ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 21/2024)
23 Οκτωβρίου, 2024
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ.151/2024
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤA ΑΡΘΡA 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2016/343/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, ΤΗΣ 9ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ 2016, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΠΤΥΧΩΝ ΤΟΥ ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ, ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟ ΚΕΦ.155 ΑΡΘΡΑ 3Α ΚΑΙ 3Β
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Γ.Γ. ΜΕ Α.Δ.Τ. [ ], ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΤΗΝ 19/07/2024 ΠΟΥ ΑΠΕΡΡΙΨΕ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΓΙΑ ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΣΤΙΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙ
............................
Γ. Πολυχρόνης, για Γιάννης Πολυχρόνης ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Εφεσείοντας, παρών.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Δαυίδ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΑΥΙΔ, Δ.: Στις 19.07.2024, Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (κατώτερο Δικαστήριο), απέρριψε αίτηση του Εφεσείοντα για απαλλαγή του από τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει στην Ποινική Υπόθεση Αρ.10081/2022, ως επίσης, για διακοπή και/ή απόρριψη της εν λόγω ποινικής υπόθεσης. Αίτημα, που εδραζόταν σε ισχυριζόμενη κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και/ή παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας του ιδίου, ως κατηγορούμενου και του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος του για δίκαιη δίκη, ως αποτέλεσμα δημόσιων δηλώσεων Δημόσιων Αρχών ή και αξιωματούχων του κράτους.
Ακολούθησε αίτηση του Εφεσείοντα (Πολιτική Αίτηση Αρ.151/2024), για χορήγηση άδειας προς καταχώριση διά κλήσεως αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, προς ακύρωση της ως άνω απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου, η οποία, στις 09.09.2024, απορρίφθηκε από Δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου, στην πρωτοβάθμια του δικαιοδοσία. Αδελφή Δικαστής η οποία επιλήφθηκε της αίτησης για παραχώρηση της σχετικής άδειας, αφού αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν τη διαδικασία έκδοσης εντάλματος Certiorari, έκρινε ότι οι λόγοι που ο Εφεσείων πρόβαλε, δεν καταδείκνυαν επαρκή λόγο για την χορήγηση της αιτούμενης άδειας. Το κατώτερο Δικαστήριο, σημείωσε, δεν φαίνεται να υπερέβη τη δικαιοδοσία του, ή να ενήργησε υπό πλάνη ή να αποστέρησε το δικαίωμα του Αιτητή να ακουστεί επί της αίτησης του, ούτως ώστε να δικαιολογείται η παρέμβαση του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της προνομιακής του δικαιοδοσίας. Περαιτέρω, παραπέμποντας σε σχετική με το ζήτημα νομολογία, υπέδειξε ότι από τη στιγμή που ζητήματα παραβίασης συνταγματικών δικαιωμάτων και δίκαιης δίκης, μπορούν να εγερθούν και να αποτιμηθούν στο πλαίσιο του συνόλου της κυρίως δίκης και υπό το πρίσμα του συνόλου της μαρτυρίας, η διαδικασία που ο Εφεσείων επέλεξε για την προσβολή της ενδιάμεσης απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου, είναι ακατάλληλη.
Η υπό συζήτηση Έφεση στρέφεται εναντίον της ως άνω απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου (Πρωτόδικο Δικαστήριο), με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του Εφεσείοντα για εξασφάλιση άδειας για καταχώρηση σχετικής, δια κλήσεως αίτησης.
Για σκοπούς πληρέστερης κατανόησης των ζητημάτων που απασχολούν στην παρούσα, ως έχουν οριοθετηθεί από τον Εφεσείοντα με τον μοναδικό λόγο έφεσης που προωθεί, κρίνεται χρήσιμη η παράθεση, αδρομερώς και στο βαθμό που ενδιαφέρουν για σκοπούς της παρούσας, των γεγονότων που την περιβάλλουν. Ως αναδύεται από όσα τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου, ο Εφεσείων, κατηγορούμενος στην ως άνω ποινική υπόθεση, είχε διοριστεί από τον τότε Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, από το 2013, στη θέση του Επιτρόπου Εθελοντισμού και Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων. Κατόπιν καταγγελίας από τον Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας για κατ’ ισχυρισμό διάπραξη από την πλευρά του αδικημάτων πλαστογραφίας, ξεκίνησαν διάφορα δημοσιεύματα σχετικά με την εν λόγω καταγγελία και εναντίον του ιδίου, έκτοτε, ένας προπηλακισμός από δημόσιες δηλώσεις Δημόσιων Αρχών και αξιωματούχων του Κράτους, παρουσιάζοντας τον, πριν καν δικαστεί, ως ένοχο ποινικών αδικημάτων πλαστογραφίας και διαφθοράς. Τα πιο πάνω, κατά τον Εφεσείοντα, παραβίασαν το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη και το τεκμήριο της αθωότητας του, μέχρι απόδειξης της ενοχής του από αρμόδιο ποινικό Δικαστήριο. Προς τούτο, στο πλαίσιο της ως άνω ποινικής υπόθεσης που καταχωρήθηκε εναντίον του, προώθησε, στις 14.11.2023, αίτηση για διακοπή της δικαστικής διαδικασίας, απόρριψη του σχετικού κατηγορητηρίου και απαλλαγή του από την ως άνω ποινική υπόθεση που αντιμετωπίζει. Το κατώτερο Δικαστήριο, απέρριψε το διάβημα, σημειώνοντας ότι δεν υπήρχε το αναγκαίο, κοινώς αποδεκτό υπόβαθρο γεγονότων, δυνάμει του οποίου θα μπορούσε να αποφασίσει επί της αίτησης. Έκρινε, πως σε εκείνο το στάδιο, χωρίς να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία αναφορικά με το πλαίσιο και τις περιστάσεις εντός των οποίων έγινε η εκάστοτε δήλωση, ούτε τέθηκε υπόψη του το σύνολο της μαρτυρίας που περιβάλλει την περίπτωση, τόσο από την πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής όσο και ενδεχομένως από την Υπεράσπιση, το Δικαστήριο, δεν θα μπορούσε να καταλήξει κατά πόσο υπήρξε δυσμενής επηρεασμός του Εφεσείοντα, παραβίαση του δικαιώματος του για δίκαιη δίκη και κατάχρηση της διαδικασίας.
Ο Εφεσείων, με τον μοναδικό λόγο έφεσης που προωθεί, υποστηρίζει ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση. Ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, σημειώνει, υπήρχε το απαραίτητο πραγματικό και αποδεικτικό υπόβαθρο για την εξέταση της αίτησης επί της ουσίας. Στο βαθμό δε που η απόρριψη της αίτησης του από το τελευταίο, εδραζόταν στην αιτιολογία ότι ήταν πρόωρη ή/και ότι ο Εφεσείων όφειλε να αποδείξει τον ισχυριζόμενο δυσμενή επηρεασμό του στο πλαίσιο της δίκης, η απόφαση έπασχε από προφανή πλάνη νόμου ή/και υπέρβαση δικαιοδοσίας. Αποτελεί επίσης θέση του, πως η «ερμηνεία» του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι: «ζητήματα παραβίασης συνταγματικών δικαιωμάτων και δίκαιης δίκης αποτιμούνται στο πλαίσιο του συνόλου της ποινικής διαδικασίας», απολήγει ουσιαστικά να μην υπάρχει αποτελεσματικό ένδικο μέσο ή και θεραπεία για την προσβολή του τεκμηρίου της αθωότητας ενός υπόπτου ή και κατηγορουμένου, αντίθετα με τις απαιτήσεις του άρθρου 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αλλά και προνοιών της Οδηγίας 2016/343/ΕΕ, για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας.
Με την πολυσέλιδη, γραπτή του αγόρευση, ο συνήγορος του Εφεσείοντα επανέλαβε και σε κάποιο βαθμό επιχείρησε να εξειδικεύσει την αιτιολογία που προκρίνει προς υποστήριξη του προβαλλόμενου λόγου έφεσης. Ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, υποστηρίζει, τέθηκε το αναγκαίο πραγματικό υπόβαθρο, τόσο σε έντυπη όσο και ηλεκτρονική μορφή, επιτρέποντας στο τελευταίο να επιληφθεί της αίτησης επί της ουσίας, δικαιολογώντας, κατά τη θέση του, την αιτούμενη παρέμβαση του Δικαστηρίου, για σκοπούς αποτελεσματικής προστασίας του τεκμηρίου της αθωότητας του Εφεσείοντα. Αποτελεί θέση του ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να ικανοποιηθεί ότι έχει καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση, για την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας. Παράλληλα, υποστηρίζει ότι αποτελεί έκδηλη πλάνη νόμου και/ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, η υπόδειξη από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, επιδοκιμάζοντας την προσέγγιση του κατώτερου Δικαστηρίου επί του θέματος, ότι ζητήματα παραβίασης συνταγματικών δικαιωμάτων και γενικότερα των αρχών της δίκαιης δίκης, όπως αυτά διασφαλίζονται τόσο στο Σύνταγμα όσο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αλλά και Ευρωπαϊκή νομοθεσία (Βλ. Οδηγία 2016/343/ΕΕ), αποτιμώνται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης και υπό το πρίσμα του συνόλου της μαρτυρίας. Προσέγγιση, υποδεικνύει, που ουσιαστικά εισαγάγει επιπρόσθετο όρο για την ενεργοποίηση της αποτελεσματικής προστασίας του τεκμηρίου της αθωότητας του Εφεσείοντα, παραβιάζοντας το γράμμα και το πνεύμα της Οδηγίας 2016/343/ΕΕ.
Ως αναδύεται από την διαχρονική και καλά εδραιωμένη νομολογία των Δικαστηρίων μας, τα Προνομιακά Εντάλματα, ως κατάλοιπο της εξουσίας του Ανώτατου Δικαστηρίου για έλεγχο των κατώτερων Δικαστηρίων, χορηγούνται κατ' εξαίρεση. Πρόκειται για δικαιοδοσία που ασκείται με ιδιαίτερη φειδώ. Παρέχεται κατά προνόμιο, όπου από το πρακτικό του κατώτερου Δικαστηρίου διαφαίνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη ή μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (βλ. Σύγγραμμα Π. Αρτέμη «Προνομιακά Εντάλματα, Αρχές και Υποθέσεις», σελ. 109 κ.ε., Αναφορικά με την Αίτηση του Α. Κωνσταντινίδη (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1298 και Perrella (Αρ.2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692).
Η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα, δεν έχει ως αντικείμενο την ορθότητα των αποφάσεων κατώτερων Δικαστηρίων, ούτε τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρεια τους. Ό,τι ενδιαφέρει, είναι η νομιμότητα των ελεγχόμενων ενεργειών, η σύννομη δηλαδή άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου. Μια προνομιακή διαδικασία ως η υπό συζήτηση, δεν συνιστά υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας διαδικασίας και μέσο για τον έλεγχο της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων Δικαστηρίων. Περαιτέρω, μέσω της συγκεκριμένης, προνομιακής του δικαιοδοσίας, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τους χειρισμούς, ούτε τη διαδικασία και πρακτική που ακολουθήθηκε από το κατώτερο Δικαστήριο. Ακόμα και στην περίπτωση που το Δικαστήριο έχει λανθασμένα αντιληφθεί και ερμηνεύσει ένα νομοθέτημα ή αποδέχθηκε παράνομη μαρτυρία, αυτό διορθώνεται κατ’ έφεση και όχι μέσω Προνομιακών Ενταλμάτων (βλ. μεταξύ άλλων: Αναφορικά με την αίτηση των Junport International Limited κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 321/2017, ημερ. 2/4/2018, ECLI:CY:AD:2018:A145, Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 42, Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116 και Αναφορικά με την Bank of Cyprus Public Company Ltd, Πολ. Έφ. 12/21, ημερ. 06.04.2021). Aκόμη και αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση σε σχέση με ζήτημα που εγείρεται από αιτητή, ως κατ’ επανάληψη έχει διακηρυχθεί, όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, (συνήθως αυτό της έφεσης) τέτοια άδεια δεν δίδεται, εκτός και αν καταδειχθούν, με επάρκεια, εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον πιο πάνω κανόνα (Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Hellenger Trading Ltd (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1965, xxx Μαρκίδης κ.α (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 552, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α. (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 878 και Ευδόκας (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 3018).
Επανερχόμενοι στην υπό συζήτηση περίπτωση, διαπιστώνεται ότι το κατώτερο Δικαστήριο με την ενδιάμεση απόφαση του, ημερομηνίας 19.7.2024, δεν απέκλεισε τη συζήτηση των ζητημάτων που η πλευρά του Εφεσείοντα επιχείρησε να προωθήσει μέσω της αίτησης, ημερομηνίας 14.11.2023. Ούτε στέρησε από την πλευρά του Εφεσείοντα μια τέτοια προοπτική. Αντίθετα, ρυθμίζοντας ουσιαστικά την ενώπιον του διαδικασία, παραπέμποντας ταυτόχρονα, επί τούτου, σε καλά εδραιωμένη νομολογία των Δικαστηρίων μας, υπέδειξε πως τα ως άνω ζητήματα παρέχεται η δυνατότητα να αποτελέσουν αντικείμενο συζήτησης και δικαστικής κρίσης, στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης (Αστυνομία v. Φάντη κ.α. (1994) 2 Α.Α.Δ 160, Γεωργιάδη v. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 1 και Αθανάση v. Δημοκρατίας (2016) 2(Β) Α.Α.Δ. 867).
Με δεδομένο ότι το κατώτερο Δικαστήριο λειτούργησε εντός των πλαισίων της δικαιοδοσίας του, δεν βλέπουμε πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο, στο πλαίσιο πάντα του ελέγχου νομιμότητας που προβαίνει σε διαδικασίες του είδους, θα μπορούσε ουσιαστικά να αντικαταστήσει την κρίση του κατώτερου Δικαστηρίου για το ζήτημα, υποκαθιστώντας την. Σημειώνουμε, φορτικά ίσως, ότι η προνομιακή διαδικασία τύπου Certiorari, δεν συνιστά υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας διαδικασίας και μέσο για τον έλεγχο της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων Δικαστηρίων.
Στην Στυλιανού (2015) 1(Β) Α.Α.Δ 1382, με παραπομπή σε παλαιότερες επί του ζητήματος αποφάσεις, έγινε ειδικότερη αναφορά στις περιπτώσεις που δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου, σε εφέσεις για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων. Παρέχεται αυτή η δυνατότητα, στις περιπτώσεις:
«(α) Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.
(β) Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 A.A.Δ. 710).
(γ) Όπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd ν. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892). »
Στην υπό συζήτηση περίπτωση, δεν φαίνεται να συντρέχει οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την αιτούμενη παρέμβαση του Εφετείου. Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και η συνακόλουθη κρίση του επί του αιτήματος για χορήγηση σχετικής άδειας, δεν εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις ως άνω περιπτώσεις.
Γίνεται κατανοητό, ότι η πλευρά του Εφεσείοντα, επιχείρησε να προωθήσει τη θέση ότι οι πρόνοιες της Οδηγίας 2016/343/ΕΕ, σε συνδυασμό με όσα τέθηκαν ήδη υπόψη του Δικαστηρίου, όχι μόνο επιτρέπουν αλλά και επιβάλλουν την άμεση εξέταση των θεμάτων που ήγειρε με την αίτηση του ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου. Ενόψει τούτου, προκρίνεται, το Πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να ικανοποιηθεί ότι ενώπιον του, είχε καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση που επέτρεπε την χορήγηση της αιτούμενης άδειας.
Με κάθε σεβασμό προς την εισήγηση του ευπαίδευτου δικηγόρου του Εφεσείοντα, διαφωνούμε με την ως άνω προσέγγιση και τον απόλυτο τρόπο που τίθεται από την πλευρά του το ζήτημα. Ό,τι με σαφήνεια υποδεικνύεται στην ως άνω Οδηγία, στοχεύοντας πάντα στην ενίσχυση των δικαιωμάτων που εδώ απασχολούν (βλ. Άρθρα 3, 4, 10 και 13 της Οδηγίας 2016/343/ΕΕ), είναι ότι προέχει η αναγκαιότητα διασφάλισης του τεκμηρίου της αθωότητας σε περίπτωση παραβίασης του από δημόσιες αναφορές και δημόσιες δηλώσεις Δημοσίων Αρχών, με την διάθεση εκ μέρους των κρατών Μελών της Ένωσης, κατάλληλων και αποτελεσματικών ένδικων μέσων προστασίας. Στην υπό συζήτηση περίπτωση, δεν βλέπουμε πως δικαιολογείται η παρέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατ’ ενάσκηση μάλιστα της προνομιακής του Δικαιοδοσίας, για ζητήματα που με βάση πρόνοιες σχετικής νομοθεσίας και καλά εδραιωμένης νομολογίας, υπάρχουν ήδη στη διάθεση του Εφεσείοντα ένδικα μέτρα προστασίας, καθόλα αποτελεσματικά, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση, δυνάμενα μάλιστα, στην περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας, να απολήξουν ακόμα και σε κατάργηση της δίκης σε περίπτωση που διαπιστωθεί παραβίαση των σχετικών δικαιωμάτων, ως αυτά περιγράφονται και διασφαλίζονται τόσο στο Σύνταγμα όσο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αλλά και την Οδηγία 2016/343/ΕΕ.
Ούτε η συγκεκριμένη Οδηγία, φαίνεται να διαφοροποιεί ή να επηρεάζει, επί της ουσίας, την καλά εδραιωμένη νομολογία των Δικαστηρίων μας σε σχέση με την αναγκαιότητα προστασίας του τεκμηρίου της αθωότητας ενός υπόπτου ή κατηγορούμενου και γενικότερα του δικαιώματος οποιουδήποτε πολίτη για δίκαιη δίκη. Ζητήματα που ως διακηρύχτηκε και από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνονται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης και αφού το Δικαστήριο έχει την ευκαιρία να συνεκτιμήσει το σύνολο των στοιχείων και της μαρτυρίας που θα τεθεί υπόψη του. Ως υποδεικνύεται άλλωστε στις υποθέσεις Konstas v. Greece, Προσφυγή Αρ.53466/2007, ημερ. 24.05.2011 και Σαββαΐδου v. Ελλάδας, Προσφυγή 58715/2015, ημερ. 31.01.2023, στο λόγο των οποίων παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, το Δικαστήριο, για να καταλήξει επί του συζητούμενου, λαμβάνει υπόψη, το πλαίσιο των ειδικότερων περιστάσεων κάτω από τις οποίες έγινε μια δήλωση, την ιδιότητα του προσώπου και το στάδιο στο οποίο βρίσκεται μια διαδικασία.
Τα πιο πάνω, βέβαια, πέραν και ανεξάρτητα από την επισήμανση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία και συμπλέουμε, ότι τα ζητήματα και οι θεματικές που προτάσσονται μέσω της αίτησης της πλευράς του, όπως και η ορθότητα της κρίσης του κατώτερου Δικαστηρίου, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης.
Συνακόλουθα, στη βάση όλων όσων πιο πάνω έχουν αναφερθεί, καθίσταται σαφές ότι, στην υπό συζήτηση περίπτωση, δεν δικαιολογείται η αιτούμενη παρέμβαση μας, προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.
Η έφεση απορρίπτεται.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
/κβπ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο