ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 4/24)
18 Οκτωβρίου, 2024
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 190/2023.
ΥΠΟ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΕΩΣ (ΑΡ.3) ΤΟΥ 2022.
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ 2018 ΚΑΙ 2023.
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Μ. Ρ., ΕΚ ΛΕΜΕΣΟΎ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI.
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 19/09/2023 ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΛΥΟΜΕΝΗΣ ΟΙΚΙΑΣ ΣΤΗ ΛΕΜΕΣΟ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 27 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ. 155 ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 29(3) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΚΑΙ ΨΥΧΟΤΡΟΠΩΝ ΟΥΣΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1977 (Ν/29/1977).
...............
Σ. Αγγελίδης, Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας μαζί με Χ. Καραολίδου (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας Α και Μ. Μασούρα (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Α. Χρίστου μαζί με κ.κ. Ν. Ζένιου και Μ. Καζάκο, για Α. Χρίστου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και
θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης με την οποία εκδόθηκε προνομιακό ένταλμα Certiorari με το οποίο ακυρώθηκε το ένταλμα έρευνας της οικίας του Εφεσίβλητου ημερ. 19.9.2023 σε σχέση με τη διερεύνηση των αδικημάτων της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, της παράνομης κατοχής και της παράνομης κατοχής με σκοπό την προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α και Β.
Η προσβαλλόμενη απόφαση είχε ακολουθήσει τη δική μας απόφαση στην Αναφορικά με την Αίτηση του Μ. Ρ., Πολ. Έφ. Αρ. 13/2023, ημερ. 21.12.2023, με την οποία παραμερίστηκε η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και χορηγήθηκε άδεια για καταχώριση δια κλήσεως αίτησης για την έκδοση Certiorari. Στην προσβαλλόμενη απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι από την ένορκη δήλωση που συνόδευε το αίτημα της Αστυνομίας για την έκδοση του εντάλματος έρευνας, «δεν φαίνεται να αποκαλύπτονται στοιχεία ή μαρτυρία, ικανά να οδηγήσουν στη διασύνδεση, κατά τον χαλαρό έστω τρόπο που απαιτείται στις περιπτώσεις του είδους, της συγκεκριμένης λυόμενης κατοικίας, με τις ναρκωτικές ουσίες ή τα άλλα τεκμήρια που η αστυνομία παρουσιάζεται να αναζητούσε στα πλαίσια της διερεύνησης των αδικημάτων που την απασχολούσαν». Συνεπώς κατέληξε πως δεν στοιχειοθετείτο «η ύπαρξη εύλογης αιτίας σε συνάρτηση με τα αντικείμενα των οποίων επιδιωκόταν η ανεύρεση, ως προβλέπεται τούτο στο άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155».
Με τους δύο λόγους έφεσης, προσβάλλεται βασικά ως εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υφίστατο εύλογη υποψία που να διασυνδέει την οικία του Εφεσίβλητου με τα αναζητούμενα αντικείμενα.
Για σκοπούς εξέτασης της Έφεσης, κρίνουμε σκόπιμο αρχικά να παραθέσουμε μια σύνοψη του περιεχόμενου του όρκου που συνόδευε την αίτηση για την έκδοση του εντάλματος έρευνας, όπως αυτή καταγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Σύμφωνα με πρόσφατη πληροφορία στην ΥΚΑΝ ο Εφεσίβλητος, ο οποίος διαμένει σε λυόμενη κατοικία σε συγκεκριμένη διεύθυνση, ασχολείται με την εμπορία και διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών, ήτοι κάνναβης και κοκαΐνης. Για σκοπούς διερεύνησης της πληροφορίας, η οικία τέθηκε υπό παρακολούθηση και στις 19.9.2023 και περί ώρα 18:10, θεάθηκε όχημα ενοικίασης με οδηγό τον Εφεσίβλητο και συνοδηγό μια κοπέλα, να έρχεται στην οικία. Μετά πάροδο 15 λεπτών, το όχημα αναχώρησε από την οικία και κατευθύνθηκε προς Λευκωσία. Μέλη της ΥΚΑΝ συνέχισαν να παρακολουθούν το όχημα διακριτικά. Σε κάποιο σημείο το όχημα εισήλθε στο κοιμητήριο του χωριού Πέρα Ορεινής, όπου παρέμεινε για λίγα λεπτά χωρίς να υπάρχει οπτική επαφή με τα μέλη της ΥΚΑΝ που βρίσκονταν στο σημείο. Μόλις το όχημα με τους επιβαίνοντες εξήλθε από τον χώρο του κοιμητηρίου, δόθηκαν οδηγίες για ανακοπή του όπου ήταν δυνατό. Περί τις 20:10 το όχημα ανακόπηκε παρά την έξοδο Πέρα Χωρίου Νήσου, όπου και ανευρέθηκε στην κατοχή τους ποσότητα ναρκωτικών, ήτοι ξηρή φυτική ύλη κάνναβης συνολικού βάρους 1,224 γραμμαρίων, ζυγαριά ακριβείας με ίχνη άσπρης σκόνης όμοια με κοκαΐνη, ένα καλαμάκι κλειστό δια καψίματος με άγνωστη ουσία, το χρηματικό ποσό των €585 και άλλα τεκμήρια τα οποία παραλήφθηκαν για εξετάσεις. Ανακρινόμενα και τα δύο πρόσωπα, αρνήθηκαν οποιαδήποτε ανάμειξη ενώ ο Εφεσίβλητος αρνήθηκε ότι διαμένει στην εν λόγω λυόμενη κατοικία, αναφέροντας ως τόπο διαμονής του την πατρική του οικία σε άλλη διεύθυνση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε αρχικά το απαραβίαστο της κατοικίας το οποίο διασφαλίζεται από το Άρθρο 16 του Συντάγματος και τη δυνατότητα επέμβασης σε αυτή, όπως ο Νόμος ορίζει. Εξού και παρέπεμψε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των Αντώνη Ανδρέου & Σια ΔΕΠΕ κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 348/2016, ημερ. 9.6.2017, στην οποία λέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η έκδοση ενός εντάλματος έρευνας είναι μια σοβαρή επέμβαση στην ατομική ελευθερία και δεν αποτελεί μηχανιστική διαδικασία και ότι το Δικαστήριο, στη βάση των τεθέντων ενώπιον του, θα πρέπει να πεισθεί πως συντρέχει αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος.
Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε αυτούσιο το άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, αναφέροντας ότι για την έκδοση εντάλματος έρευνας, το Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί πως από τα ενώπιον του τεθέντα στοιχεία μέσω της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει τέτοιο αίτημα, υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε ένα συγκεκριμένο τόπο υπάρχει οτιδήποτε το οποίο περιγράφεται στα εδάφια (α)-(γ) του άρθρου 27 του Κεφ. 155.
Το άρθρο 27 του Κεφ. 155 προνοεί ως εξής:
«27. Όταν δικαστής ικανοποιείται µε εγγράφου δηλώσεως ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει —
(α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση µε το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκηµα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε· ή
(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήµατος·
ή (γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιµοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήµατος,
ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλµα (το οποίο αναφέρεται στο νόµο αυτό ως "ένταλµα έρευνας"), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονοµάζεται σε αυτό —
(ι) να ερευνήσει τον τόπο αυτό προς ανεύρεση οποιουδήποτε τέτοιου πράγµατος και να κατάσχει και µεταφέρει αυτό ενώπιον του ∆ικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το ένταλµα έρευνας ή ενώπιον άλλου ∆ικαστηρίου για να τύχει αυτό µεταχείρισης σύµφωνα µε το νόµο·»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από σχετική νομολογία, σύμφωνα με την οποία είναι αναγκαία η σύνδεση του αντικειμένου με την οικία για να δικαιολογείται δεόντως η έκδοση του εντάλματος έρευνας. Αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Ανδρέου v. Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. Αρ. 103/2020, ημερ. 21.4.2021, ECLI:CY:AD:2021:A164, στην οποία τονίστηκε η αναγκαιότητα προσδιορισμού και διασύνδεσης της έρευνας με συγκεκριμένο τόπο ή χώρο, όπως και με τη διερεύνηση συγκεκριμένου αδικήματος. Κρίνουμε χρήσιμη την παραπομπή στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ. 133/2018, ημερ. 17.12.2018, σύμφωνα με την οποία το άρθρο 27 συνδέει το αντικείμενο το οποίο εύλογα πιστεύεται ότι συνδέεται με το ποινικό αδίκημα με τον τόπο για τον οποίο ζητείται το ένταλμα. Το ζητούμενο, όμως, σε κάθε περίπτωση, όπως ορθά ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφορά στη μαρτυρία που απαιτείται να υπάρχει ώστε να θεμελιώνεται η αναγκαία διασύνδεση με τη συγκεκριμένη οικία για την οποία ζητείται το ένταλμα έρευνας. Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Αντωνίου (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 656, ελέχθη ότι κάθε περίπτωση κρίνεται στη βάση των δικών της ιδιαίτερων περιστατικών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε πως η μαρτυρία που τέθηκε προς υποστήριξη της αίτησης για την έκδοση του εντάλματος έρευνας δεν ήταν ικανή να συνδέσει την οικία με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, υπό την έννοια ότι «πέραν από την αναφορά ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο θεάθηκε το όχημα που οδηγούσε ο Αιτητής να έρχεται στην οικία και στη συνέχεια να αναχωρεί από αυτήν, δεν αναφέρεται οτιδήποτε για είσοδο ή έξοδο του Αιτητή ή της κοπέλας που τον συνόδευε στην συγκεκριμένη οικία, για τον τρόπο που οι τελευταίοι εκινούντο, εάν κατέβηκαν από το όχημα στο οποίο επέβαιναν, εάν μετέφεραν οτιδήποτε στην οικία, εάν παρέλαβαν ή άφησαν οτιδήποτε σε αυτή». Ορθή ήταν αυτή η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η αναφορά στο ότι ο Εφεσίβλητος με τη συνοδηγό του θεάθηκαν να «έρχονται» στην οικία και να αναχωρούν από εκεί 15 λεπτά αργότερα, χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε άλλη πληροφόρηση αναφορικά με τις κινήσεις, τη συμπεριφορά τους εκεί και τυχόν είσοδο και έξοδο τους από την οικία, δεν ισοδυναμεί δίχως άλλο με την είσοδο του ενός ή και των δύο στην οικία. Πρόκειται για μια γενική και αόριστη αναφορά η οποία, στη συνήθη έννοια και ερμηνεία της, αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά, σε αντιδιαστολή με τη μετέπειτα περιγραφή των κινήσεων τους στο κοιμητήριο, όπου αναφέρθηκε ρητώς πως εισήλθαν εντός του χώρου του κοιμητηρίου, καθ’ ον χρόνο η Αστυνομία δεν είχε πλέον οπτική επαφή μαζί τους, και αφού εξήλθαν του χώρου και το όχημα ανακόπηκε, ανευρέθηκαν ναρκωτικά και τα υπόλοιπα αντικείμενα και χρήματα εντός αυτού.
Εύστοχη ήταν και η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η φράση «να έρχεται στην οικία» δεν μπορούσε να επεξηγηθεί από τον Εφεσείοντα μεταγενέστερα της έκδοσης του εντάλματος.
Επομένως, το υπόβαθρο των γεγονότων στο οποίο ουσιαστικά στηρίζεται η θέση του Εφεσείοντα, ήτοι πως ο Εφεσίβλητος και ή η συνοδηγός εισήλθαν εντός της συγκεκριμένης οικίας πριν αναχωρήσουν από εκεί, δεν βρίσκει έρεισμα στο περιεχόμενου του όρκου που είχε τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου στο πλαίσιο της αίτησης για την έκδοση εντάλματος έρευνας της εν λόγω οικίας.
Απομένει βεβαίως η εξέταση του κατά πόσο η ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του Νόμου για την έκδοση του αιτούμενου εντάλματος έρευνας.
Η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη μη ύπαρξη εύλογης αιτίας σύνδεσης της οικίας με τη κατοχή και διακίνηση ναρκωτικών δεν αποτελεί τη μοναδική διαπίστωση του Δικαστηρίου, ως η εισήγηση του Εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διασύνδεσε αυτή τη αναφορά με τη διαπίστωση ότι η δικαιοδοσία για την έκδοση εντάλματος έρευνας για ανεύρεση ή κατάσχεση «τέτοιων πραγμάτων» ενεργοποιείται μόνο όταν υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται πως σε οποιοδήποτε τέτοιο τόπο υπάρχει οτιδήποτε από αυτά που προσδιορίζει το άρθρο 27 του Κεφ. 155. Εξού και η κατάληξη του πως δεν αποκαλύφθηκαν τέτοια στοιχεία ή μαρτυρία, ικανά να οδηγήσουν στη διασύνδεση της συγκεκριμένης κατοικίας με τις ναρκωτικές ουσίες ή τα άλλα τεκμήρια που παρουσιάζεται να αναζητεί η Αστυνομία.
Η υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Κυριάκου, Πολ. Έφ. Αρ. 45/2020, ημερ. 1.7.2021, στην οποία παρέπεμψε ο Εφεσείων διακρίνεται από την παρούσα. Σε εκείνη την υπόθεση έγινε η διάκριση μεταξύ του άρθρου 29(3) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 και του άρθρου 27 του Κεφ. 155 τα οποία, αμφότερα, αφορούν στην έκδοση εντάλματος έρευνας. Στην περίπτωση του άρθρου 29(3) προέχει η κατάδειξη ύπαρξης ελεγχόμενου φαρμάκου στον προς έρευνα χώρο, ενώ στην περίπτωση του άρθρου 27 απαιτείται η κατάδειξη επαρκούς μαρτυρίας για οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα, ή οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται πως θα παρέχει απόδειξη για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται πως προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος. Σε εκείνη την υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο συνέδεσε την εύλογη υποψία σύνδεσης του προς έρευνα χώρου μόνο με τα ναρκωτικά και κατέληξε πως από τη στιγμή που τα ναρκωτικά είχαν εντοπιστεί και παραληφθεί από την Αστυνομία, τότε δεν δικαιολογείτο η έρευνα στην οικία και υποστατικά του εφεσείοντα. Επομένως εκεί ήταν σαφές πως το πρωτόδικο Δικαστήριο περιόρισε την εξέταση του κατά πόσο δικαιολογείτο η έκδοση του αιτούμενου εντάλματος έρευνας μόνο σε συσχετισμό με τα ναρκωτικά και τις διατάξεις του άρθρου 29(3) του Ν.29/77, ενώ η Αστυνομία αναζητούσε και άλλα ναρκωτικά και αντικείμενα. Ως εκ τούτου κρίθηκε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο τελούσε υπό πλάνη ως προς τα κρίσιμα γεγονότα και συνακόλουθα κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας.
Στην υπό κρίση περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την ενώπιον του αίτηση στη βάση του άρθρου 27 του Κεφ. 155 και ασχολήθηκε με το κατά πόσο η οικία συνδεόταν με ναρκωτικά και τα υπό διερεύνηση αδικήματα και κατά πόσο υπήρχε εύλογη υποψία να πιστεύεται ότι εντός αυτής πιθανόν να υπήρχαν και ανευρίσκονταν αντικείμενα που συνδέονταν με τα εν λόγω αδικήματα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε και στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Σιακαλλή (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 282. Σε εκείνη την υπόθεση τονίσθηκε η ανάγκη για σύνδεση, με βάση το άρθρο 27 του Κεφ.155, του αντικειμένου, το οποίο εύλογα πιστεύεται ότι συνδέεται με ποινικό αδίκημα, με τον τόπο για το οποίο ζητείται το ένταλμα και όχι γενικά με το πρόσωπο του υπόπτου. Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:
«Μόνο όπου η μαρτυρία είναι τέτοια ώστε να δικαιολογεί συγκεκριμένη και εύλογη υποψία ότι το αντικείμενο βρίσκεται στην οικία ή άλλο τόπο, και όχι απλώς γενική και αόριστη υπόθεση ότι θα μπορούσε να βρίσκεται στην οικία ή άλλο τόπο, προκύπτει επαρκής σύνδεση με την οικία ή άλλο τόπο του οποίου ζητείται η έρευνα. Επισημάνθηκε δε ότι αν ήταν διαφορετικά, η παρεχόμενη από το Σύνταγμα και το Νόμο προστασία, ιδιαίτερα της κατοικίας, θα απέληγε να είναι ευάλωτη και άνευ ουσίας.»
(Η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Είναι ορθή η επισήμανση του Εφεσίβλητου ότι το τεθέν υλικό προς υποστήριξη αιτήματος για την έκδοση εντάλματος έρευνας θα πρέπει να εξετάζεται συνολικά και όχι αποσπασματικά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απομόνωσε και εστιάστηκε στο ζήτημα της οικίας, ως εισηγείται ο Εφεσείων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εκτίμησε ολόκληρο το πλαίσιο των γεγονότων μέχρι και την ανακοπή του οχήματος. Θεωρούμε ότι το γεγονός ότι θεάθηκαν να «έρχονται» στην οικία, έστω και σε απομονωμένο σημείο, δίχως άλλο, πριν τη μετάβαση και είσοδο στο κοιμητήριο και τη μετέπειτα έξοδο από αυτό, χωρίς να υπήρχε οπτική επαφή του τι έλαβε χώρα εντός αυτού, και η συνακόλουθη ανακοπή του οχήματος και ανεύρεση των ναρκωτικών, δεν δημιουργεί εύλογη υποψία ότι η εν λόγω οικία συνδέεται με οποιονδήποτε τρόπο με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, ούτως ώστε να θεωρηθεί ότι εντός αυτής πιθανόν να βρίσκονται αντικείμενα όπως προνοεί το άρθρο 27 του Κεφ.155.
Ο Εφεσείων εξέφρασε τη θέση ότι η ανεύρεση των ναρκωτικών και άλλων αντικειμένων και χρημάτων στο όχημα στο οποίο μετέβαιναν τόσο ο Εφεσίβλητος όσο και η συνοδηγός του, δημιουργούν εύλογη υποψία ότι εντός της οικίας του Εφεσίβλητου πιθανόν να βρίσκονται τα αναζητούμενα αντικείμενα που σχετίζονται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, εφόσον μάλιστα αυτά είναι και καθημερινής χρήσης, όπως κινητά τηλέφωνα.
Στην προκειμένη περίπτωση, η μαρτυρία πως σύμφωνα με την πληροφορία ο Εφεσίβλητος διέμενε στην οικία στην οποία κατά την υπό παρακολούθηση διακίνηση τους θεάθηκαν απλώς να «έρχονται» και μετά να αναχωρούν, δεν είναι τέτοια που να δημιουργεί εύλογη υποψία ότι εκεί υπάρχουν αντικείμενα που πιθανόν να συνδέονται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Η απλή μετάβαση στον χώρο, χωρίς οτιδήποτε περαιτέρω, η συνέχιση της διαδρομής στο κοιμητήριο με την παραμονή τους εκεί χωρίς να υπήρχε οπτική επαφή, και η συνακόλουθη ανακοπή του οχήματος και ανεύρεση εντός αυτού των ναρκωτικών και άλλων αντικειμένων και χρημάτων δεν οδηγεί σε εύλογη πιθανολόγηση πως στη συγκεκριμένη οικία υπάρχει οτιδήποτε σε σχέση με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Ιωάννου, Πολ. Αίτηση Αρ. 219/2021, ημερ. 1.12.2021, ECLI:CY:AD:2021:D542:
«Είναι ορθό πως η ανάγκη παρουσίασης κάποιου είδους μαρτυρίας για στοιχειοθέτηση της εύλογης υπόνοιας, δεν σημαίνει καταγραφή στοιχείων με αποδεικτική αξία σε υψηλό επίπεδο (CPS Freight Services Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Εφ. 219/14, ημερ. 29/2/2016). Έστω και σε χαμηλό επίπεδο όμως, πρέπει να δοθούν στοιχεία και όχι απλά συμπεράσματα τα οποία ουσιαστικά ο δικαστής εκλήθη, στην παρούσα περίπτωση, να εξάξει.»
Παρόμοια ήταν και η προσέγγιση στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Ζαρού, Πολ. Αίτηση αρ. 8/21, ημερ. 29.1.2021, στην οποία λέχθηκε ότι απαιτείτο εύλογη αιτία για να ενεργοποιηθεί η διαδικασία έκδοσης εντάλματος έρευνας. Σε εκείνη την υπόθεση κρίθηκε πως δεν υπήρχε μαρτυρία από την οποία να προέκυπταν εύλογες υπόνοιες ότι στη συγκεκριμένη οικία θα υπήρχαν υπολογιστές, ηλεκτρονικές συσκευές, κινητά τηλέφωνα και άλλα μέσα αποθήκευσης που δυνατόν να χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη των εκεί υπό διερεύνηση αδικημάτων.
Ως εκ τούτου, καταλήγουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, όχι μόνο καθοδηγήθηκε ορθά ως προς τις νομικές και νομολογιακές αρχές που διέπουν την έκδοση εντάλματος έρευνας, αλλά και τις εφάρμοσε ορθά στην υπό κρίση περίπτωση.
Η Έφεση απορρίπτεται.
€2.500 έξοδα της Έφεσης, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον του Εφεσείοντα, πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο