AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 213/2024)
(i-justice)
19 Δεκεμβρίου 2024
[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Η. Κ. ΜΕ Α.Δ.Τ. [ ], ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 27/11/2024, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΣΤ. 3712 Μ. ΚΑΔΗ, ΓΙΑ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 155, ΑΡΘΡΑ 18 ΚΑΙ 19.
Αλ. Κληρίδης για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.
_____________________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Κατόπιν αιτήματος της Αστυνομίας υποστηριζόμενου από Ένορκη Δήλωση του Αστ. 3712, Μ. Καδή, του ΤΑΕ Λεμεσού, Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (εφεξής Κατώτερο Δικαστήριο) εξέδωσε στις 27/11/2024, Ένταλμα Σύλληψης του Αιτητή κρίνοντας ότι υπήρχε εύλογη υπόνοια σύνδεσης του με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, ήτοι:
(1) Συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος (Άρθρο 371, Κεφ. 154),
(2) Απόπειρα καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες (Άρθρο 325, Κεφ. 154),
(3) Εμπρησμός (Άρθρο 315Α, Κεφ. 154) και
(4) Απαίτηση χρημάτων με απειλές (Άρθρο 290, Κεφ. 154),
τα οποία αδικήματα, κατ’ ισχυρισμό, διαπράχθηκαν περί τα μέσα Νοεμβρίου μέχρι 26/11/2024 στη Λεμεσό.
Με την υπό εκδίκαση μονομερή Αίτηση ζητείται η άδεια του Δικαστηρίου για να επιτραπεί στον Αιτητή να καταχωρίσει Αίτηση με Κλήση για ακύρωση του εκδοθέντος Εντάλματος Σύλληψης με Προνομιακό Ένταλμα Certiorari. Η Αίτηση υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση του Αιτητή, ενώ συνοδεύεται και από Έκθεση, ως προβλέπεται από το σχετικό Διαδικαστικό Κανονισμό του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Προτού γίνει αναφορά στους Λόγους επί τους οποίους βασίζεται το αίτημα και εξειδικεύονται στην Έκθεση, κρίνεται σκόπιμη η αναφορά, εν συντομία, στα γεγονότα επί των οποίων στηρίχθηκε η αίτηση της Αστυνομίας για την έκδοση του υπό κρίση Εντάλματος Σύλληψης, τόσο εναντίον του Αιτητή (ο οποίος αναφέρεται Ύποπτος αρ. 1), όσο και εναντίον άλλου ενός προσώπου (ο οποίος αναφέρεται Ύποπτος αρ. 2) και με βάση τα οποία κρίθηκε από το Κατώτερο Δικαστήριο δικαιολογημένη και αναγκαία η έκδοσή του, όπως αυτά αναδύονται από την Ένορκη Δήλωση του Αστ. 3712, Μ. Καδή.
Στις 26/11/2024 και περί ώρα 22:40 σημειώθηκε έκρηξη και ανάφλεξη πυρκαγιάς στο αυτοκίνητο με αριθμό εγγραφής [ ], μάρκας Mercedes, ιδιοκτησίας του Γ. Σοφοκλέους (ο οποίος αναφέρεται 1ος Παραπονούμενος), το οποίο βρισκόταν σταθμευμένο σε γκαράζ ανατολικά της οικίας του.
Από εξετάσεις που διενεργήθηκαν στη σκηνή από το ΤΑΕ Λεμεσού και πυροτεχνουργό της ΑΔΕ Λεμεσού διαπιστώθηκε ότι το πιο πάνω όχημα καταστράφηκε ολοσχερώς. Η φωτιά επεκτάθηκε και σε αυτοκίνητο μάρκας Rolls Royce, μη εγγεγραμμένο, το οποίο επίσης καταστράφηκε ολοσχερώς, ενώ ελαφριές ζημιές προκλήθηκαν σε δεύτερο αυτοκίνητο μάρκας Rolls Royce, το οποίο ήταν σταθμευμένο μπροστά από τα άλλα δύο οχήματα. Επίσης προκλήθηκε φωτιά και σε τέταρτο όχημα μάρκας Rolls Royce, μη εγγεγραμμένο, το οποίο βρισκόταν σταθμευμένο σε γκαράζ δυτικά της οικίας του Παραπονούμενου. Η φωτιά φαίνεται να προκλήθηκε με τη χρήση μολότωφ και προκάλεσε ελαφριές ζημιές στο πιο πάνω όχημα.
Τα τρία αυτοκίνητα μάρκας Rolls Royce ανήκουν στον πατέρα του 1ου Παραπονούμενου (ο οποίος αναφέρεται 2ος Παραπονούμενος).
Από τις εξετάσεις στη σκηνή και σύμφωνα με την Πυροσβεστική Υπηρεσία διαπιστώθηκε ότι η φωτιά τέθηκε κακόβουλα.
Σε ό,τι αφορά την εμπλοκή του Αιτητή, ο οποίος στον Όρκο αναφέρεται ως ο 1ος Ύποπτος στην υπό διερεύνηση υπόθεση, σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από τον Όρκο, το οποίο κρίνεται σκόπιμο να παρατεθεί αυτολεξεί:
«Ο 1ος παρ/νος ο οποίος βρίσκεται στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στην Γαλλία, ήγειρε υποψίες εναντίον των 2 πιο πάνω υπόπτων. Εναντίον τους ήγειρε επίσης υποψίες και ο πατέρας του ιδιοκτήτης των Rolls Royce, (2ος παρ/νος).
Σύμφωνα με τους ίδιους οι υποψίες στηρίζονται σε συμβάν το οποίο καταγγέλθηκε στην Αστυνομία στις 06/11/2024.
Συγκεκριμένα στις 06/11/2024 λήφθηκε πληροφορία στην Αστυνομία ότι ο 1ος παρ/νος, έπεσε θύμα απαγωγής όταν μεσολάβησε μαζί με τον 1ον ύποπτο, για να πουλήσει ο 2ος ύποπτος κρυπτονομίσματα bitcoin σε άλλο άγνωστο πρόσωπο που βρισκόταν στο Dubai. Κατά την συναλλαγή η οποία έγινε με βιντεοκλήση, το άγνωστο πρόσωπο με τέχνασμα έκλεψε από τον 2ον ύποπτο το χρηματικό ποσό των 506,000 δολαρίων σε κρυπτονομίσματα. Ο 2ος ύποπτος κάλεσε στην οικία του τον Σοφοκλέους όπου στην παρουσία του 1ου υπόπτου, απαίτησε τα χρήματα του αφού έκρινε ότι ο 1ος παρ/νος ήταν η αιτία να κλαπεί το πιο πάνω ποσό. Κατά τον διαπληκτισμό ο 2ος ύποπτος πρόταξε μαχαίρι προς τον Σοφοκλέους, χωρίς να τον τραυματίσει. Στην συνέχεια ο Σοφοκλέους αναχώρησε από την συγκεκριμένη οικία και μετέβηκε στην κατοικία του όπου και εντοπίστηκε.
Η πιο πάνω υπόθεση διερευνάται από το Ηλεκτρονικό έγκλημα.
Ο 1ος παρ/νος αφού σήμερα ενημερώθηκε για την έκρηξη ανάφερε ότι λίγες μέρες πριν αναχωρήσει για το εξωτερικό, ο 1ος ύποπτος τον προειδοποίησε ότι ο 2ος ύποπτος θα τον ανατινάξει και θα του καταστρέψει την περιουσία του αν δεν επιστρέψει πίσω τα χρήματα που έχασε ο ίδιος.
Επίσης να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τους δύο παρ/νους, αυτοί δεν έχουν οποιαδήποτε διαφορά εναντίον οποιουδήποτε άλλου προσώπου.»
Τα πιο πάνω ήταν ουσιαστικά το βασικό μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί από την Αστυνομία ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου στις 27/11/2024, υποστηρίζοντας αίτημά της για έκδοση Εντάλματος Σύλληψης τόσο εναντίον του Αιτητή, του 1ου Ύποπτου, όσο και εναντίον ενός άλλου προσώπου, του αναφερόμενου ως 2ου Ύποπτου.
Έχω θέσει ενώπιον μου τόσο το περιεχόμενο της Ένορκης Δήλωσης όσο και της Έκθεσης και έχω διεξέλθει με προσοχή την προσβαλλόμενη Απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου, καθώς επίσης και ό,τι ο Αιτητής μέσω του ευπαίδευτου συνηγόρου του έχει θέσει ενώπιον μου, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν μέσω γραπτής αγόρευσης. Θα κάνω ειδική αναφορά σε αυτά όπου ήθελε κριθεί αναγκαίο.
Οι αρχές με βάση τις οποίες παρέχεται άδεια για καταχώριση αίτησης προς έκδοση Προνομιακού Εντάλματος αυτής της μορφής είναι καλά εδραιωμένες και από μακρού χρόνου αποκρυσταλλωμένες στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έτσι ώστε να μη χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Τέτοια άδεια παρέχεται όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή συζητήσιμη υπόθεση, ενώ ο έλεγχος σε σχέση με τα εντάλματα σύλληψης, γίνεται σε σχέση με τη νομιμότητα της έκδοσής τους.
Η πιο κάτω περικοπή από την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Ευδόκα, Πολιτική Έφεση Αρ. 219/2015, ημερ. 29/12/2016, είναι απόλυτα σχετική:
«Όπως επιτάσσει η νομολογία, για την παραχώρηση άδειας για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, η διαδικασία δεν έχει, ως αντικείμενο, την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων. Ο έλεγχος αυτός ασκείται αποκλειστικά στο πλαίσιο της εφετειακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η αρχή επί της οποίας εδράζεται η δικαιοδοτική βάση εξέτασης αιτήσεων για παραχώρηση αδείας καταχώρισης προνομιακού εντάλματος, είναι η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου δικαστηρίου. (Βλ. In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).
Περαιτέρω, εξετάζοντας την πιθανότητα χορήγησης αδείας θα πρέπει ο αιτητής να τεκμηριώσει, εκ πρώτης όψεως, και αιτιολογήσει τη χορήγηση αδείας. (Βλ. Λυσιώτης (1986) 1 Α.Α.Δ. 1696).
Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται, κατ' εξαίρεση, όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, ή πλάνη περί το Νόμο, ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. (Βλ. Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 A.A.Δ. 464).»
Η εξουσία για την έκδοση εντάλματος σύλληψης παρέχεται από το Άρθρο 11.2 (γ) του Συντάγματος και το Άρθρο 18(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 (όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 10(Ι)/96). Οι πιο πάνω διατάξεις καθιστούν δυνατή την έκδοση εντάλματος σύλληψης από το Δικαστήριο αν υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι ένα πρόσωπο διέπραξε αδίκημα. Περαιτέρω, το Άρθρο 18(1) του Κεφ. 155 προδιαγράφει και τον τρόπο που πρέπει να αποδεικνύεται η ύπαρξη της εύλογης υπόνοιας. Αυτό πρέπει να γίνεται μέσα από γραπτή ένορκη δήλωση η οποία να ικανοποιεί το Δικαστή «ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι ένα πρόσωπο διέπραξε αδίκημα». Πέραν της βασικής, λοιπόν, προϋπόθεσης απόδειξης του στοιχείου της «εύλογης υπόνοιας», το Δικαστήριο προχωρά «στο δεύτερο στάδιο της έρευνας, η οποία αποσκοπεί στη διαπίστωση κατά πόσο τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης καθιστούν ή όχι την έκδοση του [εντάλματος σύλληψης] αναγκαία ή επιθυμητή» (Αναφορικά με την Αίτηση του Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207).
Ο Αιτητής προέβαλε ότι η «εύλογη υπόνοια» που απαιτείται να υπάρχει για την έκδοση Εντάλματος Σύλληψης, στην υπό κρίση περίπτωση στηρίζεται αποκλειστικά στις υποψίες του 1ου Παραπονούμενου, όπως αυτές παρουσιάστηκαν ως δεδομένες από την Αστυνομία χωρίς άλλη περαιτέρω μαρτυρία, η οποία να δείχνει κάποια εμπλοκή των Υπόπτων στη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων και χωρίς να παρουσιάζεται ολόκληρη η εικόνα των γεγονότων ώστε το Επαρχιακό Δικαστήριο να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα. Υποστηρίχθηκε ότι από τον Όρκο δεν φαίνεται να υπάρχει οτιδήποτε άλλο πέραν από τα όσα κατ’ ισχυρισμό είπε ο 1ος Παραπονούμενος στην Αστυνομία μέσω τηλεφωνικής επικοινωνίας που είχε η Αστυνομία μαζί του και ως προς το λόγο που ο ίδιος έχει υποψίες εναντίον του Αιτητή. Όπως συνεχίζει η επιχειρηματολογία του Αιτητή, οι υποψίες ουδέποτε και πουθενά δεν φαίνεται να μετατράπηκαν σε καταγγελία ή να εξελίχθηκαν σε βάσιμη πληροφορία ως προς την εμπλοκή του Αιτητή στη διάπραξη των αδικημάτων.
Η ύπαρξη εύλογης υποψίας είναι το κρίσιμο ζητούμενο και εναπόκειτο στο Κατώτερο Δικαστήριο το πλαίσιο εξέτασης του αιτήματος αυτής της μορφής να ικανοποιηθεί, στη βάση της ενώπιον του μαρτυρίας και εξάγοντας το δικό του συμπέρασμα περί της αποκάλυψης εύλογης υπόνοιας. Τότε και μόνο νομιμοποιείται στην έκδοση του Εντάλματος. Το βάσιμο της εύλογης αιτίας συναρτάται απόλυτα με το περιεχόμενο του Όρκου που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου.
Η ανάγκη παρουσίασης ενός είδους μαρτυρίας για στοιχειοθέτηση της εύλογης υπόνοιας, δεν σημαίνει βεβαίως καταγραφή στοιχείων με αποδεικτική αξία σε υψηλό επίπεδο (βλ. C.P.S. Freight Services Ltd ν. Γενικού Εισαγγελέα, Πολιτική Έφεση Αρ. 219/2014, ημερ. 29/2/2016).
Υπενθυμίζεται ότι στο συγκεκριμένο στάδιο δεν καλείται το Κατώτερο Δικαστήριο να αξιολογήσει τη μαρτυρία που τίθεται ενώπιον του για να προβεί σε εύρημα ότι όντως το πρόσωπο εναντίον του οποίου επιδιώκεται η έκδοση Εντάλματος Σύλληψης, διέπραξε τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Περί υπονοιών ο λόγος.
Στην υπό συζήτηση περίπτωση υπήρχε μαρτυρία από τον ίδιο τον 1ο Παραπονούμενο, η οποία αναφερόταν σε προειδοποίηση που του είχε γίνει από τον Αιτητή ότι ο 2ος Ύποπτος θα του ανατίναζε και θα του κατέστρεφε την περιουσία του αν δεν επέστρεφε πίσω τα χρήματα που ο τελευταίος είχε χάσει υπό τις περιστάσεις που περιγράφονται στο συμβάν που έλαβε χώρα στις 6/11/2024 και καταγγέλθηκε στην Αστυνομία, όπου, στο πλαίσιο μεσολάβησης του, ο 2ος Ύποπτος πώλησε κρυπτονομίσματα bitcoin σε τρίτο πρόσωπο.
Το περιεχόμενο του Όρκου που συνόδευε και υποστήριζε το αίτημα για έκδοση του Εντάλματος Σύλληψης, συνολικά θεωρούμενο, σε αντίθεση με όσα προβάλλει η πλευρά του Αιτητή περί ανεπαρκών στοιχείων, κρίνεται ότι παραθέτει γεγονότα τέτοιας έκτασης και μορφής, από κάθε άποψη επαρκή για απόδειξη του στοιχείου της εύλογης υπόνοιας για ανάμειξη του Αιτητή στη διάπραξη των σοβαρών αδικημάτων που η Αστυνομία διερευνούσε.
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα κατά πόσο είχε παρουσιαστεί ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου η πλήρης εικόνα των γεγονότων και ειδικότερα το ότι ο Αιτητής (1ος Ύποπτος) ήταν μεταξύ εκείνων των ατόμων που είχαν κάνει επίσημη καταγγελία στην Αστυνομία εναντίον του «Παραπονούμενου» ότι εμπλέκετο στην κλοπή του χρηματικού ποσού που ζημιώθηκε ο 2ος Ύποπτος, δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Αποτελεί βασική αρχή της νομολογίας και του δικαίου ότι η μη αποκάλυψη ουσιωδών πληροφοριών ή πληροφοριών ή ενεργειών που έπρεπε να προηγηθούν της αίτησης για ένταλμα, θεωρείται ότι αφαιρεί το νόμιμο της έκδοσης του εντάλματος. Ο αιτών το ένταλμα αστυφύλακας έχει καθήκον να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη των ουσιωδών στοιχείων και γεγονότων. Η επαρκής αποκάλυψη είναι, αναμφίβολα, βασική προϋπόθεση νομιμότητας σε σχέση με την έκδοση κάθε εντάλματος (Αναφορικά με την Αίτηση των (1) Αντώνης Ανδρέου & Σία Δ.Ε.Π.Ε. κ.ά., Πολιτική Αίτηση Αρ. 126/2015, ημερ. 30/11/2015). Στον Όρκο που συνόδευε το αίτημα της Αστυνομίας ρητά γινόταν αναφορά στο συμβάν που έλαβε χώρα στις 6/11/2024 και αφορούσε σε κλοπή του 2ου Υπόπτου από άγνωστο πρόσωπο μεγάλου χρηματικού ποσού σε κρυπτονομίσματα όπου υπήρχε μεσολάβηση του 1ου Παραπονούμενου και το οποίο συμβάν, μαζί με ένα άλλο γεγονός, αυτό της προειδοποίησης από τον Αιτητή ότι αν δεν επιστρέψει πίσω τα χρήματα που έχασε o 2ος Ύποπτος, ο τελευταίος θα του καταστρέψει την περιουσία του, θεωρήθηκε από τον 1ο Παραπονούμενο ως η αιτία να υποψιάζεται τον Αιτητή ότι ενέχετο στην υπό διερεύνηση υπόθεση. Το αν ο 2ος Ύποπτος, ως αποτέλεσμα του εν λόγω συμβάντος, είχε προβεί σε καταγγελία εναντίον του 1ου Παραπονούμενου για ισχυριζόμενη σε βάρος του κλοπή, δεν μπορεί να έχει την έννοια της παράλειψης αναφοράς ουσιωδών γεγονότων αλλά ούτε και σχετικότητα υπό αυτή την έννοια - της μη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων – ώστε τέτοιοι ισχυρισμοί να επηρέαζαν άμεσα την έκδοση του Εντάλματος. Το ίδιο ισχύει και για τον ισχυρισμό ότι ο 1ος Παραπονούμενος είχε έρθει σε συμφωνία με τον 2ο Ύποπτο να τον αποζημιώσει για τη ζημιά που ο ίδιος είχε παραδεχθεί ότι είναι υπεύθυνος. Πέραν του ότι δεν διεφάνη να έχει τεθεί οτιδήποτε που να υποστηρίζει ότι ένας τέτοιος ισχυρισμός ήταν στη γνώση της Αστυνομίας.
Όσον αφορά το ερώτημα κατά πόσο τα ιδιαίτερα γεγονότα της περίπτωσης καθιστούσαν ή όχι τη σύλληψη του Αιτητή δικαιολογημένη και αναγκαία, η απάντηση είναι και πάλι καταφατική.
Είναι αρκετό να σημειωθεί ότι η φύση και η σοβαρότητα των υπό διερεύνηση αδικημάτων, η ανάγκη αποτελεσματικής διερεύνησης των αστυνομικών εξετάσεων για πλήρη εξιχνίαση, δεδομένων των πληροφοριών που η Αστυνομία είχε στα χέρια της και οι οποίες ενέπλεκαν τον Αιτητή, χωρίς παράλληλα να υποτιμάται ο κίνδυνος ο Αιτητής να καταστρέψει ή να αποκρύψει μαρτυρικό υλικό ή ακόμη να επηρεάσει μάρτυρες, αποτελούν παράγοντες που ουσιαστικά επισφράγιζαν την αναγκαιότητα έκδοσης του επίδικου Εντάλματος Σύλληψης.
Ούτε και η θέση περί μηχανιστικής προσέγγισης από πλευράς του Κατώτερου Δικαστηρίου στην έγκριση του υπό κρίση Εντάλματος φαίνεται να έχει έρεισμα. Το ότι το Κατώτερο Δικαστήριο ενέκρινε το επίδικο Ένταλμα υπογράφοντας το μόλις τρία λεπτά μετά την ανάγνωση του Όρκου, ουδόλως ερμηνεύεται ως μηχανιστική έγκριση του Εντάλματος και/ή ως αποδοχή της θέσης της Αστυνομίας (rubber stamp) χωρίς να προηγηθεί η αναγκαία, προς τούτο, νοητική δικαστική διεργασία. Η υπό κρίση περίπτωση, όπως προκύπτει από το δισέλιδο Όρκο, δεν αφορούσε εκτενή ή πολύπλοκα γεγονότα. Ούτε το γεγονός ότι στο έντυπο του Εντάλματος υπήρχε μόνο η επιλογή, όπως αναφέρεται, της φράσης «Έχω ικανοποιηθεί για την ύπαρξη εύλογης υπόνοιας…» και όχι και η έτερη επιλογή της φράσης «Δεν έχω ικανοποιηθεί….» οδηγεί στο συμπέρασμα που ο Αιτητής υποστήριξε, ότι, δηλαδή, το Κατώτερο Δικαστήριο «δεν φαίνεται να είχε επιλογή….. να αποφασίσει ότι ΔΕΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΕΙΤΑΙ από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του». Το Κατώτερο Δικαστήριο δεν ήταν σε καμία περίπτωση υποχρεωμένο να υιοθετήσει το λεκτικό που ήταν καταγραμμένο στο έντυπο του Εντάλματος, αν αυτό δεν αντιπροσώπευε τη δική του κατάληξη με βάση το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που είχε τεθεί ενώπιον του.
Υπό το φως των όσων πιο πάνω έχουν εκτεθεί, δεν έχει καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση προς τεκμηρίωση της αξίωσης για παροχή άδειας.
Ως εκ τούτου, η Αίτηση απορρίπτεται.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,
Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο