μαρτυρίας που να παρείχε τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να προσδιορίσει ποιο θα ήταν το αναμενόμενο εισόδημα του εφεσίβλητου δεν καθιστούσε πρόσφορη τη δυνατότητα προσδιορισμού των αποζημιώσεων με τη μέθοδο του πολλαπλασιαστή.
Στην προκειμένη περίπτωση ο Εφεσίβλητος αμφισβητεί τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τη δυνατότητα του Εφεσείοντα να εργαστεί. Θεωρούμε λανθασμένη αυτή τη θέση του Εφεσείοντα. Η ιατρική μαρτυρία και γενικότερα το σύνολο αυτής πράγματι οδηγούσαν το πρωτόδικο Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι ο Εφεσείων δεν είχε καταστεί πλήρως ανίκανος για εργασία, αλλά ότι αυτός θα μπορούσε να εργαστεί, νοουμένου ότι λάμβανε και τη θεραπεία του προς αντιμετώπιση των ψυχολογικών του θεμάτων, σε μη βαριά χειρονακτική εργασία η οποία δεν απαιτούσε ιδιαίτερες ευθύνες, ορθοστασία, ανεβοκατέβασμα σκαλών ή καθημερινή και συχνή οδήγηση.
Η υπόθεση Καϊλάς (ανωτέρω) προσφέρει χρήσιμη καθοδήγηση επί του θέματος, καθότι εκεί η μαρτυρία ήταν τέτοια που δεν προδιαγραφόταν δυνατότητα εξασφάλισης μόνιμης εργασίας για τον εφεσείοντα, με αποτέλεσμα να κριθεί ορθή η μη χρήση της μεθόδου του πολλαπλασιαστή και του πολλαπλασιαστέου. Παρομοίως και στην υπόθεση Κουμή v. Κυριάκου, Πολ. Έφ. Αρ. 81/2013, ημερ. 14.5.2019, ECLI:CY:AD:2019:A184, κρίθηκε ορθή η επιδίκαση ενός κατ’ αποκοπή ποσού για απώλεια μελλοντικών απολαβών εκ €80.000 επί πλήρους ευθύνης. Σε εκείνη την υπόθεση ο εφεσείων, 20 ετών, ο οποίος κατά τον χρόνο του δυστυχήματος εργαζόταν ως οικοδόμος και ειδικευόμενος κτίστης, αδυνατούσε μετά το δυστύχημα να ασκήσει το ίδιο επάγγελμα.
Η υπόθεση Σολέας v. Σολέα (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 904 είναι επίσης διαφωτιστική. Σε εκείνη την υπόθεση το Εφετείο θεώρησε λανθασμένη τη χρήση του πολλαπλασιαστή ενόψει του σύντομου χρόνου και περιστασιακού τρόπου εργασίας της Εφεσίβλητης, οι οποίοι δεν παρείχαν σταθερή βάση για τον υπολογισμό της αποζημίωσης με αυτή τη μέθοδο. Χρήσιμη καθοδήγηση προσφέρουν και οι υποθέσεις Μαυροπετρή v. Λουκά (ανωτέρω) και Ηρακλέους v. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239.
Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, και ειδικότερα τη σύντομη περίοδο εργασίας του Εφεσείοντα και το αβέβαιο της μισθοδοσίας του πριν το δυστύχημα, και το ότι δεν εργάστηκε μετά το δυστύχημα, θεωρούμε πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν πρόσφορη η χρήση της μεθόδου πολλαπλασιαστή. Θεωρούμε ορθή την επιδίκαση κατ’ αποκοπή ποσού ως απώλεια μελλοντικών απολαβών, την οποία όμως κρίνουμε χαμηλή σε σχέση τόσο με την ηλικία του Εφεσείοντα όσο και με την εναπομείνασα δυνατότητα εργασίας του. Ως εκ τούτου, καταλήγουμε ότι το ποσό των €150.000 αποτελεί εύλογη αποζημίωση για την απώλεια μελλοντικών απολαβών.
Και ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται βάσιμος.
Με τον εναπομείναντα λόγο αντέφεσης, προσβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε το ποσό των €76.160 ως απώλεια εισοδημάτων από την ημερομηνία του δυστυχήματος μέχρι την έκδοση της απόφασης καθότι δεν προσήχθη τέτοια μαρτυρία που να απεδείκνυε κάτι τέτοιο με την απαιτούμενη αυστηρότητα. Περαιτέρω αποτελεί θέση των Εφεσίβλητων ότι εν πάση περιπτώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να επιδικάσει αποζημίωση μέχρι την ημερομηνία καταχώρισης της τροποποιημένης έκθεσης απαίτησης, ήτοι στις 25.10.2012, ως αξιωνόταν με το εν λόγω δικόγραφο.
Επί τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία του ΜΕ9, ο οποίος διατηρούσε μαγαζί ως τορναδόρος, ο Εφεσείων πριν το δυστύχημα εργαζόταν κοντά του και λάμβανε μισθό ΛΚ100 τη βδομάδα ενώ αν συνέχιζε θα λάμβανε €400 τη βδομάδα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι δεν υπήρχε μαρτυρία για το πότε θα γινόταν αυτή η αύξηση μισθού, επομένως, όπως ήδη αναφέρεται ανωτέρω, κατέληξε ότι με βάση τον εβδομαδιαίο μισθό του Εφεσείοντα προς ΛΚ100, ήτοι €680 μηνιαίως, αυτός απώλεσε συνολικά €76.160 για 112 μήνες.
Είναι πάγια νομολογιακή αρχή ότι οι ειδικές ζημιές θα πρέπει να αποδεικνύονται με αυστηρότητα. Σχετική είναι η υπόθεση Κακόψιτου v. Παναγή (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 839. Στην προκειμένη περίπτωση, υπήρχε η μαρτυρία του ίδιου του εργοδότη η οποία κρίθηκε αξιόπιστη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, εύρημα το οποίο δεν προσβάλλεται με την αντέφεση. Η μαρτυρία αυτή ήταν επαρκής προς απόδειξη των απολαβών του Εφεσείοντα κατά τον χρόνο του δυστυχήματος.
Στην τροποποιημένη έκθεση απαίτησης, ο Εφεσείων αξίωνε ως ειδικές ζημιές το ποσό των €1.100 μηνιαίως από την ημερομηνία του δυστυχήματος μέχρι και την ημερομηνία καταχώρισης της εν λόγω έκθεσης απαίτησης και ακολούθως αξίωνε απώλεια μελλοντικών απολαβών από την εν λόγω ημερομηνία εκ €1.500 μηνιαίως.
Επομένως, με το δικόγραφο του ο Εφεσείων αξίωνε την απώλεια απολαβών από την ημερομηνία του δυστυχήματος και πρόσφερε μαρτυρία προς υποστήριξη αυτής της αξίωσης του. Αυτή η μαρτυρία κρίθηκε αποδεκτή και αξιόπιστη, με αποτέλεσμα το πρωτόδικο Δικαστήριο να είχε ενώπιον του την απαραίτητη μαρτυρία στη βάση της οποίας θα μπορούσε να επιδικάσει την αιτούμενη απώλεια απολαβών ως ειδικές αποζημιώσεις μέχρι την ημερομηνία που αυτές μπορούσαν να υπολογιστούν και ακολούθως ως γενικές αποζημιώσεις.
Σχετική είναι η υπόθεση Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdian (1992) 1(A) Α.Α.Δ. 400, σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο δύναται να αποδώσει θεραπεία έστω και αν αυτή δεν επιζητείται, εφόσον στοιχειοθετούνται τα γεγονότα στο σώμα της έκθεσης απαίτησης για την παροχή της θεραπείας. Πόσω μάλλον στην υπό κρίση περίπτωση όπου η θεραπεία αξιώνεται στην έκθεση απαίτησης αλλά με διαφορετική μορφή, ήτοι ως ειδικές και γενικές αποζημιώσεις, αναλόγως της ημερομηνίας κατά την οποία αυτή μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια.
Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εξουσία και ορθώς επιδίκασε την απώλεια απολαβών ως ειδικές αποζημιώσεις μέχρι και την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης.
Ως εκ τούτου, ο λόγος αντέφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Η Έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται όσον αφορά τα ποσά των γενικών αποζημιώσεων και μελλοντικών απολαβών. Το ποσό των γενικών αποζημιώσεων αυξάνεται σε €250.000 με τόκο προς 8% ετησίως από τις 10.7.2006 μέχρι και τις 14.10.2008 και 5.5% ετησίως από τις 15.10.2008 μέχρι εξοφλήσεως. Το ποσό των μελλοντικών απολαβών αυξάνεται σε €150.000 με νόμιμο τόκο από τις 22.10.2015 (ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης) μέχρι εξοφλήσεως.
Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον των Εφεσίβλητων, στην ανάλογη κλίμακα, όπως υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το αρμόδιο Δικαστήριο.
Η Αντέφεση απορρίπτεται.
€5.000 έξοδα Έφεσης και Αντέφεσης, πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον των Εφεσίβλητων.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο