ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 2/2016)
18 Οκτωβρίου, 2024
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
Εφεσείων,
v.
ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ
Εφεσίβλητης.
......................
Ε. Ευσταθίου, για Παπαντωνίου & Παπαντωνίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Α. Ρήγας, για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και
θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης με την οποία επιδικάστηκε υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον του Εφεσείοντα το ποσό των €580.842,90 πλέον τόκος και έξοδα, ως οφειλόμενο υπόλοιπο δυνάμει συμφωνίας για συμμετοχή σε επενδυτικό σχέδιο και απερρίφθη η ανταπαίτηση του τελευταίου. Οι Εφεσίβλητοι καταχώρισαν αντέφεση προσβάλλοντας ως λανθασμένη την εκδοθείσα απόφαση αναφορικά με τον επιδικασθέντα τόκο.
Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, στις 2.9.1999, κατόπιν αίτησης του Εφεσείοντα, οι Εφεσίβλητοι του παραχώρησαν πιστωτικές διευκολύνσεις μέσω τρεχούμενου λογαριασμού μέχρι ΛΚ100.000, με σκοπό τη συμμετοχή του στο σχέδιο Εθνοεπενδυτής. Στις 29.9.1999 ο Εφεσείων διόρισε το χρηματιστηριακό γραφείο Εθνική Χρηματιστηριακή, ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπο του και υπέγραψε σχετικό πληρεξούσιο έγγραφο. Στις 6.4.2000 ο Εφεσείων υπέγραψε έγγραφο ενεχυρίασης τίτλων αξιών προς όφελος των Εφεσίβλητων, ως εξασφάλιση των υποχρεώσεων του έναντι τους. Σύμφωνα πάντα με την έκθεση απαίτησης, κατόπιν νέας αίτησης του Εφεσείοντα, το όριο των πιστωτικών διευκολύνσεων αυξήθηκε σε ΛΚ200.000 στις 14.4.2000 και σε ΛΚ400.000 στις 24.5.2001. Λόγω του ότι ο λογαριασμός παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο εκ ΛΚ349.868,19, οι Εφεσίβλητοι ειδοποίησαν τον Εφεσείοντα να παράσχει περαιτέρω εξασφαλίσεις και, κατόπιν παράλειψης του να το πράξει, στις 28.7.2005 οι Εφεσίβλητοι, με επιστολή τους, τερμάτισαν τις πιστωτικές διευκολύνσεις.
Στην υπεράσπιση του ο Εφεσείων ισχυρίστηκε ότι ο επίδικος λογαριασμός ήταν επενδυτικός και όχι τρεχούμενος και ότι υποχρεώθηκε να υπογράψει την επίδικη συμφωνία, μετά την αγορά από τον υπεύθυνο της Εθνικής Χρηματιστηριακής μετοχών στο όνομα του και εν αγνοία του, με τις διαβεβαιώσεις ότι ο ίδιος δεν θα είχε οποιαδήποτε ζημιά από την εν λόγω αγορά. Προέβαλε επίσης διάφορους ισχυρισμούς αναφορικά με την εγκυρότητα της συμφωνίας συμμετοχής, ήτοι ότι αυτή είναι άκυρη ως αντίθετη με τη δημόσια πολιτική και ότι οι Εφεσίβλητοι παρέβησαν τους όρους της λόγω παράλειψης πώλησης των ενεχυριασμένων μετοχών προς εξόφληση του κατ’ ισχυρισμό χρέους. Αποδίδει σε αυτούς αμέλεια, παράβαση νομίμων υποχρεώσεων, απάτη και ή ψευδείς παραστάσεις αναφορικά με τη λειτουργία και εξόφληση του επίδικου λογαριασμού. Με την ανταπαίτηση, ο Εφεσείων αιτείτο απόφαση ότι η συμφωνία για συμμετοχή στο επενδυτικό σχέδιο, οι συμφωνίες ενεχυρίασης μετοχών και το πληρεξούσιο έγγραφο είναι άκυρες, διαγραφή του κατ’ ισχυρισμό οφειλόμενου χρέους, απόφαση για επιστροφή του ποσού των ΛΚ300.000 που ήταν το περιθώριο εξασφάλισης της επίδικης συμφωνίας και αποζημιώσεις.
Στην απάντηση στην υπεράσπιση και υπεράσπιση στην ανταπαίτηση, οι Εφεσίβλητοι αρνούνται και απορρίπτουν τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα. Ισχυρίζονται ότι η επίδικη συμφωνία και όλα τα έγγραφα υπεγράφησαν κατόπιν επιθυμίας του Εφεσείοντα, είναι καθόλα έγκυρα και ότι αυτοί τήρησαν όλους τους όρους της μεταξύ των μερών συμφωνίας.
Κατά την ακρόαση της υπόθεσης, για τους Εφεσίβλητους κατέθεσε η ΜΕ1, η οποία εργαζόταν στους Εφεσίβλητους, στην υπηρεσία που ασχολείτο με το σχέδιο Εθνοεπενδυτής μέχρι το 1999 και ακολούθως στην υπηρεσία για την ετοιμασία συμφωνιών χρηματοδότησης και για την παρακολούθηση και τον έλεγχο των ειδικών τρεχούμενων λογαριασμών. Ο Εφεσείων ήταν ο μοναδικός μάρτυρας για την πλευρά του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της ΜΕ1 και απέρριψε αυτή του Εφεσείοντα. Δέχθηκε ότι η υπογραφή των υπό αναφορά εγγράφων έγινε νομότυπα, ότι οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν οποιαδήποτε σχέση με την αγοραπωλησία μετοχών, για την οποία λάμβαναν εκ των υστέρων γνώση και ότι ο Εφεσείων λάμβανε τις καταστάσεις λογαριασμού που του αποστέλλονταν. Κατέληξε ότι τυχόν παράβαση των εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας, ζήτημα το οποίο ηγέρθη από τον Εφεσείοντα, δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της συμφωνίας και ότι η καταχώριση της αγωγής αποτελεί εκδήλωση πρόθεσης τερματισμού. Τέλος, επειδή δεν ικανοποιήθηκε ότι ο Εφεσείων παρέλαβε την επιστολή τερματισμού, επιδίκασε νόμιμο τόκο από τις 29.6.2006 επί του οφειλόμενου υπολοίπου. Ως εκ τούτου εξέδωσε απόφαση για το πιο πάνω ποσό με νόμιμο τόκο από τις 29.6.2006 και έξοδα και απέρριψε την ανταπαίτηση.
Ο Εφεσείων προβάλλει συνολικά οκτώ λόγους έφεσης οι οποίοι αφορούν τόσο στην αξιοπιστία των μαρτύρων όσο και στα ευρήματα και νομικά συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Θα τους εξετάσουμε με τη σειρά που θεωρούμε ορθή και όχι κατ΄ ανάγκη με τη σειρά προβολής τους.
Οι λόγοι έφεσης 7 και 8 αφορούν στο ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στην αξιολόγηση των δύο μαρτύρων και έκρινε τη μεν ΜΕ1 αξιόπιστη και τον Εφεσείοντα αναξιόπιστο.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως έχει τονιστεί, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση S.K. Masters Developments Ltd v. Κυρατζής κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 49/2015, ημερ. 22.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:A215, η αξιολόγηση της μαρτυρίας ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και εκεί όπου τα ευρήματα γεγονότων δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη.
Στην απόφαση του, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε με γλαφυρότητα τη μαρτυρία των δύο αυτών μαρτύρων. Δέχθηκε τη μαρτυρία της ΜΕ1 καθότι ήταν «θετική, είχε συνοχή και υποστηριζόταν από τα έγγραφα που παρουσίαζε». Επεσήμανε επίσης ότι η μάρτυρας δεν περιέπεσε σε αντιφάσεις και ότι η αξιοπιστία της δεν κλονίστηκε σε οποιοδήποτε στάδιο κατά την αντεξέταση.
Είναι γεγονός ότι η ΜΕ1 δεν είχε εμπλοκή ούτε και προσωπική γνώση των συνθηκών υπογραφής της επίδικης συμφωνίας ή της αποστολής των καταστάσεων λογαριασμού και επιστολών, πλην όμως, λόγω της ιδιότητας της και των καθηκόντων της, διατηρούσε στην κατοχή και φύλαξη της όλα τα σχετικά έγγραφα που αφορούν στον λογαριασμό του Εφεσείοντα, τα οποία και κατέθεσε. Πράγματι, η μαρτυρία της αναφορικά με την όλη εξέλιξη των γεγονότων επιβεβαιώνεται από τα έγγραφα τα οποία κατέθεσε και ουδέποτε ζητήθηκε η αντεξέταση οποιουδήποτε των μαρτύρων οι οποίοι είχαν άμεση εμπλοκή ή φέρονται να υπογράφουν τα έγγραφα εκ μέρους των Εφεσίβλητων. Περαιτέρω, όπως αναφέρθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η μαρτυρία της παρέμεινε σταθερή και δεν κλονίστηκε σε οποιοδήποτε στάδιο της αντεξέτασης της. Η ίδια ήταν σαφής και σταθερή για τον τρόπο λειτουργίας του επενδυτικού σχεδίου Εθνοεπενδυτής και τον ρόλο των τελευταίων βάσει του σχεδίου και της συμφωνίας, για το οποίο είχε προσωπική γνώση λόγω της ιδιότητας της στους Εφεσίβλητους. Ακόμα έδωσε λογικές και βάσιμες απαντήσεις στις υποβολές του Εφεσείοντα, με αποτέλεσμα να μην εντοπίζουμε οποιοδήποτε πεδίο επέμβασης μας στην αξιολόγηση της μάρτυρος.
Επομένως ο λόγος έφεσης 7 που αφορά στην αξιολόγηση της ΜΕ1 κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Όσον αφορά τον Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε τη μαρτυρία του στη βάση του ότι αυτή «βρίθει από αντιφάσεις» και ότι επρόκειτο για «ένα εντελώς αναξιόπιστο μάρτυρα ο οποίος ήταν διατεθειμένος να κάνει οποιαδήποτε δήλωση για να απαλλαγεί των υποχρεώσεων του». Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στην πιο πάνω θέση του. Συγκεκριμένα επεσήμανε ότι ο Εφεσείων αρνήθηκε σχεδόν τα πάντα και δεν θυμόταν όσα δεν τον σύμφεραν, ενώ ταυτόχρονα περιέγραφε με λεπτομέρεια συνομιλίες και γεγονότα που κατά την άποψη του υποστήριζαν τις θέσεις του. Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι η προσπάθεια του Εφεσείοντα να παρουσιάσει ότι το χρηματιστηριακό γραφείο αγόρασε εκ μέρους και εν αγνοία του μετοχές, τις οποίες αυτός δεν ήταν σε θέση να πληρώσει και έτσι οι Εφεσίβλητοι τον ανάγκασαν να ανοίξει τον επίδικο λογαριασμό για να τις ξοφλήσει, δίδοντας του την υπόσχεση ότι το θέμα θα διευθετείτο σύντομα, παρέμεινε στη σφαίρα των ανυπόστατων ισχυρισμών οι οποίοι δεν υποστηρίζονται από οποιοδήποτε έγγραφο. Μάλιστα το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε και τη στάση του Εφεσείοντα αναφορικά με την πορεία του επίδικου λογαριασμού καθότι εάν ευσταθούσε η θέση του πως ο λογαριασμός ανοίχθηκε παρά τη θέληση του, λογικά αυτός θα αναμενόταν, όταν γινόταν πιστωτικός, να έκλεινε. Αντ’ αυτού ο Εφεσείων ζήτησε αύξηση του πιστωτικού του ορίου, προφανώς για να αυξήσει τα κέρδη του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης εύστοχα επεσήμανε ότι ενώ ο Εφεσείων αμφισβήτησε κατά τη μαρτυρία του πως ζήτησε αύξηση του ορίου, αυτό ήταν παραδεκτό στην υπεράσπιση του και μάλιστα είχε δηλωθεί ως παραδεκτό γεγονός. Παραδεκτό ήταν επίσης ότι υπέγραψε το πληρεξούσιο και το έγγραφο ενεχυρίασης, πλην όμως και πάλι αμφισβήτησε κάτι τέτοιο κατά τη μαρτυρία του.
Ακόμα το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι η αναφορά του Εφεσείοντα για τις συνθήκες υπογραφής της επιστολής έγκρισης του αιτήματος του για το άνοιγμα του λογαριασμού και του εγγράφου ενεχυρίασης, δεν αναφέρονται στο δικόγραφο του και συγκρούονται με τα παραδεκτά γεγονότα που δηλώθηκαν στο Δικαστήριο. Ο ισχυρισμός του ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν αναλάβει τη διαχείριση του λογαριασμού δεν βρίσκει έρεισμα σε οποιοδήποτε έγγραφο ούτε και παρουσιάστηκε τέτοια συμφωνία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαιολογημένα κατέληξε στο εύρημα ότι το άνοιγμα του λογαριασμού έγινε κατόπιν δικών του οδηγιών επισημαίνοντας ότι μέσα από τη μαρτυρία του διεφάνη ότι ο ίδιος ασχολείτο με τέτοιας φύσης επενδύσεις και δεν ήταν ο μοναδικός λογαριασμός που είχε. Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε και στις αντικρουόμενες εκδοχές που έδωσε για τη διαχείριση του λογαριασμού του και τη λήψη των καταστάσεων λογαριασμού.
Με βάση όσα αναφέρονται ανωτέρω, θεωρούμε ότι η αξιολόγηση του Εφεσείοντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο έγινε με επιμέλεια και λαμβάνοντας υπόψη κάθε πτυχή της μαρτυρίας του. Η μαρτυρία του Εφεσείοντα χαρακτηρίζεται από αντιφάσεις και θέσεις οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στη λογική. Ως εκ τούτου, και ο λόγος έφεσης 8 που αφορά στην αξιολόγηση του Εφεσείοντα κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά στο ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τα αντίγραφα των εξουσιοδοτήσεων για τις συναλλαγές που έγιναν από το χρηματιστηριακό γραφείο για λογαριασμό του Εφεσείοντα και οι καταστάσεις λογαριασμού, μηνιαίες και συγκεντρωτική, αποτελούν αποδεκτή μαρτυρία.
Η παρουσίαση των αντιγράφων των εξουσιοδοτήσεων ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι επέτρεπε την αποδοχή αυτής της μαρτυρίας, ενόψει της αναντίλεκτης θέσης της μάρτυρος ότι έψαξαν για τα πρωτότυπα στις αποθήκες των Εφεσίβλητων και δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστούν λόγω καταστροφής τους από πλημμύρα το 2023 και της βεβαίωσης της ότι επρόκειτο για πιστά αντίγραφα. Ενόψει της εν λόγω μαρτυρίας, η αποδοχή των εν λόγω εγγράφων ήταν καθόλα επιτρεπτή με βάση το άρθρο 34(1) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, σύμφωνα με το οποίο είναι δυνατή η προσαγωγή δήλωσης σε αντίγραφο εγγράφου νοουμένου ότι δίδεται επαρκής δικαιολογία για τη μη προσαγωγή του πρωτοτύπου, και εδώ έχει δοθεί μαρτυρία ότι δεν ανευρίσκεται το πρωτότυπο.
Επιπλέον, τόσο οι εξουσιοδοτήσεις όσο και οι καταστάσεις λογαριασμού κατατέθηκαν ως μέρος των τραπεζικών βιβλίων των Εφεσίβλητων. Η δεκτότητα καταχώρισης σε τραπεζικό βιβλίο διέπεται από το άρθρο 22 του Κεφ. 9. Το εν λόγω άρθρο δεν απαιτεί την παρουσίαση πιστοποιητικού το οποίο απαιτείται από το άρθρο 35 του ιδίου Νόμου και το οποίο αφορά στη δεκτότητα εγγράφου ως μέρος αρχείου δημόσιας ή εκκλησιαστικής αρχής.
Η μαρτυρία της ΜΕ1 ικανοποιούσε πλήρως τα όσα απαιτούνται από το άρθρο 22 και επομένως οι καταστάσεις λογαριασμού ήταν αποδεκτή μαρτυρία ως προς το περιεχόμενο τους. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Ιωαννίδης κ.ά. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1491 και Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρος Χαριλάου Λτδ κ.ά. (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 479, στις οποίες εξετάστηκαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 22.
Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι τα εν λόγω έγγραφα αποτελούσαν αποδεκτή μαρτυρία ως προς το περιεχόμενο τους. Ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων θεωρεί λανθασμένη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο τερματισμός του επίδικου λογαριασμού δεν ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για τη νομιμοποίηση των Εφεσίβλητων να καταχωρίσουν την υπό κρίση αγωγή.
Το ζήτημα απασχόλησε στην υπόθεση Καλλικάς v. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238 η οποία αφορούσε επενδυτικό λογαριασμό. Ο όρος 5 της υπό κρίση συμφωνίας είναι σχεδόν πανομοιότυπος με τον όρο 4 της εκεί επίδικης συμφωνίας. Ο όρος 5 προνοεί τα εξής:
«Η ΤΡΑΠΕΖΑ δικαιούται κατά την απόλυτη κρίση της, οποτεδήποτε θελήσει και χωρίς οποιαδήποτε προειδοποίηση προς τον ΕΠΕΝΔΥΤΗ να τερματίσει τη λειτουργία οποιουδήποτε λογαριασμού και να καταστήσει απαιτητές όλες τις πιστωτικές διευκολύνσεις και να ζητήσει αμέσως από τον ΕΠΕΝΔΥΤΗ την πληρωμή όλων των οφειλόμενων ποσών και περαιτέρω να προβαίνει σε εκποίηση των προς αυτήν ενεχυριασμένων μετοχών.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθησε τα όσα αναφέρθηκαν στην Καλλικάς (ανωτέρω), ήτοι ότι αυτή δεν αποτελεί πρόνοια ότι η συμφωνία πρέπει να τερματιστεί γραπτώς. Η συμφωνία προέβλεπε για τερματισμό χωρίς προειδοποίηση.
Ως εκ τούτου και ο πρώτος λόγος απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Οι λόγοι έφεσης 2 και 3 αφορούν στο ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως οι Εφεσίβλητοι δεν ήταν υπόλογοι στη σφαίρα του αστικού δικαίου προς τον Εφεσείοντα λόγω παράλειψης επεξήγησης σε αυτόν των εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας και μη συμμόρφωσης της Εφεσίβλητης με αυτές με το κλείσιμο του επίδικου λογαριασμού.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα επισημαίνοντας ότι η πρώτη εγκύκλιος της Κεντρικής Τράπεζας επί του θέματος ημερ. 12.7.1999 η οποία εκδόθηκε πριν το άνοιγμα του επίδικου λογαριασμού μιλούσε μόνο για περιορισμό των δανείων που δίνονταν για επενδύσεις και αύξηση του περιθωρίου ασφαλείας. Επομένως δεν έθετε οποιαδήποτε απαγόρευση ούτε και περιείχε πρόνοια για τερματισμό των υφιστάμενων δανείων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά επεσήμανε ότι οι υπόλοιπες εγκύκλιοι ήταν μεταγενέστερες του ανοίγματος του επίδικου λογαριασμού και, εν πάση περιπτώσει αρχικώς καλούσαν τις τράπεζες να σταματήσουν την παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων για σκοπούς επενδύσεων στο Χρηματιστήριο και έξι μήνες αργότερα κατάργησαν αυτή την απαγόρευση. Επομένως, η πρώτη εγκύκλιος προνοούσε μόνο για περιορισμό των εν λόγω δανείων και ήταν ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι υπόλοιπες εγκύκλιοι δεν επηρέαζαν αναδρομικά τη νομιμότητα της συμφωνίας, με παραπομπή στην υπόθεση Γιάλλουρου v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ κ.ά. (20110 1(Γ) Α.Α.Δ. 1635 η οποία επιβεβαιώνει αυτή την αρχή,
Ορθή ήταν και η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας δεν διαμορφώνουν δημόσια πολιτική και ότι τυχόν παραβίαση τους δεν οδηγεί αυτόματα σε ακύρωση οποιασδήποτε συμβατικής πράξης, όπως αποφασίστηκε στις υποθέσεις Συρίμη v. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακή Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1131, Μαρκίδης v. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 324 και Καλλικάς (ανωτέρω).
Η υπόθεση S. Kyriacou Euromarket Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (1997) 4(Ε) Α.Α.Δ. 3201, στην οποία παρέπεμψε ο Εφεσείων δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση καθότι εκείνη αφορούσα εγκύκλιο από διοικητική αρχή στο πλαίσιο του διοικητικού δικαίου. Το υπό εξέταση ζήτημα έχει αποκρυσταλλωθεί με τις προαναφερόμενες αποφάσεις.
Επομένως και οι λόγοι έφεσης 2 και 3 κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Με τους λόγους έφεσης 4 και 6, αποδίδεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αγνόησε πως οι Εφεσίβλητοι δεν άσκησαν το δικαίωμα πώλησης των μετοχών προς μείωση της ζημιάς τους και επομένως παραιτήθηκαν από το δικαίωμα τους να διεκδικούν οτιδήποτε από τον Εφεσείοντα.
Ήταν ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν αναλάβει τη διαχείριση του επίδικου λογαριασμού και δεν είχαν σχέση με την αγοραπωλησία μετοχών. Ο όρος 7 της επίδικης συμφωνίας έδιδε το δικαίωμα στους Εφεσίβλητους να προβούν σε πώληση όλων ή μέρους των αξιών όταν η αγοραία αξία τους και της τυχόν κατάθεσης μετρητών ήταν κατώτερη του 120% του ορίου ή του υπολοίπου των πιστωτικών διευκολύνσεων.
Παρόμοιος όρος έτυχε ερμηνείας στις υποθέσεις Καραγιάννης κ.ά. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2379, Μάτση v. Ellinas Finance Ltd (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2400 και Ζερβού v. Euroinvestment & Finance Public Ltd (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 668 στις οποίες λέχθηκε ότι η μόνη υποχρέωση του ενεχυροδανειστή, όπως ήταν εδώ οι Εφεσίβλητοι, σε περίπτωση που αποφασίσει να ασκήσει το δικαίωμα πώλησης, είναι να το πράξει επιδεικνύοντας εύλογη επιμέλεια ώστε να εξασφαλίσει την τιμή της αγοράς, τη δεδομένη στιγμή.
Οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν υποχρέωση να ασκήσουν το δικαίωμα πώλησης των ενεχυριασμένων μετοχών, αλλά μπορούσαν να αποφασίσουν εάν και πότε θα το έκαναν, ούτε και είχαν υποχρέωση να ασκήσουν αυτό το δικαίωμα ούτως ώστε να μην προκληθεί ζημιά στον Εφεσέιοντα. Σχετική επί τούτου είναι η υπόθεση Ανδρέου v. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 740.
Εν πάση περιπτώσει, δεν είχε προσφερθεί μαρτυρία για την αξία των μετοχών η οποία να καταδείκνυε ότι η αξία τους ήταν τέτοια που κάλυπτε το οφειλόμενο υπόλοιπο, ούτως ώστε να ήθελε θεωρηθεί πως οι Εφεσίβλητοι είχαν υποχρέωση πώλησης αυτών κατ’ εκείνο το χρονικό σημείο - βλ. Συρίμη και Καλλικάς (ανωτέρω).
Ως εκ τούτου και οι λόγοι έφεσης 4 και 6 απορρίπτονται.
Με τον ένατο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ερμηνεύσει και εφαρμόσει τους περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμους των 1996 έως 2016. Ειδικότερα, ο Εφεσείων προβάλλει τον γενικό ισχυρισμό πως το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι η επίδικη συμφωνία περιείχε καταχρηστικές ρήτρες οι οποίες δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και έθεταν σημαντική ανισορροπία μεταξύ των μερών αναφορικά με το δικαίωμα εξάσκησης πώλησης των μετοχών και ετεροβαρείς υποχρεώσεις προς τον Εφεσείοντα.
Με βάση την αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα και κυρίως τις συνθήκες υπογραφής της επίδικης συμφωνίας, θεωρούμε αυτόν τον λόγο αβάσιμο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως οι Εφεσίβλητοι ουδέποτε πίεσαν και ή εξανάγκασαν και ή προέτρεψαν τον Εφεσίβλητο να ανοίξει τον επίδικο λογαριασμό. Ο τελευταίος ήταν γνώστης των χρηματιστηριακών θεμάτων και διατηρούσε και άλλους λογαριασμούς κατά τον επίδικο χρόνο.
Ο ένατος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με βάση όσα αναφέρονται ανωτέρω, και ο δέκατος λόγος έφεσης που αφορά στην απόρριψη της ανταπαίτησης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Αναφορικά με την αντέφεση, αυτή περιορίζεται στο θέμα του επιδικασθέντος τόκου. Με τους τέσσερις πρώτους λόγους προσβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε νόμιμο τόκο αντί είτε αυτόν που αναφερόταν στην επιστολή τερματισμού είτε αυτόν που αναφερόταν στην επίδικη συμφωνία και μάλιστα χωρίς να δώσει επαρκή αιτιολογία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αρκέστηκε στην επιδίκαση νόμιμου τόκου εφόσον δεν είχε ικανοποιηθεί ότι ο Εφεσείων είχε λάβει την επιστολή τερματισμού στην οποία καθοριζόταν το επιτόκιο σε 11,5%. Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η επιστολή τερματισμού δεν παραλήφθηκε από τον Εφεσείοντα δεν αποτελεί αντικείμενο έφεσης ή αντέφεσης.
Ανεξαρτήτως του εν λόγω ευρήματος, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε τους όρους της επίδικης συμφωνίας αναφορικά με τον τόκο. Συγκεκριμένα, στον όρο 4 αναφέρεται ότι οποιοδήποτε χρεωστικό υπόλοιπο θα φέρει τόκο προς 8% ετησίως και ότι σε περίπτωση που το εν λόγω επιτόκιο ήθελε τροποποιηθεί είτε με Νόμο είτε με απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας είτε άλλως πως, τότε το τροποποιηθέν επιτόκιο θα υποκαθιστά αυτομάτως αυτό που προνοείται στη συμφωνία, εκτός αν οι Εφεσίβλητοι ήθελαν αποφασίσει άλλως πως. Στον όρο 5 της συμφωνίας αναφέρεται ότι από την ημερομηνία τερματισμού, ο λογαριασμός θα χρεώνεται με τόκο προς 9% ή με το ανώτατο επιτρεπόμενο υπό του Νόμου ή άλλως πως καθοριζόμενο ανώτατο επιτόκιο.
Η ΜΕ1 έδωσε μαρτυρία και κατέθεσε τις σχετικές δημοσιεύσεις στον τύπο αναφορικά με το ποσοστό του επιτοκίου, όπως αυτό μεταβαλλόταν και ίσχυε από την 1.1.2001 μέχρι και την ημερομηνία της επιστολής τερματισμού. Αυτή η μαρτυρία για τη διακύμανση του επιτοκίου παρέμεινε αναντίλεκτη και ως τέτοια έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Επομένως, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά δέχθηκε το οφειλόμενο υπόλοιπο με τον τόκο, όπως περιέχεται στις καταστάσεις λογαριασμού μέχρι και την ημερομηνία της επιστολής τερματισμού. Από τη στιγμή που ο Εφεσείων δεν έλαβε την επιστολή τερματισμού, τότε με βάση τη συμφωνία και ελλείψει μαρτυρίας ως προς το ύψος του επιτοκίου, το επιτόκιο παρέμενε το ίδιο προς 6.25% ως ήταν κατά την εν λόγω ημερομηνία. Με την καταχώριση της αγωγής η οποία συνιστά τερματισμό της συμφωνίας, οι Εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα να αυξήσουν το επιτόκιο από 6.25% σε 11.5% από την εν λόγω ημερομηνία μέχρι εξοφλήσεως, ως η αξίωση τους. Και τούτο καθότι αυτή η χρέωση ήταν επιτρεπτή με βάση τους περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμους του 1999 έως 2015. Ο δε τόκος χρεώνεται επί του οφειλόμενου κατά την εν λόγω ημερομηνία υπολοίπου το οποίο ήταν €349.868,19.
Επομένως, θεωρούμε εσφαλμένη την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο να επιδικάσει νόμιμο τόκο από τις 29.6.2006.
Οι λόγοι αντέφεσης 1-4 επιτυγχάνουν.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιτρέψει κεφαλαιοποίηση δύο φορές ετησίως. Η κεφαλαιοποίηση προνοείται στον όρο 4 της συμφωνίας και ουδεμία αιτιολογία παρέχεται στην απόφαση γι’ αυτή την παράλειψη. Θεωρούμε ότι οι Εφεσίβλητοι δικαιούνται σε αυτή την κεφαλαιοποίηση.
Ο λόγος αντέφεσης 5 επιτυγχάνει.
Η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται ούτως ώστε επί του επιδικασθέντος ποσού των €349.868,19 επιδικάζεται τόκος προς 6.25% από τις 28.7.2005 μέχρι και τις 2.11.2005 και τόκος προς 11.5% από τις 3.11.2005 μέχρι εξοφλήσεως, με κεφαλαιοποίηση δύο φορές ετησίως, κάθε 15η Ιουνίου και 15η Δεκεμβρίου εκάστου έτους, μέχρι εξοφλήσεως.
Ενόψει της πλήρους αποτυχίας της έφεσης και της επιτυχίας της αντέφεσης, κρίνουμε ορθό όπως τα έξοδα έφεσης και αντέφεσης τα οποία καθορίζουμε στο ποσό των €6.500 επιδικάζονται υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον του Εφεσείοντα, πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο