ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ IVAN GUTA κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 7/24, 26/3/2025
print
Τίτλος:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ IVAN GUTA κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 7/24, 26/3/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 7/24)

 

 26 Μαρτίου, 2025

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 5/2024.

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΕΩΣ (ΑΡ.3) ΤΟΥ 2022.

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ 2018 ΚΑΙ 2023.

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ (1) IVAN GUTA (2) KLAVDIYA GUTA (3) ANDRIY GUTA (4) OLENA GUTA, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI, MANDAMUS, PROHIBITION Ή QUO WARRANTO.

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 20/11/2023 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 1238/2018 ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ 1960, Ν. 14/60 ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ, ΘΕΣΜΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Δ.42Α.

...............

 

Γ. Χριστοδούλου, για Λ. Παπαφιλίππου & Σια Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

Λ. Παρπαρίνος και Λ. Παρπαρίνος, για Λούκας & Βίας Λ. Παρπαρίνος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και

 θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΦΡΑΙΜ, Δ.:  Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης με την οποία εκδόθηκε προνομιακό ένταλμα Certiorari για την ακύρωση της καταδικαστικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, το κατώτερο Δικαστήριο, ημερ. 20.11.2023, η οποία εκδόθηκε εν τη απουσία των Εφεσίβλητων, εκεί καθ’  ων η αίτηση, στην αίτηση παρακοής ημερ. 11.5.2020.  

Σύμφωνα με το ιστορικό των γεγονότων, στον βαθμό που αφορά στην παρούσα Έφεση, οι Εφεσείοντες (ενάγοντες) καταχώρισαν αγωγή εναντίον των Εφεσίβλητων (εναγομένων 1, 2, 4 και 7) και ακόμη έξι άλλων προσώπων, στο πλαίσιο της οποίας εξασφάλισαν ενδιάμεσα απαγορευτικά διατάγματα κατόπιν μονομερούς αίτησης. Αυτά αφορούσαν την παγοποίηση περιουσιακών στοιχείων και αποκάλυψη εγγράφων (εφεξής «το διάταγμα ημερ. 21.9.2018»). Στις 19.10.2018 το κατώτερο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα για την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας του διατάγματος ημερ. 21.9.2018 προς τους Εφεσίβλητους. Στις 11.5.2020 οι Εφεσείοντες καταχώρισαν αίτηση παρακοής εναντίον των Εφεσίβλητων ισχυριζόμενοι ότι οι πρώτοι δεν συμμορφώθηκαν με μέρος του διατάγματος. Ακολούθησε η καταχώριση αίτησης για άδεια για επίδοση της αίτησης παρακοής εκτός δικαιοδοσίας, και στις 13.10.2020 το κατώτερο Δικαστήριο εξέδωσε το αιτούμενο διάταγμα για την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας πιστών αντιγράφων της αίτησης παρακοής, του διατάγματος ημερ. 13.10.2020 και άλλων εγγράφων. Λόγω του ότι οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν εντοπιστεί στις διευθύνσεις που είχαν καθοριστεί στο διάταγμα, οι Εφεσείοντες αποτάθηκαν σε Ελβετικό Δικαστήριο και εξασφάλισαν άδεια για επίδοση της αίτησης παρακοής «μέσω δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα», νοείται της Ελβετίας. Η αίτηση παρακοής ήταν ορισμένη για πρώτη φορά ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου στις 24.9.2020 και ακολούθως ορίστηκε σε άλλες ημερομηνίες, κατά τις οποίες το Δικαστήριο επιλαμβανόταν και άλλων αιτήσεων στο πλαίσιο της αγωγής και της αγωγής. Τελικώς, στις 23.6.2021, που ήταν ορισμένη η αίτηση παρακοής για «εξέταση-απόδειξη», το κατώτερο Δικαστήριο, στην απουσία των Εφεσίβλητων για τους οποίους δεν υπήρχε εμφάνιση, εξέδωσε απόφαση με την οποία τους έκρινε ένοχους παρακοής.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, καθότι, διατάσσοντας την επίδοση της αίτησης παρακοής εκτός δικαιοδοσίας, το κατώτερο Δικαστήριο δεν καθόρισε τον χρόνο εντός του οποίου θα έπρεπε να πραγματοποιείτο η επίδοση σε συνάρτηση με την ημερομηνία ορισμού της αίτησης παρακοής ενώπιον του και προχώρησε σε ακρόαση της αίτησης χωρίς να βεβαιωθεί ότι αυτή είχε δεόντως επιδοθεί και ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν λάβει γνώση αυτής. Αντιθέτως, το κατώτερο Δικαστήριο θεώρησε αδικαιολόγητα ότι η επίδοση ήταν καλή και προχώρησε στην εκδίκαση της αίτησης, παραβιάζοντας θεμελιώδη δικαιώματα των Εφεσίβλητων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε επίσης ότι κατά τις ημερομηνίες που η αίτηση ήταν ορισμένη, η παρουσία των δικηγόρων των Εφεσίβλητων στη δικαστική αίθουσα ήταν για σκοπούς εμφάνισης σε άλλες διαδικασίες και δεν εμφανίζονταν για τους Εφεσίβλητους ούτε και τους εκπροσωπούσαν στο πλαίσιο της αίτησης παρακοής. Επομένως, η αίτηση εκδικάστηκε χωρίς να είχε δοθεί η δυνατότητα στους Εφεσίβλητους να εμφανιστούν ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου για την εν λόγω αίτηση. Ενόψει της παραβίασης των αρχών φυσικής δικαιοσύνης και του γεγονότος πως οι Εφεσίβλητοι ήταν αντιμέτωποι με την επιβολή ποινής, μέχρι και φυλάκισης, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η υπό κρίση ήταν κατάλληλη περίπτωση έκδοσης του προνομιακού εντάλματος Certiorari.

Οι Εφεσείοντες δεν ικανοποιήθηκαν με το αποτέλεσμα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εξ ου και καταχώρισαν την παρούσα Έφεση. Εγείρουν εννέα λόγους έφεσης οι οποίοι θα εξεταστούν με τη σειρά που κρίνουμε ορθότερη.

Ο όγδοος λόγος έφεσης αφορά στο ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως δεν απαιτείτο η καταχώριση πιστού αντιγράφου του συντεταγμένου διατάγματος (drawn up order) της προσβαλλόμενης απόφασης.

Ο Κανονισμός 3(2) των περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικών Κανονισμών του 2018 έως 2024 προνοεί ότι στην ένορκη δήλωση αίτησης για άδεια καταχώρισης αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari πρέπει να επισυνάπτονται ως τεκμήρια πιστά αντίγραφα των προσβαλλόμενων αποφάσεων, διαταγμάτων ή πράξεων.

Στην προκειμένη περίπτωση είχε επισυναφθεί πιστό αντίγραφο της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε αυτό το ζήτημα και επεσήμανε αρχικά ότι ουδέποτε αμφισβητήθηκε πως η συνημμένη απόφαση δεν ανταποκρινόταν στο πραγματικό της περιεχόμενο ή δεν ήταν πιστό αντίγραφο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ικανοποιήθηκε πως υπήρξε συμμόρφωση με την εν λόγω διαδικαστική πρόνοια και πως τυχόν απαίτηση επισύναψης και του συντεταγμένου διατάγματος θα δυσχέραινε τη διαδικασία.

Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Ο Φιλελεύθερος Λτδ κ.ά. (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1729, η δικαστική απόφαση δεν είναι το συντεταγμένο διάταγμα αλλά η πλήρης απόφαση, περιλαμβανομένου και του σκεπτικού της.  Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Ευαγγέλου (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 865, στην οποία απερρίφθη η μονομερής αίτηση για άδεια για καταχώριση αίτησης δια κλήσεως για έκδοση Προνομιακών Ενταλμάτων, λέχθηκαν τα ακόλουθα: 

«Θα πω ευθύς αμέσως ότι δεν μπορεί να πετύχει η αίτηση. Δεν προσκομίστηκε η απόφαση ή το διάταγμα του δικαστηρίου ημερ. 19/5/99 σε σχέση με το οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Ό,τι επισυνάφθηκε στην ένορκη δήλωση του αιτητή είναι άσχετο. Σύμφωνα με την απόφαση στην υπόθεση in Re Aeroporos & Others (1988) 1 C.L.R. 302, πιστοποιημένα αντίγραφα των ενταλμάτων ερεύνης ή σύλληψης, που ήταν το αντικείμενο στην υπόθεση εκείνη, αποτελούσαν απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση των εξουσιών του δικαστηρίου για την έκδοση προνομιακών διαταγμάτων με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 155.4 του Συντάγματος. Η αρχή ωστόσο είναι ευρύτερης εφαρμογής και περιλαμβάνει, όπως επικροτήθηκε και σε άλλες περιπτώσεις, απόφαση ή διάταγμα του δικαστηρίου. Είναι απαραίτητο το αντικείμενο της αίτησης να προσδιορίζεται επακριβώς. Ο ενδεδειγμένος τρόπος είναι η προσκομιδή κεκυρωμένου αντιγράφου τέτοιου διατάγματος ή απόφασης των οποίων επιζητείται η αναθεώρηση. Διαφορετικά το δικαστήριο, σε μια τόσο αυστηρή και φειδωλή διαδικασία, θα ενεργούσε, ανεπίτρεπτα, στη βάση υποθέσεων ή πιθανολογιών.»

Επομένως, προκύπτει ότι εκείνο το οποίο απαιτείται με βάση τον Κανονισμό 3(2) είναι η επισύναψη πιστού και κεκυρωμένου αντιγράφου της προσβαλλόμενης απόφασης ή διατάγματος, ακριβώς για να υπάρχει ενώπιον του εξετάζοντος Δικαστηρίου το πλήρες κείμενο, και όχι αποκλειστικά και μόνο το συντεταγμένο διάταγμα (drawn up) της απόφασης. Από τη στιγμή που επισυνάφθηκε το πλήρες κείμενο της αιτιολογημένης απόφασης, τότε υπάρχει συμμόρφωση με τον Κανονισμό.

Οι αυθεντίες στις οποίες παραπέμπουν οι Εφεσείοντες δεν υποστηρίζουν τη θέση τους. Και τούτο καθότι στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολ. Έφεση Αρ. 108/2018, ημερ. 16.5.2019, ECLI:CY:AD:2019:A187, η οποία αποφασίστηκε με βάση το καθεστώς που ίσχυε πριν από τη θέσπιση των Διαδικαστικών Κανονισμών του 2018 έως 2024, το ζήτημα ήταν κατά πόσο το πιστό αντίγραφο του προσβαλλόμενου διατάγματος έπρεπε να είχε επισυναφθεί και στην ίδια την αίτηση πέραν από την ένορκη δήλωση και η απάντηση ήταν αρνητική. Στην υπόθεση Ευθυμίου (1990) 1 Α.Α.Δ. 1, δεν είχε επισυναφθεί το συντεταγμένο διάταγμα στην αίτηση και, επομένως, το προσβαλλόμενο διάταγμα δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Και στις υποθέσεις Αναφορικά με την Αίτηση του Νικολάου, Πολ. Αίτηση Αρ. 6/2021, ημερ. 18.1.2021, ECLI:CY:AD:2021:D10 και Αναφορικά με την Αίτηση της Κλεόπα, Πολ. Αίτηση Αρ. 77/2022, ημερ. 27.5.2022, ECLI:CY:AD:2022:D208, και πάλι δεν είχε επισυναφθεί καν το προσβαλλόμενο συντεταγμένο διάταγμα, παρά μόνο ένα φωτοαντίγραφο χωρίς να ήταν δεόντως πιστοποιημένο ως τέτοιο.

Ο όγδοος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Με τον ένατο λόγο έφεσης αποδίδεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να αποφασίσει επί κάποιων λόγων ένστασης και έλαβε υπόψη του έγγραφα τα οποία δεν ήταν δεόντως πιστοποιημένα ως πιστά αντίγραφα. 

Ειδικότερα αποδίδεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε το ότι οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν επισυνάψει στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση για την έκδοση του εντάλματος Certiorari πιστά αντίγραφα της αίτησης παρακοής, του διατάγματος ημερ. 13.10.2020, της αίτησης για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας και της ένορκης δήλωσης επίδοσης της αίτησης παρακοής.

Ο Κανονισμός 3(2) απαιτεί την επισύναψη πιστού αντιγράφου της προσβαλλόμενης απόφασης ή διατάγματος μόνο και όχι οποιωνδήποτε άλλων εγγράφων παρουσιάζονται ως τεκμήρια.

Επομένως, και ο ένατος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης αποδίδεται ότι εσφαλμένα και ή αποσπασματικά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε το ζήτημα της απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων.

Είναι καθιερωμένη νομική αρχή ότι όπου εκδίδεται μονομερώς ένα διάταγμα και στη συνέχεια, αφού ακουστεί και η άλλη πλευρά, τεθεί θέμα ότι το διάταγμα δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί μονομερώς, το Δικαστήριο θα πρέπει να προχωρεί σε ακύρωση του, αν ο αιτητής απέκρυψε οποιαδήποτε στοιχεία ώστε να θεωρηθεί ότι παραπλάνησε το Δικαστήριο για να δεχθεί να εξετάσει την αίτηση στην απουσία της άλλης πλευράς (βλ. Commerzbank Auslandsbasken Holding A.G. κ.ά. v. Adeona Holdings Ltd (2015) 1(Α) Α.Α.Δ. 386).  

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με όλα τα γεγονότα τα οποία οι Εφεσείοντες απαριθμούν και κατ’  ισχυρισμό είναι τέτοιας σημασίας που οι Εφεσίβλητοι όφειλαν να τα είχαν αποκαλύψει στο Δικαστήριο. Αυτά βασικά αφορούν στο ιστορικό της διαδικασίας ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου αναφορικά με την αίτηση παρακοής.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε με λεπτομέρεια όλο το ιστορικό, παραπέμποντας στα πρακτικά και παραθέτοντας και αυτούσια αποσπάσματα από αυτά, δίδοντας έτσι μια πλήρη εικόνα του τι είχε διαμειφθεί σε κάθε δικάσιμο. Με βάση το όλο ιστορικό, ήταν προφανές για το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η παρουσία των δικηγόρων των Εφεσίβλητων αφορούσε την αγωγή και άλλες ενδιάμεσες διαδικασίες και όχι την αίτηση παρακοής, για την οποία είχαν δηλώσει ρητά πως δεν είχαν οδηγίες να εμφανιστούν και πως ήταν θέμα των δικηγόρων των Εφεσειόντων πώς θα χειρίζονταν την αίτηση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε επίσης αυτούσιες τις δηλώσεις των δικηγόρων των δύο πλευρών κατά τις 7.4.2021, όταν ο δικηγόρος ο οποίος εκπροσωπούσε όλους τους εκεί εναγόμενους δήλωσε πως οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν ιδία γνώση για την αίτηση παρακοής, εκτός από πληροφόρηση που έλαβαν από τους Ουκρανούς δικηγόρους τους και ακολούθησε η κα Παπακλεοβούλου, ομόδικη δικηγόρος που εκπροσωπούσε κάποιους των εναγομένων, η οποία ζήτησε όπως η αίτηση «παραμείνει για οδηγίες για τυχόν ένσταση ή οποιοδήποτε διάβημα θα γίνει». Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε και τη δήλωση του δικηγόρου των Εφεσειόντων στις 27.9.2023 πως μόνο αυτός εμφανιζόταν στην αίτηση παρακοής, ενώ παρόντες ήταν και οι δικηγόροι των Εφεσίβλητων.  

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά εκτίμησε το σύνολο των ενώπιον του δεδομένων, πως «οι δικηγόροι των Εφεσίβλητων ουδέποτε εξέφρασαν την πρόθεση να εκπροσωπήσουν τους καθ’  ων η αίτηση στην αίτηση παρακοής. Τουναντίον, είχαν ρητά αναφέρει πως δεν είχαν οποιεσδήποτε οδηγίες από αυτούς για να εμφανιστούν στην εν λόγω αίτηση».

Ως εκ τούτου, προκύπτει πως δεν τίθετο θέμα απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων από πλευράς των Εφεσίβλητων, εφόσον το όλο θέμα απολήγει στην ύπαρξη διαφορετικών εκδοχών μεταξύ των δύο πλευρών. Οι Εφεσίβλητοι είχαν διαφορετική αντίληψη των γεγονότων την οποία και εξέθεσαν στην αίτηση τους για χορήγηση άδειας, επομένως δεν μπορεί να γίνεται λόγος για απόκρυψη γεγονότων. Τα όσα ισχυρίζονται οι Εφεσείοντες, ήτοι ότι οι δικηγόροι των Εφεσίβλητων γνώριζαν όλες τις ημερομηνίες ορισμού της αίτησης παρακοής και ζητούσαν χρόνο για καταχώριση ένστασης ή λήψη άλλου δικονομικού μέτρου, αφορά αποκλειστικά και μόνο τη δική τους εκτίμηση των γεγονότων. Τα πρακτικά όλων των ημερομηνιών κατά τις οποίες παρουσιάστηκαν οι δύο πλευρές στο κατώτερο Δικαστήριο και πάλι καταδείκνυαν ακριβώς τις εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις τους και, επομένως, δεν τίθετο ζήτημα απόκρυψης αυτών από τους Εφεσίβλητους.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε ειδικά με τον ισχυρισμό των Εφεσειόντων περί απόκρυψης του πρακτικού ημερ. 4.5.2023, το οποίο μάλιστα παρέθεσε αυτούσιο. Σε εκείνη την περίπτωση, ο δικηγόρος των Εφεσειόντων απευθύνθηκε προς το κατώτερο Δικαστήριο για να επιληφθεί της αίτησης παρακοής η οποία, κατά τη θέση του, είχε επιδοθεί και το κατώτερο Δικαστήριο την όρισε για οδηγίες στις 23.5.2023. Ορθά αυτό κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν περιλάμβανε οτιδήποτε το σχετικό με την επίδοση της αίτησης παρακοής και, επομένως, δεν υποστήριζε τη θέση των Εφεσειόντων περί απόκρυψης του από τους Εφεσίβλητους.

Το ότι η αίτηση ορίστηκε ενώπιον τεσσάρων διαφορετικών Προέδρων του Επαρχιακού Δικαστηρίου ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν προσέθετε οτιδήποτε.

Οι Εφεσείοντες προβάλλουν, επίσης, ότι οι Εφεσίβλητοι δεν απεκάλυψαν πως ανάμεσα στα έγγραφα επίδοσης υπήρχε έγγραφο στο οποίο αναφερόταν ότι οι Εφεσίβλητοι έπρεπε να είχαν εμφανιστεί στο κατώτερο Δικαστήριο στις 15.1.2021, ότι το κατώτερο Δικαστήριο δεν έδωσε άδεια επίδοσης μαρτυρικών κλήσεων και ότι η επίδοση της αίτησης παρακοής έγινε σύμφωνα με τη Σύμβαση της Χάγης. Και πάλι, όμως, οι Εφεσείοντες αναφέρονται σε θέματα που αφορούν την ίδια την επίδοση, ενώ οι δικηγόροι των Εφεσίβλητων δεν δήλωσαν ότι εμφανίζονται για αυτούς στο πλαίσιο της αίτησης παρακοής και, κυρίως, δεν αποδέχθηκαν το νομότυπο της επίδοσης σε αυτούς. Η στάση των δικηγόρων των Εφεσίβλητων θα απασχολήσει πιο αναλυτικά κατωτέρω.

Ως εκ τούτου, και ο πέμπτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

Με τον έβδομο λόγο έφεσης αποδίδεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας καθότι αποφάσισε σχετικά με την ορθότητα και νομιμότητα του διατάγματος για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας.

Αντικείμενο της αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος ήταν η απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου ημερ. 20.11.2023 αναφορικά με την αίτηση παρακοής εναντίον των Εφεσίβλητων.

Οι αιτήσεις παρακοής στηρίζονται στο άρθρο 42 των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως (Αρ. 2) του 2024. Η διαδικασία που ακολουθείται σε τέτοιες αιτήσεις είναι ταυτόσημη με τη διαδικασία σε ποινική δίκη (βλ. Κώστα v. Κώστα (2003) 1(A) Α.Α.Δ. 269). Για την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου έπρεπε απαρέγκλιτα και με αυστηρότητα να τηρηθούν οι προϋποθέσεις της Δ.42Α των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, όπως επιβεβαιώθηκε στην υπόθεση Πετράκη v. Petraki (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 911. Στην υπόθεση Ι.Μ. v. Π.Μ., Πολ. Έφεση Αρ. 19/16, ημερ. 12.11.18, ECLI:CY:DOD:2018:13, παρατέθηκαν οι προϋποθέσεις της Δ.42A, οι οποίες είναι η ύπαρξη διατάγματος, η ύπαρξη αναγκαίας οπισθογράφησης, η προσωπική επίδοση του διατάγματος και η προσωπική επίδοση της αίτησης παρακοής. 

Μέσα από το σύνολο της προσβαλλόμενης απόφασης διαφαίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ακριβώς υπόψη το αντικείμενο της ενώπιον του διαδικασίας και με αυτό ασχολήθηκε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ιδιαίτερα προσεκτικό στο να περιοριστεί στην προσβαλλόμενη απόφαση, δηλώνοντας μάλιστα ρητά ότι δεν αποφαινόταν επί ζητημάτων που ήταν εκτός του πλαισίου της ενώπιον του διαδικασίας.  

Επομένως, και ο έβδομος λόγος κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

Ο πρώτος λόγος αφορά στο ότι εσφαλμένα το κατώτερο Δικαστήριο αποφάσισε ότι παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.

Τα όσα αναφέρονται ανωτέρω καλύπτουν και την εξέταση του συγκεκριμένου λόγου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία για να καταλήξει περί της παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, επισημαίνοντας πως τελικώς, κατά την ακρόαση της αίτησης παρακοής, το κατώτερο Δικαστήριο έσφαλε ως προς το ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν λάβει γνώση της αίτησης παρακοής, εφόσον δεν εξέτασε κατά πόσο είχε γίνει δέουσα επίδοση της αίτησης σε αυτούς. Επί τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε αυτούσιο το απόσπασμα από την απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου το οποίο περιλάμβανε τις ανωτέρω δηλώσεις των δικηγόρων των Εφεσίβλητων κ. Παρπαρίνου και κας Παπακλεοβούλου και τη δήλωση του πρώτου σε ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ. 13.1.2022 ότι δεν είχαν οδηγίες από τους πελάτες τους να εμφανιστούν στην αίτηση παρακοής και ότι ήταν η άποψη του πως δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για ορισμό της αίτησης για απόδειξη. Ήταν ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «για να αποφασίσει κατά πόσο οι Εφεσίβλητοι είχαν λάβει γνώση της αίτησης το κατώτερο Δικαστήριο βασίστηκε σε προηγούμενες δηλώσεις των δικηγόρων, κάτι που ήταν απαράδεκτο, αφού η αίτηση παρακοής, διαδικασία με τις αυστηρές της προϋποθέσεις, ουδέποτε διατάχθηκε να γνωστοποιηθεί ή επιδοθεί σε δικηγόρους, και κατ’ επέκταση, η καλή επίδοση δεν θα μπορούσε να είχε εξαρτηθεί από τις όποιες δηλώσεις των δικηγόρων ή σε συνδυασμό με το περιεχόμενο του φακέλου».

Προέκυπτε ως καθόλα εύλογο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι Εφεσίβλητοι ουδέποτε εκπροσωπήθηκαν στο πλαίσιο της αίτησης παρακοής και ότι το κατώτερο Δικαστήριο θα έπρεπε να αποφάσιζε κατά πόσο υπήρξε επίδοση της αίτησης και κατά πόσο αυτή ήταν καλή και όχι να αναμένει από τους δικηγόρους οι οποίοι τους εκπροσωπούσαν σε άλλες αιτήσεις να τοποθετηθούν επί της αίτησης παρακοής. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Tofan v. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 163/2013, ημερ. 2.7.2020, με παραπομπή στην υπόθεση Krashias Shoe Factory v. Adidas (1989) 1 Α.Α.Δ.(Ε) 750, η Δ.42Α καθιστά την προσωπική επίδοση τόσο του διατάγματος όσο και της αίτησης παρακοής απαρέγκλιτο όρο για την καταδίκη προσώπου που δεν συμμορφώνεται. Εκεί οι εφεσίβλητοι είχαν λάβει γνώση των διαταγμάτων, όμως κρίθηκε ότι αυτό δεν θεραπεύει την ελαττωματική επίδοση καθότι αυτό είναι ζήτημα δημόσιας τάξης, το οποίο αφορά το δικαιοδοτικό θεμέλιο και εξετάζεται από το ίδιο το Δικαστήριο, αυτεπάγγελτα σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η παραπομπή από τους Εφεσείοντες στις υποθέσεις Kayat Trading Ltd v. Genzyme Corporation (Αρ. 3) (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 1263 και Αναφορικά με την Αίτηση της PSCJ T PLUS, Πολ. Αίτηση Αρ. 27/2020, ημερ. 28.9.2020, ECLI:CY:AD:2020:D322 είναι άστοχη, καθότι εκείνες αφορούσαν διαφορετικής φύσης διαδικασία και όχι αίτηση παρακοής.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε πως το κατώτερο Δικαστήριο θεωρώντας αδικαιολόγητα ότι η επίδοση ήταν καλή, προχώρησε και εξέτασε την αίτηση, στην απουσία των Εφεσίβλητων, επηρεάζοντας τοιουτοτρόπως θεμελιώδη δικαιώματα τους. Επεσήμανε πως το κατά πόσο η επίδοση στην Ελβετία ήταν καλή, ήταν απόφαση του Κυπριακού κατώτερου Δικαστηρίου το οποίο λανθασμένα εξέλαβε ως καλή την επίδοση με βάση τη βεβαίωση του Ελβετού Δικαστή ο οποίος βεβαίωσε μόνο ότι η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της χώρας θεωρείται, με βάση το Ελβετικό δίκαιο, ως επίδοση κατά την ημέρα της δημοσίευσης.

Σύμφωνα με όσα αναφέρονται ανωτέρω, και ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συγκρούεται πλήρως με το πνεύμα του πρωταρχικού σκοπού των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, ήτοι την εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων και διαταγμάτων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι η συμμόρφωση με δικαστικά διατάγματα είναι υψίστης σημασίας, παραπέμποντας στην υπόθεση Safarino Shoe Industry v. Sunshoes Ltd (1984) 1 C.L.R. 738, στην οποία λέχθηκε πως παρακοή δικαστικού διατάγματος υποβιβάζει την αποτελεσματικότητα της δικαστικής διαδικασίας ενώ η συμμόρφωση προς αυτά αποτελεί μια εκ των θεμελίων της πολιτισμένης κοινωνίας. Παράλληλα, όμως, θεώρησε εξίσου σημαντικό το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα προσώπου να πληροφορείται για δικαστικά μέτρα που λαμβάνονται εναντίον του και τα οποία δυνατό να επηρεάσουν τα δικαιώματα του.

Ως εκ τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στην ανάγκη συμμόρφωσης με δικαστικές αποφάσεις και διατάγματα, η οποία αποτελεί ένα από τα θεμέλια για μια δημοκρατική κοινωνία.

Ο τέταρτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

Ο έκτος λόγος έφεσης αφορά στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου δεν αφορούσε την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας η οποία εκφεύγει της δικαιοδοσίας του προνομιακού εντάλματος.

Οι Εφεσείοντες προέβαλαν την ίδια θέση, ήτοι ότι δεν επιτρέπεται η επέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην άσκηση της προνομιακής του δικαιοδοσίας στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του κατώτερου Δικαστηρίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αυτή τη θέση καθότι το ουσιώδες ήταν κατά πόσο δόθηκε η δυνατότητα στους Εφεσίβλητους να ακουστούν στην αίτηση παρακοής και, συνεπώς, το ζήτημα δεν αφορούσε στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας.

Με βάση την ανωτέρω παρατεθείσα νομολογία, καθίσταται σαφές ότι η διαπίστωση κατά πόσο έγινε καλή επίδοση στους καθ’ ων η αίτηση σε αίτηση παρακοής αφορά θεμελιώδη προϋπόθεση και δεν άπτεται της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.

Ως εκ τούτου, η εν λόγω διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή.

Ο έκτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης αποδίδεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε κατά πόσο οι Εφεσίβλητοι είχαν εναλλακτική θεραπεία. Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στο ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε το κατά πόσο συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις για την έκδοση του αιτούμενου προνομιακού εντάλματος. Λόγω της συνάφειας τους, αυτοί οι λόγοι θα εξεταστούν μαζί.

Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα, Π. Αρτέμη, (2004), σελ. 136, η τήρηση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης συνιστά προϋπόθεση για την έγκυρη απονομή της δικαιοσύνης. Η εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα σε περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης έχει διαχρονικά αναγνωριστεί μέσα από τη νομολογία (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Παναγίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 591). Ακόμα και στις περιπτώσεις όπου παρέχεται το δικαίωμα έφεσης, τέτοια παραβίαση ενόψει και των συνεπειών στην πορεία της υπόθεσης, κρίνεται ότι αποτελεί εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν την έκδοση προνομιακού εντάλματος (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Ιωάννου (Αρ. 2) (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 849 και Αναφορικά με την Αίτηση του Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41).

Ενόψει των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, και του ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν ήδη κριθεί ένοχοι για παρακοή και παρέμενε η επιβολή ποινής, το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη πως οι περιστάσεις της υπό κρίση περίπτωσης, και ειδικότερα η πιθανότητα να βρεθούν αντιμέτωποι και με ποινή φυλάκισης, δικαιολογούσαν την έκδοση του αιτούμενου προνομιακού εντάλματος για να αναχαιτισθεί η περαιτέρω παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Ακριβώς εκεί όπου θίγονται δικαιώματα ή εκεί όπου υπάρχει κίνδυνος να θιγούν, είναι που εκδίδεται προνομιακό ένταλμα Certiorari (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Καρατζαφέρη (1993) 1 Α.Α.Δ. 607 και Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 248), και είναι αυτό που εφάρμοσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνωρίζοντας πως είχαν ήδη θιγεί τα συμφέροντα των Εφεσίβλητων και με την όποια ποινή θα επηρεάζονταν εκ νέου. Η παραπομπή σε δύο περικοπές από τις υποθέσεις Αναφορικά με την Αίτηση του Χριστοφίδη (Αρ. 2) (1993) 1 Α.Α.Δ. 785 και Αναφορικά με την Αίτηση του Kazakov, Πολ. Έφεση Αρ. 72/2022, ημερ. 17.7.2023, ECLI:CY:AD:2023:A252 (απόφαση Ολομέλειας), επιβεβαιώνει ακριβώς την υιοθέτηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο αυτής της νομικής αρχής και προσέγγισης.

Επομένως, ήταν προφανές πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη τις περιστάσεις της υπό κρίση περίπτωσης για να καταλήξει πως δικαιολογείτο, δίχως άλλο, η έκδοση του αιτούμενου προνομιακού εντάλματος.

Οι δεύτερος και τρίτος λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

Σύμφωνα με όλα όσα αναφέρονται ανωτέρω, όλοι οι λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι.

Η Έφεση απορρίπτεται.

€3.200 έξοδα Έφεσης, πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον των Εφεσειόντων.

 

 

 

X. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

         

                                                          Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

         

                                                          Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο