ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 165/2024)
(i-justice)
31 Οκτωβρίου, 2024
[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 33/1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ AJANTHA NAMAL WITHANACHCHI [ ] ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΡΙ ΛΑΝΚΑ ΠΡΩΗΝ SANJEEWA NILANTHA PATHIRANA ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΙΑ ΤΟΥ
1. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
2. ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ ΚΑΙ
3. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΝ AJANTHA NAMAL WITHANACHCHI [ ] ΣΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΝΝΟΓΕΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ 6/1/2024 ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 11 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΑΡΘΡΟ 5(1) ΤΗΣ ΕΣΑΔ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 7, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 18ΠΣΤ ΚΕΦ. 105, ΤΟΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΝΟΜΟ 105(Ι)/2016, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Ε.Ε., ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 8 ΚΑΙ 9 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/33/ΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 15 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2008/115/ΕΚ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΟΙΝΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ ΔΙΑΜΕΝΟΝΤΩΝ ΥΠΗΚΟΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ.
_____________________________________________________________________
Χρ. Γαβριηλίδης, για τον Αιτητή.
Ν. Κουρσάρης, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ’ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δοθείσα Αυθημερόν)
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής αιτείται την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Habeas Corpus ad subjiciendum ώστε να αφεθεί ελεύθερος γιατί, όπως διατείνεται, κρατείται παράνομα.
Η Αίτηση υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση της δικηγόρου Αντιγόνης Γαβριηλίδου, η οποία δηλώνει εξουσιοδοτημένη από τον Αιτητή να προβεί σε αυτή. Η Δημοκρατία καταχώρισε Ειδοποίηση Πρόθεσης Ένστασης που υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση Λειτουργού στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (εφεξής ΤΑΠΜ).
Το αδιαμφισβήτητο ιστορικό, όπως αυτό προκύπτει τόσο μέσα από την Ένορκη Δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση, όσο και μέσα από την Ένορκη Δήλωση που υποστηρίζει την Ένσταση είναι, σε γενικές γραμμές, το ακόλουθο.
· Ο Αιτητής είναι υπήκοος της Σρι Λάνκα, ο οποίος αφίχθη στην Κυπριακή Δημοκρατία με άδεια ως οικιακός βοηθός στην Κοκκινοτριμιθιά. Στις 27/7/2017 ενεγράφη ως αιτητής και ταυτόχρονα υπέβαλε αίτηση για ανανέωση της άδειας παραμονής και εργασίας του, η οποία του παραχωρήθηκε με τελευταία ημερομηνία ισχύος την 6/1/2018.
· Στις 14/2/2018 ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση ασύλου η οποία απερρίφθη πρωτοβάθμια από την Υπηρεσία Ασύλου στις 10/1/2020 και η οποία απορριπτική απόφαση του επιδόθηκε στις 28/1/2020.
· Στις 15/5/2020 ο Αιτητής καταχώρισε την Προσφυγή υπ’ αρ. 491/2020 στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (εφεξής ΔΔΔΠ), η οποία απερρίφθη στις 21/10/2020.
· Στη συνέχεια ο Αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση ασύλου, η οποία απερρίφθη στις 19/1/2023. Ακολούθως καταχώρισε την Προσφυγή υπ’ αρ. Τ237/2023 ενώπιον του ΔΔΔΠ, η οποία επίσης απερρίφθη στις 7/3/2023.
· Στις 5/1/2024 ο Αιτητής μετέβη στο οδόφραγμα της οδού Λήδρας για να περάσει από τις κατεχόμενες περιοχές στις ελεύθερες περιοχές και κατά τον έλεγχο της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ) διαπιστώθηκε η παράνομη παραμονή του στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, συλλήφθηκε για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής και τέθηκε υπό κράτηση στο Χώρο Κράτησης Απαγορευμένων Μεταναστών στη Μενόγεια (ΧΩΚΑΜ). Στο πλαίσιο προφορικής συνέντευξης ο Αιτητής ανέφερε ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα του. Το διαβατήριο του δεν εντοπίζετο και συνεπώς θα γίνονταν ενέργειες για εντοπισμό του.
· Ως εκ των ανωτέρω, στις 6/1/2024 εκδόθηκαν εναντίον του Αιτητή Διατάγματα Κράτησης και Απέλασης δυνάμει του Άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, καθότι αυτός είχε παραμείνει παράνομα στη Δημοκρατία από τις 21/10/2020, όταν απερρίφθη η προσφυγή του κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου από το ΔΔΔΠ. Δεδομένης της μη συμμόρφωσης του με προηγούμενη απόφαση επιστροφής και της απροθυμίας του να επαναπατριστεί, αξιολογήθηκε ότι δεν υπήρχε περιθώριο εναλλακτικό της κράτησης μέτρων.
· Στις 15/1/2024 ο Αιτητής, ενώ κρατείτο, υπέβαλε δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση ασύλου. Η μεταγενέστερη αυτή αίτηση έγινε δεχτή στις 16/1/2024.
· Στις 22/2/2024 εκδόθηκε εναντίον του νέο Διάταγμα Κράτησης δυνάμει του Άρθρου 9ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου. Ετοιμάστηκαν και υποβλήθηκαν σημειώματα προς τη Διευθύντρια του ΤΑΠΜ σε σχέση με τη συνέχιση της κράτησης του Αιτητή. Η Διευθύντρια αποφάσισε τη συνέχιση της κράτησης του Αιτητή.
· Στις 30/8/2024 απερρίφθη από την Υπηρεσία Ασύλου το αίτημα του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση επεδόθη στον Αιτητή στις 10/9/2024.
· Στις 27/9/2024 ο Αιτητής καταχώρισε ενώπιον του ΔΔΔΠ την Προσφυγή υπ’ αρ. 3801/2024 εναντίον της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Όπως είναι καλά γνωστό, το προνομιακό ένταλμα της φύσεως Habeas Corpus ad subjiciendum διασφαλίζει την ελευθερία του ατόμου. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Δημητράκης Χατζησάββα (1993) 1 Α.Α.Δ. 102, «Το Habeas Corpus ad subjiciendum είναι προνομιακή διαδικασία για τη διασφάλιση της ελευθερίας του πολίτη. Παρέχει αποτελεσματικό μέσο άμεσης απελευθέρωσης από παράνομη ή αδικαιολόγητη πράξη, είτε στη φυλακή, είτε σε ιδιωτικό χώρο, από αρχή ή ιδιώτη». Απαραίτητη προϋπόθεση για έκδοση του εντάλματος συνιστά η απόδειξη εκ μέρους του αιτούντος του παράνομου της κράτησης ή φυλάκισης (Καλφοπούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 55). Με τη διαδικασία του εντάλματος Habeas Corpus ό,τι επιδιώκεται είναι η διασφάλιση του δικαιώματος της ελευθερίας δια της άμεσης απελευθέρωσης του αιτητή ο οποίος, κατ’ ισχυρισμό τελεί υπό παράνομη κράτηση. Οποτεδήποτε στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας διαπιστώνεται κάτι τέτοιο, το σχετικό διάταγμα εκδίδεται δικαιωματικά και όχι ως θέμα άσκησης διακριτικής εξουσίας, οπότε ο αιτητής αφήνεται ευθύς ελεύθερος (Green v. Home Secretary [1941] 3 All E.R. 388, σελ. 400).
Το Δικαστήριο έχει διεξέλθει με την επιβαλλόμενη προσοχή όσα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι έχουν θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου συμπεριλαμβανομένων και των επιχειρημάτων που ανέπτυξαν τόσο γραπτώς όσο και διά ζώσης.
Η αίτηση για διεθνή προστασία – η δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση - υποβλήθηκε καθ’ ον χρόνο ο Αιτητής κρατείτο στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των Άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105. Η υποβολή της αίτησης για διεθνή προστασία επενεργεί ώστε στην προκείμενη περίπτωση να εφαρμόζονται οι πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 αντί του Κεφ. 105. Γι’ αυτό και η κράτηση του βασίστηκε στις πρόνοιες του Ν. 6(Ι)/2000. Δεν εφαρμόζονται στην προκείμενη περίπτωση οι πρόνοιες του Κεφ. 105 και, ειδικότερα, εκείνες του Άρθρου 18ΠΣΤ(4)(α) για αυτεπάγγελτη επανεξέταση από τον Υπουργό Εσωτερικών κάθε δύο μήνες που ισχύουν στις περιπτώσεις διατάγματος κράτησης δυνάμει του Άρθρου 18ΠΣΤ του Κεφ. 105 (Αναφορικά με τον Sheikh, Πολιτική Αίτηση Αρ. 85/2021, ημερ. 28/6/2021, ECLI:CY:AD:2021:D283).
Όπως προκύπτει, ο Αιτητής, έχοντας πλέον την ιδιότητα του αιτούντος διεθνή προστασία, κρατείται, κατ’ εξαίρεση, με βάση το Άρθρο 9ΣΤ(2)(δ) του Νόμου, εφόσον απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητας του ως αιτητή (εδάφιο 1). Το εδάφιο (2), όμως, θέτει τις προϋποθέσεις με βάση τις οποίες, κατ’ εξαίρεση, μπορεί ο Υπουργός να εκδώσει διάταγμα κράτησης του αιτητή για τους καθοριζόμενους εκεί λόγους.
Το Άρθρο 9ΣΤ(2)(δ) έχει, συναφώς, ως ακολούθως:
«(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(α) ……………………………………………………
(β) ……………………………………………………
(γ) ……………………………………………………
(δ) όταν κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, και ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής٠
(ε) ……………………………………………………
(στ) ……………………………………………………»
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προέκυψε στη βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κρίθηκε ότι υπήρχαν λόγοι να θεωρείται ότι ο Αιτητής είχε υποβάλει την Αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας - τη δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση ασύλου - προκειμένου να καθυστερήσει ή εμποδίσει την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής της.
Περαιτέρω, στο Άρθρο 9ΣΤ(3) καθορίζονται τα εναλλακτικά μέτρα τα οποία ο Υπουργός δύναται να επιβάλει, αντί της κράτησης, ώστε να διασφαλιστεί ο κίνδυνος διαφυγής.
Η προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έκδοση του εντάλματος Habeas Corpus για έλεγχο της νομιμότητας της κράτησης από την άποψη της διάρκειας, που αφορά η υπό κρίση περίπτωση, παρέχεται στο Άρθρο 9ΣΤ(7)(α)(i) του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000 στο οποίο αναφέρεται ότι, «Η διάρκεια κράτησης βάσει του παρόντος άρθρου υπόκειται σε αίτηση για την έκδοση εντάλματος habeas corpus δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Άρθρου». Επισημαίνεται ότι ο έλεγχος της διάρκειας της κράτησης διενεργείται υπό το φως των διατάξεων του Άρθρου 9ΣΤ(4)(α) του Νόμου που προνοεί ότι: «Η κράτηση αιτητή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2)». Ακόμα, στο Άρθρο 9ΣΤ(4)(β) προβλέπεται ότι: «Οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2) εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στον αιτητή δεν δικαιολογούν την συνέχιση της κράτησης».
Όπως προκύπτει, σύμφωνα με το εδάφιο (4)(α) η κράτηση πρέπει να έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και να διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει ο λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2), ήτοι, εν προκειμένω, για όσο διάστημα διαρκεί η διαδικασία επιστροφής προκειμένου να ετοιμαστεί η επιστροφή ή και να διεξαχθεί η διαδικασία απομάκρυνσης κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (2).
Όπως δε αναφέρθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με τον Tombulovi, Πολιτική Αίτηση Αρ. 87/2021, ημερ. 9/6/2021, ECLI:CY:AD:2021:D248:
«Αυτά δε, υπό το πρίσμα πάντοτε του άρθρου 5(1)(στ) της ΕΣΔΑ και του Άρθρου 11.2(στ) του Συντάγματος και της αποκρυσταλλωμένης αρχής ότι το κράτος οφείλει να ενεργεί σε τέτοιες περιπτώσεις καλή τη πίστει με μοναδική πρόθεση την επιδίωξη της απέλασης, επιδεικνύοντας επιμέλεια και ταχύτητα και με σεβασμό προς την αρχή της ελευθερίας και την ανάγκη για «περιορισμούς στον περιορισμό» της ελευθερίας (J.N. v. The United Kingdom, Appl. No. 37289/12, 19 May 2016, R. v. Governor of Durham Prison, Ex-parte Hardial Singh (1984) WLR 704, Mikolenko v. Esthonia, Appl. No. 10664/05, 8.10.2009).»
Επομένως, αντικείμενο για σκοπούς της υπό κρίση Αίτησης είναι η διάρκεια της κράτησης του Αιτητή βάσει του Διατάγματος ημερ. 22/2/2024, το οποίο έχει ως νομική βάση το Άρθρο 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000 και το οποίο βρίσκεται σε ισχύ. Ό,τι, λοιπόν, αξίζει να συζητηθεί στο πλαίσιο της παρούσας είναι το κατά πόσο υφίσταται υπέρβαση του εύλογου χρόνου που απαιτείται για το σκοπό της κράτησης. Σε κάθε περίπτωση η κράτηση είναι επιτρεπτή μόνο στο βαθμό που είναι αναγκαία για τους σκοπούς απέλασης, όπως στην προκείμενη περίπτωση, και πρέπει, βεβαίως, να περιορίζεται στο συντομότερο δυνατό διάστημα, όπως τούτο κρίνεται στα δεδομένα της κάθε υπόθεσης, χωρίς να τίθεται συγκεκριμένο χρονικό όριο. Αν με την πάροδο της εύλογης περιόδου κράτησης δεν καταστεί δυνατή η απέλαση, τότε δεν επιτρέπεται η παράταση της (Αναφορικά με την Αίτηση του Singh, Πολιτική Αίτηση Αρ. 120/2019, ημερ. 25/7/2019, ECLI:CY:AD:2019:D342). Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Essa Morad Khlaief v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1521, ο χρόνος κράτησης «…..δεν μπορεί να θεωρηθεί in abstracto. Πρέπει να συσχετισθεί προς τους λόγους της καθυστέρησης απέλασης και τις υφιστάμενες δυνατότητες διεκπεραίωσης της». (Βλ., επίσης, Fasel v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2016) 1 Α.Α.Δ. 876).
Όπως προκύπτει από τα ενώπιον του Δικαστηρίου τεθέντα στοιχεία και έγγραφα, η διαδικασία απέλασης του Αιτητή έχει, εν προκειμένω, ανασταλεί λόγω της υποβολής στις 15/1/2024 από μέρους του Αιτητή δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης ασύλου και η καθυστέρηση στην απέλαση είναι αποτέλεσμα της εκκρεμότητας της Προσφυγής που αυτός καταχώρισε, ως είχε δικαίωμα να πράξει, ενώπιον του ΔΔΔΠ στις 27/9/2024, με την οποία αμφισβητεί την απορριπτική Απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία δόθηκε στις 30/8/2024. Δεδομένης δε αυτής της εκκρεμότητας, ο Αιτητής δεν μπορεί να απελαθεί αφού έχει την ιδιότητα του αιτούντος διεθνή προστασία. Σύμφωνα με το ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Νόμου 6(Ι)/2000, «"αιτητής" σημαίνει υπήκοο τρίτης χώρας ή ανιθαγενή, ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας και η ιδιότητα αυτή ισχύει για την περίοδο από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης σε σχέση με την αίτηση αυτή·». Περαιτέρω στο ίδιο Άρθρο ο όρος ««τελική απόφαση» σημαίνει απόφαση η οποία ορίζει κατά πόσο ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή ως πρόσωπο στο οποίο παραχωρείται καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Νόμου και – (α) έχει παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για άσκηση προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά της εν λόγω απόφασης, ή (β) ασκήθηκε προσφυγή κατά της εν λόγω απόφασης και εκδόθηκε πρωτόδικη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου επί αυτής». Στην υπό συζήτηση περίπτωση μετά την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή στη δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση ασύλου από την Υπηρεσία Ασύλου στις 30/8/2024 και την άσκηση στη συνέχεια από μέρους του Αιτητή Προσφυγής ενώπιον του ΔΔΔΠ η οποία επί του παρόντος εκκρεμεί, δεν υφίσταται ακόμη «τελική απόφαση».
Ο σκοπός, όμως, της απέλασης του δεν έχει εγκαταλειφθεί παρά μόνο αυτή έχει ανασταλεί ως αποτέλεσμα των πιο πάνω διαβημάτων από μέρους του Αιτητή. Το δε χρονικό διάστημα που παρήλθε, υπό τις περιστάσεις, δεν είναι τέτοιας διάρκειας που να υποδηλοί είτε εγκατάλειψη του σκοπού για τον οποίο κρατείται ο Αιτητής, είτε παράλειψη προώθησής του με τη δέουσα επιμέλεια, ούτε και εντοπίζεται παραβίαση των όποιων δικαιωμάτων του Αιτητή.
Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι ο Αιτητής δεν έχει μέχρι σήμερα απελαθεί, δεν οφείλεται σε οποιεσδήποτε ενέργειες των διοικητικών αρχών.
Έχοντας, λοιπόν, υπόψη όλα όσα έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, την εξέλιξη των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση περίπτωση, τον τρόπο δράσης των αρμοδίων αρχών της Δημοκρατίας σε συνάρτηση με τη συμπεριφορά του ιδίου του Αιτητή, καθώς και το χρόνο που έχει μέχρι σήμερα διαρρεύσει - εννέα περίπου μήνες – δεν διαπιστώνεται η διάρκεια κράτησης του να έχει, υπό τις περιστάσεις, εκφύγει του εύλογου χρονικού διαστήματος.
Εν τέλει, ο Αιτητής δεν απέσεισε το βάρος που έφερε προς απόδειξη ότι η διάρκεια της κράτησης δεν ήταν εύλογη και ότι, ως εκ της διάρκειάς της, κατέστη παράνομη.
Καταληκτικά βρίσκω ότι η νομίμως αρξαμένη κράτηση του Αιτητή συνεχίζει να είναι νόμιμη για σκοπούς απομάκρυνσης του από την Κυπριακή Δημοκρατία. Επομένως, οι αιτιάσεις και τα παράπονα του Αιτητή είναι ανεδαφικά.
Στη βάση των πιο πάνω, η Αίτηση απορρίπτεται, χωρίς έξοδα.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,
Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο